το κείμενο αυτό δημοσιεύεται στο
τελευταίο τεύχος του περιοδικού Poetix.
Κώστας Μαυρουδής: Τέσσερις
εποχές
Εκδόσεις Κέδρος, 2010
Παραλλάσσω συνηχητικά τον τίτλο αυτού του βιβλίου (βιβλίου
σημαντικού, σπεύδω από την αρχή να δηλώσω, για την ελληνική ποίηση), γιατί σε
τέσσερις περιοχές σκοπεύω να κατανείμω και εν συνεχεία να σχολιάσω την ποίηση
του χαρακτηριστικού αυτού εκπροσώπου του ελληνικού αισθητισμού.
ΠΕΡΙΟΧΗ
ΠΡΩΤΗ: Οι φακοί επαφής
Με τον όρο, δεν εννοώ ασφαλώς το γνωστό είδος που εφάπτεται
στην κόρη του ματιού, αλλά τους φακούς που ο ποιητής έχει επινοήσει για να μας
φέρει σε επαφή με τη μνήμη, τις εικόνες, τα τοπία, τα πρόσωπα, τα συναισθήματα
– εντέλει, με τις εποχές (όχι τις τέσσερις – όλες), καθώς αυτές αενάως εναλλάσσονται.
Ο Μαυρουδής κοιτάζει το παρελθόν, αλλά και το παρόν και το
μέλλον, χρησιμοποιώντας γυαλιά για κοντά
και γυαλιά για μακριά, με ανάλογους φακούς, θαυμάσια προσαρμοσμένους στους
σκελετούς των λέξεων.
Αυτή η υποβοηθούμενη νέα οπτική –η καθαρότερη ματιά στα
πράγματα–αναβαπτίζει τις λέξεις (επίθετα και ουσιαστικά), αλλά και την
εκφραστική δεινότητα του ποιητή.
Ενδεικτικά και μόνο:
Στο
σπίτι είχαν εισβάλει πρωτοσέλιδα
τανκς
απ’ τη Βουδαπέστη
ή:
Τι
όνειρα με αυστριακότητα΄
ή, ακόμα:
Μουρμούριζε
αραβικά η ζέστη.
Όμως, ο ποιητής, εκτός από τα συνήθη ματογυάλια, καταφεύγει
–το ρήμα μου είναι λάθος, γιατί κατά βάθος το επιζητεί– στο μικροσκόπιο.
Εκεί, ψύχραιμος, σχεδόν ψυχρός, παρατηρεί και, παρατηρώντας,
μεταφέρει τις εικόνες στον έκθαμβο αναγνώστη, φωτίζοντας τις ασήμαντες
λεπτομέρειες, μεγεθύνοντας το κοινότοπο σε εξαιρετικό.
ΠΕΡΙΟΧΗ
ΔΕΥΤΕΡΗ: Χρόνος παρών και χρόνος παρελθών
Ο Μαυρουδής, εξαίρετα εκφράζει την ελιοτική κατάφαση: «Ο
παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος, ίσως είναι και οι δύο παρόντες σε χρόνο
μέλλοντα».
Σαν δεξιοτέχνης ιατροδικαστής, ανατέμνει το παρελθόν μ’ ένα
νυστέρι γεμάτο επιθυμία για μνήμη, αλλά και εμβαπτισμένο στη φορμόλη που
σκοτώνει το μελοδραματισμό και τα αιμάσσοντα μέρη του παρελθόντος, τα συρράφει
με το παρόν και τα επεκτείνει «σε χρόνο μέλλοντα».
Εδώ, ο ποιητής μεταβάλλεται σε κινηματογραφιστή, και στα
γυαλιά του λογοτέχνη προστίθενται οι φακοί του τεχνικού: τηλεφακός για τα
μακρινά πλάνα, ευρυγώνιος που να χωρά την παρατήρηση του αισθητή, ζουμ για τη
στιγμιαία υπόμνηση.
Από κοντά και οι τεχνικές που κάθε σκηνοθέτης διαθέτει:
Γρήγορη κίνηση (FAST
MOTION)
Έτσι σε
είκοσι στίχους / χώρεσαν τρεις γεμάτες ώρες / έξω πλέον είναι μετά /
συγκεκριμένα είναι νύχτα / τα γεγονότα έχουν γεράσει αποφασιστικά.
Αργή κίνηση (SLOW
MOTION)
Ενώ
αβαρής σαν σκόνη αιωνιότητας έπεφτε αργά η κιμωλία στα παπούτσια του.
Και, βέβαια, κυρίως η ανάποδη κίνηση (το εντυπωσιακό REWIND)
Πρωινό
στην κουζίνα. / Το γάλα, πλάγιος πίδακας, επιστρέφει στη φιάλη του / τα
δημητριακά γυρίζουν στη συσκευασία της Νεστλέ. / Με τις πυτζάμες του ο σύζυγος
/ βαδίζει ανάποδα προς το κρεβάτι.
Το κινηματογραφικό παιχνίδι του χρόνου, θαυμαστά συνοψίζεται
και λεκτικά στο ποίημα «Χειμώνας ή παραμονή Πρωτοχρονιάς»:
1977!
μου φώναξε με το ποτήρι του ψηλά. / Χωρίς αμφιβολία απάντησα. / Αυτός ο χρόνος
κάποτε ήταν μέλλον είπε σα να με πληροφορούσε για ένα θρίαμβο χαμένο / μια ήττα
που έπρεπε οπωσδήποτε να ξέρω και να με αφορά.
ΠΕΡΙΟΧΗ
ΤΡΙΤΗ: Οι παρενθέσεις
Όσα με τα γυαλιά ή τους φακούς του ο Μαυρουδής παρατηρεί,
όσα με κινηματογραφικές τεχνικές επισημαίνει, η εμμονή στις ασήμαντες
λεπτομέρειες (ασήμαντες για το μάτι, αλλά όχι για την αφήγηση), περικλείονται
πάντα στο βιβλίο αυτό σε παρενθέσεις.
Λες και ένας αυστηρός κανόνας –που, όμως, δεν γίνεται ποτέ
μανιέρα– επιβάλλει στον ποιητή συνεχώς να διευκρινίζει, να επεξηγεί, να
εφευρίσκει έναν τεχνητό τρόπο –σαν ιατρικό εργαλείο– υποβοήθησης της μνήμης.
Εν προκειμένω, ο Μαυρουδής είναι ελάχιστα εγωιστής: δεν ενδιαφέρεται
πια για την προσωπική μνήμη, αλλά, διά των παρενθέσεων, συγκεκριμενοποιεί
εικόνες και ενισχύει τη σύστοιχη μνήμη του αναγνώστη.
Θεωρώ καίρια και οξυδερκέστατη την παρατήρηση του Βαγγέλη
Χατζηβασιλείου (σε κριτική του για το βιβλίο):
«Η συλλογικότητα θα αντλήσει από το ατομικό τη ζωντανή ανάσα
της, και το ατομικό θα πάψει μέσα από τη συλλογικότητα να ενεργεί ως ένα
επεισοδιακού βεληνεκούς συμβάν».
Προχωρώ ακόμα περισσότερο, ισχυριζόμενος πως οι παρενθέσεις
αυτές προσθέτουν το ποιητικό ίζημα και μετατρέπουν, ως διά λεκτικής μαγείας,
μια σχεδόν πεζογραφική ενότητα σε ποίημα.
Αν δε προχωρήσω έως την αυθάδεια, θα ισχυριστώ πως οι
παρενθέσεις, αν απομονωθούν και συρραφούν μεταξύ τους, δημιουργούν αυτόνομα
ποιήματα.
Τυχαίο παράδειγμα από το πρώτο κιόλας ποίημα, «Φθινόπωρο ή η
ποίηση και ο αρχάριος» (ο αναγνώστης μπορεί να επιχειρήσει το «πείραμα» και στα
υπόλοιπα):
Ακούγαμε
ρεμβαστικά τους κεραυνούς
και
λίγο αργότερα το χαλάζι που
έπεφτε
στη στέγη
κωδωνοκρουσίες
άπληστες για χώρο
εισέβαλαν
στο σπίτι
οδομαχίες
κάτω από μεγάλους τίτλους
υπάρχει
κάτι «αντ’ αυτών»
μπεζ
αγγλική καπαρντίνα
ώς
τα παπούτσια
αεικίνητες
θείες
ψίθυροι
η
χοντρή νοσοκόμα με το βραστήρα
ηθοποιοί
που έχουν ξεχάσει το ρόλο
ανάμεσα
σε τίποτα και αιωνιότητα
λέει
ο αναγνώστης.
ΠΕΡΙΟΧΗ
ΤΕΤΑΡΤΗ: Το δισυπόστατο
Ποιητής ή πεζογράφος;
Η προσωπική βιβλιογραφία του Μαυρουδή, δίκαια αλλά
γραφειοκρατικά, κατανέμει τα έργα του: 4, λέει, πεζά και 5 ποιητικά βιβλία.
Αλλά είναι Οι
κουρτίνες του Γκαριμπάλντι ή η Στενογραφία
μόνο πεζά;
Είναι, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, Το δάνειο του χρόνου ή η Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια αμιγής ποίηση;
Πολύ περισσότερο, το παιχνίδι που παίζει ο Μαυρουδής στις Τέσσερις εποχές, αφήνει τα ενδεχόμενα
ανοικτά: Poème en prose ή Prose en poésie;
Η διαφορά μπορεί να είναι οριακή, αλλά για κάποιους –και μας
ενδιαφέρουν πρωτίστως οι «κάποιοι»–, ευδιάκριτη.
Ο Μαυρουδής είναι ένας ικανότατος πεζογράφος, που γνωρίζει
να θέτει αυτή την τεχνική στην υπηρεσία της ποίησης, κατ’ αναλογίαν προς την
όπερα ή το ορατόριο.
Εκεί συνυπάρχουν πάντα το ρετσιτατίβο και η άρια.
Τι είναι το ρετσιτατίβο;
Παραθέτω έναν ορισμό:
«Μονοφωνική σύνθεση με ελεύθερο ρυθμό που σχεδόν μιμείται τη
φυσική ομιλία. Χρησιμοποιείται στα σημεία διαλόγου, αφήγησης ή δραματικής
έκφρασης».
Η άρια, ως γνωστόν, ακολουθεί το ρετσιτατίβο και αποτελεί τη
λυρική επιτομή του δρώμενου με το τραγούδι του ήρωα ή της ηρωίδας.
Ο Μαυρουδής σέβεται με απόλυτη συνέπεια –άθελά του, υποθέτω–
αυτή την ακολουθία.
Προτάσσει τα πεζολογούντα ρετσιτατίβι, ετοιμάζοντας σαν πονηρός
και έμπειρός συνθέτης την άρια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το ποίημα «Καλοκαίρι ή Αύγουστος
στο Λουτράκι».
Ρετσιτατίβο:
Για να
τελειώσω εδώ με όσα αφορούν τη θεία / την τυποποιημένη πλέον φροντίδα / των
γραφείων κηδειών / σε όλους του νεκρούς / –άνδρες γυναίκες– / για τα μαλλιά
τους / που χτενίζουν προς τα πίσω / (μια ευκολία ως φαίνεται των μακιγιέρ) /
στιλ που θυμίζει μεσοπόλεμο / τον κόμη Τσιάνο αν θυμάστε / τον άτυχο Ντίνου
Λιπάτι / ή τον Γκαρθία Λόρκα στο πορτρέτο του ’30.
Άρια:
Όπου /
σαν / την / κατάνυξη / λάμπει / μοναχική / η / μπριγιαντίνη / μέχρι / σήμερα.
Αν –εν κατακλείδι– οι τέσσερις εποχές του έτους έχουν τον
σχεδόν αυτονόητο συμβολισμό τους (Γέννηση – Νεότητα – Ωριμότητα – Θάνατος, ή,
αντιστοίχως, Δημιουργία – Ακμή – Φθορά – Τέλος και πάλι νέα Αρχή), ο Μαυρουδής
συμπυκνώνει τις τέσσερις εποχές σε μία, μ’ ένα καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο
που ενοποιεί ήλιο, συννεφιά, βροχούλα και χιόνι – μια περίκλειστη γυάλινη
σφαίρα, σαν αυτές που μαγνητίζουν τα βλέμματα των παιδιών, γεμάτη με νερό έως
επάνω, που, όταν την κουνάς, μικρές νιφάδες εμφανίζονται και «χιονίζει».
Σ’ αυτή τη σφαίρα –μέσα από τη δεξιοτεχνική κίνηση του
μαέστρου Μαυρουδή– πέφτει ένα χιόνι όχι με νιφάδες, αλλά με λέξεις παράξενες
και αινιγματικές, που στρώνουν την παρηγορητική λευκότητα του χρόνου και της
μοναξιάς.
Όμως, κάθε φορά που τη σηκώνει, εκτός από εικόνες
κινητοποιεί και ήχους, σαν από παλιό μαγνητόφωνο, και ακούγεται η φωνή: «Δεν
φανταζόμουν ότι ο θάνατος αφάνισε τόσο πολλούς».
Εικόνες: Paulo Ventura