Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

Οι Παρθενικές

-


Ιδού λοιπόν ένα βιβλίο που κατόρθωσα να διαβάσω μέσα σε περιπέτειες. Εκτός από ολιγογράφος έγινα, φοβάμαι, και αναγνώστης μικρών αποστάσεων. Τώρα με ενδιαφέρει τι θα συγκεντρωθεί για το αφιέρωμα του Δέντρου που επιχειρούμε, μια κοινή ιστορία την οποία γράφουν συγγραφείς, με τον τρόπο του ο καθένας. Λεπτομέρειες βλέπει ο αναγνώστης του blog, τρεις αναρτήσεις πριν, όπου δημοσιεύσαμε την «υπόθεση». «Δεν έχει ξαναγίνει ποτέ, πουθενά» μου είπε ο Β. Βασιλικός. Ίσως, λοιπόν, μας αποζημιώσει το αφιέρωμα, αν η ανάθεση συγγραφής του κοινού μύθου γίνει αξιανάγνωστη πράξη.


Εν πάση περιπτώσει, για να επανέλθω στο θέμα, το βιβλίο που διάβασα ήταν Οι Παρθενικές (Άγρα), μια συλλογή 10 αφηγημάτων που αναφέρονται σε παιδικά πάθη. Ο συγγραφέας, μετά από χρόνια ανακαλεί (και εφευρίσκει) χαμένες εικόνες και γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, ανατρέχοντας σε σημειώσεις καταγραμμένες σε προπολεμικά σχολικά τετράδια. «Όπως ο Βαλερί Λαρμπό είχε εκδώσει τις Enfantines (Παιδικές) έτσι κι εγώ θα έγραφα τις Παρθενικές μου» ομολογεί ο Μορίς Πονς (Στρασβούργο, 1927).Τα αφηγήματα, με διαφορετικό πάντα πρωταγωνιστή και περιβάλλον, έχουν κοινή αφετηρία (και κοινό κέντρο) την ασύνειδη έκφραση του πρώιμου, ακαταστάλακτου ερωτισμού, που μπερδεμένος ανάμεσα στις σκοτεινές του προϋποθέσεις και την ενστικτώδη αθωότητα συνιστά το τολμηρό παιχνίδι της αφύπνισης. Είναι η αισθησιακή απόπειρα ενηλικίωσης, μια Τυφλόμυγα του άγουρου πάθους που παίξαμε όλοι. Περιστατικά και πρόσωπα τυλιγμένα στο μύθο και στη νεφελώδη ύλη του παρελθόντος απ’ όπου ανασύρονται, συνιστούν συγχρόνως αισθησιακή πρωτογένεια, πρώτη ύλη της διαστροφής, αλλά και μια γλώσσα που οι ρίζες της χάνονται στο μαγικό παρελθόν εκείνου του απόντος που υπήρξε πρόγονος της συνείδησής μας. Οι περιοχές της αναπόλησης προσεγγίζονται με δεξιοτεχνία (στις μύτες των ποδιών του νιώθουμε να πατά κάποτε ο αφηγητής), έτσι ώστε το απαραβίαστο της συνθήκης να μην θίγεται αλλά να κρατά τον χαρακτήρα της μυστικοπάθειας και συχνά της κατάνυξης. Η μετάφραση της Βάνας Χατζάκη υπηρετεί το ρεαλιστικό χαρακτήρα των αφηγημάτων του Πόνς, που είναι, όπως διάβασα, ερασιτέχνης ηθοποιός, δημοσιογράφος, περιστασιακός εκδότης και συγγραφέας δεκαπέντε βιβλίων, πολλά απ’ τα οποία έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και στο θέατρο.

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Απόσπασμα από το cd του νέου "Δ". Ανδρέας Εμπειρίκος, Μια άγνωστη ηχογράφηση.



ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ [αντίκτυποι και υποθήκες]

Νεοέλληνες συγγραφείς φωτίζουν τις μεταγενέστερες επιρροές του κινήματος. Το τεύχος συνοδεύει ένα σπάνιο ντοκουμέντο. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος διαβάζει ποιήματά του δύο μόλις χρόνια πριν απ' τον θάνατό του. Μια άγνωστη ηχογράφηση στη Θεσσαλονίκη, το 1973.



↘Ακούστε ένα απόσπασμα εδώ


Anekdotes Hxografiseis T2.wma -

Η νεκρόπολη


Από τον φίλο μου Γιώργο Θεοχάρη έχω την τύχη να λάβω ένα ακόμη κείμενο. Αφορά την περιπλάνησή του στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς.


Αγαπητέ μου Κώστα,


τακτοποιώντας τα χαρτιά μου βρήκα και σου στέλνω κάποιες φωτογραφίες από το κοιμητήριο του Μονπαρνάς. Ο χαρακτήρας του blog σου είναι τέτοιος που σκέφτηκα ότι προσφέρεται για το υλικό μου που ήρθε αιφνιδίως στην επιφάνεια.


Ήταν κάποια φωτεινή, παγωμένη, ημέρα Ιανουαρίου το 2000 όταν κατέβηκα στο σταθμό Edgar Quinet του παρισινού metro και πήγα, για πολλοστή φορά, στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς. Αυτή τη φορά με σκοπό να φωτογραφήσω τα μνημεία.


Μπήκα στην νεκρόπολη, που δημιούργησε ο Ναπολέων έξω από τα τείχη της πόλης, στις αρχές του 19ου αιώνα, από την Avenue Principale, βλέποντας δεξιά μου τον ελλειπτικό, τεράστιο, ορθογώνιο όγκο του Ουρανοξύστη του Μονπαρνάς, να αποτελεί ένα τείχος αποτρεπτικό, θα έλεγα, της επιστροφής των νεκρών στη ζωή, αφού η σημειολογία της ονομασίας των δρόμων εκεί παραπέμπει. Η οδός εμπρός στον Ουρανοξύστη ονομάζεται rue du depart. Οδός αναχωρήσεως.



Η Avenue Principal οδηγεί στην ροτόντα του μεγάλου κοιμητηρίου (ένα πρισματικό τμήμα που την μεγάλη του πλευρά ορίζει η οδός Emile Richard αποτελεί το λεγόμενο μικρό κοιμητήριο). Στο κέντρο της ροτόντας δεσπόζει ο μελαγχολικός άγγελος του γλύπτη Horace Daillion, που συμβολίζει τον αιώνιο ύπνο.


Στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς αναπαύονται πολλοί δημιουργοί, όπως, οι γλύπτες Bourdelle, Bartholdi, Brancusi, ο συνθέτης Camille Saint-Saëns, οι λογοτέχνες Charles-Augustin Saint-Beuve, Gye de Maupassant, Pierre-Jean Jouve, Emil Cioran, Henri Troyat, Julio Cortazar, César Vallejo, ο θεατρικός συγγραφέας Samuel Beckett, ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, ο πατέρας του αναρχισμού Pierre-Joseph Proudhon και άλλοι.


Περιδιάβαινα ανάμεσα στα μνημεία. Φωτογράφιζα και αναλογιζόμουν τους κεκοιμημένους όταν έσφυζαν από ζωή και δημιουργούσαν.



Ζήτησα από μία κυρία να με φωτογραφίσει μπροστά στον τάφο του Sartre και της Beauvoir. Δεν ξέρω, ακόμη και τώρα, γιατί έκανα αυτή την επιλογή. Γιατί προτίμησα να κρατήσω οπτική ανάμνηση της παρουσίας μου δίπλα σ’ αυτόν τον τάφο. Ίσως η εντύπωση της εικόνας του Sartre στη Σορβόννη, τον Μάη του 1968, που είδα τότε 17χρονος στο Paris Match, να έχει αφήσει βαθειά χαρακιά στην εφηβική μου μνήμη.




Προχώρησα στον τάφο της Marguerite Duras. Ένα ξύλινο καλάθι με πρασινάδα και λίγα κόκκινα και φούξια λουλούδια στολίζουν τα μάρμαρα που σκεπάζουν την συγγραφέα του Εραστή και του Χιροσίμα αγάπη μου. Εκείνη που έγραψε: «Η πατρίδα μου είναι μια πόλη από νερό», κείται κάτω από το προπατορικό μας χώμα.



Πιο πάνω ο τάφος του Ionesco. Στο μέτωπο του μνήματος χαραγμένη η φράση: Προσευχηθείτε, δεν ξέρω σε ποιον. Ελπίζω: στον Ιησού Χριστό.



Φθάνω στον τάφο του Roland Topor. Ένα χαρακτικό του έχει αποδοθεί στην επιτάφια πέτρα. Ένας άνθρωπος κρατά μια σχισμένη βαλίτσα, από το άνοιγμα της οποίας πέφτουν τα φτωχά του υπάρχοντα: ένα πανωφόρι, ένα πανταλόνι, μια πίπα, ένα βιβλίο. Εκείνος, φορώντας το καπέλο του, φεύγει κατευθυνόμενος δυτικά. Προς τας δυσμάς του βίου του, όπως λέγαμε κάποτε. Ο φίλος του Ηλίας Πετρόπουλος έφυγε δυτικά από άλλην οδό αναχωρήσεως, αυτήν του νεκροταφείου Père Lachaise, λίγα χρόνια αργότερα.



Στέκομαι μπρος στον τάφο του Man Ray και της γυναίκας του Juliet. Φωτογραφημένοι μαζί. Together again, γραμμένο στο μάρμαρο. Πάνω από το όνομα του Man Ray χαραγμένη η φράση: Unconcerned but not indifferent. Αμέτοχος ή καλύτερα, ανέμελος μα όχι αδιάφορος. Παίρνω με τη μηχανή δύο πλάνα. Στην εμφάνιση τυπώνω έγχρωμα και ασπρόμαυρα. Στη μνήμη εκείνου που κράτησε ασπρόμαυρη τη μνήμη της εποχής του.




Έχω φτάσει πια στην Avenue de lOuest, στη δυτική πλευρά του μεγάλου κοιμητηρίου. Ο τάφος του Tristan Tzara, δεν απέχει από την επιφάνεια του εδάφους παρά όσο το πάχος της πέτρας που τον σκεπάζει. Πνιγμένος στις πρασινάδες. Πάνω στην πέτρα χαραγμένη η ιδιότητά του: Poete. Ένα κερί, λίγα χαλίκια, κάποια νομίσματα. Θυμάμαι τώρα κάποιους στίχους του: …γνώρισα τη μελωδία / απ’ όπου ανατέλλει η μνήμη / δεν υπάρχει πια φωνή ν’ αντιλαλεί / μες στο Παρίσι το στρωμένο με φύλλα / ένα καλοκαίρι λείπει απ’ την πρόσκληση / μόνος εγώ το ξέρω…Είναι ένα απόσπασμα από ποίημα αφιερωμένο στον Robert Desnos. Εκείνος βρίσκεται θαμμένος πιο πέρα, στον τάφο της οικογένειάς του. Πάνω στο μάρμαρο η φωτογραφία του. Κρατά ένα βιβλίο. Διαβάζει. Σκέπτομαι πόσο μακρινό είναι άραγε το 1928 που έξω από αυτή τη νεκρόπολη, γεμάτος ζωή, έξω ακριβώς από την αιώνια κατοικία του, περπατούσε στους δρόμους του Μονπαρνάς αγκαλιασμένος με την πανέμορφη Youki; Πόσο μακριά είναι η εποχή που έγραφε: […] Εσύ νεκρή, θα είσαι ωραία, πάντοτε ποθητή. Εγώ θα έχω πεθάνει, το αθάνατο κορμί σου θα τυλίγει το δικό μου, με την καταπληκτική εικόνα σου παρούσα πάντοτε, μεταξύ των ατελείωτων θαυμάτων της ζωής και της αιωνιότητας, […].



Λίγο πιο κάτω από oι τάφοι των σουρεαλιστών, κοντά στον δυτικό μαντρότοιχο, βρίσκεται ο τάφος του Charles Baudelaire. Προτίμησα να κρατήσω την εικόνα αυτού του μνημείου και όχι του πολυφωτογραφημένου κενοταφίου του ποιητή, που βρίσκεται στην Avenue de lEst, και είναι φτιαγμένο από τον γλύπτη José de Charmoy. Εδώ ουσιαστικά είναι ο οικογενειακός τάφος του στρατηγού Jacque Aupick, πατριού του Baudelaire. Είναι θαμμένη επίσης η μητέρα του ποιητή Caroline Archenbaut Defayes. Ο θετός γιος, αφού εν ζωή τον μίσησε, συναντήθηκε δια παντός κάτω από το χώμα με τον πατριό του, για τον οποίο είχε γράψει: «Αντιπάθησα αμέσως αυτόν τον υπέροχο ηλίθιο, που με το ύφος του προσπαθούσε να μου εμφυσήσει όλο το γαλλικό πνεύμα».


Πήρα σιγά σιγά το δρόμο της εξόδου. Είχα περιπλανηθεί σχεδόν για τέσσερις ώρες. Περνώντας πλάι στον τάφο του Beckett προσπάθησα να τον φανταστώ στο Μονπαρνάς της δεκαετίας του 1950 να επιχειρεί ν’ ανεβάσει το Περιμένοντας τον Γκοντό στο Théâtre de la Gaité της Χριστίνας Τσίγκου. Την ίδια, αργότερα, να πρωταγωνιστεί στις Ευτυχισμένες Ημέρες. Όλοι, όλοι τώρα πια πρωταγωνιστές στον απειράριθμο θίασο της ανυπαρξίας…


Κατευθύνθηκα στην Closerie des Lilas. Παράγγειλα ένα κονιάκ. Σχεδόν όσοι διανοούμενοι βρίσκονται στο κοιμητήριο, ήταν θαμώνες αυτού του καφενείου. Κι άλλοι που αλλού αναπαύονται: Apollinaire, Verlain, Jarry, Cézanne, Picasso, Modigliani, Breton, Hemingway, Fitzerald, Miller, Pound, κι άλλοι πολλοί. Πλήρωσα και βγήκα γρήγορα στην λεωφόρο.…



Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Mια απουσία



Η Μάρη Θεοδοσοπούλου δεν γράφει πια στο Βήμα κριτική βιβλίου. Σχολιάσαμε έγκαιρα, νομίζω, το γεγονός στις σελίδες του Δέντρου. Υπήρξε αμέσως ανταπόκριση, αν κρίνω από τις δύο επιστολές και μερικά τηλεφωνήματα που έγιναν και αφορούσαν την επισήμανσή μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δημοσιευόμενη Κριτική έχασε μια πολύ σοβαρή πρόταση με τη συγκεκριμένη απουσία. Τα κείμενα της κριτικού είχαν εκείνο το στοιχείο που έδινε τον χαρακτήρα τού εμπεριστατωμένου και σοβαρού. Τελειώνοντας την ανάγνωσή τους γνώριζες το αντικείμενο, τι είναι, σε τι αφορά. Ο χαρακτήρας του βιβλίου είχε ξεδιπλωθεί μπροστά σου. Δεν είχες παρά να επαληθεύσεις το νόημα και το κριτήριο.

Μας είχε δοθεί η ευκαιρία από το Δέντρο, και μάλιστα από το editorial, να κρίνουμε (σε επίπεδο συμπεριφορών της κορυφής, κυρίως) το πάλαι ποτέ ένθετο του βιβλίου της συγκεκριμένης εφημερίδας. Δεν θα το επαναλάβω. Δεν έχει αυτόν το στόχο το σχόλιό μου. Σήμερα η επισήμανση είναι ότι η Θεοδοσοπούλου, με τη γραφή της, τις προσεγγίσεις της, την ώριμη αναγνωστική συνείδησή της, απουσιάζει από μιαν εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας. Στο blog της, το ex libris, και στην κυριακάτικη Εποχή, μπορούμε προς το παρόν να παρακολουθούμε, όπως παλιά, ένα από τα λιγότερο φορτωμένα με ανώφελες αποσκευές πνεύμα, τη σχέση του με τα κείμενα και τον σχολιασμό τής εκδιδόμενης πνευματικότητας.

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Οι πολλαπλές εκδοχές μιας ιστορίας




Το «Δ» σχεδιάζει ένα αφιέρωμα το οποίο πιστεύουμε ότι θα είναι ενδιαφέρον γιατί αφορά στις πολλές εκδοχές μιας ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα σκοπεύουμε να αναθέσουμε τη γραφή ενός διηγήματος (1200 περίπου λέξεων) σε διάφορους συγγραφείς, με βάση ένα γενικό περίγραμμα της ιστορίας που θα δώσουμε εκ των προτέρων.


Το «θέμα», λοιπόν, έχει ως εξής: ένα παιδί γύρω στα δέκα έρχεται συχνά από την επαρχία στην Αθήνα του 1956, με τον πατέρα του. Συναντούν τη μητέρα του, η οποία πάσχει από ανίατο νόσημα, κάνει θεραπεία στην πρωτεύουσα και διαμένει στο ξενοδοχείο «Ευρώπη» στην οδό Σατωβριάνδου. Ο μικρός πράγματι βλέπει την άρρωστη μητέρα του σε δωμάτιο του μικροαστικού ξενοδοχείου, στον τρίτο όροφο, την οποία φροντίζει μια αδελφή της, μια θεία του. Από το μπαλκόνι του δωματίου βλέπει την κίνηση στο δρόμο, ένα αντικρινό ημιυπόγειο κατάστημα κατασκευής βαλιτσών, πιο μακριά το «Μινιόν» και, στην ίδια πλευρά του πεζοδρομίου, το εστιατόριο «Ελληνικόν», όπου τρώει με τον πατέρα του ή τη θεία του. Το ασανσέρ, οι σκάλες από την είσοδο μέχρι το γραφείο της ρεσεψιόν, οι μυρωδιές, ένα υποτυπώδες πρωινό, είναι εικόνες και ερεθίσματα που αποτυπώνονται στη μνήμη του. Μετά από 50 χρόνια, εγκατεστημένος πια στην Αθήνα, έχει περάσει αρκετές φορές μπροστά απ’ το ίδιο ξενοδοχείο. Ο δρόμος, τα καταστήματα και η γενικότερη σκηνογραφία γύρω από αυτό έχουν αλλάξει. Η περιοχή έχει υποβαθμιστεί δραματικά. Σε μια από τις διελεύσεις του από εκεί μπαίνει στο ξενοδοχείο, ανεβαίνει τα δέκα φαρδιά σκαλοπάτια και ζητάει από τον ρεσεψιονίστ, ένα άξεστο παιδί, να του επιτρέψει να δει το δωμάτιο του τρίτου ορόφου. Εκείνος αρνείται. Του δείχνει με νόημα ένα ζευγάρι που κατεβαίνει προς την έξοδο.


Ο συγγραφέας «καλείται» να αναλάβει την αναπαράσταση της ιστορίας, προσθέτοντας στο πρόπλασμα που του δίνουμε μια συνέχεια, την οποία μπορεί να χειρισθεί ελεύθερα: υποτεθείσθω ότι ο ήρωας γύρω στα εξήντα πια, δέχεται να μισθώσει μια κοπέλλα για να βρεθεί πάλι στον χώρο της ανάμνησής του. Πώς θα μπορούσε να εξιστορηθεί η επίσκεψη αυτή;


Πιστεύουμε ότι το αφιέρωμα αυτό είναι πρωτότυπο, δίνει την ευκαιρία της πολλαπλής αφήγησης (ένα δημιουργικό παιχνίδι της αφηγηματικής νεωτερικότητας) και, τέλος, συνιστά μιαν άλλη αντίληψη στο είδος του Αφιερώματος που συνήθως αφορά συγγραφείς, ξένες λογοτεχνίες, επετείους κλπ. Τα 40 περίπου κείμενα είναι ήδη στα χέρια μας και ο αναγνώστης θα κρίνει την αξία τους και το εύρος της φαντασίας των συνεργατών.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

SMS


Το κείμενο αυτό, όπως και το προηγούμενο που αναρτήθηκε, φιλοξενείται στο τεύχος 165-166 του Δέντρου που κυκλοφορεί. Υπογράφεται από τον τακτικό σχολιογράφο του περιοδικού Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Η λογοτεχνία των SMS

Θα το έχετε ακούσει πολλές φορές: «Τα SMS σκοτώνουν τη γλώσ­σα». Μπορεί να το πιστεύετε κιόλας. Η αλήθεια είναι ότι το Short Message Service, που ξεκίνησε σαν μια ακόμη παροχή της κινητής τηλεφωνίας, έχει κατακτήσει τη νεολαία, έχει γεννήσει έναν καινούργιο τρόπο γραφής, άμεσο, σύντομο, αποσπασματικό. Μέσα σε 160 χαρακτήρες (αυτό είναι το όριο ενός SMS) χωρούν ανησυχίες, ερωτικές εξομολογήσεις, ραντεβού, υπενθυμίσεις, υβριστικά μηνύματα, η καθημερινή ανία και, βέβαια, τα νέα μας, καλά και κακά, σημαντικά και ασήμαντα.

Το καλοκαίρι που μας πέρασε, η εφημερίδα El Mundo, στο πολιτιστικό της ένθετο, φιλοξένησε τις απόψεις ακαδημαϊκών, συγγραφέων, διαλεκτολόγων και άλλων επαϊόντων, σχετικά με το πόσο επηρεάζει τον τρόπο επικοινωνίας και πρόσληψης της γλώσσας αυτό το σχετικά καινούργιο σύστημα επικοινωνίας που κατέχει κεντρικό ρόλο στη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Άλλωστε, εν έτει 2008, σε μια μέρα, αποστέλλονται στην Ισπανία πάνω από δέκα εκατομμύρια τέτοια μηνύματα (κάπου δύο εκατομμύρια είναι ο αντίστοιχος αριθμός στην Ελλάδα).

Στις απόψεις, έτσι όπως καταγράφηκαν, συναντά κανείς καχυποψία και ελπίδα, φόβο για το μέλλον της ισπανικής γλώσσας και πίστη στις καινοτομίες που φέρνει το νέο μέσο. Ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός Χοσέ Μαρία Μερίνο ανήκει σε εκείνους που αντιμετωπίζουν με καχυποψία τη «γλώσσα» των SMS και τη σχέση της με τη δυνατότητα έκφρασης και τον γλωσσικό πλούτο των νέων: «Χρησιμοποιώ πολύ λίγο το κινητό και δεν ξέρω να γράφω μηνύματα. Απ’ όσα γνωρίζω, βλέποντας τη νεολαία να επικοινωνεί μέσω αυτών, πιστεύω ότι η γλώσσα φτωχαίνει όταν χρησιμοποιεί κανείς λίγες λέξεις και, επιπλέον, τις μετατρέπει σε σκελετούς συμφώνων. Για να μην αναφερθώ στη χρήση μιας αργκό, που αντί να κάνει πιο ανοιχτή την επικοινωνία, την περιορίζει».

Οι «σκελετοί συμφώνων» στους οποίους αναφέρεται ο Μερίνο δεν είναι παρά αποτέλεσμα της ανάγκης για εξοικονόμηση χώρου (αυτά τα περίφημα 160 στοιχεία). Έτσι, για παράδειγμα, σ’ ένα ελληνικό SMS θα δούμε «dn» αντί για «δεν» και το «μου» ή το «με» γραμμένο ως «m». Σε περίπτωση που το ραντεβού είναι στη «Γλυφάδα», μ’ ένα «glf» το έχουν καταλάβει όλοι ή, τουλάχιστον, όσοι πρέπει να το καταλάβουν, το «κ» σημαίνει «και», το «τπτ» ίσον «τίποτα» κ.τ.λ. Ο λεξικογράφος Γκρεγκόριο Σαλβαδόρ, σχετικά με το θέμα των συντμήσεων εκφράζει την άποψη ότι «ανέκαθεν υπήρχαν τέτοια συστήματα συντμήσεων, προϊόντα της ανάγκης εξοικονόμησης χώρου και χρημάτων. Παλαιότερα», τονίζει, «αν κάποιος ήθελε να στείλει ένα τηλεγράφημα για να εκφράσει τα συλλυπητήριά του, για παράδειγμα, ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει κάτι παραπάνω αν επέλεγε να εισαγάγει στο κείμενό του τις απαραίτητες προθέσεις».

SMS και παιδεία

Πολλοί από τους ερωτηθέντες εισάγουν στη συζήτηση περί SMS το θέμα της παιδείας των νεαρών Ισπανών. Σύμφωνα με τον κα­θηγητή λογοτεχνίας στο Πα­νε­πι­στήμιο της Σαλαμάνκα, Ρικάρ­ντο Σενάμπρε, είναι εμφανές ότι οι νέοι διαβάζουν όλο και λιγότερο, συνεπώς «η γραφή των SMS θα κά­νει μεγαλύτερη ζημιά σε όσους δεν ξέρουν να εκφραστούν, σε εκείνους που αισθάνονται άβολα με τη σύνταξη. Η ασθένεια θα προσβάλει τους πιο αδύναμους οργανισμούς». Ο γλωσσολόγος Χοσέ Πόλο, από την πλευρά του, αναφέρεται και εκείνος στην κακοποίηση της γλώσσας στα SMS όχι μόνο εκ μέρους της νεολαίας αλλά από «την μεγάλη πλειοψηφία, που αν και έχει αποφοιτήσει από το δημοτικό, το γυμνάσιο και το πανεπιστήμιο, εν τούτοις χειρίζεται απελπιστικά άσχημα τη γλώσσα».

Πιο αισιόδοξοι ακούγονται ο συγγραφέας Άνχελ Μάνιας και ο κριτικός λο­γο­τε­χνίας Χερμάν Γκουγιόν. Και οι δύο κάνουν λόγο για πιθανό­τητα εμπλουτισμού της ισπανικής γλώσσας από τη γλώσσα των μηνυμάτων, αν και δεν διστάζουν να τονίσουν την αδυναμία αυτού του κώ­δικα να παραγάγει πλήρη κείμενα, όπως για παράδειγμα μια δικαστική απόφαση ή ένα άρθρο του Συντάγματος. Στην Ελλάδα, εκτός από τα θέ­­ματα των συντμήσεων, της κα­­τάρ­γησης άρθρων και προθέσεων, ή της προσφυγής στους «σκελετούς» συμφώνων (τι καταπληκτική μεταφορά αυτή του Μερίνο) έχουμε και το θέμα της χρήσης των λατινικών χαρακτήρων. Πρό­σφατα, σε ένα blog, μια χρήστρια αναφερόταν στις πολλαπλές εκ­δοχές, στον κόσμο των SMS, μιας τόσο απλής και καθημερινής φρά­σης όπως είναι το: «Θα σου τηλεφωνήσω αύριο». Κατέγραφε τέσσερεις εναλλακτικές λύσεις, αν και υποψιαζόμαστε ότι θα υπάρχουν πολλές ακόμα:

1) «Θα τηλεφωνήσω αύριο»
2) «Θα τηλ. αύρ.»
3) «Tha (soy) thlefwnhsw ayrio»
4) «8a (sou) tilefoniso aurio»

Μυθιστορήματα

Τον Δεκέμβριο του 2007, ο Βαγγέλης Βαγγελάτος έγραφε στην Ελευθεροτυπία για τα keitai shosetsu: «Αυτό στα ιαπωνικά σημαίνει κινητό μυθιστόρημα. Αυτή την εβδομάδα η λίστα των ιαπωνικών μπεστ σέλερ μυθιστορημάτων για το 2007 –που εκδίδει ο μεγαλύτερος διανομέας βιβλίων της χώρας, Tohan– περιλαμβάνει πέντε έργα που γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν αρχικά για... κινητά τηλέφωνα. Τα τρία από αυτά βρίσκονται στις τρεις πρώτες θέσεις. Γραμμένα στη γλώσσα των SMS, τα κεϊτάι σοσέτσου αποθηκεύονται σε συγκεκριμένο site, στο οποίο οι συνδρομητές πληρώνουν περίπου δύο ευρώ το μήνα. Αυτό, σε αντάλλαγμα, τους στέλνει στο κινητό τους το μυθιστόρημα της αρεσκείας τους σε μίνι επεισόδια, που έχουν υπολογιστεί να απαιτούν για την ανάγνωσή τους το χρόνο που κάνει το τρένο ή ο υπόγειος ανάμεσα σε δύο σταθμούς!».

Η πιο «γνωστή» περίπτωση συγ­γραφέα τέτοιων μυθιστορημάτων είναι η αποκαλούμενη Ριν, μια νεαρή είκοσι ενός ετών, που δημοσίευσε με αυτό τον τρόπο το Εάν εσύ, το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο το 2007, στην έντυπη μορφή του, πούλησε περισσότερα από 400.000 αντίτυπα στην Ιαπωνία: «Δεν έχω γκόμενα, αλλά γουστάρω το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Δεν έχει αγόρι, ούτε φίλους, γιατί είναι πολύ μελαγχολική. Αυτή είναι η ιστορία μας». Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του τρόπου γραφής της Ριν η οποία, μετά την επιτυχία της, δήλωσε στα μέσα της χώρας της πως «η μητέρα μου δεν ήξερε καν ότι γράφω μυθιστόρημα».

Συντομία


Στις περισσότερες πλέον χώρες έχουν εκδοθεί μυθιστορήματα που στηρίζονται, εν μέρει, στα SMS. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, έχουμε την περίπτωση του Μιγκέλ Άνχελ Ροντρίγκεθ, πρώην συμβούλου του Αθνάρ!!!, που δημοσίευσε τον Μυστικό σταυρό του Αυτοκράτορα (το μισό μυθιστόρημα εκτυλίσσεται κατά τον 16ο αιώνα και το άλλο μισό τον 22ο όταν, σύμφωνα με τον πρώην σύμβουλο, η γλώσσα των SMS θα αποτελεί κυρίαρχο κώδικα επικοινωνίας).

Το πρώτο, όμως, μυθιστόρημα αποκλειστικά γραμμένο με SMS θεωρείται το The last messages του Φινλανδού Χάνου Λουντιάλα. Δημοσιεύτηκε το 2007 και περιγράφει, μέσα από τα SMS που ανταλλάσσει με τους οικείους του, τις περιπέτειες ενός φινλανδού επιχειρηματία που εγκαταλείπει δουλειά και οικογένεια για να περιπλανηθεί στην Ευρώπη και στην Ινδία. Φυσικά η λογοτεχνία δεν ανακαλύπτει τώρα τη «συντομία», το «φευγαλέο». Από τους αφορι­σμούς μέχρι τα χαϊκού, από τις γκρε­γκερίας του Ραμόν Γκόμεθ δε λα Σέρνα μέχρι τα μικροδιηγήματα, είναι αμέτρητες οι προσπάθειες της έκφρασης με τρόπο ελλειπτικό, σχεδόν τηλεγραφικό.

Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι η συλλογή μικροδιηγημάτων Descortesía del suicida [Η αγένεια του αυτόχειρα] του Αργεντινού, αλλά χρόνια τώρα εγκατεστημένου στην Ισπανία, Κάρλος Βιτάλε, που εξέδωσε το καλοκαίρι του 2008 ο ισπανικός εκδοτικός οίκος Candaya. Ένα εξαιρετικό βιβλίο, στο οποίο το με­γαλύτερο κείμενο δεν ξεπερνά τις τέσσερεις αράδες. Ας δούμε τρία διηγηματάκια με τίτλο, αντίστοιχα, «Τους λόγους του θα ’χει», «Υπερβολή» και «Φύκια για μεταξωτές κορδέλες»: «Κάποιος λόγος θα υπάρχει που ο καθρέφτης αντανακλά το είδωλό μου»// «Πώς είναι δυνατόν όλα μου τα χρόνια να υπήρξαν τα χειρότερα της ζωής μου;» // «Έχω μπουχτίσει από αντιπαθητικούς που το παίζουν ντροπαλοί». Λιγότερο από 160 χαρακτήρες, ιδανικά για SMS.

Εδιμβούργο


Το μικρό σχόλιο που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Το Δέντρο Νο 165-166 που κυκλοφορεί. Το υπογράφει ο Σταύρος Μουστάνης, τακτικός συνεργάτης του «Δ».

Εδιμβούργο-Aθήνα

Μαυρίζουν γρήγορα οι πέτρες των σπιτιών στο Εδιμβούργο, μου­σκεμένες από την αδιάκοπη βρο­χή. Φρεσκοκομμένες έχουν το χρώμα της ώχρας, αλλά σκουριά­ζουν γρήγορα προς το βαθύ πορτοκαλί πριν καταλήξουν σε ζοφερό σταχτοπράσινο. Τη μέρα το φως διατηρείται αμετάβλητο, του λείπει η ένταση, και η πόλη δεν αλλάζει­ εύκολα όψη καθώς το περίγραμμα των κτιρίων της μένει ανελαστικό χωρίς τις αιχμηρές γωνίες των σκιών. Εδώ όμως κίνηση είναι η διαρκής μεταβολή στη διάθεση του παρατηρητή. Το μεσαιωνικό κάστρο των Στιούαρτ, στην κορυφή του υψώματος που δεσπόζει στην πόλη, οι ακμές στον καθεδρικό του αγίου Ιακώβου, οι κλασικές ονειροπολήσεις της νέας πόλης, το κάθισμα του Αρθούρου, το κοινοβούλιο του Morajes σε φόρμα σονάτας, γλαφυρό και διάφανο, αποτελούν τα σημεία στον ορίζοντα της ιστορίας της, εκείνα που σε ακολουθούν όταν με δρασκελιές τέμνεις τον χρόνο και ανακαλύπτεις ένα πρόσωπο χωρίς χάσματα και ασυνέχειες. Αν είναι η «Αθήνα του βορρά» δεν το ξέρω. Τα νεοκλασικά τα συναντάς παντού στη καινούργια πόλη, είτε σαν μισοτελειωμένες απόπειρες, είτε σαν κολάζ ενός φανταστικού κλασικού πρωτότυπου. Σου προκαλούν ανακούφιση όπως γειτνιάζουν, εκλεκτικώς συμφιλιωμένα με την αυστηρότητα των γεωργια­νών.

Ανακούφιση που χάνεται όταν επιστρέφεις στη δικιά μας Αθήνα και σκοντάφτεις στα ρετάλια μιας ιδεολογίας που δεν κράτησε και άφησε έκθετα της ιστορίας κάτι τριλογίες, λέει, στην Πα­νε­πιστημίου και άλλα δώθε κεί­θε.

Τώρα που πείσαμε εαυτούς και όχι άλλους για το παρελθόν μας, τώρα που δεν είναι χρήσιμα στην νεοελληνική μας μεταμφίεση, περιμένουν καρτερικά τη σωτηρία στην αλλαγή της χρήσης τους. Παραδείγματος χάριν η Βιβλιοθήκη, βλοσυρή και μονίμως σκοτεινή, αδικαιολόγητα υπερυψωμένη και με παράταιρη είσοδο, θα μπορούσε να φιλοξενήσει ένα φανταχτερό και θορυβώδες Starbucks. Το Πανεπιστήμιο, με τον προαύλιο χώρο να του χαρίζει ευεργετική προοπτική, ας οριστεί και επίσημα μόνιμος χώρος ελεγχόμενης εκτόνωσης της κοινωνικής βίας. Ε, και η Ακαδημία ας διατηρήσει τον ρόλο της λειψανοθήκης, απ’ όπου κατά καιρούς αναπέμπονται βροντεροί εθνοσωτήριοι λόξυγκες.


Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

Το καινούριο τεύχος του Δέντρου


ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ [αντίκτυποι και υποθήκες]

Νεοέλληνες συγγραφείς φωτίζουν τις μεταγενέστερες επιρροές του κινήματος. Το τεύχος συνοδεύει ένα σπάνιο ντοκουμέντο. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος διαβάζει ποιήματά του δύο μόλις χρόνια πριν απ' τον θάνατό του. Μια άγνωστη ηχογράφηση στη Θεσσαλονίκη, το 1973.









Anekdotes Hxografiseis T2.wma -

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Εξ αφορμής


H προηγούμενη ανάρτηση ήταν ένα κείμενο που μου έστειλαν. Αφορμή αυτής της αποστολής ήταν όσα έγραψα (το περασμένο καλοκαίρι) για τις επισκέψεις μου στον Ηλία Πετρόπουλο (Παρίσι, 1975). Σκέπτομαι πάλι τα περιστατικά, που χωρίς σημειώσεις ή ημερολόγια δύσκολα επανέρχονται, αν δεν έχουν τελεσίδικα χαθεί. Έχω προσέξει ότι τα πιο ανθεκτικά στοιχεία απέναντι στη λήθη—ό,τι συνήθως διασώζεται—, είναι εικόνες ή φράσεις που μας είπαν, κυρίως αν αυτές είχαν το στοιχείο του αξιώματος, δηλαδή αν ήταν σύντομες και αφοριστικές ατάκες. Έτσι, επανερχόμενος για μια ακόμη φορά στην παλιά σχέση μου με τον συγγραφέα (διήρκεσε από το 1972 έως το 1977 και τον ξαναείδα το 2002 τυχαία, καθ’ οδόν, στο Παρίσι) συγκρατώ και μπορώ να επαναφέρω ορισμένα γεγονότα και απόψεις του. Μερικές φορές (και τότε η ανάκληση θερμαίνεται με το στοιχείο της αμεσότητας) έχει περισωθεί ακόμη και το ύφος με το οποίο τις είχε εκφέρει. Απέναντί μου είχε πάντα ένα είδος παιδαγωγικής διάθεσης. Επιθυμούσε να είναι αποκαλυπτικός, να δείχνει στον νεαρό ακροατή το μέτρο της κρίσης του και, κυρίως, να μεταβιβάζει τις αναντίρρητες αλήθειες του.


Μου έδειξε κάποτε ένα κομπολόι (ή ήταν χάντρες;) κρεμασμένο στο καθρεφτάκι κάποιου αυτοκινήτου που περνούσε την Ακαδημίας. «Κοίτα» μου είπε. «Δεν άλλαξε τίποτε. Όπως ακριβώς έκαναν στα άλογα. Τους κρεμούσαν χάντρες στο μέτωπο για λόγους διακοσμητικούς ή για το μάτι.».


Θυμάμαι πώς μου είχε αφηγηθεί κάποτε τη συνάντησή του με το νεαρό Θεοδωράκη, δεκαετία του ’60, στη Θεσσαλονίκη. Το αξιοπερίεργο είναι ότι έχω ξεχάσει απολύτως τη συγκυρία που μου περιέγραψε και το μόνο που μου έχει εντυπωθεί είναι η εικόνα ενός παλιού παλτού που φορούσε ο συνθέτης. «Στην άκρη, τα μανίκια του ήταν φαγωμένα» μου είπε, ζωγραφίζοντας έμμεσα την εποχή, κυρίως όμως την κατάσταση του προσώπου.


Μιαν άλλη φορά, γύρω στο ’74, τη στιγμή που έφτιαχνε μια σαλάτα (βραστές πατάτες, βραστό αυγό, ελιές Καλαμών, κρεμύδι και λάδι), τον ρώτησα γιατί είναι τόσο λιτοδίαιτος. Θέλοντας πάντα να υπογραμμίζει την ερωτική του ταυτότητα, μου απάντησε πολύ σοβαρά, εν ταυτώ και συμβουλευτικά. «Ή τραπέζι ή κρεβάτι, Μαυρουδή!!!. Δεν γίνεται και τα δύο»


Μια μέρα του καλοκαιριού του 1972 περάσαμε για λίγο από το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», Σόλωνος και Ομήρου. Λίγο μετά από εμάς, μπήκε μέσα και ζήτησε κάτι ένας γνωστός τεχνοκριτικός. Ο Πετρόπουλος τον προηγούμενο χρόνο είχε εκδώσει τα Καλιαρντά. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου παρέθετε έναν κατάλογο με παρατσούκλια ομοφιλοφίλων, όπου ανέφερε και τον εν λόγω κριτικό με το προσωνύμιο «Τσιρμπινιώ η αδάμαστη». Αμφιγνώμων ο θιγείς από τη δημοσίευση, σκέφτηκε για λίγο αν έπρεπε να ζητήσει ή όχι το λόγο από τον συγγραφέα που συνάντησε τυχαία. Στο τέλος ενέδωσε, πλησίασε κουτσαίνοντας τον Πετρόπουλο, του χτύπησε τον ώμο και τον ρώτησε. « Με συγχωρείτε, μήπως εννοείτε εμένα στη σελίδα 186;». Ο Πετρόπουλος δεν φάνηκε να αιφνιδιάζεται και, με ένα είδος από καθέδρας σοβαροφάνειας, απάντησε ψυχρά. «Δεν ξέρω κύριε, εγώ κάνω επιστήμη!». Βγαίνοντας και κατηφορίζοντας τη Σόλωνος, με ρώτησε «Καλά δεν του απάντησα;».


Αναρωτιέμαι συχνά, την ίδια στιγμή που αφηγούμαι, τι σημασία έχουν αυτές οι παλιές ιστορίες. Η λιτανεία των μοναχικών τους σκιών. Όχι με την έννοα ποιον και πόσο τον αφορούν, αλλά πόσο σημαντικό γεγονός συνιστούν, όταν υπάρχει το κατατεθειμένο έργο του προσώπου, που έχει (ή δεν έχει) αυτοδύναμη σημασία. Ωστόσο πιστεύω πως οι αναφορές στο παρελθόν είναι όχι μόνον αναπόφευκτες αλλά και αναγκαίες. Είναι πράξη μνημοσύνης, ακόμη κι αν έχουν χαρακτήρα ευτράπελο και ελάχιστα σοβαρό. Ποτέ δεν μας διαφεύγει η ηχώ του ιερού, που ακούμε στα πράγματα από το παρελθόν. Σκέπτομαι, μάλιστα, μήπως στη συναναστροφή μας με τον άλλον, ακόμη και στις φράσεις που του απευθύνουμε, υπάρχει πάντα ένα μικρό κομμάτι ιδιοτέλειας και σκοπιμότητας. Ένας υπολογισμός εγγραφής στο μέλλον. Μια κρυμμένη πρόθεση για τη διαχείριση του τρέχοντος υλικού πολύ αργότερα. Αναρωτιέμαι, μ’ άλλα λόγια, αν εκτός από τα γραπτά μας, πράττοντας και μιλώντας σήμερα στο διπλανό μας, φτιάχνουμε το σκηνικό για τις παραστάσεις μας όταν οι ίδιοι θα λείπουμε.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

Παλιές αναγνώσεις


Ένας θεός ξέρει τι απομένει από τα διαβάσματά μας μετά από χρόνια. Κυρίως εικόνες, γενικές εντυπώσεις, αυτό που θα λέγαμε ατμόσφαιρα. Το ίδιο συμβαίνει με τις ταινίες, που γίνονται θαμπό περίγραμμα και χρόνια μετά θυμόμαστε περισσότερο με ποια παρέα τις είδαμε, σε ποιο σινεμά, παρά τη δομή, την υποκριτική, τους διαλόγους. Όλα αυτά βέβαια δεν ισχύουν για τα νεότερα παιδιά που τα χωρίζει από το γεγονός μηδαμινή χρονική απόσταση και ακούνε πίσω τους την αναπνοή του.


Αυτή την εντύπωση μου προκάλεσε πρόσφατα και Ο κονφορμίστας του Μπερτολούτσι, που ξαναείδα μετά από 37! χρόνια. Είχα στο νου μου ανάκατες εντυπώσεις. Τα χρώματα του βροχερού Παρισιού που επισκέπτεται ο πρωταγωνιστής (με σκοπό να δολοφονήσει τον αυτοεξόριστο παλιό καθηγητή του που ζει εκεί), αφηγηματικούς τόνους της ταινίας, και κάτι όλως διόλου αφηρημένο από τον αμοραλιστή ήρωα ( Ζαν Λουί Τρεντινιάν ). Και ξαφνικά με μια καινούργια θέαση, ξαναζωντανεύει η αόριστη εντύπωση του 1971. Βλέπω, όπως συνήθως συμβαίνει, με τα μάτια ενός νέου προσώπου το παλιό θέαμα Πιστοποιώ τι ήταν, πόση αντιστοιχία έχει μ’ εκείνο που θυμόμουν, και κρίνω πόσο ώριμο είναι, δηλαδή τι αντοχές διαθέτει στο χρόνο. Είμαστε εμείς μα και δεν είμαστε, εκείνοι που το είχαν δει στην Αλκυονίδα μεσούσης της δικτατορίας. «Αυτοβιογραφούμαι με όσα είδα ως άλλος», όπως έγραφα στη Στενογραφία. Κι άλλα ενδιαφέροντα όμως μπορεί να έχουν συμβεί. Για παράδειγμα,διάβασα εντωμεταξύ κάτι παλιές επιστολές (νομίζω του ’37) που είχε απευθύνει ο Μοράβια, συγγραφέας του Κομφορμίστα, στον Ντούτσε. Απευθύνθηκε σ’ εκείνον, διότι βρέθηκε σε δυσμένεια από το καθεστώς και σταμάτησε η συνεργασία του με την εφημερίδα όπου έγραφε. Τις δημοσιεύσαμε πριν δυο τρία χρόνια στο Δέντρο. Κι εκείνος, λέει, ανταποκρίθηκε. Μεσολάβησε, και αμέσως η σχέση του με την εφημερίδα αποκαταστάθηκε.


Η αφορμή όμως για τις εντυπώσεις από τη σχέση μας με τα παλιά έργα είναι πολύ ταπεινότερη. Είδα σε μια εφημερίδα τη διαφήμιση του θεατρικού έργου Άλμα Μάλερ (πολυθρύλητη σύζυγος του σημαντικού αυστριακού συνθέτη) όπου πρωταγωνιστεί η Ζωή Λάσκαρη. Δεν θα σχολιάσω αυτό που αμέσως σκέπτεται κανείς, αλλά θα συνεχίσω τη σκέψη με την οποία άρχισα. Τι δηλαδή θυμάμαι από την πολυτάραχη βιογραφία της Μάλερ που είχα διαβάσει πριν από χρόνια. Λοιπόν, ούτε καν σαφείς πληροφορίες περί του βίου της δεν έχω συγκρατήσει. Όλως περιέργως, ανακαλώ μόνο μια λεπτομέρεια. Το ζεύγος επέστρεφε στην Ευρώπη από την Αμερική, όπου ο Μάλερ είχε εμφανιστεί και είχε διευθύνει σε διάφορες πόλεις. Ο συνθέτης ήταν καρδιοπαθής και η κατάσταση της υγείας του, μετά τις περιοδείες του, ήταν επιβαρυμένη. Ένας νεαρός Αυστριακός που γνώρισαν στο πλοίο, τους υποσχέθηκε ότι θα παράσχει κάθε βοήθεια όταν αφιχθούν στη Χάβρη. Η Μάλερ, λοιπόν, κατήγγελλε την ασυνέπειά του. Δεν τήρησε το λόγο του, έλεγε, και κατά την άφιξη εξαφανίστηκε. Με σαφήνεια έχω συντηρήσει μόνον αυτή την αναφορά απ’ όλο το βιβλίο, εκεί που θα μπορούσα να θυμάμαι πρόσωπα από την πολυτάραχη ερωτική ζωής της. Υποθέτω πως ο λόγος είναι ένας και μοναδικός. Ο ασυνεπής νεαρός που ταξίδευε μαζί τους ήταν ο συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ. Η χαριτωμένη παιδική αταξία εκείνης της αποβίβασης καταγράφεται εύκολα, γιατί είναι μια αντίστιξη στο έργο του και στο δραματικό του τέλος.


Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Εκδήλωση

ΔΕΥΤΕΡΑ, 10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2008 8μμ

To IΔΡΥΜΑ ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ και ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

σας προσκαλεί στην εκδήλωση Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

Ο εκδότης και διευθυντής του ΔΕΝΤΡΟΥ (1978-2008) Κώστας Μαυρουδής και ο Τάσος Γουδέλης μιλούν για το περιοδικό, αφηγούνται περιστατικά, γεγονότα και ανέκδοτα από την ιστορία του και μιλούν για τον τρόπο που προβάλλεται η ποίηση από τις σελίδες του. Παρουσιάζουν ακόμη ποιητές που έχουν εμφανιστεί από το περιοδικό.

Οι ποιητές Βασίλης Παπάς και Γιάννης Τζανετάκης διαβάζουν ποιήματά τους
Αίθουσα ΙΩΝΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ

Τσουρουκτσόγλου 1 και Λεωφόρος Ηρακλείου 251 (Στάση του ηλεκτρικού ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ)

Στη φωτογραφία η οδός με το όνομά του Τάκη Σινοπουλου

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Τίποτα δεν είναι όπως πριν

Ο ιστορικός μου φίλος Ζαν Σωτηριάδης μου έστειλε από το Παρίσι την γελοιογραφία που αναρτώ. Βομβαρδίζομαι επί έτη από τις φωτογραφίες και τα ανέκδοτα που μου ταχυδρομεί, αλλά αυτή τη φορά η καλά κρυμμένη πικρία του σκίτσου, με κάνει να θεωρώ το αντικείμενο της αποστολής του όχι μόνο αφορμή για ένα μειδίαμα, αλλά και άξιο στοχασμού για την εξέλιξη των πραγμάτων.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

Κείμενα

Τα δύο κείμενα που ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο μου Η ζωή με εχθρούς που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι από τις εκδόσεις Μελάνι. Τα κείμενα αυτά, όπως και πολλά του εν λόγω βιβλίου, είχαν γραφεί για τις σχολιογραφικές σελίδες του Δέντρου στο τέλος της δεκαετίας του 1980


Οι Ρώσοι καταφθάνουν


ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΡΩΣΟΙ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ», διαβαζω –βραδυ ΣΤΟ κρεβάτι του Ξενία της Δράμας– άρθρο βορειοελλαδικής εφημερίδας. Ο αρθρογράφος σχολιάζει προτάσεις επίσημου κρατικού εντύπου της Σοβιετικής Ενώσεως, που ζητά την άμεση υποστήριξη της ρωσικής μονής του Αγίου Παντελεήμονος του Άθω. Η βοήθεια πρέπει να συνίσταται σε υλικά, σε αποστολή μοναχών και οικονομικούς πόρους.

Γιατί ασχολείται ο Έλληνας αρθρογράφος με το εν λόγω θέμα; Φοβάται ότι το σοβιετικό κράτος συμμετέχει στο «θρησκευτικό παιχνίδι του Αγίου. Όρους, που απώτερο στόχο έχει την ενίσχυση της ρωσικής εκκλησίας, και κατά συνέπεια την αύξηση επιρροής της Σοβιετικής Ενώσεως στην περιοχή». Παραθέτει, λοιπόν, επιχειρήματα προκειμένου να ενημερώσει για τη χαλαρή, ιστορικά, σχέση της μεγάλης χώρας με τον Άθω, τονίζοντας ότι οι Ρώσοι μοναχοί, εντελώς πρόσφατα, και συγκεκριμένα μόνον κατά τον 18ο αιώνα, εμφανίστηκαν εκεί και «δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με άλλους Σλάβους, Δαλματούς, Σέρβους ή ακόμη με τους Σέρβους βασιλείς, που μόνασαν σ’ αυτόν το χώρο».

Περί το τέλος του, το κείμενο μας επιφυλάσσει και ορισμένα ερωτήματα ιστορικού χαρακτήρα: «Υπήρξε, άραγε, ο Αρσένιος Σουχάνωφ ο πρώτος Ρώσος μοναχός του Άθω; Ο Βονίτσκι, ο αποκαλούμενος “σοφός”, ήταν όντως μια πνευματική προσωπικότητα ή εξέφραζε το πνεύμα του τσαρικού ιμπεριαλισμού;».


Με άγνοια της ιστορικής περιόδου, και κυρίως χωρίς περιέργεια για τα ιδεώδη παντός είδους θρησκευτικής ασκήσεως, μόνον δύο αναφορές με πρωταγωνιστές πρόσωπα εκ Ρωσίας ανακαλώ από παλαιές αναγνώσεις: Η πρώτη, όταν, το 1905, κάποιος μοναχός Θεοδόσιος απήγαγε την Τατιανή Νικήτα, Ρωσίδα από την Κωνσταντινούπολη, την έντυσε άνδρα, της εξασφάλισε διαβατήριο και από κοινού παραβίασαν το άβατον του Όρους!

Η δεύτερη, με ενδιαφέρον βοτανολογικό, αναφέρεται στο ιερό, λεγόμενο, άνθος του Άθω, το οποίο, «ωχροκύανον και με μεταφυσικήν ευωδίαν», ανεζητείτο μανιωδώς από τους Ρώσους ευλαβείς. Στο περιθώριο της λατρευτικής τους δράσης το συνέλεγαν, για να το εμπορευθούν στη συνέχεια, εξασφαλίζοντας υψηλότατο τίμημα στη ρωσική αγορά. Οι εποχές, βέβαια, –για να επανακάμψουμε στο θέμα– παρέρχονται. Ο μπολσεβικισμός, που διέκοψε βίαια το γιγαντιαίο ρεύμα του μοναχισμού προς τον Άθω, σήμερα, με τα πολύ σωφρονέστερα εγγόνια του, φαίνεται ότι φροντίζει να ευνοείται η αναβίωση εκείνου του πνεύματος. Εγώ –αφελώς ίσως– αυτό μόνον αντιλαμβάνομαι, ενώ παράλληλα νομίζω ότι πολύ λίγα πρόσωπα μπορεί πλέον να κινητοποιεί η φιλολογία του είδους και, ευτυχώς, ακόμη λιγότερα να θορυβεί. Μόνον οι εξουσίες, ένθεν κακείθεν –ειδικά στις ημιευρωπαϊκές εκδοχές τους–, δείχνουν να ενδιαφέρονται για τη συντήρηση αυτού του λόγου, και έκπληκτος βλέπει κανείς πως όλοι οι χώροι προσφέρονται και τροφοδοτούν την εγγενή καχυποψία τους. Έτσι, μια ζωή υποταγμένη σε κανόνες σκληρούς, στην ταπείνωση και στη στέρηση, μπορεί να είναι απλώς πρόσχημα. Τα ερημητήρια των πιο αδιάλλακτων ησυχαστών μπορεί να μην είναι αυτά που είναι, αλλά ενδέχεται να αποτελούν έδαφος, όπου μαίνεται ο αμείλικτος μυστικός πόλεμος μεταξύ των κρατών!

*

Είναι αργά πια. Μου πέφτει η εφημερίδα απ’ τα χέρια και η νύστα μού βαραίνει τα μάτια. Υπό την επιρροή –ως φαίνεται– του αναγνώσματος, εισέρχομαι στη σήραγγα ενός ονείρου, με προφανή τα στοιχεία της λόγιας ατμόσφαιρας:

Ο Αδαμάντιος Κοραής είναι εν ζωή. Από κάποιους κύκλους πιέζεται για διάφορα –αδιευκρίνιστα στο όνειρο– εθνικής φύσεως ζητήματα. Έτσι, αντί της Ορθόδοξης Κατηχήσεως του πάλαι ποτέ μητροπολίτου Μόσχας Πλάτωνος, που έξοχα μετέφρασε, αλλάζει δραστηριότητες. Αντιλαμβάνεται ως απειλή το από βορρά ξανθό γένος, που έχει προσχωρήσει σε μιαν –παρά φύση– συμμαχία με την αυτοκρατορία των Οθωμανών. Η λογική των πολιτικών ισορροπιών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, αλλά και της πρόσφατης Ιστορίας μας, ανατρέπεται άρδην, καθώς τώρα το επαναστατικό κίνημα κινδυνεύει από τους φίλους του. Έτσι, γράφει πυρετωδώς και μας αφήνει γοητευτικά κείμενα πολιτικής μυθοπλασίας: θρίλερ εποχής με δαιμόνιους πράκτορες, σκοτεινούς Ρώσους ηγουμένους και μηχανορράφους μοναχούς. Πρόκειται (έτσι φαίνεται στο όνειρο), για την αρχή μιας παραδόσεως που δεν διαθέτει η νεοελληνική Γραμματεία. Μ’ άλλα λόγια, γράφεται το πρώτο μας θρίλερ, και μάλιστα σε άψογο ιδίωμα καθαρευούσης. Διδάσκεται σήμερα στα σχολεία μας αντί του Παπατρέχα, υπερβολικού για τη λογιοσύνη του ιερωμένου και άκρως υπερτιμηθέντος, στη Γραμματολογία μας, κειμένου.


Των γερόντων

ΤΟΝ ΘΥΜΑΜΑΙ, ΠΕΡΙ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’50, ΝΑ τυλίγει το πωλούμενο εμπόρευμά του (ήταν παντοπώλης) με εφημερίδες. Το κατάστημά του, μένοντας στους κατιό­ντες, άλλαξε χρήση. Άλλο αντικείμενο εμπορίας τώρα. Στις υπόγειες αποθήκες, όμως, έμειναν οι εφημερίδες εκείνης της εποχής. Άχρηστες και με τις δύο έννοιες: Ανωφελείς και μη δίδουσες χρησμόν. «Όλα τα χορηγηθέντα μυοκτόνα» μου λέει ο νυν κτήτωρ, «αποδείχθηκαν ανήμπορα. Πρέπει να απαλλαγώ απ’ τον όγκο αυτών των εφημερίδων».

Γνώριζε, όμως, την αξία τους. Επιθυμούσε την πώλησή τους. Αμφιγνώμων, ανάμεσα στο να τις ξεφορτωθεί και να τις πουλήσει.

Μόνον τρία φύλλα τού απέσπασα. Στην πρώτη μου κιόλας ανάγνωση, δύο ειδήσεις, δίπλα δίπλα καταχωρημένες. Τώρα, στον σύγχρονο Τύπο, δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον για δημοσίευση· άλλα κινούν τα πλήθη, πλέον. Πρόκειται για αλγεινά πάθη γερόντων, μοιραίες καταρρεύσεις.

Ιανουάριος, λοιπόν, του 1957, όταν ο ρυθμός της ζωής επέτρεπε την ακρόαση ιστορημάτων, χωρίς τις αιχμές της επικαιρικής πρόκλησης. Παραθέτω:

Απέθανεν εκ πείνης

Η ανακάλυψις ολίγων δεσμίδων σκονισμένων χαρτιών υπό τα σανίδια του δαπέδου της σοφίτας εις το κτίριον μιας επαρχιακής Τραπέζης, επεβεβαίωσεν ότι ο Όλιβερ Χηβσάιδ, ο οποίος προ 34 ετών απέθανεν εκ πείνης σχεδόν, εις ηλικίαν 75 ετών, υπήρξεν εις εκ των λαμπροτέρων επιστημόνων του κόσμου.



Μη δυνηθείς να δημοσιεύση τας μελέτας του, λόγω ελλείψεως χρημάτων, ο Χηβσάιδ απεσύρθη από πάσαν επαφήν με τον έξω κόσμον και κατά τα δύο τελευταία έτη της ζωής του διετρέφετο αποκλειστικώς με συμπεπυκνωμένον γάλα και μπισκότα, τα οποία του ηγόραζεν εις γείτων του αστυνομικός. Τα παιδιά εχλεύαζαν και ελιθοβόλουν τον γενειοφόρον και ρακένδυτον γέροντα, οσάκις ενεφανίζετο εις τον δρόμον – τον γέροντα εις τον οποίον ο κόσμος οφείλει σήμερον την δυνατότητα να κάμνη τηλεφωνήματα εις μεγάλας αποστάσεις και ο οποίος συνέβαλε σημαντικώς εις την ανακάλυψιν της ατομικής ενεργείας.

Εκ των πολλών ανακαλύψεων του Χηβσάιδ, μόνον μία είναι σήμερον γνωστή με το όνομά του. Είχεν ανακαλύψει ότι εις υψος πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων από της επιφανείας της γης, υπάρχει στρώμα της ατμοσφαίρας, φορτισμένον δι’ ηλεκτρισμού, επ’ αυτού δε “προσκρούουν” και αντανακλώνται τα ραδιοφωνικά κύματα. Δια του τρόπου τούτου καθίστανται δύναται αι μακράς αποστάσεως τηλεπικοινωνίαι. Το ηλεκτρικώς φορτισμένον στρώμα είναι γνωστόν εις την Επιστήμην ως “Στρώμα Χηβσάιδ”.

Σημειωτέον ακόμη, ότι προ ολίγων ημερών ο 59ετής κ. Ερρίκος Τζίζεφς, ειδικός του τμήματος μελετών των Βρεταννικών Ταχυδρομείων, απεπεράτωσε την ανάλυσιν του αρχείου Χηβσάιδ και εδήλωσεν:

– Αναμφιβόλως, ο Χηβσάιδ υπήρξεν εις εκ των μεγαλυτέρων επιστημόνων του κόσμου!...

Ο κ. Τζόζεφς είπεν επίσης, ότι εν τη εξηγήσει ωρισμένων φαινομένων της βαρύτητας, ο Χηβσάιδ προηγήθη κατά 10 έτη του Αϊνστάιν. Την παρελθούσαν εβδομάδα εις εκ των υπολογισμών του, αξιοποιηθείς τη βοηθεία ηλεκτρονικού εγκεφάλου, εχρησιμοποιήθη εις την μελέτην εγκαταστάσεως ενός υπερατλαντικού τηλεγραφικού καλωδίου.

Ο πρωτοπαλαιστής

Εις μίαν τρώγλην των παρυφών της Λαχώρης ένας γέρων 60 ετών, χωρίς μίαν άσπρην τρίχα εις το κεφάλι του, ζη αθλίως τας τελευταίας ημέρας του εν μέσω τροπαίων της παλαιάς δόξης του.Πρόκειται περί του Μιάν Μοχάμμαδ, ο ο οποίος προ 46 ετών ήτο πασίγνωστος υπό το όνομα Γκάμα, ως ο παγκόσμιος πρωταθλητής της ελευθέρας πάλης.

Τω 1910, είχαν συγκεντρωθή εις το Λονδίνον εκ των πέντε ηπείρων όλοι οι διάσημοι παλαισταί, δια να μετάσχουν του πρωταθλήματος Τζών Μπούλλ. Ο νεαρός τότε Ινδός προσήλθε να ζυγισθή εις το “Στάδιον του Λονδίνου”. Ήτο υψηλός και μυώδης, αλλά και συγχρόνως τόσον αδύνατος, ώστε οι κριταί τον διέγραψαν εκ του καταλόγου των υποψηφίων δια το πρωτάθλημα.

Ο Γκάμα, όμως, προσείλκυσε την προσοχήν του διευθυντού ενός καμπαρέ, ο οποίος του προσέφερε την σκηνήν του, ίνα αντιμετωπίση τους αντιπάλους της εκλογής του. Και ο Γκάμα, προκαλέσας Ιάπωνας, Αμερικανούς και πάσης άλλης εθνικότητος παλαιστάς, κατέρριπτε τον ένα μετά τον άλλον εντός χρονικού διαστήματος μη υπερβαίνοντος κατά μέσον όρον τα 5 λεπτά της ώρας.

Κατόπιν τούτου, ο Γκάμα έγινε δεκτός εις τους επισήμους αγώνας και μετ’ ολίγας ημέρας απήρχετο εις την χώραν του, αποκομίζων τον τίτλον του παγκοσμίου πρωτοπαλαιστού βαρέων βαρών.

Εν τω μεταξύ, εις τας Ινδίας η πάλη εθεωρείτο ακόμη το άθλη­μα των βασιλέων και ο Γκάμα, ενώ δεν έπαυε να αγωνί­ζεται εις τον στίβον και να κατατροπώνη κάθε αντίπαλον, διωρίσθη καθηγητής του βαθύπλουτου μαχαραγιά της Πατιάλας.

Έτσι ημπορούσε και αυτός να διάγη βίον... μαχαραγιά· ετρέφετο τρώγοντας ειδικόν “γιαχνί”, παρασκευαζόμενον καθ’ εκάστην, εκ τριών κιλών βοείου κρέατος, τριών λίτρων γάλακτος και μιας... ολόκληρης κατσίκας. Εξ άλλου, απέφευγε το ρύζι και το ψωμί, που “προκαλούν λίπη και μαλθακούς μυς”.

Η δόξα, όμως, του Μιάν Γκουλάμ παρήλθεν ανεπιστρεπτί. Σήμερον, ο Γκάμα, παρά την καταπληκτικήν διά την ηλικίαν του ζωτικότητα, ζη μόνον δια τας αναμνήσεις του. Όταν εγκατέλειψε την υπηρεσίαν του μαχαραγιά της Πατιάλας, επεχείρησε μακράν περιοδείαν ανά την Αφρικήν, όπου προσεβλήθη υπό άσθματος, το οποίον και έθεσε τέρμα εις την σταδιοδρομίαν του. Καθ’ ο Μουσουλμάνος, κατέφυγεν εις Πακιστάν, μετά τον χωρισμόν των Ινδιών εις δύο κράτη. Η Κυβέρνησις του Καράτσι τού παρεχώρησε μικρόν αγρόν δια να καλλιεργήση, αλλ’ όχι και σύνταξιν. Ο Γκάμα λυπείται διότι δεν έχει υιούς, εις τους οποίους θα εδίδασκε την τέχνην του. Τα πέντε άρρενα τέκνα, που απέκτησεν εκ της πρώτης συζύγου του, απέθαναν εις μικράν ηλικίαν και εκ της δευτέρας συζύγου του δεν έχει παρά τέσσαρας θυγατέρας.

Τελευταίως, ο Γκάμα ήρχισε να πωλή εκείνα που του ήσαν τα προσφιλέστερα πράγματα εις τον κόσμον: Τα χρυσά κύπελλα και μετάλλια των θριάμβων του. Και όταν θα τα ξεπουλήση όλα δεν θα έχη παρά να περιμένη τον θάνατον. Διότι ποίος σκοτίζεται σήμερα διά τον γέροντα αυτόν, ο οποίος υπήρξεν ο μεγαλείτερος παλαιστής του κόσμου;...

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

Από την Επιστολή Προς Κορινθίους Α΄


Απόστολος Παύλος.

Από την Επιστολή

Προς Κορινθίους Α΄




Λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του (2006) ο παλιός μου φίλος Στέφανος Μπεκατώρος (για πολλά χρόνια είχαμε χαθεί και δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ μας) έστειλε στο Δέντρο για δημοσίευση, μαζί με ορισμένα σύντομα ποιήματα, τη μετάφραση που ακολουθεί. Το εκτυπωμένο χαρτί έμεινε χαμένο σε κάποιον φάκελο με τα «προσεχή» του περιοδικού. Όταν το βρήκα, το ενέταξα στην ύλη του Δέντρου που πρόκειται να εκδοθεί (Νο 165-166). Τη μετάφραση αφιέρωνε στην Αγγελική και στον Θανάση Κωσταβάρα (ποιητή της Α΄ μεταπολεμικής γενιάς). Στο διάστημα που μεσολάβησε από την αποστολή μέχρι τη δημοσίευση, εκτός απ’ τον μεταφραστή και παλιό μου φίλο, δεν υπάρχουν πια μεταξύ μας ούτε και εκείνοι τους οποίους αφορά η αφιέρωση!



Η ΟΔΟΣ ΠΟΥ ΥΠΕΡΕΧΕΙ: Η ΑΓΑΠΗ

1 Εάν μιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων
Αγάπη όμως δεν έχω, είμαι χαλκός που θορυβεί
Και τύμπανο που αλαλάζει.
2 Εάν κατέχω τα μυστήρια όλα
Και μπορώ να προλέγω κι έχω, όλη την γνώση και πίστη
3 Τόση ώστε να μετακινώ βουνά όμως αγάπη δεν έχω
Είμ’ ένα τίποτε.
Κι αν τα δώσω όλα στην φτώχεια κι αν
Παραδώσω το κορμί μου στις φλόγες όμως αγάπη δεν έχω
Δεν ωφελούμαι τίποτε.
4 Συμφιλιώνει μεγαλόψυχα η αγάπη•
5 Φθόνο και κομπασμό η αγάπη δεν έχει• δεν ξιπάζεται
Δεν ασχημονεί, δεν νοιάζεται για το δικό της, η αγάπη
6 Είναι ήρεμη κι αμνησίκακη, λυπάται για το άδικο, χαίρεται
Όταν το δίκαιο υπερισχύει.
7 Όλα τα σκέπει, όλα τα πιστεύει
8 Σε όλα ελπίζει, σε όλα υπομένει.
Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.
Κάποτε οι προρρήσεις θα αρθούν, οι γλώσσες μας
θα χαθούν
Θα καταλυθούν και οι γνώσεις.
Διότι τώρα από το μερικό
10 Γνωρίζουμε, από το μερικό προλέγουμε• σαν έλθει όμως
Το τέλειο, το μερικό θα εκλείψει.
11 Όταν ήμουν νήπιο ως νήπιο σκεπτόμουν• ως άνδρας
όμως έπαυσα
Να νηπιάζω.
12 Διότι αμυδρά τώρα βλέπουμε από καθρέφτη
Ενώ τότε πρόσωπο με πρόσωπο• τώρα από το μερικό
Γνωρίζω εκείνον, όμως τότε θα τον γνωρίσω όπως εκείνος
Με εγνώρισε.
13 Ώστε για πάντα μένει η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη
Αυτά τα τρία για πάντα•
κι από αυτά, μείζων η αγάπη.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Νίκος Κάλας

Ένας αθηναίος στην Αμερική


«Μια συνομιλία με τον Νίκον Κάλαν». Ο Πάνος Καραβίας συζητά με τον πρωτοπόρο του σουρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα για την εφημερίδα Ελευθερία (της 4ης.11.1949). Το κείμενο αυτό συμπεριλαμβάνεται στο Δέντρο (Νο 165-166), τεύχος που είναι αφιερωμένο στον νεοελληνικό σουρεαλισμό και θα κυκλοφορήσει στο τέλος του Οκτωβρίου. Στη αναδημοσίευση διατηρήσαμε την ορθογραφική εκδοχή της εφημερίδας.


ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, Νοέμβριος (Του ανταποκριτού μας). Με το νέο βιβλίο του, που πριν ακόμη κυκλοφορήσει προκαλεί τεράστιο ενδιαφέρον στους ακαδημαϊκούς και λογοτεχνικούς κύκλους της Αμερικής και της Ευρώπης, ένας γνωστότατός μας αθηναίος αισθητικός και ποιητής καταλαμβάνει εξέχουσα θέση, στην πρώτη γραμμή της διεθνούς κριτικής της Τέχνης. Είναι ο Νίκος Κάλας –Νίκος Καλαμάρης– που υπό διάφορα φιλολογικά ψευδώνυμα είχε διακριθεί, νεώτατος, στη δική μας φιλολογική γενεά του μεσοπολέμου, στην Αθήνα. Το βιβλίο του, που θα κυκλοφορήσει σε επτά γλώσσες ταυτοχρόνως εντός του 1950– είναι η πρώτη φορά γινόμενη ερμηνεία του περιφήμου τριπτύχου



του φλαμανδού ζωγράφου του 16ου αιώνος, Ιερώνυμου Μποςς, που ευρίσκεται τώρα στο μουσείο της Μαδρίτης. Τα τρίπτυχα του Ιερώνυμου Μποςς, που συνδέθηκαν, επάνω από τέσσαρες αιώνες, με το συρρεαλιστικό κίνημα στην τέχνη της εποχής μας, αποτελούσαν ένα αξεδιάλυτο αίνιγμα με τα σκοτεινά τους σύμβολα. Η μελέτη του Κάλα έδωσε τη λύση, ύστερα από δέκα επτά μηνών έρευνες και μόχθο του συγγραφέως, που είχεν αναλάβει αυτήν την αποστολή με ειδική υποτροφία του Ιδρύματος Μπόλλιγκεν.


Η ερμηνεία του κ. Νίκου Κάλα


Το περιοδικόν Λάιφ, αφιέρωσεν οκτώ ολόκληρες σελίδες για να παρουσιάσει το γεγονός, […] το βιβλίο που πρόκειται να κυκλοφορήσει προσεχώς και τον ίδιον τον συγγραφέα, στον οποίον ανετέθη προ δύο ετών να εύρη τη λύση του μυστηρίου στο έργου του Μποςς». Το Λάιφ εξαίρει την επιτυχία του κ. Κάλα και την νέα σημασία με την οποία φωτίζει τα τρίπτυχα του Μποςς, σαν «βαθυστόχαστη και εξαιρετικά ελκυστική ως ερμηνεία της ζωγραφικής του Ιερώνυμου Μποςς, του οποίου οι πίνακες κατατάσσονται μεταξύ των μεγίστων έργων τέχνης του Δυτικού Κόσμου».

Το «κλειδί» για την εξήγηση του έργου του Μποςς, το ευρήκεν ο κ. Κάλας στη μελέτη των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, και συγκεκριμένα στα σχόλια του Αγίου Αυγουστίνου επάνω στη Βίβλο των Ψαλμών και του Αγίου Γρηγορίου στον Ιώβ. Ο κ. Κάλας απεκάλυψεν ότι στο τρίπτυχο του μουσείου της Μαδρίτης, ο Μποςς –τον οποίον, έως τώρα, άλλοι μελετηταί εχαρακτήριζαν ως «επαναστατικόν σατιρικόν», άλλοι ως «αιρετικόν» και άλλοι ως «ένα μισογύνην νευρωτικόν που εύρισκεν ευχαρίστηση να ζωγραφίζει σκηνές διεστραμμένης φαντασίας»– απλώς εικονογράφησε τα σχόλια του Αγίου Αυγουστίνου στον 33ον ψαλμόν που περιγράφει την Δημιουργία και προειδοποιεί τους αθέους για το φρικτό τέλος που τους περιμένει.

– Οι μελέτες μου για τον Μποςς, μου λέγει ο φίλος μας συγγραφεύς, είχαν αφετηρία το γεγονός ότι ο φλαμανδός ζωγράφος θεωρείται και είναι πραγματικά ένας πρόδρομος του Συρρεαλισμού. Και γνωρίζετε το ενδιαφέρον μου για τον συρρεαλισμό σαν εκδήλωση της σύγχρονης τέχνης. Πρέπει να σας πω εδώ πως η γνώμη που διατυπώνει το Λάιφ ότι με το έργον μου ανασκευάζω τρόπον τινά, τον συρρεαλιστικό χαρακτήρα του έργου του Μποςς, δεν είναι ορθή. Βεβαίως τα τρίπτυχα του Μποςς δεν παρουσιάζουν την συρρεαλιστική προϋπόθεση του «αυτοματισμού» […]. Η στενή όμως σύνδεση του Μποςς με τον συρρεαλισμό οφείλεται στην βαθύτερη ψυχολογική τους συγγένεια, που πηγάζει από την κοινή πρόθεση να δώσουν μια εντελώς υποκειμενική και προσωπική ερμηνεία του αντικειμενικού κόσμου.

– Μεταξύ του Μποςς και της συρρεαλιστικής εκδηλώσεως της Τέχνης μεσολαβούν τετρακόσια τόσα χρόνια παρετήρησα στον κ. Κάλα και τον ρώτησα: Πώς είναι δυνατόν να συνδεθή οργανικά ο Μποςς με τον συρρεαλισμό, επάνω από το κενό των τεσσάρων αιώνων;

– Από αυτήν την άποψη, μου λέγει ο κ. Κάλας, υπάρχει μία γραμμή μεγάλων πνευματικών δημιουργών και καλλιτεχνικών που διατηρεί τη βαθειά συγγενική συνέχεια από τον Αυγουστίνο μέχρι του συρρεαλισμού. Τη γραμμή και την οργανική αυτή σύνδεση, που τις ρίζες της πρέπει ν’ αναζητήσωμε στον Αυγουστίνο, την εξασφαλίζουν έπειτα από αυτόν, ο Μποςς, ο Πασκάλ, ο Ρεμπώ, ο Λωτρεαμόν, ο Ντοστοϊέφσκυ μέχρι του συρρεαλιστικού κινήματος...


Η ανήσυχος εποχή μας


Ο Νίκος Κάλας,[…] ήταν γνωστός σαν νέος ποιητής, με εξαιρετική μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια και με έντονο δημιουργικό ταλέντο. Αλλ’ όπως πολλοί της γενεάς μας εστράφη έκτοτε στην κριτική, ιδιαίτερα στην καλλιτεχνική και αισθητική κριτική, όπου έκλεισε και τη δημιουργική του φλόγα. Το 1937, στο Παρίσι, εξέδωκε το πρώτο βιβλίο, μια σειρά μελετών για τη σύγχρονη τέχνη με συρρεαλιστική νοοτροπία, υπό τον τίτλο Εστίες Πυρκαϊάς, που επροσέχθη και εκρίθη πλατειά στη Γαλλία. Ύστερα, ταξίδεψε στην Ισπανία και Πορτογαλλία. Έμεινε εξ μήνες στη Λισσαβώνα και μελέτησε την πορτογαλλική Τέχνη. Και το 1940 φθάνει στη Νέα Υόρκη, όπου κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του στα γαλλικά, για τη σύγχρονη αγγλική και γαλλική ποίηση και για την πορτογαλλική αρχιτεκτονική.

Τον ερώτησα, αν με το έργο του για τον Μποςς, αφοσιώθηκε οριστικά στην κριτική της τέχνης:

– Βέβαια, δεν αφοσιώθηκα στην κριτική της τέχνης. Ήταν μοιραία η εξέλιξή μου, γιατί πάντοτε ενδιαφερόμουνα για την αισθητική αντίληψη της ζωής και γιατί σήμερα, εφ’ όσον όλες οι προοπτικές που μας οδηγούν στο μέλλον παρουσιάζονται σκοτεινές, είναι μοιραία η καταφυγή μας στις καλλιτεχνικές μορφές του παρελθόντος. […] Προσωπικά, δέχομαι πως «η αγάπη είναι ισχυρότερη από τον πόνο», όπως έγραψε ο Αυγουστίνος. Νομίζω όμως πως θα μου χρειασθούν μερικά χρόνια ωρίμανσης. Πρόθεσή μου είναι η μελέτη και το πλησίασμα των παληών μαντικών κειμένων, όπου ένας συγγραφεύς ημπορεί ν’ αντλήση σύμβολα με σύγχρονη σημασία. Με τραβά πολύ ο μυστικισμός και εξ άλλου επίσης η επιστημονική θεώρηση του ανθρώπου, του πρωτογόνου ανθρώπου και της ψυχής του.



Μελέτη για τον Γκρέκο



Εν τω μεταξύ, ο Νίκος Κάλας σχεδιάζει μια μεγάλη μελέτη για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Πιστεύει ότι στην Ελλάδα, όπου υπήρξε έντονη τάσις να δίδεται «ελλαδικός» χαρακτήρ στο έργο του Γκρέκο, έγιναν πολλές παρεξηγήσεις σχετικά, «Ο Γκρέκο, λέγει ο κ. Κάλας, εχρησιμοποίησε βυζαντινά μέσα εκφράσεως, αλλ’ η έκφρασή του είναι ισπανική και χριστιανοκαθολική, όπως ήταν η εποχή και το περιβάλλον όπου έζησε και εδημιούργησε».

Γενικώτερα διαπιστώνει κανείς στον Νίκο Κάλαν, ότι όπως ανεπτύχθη και επιβάλλεται στους πλατύτερους πνευματικούς ορίζοντες της Ευρώπης και της Αμερικής, φέρνει μαζί του την ανάγκη της ελπίδας για τον άνθρωπο και την ανάγκη μιας θρησκευτικής –στην πιο πλατιά της έννοια– πίστεως. Είναι αυτά τα στίγματα μιας βασανισμένης ευρωπαϊκής γενεάς –της γενεάς μας– που βλέπει γύρω της το αδιέξοδο της απελπισίας, μα θέλει να ελπίζει, αισθάνεται την απιστία, μα ζητεί την πίστι και, πάνω από όλα, φέρνει πάντα την αγάπη της για τον άνθρωπο.