Τρίτη 12 Μαΐου 2015
Ένας ευτελής περίγυρος
ΤΟ
ΠΡΟΣΕΧΕΣ "ΔΕΝΤΡΟ" θα είναι αφιέρωμα στον Τόμας Μαν. Από τις ποικίλες
συνεργασίες που το αποτελούν μόνον αυτή, τη δική μου, δικαιούμαι να
εμφανίσω πριν την έκδοση του τεύχους. Γραμμένη πολύ παλιότερα, σήμερα
μπορεί να έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον. Θεωρώ ότι κάποιο απ' τα,
δευτερεύοντα βέβαια, επίπεδα της νουβέλας είναι και το βλέμμα του Βορρά
απέναντι στα ήθη του νότου. Δεν ξεφεύγει απ' την ανάγνωση η δηκτική
κριτική και η περιφρόνηση των συμπεριφορών. Αρχαιόφιλοι, ρομαντικοί,
περίεργοι, όσοι επισκέφτηκαν τη Μεσόγειο τους τελευταίους αιώνες, δεν
αγνόησαν, καλοπροαίρετα ή όχι, την ηθογραφική εικόνα.
*
*
ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΟΘΕΣΕΙ ΤΙ σκέπτεται ο Γκούσταβ φον Άσενμπαχ στον κινηματογραφικό "Θάνατο στη Βενετία", όταν σ’ εκείνο το κουρείο δέχεται τις περιποιήσεις και τις ανανεωτικές παρεμβάσεις του φλύαρου ιταλού κομμωτή; Το γνωρίζει μόνον ο αναγνώστης της νουβέλας. Ο θεατής του βισκοντικού έργου το αγνοεί, αφού, κατά κανόνα, για τη βουβή σκέψη των ηρώων και τους συλλογισμούς του αφηγητή, η κινηματογραφική εικόνα παραμένει ένας απρόθυμος μάρτυρας. Έτσι, όταν οι βαφές επαναφέρουν το μαύρο χρώμα των μαλλιών, τονίζουν τα μάτια και τα χείλη του ήρωα, έχει παραμείνει εκτός του πλάνου ότι ο Άσενμπαχ «κοιτάζοντας το γερασμένο του σώμα ένιωθε ντροπή και απελπισία», ότι «απέναντι στη γλυκιά νεότητα που αγαπούσε, δεν ανεχόταν το γερασμένο του κορμί».
Υπάρχει εντούτοις ένα στοιχείο στο πρώιμο (1912) αυτό έργο του Τόμας Μαν, το οποίο βρίσκει σχολαστική αντιστοιχία στην κινηματογραφική του μεταφορά. Είναι το ενοχλημένο και περιφρονητικό βλέμμα του αφηγητή (βλέπε συγγραφέα) απέναντι στο περιβάλλον ή στο χορό των ανωνύμων, που κινούνται γύρω από τον προαναφερθέντα ήρωα, πρόσωπα που συμπεριφέρονται με ανυπόφορη δουλικότητα και ευτέλεια. Αυτό το κλίμα (σε αντίθεση με τις αλλαγές που έχει επιφέρει ο Βισκόντι κάνοντας στην ταινία τον συγγραφέα Άσενμπαχ μουσικό) αποδίδεται πιστά στην ταινία, η μεταφορά γίνεται σχεδόν λέξη προς λέξη.
*
Η παρουσία του Άσενμπαχ στην Αδριατική αρχίζει από το κεφάλαιο 3 του βιβλίου. Ο ήρωας, με προορισμό τη Βενετία, επιβιβάζεται από τις Δαλματικές ακτές «σ’ ένα παμπάλαιο ιταλικό πλοίο, σ κ ο τ ε ι ν ό και σ κ ο υ ρ ι α σ μ έ ν ο». Απ’ το σημείο αυτό ο πρωταγωνιστής φαίνεται να μπαίνει σ’ ένα προεπιλεγμένο περιβάλλον όπου διαγκωνίζεται μ’ έναν κόσμο αήθειας και παρακμής. «Κάποιος καμπούρης και βρώμικος ναύτης με λαδερό χαμόγελο, όλο ευγένεια, τον οδηγεί πίσω από το τραπέζι όπου καθόταν ένας γενειοφόρος με φυσιογνωμία διευθυντή τσίρκου. Εισέπραξε βιαστικά τα λεφτά κι άφησε τα ρέστα στο λεκιασμένο τραπεζομάντιλο. Είναι τιμή μου να σας εξυπηρετώ, είπε […].
Το σκουριασμένο πλοίο, έχοντας διαπλεύσει βορειοδυτικά την Αδριατική, φθάνει στη Βενετία. Στο κατάστρωμα ένας μεθυσμένος φορτικός γέρος, «γλείφοντας τις άκρες των χειλιών του, σήκωνε το ζαρωμένο, γεμάτο δακτυλίδια δάκτυλο, σχεδιάζοντας σαχλά υπονοούμενα. Για ώρα κάνει στους ξένους αποχαιρετιστήριες ρεβεράντζες. Ευχόμαστε την πιο ευχάριστη διαμονή, τραύλιζε. Το στόμα του το ύγραιναν σάλια […]».
*
Με την άφιξη του πλοίου εμφανίστηκαν οι γονδολιέρηδες. Η εικόνα της ευτέλειας έχει συνέχεια. «Τσακώνονται στη διάλεκτό τους, σκληροί, ακατανόητοι, με απειλητικές φυσιογνωμίες». Αυτός που παραλαμβάνει τον Άσενμπαχ έρχεται σύντομα σε προστριβή με τον πελάτη του. Τον μεταφέρει στο Λίντο ενώ ο τελευταίος θέλει να αποβιβαστεί στον Άγιο Μάρκο. Ο βενετσιάνος γονδολιέρης δεν έχει άδεια εργασίας. Έτσι, όταν πλησιάζει την προβλήτα του Λίντο, διακρίνοντας την αστυνομία, εξαφανίζεται. Ο Άσενμπαχ δεν προλαβαίνει να πληρώσει. Ένας αχθοφόρος τον πλησιάζει. «Ο κύριος ήρθε δωρεάν, είπε, και άπλωσε το χέρι». «Στο ξενοδοχείο, ο υπάλληλος ήταν ένας κοντούλης, όλο ευγένεια και τσιριμόνιες, που τον συνόδεψε ώς το ασανσέρ».
Με τις λεπτομέρειες της αφίξεως ο συγγραφέας εξακολουθεί να τυλίγει στο ίδιο κλίμα τον ήρωα του, που εκτός από υπαρξιακά κουρασμένο πρόσωπο τον θέλει παρατηρητή αδιάφορο και ξένο για το καθημερινό, διαθέσιμο στα σκοτεινά πάθη, αλλά ανεξοικείωτο στη μικροπολιτική τής συναλλαγής.
*
Ανατρέχω στην πολύ μεταγενέστερη νουβέλα του Μαν, "Ο Μάριος και ο μάγος" (1930), μια ιστορία που ξετυλίγεται στις ακτές του Τυρρηνικού πελάγους. Ο συγγραφέας φιλοτεχνεί ένα παρεμφερές σκηνικό. (Η ιταλική λουτρόπολη «μυρμηγκιάζει από μαυριδερά πλήθη που φιλονικούν, αλλάζουν, ενώ ο αφόρητος ήλιος τούς ξεφλουδίζει το σβέρκο»). Και εκεί, σε γενικές γραμμές, ο θίασος του πλήθους κινείται ανάγωγος και απεχθής.
«Μερικές φορές μας φαινόταν μάλλον απίθανο πως βρισκόμαστε στην πατρίδα της μουσικής τέχνης της Δύσης. “Φουτζέροοοο…!” Ακόμη και σήμερα αντηχεί στο αυτί μου εκείνη η κραυγή, που την άκουγα να ηχεί για είκοσι πρωινά, επί εκατό φορές, κολλητά δίπλα μου, απροκάλυπτα βραχνή, φριχτά τονισμένη… Απευθυνόταν σ’ έναν απεχθή νεαρό με ηλιακό έγκαυμα στην πλάτη, που σου προξενούσε αηδία…»
Στο ίδιο σημείο: «Η ζέστη ήταν υπερβολική, ήταν αφρικανική, η κυριαρχία του ήλιου αδυσώπητη… Το πυρακτωμένο κενό του ουρανού μού γίνεται βάρος μέρα με τη μέρα». Και λίγες γραμμές πιο κάτω διατυπώνεται μια σκέψη επεξηγηματική, που φωτίζει, αιφνιδίως, το άτεγκτο βλέμμα, αιτιολογεί την κριτική και την ενόχληση. Η σκέψη πού λέει ότι: «αν η βόρεια ψυχή δεν δει, δεν συνεκτιμήσει και τις θετικές πλευρές μιας τέτοιας συνθήκης (τα εορταστικά συναισθήματα, την ανεμελιά των διακοπών, την ανεξαρτησία, την απλοϊκότητα) μένει με ανεκπλήρωτες κάποιες βαθύτερες ανάγκες και ενσταλλάζεται μέσα της κάτι σαν περιφρόνηση».
*
Στο "Θάνατο", η περιφρονητική διάθεση προβάλλεται από τον Βισκόντι όσο και από τον συγγραφέα. Η εικόνα είναι εξίσου λεπτομερής απέναντι στον εσμό των εγχώριων επιτηδείων, που κυκλώνει την περίσκεπτη και εύθραυστη παρουσία του βόρειου επισκέπτη. Απ’ την προσοχή μας δεν θα διαφύγει πόσο ο φακός θα σταθεί εκστασιασμένος μέσα στην αίθουσα του σαλονιού, στο ξενοδοχείο του Λίντο, παρακολουθώντας με θαυμασμό, με συνεχή γκρο πλαν, την πολυεθνική αριστοκρατία των παραθεριστών. Ιδού πώς έχω περιγράψει πριν 40 χρόνια, γνωρίζοντας μόνο την ταινία, αυτή την εντύπωση. «…κι όταν λοιπόν ολόκληρο το κάδρο γεμίζει από τα ψάθινα πλατύγυρα της πολωνικής οικογένειας και τις πολύχρωμες κορδέλες τους, αντιλαμβάνεσαι πως αυτά έχουν τόσο (ηθελημένο) βάρος όσο και τα πρόσωπα που τα φορούν και δεν φαίνονται. Έτσι, που η προβολή αυτών των “αθώων” σε πρώτη ματιά στοιχείων μπορεί να ανάγεται σε “στάση” και σε “ποιητική”». Όντως, βλέπω τώρα ότι το εσωτερικό στο πολυτελές ξενοδοχείο του Λίντο είναι η πυκνή εικαστική διατύπωση της σκέψης του αφηγητή, όπως τη διαβάζω στο 3ο κεφάλαιο της νουβέλας: «Ανάκατα αντηχούσαν οι φθόγγοι από τις μεγάλες γλώσσες. Η καθιερωμένη σ’ όλο τον κόσμο βραδινή φορεσιά, σύμβολο πολιτισμού, έδενε εξωτερικά τις ανθρώπινες παραλλαγές σε μιαν ενότητα αξιοπρέπειας».
*
Στο 5ο κεφάλαιο, ο Άσενμπαχ από το αντικρινό Λίντο έχει βρεθεί πάλι στη Βενετία. «Τα μαρμάρινα σκαλιά μιας εκκλησίας κατέβαιναν ώς τα κύματα. Ένας αντικέρ με τις πιο δουλικές χειρονομίες καλούσε τους περαστικούς να σταματήσουν και να μπουν, με την ελπίδα να τους εξαπατήσει […]»
Είναι η τέταρτη εβδομάδα της διαμονής του στην πόλη. Τα απολυμαντικά μέτρα κατά της πανώλης είναι πλέον αντιληπτά. Ο Άσενμπαχ, έχοντας διαβάσει τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, έχοντας δει το ξενοδοχείο του να αδειάζει από τους ενοίκους που επιστρέφουν στην πατρίδα τους, επιτέλους «ζητά πληροφορίες για την ανησυχητική μυρωδιά, από έναν καταστηματάρχη που πουλούσε κοραλένια κολιέ και ψεύτικους αμέθυστους. Στεκόταν ακουμπισμένος στην πόρτα του μαγαζιού του. Τον κοίταξε και έκανε μιαν ανυπόμονη κίνηση. “Προληπτικά μέτρα, κύριέ μου”, απάντησε με θεατρικές χειρονομίες. Μια πρωτοβουλία της αστυνομίας που πρέπει να επιδοκιμάσουμε… Η μεταβολή του καιρού το επιβάλλει. Ο σιρόκος δεν κάνει καλό στην υγεία…» Και βέβαια, δεν είναι χωρίς σημασία μια σύμπτωση στην εξέλιξη: το μοναδικό πρόσωπο το οποίο φωτίζει την αλήθεια για το λόγο των απολυμάνσεων, εκείνος που αποκαλύπτει στον Άσενμπαχ τι πραγματικά συμβαίνει, είναι ο Ά γ γ λ ο ς υπάλληλος μιας τράπεζας, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου…
*
Στο ίδιο κεφάλαιο περιέχεται η σκηνή με τους πλανόδιους τραγουδιστές που καταφθάνουν στη βεράντα του ξενοδοχείου, στο Λίντο. «Τα νεύρα τού Άσενμπαχ δέχονταν λαίμαργα τις βάρβαρες και φτηνές μελωδίες, γιατί το πάθος παραλύει το γούστο και την εκλεκτικότητα […] ο κιθαρίστας, ξερακιανός, με πρόσωπο σκελετωμένο, με το βρώμικο σκούφο του πεσμένο προς τα πίσω, τραγουδούσε με πόζα, όλο αναίδεια, εκτοξεύοντας προς τη βεράντα τις τσιρίδες του, με φουσκωμένες τις φλέβες στο μέτωπό του. Δεν έμοιαζε βενετσιάνος, αλλά μάλλον από εκείνη τη ράτσα των ναπολιτάνων κωμικών, μισονταβατζής, μισοθεατρίνος, διασκεδαστικός κι επικίνδυνος. Εκείνο που έκανε, όμως, τον Άσενμπαχ να τον προσέχει ήταν πως η ύποπτη φυσιογνωμία του έμοιαζε να κουβαλάει μαζί και μιαν ύποπτη ατμόσφαιρα. Μόλις τελείωσε ο τραγουδιστής, άρχισε την είσπραξη. Όσο θράσος έδειχνε στο τραγούδι, άλλο τόσο δ ο υ λ ι κ ά φερόταν τώρα. Με κυρτωμένη τη ράχη σαν γάτα, γλιστρούσε ανάμεσα στα τραπέζια κι ένα χαμόγελο πονηρής υποταγής ξεγύμνωνε τα δυνατά του δόντια».
*
Όσο πιο απεχθές είναι το περιβάλλον, φαίνεται να πιστεύει ο συγγραφέας, τόσο δραματικότερα φωτίζεται η εύθραυστη και σιωπηλή υπεροψία του Άσενμπαχ, η ανικανοποίητη βούληση για το απόλυτο κάλλος.
Στο συγκεκριμένο σημείο, όμως, είναι αξιοσημείωτο ότι η ταινία (σε αγαστή, έως εδώ, σ ύ μ π ν ο ι α με το κείμενο) έχει ξεπεράσει τον γραπτό ήρωα. Ο Βισκόντι επεφύλαξε για το πρόσωπο του πλανόδιου μουσικού μιαν εικόνα ακόμη πιο απωθητική απ’ ότι ο συγγραφέας. Υποβάθμισε στο πεδίο του αποκρουστικού τον πλανόδιο. Έτσι, όταν στην τελευταία σκηνή τον δείχνει με την κιθάρα να τραγουδά και να καγχάζει, δεν διακρίνονται «τα δυνατά του δόντια», όπως διαβάζουμε στις σελίδες του Μαν. Η κινηματογραφική φιγούρα γελά μ’ ένα στόμα σκοτεινό και γλοιώδες, απ’ όπου λείπουν τα δόντια…
*
*
ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΟΘΕΣΕΙ ΤΙ σκέπτεται ο Γκούσταβ φον Άσενμπαχ στον κινηματογραφικό "Θάνατο στη Βενετία", όταν σ’ εκείνο το κουρείο δέχεται τις περιποιήσεις και τις ανανεωτικές παρεμβάσεις του φλύαρου ιταλού κομμωτή; Το γνωρίζει μόνον ο αναγνώστης της νουβέλας. Ο θεατής του βισκοντικού έργου το αγνοεί, αφού, κατά κανόνα, για τη βουβή σκέψη των ηρώων και τους συλλογισμούς του αφηγητή, η κινηματογραφική εικόνα παραμένει ένας απρόθυμος μάρτυρας. Έτσι, όταν οι βαφές επαναφέρουν το μαύρο χρώμα των μαλλιών, τονίζουν τα μάτια και τα χείλη του ήρωα, έχει παραμείνει εκτός του πλάνου ότι ο Άσενμπαχ «κοιτάζοντας το γερασμένο του σώμα ένιωθε ντροπή και απελπισία», ότι «απέναντι στη γλυκιά νεότητα που αγαπούσε, δεν ανεχόταν το γερασμένο του κορμί».
Υπάρχει εντούτοις ένα στοιχείο στο πρώιμο (1912) αυτό έργο του Τόμας Μαν, το οποίο βρίσκει σχολαστική αντιστοιχία στην κινηματογραφική του μεταφορά. Είναι το ενοχλημένο και περιφρονητικό βλέμμα του αφηγητή (βλέπε συγγραφέα) απέναντι στο περιβάλλον ή στο χορό των ανωνύμων, που κινούνται γύρω από τον προαναφερθέντα ήρωα, πρόσωπα που συμπεριφέρονται με ανυπόφορη δουλικότητα και ευτέλεια. Αυτό το κλίμα (σε αντίθεση με τις αλλαγές που έχει επιφέρει ο Βισκόντι κάνοντας στην ταινία τον συγγραφέα Άσενμπαχ μουσικό) αποδίδεται πιστά στην ταινία, η μεταφορά γίνεται σχεδόν λέξη προς λέξη.
*
Η παρουσία του Άσενμπαχ στην Αδριατική αρχίζει από το κεφάλαιο 3 του βιβλίου. Ο ήρωας, με προορισμό τη Βενετία, επιβιβάζεται από τις Δαλματικές ακτές «σ’ ένα παμπάλαιο ιταλικό πλοίο, σ κ ο τ ε ι ν ό και σ κ ο υ ρ ι α σ μ έ ν ο». Απ’ το σημείο αυτό ο πρωταγωνιστής φαίνεται να μπαίνει σ’ ένα προεπιλεγμένο περιβάλλον όπου διαγκωνίζεται μ’ έναν κόσμο αήθειας και παρακμής. «Κάποιος καμπούρης και βρώμικος ναύτης με λαδερό χαμόγελο, όλο ευγένεια, τον οδηγεί πίσω από το τραπέζι όπου καθόταν ένας γενειοφόρος με φυσιογνωμία διευθυντή τσίρκου. Εισέπραξε βιαστικά τα λεφτά κι άφησε τα ρέστα στο λεκιασμένο τραπεζομάντιλο. Είναι τιμή μου να σας εξυπηρετώ, είπε […].
Το σκουριασμένο πλοίο, έχοντας διαπλεύσει βορειοδυτικά την Αδριατική, φθάνει στη Βενετία. Στο κατάστρωμα ένας μεθυσμένος φορτικός γέρος, «γλείφοντας τις άκρες των χειλιών του, σήκωνε το ζαρωμένο, γεμάτο δακτυλίδια δάκτυλο, σχεδιάζοντας σαχλά υπονοούμενα. Για ώρα κάνει στους ξένους αποχαιρετιστήριες ρεβεράντζες. Ευχόμαστε την πιο ευχάριστη διαμονή, τραύλιζε. Το στόμα του το ύγραιναν σάλια […]».
*
Με την άφιξη του πλοίου εμφανίστηκαν οι γονδολιέρηδες. Η εικόνα της ευτέλειας έχει συνέχεια. «Τσακώνονται στη διάλεκτό τους, σκληροί, ακατανόητοι, με απειλητικές φυσιογνωμίες». Αυτός που παραλαμβάνει τον Άσενμπαχ έρχεται σύντομα σε προστριβή με τον πελάτη του. Τον μεταφέρει στο Λίντο ενώ ο τελευταίος θέλει να αποβιβαστεί στον Άγιο Μάρκο. Ο βενετσιάνος γονδολιέρης δεν έχει άδεια εργασίας. Έτσι, όταν πλησιάζει την προβλήτα του Λίντο, διακρίνοντας την αστυνομία, εξαφανίζεται. Ο Άσενμπαχ δεν προλαβαίνει να πληρώσει. Ένας αχθοφόρος τον πλησιάζει. «Ο κύριος ήρθε δωρεάν, είπε, και άπλωσε το χέρι». «Στο ξενοδοχείο, ο υπάλληλος ήταν ένας κοντούλης, όλο ευγένεια και τσιριμόνιες, που τον συνόδεψε ώς το ασανσέρ».
Με τις λεπτομέρειες της αφίξεως ο συγγραφέας εξακολουθεί να τυλίγει στο ίδιο κλίμα τον ήρωα του, που εκτός από υπαρξιακά κουρασμένο πρόσωπο τον θέλει παρατηρητή αδιάφορο και ξένο για το καθημερινό, διαθέσιμο στα σκοτεινά πάθη, αλλά ανεξοικείωτο στη μικροπολιτική τής συναλλαγής.
*
Ανατρέχω στην πολύ μεταγενέστερη νουβέλα του Μαν, "Ο Μάριος και ο μάγος" (1930), μια ιστορία που ξετυλίγεται στις ακτές του Τυρρηνικού πελάγους. Ο συγγραφέας φιλοτεχνεί ένα παρεμφερές σκηνικό. (Η ιταλική λουτρόπολη «μυρμηγκιάζει από μαυριδερά πλήθη που φιλονικούν, αλλάζουν, ενώ ο αφόρητος ήλιος τούς ξεφλουδίζει το σβέρκο»). Και εκεί, σε γενικές γραμμές, ο θίασος του πλήθους κινείται ανάγωγος και απεχθής.
«Μερικές φορές μας φαινόταν μάλλον απίθανο πως βρισκόμαστε στην πατρίδα της μουσικής τέχνης της Δύσης. “Φουτζέροοοο…!” Ακόμη και σήμερα αντηχεί στο αυτί μου εκείνη η κραυγή, που την άκουγα να ηχεί για είκοσι πρωινά, επί εκατό φορές, κολλητά δίπλα μου, απροκάλυπτα βραχνή, φριχτά τονισμένη… Απευθυνόταν σ’ έναν απεχθή νεαρό με ηλιακό έγκαυμα στην πλάτη, που σου προξενούσε αηδία…»
Στο ίδιο σημείο: «Η ζέστη ήταν υπερβολική, ήταν αφρικανική, η κυριαρχία του ήλιου αδυσώπητη… Το πυρακτωμένο κενό του ουρανού μού γίνεται βάρος μέρα με τη μέρα». Και λίγες γραμμές πιο κάτω διατυπώνεται μια σκέψη επεξηγηματική, που φωτίζει, αιφνιδίως, το άτεγκτο βλέμμα, αιτιολογεί την κριτική και την ενόχληση. Η σκέψη πού λέει ότι: «αν η βόρεια ψυχή δεν δει, δεν συνεκτιμήσει και τις θετικές πλευρές μιας τέτοιας συνθήκης (τα εορταστικά συναισθήματα, την ανεμελιά των διακοπών, την ανεξαρτησία, την απλοϊκότητα) μένει με ανεκπλήρωτες κάποιες βαθύτερες ανάγκες και ενσταλλάζεται μέσα της κάτι σαν περιφρόνηση».
*
Στο "Θάνατο", η περιφρονητική διάθεση προβάλλεται από τον Βισκόντι όσο και από τον συγγραφέα. Η εικόνα είναι εξίσου λεπτομερής απέναντι στον εσμό των εγχώριων επιτηδείων, που κυκλώνει την περίσκεπτη και εύθραυστη παρουσία του βόρειου επισκέπτη. Απ’ την προσοχή μας δεν θα διαφύγει πόσο ο φακός θα σταθεί εκστασιασμένος μέσα στην αίθουσα του σαλονιού, στο ξενοδοχείο του Λίντο, παρακολουθώντας με θαυμασμό, με συνεχή γκρο πλαν, την πολυεθνική αριστοκρατία των παραθεριστών. Ιδού πώς έχω περιγράψει πριν 40 χρόνια, γνωρίζοντας μόνο την ταινία, αυτή την εντύπωση. «…κι όταν λοιπόν ολόκληρο το κάδρο γεμίζει από τα ψάθινα πλατύγυρα της πολωνικής οικογένειας και τις πολύχρωμες κορδέλες τους, αντιλαμβάνεσαι πως αυτά έχουν τόσο (ηθελημένο) βάρος όσο και τα πρόσωπα που τα φορούν και δεν φαίνονται. Έτσι, που η προβολή αυτών των “αθώων” σε πρώτη ματιά στοιχείων μπορεί να ανάγεται σε “στάση” και σε “ποιητική”». Όντως, βλέπω τώρα ότι το εσωτερικό στο πολυτελές ξενοδοχείο του Λίντο είναι η πυκνή εικαστική διατύπωση της σκέψης του αφηγητή, όπως τη διαβάζω στο 3ο κεφάλαιο της νουβέλας: «Ανάκατα αντηχούσαν οι φθόγγοι από τις μεγάλες γλώσσες. Η καθιερωμένη σ’ όλο τον κόσμο βραδινή φορεσιά, σύμβολο πολιτισμού, έδενε εξωτερικά τις ανθρώπινες παραλλαγές σε μιαν ενότητα αξιοπρέπειας».
*
Στο 5ο κεφάλαιο, ο Άσενμπαχ από το αντικρινό Λίντο έχει βρεθεί πάλι στη Βενετία. «Τα μαρμάρινα σκαλιά μιας εκκλησίας κατέβαιναν ώς τα κύματα. Ένας αντικέρ με τις πιο δουλικές χειρονομίες καλούσε τους περαστικούς να σταματήσουν και να μπουν, με την ελπίδα να τους εξαπατήσει […]»
Είναι η τέταρτη εβδομάδα της διαμονής του στην πόλη. Τα απολυμαντικά μέτρα κατά της πανώλης είναι πλέον αντιληπτά. Ο Άσενμπαχ, έχοντας διαβάσει τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, έχοντας δει το ξενοδοχείο του να αδειάζει από τους ενοίκους που επιστρέφουν στην πατρίδα τους, επιτέλους «ζητά πληροφορίες για την ανησυχητική μυρωδιά, από έναν καταστηματάρχη που πουλούσε κοραλένια κολιέ και ψεύτικους αμέθυστους. Στεκόταν ακουμπισμένος στην πόρτα του μαγαζιού του. Τον κοίταξε και έκανε μιαν ανυπόμονη κίνηση. “Προληπτικά μέτρα, κύριέ μου”, απάντησε με θεατρικές χειρονομίες. Μια πρωτοβουλία της αστυνομίας που πρέπει να επιδοκιμάσουμε… Η μεταβολή του καιρού το επιβάλλει. Ο σιρόκος δεν κάνει καλό στην υγεία…» Και βέβαια, δεν είναι χωρίς σημασία μια σύμπτωση στην εξέλιξη: το μοναδικό πρόσωπο το οποίο φωτίζει την αλήθεια για το λόγο των απολυμάνσεων, εκείνος που αποκαλύπτει στον Άσενμπαχ τι πραγματικά συμβαίνει, είναι ο Ά γ γ λ ο ς υπάλληλος μιας τράπεζας, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου…
*
Στο ίδιο κεφάλαιο περιέχεται η σκηνή με τους πλανόδιους τραγουδιστές που καταφθάνουν στη βεράντα του ξενοδοχείου, στο Λίντο. «Τα νεύρα τού Άσενμπαχ δέχονταν λαίμαργα τις βάρβαρες και φτηνές μελωδίες, γιατί το πάθος παραλύει το γούστο και την εκλεκτικότητα […] ο κιθαρίστας, ξερακιανός, με πρόσωπο σκελετωμένο, με το βρώμικο σκούφο του πεσμένο προς τα πίσω, τραγουδούσε με πόζα, όλο αναίδεια, εκτοξεύοντας προς τη βεράντα τις τσιρίδες του, με φουσκωμένες τις φλέβες στο μέτωπό του. Δεν έμοιαζε βενετσιάνος, αλλά μάλλον από εκείνη τη ράτσα των ναπολιτάνων κωμικών, μισονταβατζής, μισοθεατρίνος, διασκεδαστικός κι επικίνδυνος. Εκείνο που έκανε, όμως, τον Άσενμπαχ να τον προσέχει ήταν πως η ύποπτη φυσιογνωμία του έμοιαζε να κουβαλάει μαζί και μιαν ύποπτη ατμόσφαιρα. Μόλις τελείωσε ο τραγουδιστής, άρχισε την είσπραξη. Όσο θράσος έδειχνε στο τραγούδι, άλλο τόσο δ ο υ λ ι κ ά φερόταν τώρα. Με κυρτωμένη τη ράχη σαν γάτα, γλιστρούσε ανάμεσα στα τραπέζια κι ένα χαμόγελο πονηρής υποταγής ξεγύμνωνε τα δυνατά του δόντια».
*
Όσο πιο απεχθές είναι το περιβάλλον, φαίνεται να πιστεύει ο συγγραφέας, τόσο δραματικότερα φωτίζεται η εύθραυστη και σιωπηλή υπεροψία του Άσενμπαχ, η ανικανοποίητη βούληση για το απόλυτο κάλλος.
Στο συγκεκριμένο σημείο, όμως, είναι αξιοσημείωτο ότι η ταινία (σε αγαστή, έως εδώ, σ ύ μ π ν ο ι α με το κείμενο) έχει ξεπεράσει τον γραπτό ήρωα. Ο Βισκόντι επεφύλαξε για το πρόσωπο του πλανόδιου μουσικού μιαν εικόνα ακόμη πιο απωθητική απ’ ότι ο συγγραφέας. Υποβάθμισε στο πεδίο του αποκρουστικού τον πλανόδιο. Έτσι, όταν στην τελευταία σκηνή τον δείχνει με την κιθάρα να τραγουδά και να καγχάζει, δεν διακρίνονται «τα δυνατά του δόντια», όπως διαβάζουμε στις σελίδες του Μαν. Η κινηματογραφική φιγούρα γελά μ’ ένα στόμα σκοτεινό και γλοιώδες, απ’ όπου λείπουν τα δόντια…
Πέμπτη 7 Μαΐου 2015
ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ [1875-1955]
[...] "Οι Μπούντενμπρουκ" παρέμειναν για τον Μαν, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, και παρά τον πλούτο της λογοτεχνικής παραγωγής που ακολούθησε, ένα μοναδικής σημασίας βιβλίο. Όλα όσα έγραψε αργότερα, μυθιστορήματα και δοκίμια, αντανακλώνται σ' αυτό το σχεδόν μαγικό έργο που προκαλεί ερωτήματα, θαυμασμό, έκπληξη,αφορμή για συγκρίσεις. Ποτέ πριν στη λογοτεχνία δεν συνέβη κάτι παρόμοιο με ένα πρωτόλειο έργο. Παρά την αρχική απόσταση που είχε κρατήσει ο Μαν απέναντι στη γενέθλια πόλη, "Οι Μπούντενμπρουκ" είναι βιβλίο αφιερωμένο στη Λίμπεκ [...]
Πιέτρο Τσιτάτι: "Η Λίμπεκ", απόδοση: Ευαγγελία Γιάννου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)