Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

O Costas Mavroudis απαντά το Ερωτηματολόγιο του Exostis - Free Press


1-2. Πώς είστε; Πώς αντιλαμβάνεστε την Κρίση και πώς σας επηρεάζει;
Την αντιλαμβάνομαι ως το έσχατο στάδιο μιας παλιάς κρίσης που ωρίμαζε εδώ και πολλά χρόνια. Επακόλουθο καταναλωτικής κραιπάλης και πληθωρισμού κεκτημένων. Με δυο λόγια, δανεική ευημερία χωρίς όρους.
3. Ποιες είναι οι ρίζες της Κρίσης;
Η έλλειψη στοιχειώδους ορθολογικής οργάνωσης της δημόσιας ζωής και εξουσίες χωρίς καμιά μεταρρυθμιστική βούληση. Τα σημερινά ερείπια, πάντως, μου θυμίζουν τη σκηνή της καταστροφής στη Βιριδιάνα (του Μπουνιουέλ), όταν οι περιθωριακοί αργόσχολοι διαλύουν βίαια το σπίτι του Δον Χάιμε που τους παραχωρήθηκε από φιλάνθρωπη αφέλεια.
4. Η περίοδος που περνάμε θα ευνοήσει την παραγωγή «σοβαρών» βιβλίων;
Δεν μπορώ να προβλέψω. Τα μεγάλα γεγονότα είχαν μικρή επιρροή στη λογοτεχνία μας. Σκέπτομαι ολόκληρες ιστορικές περιόδους (π.χ. την τελευταία δικτατορία) που δεν έχουν το βιβλίο τους. Γενικώς, δεν είμαστε λαός που εμβαθύνει. Η ζωή μας έχει έφεση στα στερεότυπα και στο προφανές. Μας λείπει η κριτική παιδεία, η πραγματική αντίληψη της εικόνας μας και οι βιωμένες πνευματικές αξίες. Και σήμερα ακόμα, μέσα στον ορυμαγδό, ποιος διακρίνει, εκτός απ’ τις κραυγές, το δέος ή το αυθεντικό πένθος μιας μεγάλης συμφοράς;
5. Ποια είναι η σχέση σας με τις νέες τεχνολογίες, το Web, τα Social Media;
Μου είναι αδιανόητη οποιαδήποτε επεξεργασία κειμένου χωρίς υπολογιστή. Όσον αφορά τα social media, μολονότι συμμετέχω με προσωπικές σελίδες, νιώθω ότι είναι επικοινωνία ελάχιστα απαιτητική, σχεδιασμένη για χαμηλές πτήσεις.
6. Δέκα βιβλία στα οποία «πρέπει» να ανατρέχει κανείς. Ή όσα θέλετε.
Οι κλίσεις μας στρέφονται πάντα σε μια πνευματικότητα που νιώθουμε συγγενική. Αν ενδώσω στη δογματική αυταρέσκεια των καταλόγων, θα συμπεριλάβω οπωσδήποτε: Θερβάντες: Δον Κιχώτης, Ουγκό: Οι άθλιοι, Φλομπέρ: Μαντάμ Μποβαρί, Τ. Μαν: Το μαγικό Βουνό, Προυστ: Αναζητώντας τον Χαμένο χρόνο, Λαμπεντούζα: Ο Γατόπαρδος, Τσβάιχ: Ο χθεσινός κόσμος.
7. Γενικώς: γιατί τα βιβλία;
Αν το ερώτημα σημαίνει «Γιατί η τέχνη;», θέλω να απαντήσω με τον αφορισμό ενός Ιταλού γλύπτη. Είναι η πιο ελεγειακή μεταφορά για το φαινόμενο της τέχνης: «Το παιχνίδι προετοιμάζει για τη ζωή τα μικρά των ζώων. Το παιχνίδι της τέχνης για ποια ζωή μάς προετοιμάζει;» Αν το ερώτημα είναι απλώς: «Σε τι μας χρησιμεύει ο δημιουργικός λόγος;», μπορώ να πω ότι μ’ αυτόν τον τρόπο κάνουμε οικείο, άξιο εμπιστοσύνης και κατανοήσιμο ένα ελάχιστα ευνοϊκό περιβάλλον.
8. Αλλάζει η λογοτεχνία τον κόσμο;
Αν ήταν έτσι, μετά τον πασίγνωστο στίχο του Ρεμπό («Εγώ είμαι ένας άλλος») θα μας φώναζαν στο δρόμο, και εμείς, ως «άλλοι», δεν θα απαντούσαμε. Για να σοβαρολογήσω, μπορώ να πω ότι, αντίθετα, ο κόσμος και η εξέλιξή του αλλάζουν τη λογοτεχνία.
9. Τι είναι η ανάγνωση και πιο ειδικά η ανάγνωση των δικών σας βιβλίων;
Η αφοσίωση στη λογοτεχνία σημαίνει ότι στις προκλήσεις της πραγματικής ζωής δεν μπόρεσα να απαντήσω. Σημαίνει ακόμα πως δεν τα κατάφερα, δεν υπήρξα επαρκής. Με άλλα λόγια, η λογοτεχνία μυθοποιώντας τα πράγματα τα κάνει λιγότερο ξένα. Το ίδιο ισχύει για τη δική μου γραφή. Το ποίημα είναι η τεχνητή ασφάλεια μιας κατοικίας που δεν θα αποκτήσω ποτέ.
10. Ο «ιδανικός αναγνώστης» υπάρχει; Χρειάζεται να υπάρχει;
Υπάρχει και είναι χρήσιμος σαν ιδανική προβολή. Ο συγγραφέας τον ταυτίζει συνήθως με κάποιον ο οποίος ανακαλύπτει τις προθέσεις του, επικοινωνεί με τον κόσμο του, συλλαμβάνει ακόμα και τις τονικότητες των ήχων του. Θυμάμαι διαρκώς μια φράση του πιανίστα Ρουμπινστάιν για τον ιδανικό ακροατή: «Ανάμεσα στους δύο χιλιάδες ακροατές της αίθουσας, παρακολουθεί εκείνος για τον οποίο παίζω». Σε ένα ποίημα του τελευταίου βιβλίου μου υπάρχει ένας αναγνώστης, άπειρος με τις τεχνικές και τους κώδικες της γραφής, δηλαδή αθώος, που διαβάζοντας μια παλιά ιστορία νιώθει έκπληκτος, διότι όχι μόνο ταυτίζεται με τον αφηγητή, αλλά αναγνωρίζει τον τόπο, τα άγνωστα πρόσωπα των ιστοριών του, τα πάθη τους. Αυτό είναι ένα ακραίο παράδειγμα ιδανικής υποδοχής. Επιβεβαιώνει τη σκέψη ότι «με την ανάγνωση δεν μαθαίνεις απλώς τι λέει ο άλλος, αλλά τι ήθελες να πεις εσύ».
11. Ένας μέντορας σας;
Δεν υπήρξε. Η μαθητεία μου ήταν περισσότερο μοναχική. Γόνιμη όμως έγινε μόνο με την ενηλικίωση. Έχω γράψει ότι «μεταξύ των αναγνώσεων ενός έργου, πλεονεκτεί εκείνη που γίνεται με γυαλιά πρεσβυωπίας».
12. Πόσο εύκολα ή δύσκολα γράφετε;
Πολύ δύσκολα. Κάποτε κάνει χρόνια να αρτιωθεί ένα κείμενο. Άλλοτε δεν συμβαίνει, παρά την επιμονή μου. Κανένα κείμενο, όμως, δεν τελειώνει ποτέ. Μπορεί επ’ άπειρον να ολοκληρώνεται. Ως γνωστόν, διαθέτουμε περισσότερες ιδέες από λέξεις, Οι προθέσεις μας είναι περισσότερες από τα μέσα μας.
13. Πώς επιλέγετε τους τίτλους των βιβλίων σας;
Ζητώ να αποδίδεται το πνεύμα τους και συγχρόνως να υπάρχει πρωτοτυπία, καλό γούστο και ευρηματικότητα.
14. Τι χάνετε γράφοντας;
Τίποτε. Αντίθετα, κάθε στιγμή αναρωτιέμαι αν αυτό που ζω προσφέρεται για μεσιτεία με την ποίηση, αν είναι υλικό προς συγγραφική εκμετάλλευση.
15. Πείτε μας λίγα πράγματα για το τελευταίο σας βιβλίο, και για το επόμενο.
Οι Τέσσερις Εποχές είναι ένα βιβλίο αφηγηματικής ποιήσεως που αφορά ιστορίες του παρελθόντος: αναπολήσεις, ασφυκτικός συνωστισμός απόντων, διαχείριση της μνήμης. Το επόμενο βιβλίο μου (θα εκδοθεί ελπίζω το 2012) είναι για πρώτη φορά μια συλλογή διηγημάτων.
16. Ποια πιστεύετε ότι είναι η θέση σας στον «ελληνικό κανόνα» της λογοτεχνίας;
Ποιος τον φτιάχνει αυτόν τον κανόνα, αλλά, κυρίως, πότε τελεσιδικεί η απόφασή του; Όμως ο επαρκής στα κριτήριά του αναγνωρίζει έναν ακλόνητο «κανόνα», μιαν απρόσβλητη βεβαιότητα για το τι συμβαίνει, ακόμα κι αν παραληρούν γύρω του οι πεποιθήσεις της αγοράς και οι μηχανορραφίες της.
17. Μουσική, κινηματογράφος, τέχνες.
Είμαι καλός θεατής, μέτριος ακροατής και επαρκής αναγνώστης.
18. Νιώθετε να αλλάζετε;
Είναι το μέγα ζήτημα. Εννοώ την αλλαγή της ενηλικίωσης και το φορτίο της.
19. Ο θάνατος;
Να απαντήσω με έναν ηχηρό και οργισμένο στίχο του Ντίλαν Τόμας: «…Μην πας ευγενικός στο θάνατο. Οργή, οργή, για το φως που φεύγει».
20. Μια ερώτηση που δε θα θέλατε να απαντήσετε;
Αυτή που παρέκαμψα με το στίχο του Τόμας.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ




Kάνω συχνά σύντομους απολογισμούς. Οι ιστορικές ώρες, όπως η σημερινή, βοηθούν σ' αυτό. Πόσους σημαντικούς άνδρες της πρόσφατης ιστορίας συνάντησα στον βίο μου; Βρέθηκα μια φορά δίπλα στον Κάστρο, επέτειο της αποβάσεώς του από το Μεξικό στην Κούβα, με το πλοιάριο «Γκράμνα». Στη Ρώμη με σύστησαν, σε ένα φεστιβάλ της Unita, στον Μπερλινγουέρ. Έχω πλησιάσει τον Τίτο τη δεκετία του 70, στο Βελιγράδι. Συνάντησα τον Σαντιάγκο Καρίγιο στην Αθήνα και στην Κούβα. Ήταν ομιλητής στο Λύκειο που μας φιλοξένησε και το βράδυ μίλησε στις αντιπροσωπείες της Ιταλίας, της Ελλάδας, και στο προσωπικό του ιδρύματος. Θυμάμαι τον μάγειρο, έναν γλυκύτατο Μπάρμπα Θωμά με λευκά μαλλιά, που τον πήρε ο ύπνος, δίπλα μου. Είδα τον Χάβελ στην Αθήνα και του είπα αμήχανος κάτι, για ένα βιβλίο του που δεν θυμόμουν. Όμως η πιο απρόβλεπτη συνάντηση που είχα με πολιτική προσωπικότητα, και μάλιστα στην αφετηρία της σταδιοδρομίας της, συνέβη στην Αθήνα.

Ένα πρωί μου τηλεφώνησαν από το γραφείο του Αλέκου Αλαβάνου. Με τον Αλέκο μας συνδέουν μνήμες εφηβικών καλοκαιριών στον τόπο καταγωγής μας, και συναναστροφή στην Αθήνα, στα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια. «Ο κύριος Αλαβάνος», μου είπε ο ιδιαίτερος, «θέλει να σας γνωρίσει τον υποψήφιο που θα προτείνουμε στις δημοτικές εκλογές. Θα είναι χρήσιμες οι προτάσεις σας». Πήγα στο κτίριο της Κουμουνδούρου, κυρίως για να δω τον Αλέκο μετά από πολλά χρόνια. Υπήρχαν διάφορα πρόσωπα απ' τα Γράμματα, ήμουν όμως ο μοναδικός που δεν είχε σχέση, που δεν ήξερε τίποτε και κανέναν από το κόμμα. Καθίσαμε κυκλικά. Ο κάθε προσκεκλημένος έλεγε τη γνώμη του για το πώς νομίζει ότι πρέπει να οργανωθεί η επικοινωνία του υποψήφιου. Ο Αλέκος (αριστερόχειρας και ταχυγράφος) κρατούσε σημειώσεις. Ακούστηκαν διάφορα. Κάποιος είπε να γεμίσει, στα Πετράλωνα, ένας μακρύς δρόμος με γλάστερες για δέκα μέρες και οι επισκέπτες να μαθαίνουν για τον υποψήφιο και το πρόγραμμα. Άλλος πρότεινε ένα C.D που θα μοιράζεται με την "Αυγή". Κάποιος τρίτος σκέφτηκε μια συναυλία του Σαββόπουλου. Απ' τη γωνία της αίθουσας πήρε τότε το λόγο ένας διστακτικός νεαρός που δεν είχε μιλήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. «'Οχι, συντρόφισσα, τον Σαββόπουλο!» «Γιατί;», τον ρώτησε εκείνη. «Να... τα τραγούδια του "είναι πολύ ζαχαρωμένα"». «Σύντροφε, του απάντησε η Ιωάννα Καρυστιάνη, μπορείς να καταλάβεις ότι εμείς είμαστε που χρειαζόμαστε τον Σαββόπουλο. Χάρη, μας κάνει». Ο νεαρός σιώπησε και δεν ξαναμίλησε μέχρι το τέλος της συνάντησης. Στράφηκα στον Κώστα Βούλγαρη, υπεύθυνο της "Αυγής". «Ποιο είναι το παιδί που δεν θέλει τον Σαββόπουλο;» ρώτησα. «Ο υποψήφιος», μου είπε. «Δεν στον γνώρισε ο Αλέκος πριν»; «Πώς λέγεται»; ρώτησα πάλι. Πρόφερε ένα δισύλλαβο όνομα. 

Στην έξοδο, καθυστέρησα λίγα λεπτά με τον Αλέκο. «Πώς σου φάνηκε», με ρώτησε για τον υποψήφιο του συνδυασμού, που ήταν μάλλον ένα προσωπικό του στοίχημα. «Δεν ξέρω», του είπα με κάθε ειλικρίνεια. «Δεν μίλησε, άλλωστε. Μόνο για το Σαββόπουλο είχε ενστάσεις». Οι εκλογές που ακολούθησαν πήγαν καλά για τον επιφυλακτικό νεαρό που πρωτοείδα και άκουσα (έστω και με μια φράση) στην Κουμουνδούρου. Η εξέλιξή του ήταν εντυπωσιακή και ραγδαία. Εκτόπισε την παλιά ηγεσία, στερέωσε το κόμμα χωρίς να αποφύγει τη διάσπαση, ανταγωνίστηκε τον Περισσό, αύξησε τα ποσοστά του, έδωσε προοπτική στο ανατρεπτικό πάθος μιας αριστερής κουλτούρας. Τώρα είναι ένας παράγων της δημοκρατίας μας. Δεν μονομαχεί με τον «ζαχαρωμένο» Σαββόπουλο. Είναι ο Ροβεσπιέρος της επαναστατικής φάρσας που παίζεται στη νεοελληνική σκηνή. Η φωνή του δίκιου απέναντι στο διεφθαρμένο μας σύστημα, τις τράπεζες και την πλουτοκρατία. Τις στιγμές που ζητά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παραιτηθεί, ή όταν διατυπώνει άποψη για την ευρωπαϊκή μοίρα (τρομάρα μας), είναι το υφολογικό αντίστοιχο κάποιων Αθηναίων του '60, που θυμάμαι να μας μιλούν στην επαρχία, με την άγνωστη εκείνη πρωτευουσιάνικη μαγκιά, κι ακόμα την αυτοπεποίθηση, το θράσος και το συνοικιακό τους ύφος. Μόνον στιλιστικά με σταματά στην τηλοψία η παρουσία αυτού του προσώπου. Για αυτήν την παλιά εικόνα που ανασύρει από το παρελθόν μου. Δεν υπάρχει κάποια ιδέα, ένας ψίθυρος από συνείδηση Ιστορίας, κάποιο εύστροφο σλόγκαν, έστω, που να παραπέμπει σε σκέψη και να με αφορά. 

Θυμάμαι πάντα την σύναξη της Κουμουνδούρου. Ακόμα δεν πιστεύω πως ήμουν παρών. Εκείνο το απόγευμα με παραπέμπει πλαγίως στους ηγέτες που περίμεναν, συχνά για χρόνια, άσημοι και ταπεινοί, ώσπου μια συγκυρία να τους κάνει οδηγούς στα λαϊκά πεπρωμένα! Τον Κρούτσεφ, για παράδειγμα, που έκανε την αρκούδα για να γελά μέχρι δακρύων ο Στάλιν και μετά τον διαδέχτηκε και τον γκρέμισε. Βλέπω δημοσκοπικά ευρήματα. Τι εύκολη, τι προβλέψιμη τέχνη, σκέπτομαι, τι προσκοπική κουλτούρα, η διαδικασία για την πειθώ του πλήθους. Όχι πως το αγνοώ. Την επομένη του Πολυτεχνείου μόλις δύο (2) φίλοι, μαζέψαψε από την Ομόνοια ως την Κυψέλη 3000 ανθρώπους και κάναμε μια τεράστια διαδήλωση. Εν τω άμα. Οι αυθεντίες, κάθε εκτοπίσματος και σοβαρότητας, κάτω από προϋποθέσεις, εγείρονται και συναντούν τις ανάγκες των οπαδών, την αντεστραμμένη θρησκευτικότητα που είναι το αμετάβλητο στο χρόνο ψυχολογικό τους γνώρισμα. Η απλούστερη λεία, όπως έλεγαν οι ψυχροί αγκιτάτορες: το κοινοτοπικό και το δυσειδαίμον μυαλό. Είναι κι αυτή η περίφημη φράση του ασήμαντου Κονδύλη, ότι αν γνώριζε καλύτερα τι τον περιβάλλει, θα είχε πρωταγωνιστήσει στην ελληνική πολιτική από λοχίας.


πίνακας: David Allen Terrill

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Το Δέντρο , no 185-186


ΑΠΟ ΤΟ ΕDITORIAL ΤΟΥ ΕΠΟΜΕΝΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ (Νο 185-186)

[...] Οι πρώτες του ειδικά ταινίες συνόδευσαν τους νεανικούς μας προβληματισμούς, σε μια εποχή κατά την οποία το όνειρο για μια συνολική υπέρβαση, μας έκανε να παραβλέπουμε τις ορατές κακοπάθειες και παθογένειες του γενέθλιου τόπου. Αναμφισβήτητα, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος (1935-2012) έβαλε τη σφραγίδα του στον κινηματογραφικό μοντερνισμό, δίνοντας άλλο στίγμα στην εγχώρια, και όχι μόνο, οπτικοακουστική έκφραση. Αντιμετώπισε στην Ελλάδα, όπως ήταν φυσικό, πολλές άδικες και μικρόψυχες εναντιώσεις στο έργο του, σε αντίθεση προς το εξωτερικό, όπου η υποδοχή του μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής του ήταν θριαμβευτική. Η περίοδος της δεκαετίας του ’70, ειδικά, θα παραμείνει υπόδειγμα σκηνοθετικών προτάσεων, δίπλα σε άλλες κορυφαίες χειρονομίες του παγκόσμιου σινεμά. Συγκρίθηκε με μεγάλες σκηνοθετικές προσωπικότητες, όσον αφορά την ιδιάζουσα ματιά του πάνω στην κίνηση της Ιστορίας και της συλλογικής περιπέτειας. Από τις σελίδες του «Δ» δεν είμαστε πάντα καταφατικοί απέναντι στις ύστερες ταινίες του, οι οποίες επικεντρώθηκαν ποιητικά στο ατομικό και κοινωνικό αδιέξοδο. Αυτές οι παραγωγές δεν κινήθηκαν, στο σύνολό τους, σε παρόμοια εκφραστικά επίπεδα με τις εισαγωγικές του χειρονομίες. Παρόλα αυτά, στη συνείδησή μας παρέμενε, ασφαλώς, ως μια μεγάλη προσωπικότητα του κινηματογράφου.

Από τη δεκαετία του ’80 φιλοξενούσαμε συχνά συνεντεύξεις του ή άρθρα για τα φιλμ του. Είχε γράψει, λίγο καιρό πριν, ένα κείμενο για το αφιέρωμα του «Δ» στην Ανάγνωση, ενώ διάβασε ποίηση του Σεφέρη, σχετικά πρόσφατα, σε ένα DVD, που κυκλοφόρησε με το τιμητικό μας τεύχος για τα 40 χρόνια από το θάνατο του νομπελίστα ποιητή. Συγγραφέας και ο ίδιος, ενδιαφερόταν για τη λογοτεχνία και παρευρισκόταν σε εκδηλώσεις για βιβλία των συντελεστών του «Δ».


Λίγες μέρες πριν από το θάνατό του ετοίμαζε ένα κείμενο για το αφιέρωμα του περιοδικού μας στη Βιβλιοθήκη. Την Παρασκευή (20-1-12) στο γραφείο του στη Σολωμού, αν και πρωί, μας μιλούσε μισοφωτισμένος πίσω από τη λάμπα του τραπεζιού, κάνοντας την τελευταία συμβολική, ιδιωτική του σκηνοθεσία... Αναφερόταν στα προβλήματα που του δημιουργούσαν οι κληρονόμοι του Μπρεχτ στη νέα του ταινία. Μπροστά του ήταν ανοιχτό κάποιο κινηματογραφικό, περιοδικό. Είχαμε δει τα Χριστούγεννα στο Λονδίνο, τα καλλιτεχνικά πρωτεία που είχε κατακτήσει στην Αγγλία το DVD με τη συλλογή ταινιών του της δεκαετίας του ’70 και, όπως πάντα μετρημένος, αντιμετώπισε το γεγονός με συγκρατημένη χαρά.

Ο μικρόσωμος και ισχνός αυτός άνθρωπος με τη φοβερή ενέργεια άφησε πίσω του ένα σημαντικό και εν πολλοίς αστάθμητο έργο, το οποίο, παρά τις όποιες ανισότητές του, δεν προορίζεται για το μουσείο.