Καθώς πριν από καιρό ξαναβρήκα το χαμένο υλικό
του υπολογιστή (κι αυτό το οφείλω στον άριστο Βασίλη Γουδέλη), τα
χαμένα αρχεία ζητούν και πάλι την αναγνώσιμη επιφάνεια και το φως.
Συνεργασίες σε εφημερίδες, προετοιμασίες για συνεντεύξεις που
ο δημοσιογράφος αθέτησε (υπάρχουν κι αυτά), συζητήσεις που
δημοσιεύτηκαν σε έντυπα, επιφυλλίδες που για ένα χρόνο δημοσίευα στο
«Έθνος» του Σαββάτου, διασώθηκαν. Το κείμενο που ακολουθεί, ακατάτακτο,
πρέπει να είναι από μια σειρά συνεργασιών στην παλιά «Ελευθεροτυπία»
(επιμέλεια Μ. Φάις) που αφορούσε τον τρόπο γραφής, το «Εργαστήριο», κατά
το κοινώς λεγόμενο, του συγγραφέα.
TΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ
1.Συχνά, η αφορμή του δημιουργικού κειμένου είναι επισκέπτης που σε έχει βρει σε απροσδόκητα σημεία. Όσοι γράφουν ποίηση γνωρίζουν ότι υπάρχουν απρόβλεπτες περιστάσεις που σε κινητοποιούν γόνιμα. Ξένες αναγνώσεις με τις ιδέες τους, ήχοι, τυχαίες εικόνες. Πολλά ποιήματα οφείλουν σε ανάλογες μεσιτείες την ύπαρξή τους, όπως συχνά το συναρπαστικό ταξίδι που κάναμε οφείλεται στα θέλγητρα ενός απλού προσπέκτ. Οι αφορμές είναι συχνά «οχλήσεις» που μπορεί να ακουστούν σαν τη φρασούλα ενός υποβολέα και να γίνουν λογοτεχνική ύλη. «Βλέπεις μια ουρίτσα, την ακολουθείς, και αιφνιδίως ανακαλύπτεις έναν ελέφαντα», έλεγε ο Φελίνι. Εκείνος που γράφει (δεν είναι αυθαίρετο να τον φανταστούμε με μια κλεψύδρα στο πλάι του, κάτι περίπου σαν τον «Φιλόσοφο που διαβάζει», του Σαρντέν) βάζει, είναι βέβαιο, μια νέα τάξη στα πράγματα. Σε αντίθεση με την εμπειρία, ο γραπτός τόπος δημιουργήθηκε για να μείνει διαρκής, να αντισταθεί. Αυτή είναι μια αξιοζήλευτη μοίρα που η πραγματική ζωή δεν διαθέτει (ούτε κατανοεί). Την αντιμετωπίζει ζηλότυπα ανά τους αιώνες, πριν τον μηδενισμό της Αποδόμησης, που θέλει το έργο ένα συμπίλημα συμβόλων. Ας θυμηθούμε το περίφημο «Exegi monumentum…» («έκτισα μνημείο που διαρκεί περισσότερο κι απ’ τον χαλκό»), ή το «δεν θα πεθάνω εντελώς» του Οράτιου, ελπίδα στη διάρκεια του έργου του.
2. Αφόρητα με κουράζει η αυτοαναφορικότητα, ο γλωσσοκεντρικός ζήλος. Με ενδιέφερε κυρίως η αναδρομή. Το χαμένο είναι ένα ενοχλητικό «δαιμόνιο» που ζητά εξόφληση λογαριασμών. Αφηγούμενος το παρελθόν, θριαμβεύω για λίγο πάνω στη λήθη, ξαναμοιράζω τα χαρτιά, αναδιατυπώνω με τους όρους μου (να ένας αυτάρεσκος ρόλος) ό,τι έχει συμβεί. Στα βιβλία μου (Στενογραφία και Τέσσερις εποχές), συχνά ο εφήμερος χαρακτήρας των γεγονότων καταφεύγει στην προστασία της γραπτής τάξης. Ιδού σ’ εκείνα τα κείμενα η περίπτωση ενός χαμένου προσώπου, το οποίο «διασώζω» απ’ την αφάνεια: «Φεύγω. Να τον εγκαταλείψω στην τύχη του; Είχε μονίμως ένα σβησμένο τσιγάρο στα χείλη και καθάριζε τους δίσκους γραμμοφώνου χρησιμοποιώντας το μανίκι του σακακιού του. Με το κεφάλι γερμένο στον ώμο, βλέπετε, κάνει πως παίζει βιολί χαμογελώντας στον φωτογράφο. Τον γνώρισα πολύ μικρός, αλλά εδώ και χρόνια είμαι πια ο στοργικός κηδεμόνας του. Να μην χαθεί! Τον εμπιστεύομαι στα χέρια σας».
3. Τι ποσοστό απ’ το ρευστό των νοημάτων, των διαθέσεων, της μνήμης (που δευτερολογεί σαν αυθάδεια απέναντι στο χαμένο), μπορεί να χειραγωγηθεί στη γραπτή μορφή; Στο «εργαστήριο» αντιλαμβανόμαστε τι και σε ποιο βαθμό συμμορφώνεται με εκείνο που φανταστήκαμε, αφού καμιά πρόθεση δεν πραγματοποιείται απόλυτα. Η γλώσσα, όσο κι αν συμπιέζεται, αντιστέκεται πάντα με το καθημερινό (εργαλειακό) υλικό της. Ας σκεφθούμε ότι και η επιτυχέστερη λογοτεχνική μεταφορά μάς αφήνει πάντοτε επιφυλακτικούς για την αλήθεια της, αφού είμαστε (μέσω της γλώσσας) προσανατολισμένοι στην κυριολεξία, δηλαδή την πρακτική χρήση αυτού του οργάνου. «Οι λέξεις δεν αρμόζουν ποτέ σ’ αυτό που θέλουν να πουν».
4. Στην αγωγή μου δεν πρωταγωνιστούσε, περιέργως, το υλικό της ποιήσεως, αλλά οι εκτενείς αφηγήσεις της πεζογραφίας και του σινεμά (της αφηγούμενης εικόνας). Υποψιάζομαι άλλωστε ότι κάθε στίχος νοσταλγεί ανομολόγητα τον ίλιγγο ενός πολυσέλιδου έπους. Με απασχολεί η λυρική μέριμνα, αλλά μόνο χάριν της αφηγήσεως. Αν ψάξω, θα καταλάβω εύκολα ότι διάθεσή μου για την αφηγηματικά αναδρομή σίγουρα κατάγεται από τον ποιητικό κινηματογράφο του Φελίνι (Αμαρκόρντ, Οι Βιτελόνοι, Και το πλοίο φεύγει). Το ύφος, οι τονικότητες, και βέβαια υπάρχουν. Είναι, φυσικά, βάθρο του ψεύδους που πραγματοποιείται στη γραφή (μετρώ τις παύσεις, τις άνω τελείες και τις παρενθέσεις με ζυγό ακριβείας) αλλά υπογραμμίζω το ενδιαφέρον μου για το «θέμα», διότι θέλω να τονίσω τη σημασία του μύθου και κυρίως των μεταδόσιμων αξιών.
5. Υπάρχει ένα ερώτημα. Αν στη ζωή βάρυνε, περισσότερο από την πραγματικότητα, το «εργαστήριο», η λυρική, ας πούμε, πλευρά μου. Εκείνο που, αρκετά νωρίς, με σταμάτησε από τις ναρκισσιστικές πιρουέτες του «δημιουργού» δεν είναι η μελαγχολική γνώση ότι «όλα έχουν ειπωθεί και εμείς ερχόμαστε πολύ αργά» (στη φωνή που λέει αυτή τη φράση παριστάνεις πάντα τον κουφό), αλλά μια εξομολόγηση από την αυτοβιογραφία του Μπουνιουέλ, ύμνος στη σημασία του πραγματικού: «…Λυπάμαι που θα εγκαταλείψω τον κόσμο εν πλήρει κινήσει, όπως στη μέση μιας παράστασης. Λοιπόν, παρόλο το μίσος μου για την πληροφόρηση, θα μου άρεσε να σηκώνομαι από τον τάφο μου κάθε δέκα χρόνια, να πηγαίνω μέχρι το περίπτερο και ν’ αγοράζω εφημερίδες. Δεν θα ήθελα τίποτε άλλο. Χλομός, περπατώντας σύρριζα στον τοίχο, θα επέστρεφα στο νεκροταφείο και θα διάβαζα για τις καταστροφές, πριν ξανακοιμηθώ στο ασφαλές καταφύγιο». Η νοσταλγία για την είδηση (που είναι, ως φαίνεται, ο επιτετραμμένος της ζωής) δηλώνει τον απαράγραπτο δεσμό μας με την ε μ π ε ι ρ ί α. Αν και ο εφήμερος χαρακτήρας της είναι που οδηγεί στις θεραπείες, στα αναλγητικά της τέχνης, καμιά υπέρβαση, καμιά υστεροφημία δεν συγκρίνεται —μας λέει το απόσπασμα του Μπουνιουέλ— μ’ αυτήν.
TΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ
1.Συχνά, η αφορμή του δημιουργικού κειμένου είναι επισκέπτης που σε έχει βρει σε απροσδόκητα σημεία. Όσοι γράφουν ποίηση γνωρίζουν ότι υπάρχουν απρόβλεπτες περιστάσεις που σε κινητοποιούν γόνιμα. Ξένες αναγνώσεις με τις ιδέες τους, ήχοι, τυχαίες εικόνες. Πολλά ποιήματα οφείλουν σε ανάλογες μεσιτείες την ύπαρξή τους, όπως συχνά το συναρπαστικό ταξίδι που κάναμε οφείλεται στα θέλγητρα ενός απλού προσπέκτ. Οι αφορμές είναι συχνά «οχλήσεις» που μπορεί να ακουστούν σαν τη φρασούλα ενός υποβολέα και να γίνουν λογοτεχνική ύλη. «Βλέπεις μια ουρίτσα, την ακολουθείς, και αιφνιδίως ανακαλύπτεις έναν ελέφαντα», έλεγε ο Φελίνι. Εκείνος που γράφει (δεν είναι αυθαίρετο να τον φανταστούμε με μια κλεψύδρα στο πλάι του, κάτι περίπου σαν τον «Φιλόσοφο που διαβάζει», του Σαρντέν) βάζει, είναι βέβαιο, μια νέα τάξη στα πράγματα. Σε αντίθεση με την εμπειρία, ο γραπτός τόπος δημιουργήθηκε για να μείνει διαρκής, να αντισταθεί. Αυτή είναι μια αξιοζήλευτη μοίρα που η πραγματική ζωή δεν διαθέτει (ούτε κατανοεί). Την αντιμετωπίζει ζηλότυπα ανά τους αιώνες, πριν τον μηδενισμό της Αποδόμησης, που θέλει το έργο ένα συμπίλημα συμβόλων. Ας θυμηθούμε το περίφημο «Exegi monumentum…» («έκτισα μνημείο που διαρκεί περισσότερο κι απ’ τον χαλκό»), ή το «δεν θα πεθάνω εντελώς» του Οράτιου, ελπίδα στη διάρκεια του έργου του.
2. Αφόρητα με κουράζει η αυτοαναφορικότητα, ο γλωσσοκεντρικός ζήλος. Με ενδιέφερε κυρίως η αναδρομή. Το χαμένο είναι ένα ενοχλητικό «δαιμόνιο» που ζητά εξόφληση λογαριασμών. Αφηγούμενος το παρελθόν, θριαμβεύω για λίγο πάνω στη λήθη, ξαναμοιράζω τα χαρτιά, αναδιατυπώνω με τους όρους μου (να ένας αυτάρεσκος ρόλος) ό,τι έχει συμβεί. Στα βιβλία μου (Στενογραφία και Τέσσερις εποχές), συχνά ο εφήμερος χαρακτήρας των γεγονότων καταφεύγει στην προστασία της γραπτής τάξης. Ιδού σ’ εκείνα τα κείμενα η περίπτωση ενός χαμένου προσώπου, το οποίο «διασώζω» απ’ την αφάνεια: «Φεύγω. Να τον εγκαταλείψω στην τύχη του; Είχε μονίμως ένα σβησμένο τσιγάρο στα χείλη και καθάριζε τους δίσκους γραμμοφώνου χρησιμοποιώντας το μανίκι του σακακιού του. Με το κεφάλι γερμένο στον ώμο, βλέπετε, κάνει πως παίζει βιολί χαμογελώντας στον φωτογράφο. Τον γνώρισα πολύ μικρός, αλλά εδώ και χρόνια είμαι πια ο στοργικός κηδεμόνας του. Να μην χαθεί! Τον εμπιστεύομαι στα χέρια σας».
3. Τι ποσοστό απ’ το ρευστό των νοημάτων, των διαθέσεων, της μνήμης (που δευτερολογεί σαν αυθάδεια απέναντι στο χαμένο), μπορεί να χειραγωγηθεί στη γραπτή μορφή; Στο «εργαστήριο» αντιλαμβανόμαστε τι και σε ποιο βαθμό συμμορφώνεται με εκείνο που φανταστήκαμε, αφού καμιά πρόθεση δεν πραγματοποιείται απόλυτα. Η γλώσσα, όσο κι αν συμπιέζεται, αντιστέκεται πάντα με το καθημερινό (εργαλειακό) υλικό της. Ας σκεφθούμε ότι και η επιτυχέστερη λογοτεχνική μεταφορά μάς αφήνει πάντοτε επιφυλακτικούς για την αλήθεια της, αφού είμαστε (μέσω της γλώσσας) προσανατολισμένοι στην κυριολεξία, δηλαδή την πρακτική χρήση αυτού του οργάνου. «Οι λέξεις δεν αρμόζουν ποτέ σ’ αυτό που θέλουν να πουν».
4. Στην αγωγή μου δεν πρωταγωνιστούσε, περιέργως, το υλικό της ποιήσεως, αλλά οι εκτενείς αφηγήσεις της πεζογραφίας και του σινεμά (της αφηγούμενης εικόνας). Υποψιάζομαι άλλωστε ότι κάθε στίχος νοσταλγεί ανομολόγητα τον ίλιγγο ενός πολυσέλιδου έπους. Με απασχολεί η λυρική μέριμνα, αλλά μόνο χάριν της αφηγήσεως. Αν ψάξω, θα καταλάβω εύκολα ότι διάθεσή μου για την αφηγηματικά αναδρομή σίγουρα κατάγεται από τον ποιητικό κινηματογράφο του Φελίνι (Αμαρκόρντ, Οι Βιτελόνοι, Και το πλοίο φεύγει). Το ύφος, οι τονικότητες, και βέβαια υπάρχουν. Είναι, φυσικά, βάθρο του ψεύδους που πραγματοποιείται στη γραφή (μετρώ τις παύσεις, τις άνω τελείες και τις παρενθέσεις με ζυγό ακριβείας) αλλά υπογραμμίζω το ενδιαφέρον μου για το «θέμα», διότι θέλω να τονίσω τη σημασία του μύθου και κυρίως των μεταδόσιμων αξιών.
5. Υπάρχει ένα ερώτημα. Αν στη ζωή βάρυνε, περισσότερο από την πραγματικότητα, το «εργαστήριο», η λυρική, ας πούμε, πλευρά μου. Εκείνο που, αρκετά νωρίς, με σταμάτησε από τις ναρκισσιστικές πιρουέτες του «δημιουργού» δεν είναι η μελαγχολική γνώση ότι «όλα έχουν ειπωθεί και εμείς ερχόμαστε πολύ αργά» (στη φωνή που λέει αυτή τη φράση παριστάνεις πάντα τον κουφό), αλλά μια εξομολόγηση από την αυτοβιογραφία του Μπουνιουέλ, ύμνος στη σημασία του πραγματικού: «…Λυπάμαι που θα εγκαταλείψω τον κόσμο εν πλήρει κινήσει, όπως στη μέση μιας παράστασης. Λοιπόν, παρόλο το μίσος μου για την πληροφόρηση, θα μου άρεσε να σηκώνομαι από τον τάφο μου κάθε δέκα χρόνια, να πηγαίνω μέχρι το περίπτερο και ν’ αγοράζω εφημερίδες. Δεν θα ήθελα τίποτε άλλο. Χλομός, περπατώντας σύρριζα στον τοίχο, θα επέστρεφα στο νεκροταφείο και θα διάβαζα για τις καταστροφές, πριν ξανακοιμηθώ στο ασφαλές καταφύγιο». Η νοσταλγία για την είδηση (που είναι, ως φαίνεται, ο επιτετραμμένος της ζωής) δηλώνει τον απαράγραπτο δεσμό μας με την ε μ π ε ι ρ ί α. Αν και ο εφήμερος χαρακτήρας της είναι που οδηγεί στις θεραπείες, στα αναλγητικά της τέχνης, καμιά υπέρβαση, καμιά υστεροφημία δεν συγκρίνεται —μας λέει το απόσπασμα του Μπουνιουέλ— μ’ αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου