Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Facebook 3

_

Η στήλη με τίτλο "Facebook'' δημοσιεύεται στο περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ. Είναι επιλογή σχολίων μου που εμφανίζονται στην αντίστοιχη ηλεκτρονική μου σελίδα.

[...] «Επέστρεφε από τη Ρώμη. Με την ψυχή γεμάτη ποίηση και τα μάτια της κορεσμένα από Ραφαήλ και Μιχαήλ Άγγελο, διψούσε για αληθινή φύση». Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Το σπίτι της γάτας, 1829. • [...] «Όποιος αγαπά φοβάται, και όποιος φοβάται είναι πιο κοντά στην αφοσίωση παρά στο μίσος». Επίσης Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Συμβόλαιο γάμου, 1835. • Η ορολογία των τελευταίων χρόνων, που βάφτισε την «Επαρχία» «Περιφέρεια», είναι άλλος ένας φτωχοπροδρομικός εξωραϊσμός. Μοιάζει λίγο με την αλλαγή των εντόπιων (τούρκικων, αλβανικών και σλαβικών) ονοματοθεσιών, που μετονόμασε βίαια η συμπλεγματική μας αγωγή. Η βαθύτερη «Επαρχία» είναι, εν τέλει, το όποιο Κέντρο, που θέλει να ψιμυθιώνει καρναβαλικά την ιστορία του, εξωραΐζοντας τα ασήμαντα του βίου. • «Οι Κούροι», έγραφα κάπου, «θα ήταν η πληκτικότερη σελίδα στην ιστορία των Μορφών αν δεν υπήρχε η αγιογραφία μας». Αλλά, σκέφτηκα αμέσως, εκτός από εκείνη τη στάση της μαθητικής προσοχής και το ατελές χαμόγελό τους, υπάρχει πληθωρικά η σιωπή τους. Η επίμονη αρχαία σιωπή, που είναι ένα είδος απάντησης στο αίνιγμα του χρόνου. • Απελπισμένοι οι ξένοι οδηγοί αναζητούν το πρώτο αυτονόητο σ’ όλες τις πόλεις του Κόσμου. Την ένδειξη του αυτοκινητόδρομου. Ματαίως ψάχνουν τα διεθνή σύμβολα: Κέντρο (επάλληλοι κύκλοι), Νοσοκομείο, Λιμάνι, κ.λπ. Αντ’ αυτών, τους καθοδηγούν οι παγκοσμίως γνωστές έννοιες «Syntagma», «Piraious» και άλλα. Εδηλώνουμε, δηλαδή, όπως παντού, την «αθωότητα» του χωρικού, που θεωρώντας (όπως κάθε χωρικός) ότι είναι κέντρο του κόσμου, απαιτεί οι αλήθειες του να εξυπακούονται. • Στους Ρακοσυλλέκτες, στον Πειραιά, βρήκα και πήρα τον Μιχαήλ Στρογκώφ του Βέρν. Παλιές εκδόσεις του «Αστέρα», με το κόκκινο, σκληρό εξώφυλλο. «Στον αγαπητό μας ανιψιό Μιχαλάκη, με χίλιες ευχές, οι θείοι σου, Μίμης-Αφροδίτη». 31.12.1961. • Ποιος ήταν (και ποιος είναι), λοιπόν, ο Μιχαλάκης; Γιατί πέταξε το πολύτιμο ενθύμιο; Πώς ήταν και τι έκαναν οι καλλιγράφοι θείοι με το πρωτοχρονιάτικο δώρο που άλλαξε, περιφρονημένο προφανώς, μετά από μισόν αιώνα κτήτορα; Όμως αυτό που τρομοκρατεί είναι κάτι άλλο. Είναι το κλίμα της εποχής. Το απέραντο γκρίζο του ’60. Μιας μελαγχολικής συγκυρίας που έρπει ακόμα προς το μέρος μου. • Με αφορμή τον καταιγισμό των αναγνώσεων (σε αίθουσες, μπαρ, βιβλιοπωλεία), στο Αφιέρωμα του Δέντρου για τον Καρυωτάκη (σελ. 6) επισημαίναμε το ευτράπελο να αντιμετωπίζεται η ποίηση σαν ένα ευρέως αναλώσιμο προϊόν. Υπόθεση της αγοράς, δηλαδή. Σαν εξωστρεφής τέχνη που περιμένει την άνευ όρων κατανάλωση. Αν αυτή η μονήρης πράξη, λέγαμε, δεν είναι κανόνας ζωής, γίνεται πρωτοβάθμια απασχόληση, απλοϊκή αναψυχή, ένας ανοικονόμητος πλεονασμός. • Από το facebook της Νίκης Ε., αυτή η σύντομη φράση για το αγωνιστικό κλίμα των καφενείων: «Καπνιστές, ελληναράδες, έπιασαν τα μετερίζια της αντίστασης»!!! • Eυήθεια (ευ+ήθος). Η λέξη έχοντας χάσει την πρώτη σημασία (από την αχρησία, λέει δηλητηριω­δώς ο Λεοπάρντι), διατήρησε μόνο τη μεταφορική. Η αρετή γινόταν πάντα δεκτή μ’ αυτόν τον τρόπο από τη μάζα, που οι βαθύτερες απόψεις και κλίσεις της εκδηλώνονται άθελά της στη γλώσσα. «Αυτή η ετυμηγορία του πλήθους αποκαλύπτει την πίστη του ότι οι ανόητοι είναι καλοί, αδυνατώντας να είναι κάτι άλλο». Τζάκομο Λεοπάρντι, Pensieri. • Μια ιστορία (συλλογή Μibhar Happeninim, με εβραϊκά γνωμικά του 12ου αι.) λέει ότι κάποιος συνάντησε έναν γνωστό του, ο οποίος του δήλωσε αισθήματα βαθιάς φιλίας. «Σε πιστεύω», είπε o πρώτος. «Δεν έχουμε την ίδια πίστη, δεν είσαι αδελφός μου, κατοικούμε μακριά, και δεν με βοηθάς να ζήσω». Το μίσος και η επιφύλαξη προς τους άλλους (θέλει να πει ο ποιητής) είναι μεγαλύτερο, όσο περισσότερο αυτοί μας μοιάζουν και είναι κοντά μας. • Όπως κάθε ανοικονόμητο στόμα, μάς κρατά πάντα επιφυλακτικούς. Εκείνο το «Ο κύριος τίποτα» όμως, ήταν μια προσωπογραφία που επαληθεύεται πανηγυρικά όσο περνούν τα χρόνια. Το πρόσφατο «Μαζί τα φάγαμε» είναι διαφορετικά συγκλονιστικό: Μια απροκάλυπτη ομολογία, σπουδή αυτογνωσίας και αναγκαίου πραγματισμού. • O υποψήφιος δήμαρχος μου φαίνεται πρόσωπο με σοβαρότητα, ως εκ τούτου με δυσκολία διείσδυσης στο ευρύ κοινό. Τέτοιο χάρισμα, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, διαθέτει ο «αντιμνημονιακός» κ. Δημαράς. «Παιδί του λαού», καθώς χαρακτήριζαν παλιά ορισμένους πολιτευόμενους. Παρακολουθώντας τον ίδιο και το «λόγο» του, περιμένεις τη γνωστή κατακλείδα: «Όχι για μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου». • Ο δημαγωγός χρειάζεται επαναπαυμένες συνειδήσεις. Το ακροατήριό του είναι εκτός πεδίου κρίσεως και ευθύνης. Φταίει πάντα κάποιος άλλος. Και το Λαζοπούλειο τσίρκο, έτσι απευθύνεται στους «αναμάρτητους». Εσείς με τα αυθαίρετα, τους λέει, οι σαραντάρηδες συνταξιούχοι, οι λεγεώνες του Δημοσίου, οι σκανδαλώδεις επιδοματούχοι, οι υπεράριθμοι, οι αργόμισθοι, αγανακτήστε με το Μνημόνιο. Είστε ανεύθυνοι για το κοινωνικό μας τέρας! • Eικόνα παρισινού δρόμου, από τον πεζογράφο Γιόσεφ Ρoτ (1894-1939). [...] «Ευγενικά κοριτσάκια, συνετά πλάσματα μιας μητρόπολης, που κρατούσαν τη μαμά τους από το χέρι και προχωρούσαν στο λιθόστρωτο σαν όντα μαγικά, κάτι ανάμεσα σε πριγκίπισσα και ζώο. Στα υπαίθρια καφέ, οι κυρίες με καλαμάκια, σαν λεπτά φλάουτα, ανάμεσα στα χείλη. Ο κόσμος ήταν πίσω από ένα γυαλί, όπως τα ανεκτίμητα χαλιά στα μουσεία. Φυγή χωρίς τέλος. • [...] «Το παρόν είναι χίλιες φορές δυνατότερο κι απ’ το πιο δυνατό παρελθόν. Καταλάβαινε τον πόνο του ανθρώπου, που δέκα χρόνια πριν ξεπέρασε μια βαριά εγχείρηση και σήμερα πεθαίνει από έναν πονόδοντο» [...] Γιόσεφ Ροτ, Φυγή χωρίς τέλος. • Ένα νέο αγωνιστικό έπος, απολύτως αντάξιό μας: Η Eθνική Αντίσταση των σταχτοδοχείων. • Αν όμως πλησιάσουμε πιο σοβαρά το αντάρτικο του καπνιστή, θα δούμε ότι αυτό που θίγεται από την απαγόρευση είναι η «διακεκριμένη», «ξεχωριστή» παρουσία του νεοέλληνα, καλλιεργημένη μέσα στην κουλτούρα της ατομικότητας. Η συνθήκη που δεν μας επιτρέπει, σε καθημερινή βάση, να δούμε τον εαυτό μας να κρίνεται και συνακόλουθα να πειθαρχεί. Ο ανυποψίαστος, δηλαδή, και απόλυτα ακαλλιέργητος ναρκισσισμός. • Στην αριστερή στήλη της σελίδας της («Πληροφορίες») γράφει: liberal. Πράγματι ποζάρει ξαπλωμένη με μπικίνι ή, σε άλλες φωτογραφίες, δείχνει διαρκώς τα πόδια της (στερεά πολιτική άποψη). Για τις πεποιθήσεις της γράφει: Agnostic (εκ του Αγνοώ). Όντως. Αν θα προσέξεις, το βλέμμα της είναι άδειο. Η liberal, αγνωστικίστρια «φίλη» του facebook σε κοιτάζει με την έκφραση σκεπτόμενου πτηνού. • Το μυθικό γένος των περί τις τέχνες. Λέει ο Ρενουάρ: «Ο φιλότεχνος είναι το αστειότερο πλάσμα του κόσμου. Δύο συζητούσαν μια μέρα μπροστά σε έναν πίνακα. Δυνατό έργο, έλεγε ο πρώτος. Είναι όμως ηθογραφία ή ιστορικός πίνακας, ρωτούσε ο άλλος. Πρόσφατα, κάποιος μου έδειξε δύο πλαστά έργα με την υπογραφή του Κορό. Του είπα ότι αμφιβάλλω για τη γνησιό­τητά τους. Δεν βαριέστε, μου λέει, για ένα σπίτι που έχω στην εξοχή είναι». Αμπρουάζ Βολάρ: Ο ζωγράφος Ρενουάρ. • Και λίγο πιο κάτω: «Η Ισπανία! Δεν είδα μιαν όμορφη γυναίκα. Δεν υπάρχει ένα δέντρο. Κι όμως οι Ισπανοί δεν έχουν δημοκρατία, το πολίτευμα δηλαδή που δεν θα αφήσει ούτε ένα δέντρο στη Γαλλία, που δεν θ’ αφήσει πουλί πετάμενο, ή ψάρι στους ποταμούς. Λέω στον ξάδελφό μου. Γιατί σκότωσες αυτό το ζαρκαδάκι; Μα αν δεν το σκότωνα εγώ θα το σκότωνε άλλος, αργότερα. Όλοι σήμερα έχουν άδεια κυνηγού». Αμπρουάζ Βολάρ: Ο ζωγράφος Ρενουάρ. • Και μετά άλλες σκέψεις του ζωγράφου: «Ο Μιχαήλ Άγγελος, παρόλη τη μεγαλοφυία του, έχει φιγούρες που επαναλαμβάνονται. Πάντα τους ίδιους μυς. Από την πολλή μελέτη ανατομίας εί­ναι λες και φοβάται μην ξεχάσει κανένα ποντίκι [...] Mε ξεκούρασε όμως η Νάπολι. Mετά από τόσες Παναγίες, βλέπεις έργα πομπηιανά και αιγυπτιακά. Γι’ αυτό μ’ αρέσει κι ο Κορό: μ’ ένα δέντρο σου δίνει τα πάντα». Αμπρουάζ Βολάρ: Ο ζωγράφος Ρενουάρ. • Με αφορμή, λοιπόν, τη χθεσινή 28η Οκτωβρίου, δύο φράσεις του Μουσολίνι: 1. «Δεν είμαι ο ιδρυτής του Φασισμού. Απλώς τον ανέσυρα από το ασυνείδητο των Ιταλών». 2. «Η Ιταλία ανήκει στους Ιταλούς». Και οι δύο μας αφορούν. Η πρώτη, γιατί αναδεικνύει την ευθύνη των μαζών, που σήμερα, για τα δραματικά δικά μας, την αποσιωπούμε. Η δεύτερη, γιατί, κλεμμένη από τον Αντρέα, συνεχίζει να δημαγωγεί με την αυτάρεσκη, προπολεμική της εσωστρέφεια. • «[...] Η απόλυτη ελευθερία βλάπτει τον καλλιτέχνη, υπό την έννοια ότι μπορεί να την χρησιμοποιήσει για να σκορπίσει το ταλέντο του. Κατά τη γνώμη μου, χρειαζόμαστε τυράννους. Είμαι υπέρ μιας εθνικής αφηρημένης αρχής, η οποία θα με διέταζε να γεννάω συνεχώς εικόνες. Οι Πάπες, που γνώριζαν καλά την παιδαριώδη ψυχολογία των καλλιτεχνών, καλούσαν κοντά τους ζωγράφους και τους διέταζαν να κάνουν πίνακες». Φεντερίκο Φελίνι. • Ο Δουμάς ετοιμοθάνατος. To πρωί της 4ης Δεκεμβρίου του 1870, ο γιoς του τον βρήκε περίσκεπτο. Τι σκέπτεσαι, τον ρώτησε. Τα μυθιστορήματά μου, απάντησε εκείνος. Και λίγο μετά. Αλήθεια, Αλέξανδρε, θα μείνει άραγε τίποτε από το έργο μου ή θα λησμονηθώ κι εγώ, όπως τόσοι άλλοι. Ο γιός του τον καθησύχασε. Θα είσαι δημοφιλής για πολλές ακόμα γιενιές, του είπε. Την άλλη μέρα ο πατέρας Δουμάς πέθανε. Κηδεύτηκε στην Διέπη. • «Η ειρωνία έχει πολλές μορφές στη λογοτεχνία. Η ειρωνία μιας εποχής διαφέρει από της άλλης. Και βέβαια, η γραφή της δημιουργικής φαντασίας διαθέτει πάντα ένα βαθμό ειρωνίας. Αυτό, εννοούσε ο Όσκαρ Ουάιλντ, όταν έλεγε πως η κακή ποίηση διακρίνεται για την ειλικρίνειά της». Χάρολντ Μπλουμ. • Από το περίφημο βιβλίο ηθολογικών στοχασμών (Pensieri) του Λεοπάρντι (εκδ. 1845): «Κάθε ζώο μισεί το άλλο και, όταν το υπαγορεύει το συμφέρον του, γίνεται επιθετικό». Λίγο πιο κάτω: «Στις μικρές πόλεις, μέσα σε αμοιβαία απέχθεια, κυριαρχούν μικρές φιλοδοξίες και μεγάλα ελαττώματα». Μετά την τελευταία σελίδα αυτού του συγγραφέα που διαβάζεις, μπορείς να σκεφτείς ότι μόνον η μισανθρωπία, με συμπεράσματα απαραμόρφωτα στο χρόνο, έχτισε μιαν εικόνα αιώνιας επικαιρότητας. • «Ελευθερία είναι η θεραπεία» (Πολύ σοβαρό σύνθημα, γραμμένο σε τοίχο της Ιατρικής). • Σιμωνίδης. Για όσους διδάσκουν τις τέχνες και τα έργα τους, τη σχέση ιδέας και υλικού: α. Tι είναι αυτή; β. Βακχίδα. α. Ποιος την έφτιαξε στο μάρμαρο; β. Ο Σκόπας. α. Kαι ποιος την έκανε να μαίνεται, ο Βάκχος ή ο Σκόπας. β. Ο Σκόπας. • [...] Kαι τότε, μια μέρα, του κατέβηκε η πιο παράξενη ιδέα. Πως η μεγαλύτερη δόξα γι αυτόν και το ωφελιμότερο πράγμα για τον τόπο ήταν να ξαναφέρει την πλανόβια ιπποσύνη. Σαν αρχαίος ιππότης να γυρίζει με το άλογό του από χώρα σε χώρα, ζώντας περιπέτειες και διορθώνοντας τις αδικίες. Ύστερα πήγε στο στάβλο να δει το άλογό του. Μ’ όλο που ήταν ζωντανός σκελετός, του φάνηκε μεγαλόπρεπο [...] Δον Κιχώτης, Διασκευή για παιδιά. • Μετά την ευχάριστη έκπληξη και την ικανοποίηση για την αλλαγή στο Δήμο, να δούμε πώς πραγματοποιείται αυτό το παράδοξο ζητούμενο: να αλλάξει μια πόλη, μένοντας ίδιοι οι κάτοικοι. Διότι, ως γνωστόν, από καταβολής κόσμου, κανένα όραμα, προσωπικό ή συλλογικό, δεν διαρκεί, όταν αναγκάζεται να μεταφράζει τις ιδέες σε πράξη. • Τι αισιόδοξη ευφορία με τη μελλοντική εικόνα στο δήμο! Σε λίγο, λέει, δεν θα διασχίζουν πια τα πεζοδρόμια οι αναιδείς δικυκλιστές. Οι άθλιοι εισαγμένοι επαίτες δεν θα δείχνουν τις πληγές τους. Τα κινούμενα φαντάσματα της ηρωίνης θα εξαφανιστούν. Δεν θα εισπνέουμε το πάθος των ελευθέριων θεριακλήδων στα καφενεία. Οι κουρελοαφίσες και η κακογουστιά θα ξεχαστούν. Οι επαναστάτες θα ελευθερώσουν τους κλεισμένους δρόμους. Χώρα με κύρος, με νόμους! • ...Θέλω να πω, ότι οι απραγματοποίητες προσδοκίες από μιαν αλλαγή προσώπων θα φέρουν μεγαλύτερη απογοήτευση. Διότι, μεταξύ μας, εκείνο που λείπει είναι το αυτονόητο. Η βούληση της πειθαρχίας. Αυτό το στοιχείο έχει παραλύσει και είναι το μέγα ζητούμενο της Μεταπολίτευσης. Από το κάπνισμα μέχρι την υπηρεσιακή κοπάνα, υπάρχει η «ανθρωπιστική» συγκατάβαση τού «Έλα μωρέ». Μια αγέλη ατάκτων αντιμετωπίζεται από μια αρχή αβούλων. • [...] Tο βάθεμα, η στροφή στα ενδότερα του εαυτού είναι διαμετρικά αντίθετες διαδικασίες στον Θερβάντες και τον Σέξπιρ. Ο Σάντσο και ο Δον Κιχώτης αναπτύσσουν ένα νέο, πλουσιότερο «εγώ» ακούγοντας ο ένας τον άλλον, ενώ ο Φάλσταφ και ο Άμλετ ακολουθούν αυτή την εξέλιξη μόνο όταν αφουγκράζονται τον εαυτό τους. [...] Χάρολντ Μπλουμ Γιατί διαβάζουμε. • [...] Εκείνο που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα είναι ο συνεχής διάλογος ανάμεσα στον Σάντσο και τον Δον Κιχώτη. Ακόμη κι όταν καυγαδίζουν, η ευγένεια δεν τους εγκαταλείπει. Ποτέ δεν παύουν να μαθαίνουν, καθώς ο ένας ακούει τον άλλον. Και ακούγοντας ο ένας τον άλλον αλλάζουν οι ίδιοι [...] Χάρολντ Μπλουμ Γιατί διαβάζουμε. • Αρχίζω να βάζω like (επιβράβευση, για όσους δεν ξέρουν το facebook) κάτω από ακατανόητες αναρτήσεις ενός Ρώσου. Ίσως να είναι σκέψεις για διάφορα ζητήματα. Πιθανόν αποσπάσματα συγγραφέων και μέρη λογοτεχνικών κειμένων. Ένας θεός ξέρει τι επιβραβεύω. Όμως, έτσι δεν είναι και οι τόσες συμφωνίες με πράγματα που απλώς νομίζουμε ότι αντιλαμβανόμαστε; Τόσες αλήθειες δεν τις εισπράττουμε ως παρεξήγηση της ταυτότητάς τους; Τι πάρα πάνω θα κρύβει, λέω, η κουρτίνα της άγνωστης γλώσσας; • Η λογοτεχνική κριτική πρέπει να είναι εμπειρική και πρακτική, παρά θεωρητική. Πού το διάβασα; Θυμίζει αυτό που έγραφε η Γουλφ. Ότι, δηλαδή, η μοναδική συμβουλή που μπορείς να δώσεις σε έναν αναγνώστη είναι να μην δέχεται καμιά συμβουλή. • «Αν δεν υπήρχε ο θάνατος», όπως έγραφε ο Ιονέσκο, «θα ζούσαμε αγαπημένοι, χωρίς μίσος. Θα ξαναρχίζαμε διαρκώς ό,τι δεν πετύχαμε. Διότι το μίσος είναι έκφραση της αγωνίας μας για την έλλειψη χρόνου». Λοιπόν, επειδή η γνώση των αιτίων θεραπεύει, αυτή η σκέψη θα χρησίμευε στο «τρομερό είδος» των δημιουργών. Μετριάζει το φθόνο, το μόνιμο συγκρουσιακό πνεύμα και τη βασανιστική ανασφάλεια ότι δεν προλαβαίνουν. • [...] Η σκηνή ήταν από «άποψη» ένας γυμνός χώρος. Τόσο, που φαίνονταν στο βάθος τα παρασκήνια, οι τεχνικοί να περνούν τρώγοντας, κάνοντας αστεία ή καπνίζοντας. Και επειδή ο ρεαλισμός (όπως η αφηγηματικότητα στη γραφή) είναι ανθρώπινος και παντοδύναμος, εκείνα που γίνονταν εκεί πίσω κέρδιζαν την προσοχή και το ενδιαφέρον, περισσότερο απ’ την αφαίρεση της δράσης και την υποτυπώδη υπόθεση. (Κ.Μ., «Θεάματα, 1975-1990»). • [...] 1900. «Είναι όμορφοι και φαρδείς οι δρόμοι της Αθήνας. Αλλά είναι ασήμαντοι. Σε μερικά σημεία εξοργιστικοί, εξαιτίας της άφθονης χρήσης καινούργιων μαρμάρων, και εκείνης της άσχημης και κακόγουστης απομίμησης της αρχαιότητας. Μπροστά στο Στάδιο σταματήσαμε να δούμε το άγαλμα του κ. Αβέρωφ. Ω! εκείνη η μαρμάρινη ρεντικότα!» [...] Ανρί Μπρεμόν (1865-1933), Ταξίδι στην Ελλάδα. • 1900. [...] «Το Στάδιο είναι ολοκαίνουργιο. Αργότερα, που θα δω το αθηναϊκό πλήθος να γεμίζει τις κερκίδες του, θα είμαι λιγότερο αυστηρός. Σήμερα όμως, μέσα στην κραυγαλέα λευκότητά της, αυτή η τερατώδης άδεια μπανιέρα είναι σαφώς άσχημη. Πάμε να φύγουμε!» [...] Ανρί Μπρεμόν (1866-1933), Ταξίδι στην Ελλάδα.H κυρία και ο ναύτης, της Λίνα Βερτμίλερ. Μας άρεσε, όταν την πρωτοείδαμε, η «επαναστατική αυθάδεια» του ναύτη απέναντι στη μεγαλοαστή, όταν οι δύο βγαίνουν απ’ το κότερο και απομονώνονται σ’ ένα μικρό νησί, ανατρέποντας την τάξη των πραγμάτων. Σήμερα, μένει μόνο το ρητορικό πνεύμα τής πολιτικοποιημένης εποχής και ο στόμφος του. Απ’ όλη την ταινία κρατάς (και ξανασκέφτεσαι) τη φράση: «Όσοι άλλαξαν τον κόσμο είχαν υπηρετικό προσωπικό». • H νευρωτική τελειοθηρία ενός συγγραφέα απέναντι στο κείμενο είναι, συνήθως, αντιστρόφως ανάλογη της εκτιμήσεώς του για τον αναγνώστη (Κ.Μαυρουδής. Στενογραφία). • Το να απολαμβάνεις την αυτοαναφορικότητα της πεζογραφικής ή ποιητικής γλώσσας (την ενδοστρεφή λειτουργία ενός οργάνου που μιλά με τον εαυτό του) είναι τόσο σοβαρό και ενδιαφέρον, όσο το να βλέπεις το νερό να λούζεται ή τον αέρα να παίρνει βαθειές ανάσες. (Κ. Μαυρουδής. Στενογραφία). • Το πόσο επιπόλαια μας απασχολεί ακόμα και η ποίηση, το δείχνει η ευκολία με την οποία περνούν στη λήθη ολόκληρες περιοχές της. Κι όσοι θριαμβεύουν σήμερα, είναι γιατί προκαλούν αντανακλαστικά που δημιουργεί πάντα στο πλήθος ο πρωταγωνιστής, βρίσκονται σε συρμούς που, όπως όλοι οι συρμοί, παρασύρουν. Ποιητές που οργάνωσαν προσωπικό και ολοκληρωμένο κόσμο, μένουν άγνωστοι. Το βλέμμα φτάνει μόνο μέχρι την άκρη του προβολέα. Παραθέτω το ποίημα (1958) με τίτλο «Ένα βρέφος». Σ’ έναν παράδεισο ζω κι όλα είναι κομμένα / στα μέτρα μου, για να υπηρετούνε την τέρψη μου. / Και το κορμί μου είναι γεμάτο περιέργεια τυφλή / (κι ας είναι από σοφία πυκνή χτισμένο) / κι όλο μαθαίνει [...] τα πράγματα / και τα ερωτεύεται και γίνεται ένα μαζί τους / Και χαίρομαι τη γύμνια μου κάτω απ’ τα μάτια τα τεράστια της μάνας μου, / που είμαι ο παράδεισός της, συλλογιέμαι. Άρης Δικταίος, Πολιτεία Β΄. • Από την ίδια συλλογή: «Ένα παιδί». Γιατί έξω απ’ τον παράδεισό μου λοιπόν με πετούνε; / Γιατί τα πράματα τέτοιο μέγεθος παίρνουν / που με περνούν στο ανάστημα και δεν τα φτάνω,/και δεν τα νιώθω, και τα μισώ πολύ και με τρομάζουν; / Ό,τι θέλω, ό,τι μου αρέσει κακό είναι[...] / κι όλος ο κόσμος μια τεράστια απαγόρευση[...] / το κορμί μου όλο χάνεται σε εχθρικό μάθος / τοίχος μισητός που απ’ τη χαρά του το χωρίζει [...] Άρης Δικταίος, Πολιτεία Β΄. • Φληβάς ο Φοίνικας, δεκαπέντε μέρες πεθαμένος / λησμόνησε την κραυγή των γλάρων [...] και το κέρδος και τη ζημιά. Κάτω απ’ τη θάλασσα ένα ρέμα / έγλειψε τα κόκαλά του ψιθυρίζοντας. [...] Ω εσύ που γυρίζεις το τιμόνι κοιτάζοντας προς τον αγέρα / στοχάσου τον Φληβά που ήταν κάποτε όμορφος / κι αψηλός σαν εσένα. Τ.Σ. Έλιοτ «Θάνατος από πνιγμό». Μτφ. Γ. Σεφέρης. • O Έλιοτ διαρκεί, αλλά η μετάφραση του Σεφέρη πάσχει από το παλαιοδημοτικιστικό της ιδίω­μα. Το απόσπασμα, π.χ., από την Έρημη Χώρα, που ξαναδιαβάζω: [...] Ανύπαρχτη Πολιτεία, / μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,/ Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος / [...] Μικροί στεναγμοί [...] πέρα στο ύψωμα, / Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά [...] • Προσπαθώντας να αναρτήσεις στο facebook ένα νόημα που οφείλει να μην υπερβαίνει τους 420 χαρακτήρες, βλέπεις ότι το ζητούμενο, το ύφος και η αρτιότητα, μένει λειψό. Είναι όμως μια ενδιαφέρουσα πρόκληση, όπως όλοι οι περιορισμοί. Η αναγκαστική οικονομία είναι εξ αίματος αδελφή της λογοκρισίας. Οι περιορισμοί στη δεύτερη είναι ιδεολογικοί, αλλά αναμφίβολα, ανά τους αιώνες, υπήρξαν το μεγάλο σχολείο, που δίδαξε τους τρόπους να εκφράσεις το στιλ και να πεις το αδύνατο. • Ένα παλιό κείμενο (1947) του Όργουελ. Τα κίνητρα της δημιουργικής γραφής ή «Γιατί γράφουμε». 1. Ο εγωισμός (να φανεί ο δεξιοτέχνης, να μιλούν, να τον θυμούνται στο μέλλον) 2. Αισθητικός ενθουσιασμός (Η ομορφιά που δεξιώ­νεσαι και η διευθέτησή της στις λέξεις) 3. Ιστορική παρόρμηση (Η διαφύλαξη της εμπειρίας μας για το μέλλον. 4. Πολιτική πρόθεση (επιθυμία να σπρώξεις τον κόσμο σε κάποια κατεύθυνση, να επηρεάσεις). • Όπως ο κόσμος θα ήταν «λιγότερος» χωρίς τα (μεγάλα) έργα, και ο κόσμος ενός έργου θα μίκραινε χωρίς κάποιο στοιχείο του: Ας σκεφθούμε το Αμαρκόρντ (1973) χωρίς τη μουσική του Ρότα, που πρόσθεσε ασύλληπτη ποίηση στην εικόνα. Πώς ήταν ο συνθέτης; «Αλλοπαρμένος», κατά τον Φελίνι, «λες και περίμενε πάντα την έκπληξη και το θαύμα. Και όπως κάποια παιδιά, έλεγε ξαφνικά εκθαμβωτικά πράγματα». • «Πήγε στα μυτερά δεντράκια», λένε για το θάνατο, στη Ρώμη. Γιατί μας γοη­τεύει η μεταφορά, ενώ το βάρος είναι στο νόημα του λόγου; Διότι, η κυριολεξία κομπιά­ζει, γίνεται πληκτική και μένει συχνά στη γωνία δυσδιάκριτη. Έτσι, κάποτε, στην Ιταλία άκουσα την πεζή σκέψη ότι «η ηλιθιότητα είναι διαρκής», με μια αναπάντεχα αναπεπταμένη εκδοχή. Αληθινά ποιητική μετάλλαξη. «Η μάνα του μαλάκα», μου δήλωσε κάποιος σοβαρά, «είναι συνεχώς έγκυος». • H κα Γ. (απ’ το Παρίσι προφανώς) αναρτά πριν από λίγο λακωνικά στον «τοίχο» της: «Χιονίζει και στο Παρίσι». Ο αξιωματικός, που λησμονώ το όνομά του, λέει σε μια απ’ τις τρεις αδελφές του Τσέχοφ: «Λοιπόν, να, χιονίζει! Τι νόημα βρίσκεις σ’ αυτό;». Και σαν να απαντά, ο Ουάιλντ γράφει (επίσης λησμονώ πού) «...αλλά αν δεν υπήρχε το χιόνι, κυρία μου, πώς θα μπορούσαμε να πιστέψουμε στην αθανασία της ψυχής;» • Ο τουρισμός της κλασικής περιήγησης. Ο θρησκευτικός τουρισμός. Ο τουρισμός της ιστορικής γνώσης. Ο θεραπευτικός τουρισμός. Για μας, επίκειται οσονούπω ένα νέο είδος. Ο κλιματικός. Ταξίδια σε ξεχασμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες. Δείτε την εποχή «Χειμώνας», θα μας προτείνει ένα εκδρομικό πρόγραμμα στο Βορρά. Μακριά από τον ελληνικό Δεκέμβριο με τους +30º, φορέστε τα εξωτικά είδη «πουλόβερ», «παλτό» και «γάντια». Κρατήστε και πάλι το ποιητικό αξεσουάρ «ομπρέλα». • A propos. Μια φράση του Μπουνιουέλ: «Η βροχή κάνει τα μεγάλα έθνη». • Bγαίνοντας απ’ την αίθουσα, μετά το Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές (Εμίρ κουστουρίτσα) συνάντησα (τότε) τον Αχ. Κυριακίδη. «Γιατί όχι εμείς;», μου είπε, εννοώντας ότι αφού έχουμε το μύθο της εξορίας, για­ ποιο λόγο δεν μπορούμε να φτάσουμε στο «έργο». Ισχύει και με το διήγημα του Μάριους Σζίγκιελ στο Δέντρο, νο 177-178. Η «ύλη (κι εκείνου του διηγήματος) υπάρχει γύρω μας πληθωρικά. Δεν έχει γεωγραφική ταυτότητα. Όμως ένας βίος ατακτοποίητος, άτακτος, χωρίς βάθος, δεν μπορεί να παράγει μορφές. Άγονος, αμήχανος, τραυλίζει μόνον προθέσεις. • Eυτυχώς η παρωδία καραδοκεί. Ο Θεοδωράκης εξαγγέλλει «κίνημα» και προτρέπει σε «Ανυπακοή». Στη χώρα του μπάχαλου σαλπίζεται η απείθεια. Σαν δηλαδή ο Καντάφι να εισηγούνταν εισαγωγή άμμου στη Λυβύη. • «Φούρνος», «Σταύλος», «Μηχανουργείο», «Καρβουνιάρικο». Χώροι θεάτρων, ατελιέ, γκαλερί, που τιτλοφορούνται με τις παλιές τους χρήσεις. Ευφάνταστη και χαριτωμένη υπενθύμιση, που αποκαλύπτει την ηλικία και το βάθος της πνευματικής μας παράδοσης. • [...] «Οι λεγόμενες κατώτερες τάξεις είναι εξίσου χυδαίες και ψευδολόγες με τις ανώτερες, είπε ο Ρέγκερ. [...] Οι άνθρωποι, συλλήβδην, είναι εξίσου χυδαίοι και ψευδολόγοι. [...] Η υποκρισία του λαού είναι αποκρουστική, είπε ο Ρέγκερ, όπως εξίσου αποκρουστικό είναι και το καλόπιασμα του λαού, πράγμα που κάνουν τόσο χαρακτηριστικά οι πολιτικοί». Τόμας Μπέρνχαρντ, Παλιοί δάσκαλοι. • [...] «Και παντού αυτές οι αηδιαστικές μωρολογίες περί δημοκρατίας! Βαδίζετε στο δρόμο, είπε, και είστε μονίμως υποχρεωμένος να κλείνετε τα αυτιά, τα μάτια και τη μύτη, για να μπορέσετε να επιβιώσετε. [...] Καθημερινά βιώνετε με ολοένα μεγαλύτερη φρίκη την κατρακύλα αυτής της κατεστραμένης χώρας, και αυτού του διεφθαρμένου κράτους, και αυτού του αποβλακωμένου λαού». Τόμας Μπέρνχαρντ, Παλιοί δάσκαλοι. • «Όταν οι Βαυαροί ξυλοκόποι έριχναν ένα δέντρο, έβγαζαν το σκουφί τους και προσεύχονταν στο Θεό, να του δώσει την ύστατη ανάπαυση. [...] Κανένα ζωντανό πλάσμα δεν μπορεί να μείνει αποκλεισμένο από τη λύτρωση, να εξαλειφθεί απ’ την αιωνιότητα! Πρέπει να λέμε την προσευχή των νεκρών, όπως τα πρόσωπα του Σίνγκερ, για την πεταλούδα που πεθαίνει και το φύλλο που πέφτει». Κλάουντιο Μάγκρις, Δούναβης.. • Από την πατρική βιβλιοθήκη: Κολόμπα, του Προσπέρ Μεριμέ (εκδ. 1921), Μτφ. Ν.Γ. Πολίτης: «Μπαμπά», είπεν η μις Λυδία αγγλιστί, «ερωτήσατε τον δεκανέα αν οι Κορσικανοί αγαπώσιν τον Βοναπάρτην». «Ημείς οι συμπολίται του, τον αγαπώμεν ολιγότερον των Γάλλων» απήντησε εκείνος. Ει και πειραχθείσα πως εκ των ανευλαβών τρόπων του, η μις Λυδία δεν ηδυνήθη να μην γελάση. Πόσον αστεία ήτο προσωπική έχθρα δεκανέως προς αυτοκράτορα! • Κι αυτό, μετά το προηγούμενο, από την πατρική βιβλιοθήκη (Φιλολογική Εγκυκλοπαίδεια, 1934): Ο Αρετίνος απέθανε το 1557, προσβληθείς υπό αποπληξίας εν οργίω. Ο υβριστής ούτος του παπισμού εφρόντισε να κληροδοτήσει 220 κορώνας εις τον ναόν του Αγίου Λουκά. Συνέταξε μάλιστα και επίγραμμα δια τον τάφον του. «Ενθάδε κείται ο Αρετίνος, ποιητής Τοσκανός. Μίλησε δι’ όλους κακά, πλην του Θεού, δικαιολογηθείς ότι δεν τον γνωρίζει». • Από την προαναφερθείσα Εγκυκλοπαίδεια, πληροφορίες περί της ζωγραφικής: «Εφευρέτης της ελαιογραφίας, ήτις αντικατέστησε την τεχνική της τέμπερα, φέρεται ο Φλαμανδός (ιδρυτής της «Σχολής της Βρύγης» = Bruges) Ιωάννης Βαν Άυκ. Αντί του αργού εις την ξήρανσιν ελαίου μετεχειρίσθη βρασμένον λινέλαιον και καρυδέλαιον, προσθέτων χημικάς τινάς ουσίας. Επέσπευσεν τοιουτοτρόπως την εξάτμησιν»..

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

«Σας φέρνω, κύριε, αυτό που ζητήσατε…»


Σκέψεις για την παραλογοτεχνία και το «ευπώλητο» ανάγνωσμα


Nέος, κάποτε, σε μια συζήτηση, χαρακτήρισα «Αριστούργημα» ένα βιβλίο που είχα διαβάσει. Ο ώριμος συνομιλητής μου με διέκοψε. Οφείλεις, μου είπε, να κρατάς τους υπερθετικούς για πραγματικά εξαιρετικές περιπτώσεις. Διαφορετικά, τι θα πεις, αν κάποτε χρειαστεί να μιλήσεις για τον Μοπασάν και τον Τουργκένιεφ; Πώς θα χαρακτηρίσεις το Βυσσινόκηπο; Τώρα, έχω πια κι εγώ την ίδια αντίληψη. Tο όχημα της ωριμότητας κυλά στις ράγες που έστρωσε ο χρόνος και η στάγδην αποκτημένη καλλιέργεια. Το διάβασμα (παρηγορητική και βαθειά μαθητεία στον εαυτό μας και τον κόσμο) χωρίς την πείρα της περιπέτειάς μας μένει μια αβαθής πρωτογένεια. Παίρνει αρκετό χρόνο να το αντιληφθούμε. Μεταξύ των αναγνώσεων του λογοτεχνικού έργου, πλεονεκτεί κατά κράτος εκείνη που γίνεται με γυαλιά πρεσβυωπίας.


Υπάρχει όμως μια διαφορετική ανάγνωση (με άλλη χρήση και ζητούμενο), που αφορά το παραλογοτεχνικό αφήγημα. Διατρέχει καλοπροαίρετα την άπνοια των ιδεών, την ανύπαρκτη λογοτεχνικότητα, όπως το βλέμμα που αντιμετωπίζει τα κέρινα της Τισό ως γλυπτική. Χιλιάδες ανάλογες σελίδες καταναλώνονται περιπαθώς. Το είδος (και η αφοσίωση σ’ αυτό) είναι παλιό. Το λαϊκό ανάγνωσμα, σε εβδομαδιαίες συνέχειες ή αυτοτελώς, υπήρξε πάντοτε δημοφιλές, με σταθερή εκπροσώπηση στην αγορά και είχε στο παρελθόν, όπως λένε οι μελετητές, ορισμένα «συμπαθητικά», ακόμα και αξιανάγνωστα αποτελέσματα. Το σημερινό φαινόμενο όμως αφορά ένα νέο, διευρυμένο στρώμα που συχνά οι επιλογές του, και οι κυκλοφορίες που συνεπάγονται, αιφνιδιάζουν. Πρόκειται στην ουσία για την έκφραση ενός συγκεκριμένου γούστου (ακρισίας, θα λέγαμε σωστότερα), τεράστιων ομάδων οι οποίες, αν και στέκονται πάνω από τη γραπτή σελίδα, δεν χρειάστηκαν ποτέ την αρωγή της λογοτεχνίας, τη σωτήρια συνάντηση μ’ αυτήν, ούτε, βέβαια, υποψιάζονται στο υψηλό αυτό αντανακλαστικό τον ψίθυρο της ανθρώπινης μοίρας.


Το δημοφιλές μυθιστόρημα της παραλογοτεχνίας (αποδιδόμενο με τον νεολογισμό «ευπώλητο») είναι σήμερα, μαζί με τον μεσημβρινό τηλεοπτικό λόγο και τα gossip περιοδικά, κύρια έκφραση της μαζικής κουλτούρας. Αν κάθε δημιουργική πράξη χαρακτηρίζεται από την αγωνία να αιφνιδιάσει και να διαρκέσει, το συγκεκριμένο ανάγνωσμα είναι ύμνος στο εφήμερο. Παρόλα αυτά, κατά κανόνα, δεν απασχολεί ως κρίση της αγωγής μας. Με ποια εξουσιοδότηση, άλλωστε, θα προτάξει κανείς τις δικές του προτεραιότητες για να καταγγείλει μιαν ασχολία ως ξένη με την «πολιτική ορθότητα», την ελπίδα της συλλογικής καλλιέργειας, την «πολιτισμική πρόοδο». Με την εμπορική παραλογοτεχνία ασχολούνται κυρίως οι περιέργειες της αγοράς, που θέλει να δει πώς και γιατί το ενδιαφέρον χιλιάδων αναγνωστών αδρανεί ή απουσιάζει μέσα σε διευρυμένους ορίζοντες παιδείας (cd, διαδίκτυο, ποιοτικά βιβλία) και ερευνά το πρόσωπο που καθηλώνεται στη χάρτινη οθόνη, στη μαγγανεία της πρωτοβάθμιας αφήγησης. Τις μεγάλες, δηλαδή, ομάδες αναγνωστριών (με ποικίλες ηλικίες, αλλά κοινές κλίσεις), παγιωμένες πια σε κοινωνικό και οικονομικό μέγεθος. Δύσκολα μπορείς να πεις αν ο τεράστιος αριθμός τους έχει εμπνεύσει μεθοδεύσεις εργαστηρίου στην παραγωγή του «ευπώλητου». Το συγκεκριμένο κοινό υπάρχει αβίαστα και απολαμβάνει το αφελές με τους ίδιους όρους που παρακολουθεί την αγαπημένη του σαπουνόπερα. Η συνάντηση και η σχέση με τη ναΐφ γραφή, φυσική και αναπόφευκτη, δείχνει να μην χρειάζεται μεσολάβηση. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, μου φαίνεται ότι το φαινόμενο εκφράζεται ευρηματικά από την απάντηση εκείνου του Γάλλου σερβιτόρου στον πελάτη του. «Σας φέρνω, κύριε, αυτό ακριβώς που ζητήσατε».


Χαριτολογώντας (ή παριστάνοντας το «δικηγόρο του διαβόλου»), ας υποθέσω ένα παράδοξο: ότι εκδότες και συγγραφείς παραλογοτεχνίας υπερασπίζουν, με σοφιστικέ επιχειρήματα, την παραγωγή τους. «Δεν συμβαίνει δα και τίποτε τρομερό με το «ευπώλητο», λένε. «Ο απαιτητικός αναγνώστης υπήρξε πάντοτε είδος εν ανεπαρκεία. Ποτέ δεν ήταν αριθμητικά υπολογίσιμος στη νεοελληνική συνθήκη, όπου, άλλωστε, είναι άγνωστη ως πνευματική στάση η στοχαστικότητα, η “αγοραφοβία” και η μοναξιά». Ισχυρίζονται ακόμα ότι, και στην αυστηρή εκδοχή της λογοτεχνίας μας, οι συγγραφείς που κατασκεύασαν πρωτότυπες ιδέες και αξιοσημείωτο κόσμο μυθοπλασίας δεν περίσσευαν. Για παράδειγμα, πόσους λογοτεχνικούς ήρωες από τη βιβλιογραφία μας μπορεί να ανακαλέσει κανείς εύκολα, μετά τον Καζαντζάκη; Τους ακούω να χρησιμοποιούν ένα σνομπ, όχι όμως και τόσο ανακριβές, επιχείρημα του αισθητισμού: «το μέτριο έργο είναι πολύ πιο αδιάφορο (και ασύγκριτα πληκτικότερο) απ’ το κακό» Θέλοντας, τέλος, να απενοχοποιηθούν, μιλούν για τη γενεαλογία και την καταγωγή των προτιμήσεων, θυμίζοντας την απερίφραστη αλήθεια που εκστόμισε κάποτε ο μεσοπολεμικός ιταλός «ηγεμόνας». «Όχι, δεν είμαι εγώ ο εφευρέτης της πολιτικής μου θεωρίας. Την ανέσυρα από το υποσυνείδητο του λαού».


Ο άκριτος αναγνώστης, όπως ο καταναλωτής της μαζικής κουλτούρας, γενικότερα, είναι μνημείο ταύτισης. Αχειραγώγητος από την καλλιέργεια, περνά από την αθωότητα στον συναισθηματισμό. Οι χαρακτήρες που συναντά στο μετα-Άρλεκιν ανάγνωσμα είναι πάντα αυτός ο ίδιος, ή μοιάζουν εντυπωσιακά με τα πρόσωπα που ακούει και βλέπει. Ανάμεσα στο κείμενο και σ’ αυτόν είναι αδιανόητη οποιαδήποτε δημιουργική σχέση, η στροφή στα ενδότερα, η «διαστολή του εαυτού», που έλεγε ο Μπλούμ. Δεν επικοινωνεί με καμιά ετερότητα, αφού βρίσκεται απέναντι σε μια περίπου αυτοβιογραφική συνθήκη. Το κείμενο κι ο αναγνώστης του έχουν κοινό κέντρο, οι διάλογοι των προσώπων είναι και δική του πείρα, οι πράξεις τους είναι προβλέψιμοι καθημερινοί κώδικες. Εισπράττει από ένα ταμείο που εισφέρει ο ίδιος.


Δεν είναι τυχαία η συνάντηση του λαϊκού «ευπώλητου» με τον ιλιγγιώδη αριθμό των αγοραστών. Ο συγγραφέας συνομιλεί μαζί τους αδιατάρακτα, με κοινούς μύθους και διαθέσεις, με το συρμό των σύγχρονων ιδεών. Διαβάζω έναν κατάλογο από «αλήθειες», που βρήκα στο ιστολόγιο μιας συγγραφέως, δημιουργού ασύλληπτων εμπορικών επιτυχιών. Πρόκειται για αξιοπρόσεκτες απαντήσεις στο κεφαλαιώδες φιλοσοφικό ερώτημα «Γιατί είμαστε Έλληνες». Τις συγκέντρωσε στη σελίδα της, επειδή προφανώς τις ενστερνίζεται ή τις θαυμάζει. «Είμαστε Έλληνες, γιατί όταν πονάμε, ξέρουμε να χορεύουμε ζεϊμπέκικο». «Γιατί δεν κάνουμε επίσκεψη με άδεια χέρια». «Γιατί δεν εξηγείται στον ξένο τι σημαίνει καψούρα». «Γιατί βράζει το αίμα μας». «Γιατί η λέξη φιλότιμο δεν υπάρχει σε άλλη γλώσσα». «Γιατί φωτίσαμε τον κόσμο». «Γιατί μιλάμε δυνατά». «Γιατί γράψαμε την Ιλιάδα, που η ξένοι την κάνουν έργο πολλά χρόνια μετά».


Κι όμως, πιστεύω, γνωρίσαμε μιαν αυθεντική πνευματικότητα πριν από την εισβολή των χιλιάδων νέων αναγνωστών στα βιβλιοπωλεία και τη στατιστική. Δεν κολακεύω το παρελθόν μας. Υπήρξε συχνά ασήμαντο και ανιαρό μέχρι θανάτου. Ωστόσο, εκείνη η ζωή, ανέγγιχτη από τη μαζική κουλτούρα (προγλωσσικά έντυπα, τηλεόραση, λαϊκό αφήγημα) έδωσε, διακριτικά, κάποια νοήματα βίου. Χαμηλές πτήσεις, βέβαια, δρόμους μικρών αποστάσεων, προσοδοφόρο κοίτασμα όμως. Θυμάμαι, πριν από χρόνια, που μια γνωστή μου (από παλιά) γυναίκα μού έδειξε υπερήφανα τη βιβλιοθήκη της. Βλέποντας τους μελαγχολικούς τίτλους (από δύο κυρίως εκδοτικούς οίκους), έκανα τη σκέψη, πόσο πιο ουσιώδη πράγματα προσποριζόταν (και της τα αναγνώριζα), όταν χρόνια πριν, αλλού, χωρίς βιβλία, άκουγα να αφηγείται πληθωρικά προσωπικές ιστορίες, οικογενειακά χρονικά, δράματα και παρωδίες από το χάρτη της περιοχής. Πριν απ’ τις ασήμαντες αναγνώσεις της (όπως και πριν απ’ την τηλοψία) ίσως βέβαια ανιούσε, κοιμόταν δυσκολότερα, συγκατάνευε σε φλύαρες επισκέψεις για τα άδεια βράδια της. Διέθετε όμως έναν μυθικό και αξιακό κόσμο με απείρως περισσότερο βάρος απ’ όσο ο γραπτός πολτός, που έβλεπα στην ασήμαντη βιβλιοθήκη της. Κόσμο βιωμένων σημασιών (και Μορφών) και, βέβαια, ενός στοιχείου μάταια ζητούμενου σήμερα. Της σοβαρής και αναγνωρίσιμης ταυτότητας.


ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ

Το κείμενο αυτό θα δημοσιευτεί στο τεύχος του Ιανουαρίου του περιοδικύ ΔΙΑΒΑΖΩ.

photo: Michael Gerzon

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Το Δέντρο , τεύχος 177-178


Αφιέρωμα Νίκος Καρούζος


Έγραψα ποίηση· μ’ άλλα λόγια συνεργάστηκα με το μηδέν.

Ο αφιερωματικός λόγος του εισαγωγικού εκδοτικού σημειώματος μας προετοιμάζει ως αρκεί: στην περίπτωση του Νίκου Καρούζου (1926-1990) ο αναγνώστης εισέρχεται σε μια μεγάλη αναγνωστική περιπέτεια, προσκαλούμενος στην εμπειρία μιας παράδοξης ανάφλεξης· στο κέντρο ενός λόγου σχεδόν εκστατικού, λίγο πριν από τη σιωπή. Το παρόν του Καρούζου είναι φτιαγμένο σύμφωνα με μια πολύ εκλεπτυσμένη τεχνολογία θανάτου, που αυτόματα καταργεί και παρελθόν και μέλλον και τα μετατρέπει όλα σε απόλυτο παρόν. Είναι το παρόν που είναι δυναστικό, όχι ο χρόνος, γράφει η εκ των δικαίων συνδαιτημόνων του Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ και ακόμα αιωρούνται τα δικά του λόγια: Αυτό που ονομάζουμε “χρόνο” είναι μια ανάγκη της σκέψης για να επιβάλει στα φαινόμενα μια οργάνωση. Είναι ένα μέσο. Τίποτ’ άλλο.

Το μέλλον είναι μια μορφή ταλαιπωρίας του παρόντος.

Ο Μάνος Στεφανίδης τον θυμάται συνεχώς αγχωμένο – αγχωτικό, να μασουλάει μια περίεργη λέξη στο στόμα, σαν συμβολικό πασατέμπο (ψυχόλεθρος, λυπομανία, εαροκρατία…), έναν έμφοβο της ύπαρξης, εντέλει συμφιλιωμένο με το κενό και με το τίποτα, που γνώριζε πως η ποίηση ορίζεται σαν το διάκενο ανάμεσα στον στοχασμό και την παράνοια. (Σ’) ένα έπος χωρίς ήρωες, με τον ποιητή σπαρασσόμενο και κατακαιόμενο όχι όπως ο Μαλόι αλλά σαν ένας Μωυσής ξεχασμένος στην πλατεία Μαβίλη, που του δόθηκαν μεν οι εντολές αλλά εκείνος τα έχασε (Ή, τις πετάξει στα σκουπίδια, οι βιογράφοι διίστανται).

Σαχ και ματ κάνει πάντα η πραγματικότητα.

Ο Γ.-Ι. Μπαμπασάκης ομολογεί την αρχική του λαχτάρα να βρει στο πρόσωπο του Καρούζου έναν Έλληνα μπητνίκο, έναν Γκίνσμπεργκ, έναν Κέρουακ – έστω μια εικόνα και ομοίωση των φαντασμάτων που τους στοίχειωναν στα κοινά τους μπαρ -ποτοσχολαστήρια (όπως τα έλεγε). Αργότερα, καθώς εκείνος ο Τελετάρχης των Αντοχών βεβαίωνε με γέλια ομηρικά πως το χιούμορ του είναι φερμένο από την τραγωδία και γύρευε την δέουσα λέξη, αληθινός ακροβάτης στο σχοινί πάνω απ’ την άβυσσο του χρόνου, είδε την διαφορά. «Η διαλεκτική του…μια σχεδόν ολέθρια ένταση για το τι μας περιμένει και πώς θα μπορούσαμε να το αντιμετωπίσουμε, να εναλλάσσεται με μια πολύτιμη, λυτρωτική αταραξία, αποκτημένη ύστερα από διαλεχτά διαβάσματα και στοχασμούς σχετικά με το πώς θανατώνεις, νυχθημερόν, το θάνατο» .


Καταλήγω πως η μια αλήθεια είναι το χιούμορ της άλλης. Αυτό το χιούμορ στην ποίησή του σκιτσάρει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, εκείνη την συνειδητή του προσπάθεια να την αποφορτίσει από την απόγνωση που γεννάει η ύπαρξη. Πόσο μάλλον όταν Όλα είναι τραγικά πλην του τράγου, πόσο μάλλον όταν Είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ. Αναπάντεχο κομμάτι, μια εκτενής συζήτηση μεταξύ του ποιητή και του τουμπίστα και πεζογράφου Γ. Ζουγανέλη το 1986 (κάποια στιγμή ο ποιητής, μανιώδης των δώρων, του χαρίζει την Ιστορία της Τζαζ, του Τζον Τσίλτον) ενώ νωρίτερα μας έχει κάπως ησυχάσει: Η αλαζονεία ενός καλλιτέχνη θα βγει στο έργο, θα τιμωρηθεί μέσα στο έργο. Μαρία Αρμύρα, Ανδρέας Βεργιόπουλος, Τάσος Γουδέλης, Γιάννης Ευσταθιάδης, Νίκος Κουφάκης, Μαίρη Μεϊμαράκη, Νίκος Αλ. Μηλιώνης, Σάββας Μιχαήλ, Εύα Μπέη, Αθηνά Παπαδάκη, Μανόλης Πρατικάκης, Πάνος Σταθογιάννης, Σταύρος Στρατηγάκος, Κώστας Δ. Υφαντής, Θέμος Χαραμής, Κώστας Χατζηαντωνίου και Βαγγέλης Χατζηβασιλείου οι έτεροι αφιερωτές.


Δεν ξέραμε πως ο έρωτας είναι σαν την ποίηση και πως όλοι οι εραστές πιστεύουν ότι καινοτομούν, έγραφε ο Raymond RadiguetΜε τον Διάβολο στο Κορμί και είναι εμφανές πως βρισκόμαστε ήδη στην στήλη facebook του Κώστα Μαυρουδή, που μας τρέφει ευθύβολες επισημάνσεις και λοξόβολες ματιές, ενίοτε μέσα από τελευταίες φράσεις διηγημάτων, ένα χατζιδακικό εγκώμιο στην ήττα ή μια απρόσμενα ανθεκτική επισήμανση του Σουρή για τους Έλληνες (που ασκούν «πανελευθέρως» τα δικαιώματα «του Συνέρχεσθαι και του Ουρείν εις όποιο θέλει μέρος»).

Όλα αυτά τα ευγενή ρινίσματα σκέψης και κρίσης είναι δικά μας, εντελώς δικά μας, απλώς δεν έβρισκαν τις λέξεις, τις συνδέσεις. Πόσο μοιάζουν οι κοινοβουλευτικοί (αλλά και οι υποψήφιοι δήμαρχοι, θα προσθέσω) με τους σκυλαδικούς αοιδούς, πόσο ίδιοι μοιάζουν οι hipsters των free press, καθώς διαβάζουν Lifo, αγαπούν τα εικαστικά (δηλαδή τα γκράφιτι), πιστεύουν ότι η Αθήνα είναι γεμάτη με (κρυμμένους) θησαυρούς και φωτογραφίζουν έκθαμβοι τα στένσιλ στους τοίχους του Ψυρρή. Κατά τα άλλα η Καταλωνία απαγόρευσε τις ταυρομαχίες αφήνοντας για άλλη μια φορά την υπόλοιπη Ισπανία εκτεθειμένη, οι Κούροι (παρεμπιπτόντως πληκτικότατες μορφές) σιωπούν πληθωρικά κι εγώ σταματώ για να μην χαλάσω την εναλλαγή αναγνωστικής ευφορίας και οργής που προσφέρει αφειδώς η ευτυχώς διπλασιασμένη στήλη.


Από τα υπόλοιπα γραπτά, δυο έξοχα διηγήματα επαληθεύουν την ιδιότητα των πίσω κειμένων ως πολύτιμων λιθο-σελίδων. Η γυναίκα που κατασκόπευε τον εαυτό της του (Πολωνού) Μάριους Σζίγκιελ βρίσκει καταφύγιο στην γραφή, για να ζήσει τον δεύτερο εαυτό της, σε μια κατ’ εξοχήν πράξη αποξένωσης, ενώ ο τρισέλιδος Χουάν Μαρσέ (τελευτ. φωτ.) ας μιλήσει μόνος του:…δεν ήταν σε θέση να διακρίνουν σ’ εκείνο το ωραίο μέτωπο την ντελικάτη απάθεια που προηγείται των ακραίων αποφάσεων, ούτε στα μάτια που έμοιαζαν με οργισμένα αστέρια την αόριστη εκείνη σκοτεινιά, ενδεικτική βασανιστικών σκέψεων που θα μπορούσαν ακόμα και να δικαιολογήσουν ηθικά τη διάπραξη εγκλήματος…


Επιστροφή στον εκδοτήριο «λόγο επικαιρότητας» και στην πραγματικότητα όπου ο ανειδοποίητος αναγνώστης γίνεται μεταπράτης και κομιστής των τηλεοπτικών και παραδημοσιογραφικών αξιών, η κοινωνική εικόνα των συγγραφέων υπερβαίνει το έργο τους, τα βιβλιοπωλεία προτείνουν ένα θεαματικό πρόσωπο προσκαλώντας καταναλωτές ενός τυχαίου εμπορεύματος, οι παρουσιάσεις βιβλίων θυμίζουν κοσμικό γεγονός και το «ιδιαίτερο» υποχωρεί μπροστά στο «δημοφιλές».

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Amarcord

Τα γωνιακά σπίτια του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

Τα γωνιακά σπίτια του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

του Μάριο Βάργκας Γιόσα


Το κείμενο που ακολουθεί θα δημοσιευθεί σε ένα από τα προσεχή τεύχη του Δέντρου.


Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι έζησε σε πολλά, ανόμοια μεταξύ τους, σπίτια και σε πολλές, διαφορετικές μεταξύ τους τοποθεσίες- ποτέ δεν έζησε περισσότερο από τρία χρόνια στην ίδια περιοχή– και είχε πάντοτε την έμμονη συνήθεια να κατοικεί σε γωνιακά διαμερίσματα, με τα παράθυρά τους να έχουν θέα σε δύο δρόμους, και να είναι κοντά σε μια εκκλησία, ώστε να μπορεί να ακούει τις καμπάνες: αυτή η μουσική καταπράυνε το πνεύμα του. Το τελευταίο σπίτι, όπου έζησε και πέθανε το 1881, λίγους μήνες πριν συμπληρώσει τα εξήντα, ανάμεσα στην Προσπεκτίβα Κουζνέκνυ και την παλιά οδό Γιάμσκαγια, σήμερα οδό Ντοστογιέφσκι, ικανοποιούσε όλες αυτές τις απαιτήσεις του. Ακόμα και σήμερα όσοι το επισκέπτονται μπορούν να ακούσουν τους χτύπους της καμπάνας της ορθόδοξης εκκλησίας του Βλαδίμηρου, εκεί κοντά, να καλούν τους πιστούς σε προσευχή.

Αυτή η περιοχή της Αγίας Πετρούπολης, γνωστή ως η «συνοικία των αγορών», είναι σήμερα γεμάτη Τσετσένους και άλλους φτωχούς αλλοδαπούς και γι' αυτό το λόγο θεωρείται επικίνδυνη για τους τουρίστες. Όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά το σπίτι, πριν σαράντα χρόνια, ήταν ένα μέρος μάλλον καταθλιπτικό και μοναχικό, πολύ διαφορετικό από αυτό που είναι σήμερα, θορυβώδες, λαϊκό, πολυφυλετικό, ιδιαίτερα ζωντανό. Τότε δεν υπήρχε το μουσείο με τις αναπαραστάσεις των έξι δωματίων στα οποία είχαν μετακομίσει ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, η Άννα Γκριγκόρεβνα και τα παιδιά τους Λιούμποβ και Φιοντόρ, τον Οκτώβρη του 1878, για να ξεφύγουν από το διαμέρισμα όπου είχε πεθάνει ο μικρός Αλεξέι: Αυτή ήταν, ίσως, η πιο μεγάλη από τις πολλές τραγωδίες της ζωής του βασανισμένου συγγραφέα των Δαιμονισμένων. Το σπίτι απλό, αν και λιγότερο ασκητικό από τα προηγούμενα, περιέχει και ορισμένα πολυτελή αντικείμενα, όπως το σερβίτσιο τσαγιού από πορσελάνη, διακριτό στη βιτρίνα ενός μπουφέ ή τον αναπαυτικό, αγγλικό καναπέ του γραφείου, όπου ο Ντοστογιέφσκι μπορούσε να ξαπλώσει για μια σύντομη ανάπαυση ανάμεσα στις ατελείωτες και πυρετώδεις αγρυπνίες του, κατά τη διάρκεια της εκστατικής γραφής των Αδερφών Καραμαζόφ, ενός από τα βασικά του έργα. Ήταν ήδη πολύ άρρωστος. Το διαμέρισμα βρίσκεται στον 2ο όροφο και κάθε φορά που ανέβαινε τις σκάλες ο διάσημος ενοικιαστής έπρεπε να σταματήσει ένα λεπτό, για να αναπνεύσει. Ο γιατρός του είχε απαγορεύσει το κάπνισμα, όμως εκείνος υπάκουε στην εντολή μόνον κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το βράδυ κάπνιζε ακατάπαυστα γράφοντας. Στο γραφείο του υπάρχει ακόμα το κουτί με τα τσιγάρα που έστριβε με τα ίδια του τα νευρικά χέρια ενώ ξαναδιάβαζε τις τελευταίες σελίδες των γραπτών του.

Στο τέλος Ιανουαρίου του 1881 έκανε την πρώτη αιμόπτυση. Ζήτησε από τη Άννα να του διαβάσει ένα από τα αγαπημένα του αποσπάσματα της Βίβλου, που είχε πάντοτε μαζί του, επί 31 χρόνια: δώρο των συζύγων των «Δεκεμβριστών» (πρωταγωνιστών της συνωμοσίας κατά του Τσάρου Νικολάου του 1ου) στο σταθμό του Τόμπολσκ, όταν όδευε προς τη Σιβηρία, καταδικασμένος σε τετραετή εξορία. Η Άννα ήταν η δεύτερη γυναίκα του, εικοσιπέντε χρόνια νεώτερή του. Την είχε παντρευτεί πριν από 11 χρόνια. Εκείνη, με την ενεργητικότητα, την αφοσίωση και το ταλέντο της, είχε βάλει κάποια τάξη στην πάντοτε άτακτη, στα όρια της αυτοκαταστροφής, ζωή του Φιόντορ. Χάρη σ' αυτή τη νέα και μαχητική γυναίκα, τα οικονομικά του είχαν καλυτερέψει, εκείνη κέρδιζε κάτι πουλώντας βιβλία και εκείνος δεν είχε πλέον ανάγκη να υποφέρει τον καταναγκασμό τής κατά παραγγελίαν συγγραφής. Είχε κατανικήσει το βίτσιο του τζόγου, που του είχε προκαλέσει τόσες χρεωκοπίες. Μετά την πρώτη αδιαθεσία, είχε και άλλες δύο αιμοπτύσεις. Η δεύτερη του στοίχισε τη ζωή. Η ίδια η χήρα του ή κάποιος επισκέπτης σταμάτησε το ρολόι του γραφείου τη στιγμή του θανάτου του: στις οκτώ και τριάντα μία το βράδυ. Το ρολόι είναι ακόμα εκεί, εκατόν είκοσι χρόνια αργότερα, να δείχνει την οδυνηρή ώρα.

Τον έθαψαν στο νεκροταφείο Τίτσβιν, της μονής Αλεξάντερ Νιέφσκι, στα περίχωρα της Αγίας Πετρούπολης, ευχάριστο τόπο, με τον τάφο του Ντοστογιέφσκι περιτριγυρισμένο από δέντρα και άνθη. Ένα ωραίο άγαλμα, που αναπαριστά πιστά τα αυστηρά χαρακτηριστικά και το βαθύ, πυρετώδες βλέμμα του, βρίσκεται δίπλα στους τάφους άλλων εκφραστών του δημιουργικού ρωσικού πνεύματος: του Ρίμσκι-Κόρσακοφ, του Αλεξάντερ Μποροντίν, του Μόντεστ Μουσόργκσκι, του Π. Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, του Γκλίνκα. Το πρωί που πήγα να δω τον τάφο έβρεχε, και κάποιοι επισκέπτες εναπόθεταν άνθη στο μνημείο. Εγώ είχα μαζί μου έξι κόκκινα τριαντάφυλλα.

Παρότι ο Ντοστογιέφσκι δεν είχε γεννηθεί στην Αγία Πετρούπολη αλλά στη Μόσχα, αυτή είναι η πόλη που τον σημάδεψε περισσότερο. Εδώ ολοκληρώθηκε δημιουργικά, έγινε γνωστός, και από εδώ, μετά από δέκα χρόνια σιωπής στην οποία είχε υποβληθεί διότι δεν είχε γίνει μέλος της επαναστατικής λέσχης των «Δεκεμβριστών», χρειάστηκε να ξαναρχίσει ως συγγραφέας. Στην Αγία Πετρούπολη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Εξάλλου καμία άλλη πόλη δεν είναι τόσο σφραγισμένη από τις ιστορίες του, τους ήρωες του, από αυτό το μείγμα σκληρότητας, δράματος, πνευματικότητας, διανοητικής διασάλευσης και μυστηρίου, χαρακτηριστικά του έργου του, τα οποία νιώθεις καθώς περπατάς στα παραμελημένα σοκάκια της γειτονιάς Σενάγια κατά μήκος του καναλιού Γκριμποέντοβα: σκηνικά των κυρίων επεισοδίων του Εγκλήματος και Τιμωρίας. Είναι το πιο ρεαλιστικό από τα μυθιστορήματά του. Τουλάχιστον όσον αφορά τους χώρους που περιγράφει, μπορούν όλοι να αναγνωριστούν. Ορισμένοι έχουν και αναμνηστικές πινακίδες. Το σπίτι όπου ο Ρασκόλνικοφ σκοτώνει την Αλιόνα Ιβάνοβνα, στον αριθμό 104 του Καναλιού Γκριμποέντοβα, έχει παραμείνει ανέπαφο όπως το περιγράφει εκείνος, με τα ανόμοια πλακάκια, τους ξεβαμμένους τοίχους και τα σκουριασμένα κάγκελα, συγγενικά με τους μελαγχολικούς και απόκληρους ήρωές του. Ακόμα και το σκοτεινό, βροχερό, πηχτό πρωινό γεμάτο σκοτεινές προειδοποιήσεις μοιάζει ντοστογιεφκικό. Όμως ακόμα πιο εντυπωσιακοί είναι οι χώροι που συνδέονται με τη ζωή του Ρασκόλνικοφ, οι οποίοι μοιάζουν να έχουν μόλις βγει από τις σελίδες του μυθιστορήματος: ας πούμε, η πνιγηρή ταβέρνα όπου ο ήρωας ομολογεί το πρώτο έγκλημα στον Ζαμέτοφ, ή το σπίτι του. Είναι και αυτό γωνιακό, και μια προτομή του Ντοστογιέφσκι, φαλακρού και καμπούρη, κοσμεί την πρόσοψη. Εκνευρισμένη από τους επισκέπτες μια ενοικιάστρια, η οποία κουβαλάει με δυσκολία το πάχος και το μίσος της για τη ζωή, μας γεμίζει βρισιές. Κάπου νιαουρίζει μια γάτα. Είναι αδύνατον να μην έχεις την εντύπωση ότι ένας δολοφόνος κατατρεγμένος από τις μεταφυσικές του ανησυχίες δεν περιφέρεται εκεί γύρω.

Το σπίτι-μουσείο του Ντοστογιέφσκι επιμένει, ενάντια στο θρύλο, ότι ο συγγραφέας του Σωσία δεν ήταν καθόλου ένας μελαγχολικός, πικραμένος άνθρωπος. Του άρεσε να παίζει με τα παιδιά και επινοούσε διηγήματα που τους διάβαζε. Τους έδειχνε τη συλλογή του από φωτογραφίες διάσημων συγγραφέων και καλλιτεχνών, οι οποίες, σήμερα είναι εκτεθειμένες στο δωμάτιο όπου η Άννα φύλαγε τα βιβλία που πουλούσε. Οι περισσότερες φωτογραφίες απεικονίζουν ρώσους συγγραφείς. Ανάμεσα στις εικόνες των Ευρωπαίων υπάρχει ένας Δον Κιχώτης σλαβικής εκδοχής, κάποια έργα του Σαρλ Φουρνιέ και του Χόφμαν, οι φωτογραφίες του Βικτόρ Ουγκό σε νεανική ηλικία, και της Γεωργίας Σάνδη: μιας συγγραφέως η οποία εξ αιτίας μιας φοβερής παρεξήγησης, έγινε υπερβολικά δημοφιλής μεταξύ των νέων φιλελεύθερων Ρώσων της γενιάς του Ντοστογιέφσκι, όχι τόσο ως μυθιστοριογράφος, αλλά ως προοδευτική ιδεολόγος και κοινωνική ακτιβίστρια. Στον ίδιο χώρο, κάποια αποσπάσματα αλληλογραφίας μας αποκαλύπτουν τη γνώμη που είχε σχηματίσει ο οικοδεσπότης για ορισμένες δυτικές ευρωπαϊκές πόλεις, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του. Η πιο απροσδόκητη: ότι το Παρίσι ήταν μια πολύ βαρετή πόλη όπου δεν είχε κανείς τι να κάνει.

Μετά από αυτή την περιήγηση στους ντοστογιεφσκικούς χώρους, είναι σχεδόν υποχρεωτικό να κλείσει η ημέρα στο Θέατρο Μαριίνσκι, για να παραστείς σε μια όπερα βασισμένη στον Παίκτη, σε λιμπρέτο και μουσική του Σεργκέι Προκόβιεφ. Παρότι η ιστορία και τα πρόσωπα είναι τα ίδια, αυτά που συμβαίνουν στη σκηνή δεν έχουν καμία σχέση με το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, τουλάχιστον από όσο θυμάμαι, αφού υπάρχει πληθώρα φαρσικών στοιχείων, περίπλοκων, γκροτέσκο καταστάσεων, ενώ το δράμα καταλήγει με γέλιο. Η μουσική όμως είναι υπέροχη, οι φωνές καταπληκτικές, η ορχήστρα τέλεια και ο χώρος ταιριάζει στο θέαμα.


Απόδοση για το "Δ": ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ

Μάριο Βάργκας Γιόσα (1936). Περουβιανός συγγραφέας, πολιτικός, δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος. Είχε βάλει υποψηφιότητα για την Προεδρία του Περού αλλά απέτυχε. Από το 1994 είναι Ισπανός υπήκοος. Έχει πάρει το βραβείο Θερβάντες και το Γκρινζάν Καβούρ. Το 2010 του απενεμήθη το βραβείο Νόμπελ.

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Κείμενα από την ύλη του καινούριου τεύχους του Δέντρου


Tα δύο κείμενα που ακολουθούν προέρχονται από την ύλη του περιοδικού ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (νο 177-178).

Περιέχονται στις σελίδες της "ποικίλης ύλης", μετά το τέλος του αφιερώματος στον Νίκο Καρούζο

Τελευταία απογεύματα με την Τερέσα

του Χουάν Μαρσέ


Υπάρχουν παρατσούκλια που μαρτυρούν όχι μόνο ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής αλλά και σε τι είδους κοινωνία ζει κάποιος.

Τη νύχτα της 23ης Ιουνίου 1956, γιορτής του Άι Γιάννη, ο αποκαλούμενος Λεοντόκαυλος αναδύθηκε από τις σκιές της γειτονιάς του, ντυμένος μ’ ένα ολοκαίνουργιο κανελί καλοκαιρινό σακάκι· κατέβηκε περπατώντας την οδό Καρμέλο μέχρι την πλατεία Σανλέι, πήδηξε πάνω στην πρώτη μοτοσικλέτα που βρήκε παρκαρισμένη και η οποία του προσέφερε σχετικές εγγυήσεις ατιμωρησίας (αυτή τη φορά δεν ήθελε να την κλέψει, απλώς να τη χρησιμοποιήσει και μετά, όταν πλέον δεν θα τη χρειαζόταν, να την εγκαταλείψει) και ξεχύθηκε με ταχύτητα στους δρόμους τραβώντας για το Μοντζουίκ. Πρόθεσή του, εκείνο το βράδυ, ήταν να πάει στο Πουέμπλο Εσπανιόλ στου οποίου το πανηγύρι μαζεύονταν τουρίστριες. Στα μισά όμως του δρόμου άλλαξε ξαφνικά ιδέα και κατευθύνθηκε προς τον οικισμό του Σαν Χερβάσιο. Με τη μηχανή στο ρελαντί, εισπνέοντας τη μυρωδάτη νύχτα του Ιουνίου που ήταν φορτωμένη με αόριστες υποσχέσεις, διέσχισε έρημους δρόμους, με φράχτες και κήπους δεξιά και αριστερά, μέχρι που αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μοτοσικλέτα και να καπνίσει ακουμπισμένος στους λασπωτήρες ενός απίθανου σπορ αυτοκινήτου, παρκαρισμένου έξω από μια έπαυλη. Στο εκθαμβωτικό μέταλλο του καπό, πάνω σ’ έναν αντικατοπτρισμό από αεικίνητα φώτα, είδε να αντανακλάται το μελαγχολικό και στρυφνό πρόσωπό του, με το σοβαρό βλέμμα και την κιτρινωπή επιδερμίδα, ενόσω η απαλή μουσική ενός φοξ-τροτ χάιδευε τη φαντασία του· απέναντι, σ’ έναν ιδιωτικό κήπο στολισμένο με φαναράκια και χάρτινες γιρλάντες, γινόταν γιορτή.

Η εορταστική ατμόσφαιρα της νύχτας, η χαρούμενη διάθεση και το κέφι του κόσμου δεν ευνοούσαν τις ασχήμιες, πολύ περισσότερο σ’ εκείνη τη γειτονιά· μια συντροφιά όμως από καλοντυμένα ζευγάρια, που πέρασε ακριβώς δίπλα από το νεαρό, δεν μπόρεσε να κρύψει την αμυδρή ενόχληση που προκαλεί μερικές φορές ένα ασαφές στοιχείο αταξίας, που είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς: αυτό που τραβούσε το βλέμμα πάνω στο νεαρό, ήταν η αυστηρή ομορφιά των μεσογειακών χαρακτηριστικών του και κάποια ανησυχητική ακινησία που διατηρούσε μια παράξενη σχέση –μια ύποπτη ισορροπία, θα ήταν καλύτερα να πούμε– με το εκπληκτικό αυτοκίνητο. Δεν πρόλαβαν όμως να διαισθανθούν κάτι περισσότερο. Παρότι προικισμένοι με λεπτότατη όσφρηση και ευαίσθητοι ακόμα και στην πιο ανεπαίσθητη υλική ασυμφωνία, δεν ήταν σε θέση να διακρίνουν σ’ εκείνο το ωραίο μέτωπο την ντελικάτη απάθεια που προηγείται των ακραίων αποφάσεων, ούτε στα μάτια που έμοιαζαν με οργισμένα αστέρια την αόριστη εκείνη σκοτεινιά, ενδεικτική βασανιστικών σκέψεων που θα μπορούσαν ακόμα και να δικαιολογήσουν ηθικά τη διάπραξη εγκλήματος. Το σκούρο χρώμα των χεριών του, τα οποία την ώρα που άναβε το δεύτερο τσιγάρο έτρεμαν αδιόρατα, έμοιαζε με στίγμα. Αλλά και στα μαύρα του μαλλιά, που ήταν χτενισμένα προς τα πίσω, υπήρχε κάτι, πέραν της φυσικής γοητείας, που έκανε τα γυναικεία βλέμματα να καρφώνονται με ελαφριά ανατριχίλα: υπήρχε μια μυστική και μάταιη προσπάθεια, μια χιλιοδιαψευσμένη αλλά ακόμα ανέγγιχτη ελπίδα: ήταν ένα από εκείνα τα περιποιημένα χτενίσματα στα οποία συναντά κανείς τα αδιάσειστα στοιχεία της καθημερινής πάλης ενάντια στη μιζέρια και τη λησμονιά, εκείνη τη μανιασμένη κοκεταρία των αδιόρθωτων μοναχικών και των φιλόδοξων μεγαλομανών.

Όταν επιτέλους αποφάσισε να σπρώξει την καγκελόπορτα του κήπου, το χέρι του, όπως το χέρι ορισμένων αλκοολικών όταν πάρουν το δεύτερο ποτήρι, σταμάτησε να τρέμει, το κορμί του ορθώθηκε, τα μάτια του χαμογέλασαν. Προχώρησε στο στρωμένο με γαρμπίλι μονοπάτι και, ξαφνικά, του φάνηκε ότι διέκρινε μια σκιά που κινιόταν ανάμεσα στους θάμνους, στα δεξιά του: μέσα σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι, ανάμεσα στα κλαδιά, τον κοίταζαν με προσοχή δυο μάτια που έλαμπαν. Κοντοστάθηκε και πέταξε το τσιγάρο. Ήταν δυο κίτρινα σημεία, ακίνητα, που τον κάρφωναν με θράσος. Ο παρείσακτος ήξερε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το καλύτερο είναι να χαμογελάσεις και να μην δειλιάσεις. Όταν όμως πλησίασε, τα δύο φωτεινά σημεία εξαφανίστηκαν και διέκρινε μια αδιόρατη γυναικεία μορφή να απομακρύνεται βιαστικά προς την έπαυλη· η σκιά κρατούσε στα χέρια της κάτι που έμοιαζε με δίσκο. «Άσχημα ξεκινήσαμε, αγόρι μου», είπε στον εαυτό του, την ώρα που προχωρούσε από το μονοπάτι που όριζαν οι θάμνοι προς την πίστα του χορού, η οποία στην πραγματικότητα ήταν πίστα για πατίνια. Με τα χέρια στις τσέπες, υποκρινόμενος απόλυτη αδιαφορία, κατευθύνθηκε κατ’ αρχάς στον αυτοσχέδιο μπουφέ που είχε στηθεί κάτω από μια μεγάλη ιτιά και σερβιρίστηκε κονιάκ με σόδα, αφού πρώτα πάλεψε ενάντια σ’ ένα συμπαγές τείχος από πλάτες. Κανείς δεν φαινόταν να του δίνει την παραμικρή σημασία. Με το που στράφηκε προς μία κοπέλα που κατευθυνόταν προς την πίστα του χορού, χτύπησε με τον αγκώνα του την πλάτη ενός νεαρού και έχυσε λίγο κονιάκ.

«Συγγνώμη», είπε.

«Δεν τρέχει τίποτα», απάντησε ο άλλος χαμογελώντας και απομακρύνθηκε.

Η γαλήνια αδιαφορία, που έμοιαζε σχεδόν απαξιωτική, και η αυτοπεποίθηση που διέκρινε στο πρόσωπο του νεαρού, τον έκαναν να ανακτήσει τη δικιά του. Κάτω από την ιτιά, στο ημίφως, και με το ποτήρι στο χέρι αισθάνθηκε στιγμιαία ασφαλής. Κινούμενος αθόρυβα, χωρίς να τραβά ιδιαίτερα την προσοχή, αναζήτησε μια ντάμα για το χορό που να του ταίριαζε εκείνη τη στιγμή, ούτε ιδιαίτερα εντυπωσιακή, αλλά ούτε και πολύ συνεσταλμένη.


Απόδοση για το «Δ»: Κωνσταντινος Παλαιολογος

Ο Χουάν Μαρσέ γεννήθηκε στη Βαρκελόνη το 1933. Ανήκει στην αποκαλούμενη Σχολή της Βαρκελόνης (Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Χουάν Γκοϊτισόλο, Τερένσι Μος, Εδουάρδο Μεντόθα κ.ά.). Στα ελληνικά

κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του Η μαγεία της Σαγκάης (μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου, Σέλας, 1995) και Η ουρά της σαύρας (μετάφραση Μελίνα Παναγιωτίδου, Bell, 2003). Άλλα σημαντικά μυθιστορήματά του είναι τα Si te dicen que caí (1973), La muchacha de las bragas de oro (1978), El amante bilingüe (1990) και Canciones de amor en Lolita’s Club (2005). Το 2008 τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του με το Βραβείο Θερβάντες, το σημαντικότερο βραβείο των ισπανικών γραμμάτων.


Εισιτήριο να πας ή να έρθεις

του Χουάν Βιθέντε Πικέρας


Όποιον γεννιέται σε χωριό τον μεγαλώνει ο ορίζοντας

και τον παίρνει μαζί του κάποιο τρένο

οποιοδήποτε

οποιοδήποτε απόγευμα.

Μόνη του αποσκευή

είναι μια βεβαιότητα:

πως η ζωή είναι μακριά.

Περνά την εφηβεία του

κοιτώντας χάρτες, σύννεφα,

νοσταλγώντας με πόνο μακρινά τοπία,

γονατιστός μπροστά στη θεά Φυγή.

Μέχρι που κάποια μέρα

παίρνει ένα τρένο και φεύγει

προς αναζήτηση της απόμακρης

φωνής του, και της μητέρας του,

από την οποία δραπετεύει για να μπορέσει να υπάρξει

και έχει πάει στο σταθμό να τον αποχαιρετήσει,

βγάζει ένα άσπρο μαντίλι

και σκουπίζει τα δάκρυά της,

φυσάει τη μύτη της, εγκαταλείπεται

στο ρόλο της εγκαταλειμμένης μάνας

τη στιγμή που το τρένο απομακρύνεται

και την μετατρέπει

σε μακρινό σημείο

σε νιφάδα ενοχής

που τον εκλιπαρεί: γύρνα.

Και εκείνος βλέπει να πετούν ελιές, αμπέλια, ταύροι,

άλλα χωριά, μέρες, χρόνια, σύννεφα

στην οθόνη του παραθύρου.

Διασχίζει χώρες και τοπία.

Νοσταλγεί όλα όσα δεν θα συναντήσει.

Και ζει δραπετεύοντας από τη μοίρα του,

σκοντάφτοντας κάθε μέρα στην ίδια πέτρα,

νιώθοντας ντροπή που νοσταλγεί

όλα εκείνα που θέλησε να εγκαταλείψει.

Να επιστρέψει κανείς ή να μην επιστρέψει: αυτή είναι η απορία,

έτσι λένε, αλλά δεν είναι αλήθεια,

αφού δεν υπάρχει ένα εκεί στο οποίο να επιστρέψει

ούτε ένα εδώ όπου να αποφασίσει να μείνει.

Μόνο το τρέμουλο του τρένου όπου αυτά γράφονται.

Ακόμα δεν έχει φτάσει πουθενά αλλά, παρ’ όλα αυτά,

στο μυαλό του τριγυρνάει ένα ρήμα:

επιστρέφω, επιστρέφω, επιστρέφω…

Επαναλαμβάνει τη λέξη

μέχρι που ξεχνάει τι σημαίνει,

όχι μόνο η λέξη

αλλά το να την προφέρει συνέχεια

έτσι, ξανά και ξανά.

Η ζωή είναι μόνο πήγαινε

αλλά αυτός πιστεύει στο έλα.

Και θα επιστρέψει σ’ ένα χωριό

που πλέον δεν θα είναι δικό του.

Και θα επιστρέψει σε μέρη

που πλέον δεν θα αναγνωρίζει,

μέχρι που πια δεν θα ξέρει

τίποτα ούτε για τον εαυτό του ούτε για το πού

ή γιατί επιστρέφει,

και η επιστροφή θα μετατραπεί

σε φτερούγισμα δίχως φωλιά,

σε μελαγχολική διαστροφή.

Μέχρι που κάποια μέρα θα επιστρέψει για μια κηδεία

που θα δώσει τέλος σ’ αυτό που δεν έχει.

Όποιον γεννιέται σε χωριό

τον μεγαλώνει ο ορίζοντας

και τον παίρνει μαζί του το τρένο

οποιοδήποτε απόγευμα

προς μια θάλασσα ενός άλλου κόσμου,

προς έναν τόπο που δεν έχει σταθμό

ή ένα σταθμό που δεν έχει τόπο.

Είναι πλέον το τρένο, στο θρήνο του, στον παλμό του,

αυτό που επαναλαμβάνει επιστρέφω επιστρέφω επιστρέφω,

και εκείνος ακούει το ρήμα το ρήμα το ρήμα

που γίνεται σιγά-σιγά σάρκα,

που γίνεται σιγά-σιγά απόγευμα.

Και ξαφνικά κάποιος

του λέει πως έφτασε στον προορισμό του,

που είναι και το τέλος της διαδρομής.

Βγαίνει από το άδειο τρένο

σ’ έναν έρημο σταθμό.

Στο τέλος της αποβάθρας

βλέπει τη μάνα του που κουνάει εκείνο το μαντίλι

σαν να τον αποχαιρετούσε

ενώ, αντίθετα, τον προσμένει

εδώ και τόσα χρόνια.

Αντιλαμβάνεται ότι έχει φτάσει σε μια πόλη

απ’ την οποία κανείς δεν επέστρεψε ποτέ.

Τα τρένα, δίχως αυτόν πια,

συνεχίζουν και θα συνεχίσουν να πηγαίνουν και να έρχονται.



Απόδοση για το «Δ»: Κωνσταντινος Παλαιολογος


Ο ποιητής Χουάν Βιθέντε Πικέρας γεννήθηκε στο Ντούκες δε Ρεκένα (Βαλένθια) το 1960. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.