Σαν σήμερα, πρωί Παρασκευής, απ’ το τρανζίστορ που είχα πάντα στο
μαξιλάρι μου, άκουσα μισοκοιμισμένος κάτι που σε λίγο κατάλαβα ότι αφορά
την άρση ορισμένων άρθρων του Συντάγματος. Θεώρησα ότι κάποιος μιλά για
τη δικτατορία του Μεταξά, αλλά σε λίγα λεπτά ήξερα ότι πληροφορούμαι
μια τρέχουσα εξέλιξη. Απ’ το απέναντι μπαλκόνι, τρία μέτρα απ’ το δικό
μου (ένας δρομίσκος παράλληλος της Πατησίων) βγήκε με τη ρομπα του ο
κύριος Ανδρέας, ηλικιωμένος ομοφυλόφιλος που
ζούσε με την αδελφή του. Με παρακάλεσε να πάω για προμήθεια ψωμιού.
«Μπορεί να μείνουμε μέρες στα σπίτια μας», είπε ανήσυχος. «Αν
απαγορευθεί η κυκλοφορία τι θα κάνουμε;».
Ήμουν υποψήφιος φοιτητής. Έφυγα περπατώντας μέχρι το κέντρο. Για
πληροφορίες, όχι για ψωμί. Ανεβήκαμε στα γραφεία της Ενώσεως Κέντρου,
γωνία Ακαδημίας και Ομήρου. «Τίποτε», μας είπε κάποιος με γυαλιά, που
είχαν όπως όλα τότε, κοκάλινο σκελετό. «Έκανε κίνημα το Ναυτικό, αλλά
είναι ζήτημα ημερών. Να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας». Στην οδό Αμερικής
ορισμένοι βεβαίωναν ότι είναι μια κίνηση του στρατού, που όμως δεν την
εγκρίνει ο Κωνσταντίνος. Με πλησίασε ένας ηλικιωμένος. Με ύφος ανθρώπου
που γνωρίζει τα πάντα μού είπε. «Τους έπιασαν στον ύπνο!». Στη στοά της
Όπερα (Ακαδημίας), όπου βρίσκονταν οι εκδόσεις Θεμέλιο, έχω την αβέβαιη
εντύπωση ότι υπήρχε μια ομάδα στρατιωτών. Πριν λίγους μήνες, μόλις
πολιτογραφημένος Αθηναίος, είχα παρακολουθήσει εκεί, αργά το απόγευμα,
την παρουσίαση του "Ζ". Για ώρα έβλεπα με δέος την εκδήλωση από την
είσοδο της στοάς. Ο Βασιλικός, με ένα καφέ δερμάτινο σακάκι και τη Μιμή
δίπλα του, υπέγραφε το βιβλίο και οι αγοραστές περνούσαν για μιαν
αφιέρωση.
Μάταια ζητώ λεπτομέρειες για τα χαρακτηριστικά της ημέρας. Πώς ήταν ο καιρός, αν κυκλοφορούσαν λεωφορεία, πότε εξαφανίστηκαν απ’ τους δρόμους τα τανκς, ή ακόμα, τι ακουγόταν στο ραδιόφωνο όταν επέστρεψα στο σπίτι. Δεν ξέρω το λόγο, αλλά οι εγγραφές που άντεξαν είναι επιλεκτικές. Με την ανεξιχνίαστη συμπεριφορά της μνήμης, ορισμένες εικόνες πάνε στο περιθώριο ή μένουν ακατάγραπτες, ενώ άλλες συντηρούνται (όπως ορισμένα κτίρια μετά από σφοδρό βομβαρδισμό). Δεν υπάρχει τάξη στο ημερολόγιο. Η αξία της μαρτυρίας είναι σχετική. Ό,τι κι αν έχει συμβεί μιλά αποσπασματικά. Είναι ανάκληση ενός κόσμου, τον οποίο παρατηρούμε σήμερα με το βλέμμα ενός άλλου. Μάταια θα προσπαθούσε να ταυτιστεί αυτό που θυμόμαστε με την συγκυρία στην οποία ανήκει.
Επέζησαν μόνο οι διάχυτες διαθέσεις, το ύφος, τα γενικά περιγράμματα, ένα μεγάλο, γενικό πλάνο της εποχής. Το καταλαβαίνουμε καλύτερα βλέποντας παλιές φωτογραφίες ταξιδιών μας. Τα περισσότερα στοιχεία δεν τα θυμόμαστε. Χωρίς αυτές δεν ξέρουμε πως ήταν το τράμ που περνούσε, το ζευγάρι των Ιαπώνων που έτρωγε δίπλα μας, η είσοδος ενός ναού. Είμαστε μάρτυρες της ιστορίας μας που αγνοούν ένα μεγάλο μέρος της: το συγκεκριμένο.
Μάταια ζητώ λεπτομέρειες για τα χαρακτηριστικά της ημέρας. Πώς ήταν ο καιρός, αν κυκλοφορούσαν λεωφορεία, πότε εξαφανίστηκαν απ’ τους δρόμους τα τανκς, ή ακόμα, τι ακουγόταν στο ραδιόφωνο όταν επέστρεψα στο σπίτι. Δεν ξέρω το λόγο, αλλά οι εγγραφές που άντεξαν είναι επιλεκτικές. Με την ανεξιχνίαστη συμπεριφορά της μνήμης, ορισμένες εικόνες πάνε στο περιθώριο ή μένουν ακατάγραπτες, ενώ άλλες συντηρούνται (όπως ορισμένα κτίρια μετά από σφοδρό βομβαρδισμό). Δεν υπάρχει τάξη στο ημερολόγιο. Η αξία της μαρτυρίας είναι σχετική. Ό,τι κι αν έχει συμβεί μιλά αποσπασματικά. Είναι ανάκληση ενός κόσμου, τον οποίο παρατηρούμε σήμερα με το βλέμμα ενός άλλου. Μάταια θα προσπαθούσε να ταυτιστεί αυτό που θυμόμαστε με την συγκυρία στην οποία ανήκει.
Επέζησαν μόνο οι διάχυτες διαθέσεις, το ύφος, τα γενικά περιγράμματα, ένα μεγάλο, γενικό πλάνο της εποχής. Το καταλαβαίνουμε καλύτερα βλέποντας παλιές φωτογραφίες ταξιδιών μας. Τα περισσότερα στοιχεία δεν τα θυμόμαστε. Χωρίς αυτές δεν ξέρουμε πως ήταν το τράμ που περνούσε, το ζευγάρι των Ιαπώνων που έτρωγε δίπλα μας, η είσοδος ενός ναού. Είμαστε μάρτυρες της ιστορίας μας που αγνοούν ένα μεγάλο μέρος της: το συγκεκριμένο.