Nα, λοιπόν που το
αφιέρωμα στον Αγγελόπουλο, το νέο τεύχος του ΔΕΝΤΡΟΥ (Νο 187) βρίσκεται
ολοκληρωμένο μπροστά μας. Ξεφυλλίζουμε τις σελίδες του που διoρθώνονται ακόμα,
διαβάζουμε για τελευταία φορά τα κείμενα που αφορούν την πορεία του σκηνοθέτη
και τη θέση του στον ευρωπαικό μοντερνισμό, βλέπουμε τις επιφυλάξεις που
ορισμένοι ψιθυρίζουν διακριτικά, εξαιτίας προφανώς μιας κατανοητής συστολής που ακολουθεί το θάνατο. Διαβάζοντας το κείμενο του κριτικού
Μισέλ Δημόπουλου, είπα ότι καλό θα ήταν να αναρτηθεί μια παράγραφος.
[...] «τα μεγάλα σε διάρκεια πλάνα του, σημείο αναφοράς και αναγνώρισης της κινηματογραφικής του γλώσσας δεν ανάγονται σε αισθητικό παροξυσμό ή σε υπερβολή. Είναι το κατ' εξοχήν υφολογικό εργαλείο στο οποίο καταφεύγει ο σκηνοθέτης, ως ολοκληρωτικός κυρίαρχος, για να πειθαρχήσει καλύτερα, να τιθασεύσει, μέσα από το χρόνο και τη διάρκειά του, το όριο, το βάρος και το βεληνεκές των νοημάτων που παράγει. Με το κίνδυνο όμως τα νοήματα αυτά να μοιάζουν, κυρίως στα δύο πρώτα μέρη της τελευταίας ημιτελούς τριλογίας του, παγιωμένα και εν τέλει αποδυναμωμένα, λόγω ακριβώς της συστηματικής και μονόπλευρης πια χρήσης της ίδιας αισθητικής τεχνοτροπίας, που τόσο μας είχε μαγέψει κοντά 40 χρόνια πριν». Η αυστηρότητα ενισχύεται από το μεγάλο μαύρο ήλιο της μελαγχολίας και μια διάχυτη απαισιοδοξία, ιδιαίτερα από το «Ταξίδι στα Κύθηρα» και μετά. Στις «Μέρες του 36», στον «Θίασο», στους «Κυνηγούς» και ιδίως στον «Μεγαλέξαντρο», υπήρχε μια μπρεχτικής αναφοράς πολιτική ανάλυση, όπου η Ιστορία καθόριζε τη μοίρα των ανθρώπων. Με το «Ταξίδι στα Κύθηρα» ξεκινάει μια άλλη αναζήτηση, για το φοβερό σημάδι της Ιστορίας πάνω στο ανθρώπινο τοπίο. Είναι η εποχή της απώλειας. Ο Αγγελόπουλος συλλαμβάνει νωρίς το τέλος της ουτοπίας».
Μετά τις διακοπές, αφού κάνει τη διαδρομή του το τεύχος των «Βιβλιοθηκών», θα εμφανιστεί, ελπίζουμε, το νέο μας αφιέρωμα.
[...] «τα μεγάλα σε διάρκεια πλάνα του, σημείο αναφοράς και αναγνώρισης της κινηματογραφικής του γλώσσας δεν ανάγονται σε αισθητικό παροξυσμό ή σε υπερβολή. Είναι το κατ' εξοχήν υφολογικό εργαλείο στο οποίο καταφεύγει ο σκηνοθέτης, ως ολοκληρωτικός κυρίαρχος, για να πειθαρχήσει καλύτερα, να τιθασεύσει, μέσα από το χρόνο και τη διάρκειά του, το όριο, το βάρος και το βεληνεκές των νοημάτων που παράγει. Με το κίνδυνο όμως τα νοήματα αυτά να μοιάζουν, κυρίως στα δύο πρώτα μέρη της τελευταίας ημιτελούς τριλογίας του, παγιωμένα και εν τέλει αποδυναμωμένα, λόγω ακριβώς της συστηματικής και μονόπλευρης πια χρήσης της ίδιας αισθητικής τεχνοτροπίας, που τόσο μας είχε μαγέψει κοντά 40 χρόνια πριν». Η αυστηρότητα ενισχύεται από το μεγάλο μαύρο ήλιο της μελαγχολίας και μια διάχυτη απαισιοδοξία, ιδιαίτερα από το «Ταξίδι στα Κύθηρα» και μετά. Στις «Μέρες του 36», στον «Θίασο», στους «Κυνηγούς» και ιδίως στον «Μεγαλέξαντρο», υπήρχε μια μπρεχτικής αναφοράς πολιτική ανάλυση, όπου η Ιστορία καθόριζε τη μοίρα των ανθρώπων. Με το «Ταξίδι στα Κύθηρα» ξεκινάει μια άλλη αναζήτηση, για το φοβερό σημάδι της Ιστορίας πάνω στο ανθρώπινο τοπίο. Είναι η εποχή της απώλειας. Ο Αγγελόπουλος συλλαμβάνει νωρίς το τέλος της ουτοπίας».
Μετά τις διακοπές, αφού κάνει τη διαδρομή του το τεύχος των «Βιβλιοθηκών», θα εμφανιστεί, ελπίζουμε, το νέο μας αφιέρωμα.