Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Τεύχη του Δέντρου

Από το Πανδοχείο

περιοδικό το δέντρο

Στην τρίτη του περίοδο το Δέντρο, εκδιδόμενο από το 1978, σε διμηνιαία και τριμηνιαία πλέον βάση, από τον ποιητή και πεζογράφο Κώστα Μαυρουδή, με την συντροφία (από την δεύτερη περίοδο) του Τάσου Γουδέλη, πεζογράφου, κριτικού λογοτεχνίας και κινηματογράφου, συνεχίζει να βλασταίνει κείμενα αλλά και αφιερώματα σε πλήρη και ολάνθιστα τεύχη. Μιλάμε για τεύχη – περιβόλια κειμένων σπουδαίων ξένων και εγχώριων φωνών, γνωστών και άγνωστων, αλλά και συχνότατων αφιερωμάτων, που αποτελούν πολύχρωμες καλειδοσκοπικές ματιές πάνω σε ένα πρόσωπο ή θέμα. Περίτρανο παράδειγμα τα αφιερώματα των πέντε τελευταίων τευχών που παρουσιάζουμε, θυμίζοντας ενδεικτικά άλλα προηγηθέντα θεματολόγια: Γραφές της περιπλάνησης, Κείμενα της εξορίας, Ιστορίες για τον Θεό, Ιστορίες για το Χρήμα, Κινηματογράφος και λογοτεχνία, Κείμενα των νερών, Λογοτεχνία και Ποδόσφαιρο αλλά και επιλογές από παλαιότερα εξαιρετικά κείμενα του Δέντρου (Τα αξιανάγνωστα)

Τεύχος 159-160 (Χειμώνας 2007-2008)
Αφιέρωμα στα 30 χρόνια

Με την τριακονταετή επέτειο του Δέντρου συνέβη το εξής ευτυχέστατο παράδοξο: αντί της συνήθους πρακτικής να γίνει το περιοδικό αποδέκτης «δωρημάτων» (π.χ. κείμενα συγγραφέων επί τούτου ή επί άλλου, ευχές, και άλλα υπερβολικά), συμβαίνει το αντίστροφο, εκείνο να μας προσφέρει το πλέον αναπάντεχο εορτινό γλύκισμα: έναν πλήρη Λογοτεχνικό Χάρτη των εξαιρετικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. H έκπληξη συνεχίζεται: η αλφαβητική λημματογράφηση των λογοτεχνικών άριστων δεν αναλώνεται στις συνήθεις ακατανόητες αναλύσεις ή γενικότητες, αλλά σκιαγραφείται η πλοκή τους, αναφέρεται η «υπόθεση», παίρνουμε μια ιδέα περί τίνος πρόκειται!

Ο κατάλογος σαφώς δεν είναι εξαντλητικός αλλά και μόνο η πλοήγησή του μας ταξιδεύει σε μαγικούς σταθμούς της λογοτεχνίας. Ξεκινάμε δίπλα στα Αδέλφια του Τερέντιου, τον Αγκοστίνο του Μοράβια και τους Αδελφούς Καραμαζόφ και καταλήγουμε στην Χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις του Σαραμάγκου, σε Χρόνια της περιπλάνησης και σε Ωδές, παρέα με τον Ωραίο Αντόνιο του Μπρανκάτι. Ανοίγουμε π.χ. στην τύχη στο γράμμα Μ. και ξαναζούμε την καφκική Μεταφόρφωση, παρακολουθούμε τον Μετέλο του Πρατολίνι, τον Μετρ και την Μαργαρίτα του Μπουλγκάκοφ, πάμε Μέχρι το φάρο της Γουλφ, ακούμε το σπαρακτικό Μίλησε μνήμη του Ναμπόκοφ. Τα πάντα βρίσκονται εδώ: αρχαίοι, κλασικοί, Ρώσοι, μοντερνιστές, Γάλλοι, πειραματιστές, ανένταχτοι, ιδιοπρόσωποι. Δεξιά μας οι Άντριτς, Σβέβο, Μάνσφιλντ, Πιραντέλο, Μπίχνερ, Μπάμπελ, Λόρκα, Φουέντες, Παβέζε, αριστερά μας ο Νοστρόμο, ηΈντα Γκάμπλερ, ο Επιθεωρητής, ο Τρίστραμ Σάντι, ο Γκοντό, η Νανά, ο Πυγμαλίων, ο αφανής Τζουντ, οΧέρτζογκ.

Ορισμένοι από αυτούς μας κοιτάζουν από τα βάθη του χρόνου ή μάλλον των σελίδων τους σε ένθετο οκτασέλιδο. Στην πάντα απρόβλεπτη πίσω πλευρά, μεθυστικές σπονδές του Σαμ Σέπαρντ για τον Ντύλαν του Γούντι Άλλεν για τον Μπέργκμαν, του Τάκη Σπετσιώτη για τον Μαξ Οφφίλς, του Τέοντορ Αντόρνο για τα ταξίδια του.

Τεύχος 161-162 (άνοιξη 2008)
Το ράδιο παίζει εμβατήρια [Αναφορές στο πρωινό ΜΙΑΣ ΖΟΦΕΡΗΣ ΗΜΕΡΑΣ και άλλα κείμενα]

Η ζοφερή μέρα δεν είναι άλλη από την 21η Απριλίου 1967, που τα τελευταία χρόνια μοιάζει να εξαφανίζεται από τα μ.μ.ε. ή να περιορίζεται στο γνωστό κωμικοτραγικό πλάνο του συνταγματάρχου που ζητά ησυχία μες την «τάξη». Για ποιο λόγο ένα τέτοιο πρωτότυπο αφιέρωμα, εκτός από το αυτονόητο ενδιαφέρον που παρουσιάζει; Μήπως επειδή η σημερινή γενικευμένη ανοχή του δημόσιου βίου μοιάζει να έχει τις ρίζες της στην μεταπολίτευση, ως αντιπρόταση στο αυταρχικό καθεστώς της δικτατορίας; Ή επειδή πάντα θα μας γοητεύει το παιχνίδι της μνήμης που εμπλέκεται με το παίγνιο των κανόνων της γραφής, ειδικά όταν πρόκειται για τις ποικίλες οπτικές βίωσης εκείνης της σκοτεινής ανατολής μιας νέας πραγματικότητας; Το εισαγωγικό σημείωμα της σύνταξης απαντά καταφατικά και ακριβώς έτσι σε αμφότερα.

Οι φορτισμένοι μάρτυρες, εκτός και εντός οικιών, κυνηγημένοι ή μη, προέρχονται από κάθε χώρο: λογοτέχνες (Ρ. Γαλανάκη, Λ. Διβάνη, Δ. Κούρτοβικ, Π. Μάτεσις, Δ. Μίγγας, Γ. Ξανθούλης, Τ. Πατρίκιος κ.ά.), σκηνοθέτες (Α. Αγγελίδη, Ν. Κούνδουρος, Τ. Ψαράς), πολιτικοί, καλλιτέχνες, κ.ά. Στις πίσω σελίδες προσφέρονται κείμενα και διηγήματα των Αντρέα Καμιλέρι, Τρούμαν Καπότε, Κούρτσιο Μαλαπάρτε, καταγραφές για τους Όντεν, Μπέκετ, Λέσινγκ, Ρ. Μπράντμπερι, συνέντευξη της Κρίστα Βολφ κ.ά.

Τεύχος 163-164 (Καλοκαίρι 2008)
Αυτό δεν το έχω ξαναδεί πουθενά…[Η σύγχρονη Ελλάδα με το βλέμμα των ξένων]

Με τίτλο από κείμενο του Ζ.Π. Σάρτρ όταν είδε την Αθήνα, το αφιέρωμα μάς δείχνει την χώρα με των ξένων τα βλέφαρα, κάνοντάς μας να κοιτάξουμε «ό,τι έχουμε δει ή αγνοήσαμε, εθισμένοι στο προφανές…κάτι σαν μικρή αποκάλυψη…χωρίς τον νομιμοποιητικό εθισμό της ζωής μας». Σε αυτό το corpus της περιπλάνησης ο Πέτερ Χάντκε εκπλήσσεται που δεν βρίσκει ούτε ένα μικρό ξενοδοχείο στον Κολωνό, ο Μαξ Φρις διαισθάνεται την παρουσία του γερο – Πάνα ακόμα και σήμερα στην Πελοπόννησο, ο Πολ Μοράν (που κάποτε δικαιολόγησε την ταξιδιωτική του αδηφαγία με το μνημειώδες: Θελήσαμε να καταβροχθίσουμε τον κόσμο…) αντιλαμβάνεται τον προαρχαίο συνδυασμό πέτρας και ανέμου στα τοπία μας, η Βιρτζίνια Γουλφ μπαίνει στον πειρασμό να μείνει μόνιμα στους Δελφούς.

Περιπλανηθεατές ακόμη, οι Εουτζένιο Μοντάλε, Σέιμους Χίνι, Ρεϊμόν Κενό, φυσικά οι Λόρενς Ντάρελ, Χένρι Μίλερ και Ζακ Λακαριέρ , κ.ά. πολλοί άγνωστοί μου – πράγμα που εξηγείται στο επόμενο τεύχος, όπου και η αποκάλυψη πως επρόκειτο για ψευδωνυμικά παίγνια των Φ. Ταμβακάκη, Σ. Τριανταφύλλου, Τ. Σπετσιώτη, Μ. Στεφανίδη, Φ. Δρακονταειδή! Φοβάμαι πως η πλέον προφανής εικόνα της κεντρικής Αθήνας αποδίδεται από έναν έκπληκτο Μισέλ Ντεόν: εξαφάνιση λογοτεχνικών στεκιών, αναθυμιάσεις βενζίνας, απαίσια τσιμεντένια κτίρια, βρομερές ταβέρνες, ενώ η πλέον ευτράπελη είναι εκείνη της μπάντας του βρετανικού ναυτικού στο σεισμοπαθές Ληξούρι να παίζει το God save the Queen!

Στο φλίπ σάιντ: στα ίχνη του Πεσόα, η συζυγική Κόλαση κατά Μάρκες, η Πόλη κατά Παμούκ, η Φαντασία κατά Φουέντες, τα Χρώματα κατά Βιτσέντσο Τσεράμι (ο εξαίρετος σεναριογράφος των Μονιτσέλι, Σκόλα, κ.ά.). Στοιχηματίζω πως ο κυρ Σαρτρ θα έλεγε σήμερα για την ελεεινή Αθήνα «Αυτό δεν θέλω να το ξαναδώ….».

Τεύχος 165-166 (φθινόπωρο 2008)
Νεοελληνικός σουρεαλισμός [Αντίκτυπο και υποθήκες]

Είναι παρών ο σουρεαλισμός μεταπολεμικά, δηλαδή έπειτα από την εκκωφαντική του εμφάνιση στην αρχική νεοελληνική μορφή του την δεκαετία του ’30; Πού βρίσκεται, πού επιδρά, που φαίνεται; Ο υπερρεαλισμός δεν πέθανε, καθώς δεν ανευρίσκεται το πτώμα του, λέει ο Α. Αργυρίου, αλλά ζει δημιουργώντας μια νέα φαντασία και γλώσσα, προσθέτει η Ε. Αρσενίου. Για ποιον υπερρεαλισμό μιλάμε; ρίχνει στάχτη στη φωτιά ο Ν. Βαλαωρίτης, καθώς ο Κ. Βούλγαρης ορθότατα μας παρατηρεί που δεν ήπιαμε κονιάκ σε νεκροταφειακό εντευκτήριο, ούτε δειπνήσαμε μυστικά με μπακαλιάρο σε εστιατόριο του Ψυρρή, για την εκατονταετία από την γέννηση του Νικόλαου Κάλας.

Πολλοί οι συμμετέχοντες: Δ. Ραυτόπουλος, Β. Βασιλικός (που παρομοιάζει τους σουρεαλιστές με πιανίστες), Α. Βιστωνίτης, Γ. Γιατρομανωλάκης κ.ά. αλλά και συζήτηση μεταξύ Εμπειρίκου, Γκάτσου και Καραντώνη και ιστορικές αποτιμήσεις (συμφωνούμε πλήρως στην ανίχνευση υπόγειου σουρεαλισμού στον κινηματογράφο των Κοέν, Ταραντίνο, Τζάρμους, Άλεν). Στον εξωτερικό χώρο, κείμενα του κορυφαίου παραγνωρισμένου Ρώσου Δανιήλ Χαρμς και των Πολ Όστερ, Ίταλο Καλβίνο (για τον Παβέζε), Ντάριο Φο.

Οπισθοσέλιδα: η λογοτεχνία των SMS και των ιαπωνικών keitai shosetsu (κινητά μυθιστορήματα), μια συζήτηση με τον συγγραφέα (και) των κακοφωτισμένων παμπ Τζον Μπάνβιλ και δυο από τα κορυφαία κείμενα του Κώστα Μαυρουδή, για τις αφιερώσεις σε βιβλία και τις συνευρέσεις του με τον Η. Πετρόπουλο στο Παρίσι, αμφότερα αλιευμένα από το πολύπυκνο ιστολόγιό του. Συνοδευτικό δισκίο: Ανέκδοτες ηχογραφήσεις του Ανδρέα Εμπειρίκου.

Τεύχος 167-168 (χειμώνας 2008)
Οι πολλαπλές εκδοχές μιας ιστορίας. [Νεοέλληνες συγγραφείς γράφουν με το ίδιο θέμα]

Στο εξαιρετικά πρωτότυπο αφιέρωμα του φρεσκότερου τεύχους του το Δέντρο θέτει τα δεδομένα και προτείνει το εξωτερικό περίβλημα μιας ιστορίας, και μια σειρά συγγραφέων ανταποκρίνονται στο στοίχημα, ανακατεύοντας τους όρους του και «διορθώνοντας» ο ένας τον άλλον, στο αέναο παιχνίδι της λογοτεχνίας. Η πρόκληση δημιουργικότατη, η ένδειξη σαφέστατη: δεν υπάρχει αφήγηση αλλά αφηγητές, όπως γράφεται στο εισαγωγικό σημείωμα (που αποτελεί πάντα ένα ευσύνοπτο πλην ζουμερότατο κομμάτι περί του εκάστοτε θέματος).

Σ. Χαβιαράς, Δ. Πετσετίδης, Μ. Φακίνος, Ά. Σφακιανάκης, Γ. Ρωμανός, Χ. Μαυρομάτης, Η. Παπαμόσχος, Σ. Σερέφας, Κ. Λογαράς, Φ. Δρακονταειδής, Ε. Καραταΐδη, Κ. Γκιμοσούλης, Μ. Γαβαλά, Κ. Ακρίβος, Π. Μάτεσις, Ρ. Μπούκουρα κ.ά. φωτίζουν την επίπλαστη ιστορία ο καθείς από την δική του πλευρά, φακό, γωνία, εγκέφαλο, κινούμενοι σε όλες τις ποιοτικές γκάμες.

Στην γαλαρία: επιτέλους η διάκριση διηγήματος και μικρής φόρμας που μπερδεύουν συνεχώς οι κριτικοί, τα χίλια εγώ της ιδιοφυίας του Φίλιπ Ροθ, το κείμενο του Ρομπέρτο Μπενίνι για τον Δάντη, αφήγηση των παιδικών αναμνήσεων του ιταλού σκηνοθέτη Ερμάνο Όλμι και ολοκλήρωση της δοκιμής του Σάκη Παπαδημητρίου πάνω στην Ναυτία του Σαρτρ και την τζαζ που την κατέκλυζε. Και πάλι ο Κώστας Μαυρουδής θέτει ερεθιστικά ζητήματα: τι μένει από τα παλιά μας διαβάσματα; Γιατί τα βιβλιοφιλικά blogs, παρά τα όποια θετικά στοιχεία, μοιάζουν περισσότερο με μαρτυρία του τρέχοντος, κάτι που μοιάζει με ατζέντα, ένα παιχνίδι εποπτείας της αγοράς, πέρα από αξιοκρατικές ιεραρχήσεις, μια ενασχόληση ελάχιστα κινητική ως προς τον χρόνο της λογοτεχνίας;

Ένα ακόμη εξαιρετικό κομμάτι παραθέτει τις απόψεις σχετικά με τους «φυσιολογικούς» ή «μη φυσιολογικούς» αθλητές – υπερβάτες των ορίων, εκκινώντας από ένα κείμενο του Ρολαν Μπαρτ για τον Γύρο της Γαλλίας και περνώντας μέσα από μια μυθολογική ανάγνωση του βίαιου χτυπήματος του Ζινεντίν Ζιντάν στον Μάρκο Ματεράτσι στο Μουντιάλ του 2006. Μήπως εκείνο το βίαιο ξέσπασμα που ερμηνεύτηκε από πολλούς ως το τέλος του «Μύθου Ζιντάν», δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το αποκορύφωμα της «μυθικής» και συνάμα «τραγικής» πορείας του, πορείας που ανακίνησε αρχέγονα σχήματα εγγεγραμμένα στο ασυνείδητό μας; Ναι, ναι!

Επισκεπτήρια: dentromag@yahoo.gr, τηλ. 210 3804630. Ο εκδότης Κώστας Μαυρουδής διατηρεί προσωπικό ιστολόγιο (http://costas-mavroudis.blogspot.com/), όπου μεταξύ άλλων, απανθίζονται πλείστα κείμενα των Δέντρων και όλα τα νέα για τις πρόσφατες εκδόσεις του. Στο συγγραφικό (ποιητικό και πεζογραφικό) έργο του επανερχόμαστε σύντομα.



Αφιέρωμα Γιάννης Ρίτσος

Ανασκαφή των ανεξάντλητων ορυκτών της πολύτροπης και εκτεταμένης ποίησης του Ρίτσου από Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Αλέξανδρο Αργυρίου, Κώστα Βούλγαρη, Φ.Δ. Δρακονταειδή, Σόνια Ιλίνσκαγια, Δημήτρη Κοσμόπουλο, Θανάση Μαρκόπουλο, Λευτέρη Ξανθόπουλο, Τάκη Σινόπουλο, Έρη Ρίτσου, ενθυμήσεις των Βασίλη Βασιλικού, Μήτσου Κασόλα, Γιάννη Κοντού, και πολλά ακόμη από παλαιότερους και νεότερους, ζώντες και τεθνεώτες. Πρώτα όλων τα 14 γράμματά του προς τον Τίτο Πατρίκο (1952-53) που βρισκόταν στο Σ.Ε. (Στρατόπεδο Εκτοπισμένων) στον Άη Στράτη

Θα σταθώ στο κείμενο του Γιώργου Μπλάνα που με άγγιξε και προσωπικά. Αν το μεγαλείο της ποίησης δεν μπορεί να εκπορεύεται από έναν κοινό εγκέφαλο, αν ο Ρίτσος έπρεπε να αποτελεί μια ενσάρκωση του ιερού, πόσο μάλλον μετά τον σφετερισμό του έργου του από την ορθόδοξη Αριστερά (μπορεί τα «αριστερά» του ποιήματα να αποτελούσαν ένα ελάχιστο μέρος του έργο του, ενώ ο Φουτουρισμός, ο Σουπρεματισμός, ο Κονστρουκτιβισμός, το Παράλογο, ο Ουλτραϊσμός, ο Υπερρεαλισμός κ.ά. να διατρέχουν πολλές ποιητικές του συνθέσεις, όμως ταυτίστηκε με τα εντόπια σοσιαλιστικά οράματα), τότε αυτός ο ποιητικός μύθος στα εβδομήντα του αποφάσισε να τινάξει στον αέρα τη δημόσια εικόνα του και κάθε «επίσημη» ερμηνεία του έργου του, εκδίδοντας εκείνα τα αλησμόνητα εννέα πεζογραφήματα, το Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων με ήρωα τον Αρίοστο, γεμάτα στιγμιότυπα ζωής, έρωτα, παντοιότροπου σεξ, συνειρμικών σκέψεων, μνημών και φαντασιώσεων – παραδόξως από εκείνα εισήλθα στο έργο του. Στο τελευταίο θα δήλωνε πως ο Αρίοστος είναι ο ίδιος και πως αρνείται να γίνει ο Άγιος της επαναστατικής θρησκείας του Μαρξισμού. Ένας Αρίοστος Όχι Άριστος, Αναγραμματιζόμενος Ρίτσος ή ως Άλλος Ariosto του Μαινόμενου Ορλάνδου μόλις τελούσε την σημαντικότερη πράξη διαλεκτικής αντιπαράθεσης ποιητή και αναγνώστη.

Από τα κείμενα της πάντα απολαυστικής πίσω πλευράς: η νομπελική ομιλία του Γιόζεφ Μπρόντσκι (Όποιος δεν διαβάζει θα το πληρώσει ακριβά), αφρικανική λογοτεχνία, φιλοσοφία και κινηματογράφος και, ως της εκπλήξεως, ο Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο ΙΙ παίρνει στα χέρια του ένα πράσινο τετράδιο: μια προσωπική ποιητική ανθολογία του Τσε, ούτως ή άλλως αδηφάγου αναγνώστη ποίησης. Μπορείτε να μαντέψετε ποιους ποιητές ανθολογούσε ιδιοχείρως και γιατί; [246 σελ.]



19630_3Τάσος Λειβαδίτης. Ένας σύγχρονος ρομαντικός. Προσεγγίσεις και επανεκτιμήσεις.

Ακόμα κι η ζωή μου αποκτά σημασία/όταν τη διηγούμαι σε κάποιον. Κι η δική μας ζωή αποκτά μεγαλύτερη σημασία όταν τόσοι συγγραφείς και μελετητές μάς «διηγούνται» κομμάτια της ζωής και της έργου ενός δημιουργού όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ανοίγοντας ακόμα περισσότερες πόρτες σε ένα έργο που συχνά έμοιαζε περιορισμένο σε μία μόνο όψη του: εκείνη του ενθουσιώδους οπτιμιστή και υψηλόφωνου πολιτικού οραματιστή. Όπως πάντα, ο πρόλογος του εκδότη Κώστα Μαυρουδή είναι το ιδανικό τρισέλιδο εισαγωγής στον κόσμο του τεύχους: κάποιες αναγνώσεις εδώ θα φωτίσουν και εκείνη την δραματικά λυγμική – αλλά ποτέ σε τόνους κλαυθυρμού – φωνή μιας βαθύτατης υπαρξιακής απελπισίας. Ο σαρκοβόρος χρόνος, η απάτη της ιστορίας, η έκπτωση του σώματος, η παρακμή της ωραιότητος, το άγιο λάθος είχαν μόνιμη θέση στους στίχους του. Ο Λειβαδίτης στην ώριμη φάση του ήταν ένας νεορομαντικός ποιητής

Παλαιότερες αναγνώσεις των Νικηφόρου Βρεττάκου, Κώστα Κουλουφάκου, βιωματικές προσεγγίσεις των Τίτου Πατρίκιου και Κωστή Γκιμοσούλη, απόσπασμα γραπτού του ίδιου του ποιητή για την Ποίηση της Ήττας από την Επιθεώρηση Τέχνης, ενθυμήσεις της κόρης του Βάσως Χαλά – Λειβαδίτη, κείμενα για ειδικότερα θέματα, όπως οι διώξεις του (Γιώργος Χ. Θεοχάρης), τα ποιήματα της περιόδου της «λυπημανίας» (από τα καφκικά πεζά στο Εκκρεμές (1966) στην επάνοδό του το 1972 ως ενός έκπτωτου της ανθρωπότητας) (Δημήτρης Αγγελής), το μοτίβο της παιδικότητας (Αφροδίτη Αθανασοπούλου). Πάντα πολλά προσθέτουν και οι Γ. Βέης, Γ. Δουατζής (που μας θυμίζει πώς και πως δεν μίλησε σε μέσο ενημέρωσης ποτέ), Δ. Κοσμόπουλος, Γ. Μπλάνας, Δ. Μέντη, Μ. Πρατικάκης, Δ. Ραυτόπουλος κ.ά.

Αντιγράφω από τον πάντα λακωνικό Γιάννη Κοντό για τα λαϊκά ξενοδοχεία – τόπους ερωτικών συναντήσεων μιας άλλης εποχής, για τα οποία ο Λειβαδίτης έχει γράψει τα περισσότερα μεταπολεμικά ποιήματα: Η λάμπα στη μέση του ταβανιού κρέμεται σαν το σκοινί του κρεμασμένου και μια ντουλάπα στο βάθος κρύβει ένοχα μυστικά! Η μπαλκονόπορτα κλειστή- αν είναι καλοκαιράκι, ανοίγει για λίγο, και η λερωμένη κουρτίνα γεμίζει αέρα και πλαταγίζει σαν σημαία ηττημένου στρατού. (…) Τα κτίρια αυτά ήταν συνήθως βαμμένα με ώχρα, ώστε να μπερδεύεται το απόγευμα στις αποφάσεις του. Το ποίημα οδηγείται στο δωμάτιο και στο παλιό κρεβάτι για να ενωθούν τα σώματα. Για άλλη μια φορά το αφιέρωμα του περιοδικού είναι ερεθιστικότατο, για άλλη μια φορά η τιμή ολοκληρώνεται με ένα ψηφιακό δίσκο 8 ποιημάτων από τη φωνή του Γιάννη Καταλειφού.

Ακόμα: ελληνική φανταστική λογοτεχνία, ο αόρατος κινηματογράφος, επιστολή του Ν. Καχτίτση στον Ε.Χ. Γονατά, δυο εξαιρετικές συζητήσεις με την μετρ διηγηματογράφο Άλις Μούνρο και τον Φρανθίθκο Γκονζάλεθ Λεδέσμα, αντιφασίστα νουαρογράφο λάτρη της Βαρκελώνης, ακριβώς δηλαδή όπως ο Μονταλμπάν, που όμως μας είναι άγνωστος χάρη στην καταδίκη στη λήθη που του επιφύλαξε ο Φράνκο.Αν ρίχναν ένα καράβι μες το μυαλό μου θα ναυαγούσε έγραφε στο «Σήμα Κινδύνου» ο Λειβαδίτης. Ευτυχώς, κάποιοι από αυτές τις σελίδες και κάποιοι από εμάς, είμαστε ήδη στον βυθό και θα το δούμε. [232 σελ.]

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Facebook 2

-

Πάσχα των Ελλήνων. Ο φίλος μου που κατοικεί στην Επίδαυρο, προσπάθησε λέει να φέρει δύο αλλοδαπούς για δουλειές στο περιβόλι του σπιτιού. Το πρότεινε στο δρόμο όπου τους είδε τη Μεγάλη Πέμπτη. «Δεν προλαβαίνουμε κ. Βασίλη», του είπαν. «Σφάζουμε συνεχώς. Αρχίζουμε απ' το πρωί και φτάνουμε ως το βράδυ». Φορούσαν, μου είπε, μεγάλες ματωμένες ποδιές και τα χέρια τους ήταν μέχρι τους αγκώνες στο αίμα.

Το πολιτικό κιτς της Αριστεράς δεν έχει όριο. Το ίδιο και η ανοχή αυτής της ανύπαρκτης Πολιτείας. Δέκα άνθρωποι μπορούν εν ονόματι των «λαϊκών αγώνων» να κλείνουν ξενοδοχεία, δρόμους, πλατείες, να εμποδίζουν τον απόπλου των πλοίων. Δεν είμαι βέβαιος αν έχει νόημα πλέον και η οργή. Η ανοχή της αναίδειας είναι θεσμός.

Το είχαμε συναντήσει στις προσωπικές μας σχέσεις. Το βλέπουμε τώρα, με μια δραματική αφορμή, στις διεθνείς. Όταν κάποιος αρνείται να σου δώσει πλέον χρήματα, γιατί μέχρι τώρα τα κατασπατάλησες ανόητα και προκλητικά, δέχεται επιθέσεις, ασύστατη «κριτική», ύβρεις. Και στο συλλογικό και στο προσωπικό επίπεδο τα αίτια είναι ίδια. Η απληστία και η αναίδεια.

O θεολόγος έμπαινε στην αίθουσα (δεύτερη ώρα του δίωρου των Θρησκευτικών) και με την αθωότερη βεβαιότητα ανακοίνωνε: «Την προηγούμενη ώρα καταρρίψαμε τον Καντ. Τώρα θα καταρρίψουμε τον Νίτσε».

Οι σύγχρονοι ζηλωτές του ελληνοκεντρισμού, παλαιοί και όψιμοι, ποικίλων βαθμίδων σοβαρότητας, κάπως έτσι, μηδενίζοντας και αποθεώνοντας, ξεκαθαρίζουν το τοπίο των ιδεών. «Μπαχ; Εμείς (η Ανατολή) είχαμε τον Κουκουζέλη». «Πιάνο; Τι μπορεί να πει σε σχέση με το δικό μας τουμπελέκι;».

Η ιστορία είναι παλιά, όμως μόνο τώρα ακούγεται επίκαιρη. Σε μια ψηλή καρέκλα χωρίς ράχη, στο πεζοδρόμιο της πλατείας Συντάγματος, καθόταν ένας άνδρας και διάβαζε εφημερίδα. Οι περαστικοί, θεωρώντας τον εκκεντρικό, δεν έδιναν σημασία, ώσπου κάποιος αποφάσισε να τον ρωτήσει. «Γιατί κάθεστε στην ψηλή καρέκλα πάνω στο πεζοδρόμιο;» Ο άνδρας σήκωσε το κεφάλι και κοιτάζοντας γύρω είπε: «Γαμώ το, μου έκλεψαν το περίπτερο»

Αυτή η γάτα που χάθηκε στη Σκοτία και τελικά, μετά από μέρες, βρέθηκε στην Ισπανία, είναι πρωταγωνιστής ενός από τα θαύματα του ψηφιακού μας πολιτισμού. Διότι ανακαλύφθηκε χάρις στο τσιπάκι που είχε. Χάρις στο 666 δηλαδή, το συναρπαστικό Δαιμόνιο της εποχής, που δεν την κάνει μόνο απρόβλεπτη, αλλά της δίνει νέο ανθρωπισμό και δυνατότητες για εμπράγματες σωτηρίες.

Ο γνωστός ζωγράφος Νταβίντ, επίτροπος δημόσιας Ασφάλειας στη Γαλλική Επανάσταση, άτομο κυνικό και έτοιμο να συνταχθεί όπου τον εξυπηρετούσε, έφθασε στο σημείο να σκιτσάρει ετοιμοθάνατους, καθισμένος απέναντι στην γκιλοτίνα. «Τι κάνεις εδώ;», τον ρώτησε κάποιος γνωστός του που τον είδε. «Αιχμαλωτίζω τις τελευταίες κινήσεις αυτών των κακοποιών», ήταν η απάντηση. Αργότερα έγινε ο πορτρετίστας του Ναπολέοντα.

Μετά τον Βοναπάρτη, ο Νταβίντ ζωγραφίζει την αριστοκρατία. Σαν κάθε καλλιτέχνης (που μετρά με ανασφάλεια τη σημασία του, όπως ο υπερτασικός την πίεσή του), δηλώνει «Θα γλυστρήσω στην Ιστορία πίσω απ' τις σκιές των ηρώων μου». Όντως, θυμόμαστε τον πίνακα του Μαρά, πορτρέτα του Ναπολέοντα, συνθέσεις από την κλασική αρχαιότητα. Αυτά τα τελευταία σκηνικά έγιναν, όμως, έμμονος και πληκτικός εικονογραφικός μύθος.

«[...] Χρόνια αργότερα, ξαναβρέθηκαν σε κείνο το σημείο του βουνού που τους είχε κάνει τόσο ευτυχισμένους την πρώτη φορά. Ύστερα σταμάτησαν να συχνάζουν στα μέρη εκείνα, πέρασαν χρόνια παραμένοντας φίλοι κι αφήνοντας άλλους να πάρουν τη θέση τους». (Η τελευταία φράση από το διήγημα «Φιλία». Αλφαβητάριο, του Goffredo Parise)

Ποιος είχε πει, αλήθεια, ότι έχουμε δύο ειδών φίλους, εκείνους που τους είμαστε αδιάφοροι κι εκείνους που μας μισούν;

Σήμερα το πρωί στην Ακρόπολη. Κανείς δεν μου βγάζει απ' το μυαλό ότι το πανό των «επαναστατών» με το σύνθημα «Ξεσηκωθείτε», πλάι στο οποίο έπαιρναν υπομονετικά σειρά και φωτογραφίζονται ιάπωνες τουρίστες, είναι εικόνα αντιγραμμένη από τους Μόντυ Πάιθον.

Είδα μια συζήτηση στην ΕΤ3 για το βιβλίο του τούρκου υπουργού Εξωτερικών. Καλεσμένοι,τουρκολόγοι,ελληνοκεντρικοί,θεολογοφιλόσοφοι. Το μέγα τραύμα. Γιατί η γείτων είναι μεγάλη, γιατί είναι ισχυρή, γιατί έχει όραμα και διαρκώς σημαντικότερο διεθνή ρόλο. Μια σύναξη επαρχιακών ειδημόνων. Με ματιά μεταφορική, θύμιζε μικρούς παντοπώλες του ’80, αιφνιδιασμένους για το γιγαντιαίο Σούπερ μάρκετ που άνοιξε στη γειτονιά.

Ενώ όλοι προσπαθούμε να βρούμε μια σοφία για ανάρτηση (ή ένα αίσθημα που συχνά είναι γλυκερό), είδα, περιερχόμενος ξένες σελίδες, μια διακριτική ανακοίνωση. Σχεδόν ψίθυρο: «Βρέχει».

Διαβάζω επιστολές του Καζαντζάκη. Δεκαετία του ’20, στην Ιταλία. Περιηγητής ωριμότερος από πεζογράφος. Το βλέμμα του, πραγματικό Σχολείο. «Γύρω από τον ποιητή Μαρινέτι, φανατικοί αφοσιωμένοι μαθητές με αξία. Ζωγράφοι, ποιητές, μουσικοί. Ανώτεροι από τον αρχηγό. Είχαμε απέραντες συζητήσεις. Άφριζε, μη μπορώντας να απαντήσει. Είναι επιπόλαιος μα τον θαυμάζω, γιατί αντέχει ηρωικά στο γελοίο».

Στην Ασίζη γράφει: «Οι καμπάνες έχουν βαθιά αρμονία. Αρχίζει η βαρειά του Αγίου Ρουφίνου και σε λίγο περιπλέκεται, μέσα στα ρωμαλέα αντρίκια μέλη του ήχου τούτου, η λυγερή, ψιλή, ασημένια καμπάνα της Αγίας Κλάρας. Ξεχωρίζουν τέλεια μέσα στην ένωση, σαν μελαψός με άσπρη γυναίκα».

Το ίδιο πυκνός, αποδίδοντας τα χαρακτηριστικά των ανέμελων και ξένοιαστων κατοίκων της Πομπηίας, μετά από επίσκεψή του στην αρχαία πόλη: «Όλοι ήσαν raffines, κουρασμένοι, elegantes, ειρωνικοί». Και πιο κάτω: «Όλη μέρα στα στενά σοκάκια, έμπαινα στα σπίτια. Οι αυλές, τα δωμάτια, οι τοιχογραφίες, τα περιβολάκια. Μόνο οι νοικοκύρηδες έλειπαν».

Σε γράμματα της ίδιας εποχής, μιλάει για τον δανό συγγραφέα Joergensen, του οποίου o Kαζ. μετέφρασε ένα βιβλίο-βιογραφία για τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, πριν γράψει ο ίδιος τον Φτωχούλη του Θεού. Σπάνια έχω δει πρόσωπο να αποκαλύπτεται πίσω από τρεις λέξεις με τόση πληρότητα: «Είναι 60 ετών. Έξυπνος, πικραμένος, μέτριος».

Την Κυριακή, βρήκα στο Μοναστηράκι μια σχισμένη σελίδα από την Ελευθερία της 28ης, Ιουνίου του 1964. «Τα σύγχρονα κωδωνοστάσια της Ευρώπης, δεν έχουν πια χώρο για μεγάλες καμπάνες. Ούτε το παλιό πάθος υπάρχει », έλεγε, «που έφτιαχνε καμπάνες, με χαριτωμένες, συχνά, επιγραφές στην επιφάνειά τους». Παράδειγμα, μια του 1776, στην Αγγλία, με τη σαρδόνια φράση : «Η φωνή μου θα ήταν βαθύτερη, αν η συνεισφορά σας ήταν μεγαλύτερη».

«[...] Νομίζαμε ότι ήμασταν οι πρώτοι που μπορούσαμε να καταλάβουμε ορισμένα πράγματα, γιατί δεν ξέραμε πως ο έρωτας είναι σαν την ποίηση και πως όλοι οι εραστές, ακόμα και οι πιο μέτριοι, πιστεύουν πως καινοτομούν». Raymond Radiguet, Με το διάβολο στο κορμί.

O Σιοράν δεν έγραψε μόνον πράγματα που αφορούν το θεό, την ύπαρξη, την Ιστορία. Ήξερε το παιχνίδι του χιούμορ και τις χάριτες του παράδοξου. Θυμάμαι την εξής επισήμανση: «Οι δύο που μίλησαν καλύτερα για τον έρωτα και τη μουσική (ο Σοπενχάουερ και ο Νίτσε), ήταν πρόσωπα που η ερωτική εμπειρία τους περιορίζονταν στα πορνεία. Όσον αφορά τη μουσική, ο πρώτος θαύμαζε τον Ροσίνι ενώ ο δεύτερος τρελαινόταν για τον Μπιζέ!

«O τελευταίος σπουδαίος ποιητής της Ρώμης, ο Γιουβενάλης, ο τελευταίος αξιόλογος συγγραφέας της Ελλάδας, ο Λουκιανός, έγραψαν με ειρωνεία. Δύο λογοτεχνίες που τελειώνουν μ' αυτήν. Όπως θα έπρεπε να τελειώνει το κάθε τι, είτε λογοτεχνία είναι αυτό είτε όχι». (Ε.Μ.Σιοράν, Εξομολογήσεις)

Δεν μπορεί, κάποιος ευφάνταστος πρωτόγονος θα ονειρεύτηκε κάποτε αυτόν το χώρο, σκεπτόμουν σήμερα στο σούπερ μάρκετ. Να βαδίζει μπροστά σε συγκεντρωμένους καρπούς, γδαρμένα ζώα και αλιευμένα ψάρια, να περιέρχεται φωτισμένους -χωρίς δαυλούς- διαδρόμους, όπου το γάλα θα υπάρχει χωρίς το κοπάδι και τα άπειρα τυριά θα εισάγουν δύο άγνωστες και δαιμονικές (για την αρχαϊκότητα) έννοιες: την παραλλαγή και την ποικιλία.

Eπί μέρες, περιμένοντας για τον καφέ που έπαιρνα μαζί μου, άκουγα τα στερεότυπα για το σύστημα («να πληρώσουν αυτοί που έφαγαν»), για την απάτη των πολιτικών («φέρτε πίσω τα κλεμμένα») και για τη λεηλασία του ΔΝΤ. Σήμερα, για πρώτη φορά αποφάσισα να περιμένω. «Θες απόδειξη»; με ρώτησε. Έψαξε πίσω από τον πάγκο και μου έδωσε ένα λιγνό χαρτάκι , που η ταμειακή του είχε γεννήσει (με πόνους, φαντάζομαι) από τον περασμένο Απρίλιο.

Καλοί, ή συζητήσιμοι, οι αγώνες για τον 13ο, για τον 14ο, για το 65ο, για τις άγιες προσόδους σας, αλλά οι οργανώσεις σας θυμίζουν βίαιο στρατό, οι κινητοποιήσεις σας μυρίζουν νεκροτομείο, και οι απολογισμοί σας απροκάλυπτο κυνισμό.

Περίεργο. Μια λιτή αφισούλα, ανάμεσα στην επιθετικότητα των συνθημάτων που σαλπίζουν βία και επίθεση. Προσέγγιση στην έννοια «Ήττα». Εγκώμιο, θα λέγαμε: «Μονάχα η ήττα προκαλεί τη σκέψη, την αναθεώρηση και την περισυλλογή. Με την ήττα ξαναγεννιόμαστε και ξαναζούμε απ' την αρχή νέες φόρμες. Ενώ η νίκη είναι πανωλεθρία του αισθήματος. Η νίκη οδεύει τους νικητές στα ταβερνεία και τα πορνεία». Υπογραφή, Μάνος Χατζιδάκις.

Ο σατιρικός του 19ου αιώνα μιλούσε για τα « δύο δικαιώματα που ο Ελλην ασκεί πανελευθέρως. Του Σ υ ν έ ρ χ ε σ θ α ι και του Ο υ ρ ε ί ν εις όποιο θέλει μέρος ». Αν απομακρυνθείς από τα πλήθη (που συνέρχονται και αποκλείουν ό,τι θέλουν, όποτε θέλουν), οι δρόμοι από το κέντρο προς τα Εξάρχεια (με τον επικό τους ρύπο και τη δημοκρατία τής ούρησης) υποκλίνονται στην αδιάψευστη και ανθεκτική επισήμανση του Σουρή.

[...] Εκτός απ' την Σεζ λονγκ, που μένει για αιώνες ανεξέλικτη αλλά τέλεια, μόνον η ποίηση δείχνει τα ίδια χαρακτηριστικά. Ιδού πόσο σύγχρονο είναι το εικονιστικό παιχνίδι μιας ποιητικής μινιατούρας του Πλάτωνα. «Πέντε βόδια παρίστανε η μικρή πέτρα από ίασπι/ κι ήταν όλα σαν να βοσκούσαν ζωντανά./Θα μπορούσαν να φύγουν / όμως η μικρή τους αγέλη κρατιέται σε χρυσό μαντρί».

[...] ύστερα, μια ωραία μέρα, εκείνη δεν ξανάρθε πια κι αυτός δεν κατάφερε να μάθει τίποτα πια για κείνη. (Η τελευταία φράση από το διήγημα «Καρδιά». Αλφαβητάριο, του Goffredo Parise)