Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Η αθανασία των σκύλων


 



 1 



 Η αειθαλής κυνότητα

Για χρόνια παρακολουθώ σκύλους να οσμίζονται «σήματα» των πεζοδρομίων και των πάρκων, να ερμηνεύουν το αθέατο κρυπτογράφημα, να μεταβάλλουν ασαφείς πληροφορίες σε απαντήσεις. Μόνο που στο σκύλο το ζητούμενο, αν και κρίσιμο, δείχνει στοιχειώδες […] δεν υπάρχει ο κοινός τόπος, οι ειδήσεις διαθέτουν την αμεσότητα, τη φρεσκάδα, την επικαιρότητα της Γένεσης. Η ζωή, σύνθεση από άμεσες εντυπώσεις και έμφυτους αυτοματισμούς, απλώς «είναι», χωρίς την εμπλοκή που φτιάχνει η συνείδηση, δηλαδή χωρίς μοίρα: λόγος κοινός και συνάφεια εδεμική με τον κόσμο, με τον οποίο δεν μπορεί να μην ταυτίζεται. [σ. 162, 163]
Η συλλογή ιστοριών με κοινό θέμα αποτελεί οπωσδήποτε μια σαγηνευτική ιδέα που μπορεί να μας προσφέρει πολλαπλές τέρψεις, από εκείνη της ανθολογημένης συλλογής πάνω σε αγαπημένο έμψυχο ή άψυχο μέχρι την συμμετοχή στο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό εύρος του βίου του και από την δοκιμή πάνω σε διάφορες μορφές γραφής μέχρι την απόσταξη αληθειών και φιλοσοφιών μέσα από οικείες σκέψεις και εικόνες.
Θυμάμαι μάλιστα, την εποχή που «άνοιξα» το Πανδοχείο, ένας εκλεκτός συνεργάτης σ’ εκείνο το ερευνητικό κέντρο, μου αποκάλυψε το δικό του ιστολόγιο, εξολοκλήρου αφιερωμένο στους σκύλους, το Κυνολόγιο. Βρήκα την ιδέα εξαιρετική και καθώς επρόκειτο 
για ανθολογία ειδήσεων, διαφόρων κειμένων, φωτογραφιών, μαρτυριών, λογοτεχνικών αποσπασμάτων κ.ά. αμέσως σκέφτηκα το εκδοτικό κενό μιας αμιγούς τέτοιας λογοτεχνικής συλλογής.
Ο Μαυρουδής, σεσημασμένος συμμέτοχος της κοινότητας ή της μοναχικότητας των σκύλων, μιας ευρύτερης κυνότητας (δεν αντέχω να μην εντυπώσω το λογοπαικτικό ομόηχο) αναλαμβάνει το έργο σε εβδομήντα κείμενα – διηγήματα, αφηγήματα, μικρές φόρμες. Η γραφή του, ακριβώς όπως την γνωρίζουμε: μνημονική αλλά προσγειωμένη, νοσταλγική και ταυτόχρονα ψύχραιμη, ειρωνική όπως και τρυφερή, αισθητική και αισθητηριακή· ανοιχτή σε όλους τους χαρακτήρες, διαχέεται στον χρόνο και εκτείνεται στον τόπο, προσκαλεί την ποίηση, λογοτεχνεί την λεπτομέρεια, αποφθεγματίζει και φιλοσοφεί, γνωρίζοντας την ίδια στιγμή την ίδια την ακύρωση των αληθειών που τόσο πειστικά διακρίνει.

Neil Young 


Μια ανάμνηση μπορεί να εκκινεί από κάποια κινηματογραφική σκηνή ή απλώς να συνομιλεί μαζί της στο ίδιο κείμενο. Οι τυφλοί εκδρομείς που βλέπουν δια της περιγραφής τα μνημεία στο ντοκιμαντέρ του Βέρνερ Χέρτσογκ Η χώρα της σιωπής και του σκότους φέρνουν στην μνήμη ένα συμβάν από μια πλατεία στο Ρίμινι. Ένας τυφλός νέος χαϊδεύει έναν σκύλο που τον πλησιάζει και αποφαίνεται αλάνθαστα για το χρώμα και την ράτσα· την ίδια στιγμή ο αυτόπτης συγγραφέας ως αδιάκριτος κατάσκοπος αισθάνεται το ερώτημα του Πώς σου φαίνεται, περίεργε, που το μάτι της αφής έχει την ίδια βεβαιότητα με την όρασή σου;
Σε μια άλλη σύντομη σκηνή από την Βιριδιάνα ένας άνθρωπος απελευθερώνει έναν δεμένο σκύλο, αλλά αμέσως μετά βλέπει μια ανάλογη εικόνα. Σύμφωνα με την άποψη ενός κριτικού τότε, η απελευθέρωση του ε
νός δεν προσφέρει τίποτα και η λύση, αν δεν είναι συλλογική, δεν είναι λύση. Έπρεπε να ειπωθεί μιfrancoise sagan 

α φράση στον Σίντλερ χρόνια μετά, πως Εκείνος που σώζει έναν άνθρωπο είναι σαν να σώζει όλο τον κόσμο. Και αυτή η άποψη για τον Έναν, γράφει ο συγγραφέας, ακούγεται πιο κατανοητή και ανθρώπινη, σε σχέση με το επικό σχέδιο της οικουμενικής σωτηρίας. Και, προσθέτω, αυτό άλλωστε κινεί καθημερινά όλους εμάς στη σωτηρίου ενός κουταβιού ή ενός κακοπαθημένου σκύλου; Σώζουμε το ένα και σφίγγουμε τα δόντια για τα υπόλοιπα· κι αυτές οι μονάδες, πολλές στο ανοιχτό τελικό άθροισμα, αποτελούν ισάριθμες ζωές. Όπως άλλωστε και η δική μας, μία αναλογεί στον καθένα μας.
Και ενώ, όπως τόσες δευτερεύουσες ή ασήμαντες παρουσίες στη ζωή οδήγησε σε κάτι κεντρικό που μετράει περισσότερο, μολονότι η φωτογραφία του Μαξ είναι αφηγηματική λεπτομέρεια, ο ίδιος κερδίζει πόντους, δεν χάνει τη σημασία του. Τον σκεπτόμαστε περισσότερο απ’ ότι του αναλογεί, κατανοούμε τη συντομία του περάσματος, αφού, όπως εκείνος, είμαστε κι εμείς πολύ συχνά για τους άλλους βιαστικές, χωρίς προσδιορισμούς αναφορές, ποιο υπήρξαμε πραγματικά, τι κάναμε. [σ. 143]


E.L. Doctorow with Becky. a Weimaraner, swimming in Gardiner's Bay, Ny August 3, 1975 


Στο μυθιστόρημα του Τζούλιαν Μπαρνς Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια ο συγγραφέας εντοπίζει στην τσάντα της νεκρής πια μητέρας του την φωτογραφία ενός Γκόλντεν Ριτρίβερ που είχε μικρός, του Μαξ. Ο σκύλος σαν διακριτική σκιά περνάει αδιάφορα στην αφήγηση, καθώς αποτελεί ευκαιρία και μόνο για να βγει στο προσκήνιο ένας άλλος ήρωας – και ακριβώς αυτό το πέρασμα δίνει το έναυσμα στον Μαρουδή για τις παραπάνω σκέψεις.
Κάποτε η αυτοβιογραφικότητα του συγγραφέα και το ύφος του αφηγητή αναζητούν την τετράποδη αφορμή για να εκφράσουν την δική τους ουσία. Το κείμενο που βρίσκεται στο νούμερο 38 εκφράζει το παρόν μιας εποχής όπου η απόκρυψη της ταυτότητας και η συνακόλουθη διαδικτυακή φάρσα αποτελούν εκτός από ηθικό αδίκημα, ευκαιρία ψυχολογικών διαπιστώσεων και εκδικητικής δικαίωσης. Εδώ η κοκερίνα Κορντέλια αποδεικνύεται ιδανική παγίδα για το θύμα που τόλμησε να αγνοεί επιδεικτικά για καιρό απροσμέτρητο τον συγγραφέα φαρσέρ.


James Ellroy - Dog 


Ίσως το κείμενο που δεν κουράζομαι να διαβάζω και να μεταφέρω είναι το υπ’ αριθ. 21, που πρωτοδιάβασα στο ιστολόγιο του συγγραφέα. Εδώ ο αφηγητής βρίσκεται, Χριστούγεννα του 1972, στην είσοδο ενός μεγάλου παρισινού «Πριζουνίκ» όπου τον πλησιάζει μια γυναίκα για να του ζητήσει να κρατήσει τρία λεπτά τον σκύλο της, για να μπει για λίγο στο κατάστημα. Μετά από πολλαπλάσια λεπτά, ο προσωρινός κάτοχος εντοπίζει ένα σημείωμα: «δεν έχω άλλη επιλογή». Ο σκύλος τώρα ανήκει σε αυτόν εκτός αν επαναληφθεί το παραπλανητικό εύρημα, σε μια πιθανή εις το άπειρο διαιώνιση…
Οι σελίδες του Συμβολισμού βρίθουν από εικόνες συναντήσεων ανάμεσα σε πρόσωπα που κοιτάζονται για λίγο και το επόμενο λεπτό χάνονται για πάντα. Το βιαστικό βλέμμα είναι μια εμμονή της λογοτεχνίας η οποία, ως γνωστόν, διψά για εμπόδια και διαψεύσεις…γράφει στον 45ο παράλληλο ο συγγραφέας, παραλληλίζοντας τον περίφημο μπωντλαιρικό στίχο  – μυστική συνεννόηση ανάμεσα στα βλέμματα με την ενθύμηση εκείνης που διέσχισε μια διάβαση στη νότια Γαλλία κρατώντας ένα μεγαλόσωμο αγγλικό Φοξχάουντ. Άραγε οι δυο ραφινάτες φιγούρες, συμπλήρωμα η μια της άλλης, θα δικαιώσουν το φιλολογικό ανεκπλήρωτο ή η εξέλιξη θα είναι διαφορετική;
Το εκλεκτό κυνοκομείο είναι ευρύχωρο: περιλαμβάνει γραπτές φωτογραφίες (κι ας είναι αυτές «ψίθυροι, το “αντ’ αυτού”, ο αδύνατος αντίλογος στην εμπειρία»), σχόλια πάνω σε ποίηση (π.χ. στον Επιτάφιο για ένα Σκύλο του Μπάιρον [1808]), ένα αξέχαστο ιαπωνικό παραμύθι, τις λέξεις του Ζαν Ζενέ για τον μπρούντζινο σκύλο του Τζακομέτι, επίμονα γαβγίσματα που «δεν αξιολογήθησαν» στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του 1912 (στην υπέροχη μικροϊστορία υπ’ αριθμ. 51), τον στρατό των χιλιάδων ανατολικογερμανικών σκύλων του Τείχους του Βερολίνου, στα αχρείαστα πλέον, που βρήκε καταφύγιο σε σπίτια εθελοντών ιδιοκτητών, μακριά από τον ρόλο του κρατικού φύλακα, αδυνατώντας να αποφύγει την ταραχή όποτε πλησιάζουν τις ανύπαρκτες πια διαδρομές.



Κάποια στιγμή την αφήγηση την αναλαμβάνει το τιμώμενο ζώο. Μιλάει για τις διαθέσεις που δημιουργεί η μετακίνηση των μεγάλων αποστάσεων – την συγκίνηση, την αρχαία ανησυχία της αλλαγής και εστιάζει στον δικό του αισθητικό και αισθητηριακό κόσμο: μυρίζει δέντρα, φανοστάτες, πυροσβεστικούς κρουνούς για να μάθει τα κατορθώματα του δικού του πληθυσμού, όπως ο άνθρωπος διαβάζει την εφημερίδα. Και, εντέλει, οι σκύλοι είναι όντως αθάνατοι, όχι μόνο χάρη στο αναντίλεκτο αξίωμα που κρύβεται κάπου μέσα στα κείμενα αλλά και επειδή έγιναν, γίνονται και μπορούν να γίνουν λογοτεχνικοί. Ποια άλλη ύπαρξη νοιώθει παρείσακτη, ποια μηχανεύεται ταυτότητες που την υπερβαίνουν, τι απ’ όλα γύρω μας είναι συγχρόνως και κάτι άλλο; Σίγουρα όχι αυτοί.


Υστερόγραφο: ένα προσωπικό κείμενο του Πανδοχέα που αφιερώνεται στον Συγγραφέα.

Ο σκύλος της Φωκίωνος 


Υπάρχει κάτι πρόσθετο που μένει από την ανάγνωση της διόλου κυνικής Κυνικής Αθανασίας: η αίσθηση ενός παιχνιδιού ατελεύτητου, μια πρόσκληση ενθύμησης όλων των σκύλων με τους οποίους κάποτε και με κάποιο τρόπο διασταυρωθήκαμε σε ιστορία διηγήσιμη και μια παράλληλη ώθηση εγγραφής της σε κείμενο μικρό και ευσύνοπτο. Η μονάκριβή μου Πέτρα τετράποδη συμβία από εξαετίας είναι τόσο παρούσα και τόσο ενεργή στη ζωή μου ώστε η όποια διήγηση να μοιάζει ανεδαφική μπροστά στα συμβαίνοντα και τα αξιοβίωτα. Αν αναζητούσα το άλλο χρονικό άκρο της συναισθηματικής μου εμπλοκής με σκύλο, θα έφτανα μέχρι τα παλαιότερο δυνατό ενθύμιο παρελθόν μου· εκεί, θα με περίμενε στην ίδια θέση όπως και τότε, σαράντα χρόνια πριν, ένας μαρμάρινος καθιστός σκύλος στην πράσινη νησίδα στο μέσον της Φωκίωνος Νέγρης: [έργο του Ευριπίδη Βαβούρη, 1940].


abba 


Δεν θυμάμαι πόσες φορές κάθισα πάνω του, ακίνητος ιππέας με την βεβαιότητα πως δεν γίνομαι βάρος στο λείο του κορμί· θυμάμαι όμως καλά την λευκότητα και την δροσιά του μαρμάρου, την αναζήτηση μιας ζωντάνιας στο ακίνητο πρόσωπο, την υπόθεση της ευτυχίας που υποκρύπτει το ελαφρώς υψωμένο πρόσωπο, την ασφαλή αλλά και ζηλευτή θέση του στο μέσο των περιπάτων. Αλλά αυτό που βλέπω πια σήμερα είναι ακριβώς ένα σημείο όπου κάθισα μικρός, ίσως το μόνο που διατηρεί επιβιώνει την μνήμη του αγγίγματός μου αλλά και που μου επιστρέφει ατόφια την ανάμνηση του παππού μου. Στις δικές μου εβδομήκοντα ιστορίες, αυτή θα ήταν η πρώτη, η Πετρούλα η τελευταία, και σίγουρα οι ενδιάμεσες 68 έχουν ήδη τους ήρωες και τις ηρωίδες τους.
Cat Stevens - Dog 


Καθώς πάλι ολοκληρώνεται το πάντα εν θερμώ γραμμένο κείμενο και αναζητώ στο γνωστό κυβερνητικό χάος τις φωτογραφίες που θα πλαισιώσουν την ανάρτηση, καταλήγω σε ζεύγη πολύ αγαπημένων συγγραφέων ή μουσικών με τον σκύλο τους, που με τη σειρά τους εμπνέουν κι εκείνοι την δική τους κατάθεση στην οιονεί ανοιχτή συλλογή. Από την πλευρά των σελίδων βλέπω τον William Styron, να ισορροπεί σαν άθλημα πάνω στην δική του λεπτή ψυχική ισορροπία, που διαταράχθηκε βαθειά αλλά ακόμα και τότε απέδωσε άξια γραφή. Τα μισόκλειστα μάτια του σχεδόν μοιάζουν να εμπιστεύονται τον ακόλουθο σύντροφό του. Στην πλευρά του «πενταγράμμου», στέκομαι στο βλέμμα του Townes van Zandt και Cat Stevens, προτού απεκδυθούν την ταυτότητά τους και χαθούν σε άλλους πολιτισμούς – ένα βλέμμα που διηγείται την επιθυμία της φυγής από τον κόσμο των ανθρώπων, αλλά όχι των σκύλων.


Εκδ. Πόλις, 2013, σελ. 212. Με δεκαπέντε σημειώσεις του συγγραφέα.
Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr, υπό τον τίτλο Βιβλιοπανδοχείο, 146 / They wanna be your dog.


Στις εικόνες: William Styron, Neil Young, Francoise Sagan, E.L. Doctorow, James Ellroy, P.G. Wodehouse, Townes van Zandt, O σκύλος της Φωκίωνος Νέγρη, 2 Abba, Cat Stevens.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καλημέρα σας. Από ποιο έντυπο προέρχεται το κείμενο αυτό και ποιος ο συντάκτης του;

Costas Mavroudis είπε...

Από το ηλεκτρονικό περιοδικό κριτικής Pandoheio, που γράφει ο Λάμπρος Σκουζάκης.