Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Κώστας Μαυρουδής, Με εισιτήριο επιστροφής

Κώστας Μαυρουδής, Με εισιτήριο επιστροφής, β΄έκδοση αναθεωρημένη, Πλέθρον 1999, σελ. 110.






Σημειώσεις χαρακτηρίζει τα κείμενα αυτού του βιβλίου, που εκδόθηκε στην πρώτη του έκδοση από την Εστία το 1983, ο Κώστας Μαυρουδής. Πολύ μετριόφρων χαρακτηρισμός, που συνειρμικά ανακαλεί τις πανεπιστημιακές σημειώσεις των φοιτητικών μας χρόνων, και που σημαίνει, σύμφωνα με τον ορισμό του Λεξικού Φυτράκη που το έχω πρόχειρο σε ηλεκτρονική μορφή, «σύντομη καταγραφή γεγονότων ή πληροφοριών». Αυτό τον ταπεινό ορισμό τον αναδεικνύει ο Μαυρουδής με τις «σημειώσεις» του, που μπορεί να είναι σύντομες, όμως δεν είναι απλές καταγραφές. Το γεγονός ή η πληροφορία αναδεικνύεται, συγκρίνεται, γενικεύεται, οδηγεί τον συγγραφέα σε συλλογισμούς.

Οι σημειώσεις, που σε μεταγενέστερα βιβλία του Μαυρουδή όπως «Η ζωή με εχθρούς» γίνονται σύντομες σαν αφορισμοί, ή μάλλον αληθινοί αφορισμοί, αποτελούν μια υφολογική πρωτοτυπία τόσο σπάνια, που αναδεικνύεται σε ειδολογική. Δεν έχω υπόψη μου άλλο συγγραφέα που να γράφει κάτι ανάλογο ή παρόμοιο.

Έχουμε παρουσιάσει όλα τα βιβλία του Μαυρουδή μετά από αυτή τη δεύτερη έκδοση του «Εισιτηρίου επιστροφής» (το βιβλίο το βρήκαμε και το αγοράσαμε στο παζάρι της Κλαυθώνος), που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως terminus post quem, μετά από το οποίο με τον Κώστα μας συνδέει μια φιλία, και περιλαμβάνομαι στον κύκλο των φίλων του στους οποίους χαρίζει κάθε καινούριο του βιβλίο. Τα έχω παρουσιάσει όλα, και φοβάμαι ότι θα επαναλάβω πράγματα που έχω ήδη πει, πράγμα που μου συμβαίνει με κάθε καινούριο βιβλίο φίλου που παρουσιάζω. Και ενώ σε αυτούς κάποιες αλλαγές στο ύφος μπορούν να θεωρηθούν ως αποτέλεσμα επιλογής, το ύφος του Μαυρουδή δεν μπορεί να αλλάξει, γιατί απορρέει άμεσα από τον χαρακτήρα του. Και ο χαρακτήρας του Μαυρουδή είναι ο χαρακτήρας του εστέτ, ενός εστέτ με την καλή έννοια μια και ο όρος έχει φορτισθεί στην πορεία του και με αρνητικές συνδηλώσεις, ενός εστέτ που μπορεί να βρίσκει την ομορφιά και το ξεχωριστό σε πράγματα που για τον πολύ κόσμο θα περνούσαν απαρατήρητα, και να τα αναδεικνύει στην ιδιαιτερότητά τους με την ποιητικότητα της γραφής του-ας μην ξεχνάμε ότι ο Μαυρουδής στη λογοτεχνία εμφανίζεται ως ποιητής. Αυτό λοιπόν που σκέφτομαι να κάνω είναι να προβώ σε μια κατηγοριοποίηση των σημειώσεων, μια καταλογράφησή τους, που ισχύει και για τα επόμενα έργα του.

Α. Σχολιασμός πάνω σε μια απουσία.

«Από μικρός αναρωτιόμουν γιατί στον κινηματογράφο ή στα μυθιστορήματα, τα πρόσωπα ποτέ δεν εμφανίζονταν κατά την πιο ιδιωτική στιγμή τους, στην τουαλέτα» (σελ. 15).

Θα απαντήσω, σχολιάζοντας τη σημείωσή του: Γιατί το επεισόδιο ενός ήρωα στην τουαλέτα σπάνια είναι πυρηνικό, κατά την Ρολάν Μπαρτ ορολογία, δηλαδή σπάνια πυροδοτεί τη δράση. Όταν την πυροδοτεί, τότε εμφανίζεται. Δέστε την πανέμορφη Κάθριν Χάιγκλ στην τουαλέτα στο the killers (μην το χάσετε, παίζεται ακόμη στα village cinemas στο Mall). Δίπλα καραδοκεί ο δολοφόνος.

Γιατί άραγε η τουαλέτα να είναι ταμπού; Ας γράψουμε λοιπόν για την τουαλέτα, και για έναν ακόμη λόγο, για τη σύμπτωση, ή για την τηλεπάθεια. Προχθές το βράδυ, πριν κοιμηθώ, άρχισα να διαβάζω το «Με εισιτήριο επιστροφής». Την επομένη με πήρε ο Κώστας τηλέφωνο. Δεν το σήκωσα. Ήμουν στην τουαλέτα. Μετά, είδα την αναγνώριση. Τον πήρα τηλέφωνο, μιλούσε. Τον ξαναπήρα, είχε φύγει. Τον πήρα και σήμερα να κάνω διάλειμμα από αυτή την βιβλιοκριτική, δεν ήταν σπίτι. Θα αναρτήσω αυτή τη βιβλιοκριτική στο blog μου μετά τις 12 το βράδυ (είπαμε, μια την ημέρα), και θα του κάνω copy στον τοίχο του στο facebook το link. (Τελικά το αναρτώ από την Κρήτη, κάθε φορά πριν την αναχώρηση υπάρχουν ένα σωρό εκκρεμότητες).

Β. Ο χρόνος

Βα. Η μνήμη

«Ένα εισιτήριο επιστροφής, δύο ατόμων, από την Τήνο με το Λητώ, επιμελώς φυλαγμένο. 1966;

Πώς να θυμηθώ ποιος ήταν ο δεύτερος; Κι όμως, αυτό προσπάθησα να διασώσω, με τη σημασία που φαίνεται να είχε» (σελ. 23).

Ξαναδιαβάζοντας τις βιβλιοκριτικές που έγραψα, βρίσκω στη «Στενογραφία» το παρακάτω:

«Και ποια είναι η μεγαλύτερη πυκνότητα; Η λέξη που τίθεται για να λειτουργήσει με τους συνειρμούς της. «Ο Τιτανικός» (σελ. 144). Αυτό και μόνο. Ένας συνειρμός, ανοίκειος, που δημιουργείται σε μένα είναι η βιασμένη παρθένα που στη συνέχεια εκτελεί ο βιαστής της».

Ο συνειρμός έχει χαθεί. Δεν θυμάμαι ποια τίποτα για τη βιασμένη παρθένα και το βιαστή της. Όπως ο Κώστας που δεν μπορεί να θυμηθεί ποιος ήταν ο δεύτερος στο εισιτήριο επιστροφής δύο ατόμων.

Ββ. Ο πραγματικός και ο φιλμικός (θεατρικός, μυθιστορηματικός κ.λπ. χρόνος).

«Τότε εμφανίζεται το μικρό ερπετό (μια σαύρα προφανώς), που έχοντας βγει από τα φυτά, στη βάση της οθόνης, τρέχει κάθετα πάνω στο πανί, εκεί ακριβώς όπου βρίσκονται τα όρια του δρόμου της ταινίας. Για κάποιες στιγμές, αυτή η «διασταύρωση» του φιλμικού και του πραγματικού κόσμου υπονομεύει την ανεξαρτησία του πρώτου, καταργώντας την αφοσίωση και τη μέθεξη του θεατή, που θα υπάρξουν και πάλι, όταν το ερπετό αποσυρθεί ή πέσει και η κινηματογραφική εικόνα συνεχίσει, ανενόχλητη από εξωτερικές παρεμβολές, την εξέλιξή της» (σελ. 30).

Σε ένα βίντεο που μου έδωσε μαθητής μου σε μια μαθητική παράσταση του «Ορέστη» όπου ο ίδιος έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, είδα ξαφνικά ένα σκυλί να διασχίζει αγέρωχο τη σκηνή, που δεν ήταν άλλη από το προαύλιο του Βαρβακείου. Ο πραγματικός χρόνος υπονομεύει πάντα, δυνητικά, τον «αφηγηματικό» χρόνο. Τα σκυλιά από τις απέναντι πολυκατοικίες δυστυχώς υπονομεύουν περισσότερο τον ύπνο μου από το μυθιστορηματικό χρόνο ενός μυθιστορήματος που διαβάζω.

Βγ. Η ανάκληση του παρωχημένου χρόνου.

«Βγάλαμε το χαλί του μεγάλου δωματίου. Κάτω απ’ τη βιβλιοθήκη ένας παλιός σπόρος καρπουζιού μας αιφνιδιάζει, συνοψίζοντας κάποιο άγνωστο περασμένο καλοκαίρι» (σελ. 40)

Γ. Το γεγονός

Γα. Το ξεχωριστό, «ανοίκειο» γεγονός:

«Μια σκηνή. Ο μικρός πολεμιστής στην αίθουσα του σινεμά, πηδώντας τα καθίσματα, ανεβαίνει στην οθόνη την ώρα που φαίνεται η κυρία να κάνει μπάνιο. Προσπαθεί να την αγγίξει στα πόδια, στα μαλλιά, να πιάσει το νερό. Ρίχνει το πανί της οθόνης. Η προβολή συνεχίζεται στον τοίχο» (σελ. 24)

Και μια ανοίκεια σκηνή, από τις δικές μου αναμνήσεις. Βρισκόμαστε στο θερινό Σινέ Αστέρια στο χωριό μου, Κάτω Χωριό Ιεράπετρας, λίγο πριν τη χούντα. Είναι διάλειμμα. Ο μικρός της παρέας, ο Νικολής, έχει αποκοιμηθεί. Κάποιος από μας σκύβει και του ψιθυρίζει στο αυτί. «Νικολή, κατούρα να πας για ύπνο». Αυτός ξεκουμπώνεται, σαν υπνωτισμένος, όπως καθόταν στο κάθισμα, βγάζει έξω το πουλί του και κατουράει. Γελάγαμε πνιχτά, για να μην τον ξυπνήσουμε και χάσουμε το θέαμα.

Και ένα ακόμη, από το βιβλίο του Μαυρουδή.

«Κινηματογράφος Μπροντγουέη. Πώς κατάφερε αυτό το ασήμαντο κορίτσι που καθόταν μπροστά μου, παρά την τεράστια μυωπία του, με μόνο μιαν αυθόρμητη, ασαφή κίνηση του χεριού στη μύτη του, να γίνει, ξαφνικά, και έξω από κάθε δυνατότητα ερμηνείας, θηλυκό;» (σελ. 33).

Γβ. Το ξεχωριστό, χιουμοριστικό γεγονός:

«‘Αυτό δεν είναι τίποτα. Πού να ’βλεπες το άλλο…’ (Μιλούσαν δυο τυφλοί μικροπωλητές στην πλατεία Κοτζιά» (σελ. 67).

Γγ. Η ξεχωριστή, «ανοίκεια» εικόνα:

«Στο δρόμο. Η πενηντάρα κυρία, με μαντήλι πράσινο, δεμένο στο κεφάλι, και κοντινό φόντο ακριβώς πίσω της (μεγάλα πράσινα γράμματα) το «ΖΕΙ» του τοίχου, σε μια τυχαία και έξοχη χρωματική συμφωνία (σελ. 36).

Δ. Σύγκριση

«Στη μνήμη, και η γνωστότερη, η πιο οικεία περιοχή, φαίνεται να γίνεται αφαίρεση, ύπαρξη δυνητική, μέσα απ’ την ταρίχευσή της. Ένα τέτοιο τοπίο μνήμης δε διαφέρει απ’ το αποτέλεσμα που παράγει η εικόνα του έργου Τέχνης» (σελ. 29).

Η Τέχνη και η πραγματικότητα συμφύρονται κάποτε στη μνήμη όταν βλέπεις την πραγματικότητα με τα μάτια της τέχνης. Μαθητής, χειμώνα, στην Ιεράπετρα, στην εκδρομή στον άγιο Ανδρέα, έβλεπα το κίτρινο άνθος από τα ξινίδια (δεν ξέρω τη λέξη στα νέα ελληνικά, μόνο στα κρητικά) και το τοπίο μπροστά μου γινόταν πίνακας του Βαν Γκονγκ.

Ένα ακόμη:

«Υπήρχαμε όλοι και κινούμασταν σ’ εκείνον τον αφόρητο καύσωνα. Ήταν σαν να αναπτύσσονταν κάποιοι περίεργοι δεσμοί μεταξύ μας… Όπως πλησιάζονται εκείνοι που βαδίζουν κάτω απ’ το ίδιο λάβαρο, στις διαδηλώσεις» (σελ. 57).

Δ. Ο αφοριστής ψαρεύει αφορισμούς.

«‘Η κυρία και ο Ναύτης’ της Λ. Βερτμύλλερ, στο Αχιλλεύς. Απ’ όλη την ταινία κρατώ μια φράση: ‘Όσοι άλλαξαν τον κόσμο είχαν υπηρετικό προσωπικό» (σελ. 34).

Χθες βράδυ είδα το «Μουσταφά», το πολυσυζητημένο στην Τουρκία ντοκιμαντέρ για τον Κεμάλ Ατατούρκ (ο οποίος, σημειωτέον, άλλαξε την Τουρκία, και φυσικά είχε υπηρετικό προσωπικό). Από όλη την ταινία κρατώ κι εγώ μια φράση του Ατατούρκ: «Κουμαντάρισα πολλούς στρατούς, αλλά τις γυναίκες δεν κατάφερα να τις κουμαντάρω». Το είπε όταν χώρισε τη γυναίκα του, σε ένα γάμο που κράτησε μόλις τρία χρόνια.

Ε. Η φαντασία καλπάζει.

«Κάπου στη συζήτηση ακούγεται η λέξη ‘πλειστάκις’. Αλήθεια, πώς θα φανταζόσουν τον ‘πλειστάκις’- τη ρωτώ-αν ήταν άνδρας; Δεν θα ’ταν ένας μακρύς, αδύνατος, ίσως και με ψιλό λαϊκό μουστακάκι;» (σελ. 37).

Εγώ δεν αναρωτήθηκα ποτέ, αλλά, μια και το έφερε η κουβέντα, εγώ τον φαντάζομαι με κρητική βράκα και κεφαλομάντηλο, να παίζει λύρα (βιολεντσέλο με τίποτα). Είναι ο Πλειστάκης, το κης με ήτα, όπως Δερμιτζάκης.

ΣΤ. Η ανάδειξη ποιητικά του καθημερινού γεγονότος.

«4 μ.μ, 12 Ιουλίου. Το τεράστιο φορτηγό πέρασε αργά στην άπνοια της παραλίας, φορτωμένο με άχυρο. Κίτρινα δεμάτια φτιαγμένα από κάποια μηχανή, που κατάφερε να παραλλάξει το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά αυτού του υλικού, μεταβάλλοντας την ανάλαφρη απειθαρχία του σε σφιχτούς ορθογώνιους όγκους» (σελ. 39).

Ζ. Σκέψεις και συλλογισμοί.

«Ηλίθιοι, περνούν καθημερινά μπροστά από χίλια μήλα που πέφτουν, χωρίς να υποψιάζονται τίποτε για τη βαρύτητα» (σελ. 44).

Ούτε και αυτοί που κάνουν καθημερινά μπάνιο (όχι ντουζ) στις μπανιέρες τους υποψιάζονται για την άνωση.

Η. Η ανάδειξη της λεπτομέρειας

«Φωτογραφία στο Paris-Match. Είναι εκτέλεση στην Τεχεράνη. Το σώμα έχει γείρει στον πάσαλο. Αστράφτει το ρολόι του εκτελεσμένου, απ’ το φλας» (σελ. 48).

Αυτές πια οι εκτελέσεις στην Τεχεράνη! Δεν προλαβαίνω να υπογράφω για καταδικασμένους σε θάνατο, και, το πιο φρικιαστικό, για γυναίκες καταδικασμένες σε θάνατο με λιθοβολισμό. Ο μεσαίωνας εκεί καλά κρατεί.

Το βιβλίο κλείνει με μια αυτόνομη ενότητα «Σημειώσεις για το χιόνι», όπου ο Μαυρουδής αναφέρεται σε αναμνήσεις του που σχετίζονται με το χιόνι αλλά και σε αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων όπου γίνεται λόγος για το χιόνι ή σε κινηματογραφικά πλάνα όπου εμφανίζεται το χιόνι. Στο πρώτο κείμενο, παραθέτοντας ένα απόσπασμα από τη «Συναισθηματική αγωγή» του Φλωμπέρ, σχολιάζοντάς το δίνει και το στίγμα της αισθητικής του, μιας μινιμαλιστικής αισθητικής που βλέπει με θαυμασμό, σαν με τα μάτια ενός μικρού παιδιού, το μικρό, το καθημερινό, το ασήμαντο.

«Η αναφορά όμως του χιονισμένου κουβά της αυλής – παρέκβαση στη διήγηση κι ασήμαντη λεπτομέρεια στην εξέλιξη της σκηνής – κέρδισε τη σημασία της. Δεν είναι σκηνική λεπτομέρεια. Είναι η αυτονομημένη σημασία του μικρού, που καλεί τον αναγνώριση της απόλυτης-με τα υπόλοιπα στοιχεία-ισοτιμίας του» (σελ. 85).

Θα σταματήσουμε εδώ, σε αυτό το απόσπασμα, που συνοψίζει την αισθητική του εστέτ Κώστα Μαυρουδή, για να μείνει σαν τελευταία εντύπωση στον αναγνώστη.


Μπάμπης Δερμιτζάκης

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

_


Στο εστιατόριο του νέου μουσείου τρως και φεύγεις χωρίς να ξέρεις, στο τέλος, απο που ενσταλάχτηκε η γαλήνη που σε διατρέχει. Αν ήταν, σκέπτεσαι, απ'τον απέναντι βράχο, θα ένοιωθες το ίδιο και αλλού. Καταλαβαίνεις, το απλό. Οι αλλοδαποί γύρω σου ψιθυρίζουν (ή σιωπούν) ήρεμοι, νηφάλιοι, συμφιλιωμένοι με το χώρο και τον εαυτό τους. Έχει αποκλειστεί το αυτόχθον. Σωπαίνει η εικόνα του. Βρίσκεσαι σε μια ξένη χώρα.


Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ

-

[Έξι σύντομες αφηγήσεις]
Τα κέιμενα αυτά του Κώστα Μαυρουδή θα δημοσιευτούν στο Βήμα Ιδεών τον Αύγουστο

1. Έχουν περάσει δεκαετίες αφότου είδα το ντοκιμαντέρ του Βέρνερ Χέρτζοκ «Στη χώρα της σιωπής και του σκότους». Οι τρόφιμοι ενός ιδρύματος τυφλών και κωφαλάλων πετούσαν πάνω απ’ τις Άλπεις. Ένας συνοδός τούς περιέγραφε την εικόνα του βουνού με το τυφλό αλφάβητο (σημεία-αγγίγματα στην παλάμη). Ο καθένας μετέδιδε το τοπίο στο διπλανό του, με τον ίδιο τρόπο. Το θυμήθηκα ένα πολύ ζεστό μεσημέρι στο κέντρο του Ρίμινι, στο στενό δρόμο που οδηγεί από την πλατεία των Τριών Μαρτύρων στην Αψίδα του Αυγούστου. Δέκα νέοι, τυφλοί και των δύο φύλων, περπατούσαν πίσω μου. Πιθανόν ήταν εκπαιδευτικός περίπατος, γιατί άκουσα να ζητούν από κάποιον να αγγίξει το πρώτο πράγμα που θα εύρισκε μπροστά του και να το περιγράψει στους άλλους. Εκείνος σταμάτησε μπροστά σε ένα κυρτό, με πλούσια διακόσμηση, κιγκλίδωμα παραθύρου. Άρχισε να μιλά για τα σχήματα που άγγιζε. Είχε συναντήσει κι άλλη φορά, είπε, τόσο κομψά μοτίβα. Από την παρέα του διπλανού καφενείου είδα έναν σκύλο που αποσπάστηκε και τον πλησίασε, ενώ ακόμα εκείνος ψηλαφούσε. Άρχισε να μυρίζει τα παπούτσια και το παντελόνι του. Ο τυφλός, σκύβοντας λίγο, τον χάιδεψε από το κεφάλι μέχρι την ουρά, που κουνιόταν φιλικά. «Ένα κανελί Λαμπραντόρ», δήλωσε με βεβαιότητα. Δεν απευθυνόταν τόσο στους άλλους όσο στην αδιακρισία τού κατασκόπου, που είχε μείνει άναυδος μ’ αυτό που άκουσε. «Πώς σου φαίνεται, περίεργε», σαν να του έλεγε, «που το άτυπο μάτι τής αφής έχει την ίδια βεβαιότητα με την όρασή σου»;


2. Εκλογές του 1953. Τότε που ηττήθηκε η συμμαχία του Κέντρου και ήρθε στην εξουσία με τεράστια πλειοψηφία εδρών ο Αλέξανδρος Παπάγος. Άκουγα προσεκτικά για μια προεκλογική συγκέντρωση του Πλαστήρα. Oύτε ένας ακροατής, μου έλεγαν, δεν απασχολούσε τα χέρια του με κομπολόι. Κυρίως, όμως, πουθενά στο κέντρο ή τις παρυφές της πλατείας, δεν εμφανίστηκε (ήταν αδιανόητο να κινηθεί μέσα στο πυκνό, συμπαγές πλήθος) έστω και ένας αδέσποτος σκύλος, παρουσία ανυπερθέτως ανιχνεύσιμη στα πολυπρόσωπα δημόσια γεγονότα. Η παρατήρηση είναι καίρια. Ακόμα και στις εικόνες του 1919 (με την ενθουσιώδη υποδοχή του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη), αλλά και στις κινηματογραφημένες οδομαχίες το Δεκέμβριο του 1944, εντοπίζεται οπωσδήποτε η διέλευση ενός αδέσποτου σκύλου. Το ίδιο και στην καταγραμμένη μαρτυρία με τη γρήγορη κίνηση (όταν ο ελληνικός στρατός εισέρχεται το 1913 στα Ιωάννινα, ή όταν ο Χασάν Ταξίν Αγάς παραδίδει στον βασιλέα Κωνσταντίνο τη Θεσσαλονίκη). Κάποτε το περιπλανώμενο ζώο ακολουθεί ή διασχίζει το πλήθος. Άλλοτε εμβολίζει καθέτως μια φάλαγγα κουρασμένων στρατιωτών που παρελαύνουν στη μόλις κατακτημένη πόλη και, όχι σπάνια, βρίσκεται καθισμένο στο πρώτο πλάνο, κοιτάζοντας μετωπικά το φακό. Σ’ αυτή τη στάση, το 1927 στο Παρίσι, φωτογραφήθηκε ένας περαστικός σκύλος στα πόδια τού θρυλικού αεροπόρου Τσαρλς Λίντμπεργκ, που μιλούσε στους δημοσιογράφους μπροστά στο ξενοδοχείο του. Με τον ίδιο περίπου τρόπο κοιτάζει ο σκύλος στον πίνακα Κηδεία στην Ορνάν, του Γκιστάβ Κουρμπέ. Σαν υπαινιγμός, δηλαδή, της απόλυτης αμεριμνησίας που δείχνει η μη σκεπτόμενη φύση για τα ανθρώπινα.


3. Ζώντας χωρίς διακοπή στην Αθήνα, συνάντησα τα ίδια πρόσωπα με διαφορετικό ρόλο, διαφορετική ηλικία, και βέβαια σε άλλα συμφραζόμενα. Τον αστυνομικό που είδα νέο το 1972 (είχε συλλάβει στον κήπο τού Μουσείου ένα φίλο από την Πάντειο), τον αναγνώρισα τη δεκαετία του ’80, σε ένα Τμήμα της Κηφισιάς. Δέκα χρόνια αργότερα, με ακριβά ρούχα, τον είδα δύο φορές ως πελάτη στον ημιώροφο ενός κεντρικού ξενοδοχείου. Συμπέρανα ότι δούλευε πια για τις Πληροφορίες. Το 1990 διασταυρώθηκα μαζί του στις παρυφές μιας προεκλογικής συγκεντρώσεως. Κρατούσε, μάλιστα, την κομματική σημαιούλα με το δαυλό. Δεν δυσκολεύτηκα να τον γνωρίσω ούτε και την επόμενη δεκαετία, μολονότι μια πάρεση του είχε παραμορφώσει κωμικά το στόμα και την έκφραση. Ήταν λίγο πριν τους Ολυμπιακούς του 2004, στην είσοδο του Βασιλικού Κήπου. Προσπαθούσε, κρατώντας μια σακούλα με τροφές, να πλησιάσει τρεις αδέσποτους σκύλους. «Δηλητηριάζει σκύλους», σκέφτηκα αμέσως, καθώς είχα ακούσει για ένα σχέδιο απαλλαγής της Αθήνας από τα αδέσποτα. Πλησίασα για να βεβαιώσω την υποψία. Να δω (και τι θα έκανα άραγε σ’ αυτή την περίπτωση;) αν οι σκύλοι θα εμφάνιζαν τα συμπτώματα του μαρτυρίου: αφρό από το στόμα, σπασμούς πόνου, στάσεις σαν εκείνες που έχουν στα εκμαγεία της Πομπηίας. Έφαγαν με βουλιμία, τον κοίταξαν για λίγο στα μάτια και χάθηκαν στον κήπο. Ήμουν, λοιπόν, μάρτυρας του σατανικού σχεδίου για την εκκαθάριση της ολυμπιακής πόλης ή συνέβαινε κάτι αλτρουιστικό και ανακόλουθο με την ιστορία ενός προσώπου διχασμένου; Αν ίσχυε το πρώτο, γιατί ο δράστης έδειξε τόση τρυφερότητα μεταγγίζοντας την τροφή; Αν πάλι τα ζώα τον γνώριζαν, για ποιο λόγο έμειναν επιφυλακτικά όταν τα πλησίασε; Αλίμονο, ούτε εκείνη τη στιγμή ούτε και τώρα έχω διευκρινίσει αν ήταν ένα υπηρεσιακό ανοσιούργημα ή μια ζωόφιλη αφοσίωση που κατεδάφιζε την παλιά εικόνα. Και επειδή βλέπουμε μόνον αν δίνουμε νόημα σε ό,τι συμβαίνει, «Τι είχε γίνει με τους σκύλους;», ρωτώ ακόμα το παλιό γεγονός που μίλησε με αποσιωπήσεις, όπως κάνει συχνά και η λογοτεχνία όταν παίζει με τη σχετικότητα και το αδιάγνωστο της αλήθειας.


4. Κάτι με είχε χαροποιήσει και δεν ήθελα να περάσω σιωπηλός από το μικρό πάρκο. Χωρίς να καθίσω στο παγκάκι, άρχισα προσχηματικά μια συζήτηση με τους δύο ηλικιωμένους άνδρες που ήταν εκεί. Ο ένας κρατούσε τον Ερμή, υπέργηρο Γκριφόν, και ο άλλος ένα λευκό Κανίς. «Μάλλον δεν θα βρέξει», δήλωσα σταματώντας μπροστά τους. Εκείνος που κρατούσε τον Ερμή με κοίταξε επιφυλακτικός και με κάποια καθυστέρηση μου είπε ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση, άκουγε πάντοτε από την προηγούμενη τον καιρό. «Τη δεκαετία του ’50, στην Πάτρα», παρενέβη ο κύριος με το Κανίς, «ξέραμε πως ο γκρίζος ουρανός, που άρχιζε από το βόρειο Ιόνιο και έφτανε μέχρι την Κυλλήνη, σήμαινε τουλάχιστον τριήμερη βροχόπτωση». Αποφάσισα να μετατοπίσω τη συζήτηση στο γηραλέο ζώο. «Φαίνεται πολύ ηλικιωμένος», είπα. «Μα βέβαια. Είναι 15 ετών. Βαδίζει δύσκολα, έχει πρόβλημα καρδιάς, βαρηκοΐας και νεφρών. Μένουμε όμως δίπλα», διευκρίνισε ο ηλικιωμένος άνδρας χαϊδεύοντας το κεφάλι του ζώου. «Είναι η μοναδική του μετακίνηση». Δεν του άρεσε η υπερβολή της οδύνης μου, γιατί αμέσως, με ενοχλημένο ύφος, που είχε συγχρόνως μια λογιότητα, πρόσθεσε. «Ο σκύλος είναι αθάνατος! Δεν είναι δική μου η σκέψις. Το έχει πει ένας Γάλλος συγγραφέας του περασμένου αιώνος. Πεθαίνουν μόνον εκείνοι που το γνωρίζουν». Ο κύριος με το Κανίς άκουγε με θαυμασμό το φίλο του, που συνέχισε. «Ο Ερμής αγνοεί το τέλος, όπως τo δάσος δεν γνωρίζει τίποτε για το πριονιστήριο. Έζησε και πεθαίνει ερήμην του χρόνου. Αν το σκεφθείτε, σε λίγο θα υποβάλω σε ευθανασία μιαν απολύτως ανύποπτη, δηλαδή μιαν αθάνατη ύπαρξη».


5. «Την παραμονή των Χριστουγέννων εορτάζουν τα ζώα». «Πώς εορτάζουν;» ρώτησε η θεία μου (μια παπαδιαμαντική χήρα, αφοσιωμένη στο άναμμα καντηλιών σε μακρινά εξωκκλήσια). Είχαμε εκδράμει σε μιαν εξοχή γι αυτό το σκοπό, το απόγευμα της 24ης Δεκεμβρίου του 1957. Ανάψαμε με ευλάβεια τα τέσσερα καντήλια στο ναΰδριο της Αγίας Κυριακής, ψάλλαμε το «Την γέννησίν σου Χριστέ», και επιστρέφαμε ευτυχισμένοι. Η άποψη για την ημέρα που πρέπει να τιμώνται τα ζώα ανήκε σε μια ηλικιωμένη γυναίκα, καθολική στο δόγμα, που συναντήσαμε επιστρέφοντας, με πέντε αδέσποτους σκύλους να την ακολουθούν. Ήταν γνωστή. Μια απλοϊκή καρδιά, που είχε αφιερώσει απόλυτα τη ζωή της στα τετράποδα. Περπατούσε δύσκολα, μιλούσε με τη βαριά προφορά των χωριών και ζούσε καθαρίζοντας σχολεία, σπίτια και δημόσια κτίρια. Κάθε πρωί, όπου κι αν πήγαινε, έσερνε πίσω της μια λεγεώνα πεινασμένους σκύλους, και είναι βέβαιο ότι για χάρη τους (ή εξαιτίας τους) έμεινε μόνη στη ζωή. Συνέχισε. «Επειδή τα ζώα ζέσταναν με το χνώτο τους τη φάτνη, πρέπει σήμερα να το ανταποδίδουμε». Δεν είχα ακούσει πουθενά την ιδέα της ανταμοιβής. Ούτε την έμφαση στο θερμαντικό ρόλο των τετραπόδων της φάτνης. Πολύ αργότερα, δηλαδή τώρα, στους ναούς της Δύσης, απέναντι σε Γεννήσεις φτιαγμένες από σπουδαίους ζωγράφους (αλλά και υποδεέστερες, με ελάχιστη σημασία), ανατρέχω πάντα στη σύντομη συνάντηση της παραμονής, στην ανακοίνωση της άτυπης επετείου, και βέβαια στη γυναίκα με τους σκύλους. Αν έγραφα σε αιώνες που επέτρεπαν ηχηρούς συμβολισμούς, θα μπορούσα να την εγκαταστήσω σε ένα σκηνικό (όπως έκανε ο Πορφύρας για τον Παπαδιαμάντη), συντροφιά με την απειρία των σκύλων της. Σε μιαν ανενόχλητη διάρκεια, που είναι το αδύνατο αίτημα όλων των αφοσιώσεων.


6. Ένας σλοβένος αρχαιολόγος μού είχε διηγηθεί για τα πεσμένα πιάτα που είχε βρει στην κουζίνα ενός αρχαίου σπιτιού. Δεν θυμάμαι σε ποιο νησί της Δαλματίας. «Αποικία της Πάρου», διευκρίνισε η γυναίκα του. «Άρχισε να ρίχνει πάνω σ’ ένα χαλί δικά μας πιάτα, μήπως καταλάβει από ποια γωνία και τι ύψος τα αρχαία πήραν τη θέση που είχαν». Θυμήθηκα το περιστατικό στο Μοναστηράκι, καθώς τέσσερα μέτρα κάτω απ’ τα πόδια μου, οι φοιτητές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής καθάριζαν με χειρουργική προσοχή το έδαφος και κοσκίνιζαν με υπομονή το χώμα. Έμεναν χοντροί σβόλοι και θραύσματα κεραμεικών, που ελέγχονταν ή απομακρύνονταν. Ανάμεσα στα πρόσωπα εκείνα, έφτασαν και άρχισαν να περιφέρονται δύο αδέσποτοι σκύλοι. Πέρασαν αργά τις τάφρους, είδαν το χώρο, τις μικροσκοπικές σκαπάνες, τις χειράμαξες, αναποφάσιστοι αν πρέπει να καταλήξουν στη σκιά των αρχαίων τοίχων ή κάτω από τις ομπρέλες των αρχαιολόγων. Ήταν σαν δαιμόνια της καθημερινότητας που κατέβηκαν στον παλιό κόσμο, νομίζοντας ότι κι αυτός ανήκει στο τρέχον. Όλα τούς φαίνονταν σύγχρονα και ανιχνεύσιμα. Ακόμα και τα άγνωστα ονόματα των φοιτητών που διάβασαν με την όσφρηση: Μακ Κάρσον, Μπάρτον, Χάου, Γκαρσία, Κίνγκσλεϊ. Χωρίς παρελθόν και μέριμνα για το χρόνο, είχαν βρεθεί ανύποπτοι σε ένα σιωπηλό βάθος που μόλις παραβιαζόταν. Ήταν αδύνατον να το ξεχωρίσουν από τους δρόμους με τα ογκώδη, επάλληλα στρώματα των οσμών, την ακατανόητη κίνηση, τη βασανιστική μέριμνα της τροφής.



-
Οι πίνακες είναι του Alex Colville

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Ομόνοια

-




Μου έλεγαν ότι η διαρκής μεταβολή στην εικόνα της Ομόνοιας (1900-2010) αντιστοιχεί στα στάδια της κοινωνικής μας υποβάθμισης. Ότι τα εκφράζει. Η παρατήρηση ισχύει. Η έκπτωση, πράγματι, εμφανίζεται. Με όρους της επιστήμης θα τη λέγαμε "Η καταβύθιση του αστισμού". Με όρους δικούς μας " Η κυριαρχία της χυδαιότητας".

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Matthew Arnold : Η παραλία του Ντόβερ

-

Η θάλασσα είναι ήρεμη απόψε.

Η παλίρροια είναι στο ψηλότερο σημείο της,

η σελήνη απλώνει το φως της ευγενικά

Πάνω από τα στενά· στη γαλλική ακτή το φως

Τρεμοπαίζει και χάνεται· οι βράχοι της Αγγλίας υψώνονται,

Αχνοφώτιστοι και αχανείς, πέρα στον ήσυχο κόλπο.

Έλα στο παράθυρο, είναι γλυκός ο νυχτερινός αέρας!

Μονάχα, απ’ τη μακριά αφρισμένη γραμμή

Εκεί που η θάλασσα ενώνεται με τη χλωμή απ’ το φεγγαρόφωτο στεριά,

Άκουσε! Φτάνει η βραχνή βουή

Από τα βότσαλα που τα κύματα παρασύρουν, τα πετούν

Και τα επιστρέφουν ψηλά στην παραλία,

Αρχίζουν, και σταματούν, κι έπειτα ξαναρχίζουν,

Χαμηλώνουν τρέμοντας την ορμή τους, και φέρνουν

Την αιώνια μουσική της λύπης.

Πολλά χρόνια πριν ο Σοφοκλής

Την άκουσε στο Αιγαίο, και του έφερε

Στο νου τη θολή άμπωτη και πλημμυρίδα

Της ανθρώπινης δυστυχίας· κι εμείς

Βρίσκουμε στον ήχο της μια σκέψη,

Ακούγοντάς τον πλάι σ’ αυτήν τη μακρινή βόρεια θάλασσα.

Η Θάλασσα της Πίστης

Ήταν κάποτε κι εκείνη στο πιο ψηλό σημείο της, κι οι ακτές της γήινης σφαίρας

Εκτείνονταν σαν τις πτυχώσεις μιας λαμπρής γιρλάντας.

Όμως τώρα ακούω μονάχα

Τη μελαγχολία της, το μακρόσυρτο βουητό της που εξασθενεί,

που οπισθοχωρεί, κάτω από την ανάσα

Του νυχτερινού αέρα, χαμηλά, πέρα από τα αχανή και ζοφερά όρια

Και τα γυμνά χαλίκια του κόσμου.

Α, αγάπη μου, ας είμαστε ειλικρινείς

Ο ένας με τον άλλο! Γιατί ο κόσμος, που μοιάζει

Να απλώνεται μπροστά μας σαν χώρα ονειρική,

Τόσο πλούσια, τόσο όμορφη, τόσο καινούργια,

Δεν έχει στην πραγματικότητα ούτε χαρά, ούτε αγάπη, ούτε φως,

Ούτε βεβαιότητα, ούτε ειρήνη, ούτε βοήθεια για τον πόνο·

Και είμαστε εδώ σαν πάνω σε σκοτεινή πεδιάδα

Ανάστατοι από μπερδεμένα σήματα για μάχη ή για φυγή,

Όπου τυφλοί στρατοί συγκρούονται τη νύχτα.


Απόδοση για Το Δέντρο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΒΟΣ



Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Το νέο τεύχος του Δέντρου

-

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ: Παράλληλη ανάγνωση ποίησης [σελ. 9] ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ: Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες [σελ. 12] ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ: Απόπειρες αισιοδοξίας και η σάτιρα... [σελ. 16] ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ: «Ήρωες Χρόνοι» [σελ. 20] ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ: Ο δαιμονισμένος αρλεκίνος [σελ. 29] ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ: Αγαπητέ Βύρωνα Λεοντάρη [σελ. 33] ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ: Ενεπλάκη στη δημόσια σάτιρα [σελ. 41] ΓΕΩΡΓΙΑ ΔΑΛΚΟΥ: Ο Κώστας Καρυωτάκης ενώπιον των ορίων... [σελ. 44] Κ. Θ. ΔΗΜΑΡΑΣ: Κ. Γ. Καρυωτάκης [σελ. 49] ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗΣ: Ο Καρυωτάκης στον βωμό του Σεφέρη [σελ. 53] ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης στο περιοδικό Ελλaς το 1913 [σελ. 63] ΒΙΚΤΩΡ ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ: Παραναγνώσεις σε κλίμακα λευκού [σελ. 67] ΠΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ: Η πορεία [σελ. 75] ΠΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ: Ο Καρυωτάκης [σελ. 79] ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ: Καρυωτάκης, ειρωνεία, σήμερα [σελ. 83] ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΡΗΣ: Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης ως πρόδρομος... [σελ. 87] ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΕΤΣΙΟΣ: Ένα ποιητικό «ξεπροβόδισμα» [σελ. 91] ΤΙΜΟΣ ΜΑΛΑΝΟΣ: Είναι ποιητής ο Καρυωτάκης; [σελ. 96] ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η ποιητική της οδύνης [σελ. 99] Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Εξάρσεις και υφέσεις [σελ. 105] ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ: Ίδιοι άνθρωποι, άλλες εποχές... [σελ. 110] ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Κριτικές πιστολιές [σελ. 114] ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ: Ένα ποίημα σε παρένθεση [σελ. 122] ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ: Ο λυσσαλέος περίπατος ενός ποιητή [σελ. 126] ΣΥΜΕΩΝ Γρ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ: Ο Καρυωτάκης και η πα­λινωδία... [σελ. 130] • ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Καρυω­τάκης, μαρτυρία και διαμαρτυρία [σελ. 134] ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ: Οι αυτόχειρες και οι φίλοι τους [σελ. 138] ΕΛΛΗ ΦΙΛΟΚΥΠΡΟΥ: Η ποίηση του Καρυωτάκη στη σκιά των ωρών [σελ. 142] ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ: Από τον Ζιλ Λαφόργκ στον Τ. Σ. Έλιοτ... [σελ. 148] ΛΙΤΣΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ: Ρομαντική ανάγνωση [σελ. 153] ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ: Ένας «γραφιάς» στα Ηλύσια Πεδία [σελ. 157] ΤΑΣΟΣ ΨΑΡΡΑΣ: Η χυδαία πράξη... [σελ. 161] ΧΑΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ: Η επίταση του σαρκασμού [σελ. 175] ΦΕΪΣΜΠΟΥΚ [σελ. 181] ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ [σελ. 187] ΤΑ ΦΥΛΛΑ [σελ. 201]