|
Σιμωνόπετρα, Άγιο Όρος |
Άκουσα αυτή την ιστορία
πριν από μερικά χρόνια από τον φίλο μου Βιθέντε Φερνάντεθ. Με γοήτευσε, γιατί
είναι ένα οδοιπορικό που λησμονεί αυτό που συμβαίνει, και μεταμορφώνεται σε
μιαν απρόοπτη κατάνυξη για το παρελθόν και το χαμένο. Πρότεινα στο φίλο μου να δώσει γραπτή μορφή
στην ιστορία και εκείνος έφτιαξε αυτό το μικρό ευσύνοπτο διήγημα. Ο Β.Φ.
(Ταλαβέρα, 1953) Είναι αναπληρωτής καθηγητής Μετάφρασης και διερμηνείας Νέων
Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Μάλαγα.
ΤΑ
ΠΛΥΜΕΝΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ
στον Κώστα Μαυρουδή
Πάνε είκοσι χρόνια. Από τότε δεν γύρισα στις Καρυές, ενώ θα ήθελα τόσο πολύ
να ξαναδώ τη ζωγραφική του Πανσέληνου. Να τη δω νύχτα, όπως σε εκείνη την
αγρυπνία, στο Πρωτάτο. Θυµάµαι τους όµορφους οπλοφόρους Αγίους Γεώργιο και
Θεόδωρο, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, να βγαίνουν, µε την κίνηση των πολυελαίων από
τους τοίχους, και να πλησιάζουν τη σύναξη όπου στεκόµασταν, εµείς και άλλοι
δύο-τρεις κοσµικοί, στις γραµµές των µοναχών. Είχαµε φτάσει στο Άγιον Όρος µια
βδοµάδα πριν. Στο βαπόρι από την Ουρανούπολη στη Δάφνη πιάσαµε φιλίες µε έναν
γάλλο προσκυνητή, τακτικό επισκέπτη της Αθωνικής Πολιτείας. Μας µίλησε για την
αγιορείτικη γαστρονοµία µε κοµψότατους γαλλικούς όρους. Το βράδυ
απογοητευτήκαµε λίγο στην τραπεζαρία της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, όταν οι aubergines έγιναν µελιτζάνες.
Προηγήθηκαν όµως τα τερψιλαρύγγια που µας πρόσφεραν φτάνοντας στο µοναστήρι:
τσίπουρο, λουκούµι και νερό. Καθόλου εκδροµικοί τύποι, είχαµε εξαντληθεί στον
ποδαρόδροµο από τις Καρυές. Και, γιατί να µην το πω, εγώ ήπια και το τσίπουρο
του Θωµά, ενώ ο Θωµάς έφαγε το λουκούµι µου. Μας έγινε συνήθεια. Έχετε σκεφτεί
πόσο γρήγορα καθιερώνονται οι συνήθειες; Το πρωί προγευµατίσαµε παρέα µε τον
Κωστή Μοσκώφ –ο Χρόνης τον ήξερε από παλιά– και έναν πολύ συµπαθή φίλο του.
Μετά περπατήσαµε µέχρι τη θάλασσα. Ο Μοσκώφ µού έλεγε για την υπεροχή της
ορθόδοξης θεολογίας, για την ευλογία του σώµατος και του έρωτα. Φτάναµε όλο και
πιο κουρασµένοι στα µοναστήρια Ιβήρων και Φιλοθέου. Πρέπει να πω ότι δεν είχαµε
κλείσει πουθενά· µόνο στη Μονή Σταυρονικήτα, εκεί πήγαµε συστηµένοι. Στην
επιβλητική Σιµωνόπετρα φτάσαµε πολύ ταλαιπωρηµένοι. Στο αρχονταρίκι µάς είπαν
ότι µπορούµε να καθίσουµε και να φάµε (πολύ ωραία ρεβίθια), αλλά δωµάτιο δεν
έχει. Εδώ στάθηκε χρησιµότατη η τσαχπινιά του Θωµά, που πήρε σε µια γωνιά τον
αρχοντάρη και του είπε πόσο θα στενοχωριόταν µ’ αυτήν την εξέλιξη ο µαέστρος.
Ποιος µαέστρος; ρώτησε αθώος, ο µοναχός. Ο ζωγράφος, απάντησε ο Θωµάς, µε τρόπο
που ήταν για τον αρχοντάρη αναντίρρητος. Και δεν του είπε ψέµα. Όλος ο κόσµος
ξέρει, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, ότι ο Χρόνης είναι ζωγράφος.
Μας έδωσαν ένα πεντάκλινο δωµάτιο
–το κρατάνε, υποθέσαµε, πάντα ελεύθερο για τέτοιες περιπτώσεις–, µας δέχτηκε ο
ηγούµενος και µας έδειξαν διάφορα κειµήλια της Μονής. Αλλά οι µέρες έτρεχαν και
έπρεπε να φύγουµε. Το πλοιάριο µάς άφησε στη Δάφνη και από κει, όπως την πρώτη
µέρα, το λεωφορείο µας πήγε στις Καρυές. Μας περίµενε ο Ιερόθεος –εκείνος µας
είχε συστήσει στην Ι.Μ. Σταυρονικήτα– και µας φιλοξένησε στο κονάκι του.
Αξέχαστη µέρα. Ο Ιερόθεος µας ξενάγησε στο Πρωτάτο –επιτέλους ο Πανσέληνος!–
και, έµπειρος κωδωνοκρούστης, µας χάρισε µια συναυλία, που χρόνια αργότερα τη
θυµήθηκα όταν άκουσα από τη Φιλαρµονική της Μάλαγα το έργο Three Meditations from “Mass” του Λέοναρντ Μπερνστάιν. Πιο πολύ το πρώτο µέρος.
Γεύµα το βράδυ στο κονάκι και, µετά, όλοι στην εκκλησία
του Πρωτάτου για την αγρυπνία. Θυµάµαι να τελούν µεγαλοπρεπώς την ολονυκτία
πολλοί ιερείς, αλλά στη µνήµη µου σµιλεύτηκαν οι πολυέλαιοι, οι µοναχοί που
τους κινούσαν, οι όµορφοι άγιοι πολεµιστές του µυστηριώδους Πανσέληνου, τα όπλα
τους, οι λόγχες και τα σπαθιά.
Έφτασε η µέρα της
αναχώρησης. Περιµέναµε το λεωφορείο που θα µας πήγαινε στη Δάφνη για να πάρουµε
από εκεί το βαπόρι που θα µας άφηνε πίσω, στην Ουρανούπολη. Ύστερα οδικώς στη
Θεσσαλονίκη. Θα µέναµε το σαββατοκύριακο. Περιµέναµε λοιπόν το λεωφορείο, όταν
ξαφνικά ένα άρωµα µε αναστάτωσε. Ανοιγοκλείνω τα µάτια. Το άρωµα είναι πιο
έντονο. Κοιτάζω πίσω· περνούν δύο νέοι µοναχοί. Μεταφέρουν ένα µεγάλο καλάθι µε
πλυµένα σεντόνια. Το άρωµα! Έχω µείνει άναυδος. Όλα τώρα γίνονται πολύ γρήγορα.
Είναι η στιγµή που φτάνει το λεωφορείο. Ο Θωµάς µε σπρώχνει µέσα. Ακόµα το
άρωµα. Ακούω στα πίσω καθίσµατα έναν ηλικιωµένο µοναχό να λέει συνέχεια στον
συνεπιβάτη του «τι να πεις», «τι να πεις»... Δεν ξέρω για τι µιλούσαν, αλλά
αυτό το θυµάµαι. Αποµακρυνθήκαµε· χάθηκε τελικά το άρωµα.
Φοβάµαι πως θα παρεξηγηθώ, αλλά όλα έγιναν ακριβώς έτσι.
Έκλεισα τα µάτια και αναπόλησα εκείνους τους µήνες –στην τελευταία τάξη του
Λυκείου– που αγαπούσα την Μ., που γνωρίσαµε µαζί τον έρωτα, που το σώµα µου, το
κορµί µου, ποθούσε επίµονα το δικό της. Τα εσώρρουχα της Μ. είχαν εκείνο το
άρωµα. Το ίδιο µ’ αυτό των σεντονιών που µεταφέρονταν. Είχε περάσει τόσος
καιρός· και τώρα πια έχει περάσει περισσότερος. Είχα χρόνια τότε να τη δω και
δεν την είδα ποτέ πια. Δεν συνάντησα ξανά, ούτε νοµίζω θα συµβεί, το άρωµα
εκείνο. Μπορώ όµως να βρεθώ, και θα το ήθελα, στον τόπο που το ανακάλεσα.
Μπροστά στη ζωγραφική του Πανσέληνου.