Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015
Μια ακόμα κριτική
Να ευχαριστήσω θερμά τον ποιητή και κριτικό Αlvaro Valverde (Plasentia, 1959), για την πυκνή και ουσιαστική κριτική του στις «Τέσσερις Εποχές» (μετάφραση Vicente Fernandez Gonzalez, editorial Pre-Textos). Ο Alvaro Valverde είναι συγγραφέας δύο μυθιστορημάτων, ανθολογιών, και πολλών ποιητικών συλλογών.
_______________
«Τέσσερις Εποχές» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Κώστα Μαυρουδή που κρατώ σήμερα στα χέρια μου. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Pre-Textos στα τέλη του προηγούμενου χρόνου. Τη μετάφραση έχει κάνει ο Βιθέντε Φερνάντες Γκονζάλες, ο οποίος βραβεύτηκε δύο φορές με το Κρατικό βραβείο μετάφρασης. Παλιότερα έχει μεταφέρει στα ισπανικά και το βιβλίο του νεοέλληνα ποιητή με τίτλο «Το δάνειο του χρόνου», που σηματοδοτεί το ξεκίνημα της ποιητικής του ωρίμανσης. Με τις «Τέσσερις Εποχές» ο Μαυρουδής απέσπασε το έγκυρο βραβείο ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω», το 2011.
Διαβάζει κανείς πολλά ποιητικά βιβλία, ελπίζοντας ότι, κάποια στιγμή τουλάχιστον, θα συναντήσει έναν ποιητή με γνήσια φωνή, με προσωπικό τόνο αλήθειας που κάνει το έργο να ξεχωρίζει απ' τα άλλα και να διαθέτει αυθεντικότητα και φυσικότητα στον λυρισμό του. Κι αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση του Μαυρουδή. Έχει κληρονομήσει, βεβαίως ο ίδιος μια από τις σπουδαιότερες παραδόσεις της παγκόσμιας ποίησης, την οποία και δεν εγκαταλείπει. Να πω ότι μου έδωσε με τους στίχους του κάτι καινούργιο και ξεχωριστό. Τους διαβάζω σαν κάποιος που ανακαλύπτει ένα τοπίο για πρώτη φορά ή περπατά σε μιαν άγνωστη πόλη. Και σίγουρα δεν είναι (και κυριολεκτικά) λίγες οι πόλεις που υπάρχουν σ’ αυτό το όμορφο και μυστηριώδες βιβλίο: Βενετία, Ζάλτσμπουργκ, Παρίσι, Λονδίνο και Λίβερπουλ, Μπανταλόνα, Λουτράκι, ένα θέρετρο στον Κορινθιακό κόλπο.
Ο Μαυρουδής, ο οποίος, διαβάζω στην εισαγωγή, αρέσκεται να συλλέγει διάφορα μικροαντικείμενα σε παζάρια παλαιοπωλών, εκεί όπου βρίσκεται «η απόλαυση της σκέψης» και της «καταγραφής», συνθέτει σ’ αυτό το βιβλίο των Εποχών (τρία ποιήματα για το φθινόπωρο, τέσσερα για τον χειμώνα, τρία για την άνοιξη και άλλα τέσσερα για το καλοκαίρι) ένα είδος διαχρονικού πανοράματος. Γιατί, όπως λέει ο μεταφραστής του, θέτει έτσι «σε διάλογο το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον»• γιατί καταφέρνει να προσδιορίσει μελαγχολικά «τον χαμένο χρόνο μέσα στον χώρο»• γιατί, εν ολίγοις, χρησιμοποιεί τη φωτογραφία και την εικόνα, έτσι ώστε αυτά τα «ίχνη του χρόνου» να βάλουν σε λειτουργία τη διαδικασία του «αναστρέψιμου», που θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε «το ανεξήγητο μυστήριο του χρόνου». Αναφερόμαστε εδώ στο δεύτερο ποίημα του βιβλίου, με τίτλο «Επιστρεψιμότητα», ένα παιχνίδι οπισθοχώρησης, επιστροφής στο χρόνο, όχι νοσταλγίας *.
Σ’ αυτό βοηθούν τα αντικείμενα και οι πράξεις, όπως σωστά επισημαίνει ο Φερνάντες Γκονζάλες. Και η μνήμη, φυσικά. Σ’ ένα ποίημα που μένει χωρίς σαφές τέλος, ο Μαυρουδής θυμάται τον πατέρα που κρατά σημειώσεις στον τόμο της «Μαντάμ Μποβαρί», πιθανόν για να «συνομιλήσει κάποτε με το παιδί, όταν εκείνος θα απουσιάζει». « …για ποιον άλλον σημειώνει/ στην εναρκτήρια και την τελευταία σελίδα του βιβλίου/ ώρα, ημέρα και χρονολογία που το διάβασε,/θυμίζει βλέπετε ημερολόγιο, με πρόθεση να φτάσει στον μεταγενέστερο…./», λέει ο ποιητής.
Αφιερώνει ακόμα δύο ποιήματα στο χριστουγεννιάτικο Ζάλτσμπουργκ. Στο «Ξενάγηση σε ποιητή» ακολουθεί τα ίχνη του ήρωα στο βιβλίο του Τόμας Μαν «Θάνατος στη Βενετία». Στο «Ιατρική επίσκεψη», ένα από τα πιο υποβλητικά ποιήματα, επανέρχεται η παιδική ηλικία, όπως και στο «Καλοκαίρι, ή Αύγουστος στο Λουτράκι».
Πολύ όμορφο το βιβλίο του. Γραμμένο από κείνο το αβυσσαλέο όριο που δημιουργεί η αίσθηση του εύθραυστου όσων μιλούν στον χρόνο που σιωπά. Όσων προχωρούν, αλλά στην ουσία οπισθοχωρούν. Όσων ξέρουν να εκφράζουν με λόγια αυτό που φαινομενικά δεν μπορεί να αποκαλυφθεί.
* « […] Όπως συμβαίνει, αν θυμάστε, στην ταινία του Βερτόφ: ο χρόνος κινείται αντίστροφα, το ψωμί επιστρέφει στο αλεύρι, κι ύστερα στον αγρό με τα ψηλά σιτάρια να κυματίζουν ρυθμικά. Τα τραμ γυρίζουν στην αφετηρία τους. Βαδίζουμε προς τον καθεδρικό έχοντας πίσω μας την είσοδο και το προαύλιο, όπως εκείνοι που έφταναν στον Άδη με την πλάτη (στραμμένοι σ’ αυτά που εγκατέλειπαν). Όλα μπορούν να ανακτηθούν. Τα περασμένα αφήνουν γενναιόδωρα τον οβολό τους, όταν προτείνω το κουτί που γράφει « "Το χρόνο μου παρακαλώ, τα πράγματά μου" [...] »
__________
Ευχαριστίες στην κ. Ευαγγελία Γιάννου για τη βοήθειά της.
Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015
Ελληνική ποίηση
Ο κ. Eduardo Moga, ποιητής, δοκιμιογράφος και κριτικός που έχει γεννηθεί στη Μπαρτσελόνα και ζει στο Λονδίνο, παρουσίασε (12. 11. 2015) με εξαιρετική διαύγεια και αγάπη τη μετάφραση της ποιητικής μου συλλογής "Cuatro estaciones", εκδ.Pre-Textos ("Τέσσερις Εποχές") μτφρ. Βιθέντε Φερνάντες Γκονζάλες. Δημοσιεύω ορισμένα αποσπάσματα ελεύθερα μεταφρασμένα.
[…] Τιτλοφόρησα αυτό το άρθρο “Δύο έλληνες ποιητές”, αλλά σκέφτομαι πως έκανα λάθος. Θα έπρεπε να γράψω «O έλληνας ποιητής κι ένας άλλος ποιητής». Γιατί ο πρώτος είναι o Κωνσταντίνος Καβάφης, ο κατ’ εξοχήν έλληνας ποιητής (αν και γεννήθηκε πριν 150 χρόνια στην Αίγυπτο, από οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, και διεκδικεί την ελληνικότητά του μέσω της γλώσσας).
Σε μια μέρα έλαβα δύο βιβλία: την "Ιθάκη", ποιήματα του αλεξανδρινού ποιητή (εκδόσεις Nordica), και τις "Τέσσερις εποχές" του Κώστα Μαυρουδή, ενός σύγχρονου συγγραφέα που δεν γνώριζα. Το βιβλίο του δεύτερου δημοσιεύθηκε από τις εκδόσεις Pre-Textos. Και οι δύο έχουν μεταφραστεί από τον Vicente Fernández González, τον καλύτερο μεταφραστή μας των νέων ελληνικών, μαζί με τον Juan Manual Macías (ο οποίος συμπτωματικά έχει μεταφράσει τα άπαντα του Καβάφη, στις εκδόσεις Pre-Textos, επίσης). Και οι δύο είναι δίγλωσσες και εξαιρετικές: του Μαυρουδή στο κομψό γνωστό σχήμα των εκδόσεων της Βαλένθια, και του Καβάφη, στις Nordica, με την έξοχη εικονογράφηση του Federico Delicado [...]
Στη συνέχεια παραθέτει τις απόψεις του για τον Καβάφη [...] εκθειάζει την εργασία του μεταφραστή Vicente Fernández González, και για ό,τι σπουδαίο έχει κάνει στην ποίηση του Aλεξανδρινού και για τις "Τέσσερις Εποχές" (με γλώσσα συμπαγή, ρέουσα, κατανοητή). «Και βέβαια δεν είναι λίγο», λέει, «καθόλου μάλιστα, το ότι μια ποίηση γραμμένη στα ελληνικά, τόσο ξένα σε σχέση με τη γλώσσα μας, ηχεί με φυσικότητα. Είναι το μέγιστο που μπορεί να ελπίζει ένας μεταφραστής (για το κοινό του)».
Και συνεχίζει: Ο Μαυρουδής προτείνει μια ποίηση βαθιά ριζωμένη στην καθημερινή ζωή, στην τριβή των ανθρώπων. Οι ιστορίες του είναι αφηγήσεις, όμως σ’ αυτές πιάνεται, σαν σε άγκιστρο η ποίησή του, όταν απογειώνεται. «Οι αφηγήσεις του, επιτρέψτε μου τον πλεονασμό, αρπάζονται σαν άγκυρα από την ιστορία (της χώρας του, τις οικογενειακές, του κόσμου) και στηρίζονται στη διακειμενικότητα η οποία κυριαρχεί: Συναντούμε πρόσωπα, από την Μαντάμ Μποβαρί και τον Μπλεζ Σαντράρ, μέχρι τον Ρουμπινστάιν, τον Γκούφυ, τον Εκκλησιαστή, την Ιζαμπέλ Αλιέντε. Οι φόρμες του, πολύ εύπλαστες –πρόζα και στίχοι--, γίνονται μακροσκελή ποιήματα, που συμπλέκονται γεμάτα πληροφορίες, αλλά και με πλήθος γλωσσικές μεταμορφώσεις και εντυπωσιακές εικόνες, όπως στήθη και “περιπαθείς” μηρούς γυναικών που πηγαίνουν στην παραλία, ενώ άλλοτε μιλούν για ένα κρεβάτι ξενοδοχείου στο χριστουγεννιάτικο Ζάλτσμπουργκ: “[...] ο ύπνος είναι απολαυστικός/ σ' αυτά τα μαξιλάρια,/ το πάπλωμα χωρίς βαρύτητα,/ σαν μια ιδέα,/ τι όνειρα με αυστριακότητα ... [...]”.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, όπου συμβαίνουν τόσα, με καθαρή αντίληψη και διεισδυτική σκέψη, τα ποιήματα των "Τεσσάρων εποχών" –τίτλος που θυμίζει Βιβάλντι– αφορούν σχεδόν τα πάντα: την πολιτική κριτική, την αυτοβιογραφική ανάμνηση, τις ταξιδιωτικές ιστορίες, τον ιστορικό βρόχο, την υπαρξιακή ώθηση. Μια ποίηση απτή και τόσο όμορφα βέβηλη, όπως όταν μιλά για μια κηδεία: "[...] την τυποποιημένη πλέον φροντίδα / των γραφείων κηδειών / σε όλους τους νεκρούς/ άνδρες-γυναίκες/για τα μαλλιά τους που χτενίζουν προς τα πίσω/ μιαν ευκολία ως φαίνεται των μακιγιέρ/ στιλ που θυμίζει μεσοπόλεμο/ τον κόμη Τσιάνο για παράδειγμα,/ τον άτυχο Ντίνου Λιπάτι,/ ή τον Γκαρθία Λόρκα στο πορτρέτο του '30... [...]".
Χαίρομαι που βρήκα στο βιβλίο δύο ποιήματα που αναφέρονται σε πράγματα που γνωρίζω πολύ καλά: το πρώτο έχει τίτλο "Καλοκαίρι, ή στην παραλία τής Μπανταλόνα" (στο οποίο ο ποιητής παρατηρεί την επιθετικότητα του σώματος που ανέφερα προηγουμένως, με κάποιους παραθεριστές γύρω να διαβάζουν Ιζαμπέλ Αλιέντε. Κι εδώ οι πράξεις καταφεύγουν στη μνήμη. Φυλακίζονται στο ποίημα όσα χάθηκαν, για να ξαναζωντανέψουν κάποτε και πάλι.
.
Το δεύτερο ποίημα, "Καλοκαίρι, ή εναρκτήριο μάθημα", περιγράφει ένα μάθημα αγγλικών, που μέσα σ’ αυτό υπάρχει το Λονδίνο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τους ναζί να βομβαρδίζουν την πόλη. Χτες, 11η Νοεμβρίου, ήταν ακριβώς η ημέρα που θυμόμαστε, χωρίς εκρήξεις και βόμβες αλλά με παπαρούνες, τους νεκρούς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τη συνθήκη ανακωχής των Συμμάχων. Αυτή η εγγύτητα του Μαυρουδή, το ότι μιλά για όσα είδε (ή σκέφθηκε, ή φαντάστηκε), για την αιχμή της ζωής, με ένα άτακτο ψηφιδωτό, έτσι όπως πάντα υπάρχει στη συνείδησή μας, με εντυπώσεις, αναλογίες, αναγνώσεις, διαλόγους, στήθη και μηρούς που θαυμάζουμε, στιγμές που θαμπώνουν και στιγμές που διαρκούν, τον καθιστά πιο απτό, πιο ζωντανό (με το αίμα να κυλά ορμητικό).» Παραθέτει τέλος ο Eduardo Moga, ολόκληρο το μεταφρασμένο ποίημα της σελίδας 23 (στην ελληνική έκδοση) «Καλοκαίρι, ή Αύγουστος στο Λουτράκι».
Η πολύ ελεύθερη, αλλά επεξηγηματική μ’ αυτόν τον τρόπο, απόδοση του κειμένου οφείλεται στη συνεργασία μου με την κ. Ευαγγελία Γιάννου. Στις φωτογραφίες το εξώφυλλο του βιβλίου και ο ισπανός κριτικός τον οποίο οφείλω να ευχαριστήσω για την σπουδαία προσέγγιση.
Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015
Aισιοδοξία
Μήνυμα σχετικά αισιόδοξο, από εκτός Αθηνών βιβλιοπωλείο. "Καλημέρα. "Πορθμός" λέγεται ο εν Χαλκίδι πολυχώρος μας (οδός Κακαρά) !!! Ήδη έχουμε διαθέσει 3 από το τελευταίο σας τεύχος (Τόμας Μαν, νο 205-206)!
Αρέσει σε εσάς, καθώς και στους Alice Walker, Βαγγέλης Καργούδης, Βασίλης Γουδέλης και σε 27 ακόμη
Το Δεντρο
Στις
9.30 του Σαββάτου, στον "Αθήνα 9.83" ο Δημήτρης Φύσσας παρουσίασε το τελευταίο
τεύχος του ΔΕΝΤΡΟΥ (Νο 205-206). Μίλησε μαζί του ο Τάσος Γουδέλης. Προσπάθησε να προβάλει και τα ποικίλα ά λ λ α θέματα του τεύχους,
εκτός απ' αυτό του Τόμας Μαν.
Τα μεταφρασμένα διηγήματα, το ημερολόγιο της Καθριν Μάνσφιλντ, το χρονικό της αυτοκτονίας του Μαγιακόφσκι, την άγνωστη συνέντευξη του Καρλ Μαρξ σε αμερικανό δημοσιογράφο στα τέλη του 19ου αιώνα, την ενδιαφέρουσα αλληλογραφία του Έλιοτ με έναν κριτικό της γενιάς του, το αφήγημα του Τρούμαν Καπότε που αφορά ένα ταξίδι στο Αιγαίο και τα μικρασιατικά παράλια (με γιοτ του Σταύρου Νιάρχου), εκεί ακριβώς που σήμερα παιζεται το δράμα των χιλιάδων του μετακινούμενου προσφυγικού πληθυσμού.
Τα μεταφρασμένα διηγήματα, το ημερολόγιο της Καθριν Μάνσφιλντ, το χρονικό της αυτοκτονίας του Μαγιακόφσκι, την άγνωστη συνέντευξη του Καρλ Μαρξ σε αμερικανό δημοσιογράφο στα τέλη του 19ου αιώνα, την ενδιαφέρουσα αλληλογραφία του Έλιοτ με έναν κριτικό της γενιάς του, το αφήγημα του Τρούμαν Καπότε που αφορά ένα ταξίδι στο Αιγαίο και τα μικρασιατικά παράλια (με γιοτ του Σταύρου Νιάρχου), εκεί ακριβώς που σήμερα παιζεται το δράμα των χιλιάδων του μετακινούμενου προσφυγικού πληθυσμού.
Κι ακόμα, δυο
έξοχα αφηγήματα του σκηνοθέτη Ερμάνο 'Ολμι για τη συνάντησή του,
μεταπολεμικά, με τον Ίταλο Καλβίνο. Αποκαλυπτικά κείμενα για το πνεύμα
και την ατμόσφαιρα της Ιταλίας την εποχή της αθωότητας.
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015
Μια συνάντηση με τον Μαρξ και την οικογένειά του
[Ο Τζον Σουίντον, αμερικανός δημοσιογράφος (1829-1901) συναντά τον Καρλ Μαρξ)
[...] Δεν βιάζεται, είναι χαλκέντερος, με τη δωρεά της υψηλής εφυίας. Πολύ διεισδυτικός, φτάνει σε απλησίαστα διανοητικά ύψη. [...] Όταν ήρθα πρόσφατα στο Λονδίνο, εκείνος βρισκόταν στο Ραμσγκέιτ, το γνωστό και προσφιλές παραθαλάσσιο θέρετρο των κατοίκων της βρετανικής πρωτεύουσας. Εκεί πήγα και τον βρήκα στο εξοχικό του, περιτριγυρισμένο από την οικογένειά του: τα παιδιά και τα εγγόνια του. Η χαριτωμένη και ευγενική γυναίκα η οποία με υποδέχεται στην πόρτα, στεφανωμένη με αύρα αγιότητας και φωνή γλυκειά, είναι χωρίς καμιά αμφιβολία η οικοδέσποινα, η σύζυγος του Καρλ Μαρξ. Εκείνου του κυρίου στα εξήντα, που στέκεται απέναντί μου μεγαλοπρεπής και ευγενής, με το τεράστιο κεφάλι και τα φουντωτά γκρίζα μαλλιά.
[...] Ο τρόπος με τον οποίο συζητά μου θύμισε την ελευθερία της σκέψης του Σωκράτη: είναι ικανός να πηγαίνει από το ένα θέμα στο άλλο, με δημιουργικό, παραστατικό και ειλικρινή τρόπο, με λόγο διανθισμένο από σκωπτικές αιχμές, λαμπερό χιούμορ και παιγνιώδη διάθεση. Μίλησε έντονα για τις πολιτικές δυνάμεις και τα λαικά κινήματα των ευρωπαικών χωρών: την ευρύτητα του ρωσικού πνεύματος, την κινητικότητα της γερμανικής σκέψης, τη δραστηριότητα των Γάλλων, τη στατικότητα των Άγγλων. Μίλησε με εμπιστοσύνη και αισιοδοξία για την υπόθεση της Ρωσίας [...] με ευθυμία για τη Γαλλία και με απογοήτευση για την Αγγλία, κάνοντας περιφρονητική αναφορά στις "ατομιστικές μεταρριθμίσεις" οι οποίες απασχολούν διαρκώς τους άγγλους βουλευτές.
[...] Η ερώτησή μου "Γιατί σήμερα δεν είστε πολιτικά ενεργός;" έγινε δεκτή ως απορία κάποιου ανίδεου στον οποίο δεν μπορούσε να απαντήσει ευθέως. Στο αίτημά μου για εξηγήσεις, γιατί το "Κεφάλαιο", το μεγάλο του έργο, αυτή η καλλιεργημένη γη που απέδωσε μια τόσο πλούσια συγκομιδή, δεν είχε μεταφραστεί στα αγγλικά ενώ ήδη είχε κυκλοφορήσει στα ρωσικά και στα γαλλικά, εκείνος φάνηκε ανίκανος να απαντήσει αν και πρόσθεσε ότι του είχε προταθεί ήδη από εκδοτικό οίκο της Νέα Υόρκης. Πρόσθεσε ακόμα ότι το βιβλίο, το οποίο έχει κυκλοφορήσει, αποτελεί απόσπασμα ενός πολύ ευρύτερου τριμερούς έργου για τη Γη, το Κεφάλαιο και την Πίστ (ταπεζική).
Στην παραλία συναντάμε τους οικείους του, τις δύο κόρες με τα παιδιά τους και τους γαμπρούς του, ο ένας απ' τους οποίους είναι καθηγητής στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου και ο άλλος, εάν θυμάμαι καλά, είναι διανοούμενος. Ένας γλυκύτατος οικογενειακός πίνακας. [...] Ο Καρλ Μαρξ ξέρει την τέχνη να είσαι παππούς, όπως ο Βικτόρ Ουγκό, αλλά είναι πιο τυχερός απ' αυτόν, γιατί όλοι οι κατιόντες του είναι ακόμη στη ζωή και γιορτάζουν γενέθλια.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, 205-206, σελ. 197. Απόδοση ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ.
Αφαία
Για
τους πλησιέστερους προορισμούς δεν είναι άσχημo λίγες μέρες ή ώρες να
είσαι μόνος. Η μόνη δυσκολία είναι να αφήσεις έκθετα τα ρούχα σου στην
παραλία ή, για πιο κρίσιμες αποφάσεις, αν θα φας εδώ ή εκεί. Τον
Αύγουστο, μετά από πολλά χρόνια ξαναβρέθηκα στην Αίγινα. Ο δεύτερος
επισκέπτης της Αφαίας, ένας Ισπανός απ' τη Μαδρίτη, μόνος κι αυτός, με
φωτογράφησε και μου έστειλε σήμερα τη φωτογραφία.
Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015
Ο ΔΕΝΤΡΟ, προχθές, στο βιβλιοδετείο
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, Νο 205-206
Τελικά, κυκλοφορήσαμε πριν απ' την Τετάρτη. Σήμερα το μεσημέρι. ΟΙ κλειστοί δρόμοι δεν μας επέτρεψαν το τεύχος να διανεμηθεί σε όλα τα γνωστά σημεία. Αύριο το πρωί, σε περισσότερα. Απ' ό,τι ξέρω αυτή τη στιγμή βρίσκεται μόνο στην κεντρική μας διάθεση, στον Νικολόπουλο, Ζαλόγγου 9, Αθήνα, τηλ. 210 3800 520. Με το καλό να συναντηθούμε.
Στη φωτογραφία, οι καλοί βιβλιοδέτες μάς το παραδίδουν
Τελικά, κυκλοφορήσαμε πριν απ' την Τετάρτη. Σήμερα το μεσημέρι. ΟΙ κλειστοί δρόμοι δεν μας επέτρεψαν το τεύχος να διανεμηθεί σε όλα τα γνωστά σημεία. Αύριο το πρωί, σε περισσότερα. Απ' ό,τι ξέρω αυτή τη στιγμή βρίσκεται μόνο στην κεντρική μας διάθεση, στον Νικολόπουλο, Ζαλόγγου 9, Αθήνα, τηλ. 210 3800 520. Με το καλό να συναντηθούμε.
Στη φωτογραφία, οι καλοί βιβλιοδέτες μάς το παραδίδουν
Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015
Γόνδολα
Μια γόνδολα του '50-'60, τυπικό ενθύμιο και δώρο των λαικών αγορών της πόλης, αλλά πολύ καλοφτιαγμένη σε εκφράσεις και φινιρίσματα. Μπορεσα σε δύο εβδομάδες να την αποκαταστήσω με ειδική κόλλα. Έχω πέντε ακόμα μεταλλικές, δύο εκ των οποίων μελανοδοχεία. Δεν σκέφτηκα, δυστυχώς, να συνοδέψει ένα κείμενό μου στο υπό κυκλοφορία τεύχος για τον Τόμας Μαν που έχει θέμα το "Θάνατο στη Βενετία". Οι φωτογραφίες μου, μέσα στην αποθήκη, θα μπορούσαν να είναι καλύτερες.
Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015
Η αθανασία των σκύλων
Φαίνεται
πως κάποιο έργο του Arno Rink θα γίνει εξώφυλλο της σλοβενικής
έκδόσεως. Μιλώ για την "Αθανασία των σκύλων". Θα αποδοθεί ως "Οι
αθάνατοι σκύλοι", και θα περιέχει 7 επι πλέον κείμενα που δεν έχουν
περιληφθεί στην δική μας έκδοση. Εν τω μεταξύ, ανεβάζοντας παλιότερα
στον τοίχο μου αποσπάσματα από διάφορες κριτικές για το βιβλίο, αδίκησα
το εξαιρετικό για την ακρίβεια και την ποιότητα των παρατηρήσεων
κείμενο της κ. Άννας Κουστινούδη, από τη Θεσσαλονίκη. Τίτλος του: "Άνθρωποι, σκύλοι, αντικείμενα προς θέασιν στο θέαμα του κόσμου". Αποσπώ.
[...] Στις εβδομήντα αυτές σύντομες, άκρως υπαινικτικές, ιστορίες η
αφηγηματική και νοηματική κορύφωση συμπίπτουν, σχεδόν πάντα, με την
εκάστοτε κατακλείδα τους. Τα κείμενα χαρακτηρίζει πυκνότητα νοήματος,
οικονομία λόγου εν είδει εκφραστικής τελειομανίας, με κυρίαρχα στοιχεία
αυτά της αφαίρεσης και τη λακωνικότητας, καθώς και πληθώρα
διακειμενικών αναφορών απ’ όλο το φάσμα των τεχνών και της
Ιστοριογραφίας.
Μέσα από τις αφηγήσεις της συλλογής παρελαύνουν, προσχηματικά στις πλείστες των περιπτώσεων, φιγούρες σκύλων (ως ζώσες παρουσίες, αλλά και ως εικαστικά αντικείμενα) που «τριγυρίζουν με σιωπηλή σοβαρότητα» και σε πλήρη άγνοια – σε αντίθεση με το ανθρώπινο υποκείμενο – του εφήμερου και του μάταιου της ύπαρξής τους. Πρωτίστως, ωστόσο, πρόκειται για μια (ανα)στοχαστική καταβύθιση στους τόπους της ες αεί μετατοπιζόμενης επιθυμίας, της βιωμένης μνήμης (της), της απουσίας «όσων προηγήθηκαν του κενού που αφήνει το γεγονός» (σελ.39) και στο «οριστικά χαμένο» (σελ.115) που η μνήμη αποσπασματικά, και πάντα μέσα από το παραμορφωτικό της πρίσμα σηματοδοτεί, ανακαλώντας τη νοσταλγία τους, όπως επίσης και την αίσθηση ματαιότητας (και ματαίωσης) που υποφώσκει στον πυρήνα τους.
Ταυτόχρονα, όμως, γίνεται άμεσα αντιληπτή η ιδιαίτερη σημαντική που όλα αυτά κατέχουν για τους αφηγητές τους, οι οποίοι συχνά διαθλώνται σε μια σειρά ποικίλων αφηγηματικών φωνών, χρόνων και τόπων, ή άλλως: η μνήμη ως «παράσταση φιλοτεχνημένη από ασάφειες, ατέλειες και άπειρα λάθη» ως «μία εικόνα [που] δεν εκπονείται…[ως] εικασία του εαυτού της, μία σπουδή του κενού» ένα «μηχάνημα που όσο κι αν το χτυπάς δε ρίχνει το προϊόν ούτε επιστρέφει τα ρέστα» (σελ. 115). «Τι είναι η αναπόληση; Tι σημαίνει αυτό που πέρασε; Γιατί κρύβονται, σαν παιδιά που παίζουν, τα παλιά γεγονότα;» διερωτάται η αφηγηματική φωνή του κειμένου 13.[...] Α.Κ.
Μέσα από τις αφηγήσεις της συλλογής παρελαύνουν, προσχηματικά στις πλείστες των περιπτώσεων, φιγούρες σκύλων (ως ζώσες παρουσίες, αλλά και ως εικαστικά αντικείμενα) που «τριγυρίζουν με σιωπηλή σοβαρότητα» και σε πλήρη άγνοια – σε αντίθεση με το ανθρώπινο υποκείμενο – του εφήμερου και του μάταιου της ύπαρξής τους. Πρωτίστως, ωστόσο, πρόκειται για μια (ανα)στοχαστική καταβύθιση στους τόπους της ες αεί μετατοπιζόμενης επιθυμίας, της βιωμένης μνήμης (της), της απουσίας «όσων προηγήθηκαν του κενού που αφήνει το γεγονός» (σελ.39) και στο «οριστικά χαμένο» (σελ.115) που η μνήμη αποσπασματικά, και πάντα μέσα από το παραμορφωτικό της πρίσμα σηματοδοτεί, ανακαλώντας τη νοσταλγία τους, όπως επίσης και την αίσθηση ματαιότητας (και ματαίωσης) που υποφώσκει στον πυρήνα τους.
Ταυτόχρονα, όμως, γίνεται άμεσα αντιληπτή η ιδιαίτερη σημαντική που όλα αυτά κατέχουν για τους αφηγητές τους, οι οποίοι συχνά διαθλώνται σε μια σειρά ποικίλων αφηγηματικών φωνών, χρόνων και τόπων, ή άλλως: η μνήμη ως «παράσταση φιλοτεχνημένη από ασάφειες, ατέλειες και άπειρα λάθη» ως «μία εικόνα [που] δεν εκπονείται…[ως] εικασία του εαυτού της, μία σπουδή του κενού» ένα «μηχάνημα που όσο κι αν το χτυπάς δε ρίχνει το προϊόν ούτε επιστρέφει τα ρέστα» (σελ. 115). «Τι είναι η αναπόληση; Tι σημαίνει αυτό που πέρασε; Γιατί κρύβονται, σαν παιδιά που παίζουν, τα παλιά γεγονότα;» διερωτάται η αφηγηματική φωνή του κειμένου 13.[...] Α.Κ.
37 ος χρόνος κυκλοφορίας
Στο ΔΕΝΤΡΟ ενδιαφερόμαστε για έναν νέο που θα συνεργαστεί μαζί μας, αν αγαπά τη λογοτεχνία και έχει στέρεα γνώση της παραγωγής εντύπου. Μας ενδιαφέρει, γιατί απαιτείται πια η σταδιακή απομάκρυνσή μας από ορισμένες υποχρεώσεις.
Σιγά σιγά η σκυτάλη θα παραδοθεί σε έναν ικανό και δραστήριο συνεργάτη που μπορεί να κρίνει και να σχεδιάζει. Αν υπάρχει κάποιος με δοκιμασμένη άποψη σε λογοτεχνικά κείμενα, ικανότητα για επαρκή επιμέλεια σε τυπογραφικά δοκίμια κλπ., και αν, κυρίως, ενδιαφέρεται στην περιπέτεια της περιοδικής εμφανίσεως να προσθέσει με τον καιρό την προσωπική του σφραγίδα ας επικοινωνήσει μαζί μας.
Το τηλέφωνο του γραφείου μας είναι 210 380 46 30 (τηλεφωνητής) και 6942 98 28 39 .
Η κοινοποίηση των φίλων θα βοηθήσει.
Η κοινοποίηση των φίλων θα βοηθήσει.
Από το f.b., ανάρτηση πριν από δύο χρόνια
Έχω σκεφτεί αρκετές φορές τη συγκυρία, προικισμένα πνεύματα να
διαμορφώνουν, τη δεκαετία του '50 και του '60, την εικόνα της χώρας.
Έγραφα πριν από χρόνια ότι "οι οικοδομές
της Αθήνας υπέγραφαν ένα φριχτό συμβόλαιο με την μελλοντική αμορφία,
ενώ οι πιο 'εγγράμματοι' εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας,
ανυποψίαστοι, περνούσαν πλάι στις μπουλντόζες με τόμους του Κάντ και του
Χέγκελ στη μασχάλη".
Ένας
απ΄αυτούς ήταν ο Κων. Τσάτσος, φιλόσοφος και στοχαστής της γενιάς του
'30. Με σπουδαίο δοκιμιακό έργο, επιπλέον ποιητής και κριτικός,
καλλιέργησε επιτυχώς και το είδος του αφορισμού (την πιο συμπτυγμένη και
αριστοκρατική μορφή στοχασμού).
Χθες μεταμεσονυκτίως, στους ρακοσυλλέκτες που πήγα μετά από πολύ καιρό, βρήκα ένα λεπτό τομίδιο με αφορισμούς του. Δεν το είχα. "Αποχαιρετισμός". Τελευταία κείμενά του (Εκδόσεις των Φίλων). Κανείς δεν έγραψε με τρόπο που να τον εντάσσει αβίαστα στο ευρωπαικό πνεύμα και στις αξίες του, όπως ο Τσάτσος. Είτε μιλά για την "Οδύσσεια", είτε για ορισμούς του ηθικού και τη σχέση του με το ωραίο. Έξοχος ακόμα κι όταν αναφέρεται στην πρακτική ζωή. Συναντώ χαμογελώντας (ξέρω και ξέρουμε γιατί) το πρώτο γνωμάτευμα: ("Ο καλύτερος τρόπος να πετύχεις στα εγκόσμια είναι να είσαι "παλιάνθρωπος" εν μέτρω".)
Αυτοί που κέρδισαν τη μετεμφυλιακή ιδεολογική ηγεμονία (αναφέρομαι στην αριστερά) δεν μας άφησαν να δούμε καθαρά τον στοχασμό και το πνευματικό έργο γύρω μας, ούτε να καταλάβουμε ποια πράγματα και αξίες είχαν διάρκεια και σημασία. Δαπανήσαμε πολύ χρόνο, νομίζοντας ότι βαθαίνουμε ανθρωπιστικές ευαισθησίες και δεν κάναμε τίποτε άλλο απ' το να συμπορευόμαστε με τον μεθυσμένο από το όνειρο της ευζωίας όχλο. Κόβω τα φύλλα και διαβάζω υπογραμμίζοντας: "Η ελληνικότητα δεν έχει το ειδικό γνώρισμα που έχουν η σκανδιναυικότητα, η πορτογαλικότητα. Στα ψηλά της στρώματα είναι οικουμενικότητα [...] Ο Γκαίτε έχει ελληνικότητα ψηλότερη και βαθύτερη απ' όσο οι θαυμαστές του Θεόφιλου ή του Παλαμά" ή, λίγο πιο κάτω, "'Οταν ρώτησαν τον Σοπενχάουερ γιατί επιμένει να γίνει φιλόσοφος, απάντησε ''Η ζωή είναι κάτι ελεεινό. Προτιμώ να σκέπτομαι γι αυτήν' ".
Ακόμα σημειώσεις που αφορούν την "Οδύσσεια", λεπτές, επί μέρους παρατηρήσεις για τον έρωτα με τη Ναυσικά. "[...] Όταν όμως ακουμπισμένη σε μια κολώνα της μεγάλης αίθουσας του παλατιού της τον κοιτάζει από μακριά η Ναυσικά, γίνεται φανερή η προτίμησή της στον ώριμο άνδρα. Αυτό το σιωπηλό αγνάντεμα σημαίνει περισσότερα απ' τον ερωτικό λόγο". Ολιγοσέλιδο βιβλιαράκι, που βγαίνει μετά το θάνατο του συγγραφέα του. "Στη σύγχρονη ποίηση δεν έχουν θέση η σάτυρα και η οργή. Σκέπτομαι τον Ιουβενάλιο, τον Ντάντε, τον Γκαίτε του"Φάουστ". Αμφιβάλλω αν οι νέοι συγκινούνται από τη δύναμη και το μεγαλείο του Ντάντε, όταν στηλιτεύει οργίλος τους εχθρούς του".
Η κόρη μου βρήκε ένα ολοκαίνουργιο καροτσάκι, όπου το νήπιο μπαίνει και υποστηριζόμενο μαθαίνει να περπατά. Είδα κι αγόρασα ακόμα τρία προγράμματα του Βασιλικού Θεάτρου, 1948-49. "Ο Κουρεύς της Σεβίλλης", του λαμπρότερου γαλλικού πνεύματος (Μπομαρσέ) κατά τον Καρλάιλ, την "Καινούργια ζωή του Μπόγρη και τον "Βολπόνε" του Μπεν Τζόνσον. Συγκινητικά νεανικές φωτογραφίες της Λαμπέτη, του Χορν (ερμηνεύει τον Φίγκαρο), του Νέζερ (Μπάρτολο), του Ανδρέα Φιλιππίδη (Κόμης Αλμαβίβα). Σε προσεχή ανάρτηση θα δείξω αυτά τα παλιά προγράμματα, τους πρωταγωνιστές και κυρίως τις διαφημίσεις, που ζωντανεύουν το σκηνικό της παλιάς ζωής και των χρηστικών αξιών της. Τώρα, απ' το κρεββάτι της Κυριακής, δεν γίνεται.
Χθες μεταμεσονυκτίως, στους ρακοσυλλέκτες που πήγα μετά από πολύ καιρό, βρήκα ένα λεπτό τομίδιο με αφορισμούς του. Δεν το είχα. "Αποχαιρετισμός". Τελευταία κείμενά του (Εκδόσεις των Φίλων). Κανείς δεν έγραψε με τρόπο που να τον εντάσσει αβίαστα στο ευρωπαικό πνεύμα και στις αξίες του, όπως ο Τσάτσος. Είτε μιλά για την "Οδύσσεια", είτε για ορισμούς του ηθικού και τη σχέση του με το ωραίο. Έξοχος ακόμα κι όταν αναφέρεται στην πρακτική ζωή. Συναντώ χαμογελώντας (ξέρω και ξέρουμε γιατί) το πρώτο γνωμάτευμα: ("Ο καλύτερος τρόπος να πετύχεις στα εγκόσμια είναι να είσαι "παλιάνθρωπος" εν μέτρω".)
Αυτοί που κέρδισαν τη μετεμφυλιακή ιδεολογική ηγεμονία (αναφέρομαι στην αριστερά) δεν μας άφησαν να δούμε καθαρά τον στοχασμό και το πνευματικό έργο γύρω μας, ούτε να καταλάβουμε ποια πράγματα και αξίες είχαν διάρκεια και σημασία. Δαπανήσαμε πολύ χρόνο, νομίζοντας ότι βαθαίνουμε ανθρωπιστικές ευαισθησίες και δεν κάναμε τίποτε άλλο απ' το να συμπορευόμαστε με τον μεθυσμένο από το όνειρο της ευζωίας όχλο. Κόβω τα φύλλα και διαβάζω υπογραμμίζοντας: "Η ελληνικότητα δεν έχει το ειδικό γνώρισμα που έχουν η σκανδιναυικότητα, η πορτογαλικότητα. Στα ψηλά της στρώματα είναι οικουμενικότητα [...] Ο Γκαίτε έχει ελληνικότητα ψηλότερη και βαθύτερη απ' όσο οι θαυμαστές του Θεόφιλου ή του Παλαμά" ή, λίγο πιο κάτω, "'Οταν ρώτησαν τον Σοπενχάουερ γιατί επιμένει να γίνει φιλόσοφος, απάντησε ''Η ζωή είναι κάτι ελεεινό. Προτιμώ να σκέπτομαι γι αυτήν' ".
Ακόμα σημειώσεις που αφορούν την "Οδύσσεια", λεπτές, επί μέρους παρατηρήσεις για τον έρωτα με τη Ναυσικά. "[...] Όταν όμως ακουμπισμένη σε μια κολώνα της μεγάλης αίθουσας του παλατιού της τον κοιτάζει από μακριά η Ναυσικά, γίνεται φανερή η προτίμησή της στον ώριμο άνδρα. Αυτό το σιωπηλό αγνάντεμα σημαίνει περισσότερα απ' τον ερωτικό λόγο". Ολιγοσέλιδο βιβλιαράκι, που βγαίνει μετά το θάνατο του συγγραφέα του. "Στη σύγχρονη ποίηση δεν έχουν θέση η σάτυρα και η οργή. Σκέπτομαι τον Ιουβενάλιο, τον Ντάντε, τον Γκαίτε του"Φάουστ". Αμφιβάλλω αν οι νέοι συγκινούνται από τη δύναμη και το μεγαλείο του Ντάντε, όταν στηλιτεύει οργίλος τους εχθρούς του".
Η κόρη μου βρήκε ένα ολοκαίνουργιο καροτσάκι, όπου το νήπιο μπαίνει και υποστηριζόμενο μαθαίνει να περπατά. Είδα κι αγόρασα ακόμα τρία προγράμματα του Βασιλικού Θεάτρου, 1948-49. "Ο Κουρεύς της Σεβίλλης", του λαμπρότερου γαλλικού πνεύματος (Μπομαρσέ) κατά τον Καρλάιλ, την "Καινούργια ζωή του Μπόγρη και τον "Βολπόνε" του Μπεν Τζόνσον. Συγκινητικά νεανικές φωτογραφίες της Λαμπέτη, του Χορν (ερμηνεύει τον Φίγκαρο), του Νέζερ (Μπάρτολο), του Ανδρέα Φιλιππίδη (Κόμης Αλμαβίβα). Σε προσεχή ανάρτηση θα δείξω αυτά τα παλιά προγράμματα, τους πρωταγωνιστές και κυρίως τις διαφημίσεις, που ζωντανεύουν το σκηνικό της παλιάς ζωής και των χρηστικών αξιών της. Τώρα, απ' το κρεββάτι της Κυριακής, δεν γίνεται.
Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015
Η αλήθεια
Χθες,
με αφορμή ένα βιβλίο αφορισμών, σημείωσα μεταξύ των άλλων ότι "Δεν
χρειάζεται συμφωνία με τον αφορισμό. Η όντως Αλήθεια του είναι η φόρμα".
Κάποιος φίλος, με αιφνιδίασε. Μου θύμισε την ακριβώς αντίθετη άποψη που
διατυπώνω στην "Στενογραφία" (Κέδρος, 2006). Έχουν μεσολαβήσει
τουλάχιστον 15 χρόνια αφότου γράφτηκε η παλιά μου άποψη. Αυτό σημαίνει
πιθανόν πως εντωμεταξύ διάβασα ανενόχλητος, με τα συγκαταβατικά γυαλιά
του πρεσβύωπα, ένα σωρό ξένες ή εχθρικές αλήθειες. Πάνω απ' όλα όμως δείχνει, πόσο ανοιχτός είναι ο δρόμος της λογικής για να υποστηρίξουμε τις πιο ετερόκλητες απόψεις.
"Ο συγγραφέας του αφορισμού έχει τις κυριότερες από τις αυστηρές
υποχρεώσεις του ποιητή, αφού το είδος συνδέει εξ αίματος συγγένεια με τα
χαρακτηριστικά της ποιήσεως. Παρότι όμως νομίζουμε ότι παραμένει ένας
ελεύθερος σκοπευτής (με την ιδιότυπη ασυλία του γελωτοποιού, του προφήτη
ή του παιδιού), αυτός ο δεξιοτέχνης του ακαριαίου γίνεται δεκτός με
αίσθημα απολαύσεως μόνον αν η αλήθεια του συναντηθεί με την άποψή μας,
αν στην πρόθεσή του ανταποκριθεί η συμφωνία μας. Η πνευματώδης σύμπτυξη,
η συμπιεσμένη αποκάλυψη, είναι αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος για να
εκπυρσοκροτήσουν τα όπλα των αξιωμάτων και των ιδεών."
Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015
Παραπειστικά
Συχνά,
παραπειστικά στοιχεία συγκαλύπτουν μια πραγματική ταυτότητα: η σιωπή
ενός προσώπου, οι κινήσεις, ακόμα και η τονικότητα στην ομιλία, μπορεί
να ανακινούν κάτι το οποίο θαυμάσαμε στο παρελθόν. Για χρόνια, χάρις στα
ολοστρόγγυλα γυαλιά του, είχα συνδέσει έναν ανύποπτο γείτονα με την
εικόνα του Λε Κορμπιζιέ. Την ίδια εποχή οι αφέλειες και η αλογοουρά μιας
νεαρής, με παρέπεμπαν στην Χέπμπουρν και τις "Διακοπές στη Ρώμη", ώσπου
να δεχθώ τις υπηρεσίες της σε ένα κουρείο, με ένα
ημίωρο ρεσιτάλ μωρολογίας. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί στο Κουκάκι με έναν
συνταξιούχο, που το πάνινο στρογγυλό καπέλο και το μπαστούνι του,
έχτισαν, δεν ξέρω πώς, την εντύπωση ενός καλλιεργημένου γκαλερίστα.
Αλλά και το άπλώς προσεγμένο γούστο, χωρίς επώνυμες παραπομπές, το ίδιο
παραπλανά. Τα ρούχα, το μακιγιάζ, τα κλασικά Ray-ban ηλίου, είναι
στοιχεία που ντύνουν κολακευτικά την ευήθεια. Στην κομψότητα αρέσει να
μεταδίδει λανθασμένα συμπεράσματα, και το κάνει αποτελεσματικά και
συχνά. Μένουμε ανύποπτοι για τα διανοήματα που κρύβει η αγορασμένη
καλαισθησία, όχι πως δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο –ίσως και
δραστικότερα–, με τη φυσική ομορφιά που σιωπά. Το είδα συχνά στο
παρελθόν. Όμως ένας θαυμαστής τού ανδρικού κάλλους το διατύπωσε με
αναντίρρητη σοφία: «είναι ευτύχημα που δεν ακούσαμε ποτέ τον Αντίνοο να
μιλά». Η φράση θυμίζει με πλάγιο τρόπο το «Πολυαγαπημένος βλάκας»,
χαρακτηρισμό του Τόμας Μαν για κάποιον σερβιτόρο στη Ζυρίχη, που δεν
κατάλαβε ποτέ τον συγγραφικό (πλατωνικό, όπως βεβαιώνει η κόρη του)
θαυμασμό.
Το 1990, στου "Ζώναρς", ο Μιχάλης Κατσαρός μού εκμυστηρεύτηκε μια παρεμφερή εντύπωση, όχι λιγότερο ενδιαφέρουσα, για τον ωραιότερο Έλληνα του 1945. «Άδωνις με λευκό, ανοιχτό πουκάμισο. Άρκεσε να τον ακούσω με προφορά επαρχιώτη στην κοσμοπλημμύρα του Παναθηναϊκού Σταδίου, για να καταρρεύσει ο μύθος: Νίκος Ζαχαριάδης».
Το μόνο που δεν μπορούμε να ισχυριστούμε, αν και κάποτε το σκεφτήκαμε, είναι ότι το ίδιο συμβαίνει και στη λογοτεχνία. Ότι, δηλαδή, η στιλιστική αρτιότητα μπορεί –κι αυτή– να κρύβει το κενό, αφού το έργο, μορφή φτιαγμένη από σημασίες, είναι οριστική ενότητα των δύο, «ασχιδής και αναποκόλλητη σαν το πουκάμισο του Νέσσου», όπως έλεγε ο σοφός συνοδός (1929-2005) των νεανικών μας εξόδων, εξηγώντας μας πάνω από κοκκινιστά τη σύναψη του νοήματος με τη μορφή.
Το 1990, στου "Ζώναρς", ο Μιχάλης Κατσαρός μού εκμυστηρεύτηκε μια παρεμφερή εντύπωση, όχι λιγότερο ενδιαφέρουσα, για τον ωραιότερο Έλληνα του 1945. «Άδωνις με λευκό, ανοιχτό πουκάμισο. Άρκεσε να τον ακούσω με προφορά επαρχιώτη στην κοσμοπλημμύρα του Παναθηναϊκού Σταδίου, για να καταρρεύσει ο μύθος: Νίκος Ζαχαριάδης».
Το μόνο που δεν μπορούμε να ισχυριστούμε, αν και κάποτε το σκεφτήκαμε, είναι ότι το ίδιο συμβαίνει και στη λογοτεχνία. Ότι, δηλαδή, η στιλιστική αρτιότητα μπορεί –κι αυτή– να κρύβει το κενό, αφού το έργο, μορφή φτιαγμένη από σημασίες, είναι οριστική ενότητα των δύο, «ασχιδής και αναποκόλλητη σαν το πουκάμισο του Νέσσου», όπως έλεγε ο σοφός συνοδός (1929-2005) των νεανικών μας εξόδων, εξηγώντας μας πάνω από κοκκινιστά τη σύναψη του νοήματος με τη μορφή.
Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015
Το Δέντρο
Αφιέρωμα
στον Τόμας Μαν. Το ΔΕΝΤΡΟ, Νο 205-206, που θα εμφανιστεί προσεχώς. Στο
ίδιο τεύχος Σελίδες για τον Δ.Ν. Μαρωνίτη και μια μεγάλη ,"εφ' όλης της
ύλης", συζήτηση μαζί του. Βλέπουμε σήμερα ορισμένα κείμενα για τον
γερμανό συγγραφέα που έφτασαν πολύ νωρίς, διορθωμένα, από το ατελιέ.
"Βασικές θεματικές παράμετροι στο πρώιμο έργο του Μαν".
"Παρουσία στον Ωκεανό: Ο 'Δον Κιχώτης' του Τόμας Μαν".
"Δείπνο στη Ζυρίχη".
"Μια νουβέλα και ένα σκάνδαλο".
"Βενετία, ένας ευτελής περίγυρος".
"Για τους 'Στοχασμούς ενός απολιτικού' ".
"Η βιογραφία της ασθενούς μεγαλοφυίας".
"Για το ΄Μαγικό βουνό' ".
"Ο Τόμας Μαν στην Ταορμίνα".
"Ο τελευταίος έρωτας".
"Ο Τόμας Μαν στην οθόνη".
"Μια μεγαλοφυία σε πόζα".
"Ο αρχάγγελος".
"Από την ευγενή αρετή στη σύγχρονη κρίση".
Ακολουθούν πολλά άλλα, δικά μας και ξένα.
"Βασικές θεματικές παράμετροι στο πρώιμο έργο του Μαν".
"Παρουσία στον Ωκεανό: Ο 'Δον Κιχώτης' του Τόμας Μαν".
"Δείπνο στη Ζυρίχη".
"Μια νουβέλα και ένα σκάνδαλο".
"Βενετία, ένας ευτελής περίγυρος".
"Για τους 'Στοχασμούς ενός απολιτικού' ".
"Η βιογραφία της ασθενούς μεγαλοφυίας".
"Για το ΄Μαγικό βουνό' ".
"Ο Τόμας Μαν στην Ταορμίνα".
"Ο τελευταίος έρωτας".
"Ο Τόμας Μαν στην οθόνη".
"Μια μεγαλοφυία σε πόζα".
"Ο αρχάγγελος".
"Από την ευγενή αρετή στη σύγχρονη κρίση".
Ακολουθούν πολλά άλλα, δικά μας και ξένα.
Σάββατο 13 Ιουνίου 2015
Τρίτη 12 Μαΐου 2015
Ένας ευτελής περίγυρος
ΤΟ
ΠΡΟΣΕΧΕΣ "ΔΕΝΤΡΟ" θα είναι αφιέρωμα στον Τόμας Μαν. Από τις ποικίλες
συνεργασίες που το αποτελούν μόνον αυτή, τη δική μου, δικαιούμαι να
εμφανίσω πριν την έκδοση του τεύχους. Γραμμένη πολύ παλιότερα, σήμερα
μπορεί να έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον. Θεωρώ ότι κάποιο απ' τα,
δευτερεύοντα βέβαια, επίπεδα της νουβέλας είναι και το βλέμμα του Βορρά
απέναντι στα ήθη του νότου. Δεν ξεφεύγει απ' την ανάγνωση η δηκτική
κριτική και η περιφρόνηση των συμπεριφορών. Αρχαιόφιλοι, ρομαντικοί,
περίεργοι, όσοι επισκέφτηκαν τη Μεσόγειο τους τελευταίους αιώνες, δεν
αγνόησαν, καλοπροαίρετα ή όχι, την ηθογραφική εικόνα.
*
*
ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΟΘΕΣΕΙ ΤΙ σκέπτεται ο Γκούσταβ φον Άσενμπαχ στον κινηματογραφικό "Θάνατο στη Βενετία", όταν σ’ εκείνο το κουρείο δέχεται τις περιποιήσεις και τις ανανεωτικές παρεμβάσεις του φλύαρου ιταλού κομμωτή; Το γνωρίζει μόνον ο αναγνώστης της νουβέλας. Ο θεατής του βισκοντικού έργου το αγνοεί, αφού, κατά κανόνα, για τη βουβή σκέψη των ηρώων και τους συλλογισμούς του αφηγητή, η κινηματογραφική εικόνα παραμένει ένας απρόθυμος μάρτυρας. Έτσι, όταν οι βαφές επαναφέρουν το μαύρο χρώμα των μαλλιών, τονίζουν τα μάτια και τα χείλη του ήρωα, έχει παραμείνει εκτός του πλάνου ότι ο Άσενμπαχ «κοιτάζοντας το γερασμένο του σώμα ένιωθε ντροπή και απελπισία», ότι «απέναντι στη γλυκιά νεότητα που αγαπούσε, δεν ανεχόταν το γερασμένο του κορμί».
Υπάρχει εντούτοις ένα στοιχείο στο πρώιμο (1912) αυτό έργο του Τόμας Μαν, το οποίο βρίσκει σχολαστική αντιστοιχία στην κινηματογραφική του μεταφορά. Είναι το ενοχλημένο και περιφρονητικό βλέμμα του αφηγητή (βλέπε συγγραφέα) απέναντι στο περιβάλλον ή στο χορό των ανωνύμων, που κινούνται γύρω από τον προαναφερθέντα ήρωα, πρόσωπα που συμπεριφέρονται με ανυπόφορη δουλικότητα και ευτέλεια. Αυτό το κλίμα (σε αντίθεση με τις αλλαγές που έχει επιφέρει ο Βισκόντι κάνοντας στην ταινία τον συγγραφέα Άσενμπαχ μουσικό) αποδίδεται πιστά στην ταινία, η μεταφορά γίνεται σχεδόν λέξη προς λέξη.
*
Η παρουσία του Άσενμπαχ στην Αδριατική αρχίζει από το κεφάλαιο 3 του βιβλίου. Ο ήρωας, με προορισμό τη Βενετία, επιβιβάζεται από τις Δαλματικές ακτές «σ’ ένα παμπάλαιο ιταλικό πλοίο, σ κ ο τ ε ι ν ό και σ κ ο υ ρ ι α σ μ έ ν ο». Απ’ το σημείο αυτό ο πρωταγωνιστής φαίνεται να μπαίνει σ’ ένα προεπιλεγμένο περιβάλλον όπου διαγκωνίζεται μ’ έναν κόσμο αήθειας και παρακμής. «Κάποιος καμπούρης και βρώμικος ναύτης με λαδερό χαμόγελο, όλο ευγένεια, τον οδηγεί πίσω από το τραπέζι όπου καθόταν ένας γενειοφόρος με φυσιογνωμία διευθυντή τσίρκου. Εισέπραξε βιαστικά τα λεφτά κι άφησε τα ρέστα στο λεκιασμένο τραπεζομάντιλο. Είναι τιμή μου να σας εξυπηρετώ, είπε […].
Το σκουριασμένο πλοίο, έχοντας διαπλεύσει βορειοδυτικά την Αδριατική, φθάνει στη Βενετία. Στο κατάστρωμα ένας μεθυσμένος φορτικός γέρος, «γλείφοντας τις άκρες των χειλιών του, σήκωνε το ζαρωμένο, γεμάτο δακτυλίδια δάκτυλο, σχεδιάζοντας σαχλά υπονοούμενα. Για ώρα κάνει στους ξένους αποχαιρετιστήριες ρεβεράντζες. Ευχόμαστε την πιο ευχάριστη διαμονή, τραύλιζε. Το στόμα του το ύγραιναν σάλια […]».
*
Με την άφιξη του πλοίου εμφανίστηκαν οι γονδολιέρηδες. Η εικόνα της ευτέλειας έχει συνέχεια. «Τσακώνονται στη διάλεκτό τους, σκληροί, ακατανόητοι, με απειλητικές φυσιογνωμίες». Αυτός που παραλαμβάνει τον Άσενμπαχ έρχεται σύντομα σε προστριβή με τον πελάτη του. Τον μεταφέρει στο Λίντο ενώ ο τελευταίος θέλει να αποβιβαστεί στον Άγιο Μάρκο. Ο βενετσιάνος γονδολιέρης δεν έχει άδεια εργασίας. Έτσι, όταν πλησιάζει την προβλήτα του Λίντο, διακρίνοντας την αστυνομία, εξαφανίζεται. Ο Άσενμπαχ δεν προλαβαίνει να πληρώσει. Ένας αχθοφόρος τον πλησιάζει. «Ο κύριος ήρθε δωρεάν, είπε, και άπλωσε το χέρι». «Στο ξενοδοχείο, ο υπάλληλος ήταν ένας κοντούλης, όλο ευγένεια και τσιριμόνιες, που τον συνόδεψε ώς το ασανσέρ».
Με τις λεπτομέρειες της αφίξεως ο συγγραφέας εξακολουθεί να τυλίγει στο ίδιο κλίμα τον ήρωα του, που εκτός από υπαρξιακά κουρασμένο πρόσωπο τον θέλει παρατηρητή αδιάφορο και ξένο για το καθημερινό, διαθέσιμο στα σκοτεινά πάθη, αλλά ανεξοικείωτο στη μικροπολιτική τής συναλλαγής.
*
Ανατρέχω στην πολύ μεταγενέστερη νουβέλα του Μαν, "Ο Μάριος και ο μάγος" (1930), μια ιστορία που ξετυλίγεται στις ακτές του Τυρρηνικού πελάγους. Ο συγγραφέας φιλοτεχνεί ένα παρεμφερές σκηνικό. (Η ιταλική λουτρόπολη «μυρμηγκιάζει από μαυριδερά πλήθη που φιλονικούν, αλλάζουν, ενώ ο αφόρητος ήλιος τούς ξεφλουδίζει το σβέρκο»). Και εκεί, σε γενικές γραμμές, ο θίασος του πλήθους κινείται ανάγωγος και απεχθής.
«Μερικές φορές μας φαινόταν μάλλον απίθανο πως βρισκόμαστε στην πατρίδα της μουσικής τέχνης της Δύσης. “Φουτζέροοοο…!” Ακόμη και σήμερα αντηχεί στο αυτί μου εκείνη η κραυγή, που την άκουγα να ηχεί για είκοσι πρωινά, επί εκατό φορές, κολλητά δίπλα μου, απροκάλυπτα βραχνή, φριχτά τονισμένη… Απευθυνόταν σ’ έναν απεχθή νεαρό με ηλιακό έγκαυμα στην πλάτη, που σου προξενούσε αηδία…»
Στο ίδιο σημείο: «Η ζέστη ήταν υπερβολική, ήταν αφρικανική, η κυριαρχία του ήλιου αδυσώπητη… Το πυρακτωμένο κενό του ουρανού μού γίνεται βάρος μέρα με τη μέρα». Και λίγες γραμμές πιο κάτω διατυπώνεται μια σκέψη επεξηγηματική, που φωτίζει, αιφνιδίως, το άτεγκτο βλέμμα, αιτιολογεί την κριτική και την ενόχληση. Η σκέψη πού λέει ότι: «αν η βόρεια ψυχή δεν δει, δεν συνεκτιμήσει και τις θετικές πλευρές μιας τέτοιας συνθήκης (τα εορταστικά συναισθήματα, την ανεμελιά των διακοπών, την ανεξαρτησία, την απλοϊκότητα) μένει με ανεκπλήρωτες κάποιες βαθύτερες ανάγκες και ενσταλλάζεται μέσα της κάτι σαν περιφρόνηση».
*
Στο "Θάνατο", η περιφρονητική διάθεση προβάλλεται από τον Βισκόντι όσο και από τον συγγραφέα. Η εικόνα είναι εξίσου λεπτομερής απέναντι στον εσμό των εγχώριων επιτηδείων, που κυκλώνει την περίσκεπτη και εύθραυστη παρουσία του βόρειου επισκέπτη. Απ’ την προσοχή μας δεν θα διαφύγει πόσο ο φακός θα σταθεί εκστασιασμένος μέσα στην αίθουσα του σαλονιού, στο ξενοδοχείο του Λίντο, παρακολουθώντας με θαυμασμό, με συνεχή γκρο πλαν, την πολυεθνική αριστοκρατία των παραθεριστών. Ιδού πώς έχω περιγράψει πριν 40 χρόνια, γνωρίζοντας μόνο την ταινία, αυτή την εντύπωση. «…κι όταν λοιπόν ολόκληρο το κάδρο γεμίζει από τα ψάθινα πλατύγυρα της πολωνικής οικογένειας και τις πολύχρωμες κορδέλες τους, αντιλαμβάνεσαι πως αυτά έχουν τόσο (ηθελημένο) βάρος όσο και τα πρόσωπα που τα φορούν και δεν φαίνονται. Έτσι, που η προβολή αυτών των “αθώων” σε πρώτη ματιά στοιχείων μπορεί να ανάγεται σε “στάση” και σε “ποιητική”». Όντως, βλέπω τώρα ότι το εσωτερικό στο πολυτελές ξενοδοχείο του Λίντο είναι η πυκνή εικαστική διατύπωση της σκέψης του αφηγητή, όπως τη διαβάζω στο 3ο κεφάλαιο της νουβέλας: «Ανάκατα αντηχούσαν οι φθόγγοι από τις μεγάλες γλώσσες. Η καθιερωμένη σ’ όλο τον κόσμο βραδινή φορεσιά, σύμβολο πολιτισμού, έδενε εξωτερικά τις ανθρώπινες παραλλαγές σε μιαν ενότητα αξιοπρέπειας».
*
Στο 5ο κεφάλαιο, ο Άσενμπαχ από το αντικρινό Λίντο έχει βρεθεί πάλι στη Βενετία. «Τα μαρμάρινα σκαλιά μιας εκκλησίας κατέβαιναν ώς τα κύματα. Ένας αντικέρ με τις πιο δουλικές χειρονομίες καλούσε τους περαστικούς να σταματήσουν και να μπουν, με την ελπίδα να τους εξαπατήσει […]»
Είναι η τέταρτη εβδομάδα της διαμονής του στην πόλη. Τα απολυμαντικά μέτρα κατά της πανώλης είναι πλέον αντιληπτά. Ο Άσενμπαχ, έχοντας διαβάσει τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, έχοντας δει το ξενοδοχείο του να αδειάζει από τους ενοίκους που επιστρέφουν στην πατρίδα τους, επιτέλους «ζητά πληροφορίες για την ανησυχητική μυρωδιά, από έναν καταστηματάρχη που πουλούσε κοραλένια κολιέ και ψεύτικους αμέθυστους. Στεκόταν ακουμπισμένος στην πόρτα του μαγαζιού του. Τον κοίταξε και έκανε μιαν ανυπόμονη κίνηση. “Προληπτικά μέτρα, κύριέ μου”, απάντησε με θεατρικές χειρονομίες. Μια πρωτοβουλία της αστυνομίας που πρέπει να επιδοκιμάσουμε… Η μεταβολή του καιρού το επιβάλλει. Ο σιρόκος δεν κάνει καλό στην υγεία…» Και βέβαια, δεν είναι χωρίς σημασία μια σύμπτωση στην εξέλιξη: το μοναδικό πρόσωπο το οποίο φωτίζει την αλήθεια για το λόγο των απολυμάνσεων, εκείνος που αποκαλύπτει στον Άσενμπαχ τι πραγματικά συμβαίνει, είναι ο Ά γ γ λ ο ς υπάλληλος μιας τράπεζας, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου…
*
Στο ίδιο κεφάλαιο περιέχεται η σκηνή με τους πλανόδιους τραγουδιστές που καταφθάνουν στη βεράντα του ξενοδοχείου, στο Λίντο. «Τα νεύρα τού Άσενμπαχ δέχονταν λαίμαργα τις βάρβαρες και φτηνές μελωδίες, γιατί το πάθος παραλύει το γούστο και την εκλεκτικότητα […] ο κιθαρίστας, ξερακιανός, με πρόσωπο σκελετωμένο, με το βρώμικο σκούφο του πεσμένο προς τα πίσω, τραγουδούσε με πόζα, όλο αναίδεια, εκτοξεύοντας προς τη βεράντα τις τσιρίδες του, με φουσκωμένες τις φλέβες στο μέτωπό του. Δεν έμοιαζε βενετσιάνος, αλλά μάλλον από εκείνη τη ράτσα των ναπολιτάνων κωμικών, μισονταβατζής, μισοθεατρίνος, διασκεδαστικός κι επικίνδυνος. Εκείνο που έκανε, όμως, τον Άσενμπαχ να τον προσέχει ήταν πως η ύποπτη φυσιογνωμία του έμοιαζε να κουβαλάει μαζί και μιαν ύποπτη ατμόσφαιρα. Μόλις τελείωσε ο τραγουδιστής, άρχισε την είσπραξη. Όσο θράσος έδειχνε στο τραγούδι, άλλο τόσο δ ο υ λ ι κ ά φερόταν τώρα. Με κυρτωμένη τη ράχη σαν γάτα, γλιστρούσε ανάμεσα στα τραπέζια κι ένα χαμόγελο πονηρής υποταγής ξεγύμνωνε τα δυνατά του δόντια».
*
Όσο πιο απεχθές είναι το περιβάλλον, φαίνεται να πιστεύει ο συγγραφέας, τόσο δραματικότερα φωτίζεται η εύθραυστη και σιωπηλή υπεροψία του Άσενμπαχ, η ανικανοποίητη βούληση για το απόλυτο κάλλος.
Στο συγκεκριμένο σημείο, όμως, είναι αξιοσημείωτο ότι η ταινία (σε αγαστή, έως εδώ, σ ύ μ π ν ο ι α με το κείμενο) έχει ξεπεράσει τον γραπτό ήρωα. Ο Βισκόντι επεφύλαξε για το πρόσωπο του πλανόδιου μουσικού μιαν εικόνα ακόμη πιο απωθητική απ’ ότι ο συγγραφέας. Υποβάθμισε στο πεδίο του αποκρουστικού τον πλανόδιο. Έτσι, όταν στην τελευταία σκηνή τον δείχνει με την κιθάρα να τραγουδά και να καγχάζει, δεν διακρίνονται «τα δυνατά του δόντια», όπως διαβάζουμε στις σελίδες του Μαν. Η κινηματογραφική φιγούρα γελά μ’ ένα στόμα σκοτεινό και γλοιώδες, απ’ όπου λείπουν τα δόντια…
*
*
ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΟΘΕΣΕΙ ΤΙ σκέπτεται ο Γκούσταβ φον Άσενμπαχ στον κινηματογραφικό "Θάνατο στη Βενετία", όταν σ’ εκείνο το κουρείο δέχεται τις περιποιήσεις και τις ανανεωτικές παρεμβάσεις του φλύαρου ιταλού κομμωτή; Το γνωρίζει μόνον ο αναγνώστης της νουβέλας. Ο θεατής του βισκοντικού έργου το αγνοεί, αφού, κατά κανόνα, για τη βουβή σκέψη των ηρώων και τους συλλογισμούς του αφηγητή, η κινηματογραφική εικόνα παραμένει ένας απρόθυμος μάρτυρας. Έτσι, όταν οι βαφές επαναφέρουν το μαύρο χρώμα των μαλλιών, τονίζουν τα μάτια και τα χείλη του ήρωα, έχει παραμείνει εκτός του πλάνου ότι ο Άσενμπαχ «κοιτάζοντας το γερασμένο του σώμα ένιωθε ντροπή και απελπισία», ότι «απέναντι στη γλυκιά νεότητα που αγαπούσε, δεν ανεχόταν το γερασμένο του κορμί».
Υπάρχει εντούτοις ένα στοιχείο στο πρώιμο (1912) αυτό έργο του Τόμας Μαν, το οποίο βρίσκει σχολαστική αντιστοιχία στην κινηματογραφική του μεταφορά. Είναι το ενοχλημένο και περιφρονητικό βλέμμα του αφηγητή (βλέπε συγγραφέα) απέναντι στο περιβάλλον ή στο χορό των ανωνύμων, που κινούνται γύρω από τον προαναφερθέντα ήρωα, πρόσωπα που συμπεριφέρονται με ανυπόφορη δουλικότητα και ευτέλεια. Αυτό το κλίμα (σε αντίθεση με τις αλλαγές που έχει επιφέρει ο Βισκόντι κάνοντας στην ταινία τον συγγραφέα Άσενμπαχ μουσικό) αποδίδεται πιστά στην ταινία, η μεταφορά γίνεται σχεδόν λέξη προς λέξη.
*
Η παρουσία του Άσενμπαχ στην Αδριατική αρχίζει από το κεφάλαιο 3 του βιβλίου. Ο ήρωας, με προορισμό τη Βενετία, επιβιβάζεται από τις Δαλματικές ακτές «σ’ ένα παμπάλαιο ιταλικό πλοίο, σ κ ο τ ε ι ν ό και σ κ ο υ ρ ι α σ μ έ ν ο». Απ’ το σημείο αυτό ο πρωταγωνιστής φαίνεται να μπαίνει σ’ ένα προεπιλεγμένο περιβάλλον όπου διαγκωνίζεται μ’ έναν κόσμο αήθειας και παρακμής. «Κάποιος καμπούρης και βρώμικος ναύτης με λαδερό χαμόγελο, όλο ευγένεια, τον οδηγεί πίσω από το τραπέζι όπου καθόταν ένας γενειοφόρος με φυσιογνωμία διευθυντή τσίρκου. Εισέπραξε βιαστικά τα λεφτά κι άφησε τα ρέστα στο λεκιασμένο τραπεζομάντιλο. Είναι τιμή μου να σας εξυπηρετώ, είπε […].
Το σκουριασμένο πλοίο, έχοντας διαπλεύσει βορειοδυτικά την Αδριατική, φθάνει στη Βενετία. Στο κατάστρωμα ένας μεθυσμένος φορτικός γέρος, «γλείφοντας τις άκρες των χειλιών του, σήκωνε το ζαρωμένο, γεμάτο δακτυλίδια δάκτυλο, σχεδιάζοντας σαχλά υπονοούμενα. Για ώρα κάνει στους ξένους αποχαιρετιστήριες ρεβεράντζες. Ευχόμαστε την πιο ευχάριστη διαμονή, τραύλιζε. Το στόμα του το ύγραιναν σάλια […]».
*
Με την άφιξη του πλοίου εμφανίστηκαν οι γονδολιέρηδες. Η εικόνα της ευτέλειας έχει συνέχεια. «Τσακώνονται στη διάλεκτό τους, σκληροί, ακατανόητοι, με απειλητικές φυσιογνωμίες». Αυτός που παραλαμβάνει τον Άσενμπαχ έρχεται σύντομα σε προστριβή με τον πελάτη του. Τον μεταφέρει στο Λίντο ενώ ο τελευταίος θέλει να αποβιβαστεί στον Άγιο Μάρκο. Ο βενετσιάνος γονδολιέρης δεν έχει άδεια εργασίας. Έτσι, όταν πλησιάζει την προβλήτα του Λίντο, διακρίνοντας την αστυνομία, εξαφανίζεται. Ο Άσενμπαχ δεν προλαβαίνει να πληρώσει. Ένας αχθοφόρος τον πλησιάζει. «Ο κύριος ήρθε δωρεάν, είπε, και άπλωσε το χέρι». «Στο ξενοδοχείο, ο υπάλληλος ήταν ένας κοντούλης, όλο ευγένεια και τσιριμόνιες, που τον συνόδεψε ώς το ασανσέρ».
Με τις λεπτομέρειες της αφίξεως ο συγγραφέας εξακολουθεί να τυλίγει στο ίδιο κλίμα τον ήρωα του, που εκτός από υπαρξιακά κουρασμένο πρόσωπο τον θέλει παρατηρητή αδιάφορο και ξένο για το καθημερινό, διαθέσιμο στα σκοτεινά πάθη, αλλά ανεξοικείωτο στη μικροπολιτική τής συναλλαγής.
*
Ανατρέχω στην πολύ μεταγενέστερη νουβέλα του Μαν, "Ο Μάριος και ο μάγος" (1930), μια ιστορία που ξετυλίγεται στις ακτές του Τυρρηνικού πελάγους. Ο συγγραφέας φιλοτεχνεί ένα παρεμφερές σκηνικό. (Η ιταλική λουτρόπολη «μυρμηγκιάζει από μαυριδερά πλήθη που φιλονικούν, αλλάζουν, ενώ ο αφόρητος ήλιος τούς ξεφλουδίζει το σβέρκο»). Και εκεί, σε γενικές γραμμές, ο θίασος του πλήθους κινείται ανάγωγος και απεχθής.
«Μερικές φορές μας φαινόταν μάλλον απίθανο πως βρισκόμαστε στην πατρίδα της μουσικής τέχνης της Δύσης. “Φουτζέροοοο…!” Ακόμη και σήμερα αντηχεί στο αυτί μου εκείνη η κραυγή, που την άκουγα να ηχεί για είκοσι πρωινά, επί εκατό φορές, κολλητά δίπλα μου, απροκάλυπτα βραχνή, φριχτά τονισμένη… Απευθυνόταν σ’ έναν απεχθή νεαρό με ηλιακό έγκαυμα στην πλάτη, που σου προξενούσε αηδία…»
Στο ίδιο σημείο: «Η ζέστη ήταν υπερβολική, ήταν αφρικανική, η κυριαρχία του ήλιου αδυσώπητη… Το πυρακτωμένο κενό του ουρανού μού γίνεται βάρος μέρα με τη μέρα». Και λίγες γραμμές πιο κάτω διατυπώνεται μια σκέψη επεξηγηματική, που φωτίζει, αιφνιδίως, το άτεγκτο βλέμμα, αιτιολογεί την κριτική και την ενόχληση. Η σκέψη πού λέει ότι: «αν η βόρεια ψυχή δεν δει, δεν συνεκτιμήσει και τις θετικές πλευρές μιας τέτοιας συνθήκης (τα εορταστικά συναισθήματα, την ανεμελιά των διακοπών, την ανεξαρτησία, την απλοϊκότητα) μένει με ανεκπλήρωτες κάποιες βαθύτερες ανάγκες και ενσταλλάζεται μέσα της κάτι σαν περιφρόνηση».
*
Στο "Θάνατο", η περιφρονητική διάθεση προβάλλεται από τον Βισκόντι όσο και από τον συγγραφέα. Η εικόνα είναι εξίσου λεπτομερής απέναντι στον εσμό των εγχώριων επιτηδείων, που κυκλώνει την περίσκεπτη και εύθραυστη παρουσία του βόρειου επισκέπτη. Απ’ την προσοχή μας δεν θα διαφύγει πόσο ο φακός θα σταθεί εκστασιασμένος μέσα στην αίθουσα του σαλονιού, στο ξενοδοχείο του Λίντο, παρακολουθώντας με θαυμασμό, με συνεχή γκρο πλαν, την πολυεθνική αριστοκρατία των παραθεριστών. Ιδού πώς έχω περιγράψει πριν 40 χρόνια, γνωρίζοντας μόνο την ταινία, αυτή την εντύπωση. «…κι όταν λοιπόν ολόκληρο το κάδρο γεμίζει από τα ψάθινα πλατύγυρα της πολωνικής οικογένειας και τις πολύχρωμες κορδέλες τους, αντιλαμβάνεσαι πως αυτά έχουν τόσο (ηθελημένο) βάρος όσο και τα πρόσωπα που τα φορούν και δεν φαίνονται. Έτσι, που η προβολή αυτών των “αθώων” σε πρώτη ματιά στοιχείων μπορεί να ανάγεται σε “στάση” και σε “ποιητική”». Όντως, βλέπω τώρα ότι το εσωτερικό στο πολυτελές ξενοδοχείο του Λίντο είναι η πυκνή εικαστική διατύπωση της σκέψης του αφηγητή, όπως τη διαβάζω στο 3ο κεφάλαιο της νουβέλας: «Ανάκατα αντηχούσαν οι φθόγγοι από τις μεγάλες γλώσσες. Η καθιερωμένη σ’ όλο τον κόσμο βραδινή φορεσιά, σύμβολο πολιτισμού, έδενε εξωτερικά τις ανθρώπινες παραλλαγές σε μιαν ενότητα αξιοπρέπειας».
*
Στο 5ο κεφάλαιο, ο Άσενμπαχ από το αντικρινό Λίντο έχει βρεθεί πάλι στη Βενετία. «Τα μαρμάρινα σκαλιά μιας εκκλησίας κατέβαιναν ώς τα κύματα. Ένας αντικέρ με τις πιο δουλικές χειρονομίες καλούσε τους περαστικούς να σταματήσουν και να μπουν, με την ελπίδα να τους εξαπατήσει […]»
Είναι η τέταρτη εβδομάδα της διαμονής του στην πόλη. Τα απολυμαντικά μέτρα κατά της πανώλης είναι πλέον αντιληπτά. Ο Άσενμπαχ, έχοντας διαβάσει τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, έχοντας δει το ξενοδοχείο του να αδειάζει από τους ενοίκους που επιστρέφουν στην πατρίδα τους, επιτέλους «ζητά πληροφορίες για την ανησυχητική μυρωδιά, από έναν καταστηματάρχη που πουλούσε κοραλένια κολιέ και ψεύτικους αμέθυστους. Στεκόταν ακουμπισμένος στην πόρτα του μαγαζιού του. Τον κοίταξε και έκανε μιαν ανυπόμονη κίνηση. “Προληπτικά μέτρα, κύριέ μου”, απάντησε με θεατρικές χειρονομίες. Μια πρωτοβουλία της αστυνομίας που πρέπει να επιδοκιμάσουμε… Η μεταβολή του καιρού το επιβάλλει. Ο σιρόκος δεν κάνει καλό στην υγεία…» Και βέβαια, δεν είναι χωρίς σημασία μια σύμπτωση στην εξέλιξη: το μοναδικό πρόσωπο το οποίο φωτίζει την αλήθεια για το λόγο των απολυμάνσεων, εκείνος που αποκαλύπτει στον Άσενμπαχ τι πραγματικά συμβαίνει, είναι ο Ά γ γ λ ο ς υπάλληλος μιας τράπεζας, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου…
*
Στο ίδιο κεφάλαιο περιέχεται η σκηνή με τους πλανόδιους τραγουδιστές που καταφθάνουν στη βεράντα του ξενοδοχείου, στο Λίντο. «Τα νεύρα τού Άσενμπαχ δέχονταν λαίμαργα τις βάρβαρες και φτηνές μελωδίες, γιατί το πάθος παραλύει το γούστο και την εκλεκτικότητα […] ο κιθαρίστας, ξερακιανός, με πρόσωπο σκελετωμένο, με το βρώμικο σκούφο του πεσμένο προς τα πίσω, τραγουδούσε με πόζα, όλο αναίδεια, εκτοξεύοντας προς τη βεράντα τις τσιρίδες του, με φουσκωμένες τις φλέβες στο μέτωπό του. Δεν έμοιαζε βενετσιάνος, αλλά μάλλον από εκείνη τη ράτσα των ναπολιτάνων κωμικών, μισονταβατζής, μισοθεατρίνος, διασκεδαστικός κι επικίνδυνος. Εκείνο που έκανε, όμως, τον Άσενμπαχ να τον προσέχει ήταν πως η ύποπτη φυσιογνωμία του έμοιαζε να κουβαλάει μαζί και μιαν ύποπτη ατμόσφαιρα. Μόλις τελείωσε ο τραγουδιστής, άρχισε την είσπραξη. Όσο θράσος έδειχνε στο τραγούδι, άλλο τόσο δ ο υ λ ι κ ά φερόταν τώρα. Με κυρτωμένη τη ράχη σαν γάτα, γλιστρούσε ανάμεσα στα τραπέζια κι ένα χαμόγελο πονηρής υποταγής ξεγύμνωνε τα δυνατά του δόντια».
*
Όσο πιο απεχθές είναι το περιβάλλον, φαίνεται να πιστεύει ο συγγραφέας, τόσο δραματικότερα φωτίζεται η εύθραυστη και σιωπηλή υπεροψία του Άσενμπαχ, η ανικανοποίητη βούληση για το απόλυτο κάλλος.
Στο συγκεκριμένο σημείο, όμως, είναι αξιοσημείωτο ότι η ταινία (σε αγαστή, έως εδώ, σ ύ μ π ν ο ι α με το κείμενο) έχει ξεπεράσει τον γραπτό ήρωα. Ο Βισκόντι επεφύλαξε για το πρόσωπο του πλανόδιου μουσικού μιαν εικόνα ακόμη πιο απωθητική απ’ ότι ο συγγραφέας. Υποβάθμισε στο πεδίο του αποκρουστικού τον πλανόδιο. Έτσι, όταν στην τελευταία σκηνή τον δείχνει με την κιθάρα να τραγουδά και να καγχάζει, δεν διακρίνονται «τα δυνατά του δόντια», όπως διαβάζουμε στις σελίδες του Μαν. Η κινηματογραφική φιγούρα γελά μ’ ένα στόμα σκοτεινό και γλοιώδες, απ’ όπου λείπουν τα δόντια…
Πέμπτη 7 Μαΐου 2015
ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ [1875-1955]
[...] "Οι Μπούντενμπρουκ" παρέμειναν για τον Μαν, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, και παρά τον πλούτο της λογοτεχνικής παραγωγής που ακολούθησε, ένα μοναδικής σημασίας βιβλίο. Όλα όσα έγραψε αργότερα, μυθιστορήματα και δοκίμια, αντανακλώνται σ' αυτό το σχεδόν μαγικό έργο που προκαλεί ερωτήματα, θαυμασμό, έκπληξη,αφορμή για συγκρίσεις. Ποτέ πριν στη λογοτεχνία δεν συνέβη κάτι παρόμοιο με ένα πρωτόλειο έργο. Παρά την αρχική απόσταση που είχε κρατήσει ο Μαν απέναντι στη γενέθλια πόλη, "Οι Μπούντενμπρουκ" είναι βιβλίο αφιερωμένο στη Λίμπεκ [...]
Πιέτρο Τσιτάτι: "Η Λίμπεκ", απόδοση: Ευαγγελία Γιάννου.
Τρίτη 21 Απριλίου 2015
21η Απριλίου 1967
Σαν σήμερα, πρωί Παρασκευής, απ’ το τρανζίστορ που είχα πάντα στο
μαξιλάρι μου, άκουσα μισοκοιμισμένος κάτι που σε λίγο κατάλαβα ότι αφορά
την άρση ορισμένων άρθρων του Συντάγματος. Θεώρησα ότι κάποιος μιλά για
τη δικτατορία του Μεταξά, αλλά σε λίγα λεπτά ήξερα ότι πληροφορούμαι
μια τρέχουσα εξέλιξη. Απ’ το απέναντι μπαλκόνι, τρία μέτρα απ’ το δικό
μου (ένας δρομίσκος παράλληλος της Πατησίων) βγήκε με τη ρομπα του ο
κύριος Ανδρέας, ηλικιωμένος ομοφυλόφιλος που
ζούσε με την αδελφή του. Με παρακάλεσε να πάω για προμήθεια ψωμιού.
«Μπορεί να μείνουμε μέρες στα σπίτια μας», είπε ανήσυχος. «Αν
απαγορευθεί η κυκλοφορία τι θα κάνουμε;».
Ήμουν υποψήφιος φοιτητής. Έφυγα περπατώντας μέχρι το κέντρο. Για
πληροφορίες, όχι για ψωμί. Ανεβήκαμε στα γραφεία της Ενώσεως Κέντρου,
γωνία Ακαδημίας και Ομήρου. «Τίποτε», μας είπε κάποιος με γυαλιά, που
είχαν όπως όλα τότε, κοκάλινο σκελετό. «Έκανε κίνημα το Ναυτικό, αλλά
είναι ζήτημα ημερών. Να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας». Στην οδό Αμερικής
ορισμένοι βεβαίωναν ότι είναι μια κίνηση του στρατού, που όμως δεν την
εγκρίνει ο Κωνσταντίνος. Με πλησίασε ένας ηλικιωμένος. Με ύφος ανθρώπου
που γνωρίζει τα πάντα μού είπε. «Τους έπιασαν στον ύπνο!». Στη στοά της
Όπερα (Ακαδημίας), όπου βρίσκονταν οι εκδόσεις Θεμέλιο, έχω την αβέβαιη
εντύπωση ότι υπήρχε μια ομάδα στρατιωτών. Πριν λίγους μήνες, μόλις
πολιτογραφημένος Αθηναίος, είχα παρακολουθήσει εκεί, αργά το απόγευμα,
την παρουσίαση του "Ζ". Για ώρα έβλεπα με δέος την εκδήλωση από την
είσοδο της στοάς. Ο Βασιλικός, με ένα καφέ δερμάτινο σακάκι και τη Μιμή
δίπλα του, υπέγραφε το βιβλίο και οι αγοραστές περνούσαν για μιαν
αφιέρωση.
Μάταια ζητώ λεπτομέρειες για τα χαρακτηριστικά της ημέρας. Πώς ήταν ο καιρός, αν κυκλοφορούσαν λεωφορεία, πότε εξαφανίστηκαν απ’ τους δρόμους τα τανκς, ή ακόμα, τι ακουγόταν στο ραδιόφωνο όταν επέστρεψα στο σπίτι. Δεν ξέρω το λόγο, αλλά οι εγγραφές που άντεξαν είναι επιλεκτικές. Με την ανεξιχνίαστη συμπεριφορά της μνήμης, ορισμένες εικόνες πάνε στο περιθώριο ή μένουν ακατάγραπτες, ενώ άλλες συντηρούνται (όπως ορισμένα κτίρια μετά από σφοδρό βομβαρδισμό). Δεν υπάρχει τάξη στο ημερολόγιο. Η αξία της μαρτυρίας είναι σχετική. Ό,τι κι αν έχει συμβεί μιλά αποσπασματικά. Είναι ανάκληση ενός κόσμου, τον οποίο παρατηρούμε σήμερα με το βλέμμα ενός άλλου. Μάταια θα προσπαθούσε να ταυτιστεί αυτό που θυμόμαστε με την συγκυρία στην οποία ανήκει.
Επέζησαν μόνο οι διάχυτες διαθέσεις, το ύφος, τα γενικά περιγράμματα, ένα μεγάλο, γενικό πλάνο της εποχής. Το καταλαβαίνουμε καλύτερα βλέποντας παλιές φωτογραφίες ταξιδιών μας. Τα περισσότερα στοιχεία δεν τα θυμόμαστε. Χωρίς αυτές δεν ξέρουμε πως ήταν το τράμ που περνούσε, το ζευγάρι των Ιαπώνων που έτρωγε δίπλα μας, η είσοδος ενός ναού. Είμαστε μάρτυρες της ιστορίας μας που αγνοούν ένα μεγάλο μέρος της: το συγκεκριμένο.
Μάταια ζητώ λεπτομέρειες για τα χαρακτηριστικά της ημέρας. Πώς ήταν ο καιρός, αν κυκλοφορούσαν λεωφορεία, πότε εξαφανίστηκαν απ’ τους δρόμους τα τανκς, ή ακόμα, τι ακουγόταν στο ραδιόφωνο όταν επέστρεψα στο σπίτι. Δεν ξέρω το λόγο, αλλά οι εγγραφές που άντεξαν είναι επιλεκτικές. Με την ανεξιχνίαστη συμπεριφορά της μνήμης, ορισμένες εικόνες πάνε στο περιθώριο ή μένουν ακατάγραπτες, ενώ άλλες συντηρούνται (όπως ορισμένα κτίρια μετά από σφοδρό βομβαρδισμό). Δεν υπάρχει τάξη στο ημερολόγιο. Η αξία της μαρτυρίας είναι σχετική. Ό,τι κι αν έχει συμβεί μιλά αποσπασματικά. Είναι ανάκληση ενός κόσμου, τον οποίο παρατηρούμε σήμερα με το βλέμμα ενός άλλου. Μάταια θα προσπαθούσε να ταυτιστεί αυτό που θυμόμαστε με την συγκυρία στην οποία ανήκει.
Επέζησαν μόνο οι διάχυτες διαθέσεις, το ύφος, τα γενικά περιγράμματα, ένα μεγάλο, γενικό πλάνο της εποχής. Το καταλαβαίνουμε καλύτερα βλέποντας παλιές φωτογραφίες ταξιδιών μας. Τα περισσότερα στοιχεία δεν τα θυμόμαστε. Χωρίς αυτές δεν ξέρουμε πως ήταν το τράμ που περνούσε, το ζευγάρι των Ιαπώνων που έτρωγε δίπλα μας, η είσοδος ενός ναού. Είμαστε μάρτυρες της ιστορίας μας που αγνοούν ένα μεγάλο μέρος της: το συγκεκριμένο.
Τρίτη 7 Απριλίου 2015
Κυκλοφορήσαμε
Πολλοί αναγνώστες προτιμούν τον τύπο του τρέχοντος τεύχους: πολλά και
ποικίλα κείμενα λογοτεχνίας και στοχασμού αντί του μονοθεματικού
αφιερώματος.
Οι σελίδες του ΔΕΝΤΡΟΥ αυτή τη φορά είναι ανθολόγηση μικρών και ποικίλων κειμένων, γνωστών και λιγότερο γνωστών συγγραφέων. Η πεζογραφία σε μια καλή της στιγμή.
Οι σελίδες του ΔΕΝΤΡΟΥ αυτή τη φορά είναι ανθολόγηση μικρών και ποικίλων κειμένων, γνωστών και λιγότερο γνωστών συγγραφέων. Η πεζογραφία σε μια καλή της στιγμή.
Ακόμα και σελίδες από το περίφημο Ημερολόγιο των αδελφών Γκονκούρ
δημοσιεύονται, κείμενα που εδώ και δεκαετίες έχουν να εμφανιστούν στα
ελληνικά, για να μην πούμε πως έχει ξεχαστεί ή αγνοηθεί.
Υπάρχει ήδη στα βιβλιοπωλεία Πατάκης (Ακαδημίας), Χριστάκης (Ιπποκράτους 10), Πολιτεία (Ασκληπιού 1), Πρωτοπορία (Γραβιάς 3), Ιανός (Σταδίου).
Υπάρχει ήδη στα βιβλιοπωλεία Πατάκης (Ακαδημίας), Χριστάκης (Ιπποκράτους 10), Πολιτεία (Ασκληπιού 1), Πρωτοπορία (Γραβιάς 3), Ιανός (Σταδίου).
Κυριακή 5 Απριλίου 2015
Τιτάνια
Φίλος στενός, μου συνέστησε το "Μητέρα και γιος" του Σοκούροφ, ενώ ξέρει ότι μου αρέσει ο κινηματογράφος που οι άνθρωποι κινούνται και τα πλάνα αλλάζουν. Από την πρώτη σκηνή μέχρι την τελευταία, μητέρα και γιος είναι ζήτημα αν μίλησαν πέντε έως δέκα φορές. Ξέρω πως έχει πολλούς φίλους αυτός ο κινηματογράφος. "Μα δεν σας κράτησε;", με ρώτησε ο ένας και μοναδικός θεατής του "Τιτάνια". "Τόση εσωτερικότητα δεν σας άγγιξε;".
Είχα γράψει κάπου, ότι το να απολαμβάνεις την αυτοαναφορικότητα της ποιητικής (και κινηματογραφικής, φυσικά) γλώσσας, την ενδοστρεφή λειτουργία ενός οργάνου που μιλά με τον εαυτό του, είναι κάτι τόσο ενδιαφέρον όσο και το να βλέπεις το νερό να πλένεται ή τον αέρα να παίρνει βαθειές ανάσες.
Είχα γράψει κάπου, ότι το να απολαμβάνεις την αυτοαναφορικότητα της ποιητικής (και κινηματογραφικής, φυσικά) γλώσσας, την ενδοστρεφή λειτουργία ενός οργάνου που μιλά με τον εαυτό του, είναι κάτι τόσο ενδιαφέρον όσο και το να βλέπεις το νερό να πλένεται ή τον αέρα να παίρνει βαθειές ανάσες.
Νικος Παππάς
Το άκουσα το πρωί στο ραδιόφωνο οδηγώντας. Βιαστική αναφορά. Σαν σήμερα
πέθανε ο πλοίαρχος του Α/Τ "Βέλος" Νίκος Παππάς. Ποιος ήταν ο Παππάς
και το Α/Τ "Βέλος"; Η βραχεία μνήμη, που κάνει κάθε δημόσια πράξη
κρυμμένο επίπεδο του παλίμψηστου, το ξέρω, δεν βοηθά να συγκρατήσουμε το
όνομα ενός ρομαντικού και γενναίου.
Στις 25 Μαίου 1973, το απόγευμα, το αντιτορπιλικό "Βέλος" αγκυροβολεί έξω από το λιμάνι του Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, στην περιοχή της Ρώμης. Πρωτεργάτης του Κινήματος του Ναυτικού κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο Παππάς εγκατέλειψε νατοϊκή άσκηση στο Τυρρηνικό Πέλαγος και οδήγησε το πλοίο στην Ιταλία ζητώντας πολιτικό άσυλο. Τελικά παραχωρήθηκε από την κυβέρνηση της χώρας στον ίδιο και στο πλήρωμα. Έξι αξιωματικοί και 25 υπαξιωματικοί. Ολοι τους αποφασισμένοι να αντισταθούν στη χούντα. Το κίνημα βέβαια είχε αποτύχει. Στην Αθήνα είχαν αρχίσει οι συλλήψεις.
Στις 25 Μαίου 1973, το απόγευμα, το αντιτορπιλικό "Βέλος" αγκυροβολεί έξω από το λιμάνι του Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, στην περιοχή της Ρώμης. Πρωτεργάτης του Κινήματος του Ναυτικού κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο Παππάς εγκατέλειψε νατοϊκή άσκηση στο Τυρρηνικό Πέλαγος και οδήγησε το πλοίο στην Ιταλία ζητώντας πολιτικό άσυλο. Τελικά παραχωρήθηκε από την κυβέρνηση της χώρας στον ίδιο και στο πλήρωμα. Έξι αξιωματικοί και 25 υπαξιωματικοί. Ολοι τους αποφασισμένοι να αντισταθούν στη χούντα. Το κίνημα βέβαια είχε αποτύχει. Στην Αθήνα είχαν αρχίσει οι συλλήψεις.
Από μια ραδιοφωνική υπόμνηση ρουτίνας, λοιπόν, καταλογάδην μάλιστα με
πολλούς που γεννήθηκαν ή πέθαναν σήμερα, να η ευκαιρία να μνημονεύσουμε
το πρόσωπο και τις ημέρες. Ας θριαμβεύει ο καιροσκοπισμός. Ας μην
πιστεύουμε σ' αυτά που βλέπουμε. Υπήρξαν και ζήσαμε φωτεινές στιγμές,
έστω και προορισμένες για τη συλλογική λήθη.
Γαλήνη
"Βρήκατε
τίποτε σήμερα στους ρακοσυλλέκτες", με ρώτησαν στο ινμποξ. "Γαλήνη ", η
πρώτη έκδοση του 1939. Έχει κάνει από τότε κι εγώ δεν ξέρω πόσες
εκδόσεις. Πρέπει να πω ότι είναι σπάνιο έως απίθανο πια να βρεις βιβλία
με αφιερώσεις συγγραφέων της γενιάς του '30. Μέσα υπήρχε και μια
φωτογραφία. Το πιθανότερο είναι ότι δεν έχει καμιά σχέση με τον κτήτορα
στον οποίο αφιερώνεται το βιβλίο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)