Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Σύνθεση για τέσσερα πόδια (Από το Book press)

alt
E-mail Εκτύπωση
  Της Άλκηστης Σουλογιάννη


 Ο Κώστας Μαυρουδής δίνει συνεχώς     σημαντικά δείγματα δημιουργικής γραφής τόσο στον χώρο της ποίησης, που αντιπροσωπεύουν οι ποιητικές συλλογές: Λόγοι δύο (1973), Ποίηση (1978), Το δάνειο του χρόνου (1989), Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια (2001), Τέσσερις εποχές (2010), όσο και στον ευρύ χώρο της πεζογραφίας, όπως δηλώνεται με τις εκδόσεις: Με εισιτήριο επιστροφής (1983), Οι κουρτίνες του  Γκαριμπάλντι (2000), Στενογραφία (2006), ενώ στην παραγωγή του συγγραφέα θα πρέπει να συνυπολογισθεί και η συγκεντρωτική έκδοση άρθρων και σχολίων στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο με τον τίτλο Η ζωή με εχθρούς (1998). Ενδιαφέρον στοιχείο σε ό,τι αφορά τη δομή των λογοτεχνικών κειμένων του Κ. Μαυρουδή είναι η υπονόμευση των ορίων ανάμεσα στην ποίηση και στην πεζογραφία ως δύο διαφορετικά γραμματολογικά είδη. 
Ευρεία χρήση της μεταφοράς, πλούσια συλλογή γραμματικών εικόνων, λόγος παραστατικός, συνδηλωτικός, πυκνός, στοχαστικός, αφοριστικός, απερίφραστος, απροσδόκητος ή λόγος σε εκκρεμότητα, διακριτική ροή του περιεχομένου της συνείδησης, αφηγηματικότητα: τα φαινόμενα αυτά αποτελούν σταθερά υλικά που αξιοποιούνται για την οργάνωση των υπο-/κειμενικών κόσμων του Κ. Μαυρουδή, όπως αναγνωρίζεται κατά την ανάπτυξη του συγγραφικού του έργου ανεξάρτητα από τον ειδολογικό χαρακτήρα των κειμένων του. Αυτό ισχύει και στα εβδομήντα, περισσότερο ή λιγότερο σύντομα, αφηγηματικά κείμενα που συνθέτουν το βιβλίο με τον τίτλο Η αθανασία των σκύλων (εκδ. Πόλις). 
Ο Κ. Μαυρουδής αξιοποιεί με ευρηματικότητα και ευαισθησία την κεντρική ή περιφερειακή, άμεση ή έμμεση παρουσία σκύλων όπως εμπλέκονται αφενός στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και αφετέρου σε κοινωνικές, ιστορικές, πολιτισμικές παραμέτρους, διασταυρώνοντας τις ζωές τους με τις ζωές των ανθρώπων, ως αντικείμενα αλλά και ως υποκείμενα αφήγησης, καθώς και ως αποδέκτες λόγου σε δεύτερο πρόσωπο.
Ο Μαυρουδής αξιοποιεί με ευρηματικότητα και ευαισθησία την κεντρική ή περιφερειακή παρουσία σκύλων διασταυρώνοντας τις ζωές τους με τις ζωές των ανθρώπων
Στο πλαίσιο αυτό, ένας Γερμανικός Ποιμενικός π.χ. διευκολύνει έναν χωρισμό, η Ήρα παραπέμπει στην ανάμνηση του πατέρα, η Έλμα στη φωτογραφία ανακαλεί την παιδική ηλικία, ο Οθέλλος αποτελεί συνδήλωση για το ανέφικτο, η Έμμα διατρέχει τη ζωή ανάμεσα στον σύζυγο και στον εραστή, η Αριάδνη εμπλέκεται στη διελκυστίνδα ενός χωρισμού, ο Κυριάκος παρακολουθεί την κινητικότητα των ελλήνων αποδήμων, ο Ονορέ συμπληρώνει την υποστηρικτική σχέση πατέρα και γυιού, ενώ ο Γανυμήδης τρώει τα δακτυλόγραφα των αναμνήσεων. Ακόμα, ο Ερμής συνοδεύει ηλικιωμένο κύριο στον περίπατο, ο Λέων συνοδεύει καθολικό ιερέα στα καθήκοντά του, ενώ ένα κεντημένο λυκόσκυλο αποτελεί αφορμή για πολιτικά σχόλια.
Στο σύνθετο αυτό τοπίο κατέχουν σημαίνουσα θέση σκυλιά του δρόμου, αδέσποτα σκυλιά σε αρχαιολογικούς χώρους, αλλά και πήλινα σκυλιά-παιγνίδια από ρωμαϊκό νεκροταφείο ως εύρημα σε σκάμμα θεμελίων, σκυλιά που γεννούν κάτω από σκάλες, σκυλιά μέσα στις ανοιχτές διαδικασίες της ανθρώπινης κοινωνίας, νεκρά σκυλιά στις φιλάνθρωπες και στις σκοτεινές παρυφές της ανθρώπινης δραστηριότητας, ένα βρώμικο λυκόσκυλο μέσα σε πολυσύχναστο κοινωνικό τοπίο. Επίσης, σκυλιά σε πολιτική υποδοχή του Νικολάου Πλαστήρα, σκυλιά-φύλακες στο Τείχος του Βερολίνου, σκυλιά στα πεδία των πολέμων, αλλά και «σκυλιά» ως υποτιμητικό ψευδώνυμο λιονταριών ρωμαϊκών τσίρκων.


alt
  Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η        λειτουργικότητα    της παρουσίας των σκύλων ως αφορμής για την επίσκεψη στις περιοχές της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου, της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της μουσικής. Στο πλαίσιο αυτό εντοπίζονται π. χ. σχόλια του Κ. Μαυρουδή για τον Ουγκώ (Η Παναγία των Παρισίων), για τον Ιούλιο Βερν (Ο Δεκαπενταετής Πλοίαρχος), για τον Σταντάλ (Το Κόκκινο και το Μαύρο), για τον Μπάυρον (Επιτάφιος για ένα σκύλο), για τον Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα (Γατόπαρδος), ή για την Οδύσσεια (ο σκύλος Άργος του Οδυσσέα), επίσης: για τον Μπουνιουέλ (η ταινία Βιριδιάνα), επίσης: για τον Βελάσκεθ, για τον Γκωγκέν, για τον Τουλούζ Λωτρέκ, για τον Τζακομέτι, αλλά και για τη διαφήμιση που συνομιλεί με την τέχνη, και ακόμα για τη συνάντηση του σκύλου με τη μουσική είτε ως θέματος για (μυθοπλαστική) σύνθεση (Ελεγεία για το σκύλο μου Αμεδαίο), είτε ως «συνοδού» κυρίας, όταν περιμένει να τελειώσει συναυλία με την Ενάτη του Μπετόβεν σε καλοκαιρινό φεστιβάλ.
Μια εντυπωσιακή τοιχογραφία
Η οργάνωση όλων αυτών των δεδομένων αποτελεί μια εντυπωσιακή τοιχογραφία-βάση για την ανάδειξη στοιχείων που χαρακτηρίζουν την ποιότητα των σκύλων με την ευρύτερη δυνατή έννοια: μνήμη, πίστη, αφοσίωση, λειτουργία των αισθήσεων (όπου εντάσσεται και η διαδικασία πρόσληψης του ειδώλου στον καθρέφτη), γενναιοδωρία, φιλοφρόνηση (έστω και με ωφελιμιστικούς σκοπούς). Τα στοιχεία αυτά αποτελούν την ουσία της παρουσίας του σκύλου μέσα στον υπο-/κειμενικό και στον αντικειμενικό κόσμο, ανεξάρτητα από τα συμβατικά όρια ζωής ανθρώπων και σκύλων, εκτός χωροχρονικών παραμέτρων και πραγματικών ή μυθοπλαστικών συμφραζομένων. Με τον τρόπο αυτόν οδηγούμαστε και στην ανάγνωση του τίτλου Η αθανασία των σκύλων.
Στο βιβλίο αποτυπώνεται ο διάλογος ανάμεσα στην ευρηματική μυθοπλασία και στην κριτική πρόσληψη κοινωνικών, ιστορικών, πολιτισμικών γεγονότων, σύμφωνα με την οπτική του συγγραφέα, ενώ παρεμβαίνει και το (προϋποτιθέμενο ως απαραίτητο) βιωματικό φορτίο. Προβάλλεται ένα πλήθος λεπτομερειών προκειμένου να αποδοθεί όλο το φάσμα του σημασιολογικού εύρους όχι σε ευθύγραμμη ανάπτυξη, αλλά με απροσδόκητες ανατροπές ή αλλαγές προσανατολισμού, ενώ συχνά ο συγγραφέας φαίνεται να αφήνει εκκρεμότητες, εξασφαλίζοντας την ανάπτυξη της δημιουργικής ανάγνωσης, καθώς διακριτικά «υποδεικνύει» ανοιχτές διόδους για την κάλυψη των «κενών».
Με τον τρόπο αυτόν, ο Κ. Μαυρουδής παρουσιάζει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θεματική σύνθεση με παραστατική αποτύπωση πυκνότητας λόγου και υψηλές αισθητικές απαιτήσεις.

*Η φωτογραφία του κ. Μαυρουδή είναι του Αλέξανδρου Ακρίβου


ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ
  altΗ αθανασία των σκύλων
Κώστας Μαυρουδής
Εκδ. Πόλις 2013
Σελ. 216, τιμή € 14,00
alt

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Η αθανασία των σκύλων


 



 1 



 Η αειθαλής κυνότητα

Για χρόνια παρακολουθώ σκύλους να οσμίζονται «σήματα» των πεζοδρομίων και των πάρκων, να ερμηνεύουν το αθέατο κρυπτογράφημα, να μεταβάλλουν ασαφείς πληροφορίες σε απαντήσεις. Μόνο που στο σκύλο το ζητούμενο, αν και κρίσιμο, δείχνει στοιχειώδες […] δεν υπάρχει ο κοινός τόπος, οι ειδήσεις διαθέτουν την αμεσότητα, τη φρεσκάδα, την επικαιρότητα της Γένεσης. Η ζωή, σύνθεση από άμεσες εντυπώσεις και έμφυτους αυτοματισμούς, απλώς «είναι», χωρίς την εμπλοκή που φτιάχνει η συνείδηση, δηλαδή χωρίς μοίρα: λόγος κοινός και συνάφεια εδεμική με τον κόσμο, με τον οποίο δεν μπορεί να μην ταυτίζεται. [σ. 162, 163]
Η συλλογή ιστοριών με κοινό θέμα αποτελεί οπωσδήποτε μια σαγηνευτική ιδέα που μπορεί να μας προσφέρει πολλαπλές τέρψεις, από εκείνη της ανθολογημένης συλλογής πάνω σε αγαπημένο έμψυχο ή άψυχο μέχρι την συμμετοχή στο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό εύρος του βίου του και από την δοκιμή πάνω σε διάφορες μορφές γραφής μέχρι την απόσταξη αληθειών και φιλοσοφιών μέσα από οικείες σκέψεις και εικόνες.
Θυμάμαι μάλιστα, την εποχή που «άνοιξα» το Πανδοχείο, ένας εκλεκτός συνεργάτης σ’ εκείνο το ερευνητικό κέντρο, μου αποκάλυψε το δικό του ιστολόγιο, εξολοκλήρου αφιερωμένο στους σκύλους, το Κυνολόγιο. Βρήκα την ιδέα εξαιρετική και καθώς επρόκειτο 
για ανθολογία ειδήσεων, διαφόρων κειμένων, φωτογραφιών, μαρτυριών, λογοτεχνικών αποσπασμάτων κ.ά. αμέσως σκέφτηκα το εκδοτικό κενό μιας αμιγούς τέτοιας λογοτεχνικής συλλογής.
Ο Μαυρουδής, σεσημασμένος συμμέτοχος της κοινότητας ή της μοναχικότητας των σκύλων, μιας ευρύτερης κυνότητας (δεν αντέχω να μην εντυπώσω το λογοπαικτικό ομόηχο) αναλαμβάνει το έργο σε εβδομήντα κείμενα – διηγήματα, αφηγήματα, μικρές φόρμες. Η γραφή του, ακριβώς όπως την γνωρίζουμε: μνημονική αλλά προσγειωμένη, νοσταλγική και ταυτόχρονα ψύχραιμη, ειρωνική όπως και τρυφερή, αισθητική και αισθητηριακή· ανοιχτή σε όλους τους χαρακτήρες, διαχέεται στον χρόνο και εκτείνεται στον τόπο, προσκαλεί την ποίηση, λογοτεχνεί την λεπτομέρεια, αποφθεγματίζει και φιλοσοφεί, γνωρίζοντας την ίδια στιγμή την ίδια την ακύρωση των αληθειών που τόσο πειστικά διακρίνει.

Neil Young 


Μια ανάμνηση μπορεί να εκκινεί από κάποια κινηματογραφική σκηνή ή απλώς να συνομιλεί μαζί της στο ίδιο κείμενο. Οι τυφλοί εκδρομείς που βλέπουν δια της περιγραφής τα μνημεία στο ντοκιμαντέρ του Βέρνερ Χέρτσογκ Η χώρα της σιωπής και του σκότους φέρνουν στην μνήμη ένα συμβάν από μια πλατεία στο Ρίμινι. Ένας τυφλός νέος χαϊδεύει έναν σκύλο που τον πλησιάζει και αποφαίνεται αλάνθαστα για το χρώμα και την ράτσα· την ίδια στιγμή ο αυτόπτης συγγραφέας ως αδιάκριτος κατάσκοπος αισθάνεται το ερώτημα του Πώς σου φαίνεται, περίεργε, που το μάτι της αφής έχει την ίδια βεβαιότητα με την όρασή σου;
Σε μια άλλη σύντομη σκηνή από την Βιριδιάνα ένας άνθρωπος απελευθερώνει έναν δεμένο σκύλο, αλλά αμέσως μετά βλέπει μια ανάλογη εικόνα. Σύμφωνα με την άποψη ενός κριτικού τότε, η απελευθέρωση του ε
νός δεν προσφέρει τίποτα και η λύση, αν δεν είναι συλλογική, δεν είναι λύση. Έπρεπε να ειπωθεί μιfrancoise sagan 

α φράση στον Σίντλερ χρόνια μετά, πως Εκείνος που σώζει έναν άνθρωπο είναι σαν να σώζει όλο τον κόσμο. Και αυτή η άποψη για τον Έναν, γράφει ο συγγραφέας, ακούγεται πιο κατανοητή και ανθρώπινη, σε σχέση με το επικό σχέδιο της οικουμενικής σωτηρίας. Και, προσθέτω, αυτό άλλωστε κινεί καθημερινά όλους εμάς στη σωτηρίου ενός κουταβιού ή ενός κακοπαθημένου σκύλου; Σώζουμε το ένα και σφίγγουμε τα δόντια για τα υπόλοιπα· κι αυτές οι μονάδες, πολλές στο ανοιχτό τελικό άθροισμα, αποτελούν ισάριθμες ζωές. Όπως άλλωστε και η δική μας, μία αναλογεί στον καθένα μας.
Και ενώ, όπως τόσες δευτερεύουσες ή ασήμαντες παρουσίες στη ζωή οδήγησε σε κάτι κεντρικό που μετράει περισσότερο, μολονότι η φωτογραφία του Μαξ είναι αφηγηματική λεπτομέρεια, ο ίδιος κερδίζει πόντους, δεν χάνει τη σημασία του. Τον σκεπτόμαστε περισσότερο απ’ ότι του αναλογεί, κατανοούμε τη συντομία του περάσματος, αφού, όπως εκείνος, είμαστε κι εμείς πολύ συχνά για τους άλλους βιαστικές, χωρίς προσδιορισμούς αναφορές, ποιο υπήρξαμε πραγματικά, τι κάναμε. [σ. 143]


E.L. Doctorow with Becky. a Weimaraner, swimming in Gardiner's Bay, Ny August 3, 1975 


Στο μυθιστόρημα του Τζούλιαν Μπαρνς Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια ο συγγραφέας εντοπίζει στην τσάντα της νεκρής πια μητέρας του την φωτογραφία ενός Γκόλντεν Ριτρίβερ που είχε μικρός, του Μαξ. Ο σκύλος σαν διακριτική σκιά περνάει αδιάφορα στην αφήγηση, καθώς αποτελεί ευκαιρία και μόνο για να βγει στο προσκήνιο ένας άλλος ήρωας – και ακριβώς αυτό το πέρασμα δίνει το έναυσμα στον Μαρουδή για τις παραπάνω σκέψεις.
Κάποτε η αυτοβιογραφικότητα του συγγραφέα και το ύφος του αφηγητή αναζητούν την τετράποδη αφορμή για να εκφράσουν την δική τους ουσία. Το κείμενο που βρίσκεται στο νούμερο 38 εκφράζει το παρόν μιας εποχής όπου η απόκρυψη της ταυτότητας και η συνακόλουθη διαδικτυακή φάρσα αποτελούν εκτός από ηθικό αδίκημα, ευκαιρία ψυχολογικών διαπιστώσεων και εκδικητικής δικαίωσης. Εδώ η κοκερίνα Κορντέλια αποδεικνύεται ιδανική παγίδα για το θύμα που τόλμησε να αγνοεί επιδεικτικά για καιρό απροσμέτρητο τον συγγραφέα φαρσέρ.


James Ellroy - Dog 


Ίσως το κείμενο που δεν κουράζομαι να διαβάζω και να μεταφέρω είναι το υπ’ αριθ. 21, που πρωτοδιάβασα στο ιστολόγιο του συγγραφέα. Εδώ ο αφηγητής βρίσκεται, Χριστούγεννα του 1972, στην είσοδο ενός μεγάλου παρισινού «Πριζουνίκ» όπου τον πλησιάζει μια γυναίκα για να του ζητήσει να κρατήσει τρία λεπτά τον σκύλο της, για να μπει για λίγο στο κατάστημα. Μετά από πολλαπλάσια λεπτά, ο προσωρινός κάτοχος εντοπίζει ένα σημείωμα: «δεν έχω άλλη επιλογή». Ο σκύλος τώρα ανήκει σε αυτόν εκτός αν επαναληφθεί το παραπλανητικό εύρημα, σε μια πιθανή εις το άπειρο διαιώνιση…
Οι σελίδες του Συμβολισμού βρίθουν από εικόνες συναντήσεων ανάμεσα σε πρόσωπα που κοιτάζονται για λίγο και το επόμενο λεπτό χάνονται για πάντα. Το βιαστικό βλέμμα είναι μια εμμονή της λογοτεχνίας η οποία, ως γνωστόν, διψά για εμπόδια και διαψεύσεις…γράφει στον 45ο παράλληλο ο συγγραφέας, παραλληλίζοντας τον περίφημο μπωντλαιρικό στίχο  – μυστική συνεννόηση ανάμεσα στα βλέμματα με την ενθύμηση εκείνης που διέσχισε μια διάβαση στη νότια Γαλλία κρατώντας ένα μεγαλόσωμο αγγλικό Φοξχάουντ. Άραγε οι δυο ραφινάτες φιγούρες, συμπλήρωμα η μια της άλλης, θα δικαιώσουν το φιλολογικό ανεκπλήρωτο ή η εξέλιξη θα είναι διαφορετική;
Το εκλεκτό κυνοκομείο είναι ευρύχωρο: περιλαμβάνει γραπτές φωτογραφίες (κι ας είναι αυτές «ψίθυροι, το “αντ’ αυτού”, ο αδύνατος αντίλογος στην εμπειρία»), σχόλια πάνω σε ποίηση (π.χ. στον Επιτάφιο για ένα Σκύλο του Μπάιρον [1808]), ένα αξέχαστο ιαπωνικό παραμύθι, τις λέξεις του Ζαν Ζενέ για τον μπρούντζινο σκύλο του Τζακομέτι, επίμονα γαβγίσματα που «δεν αξιολογήθησαν» στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του 1912 (στην υπέροχη μικροϊστορία υπ’ αριθμ. 51), τον στρατό των χιλιάδων ανατολικογερμανικών σκύλων του Τείχους του Βερολίνου, στα αχρείαστα πλέον, που βρήκε καταφύγιο σε σπίτια εθελοντών ιδιοκτητών, μακριά από τον ρόλο του κρατικού φύλακα, αδυνατώντας να αποφύγει την ταραχή όποτε πλησιάζουν τις ανύπαρκτες πια διαδρομές.



Κάποια στιγμή την αφήγηση την αναλαμβάνει το τιμώμενο ζώο. Μιλάει για τις διαθέσεις που δημιουργεί η μετακίνηση των μεγάλων αποστάσεων – την συγκίνηση, την αρχαία ανησυχία της αλλαγής και εστιάζει στον δικό του αισθητικό και αισθητηριακό κόσμο: μυρίζει δέντρα, φανοστάτες, πυροσβεστικούς κρουνούς για να μάθει τα κατορθώματα του δικού του πληθυσμού, όπως ο άνθρωπος διαβάζει την εφημερίδα. Και, εντέλει, οι σκύλοι είναι όντως αθάνατοι, όχι μόνο χάρη στο αναντίλεκτο αξίωμα που κρύβεται κάπου μέσα στα κείμενα αλλά και επειδή έγιναν, γίνονται και μπορούν να γίνουν λογοτεχνικοί. Ποια άλλη ύπαρξη νοιώθει παρείσακτη, ποια μηχανεύεται ταυτότητες που την υπερβαίνουν, τι απ’ όλα γύρω μας είναι συγχρόνως και κάτι άλλο; Σίγουρα όχι αυτοί.


Υστερόγραφο: ένα προσωπικό κείμενο του Πανδοχέα που αφιερώνεται στον Συγγραφέα.

Ο σκύλος της Φωκίωνος 


Υπάρχει κάτι πρόσθετο που μένει από την ανάγνωση της διόλου κυνικής Κυνικής Αθανασίας: η αίσθηση ενός παιχνιδιού ατελεύτητου, μια πρόσκληση ενθύμησης όλων των σκύλων με τους οποίους κάποτε και με κάποιο τρόπο διασταυρωθήκαμε σε ιστορία διηγήσιμη και μια παράλληλη ώθηση εγγραφής της σε κείμενο μικρό και ευσύνοπτο. Η μονάκριβή μου Πέτρα τετράποδη συμβία από εξαετίας είναι τόσο παρούσα και τόσο ενεργή στη ζωή μου ώστε η όποια διήγηση να μοιάζει ανεδαφική μπροστά στα συμβαίνοντα και τα αξιοβίωτα. Αν αναζητούσα το άλλο χρονικό άκρο της συναισθηματικής μου εμπλοκής με σκύλο, θα έφτανα μέχρι τα παλαιότερο δυνατό ενθύμιο παρελθόν μου· εκεί, θα με περίμενε στην ίδια θέση όπως και τότε, σαράντα χρόνια πριν, ένας μαρμάρινος καθιστός σκύλος στην πράσινη νησίδα στο μέσον της Φωκίωνος Νέγρης: [έργο του Ευριπίδη Βαβούρη, 1940].


abba 


Δεν θυμάμαι πόσες φορές κάθισα πάνω του, ακίνητος ιππέας με την βεβαιότητα πως δεν γίνομαι βάρος στο λείο του κορμί· θυμάμαι όμως καλά την λευκότητα και την δροσιά του μαρμάρου, την αναζήτηση μιας ζωντάνιας στο ακίνητο πρόσωπο, την υπόθεση της ευτυχίας που υποκρύπτει το ελαφρώς υψωμένο πρόσωπο, την ασφαλή αλλά και ζηλευτή θέση του στο μέσο των περιπάτων. Αλλά αυτό που βλέπω πια σήμερα είναι ακριβώς ένα σημείο όπου κάθισα μικρός, ίσως το μόνο που διατηρεί επιβιώνει την μνήμη του αγγίγματός μου αλλά και που μου επιστρέφει ατόφια την ανάμνηση του παππού μου. Στις δικές μου εβδομήκοντα ιστορίες, αυτή θα ήταν η πρώτη, η Πετρούλα η τελευταία, και σίγουρα οι ενδιάμεσες 68 έχουν ήδη τους ήρωες και τις ηρωίδες τους.
Cat Stevens - Dog 


Καθώς πάλι ολοκληρώνεται το πάντα εν θερμώ γραμμένο κείμενο και αναζητώ στο γνωστό κυβερνητικό χάος τις φωτογραφίες που θα πλαισιώσουν την ανάρτηση, καταλήγω σε ζεύγη πολύ αγαπημένων συγγραφέων ή μουσικών με τον σκύλο τους, που με τη σειρά τους εμπνέουν κι εκείνοι την δική τους κατάθεση στην οιονεί ανοιχτή συλλογή. Από την πλευρά των σελίδων βλέπω τον William Styron, να ισορροπεί σαν άθλημα πάνω στην δική του λεπτή ψυχική ισορροπία, που διαταράχθηκε βαθειά αλλά ακόμα και τότε απέδωσε άξια γραφή. Τα μισόκλειστα μάτια του σχεδόν μοιάζουν να εμπιστεύονται τον ακόλουθο σύντροφό του. Στην πλευρά του «πενταγράμμου», στέκομαι στο βλέμμα του Townes van Zandt και Cat Stevens, προτού απεκδυθούν την ταυτότητά τους και χαθούν σε άλλους πολιτισμούς – ένα βλέμμα που διηγείται την επιθυμία της φυγής από τον κόσμο των ανθρώπων, αλλά όχι των σκύλων.


Εκδ. Πόλις, 2013, σελ. 212. Με δεκαπέντε σημειώσεις του συγγραφέα.
Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr, υπό τον τίτλο Βιβλιοπανδοχείο, 146 / They wanna be your dog.


Στις εικόνες: William Styron, Neil Young, Francoise Sagan, E.L. Doctorow, James Ellroy, P.G. Wodehouse, Townes van Zandt, O σκύλος της Φωκίωνος Νέγρη, 2 Abba, Cat Stevens.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

άργιλος

u sceccu 'nto linzolu — μαζί με Marilisa Gliozzi.
 
 
 

Βουλής και Ερμού



Καθημερινά εμπλουτίζω τις γνώσεις μου. Σήμερα, επισκεπτόμενος τον τρίτης γενιάς κοσμηματοπώλη του οίκου "Μονογυιός", αφοσιωμένο φίλο και αναγνώστη του ΔΕΝΤΡΟΥ, έμαθα ότι η λέξη SEIKO σημαίνει στα ιαπωνικά "Πρόοδος". Αυτός είναι ο λόγος, μου είπε, που δεν έχει αποκλειστικότητα η εν λόγω εταιρεία στη φίρμα.΄Ετσι βλέπουμε την ίδια επωνυμία και σε άλλους κατασκευαστές, εκτός ωρολογοποιίας.

Εγώ, χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις περί το αντικείμενο, οφείλοντας να πω κάτι χάριν της οικονομίας και της αμοιβαιότητας των όρων που ζητά η συζήτηση, θυμήθηκα την ιστορία ενός ρολογιού που έφερε στον παλιό φίλο μου Ηλία Κ. ο ναυτικός ανιψιός του απ' την Ιαπωνία. Ήταν 1968. Ο Ηλίας Κ. ("δωρεοδόχος", κατά το Κληρονομικό Δίκαιο που σπούδαζα περιπαθώς τότε), βαδίζει σήμερα ακμαίος προς τα 83, αποστρεφόμενος, όπως πάντοτε, κάθε είδους δαπάνη. Φέρει στον αριστερό καρπό αδιαλείπτως εκείνο το SEIKO νούμερο 5. Eπί 46 συναπτά χρόνια ποτέ δεν το αντικατέστησε.

Ναι, μου είπε ο τρίτης γενιάς κοσμηματοπώλης. Το SEIKO κατασκευαστικά είναι άριστο. Αν ήταν ελβετικός αυτός ο μηχανισμός θα είχε τη διπλάσια τιμή. Η συζήτηση στη συνέχεια στράφηκε προς την αυτοκινητοβιομηχανία. Σχολιάσαμε την εκρηκτική διείσδηση της ΤOYOTA στην Ευρώπη, ξεφύγαμε λίγο σε κρίσεις για έναν απελέκητο υποψήφιο (δήμαρχο), και μετά από αυστηρή κριτική 
 στην ύλη του τελευταίου ΔΕΝΤΡΟΥ δώσαμε το επόμενο ραντεβού εκτός χώρου εργασίας.

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Απόγευμα



Συζητάμε στο γραφείο του ΔΕΝΤΡΟΥ με δυο νέα παιδιά για ένα προσεχές αφιέρωμα. 1914. Μας κοιτάζουν αμήχανα. Δηλαδή; Δηλαδή εκατό χρόνια απ' τον "Μεγάλο Πόλεμο". Τον Αύγουστο κήρυξε τον πόλεμο η Αυστρία στο βασίλειο της Σερβίας, τους λέμε. Έχει προηγηθεί η δολοφονία του πρίγκιπα Φερδινάνδου στο Σαράγεβο. Τους θυμίζουμε την εικόνα με την οποία ο Τσβάιχ περιγράφει εκείνο το καλοκαίρι, όταν ένας αμπελουργός, στο Ρήνο νομίζω, κοιτάζει περήφανος τα αμπέλια του και του φωνάζει. "Θα μείνει αξέχαστος αυτός ο Αύγουστος. Δεν θα έχουμε ξαναδεί τέτοια σοδειά".

Εξακολοθούν να μας κοιτάζουν. Μιλάμε για τη λατρεμένη απ' τη γενιά μας αντιπολεμική ταινία "La grande guerra" ("Ο Μεγάλος Πόλεμος") του Μονιτσέλι, για τον "Αποχαιρετισμό στα όπλα" του Χέμινγουέι, και ένας νεαρός μάς λέει πως ο πατέρας του έχει αξιόλογη συλλογή από κάρτες Γάλλων στρατιωτών σταλμένες απ΄τη Θεσσαλονίκη. "Μπορεί να σας ενδιαφέρουν", προσθέτει ευγενικά. Υπάρχει στο γραφείο η σπάνια αφίσα της ταινίας με τους Γκάσμαν και τον Σόρντι, αγορασμένη απ' τη προβολή της ταινίας στην "Αλκυονίδα" (οδός Ιουλιανού), αρχές της δεκαετίας του '70.

Ούτε αυτό τους αφορά ιδιαίτερα. Ο πιο τολμηρός, που φοβάμαι πως στη μύτη του ήδη νιώθει ένα άρωμα ναφθαλίνης, περιμένει να γίνει μια παύση και, συγκεντρώνοντας όσο θάρρος χρειάζεται για να διαφωνήσεις με μεγαλύτερους, λέει κάτι που προφανώς σκεφτόταν επί ώρα: "Στην εποχή των social media, είστε βέβαιοι πως επικοινωνείτε με τους νέους αναγνώστες; Δεν θάταν κακό να ανανεώσετε τα θέματα που προτείνετε. Ίσως και την εικόνα σας. Με όλο το θάρρος, υποθέτω μου επιτρέπετε"

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

To βιβλίο ως έργο τέχνης



[...] Συνεχίζω να αναρωτιέμαι για ποιο λόγο, ενώ οι εφημεριίδες προτείνουν τα κινηματογραφικά έργα με κριτήρια ποιότητας, με τα γνωστά αστεράκια, τη λογοτεχνία την προτείνουν μόνο με εμπορικά κριτήρια. Δεν θα αρνιόμουν έναν κατάλογο "κακών" βιβλίων αντί ενός καταλόγου των best sellers. Θα προτιμούσα όμως να λέγονται άτεχνα, ή παραλογοτεχνικά μυθιστορήματα, ή ροζ ιστορίες, ή ιστορικές φυλλάδες, όχι όμως "κακά" βιβλία.[...]

Ρέα Γαλανάκη, από ΤΟ ΔΕΝΤΡΟνο 195-196, "Πώς διαβάζουμε" (το κείμενο, η ανάγνωση το κοινό)





Φωτογραφία

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Τα ευπώλητα

Με το χθεσινό "μαντάτο" της κόρης μου, την ανάρτηση του καταλόγου των ευπώλητων στη σελίδα μου, θυμάμαι ότι οι δικοί μου άτυποι κατάλογοι φτιάχνονταν με την  παρατήρηση. Κυρίως τα καλοκαίρια των διακοπών. Μια συνηθισμένη  εικόνα στις ιταλικές παραλίες ήταν η ξαπλωμένη αναγνώστρια. Έστιλβε από τα αντιηλιακά, και απ' το σύνολο έλειπε μόνο τα μάτια, καθώς κρατούσε, λίγα εκατοστά μπροστά της, ένα βιβλίο.

Το πρώτο καλοκαίρι , κυριαρχούσε η Αλιέντε και "Το σπίτι των φαντασμάτων". Τον επόμενο χρόνο  η εικόνα είχε αλλάξει. Στην παραλία  του Rimini τα πρόσωπα κρύβονταν από εξώφυλλα  Συλβάνα Ταμάρο, "Όπου χτυπάει η καρδιά". Εκείνον τον Αύγουστο άγγιζαν τα 650.000 αντίτυπα οι πωλήσεις του.

Αργότερα, καλοκαίρι πάλι, απ'  το Τυρρηνικό αυτή τη φορά,  οι αναγνώστες, όταν δεν έλυναν σταυρόλεξα. Κρατούσαν βιβλία με ένα όνομα άγνωστο. Αντρέα Καμιλέρι. 'Ηταν συγγραφέας αστυνομικών (γεννημένος το 1925 στη Σικελία) και είχε εμφανιστεί στα γράμματα μεγάλος.

Πριν λίγες μέρες, κυκλοφόρησε το καινούργιο ΔΕΝΤΡΟ με ένα διήγημά του. 'Οχι αστυνομικό αλλά αυτοβιογραφικό. Εξομολόγηση για τη σχέση με τον πατέρα του. Περιγραφή της νύχτας του θανάτου του. Ο γιός βρίσκεται μόνος μαζί του, στο νοσοκομείο.  Προσπαθεί να φωτίσει τις συγκρούσεις της νεανικής ηλικίας  και καταλήγει στη λυτρωτική σχέση αγάπης που κατορθώνει το τέλος. Υψηλή λογοτεχνία, για όσους νιώθουν ότι μέσα στο παιχνίδι της μορφής φέρονται ηθικές αξίες.

Στα ελληνικά πλοία η εικόνα τού τι διαβάζεται ήταν  ενδεικτική. Η Μειμαρίδη και "Οι μάγισσες της Σμύρνης" κυριάρχησαν στις μετακινήσεις μας. Την ίδια εποχή, η Μαντά και η Δημουλίδου ήταν ένα αναγνωστικό δημοψήφισμα , στα πλοία των Κυκλάδων. Ακούω ακόμα στο αυτί μου τον φίλο, σαρδόνιο στις εκτιμήσεις του, να μου λέει πως "ο αναλφαβητισμός εκδικείται με τα bestseller την όψιμη εγγραμματοσύνη"

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Ευπώλητα

Χε, χε...σπουδαία τα νέα σήμερα! Ο μπαμπάς πάνω απο τη Μαντά!
(Τα ευπώλητα, "Βήμα"16/2)
— μαζί με Costas Mavroudis.
 
 
 

Στους ρακοσυλλέκτες



Αυτό, πάλι, τι μυστήριο είναι; Βιβλίο από τα ράφια της Εθνικής Βιβλιοθήκης να το αγοράζω στους ρακοσυλλέκτες σήμερα το πρωί... Από τα κεφάλαια και τους τίτλους καταλαβαίνω πως αυτός ο τόμος με τα 21 μελετήματα, τρίτος στη σειρά (τους άλλους δύο δεν τους βρήκ
α) είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. "Φιλοσοφία και τέχνη" (η φιλοσοφία σχετίζεται με την τέχνη, έλεγε ο Σοπενάουερ, όσο το κρασί με το σταφύλι), "Είναι η τέχνη γλώσσα;", "Νεωτερισμός και παράδοση", "τέχνη και μηχανή", "Αισθητική της βυζαντινής τέχνης", και το τρίτο μέρος αφιερωμένο στην αισθητική της αρχιτεκτονικής. Μικροί θησαυροί.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Φωτογραφία: Στους ρακοσυλλέκτες 

Αυτό, πάλι, τι μυστήριο είναι; Βιβλίο από τα ράφια της Εθνικής Βιβλιοθήκης να το αγοράζω στους ρακοσυλλέκτες σήμερα το πρωί... Από τα κεφάλαια και τους τίτλους καταλαβαίνω πως αυτός ο τόμος με τα 21 μελετήματα, τρίτος στη σειρά (τους άλλους δύο δεν τους βρήκ
α) είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. "Φιλοσοφία και τέχνη" (η φιλοσοφία σχετίζεται με την τέχνη, έλεγε ο Σοπενάουερ, όσο το κρασί με το σταφύλι), "Είναι η τέχνη γλώσσα;", "Νεωτερισμός και παράδοση", "τέχνη και μηχανή", "Αισθητική της βυζαντινής τέχνης", και το τρίτο μέρος αφιερωμένο στην αισθητική της αρχιτεκτονικής. Μικροί θησαυροί.

Η σκιά των δασών



Πριν να διδαχθούμε τα Λατινικά από κλασικά κείμενα (Λομόντα, Καίσαρα) μαθαίναμε τα στοιχειώδη, κλίσεις, βασικά ρήματα, πτώσεις, από κάποιο βιβλιαράκι που είχε γράψει ένας διαπρεπής λατινιστής. Μπορεί να έχω ξεχάσει τον συγγραφέα, αλλά απαγγέλλω με ευχέρεια το πρώτο, εναρκτήριο κείμενο, που το θυμάμαι όσο κανένα ποίημα του Σολωμού και του Κάλβου: Regina rosas amat. Agricola silvam et umbram silvarum amat. Femina agricolae cenam parat. Agricola feminam laudat κλπ.

Aγοράζοντας σήμερα το πρωί απ' τους ρακοσυλλέκτες (Παζάρι του Ελαιώνα) το ταλαιπωρημένο βιβλιαράκι Le Francais par la lecture expliquee (1931), βρήκα στις εικονογραφημένες σελίδες του ένα φύλλο με τη μετάφραση του  λατινικού κειμένου. Καλλιγραφημένο με ιώδες μελάνι που έχει γίνει καφέ.

"Η βασίλισσα αγαπά τα ρόδα. Ο γεωργός αγαπά το δάσος και τη σκιά των δασών. Η γυναίκα παρασκευάζει τον δείπνο για το γεωργό. Ο γεωργός επαινεί την γυναίκα...... Οι θυγατέρες των γεωργών στολίζουν το τραπέζι με στέφανα....Τα ζώα κατοικούν εις τα δάση. Οι αετοί συλλαμβάνουν τα θηρία των δασών κλπκλπ. "

Έτσι ήταν τότε η εικόνα των γεωργών στη εκπαίδευση. Όσοι διαβάζαμε την "Αθηναική", βλέπαμε  συγκεντρώσεις με ανήσυχους αγρότες (στο Αγρίνιο, στη Θεσσαλία). Αυτοί δεν είχαν το κύρος του agricola και ζούσε στις υγρές Αρκαδίες των λατινικών. Τόση ήταν η επιρροή του πρώτου μαθήματος που ακόμα, βλέποντας αγρότες, δύσκολα αποφεύγω τη θλιβερή σύγκριση με τον γυμνασιακό γεωργό.



Φωτογραφία


Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Περί κλοπής


Και επειδή άρχισε πάλι, εντύπως αυτή τη φορά, επίθεση για ποιητικές λογοκλοπές ("Λογοκλοπίες", με διόρθωνε πάντα ο Βαρβέρης), να πω τι πιστεύω κι εγώ για το ζήτημα. Από τις "Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι", όπως οι αμέσως προηγούμενες αναρτήσεις (σελ 102).

"Ο Απολλόδωρος εγκαλεί τον φιλόσοφο Χρύσιππο, που μπορούσε να εντάσσει στα βιβλία του όχι μόνον μέρη, αλλά ολόκληρα έργα άλλων συγγραφέων: 'Αν τους αφαιρέσεις ό,τι ξένο υπάρχει, η σελίδα τους θα μείνει άδεια'. Ας εξασφάλιζα την υψηλή κερδοφορία ενός κειμένου, έστω και με κεφάλαιο που οφείλω σε πιστωτές. Θα αρκούσε και μόνον μια κατασκευή του Μεσαίωνα φτιαγμένη από τα ετερόκλητα υλικά προγενέστερων κτισμάτων (ο ναός της Γοργοεπηκόου π.χ.) για να μου θυμίσει και να με βεβαιώσει με τα δάνεια μέρη του ότι δεν παύω να είμαι σημαντικός και απολύτως πρωτότυπος δημιουργός. Η επιφύλαξη για τη χρήση του ξένου είναι η σεμνοτυφία του ανασφαλούς, ενώ ο οξυδερκής, με ξέγνοιαστη ειλικρίνεια, αποδεικνύει αμέσως την καινούργια πείρα, τις ιδέες και τον χαρακτήρα τους. Τίποτε στην ιστορία των μορφών δεν έχει ολοκληρωθεί χωρίς τα αδρανή μέρη ενός κουρασμένου απ' το χρόνο τεχνήματος, που και το ίδιο, αν το ρωτούσαμε, θα επιθυμούσε να αναλωθεί στην προοπτική του νέου".

Το σχολείον

Κι αφού, μετά πολλά χρόνια, σήμερα μνημόνευσα τις "Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι" (προηγούμενη ανάρτηση), ας συνεχίσω με ένα σύντομο κείμενο απ' τις σελίδες του

Στην προκυμαία [1959]

"Ώστε θέλει να γίνει συγγραφέας...", είπε ο υπερήλικας κύριος με τρόπο εμπνευσμένο και ήρεμο, σαν μερικούς πολύ παλιούς ανθρώπους. Καθόταν μόνος στο παραλιακό καφενείο και απευθύνθηκε στον πατέρα τού δωδεκάχρονου, ο οποίος του είχε μιλήσει για τη φιλοδοξία του γιου του. Μετά, αφήνοντας ένα βιβλίο με τίτλο "La Chartreuse de Parme" στο σιδερένιο τραπεζάκι, κοίταξε στα μάτια το παιδί και είπε με λόγιο στόμφο: "Η Τέχνη...το σχολείον της ευγενείας!"

'Με αποφοίτους που αριστεύουν στον αμοραλισμό', θέλησε να αντιτείνει ο συγγραφέας. Είχαν όμως περάσει τέσσερις δεκαετίες. Καμιά απάντηση δεν θα προλάβαινε έναν τόσο ηλικιωμένο συνομιλητή".

Ο χείμαρρος

Καθώς ακόμα δεν έγιναν αδιάφορες απ' τις αδιάκοπες τηλεοπτικές μεταδόσεις οι εικόνες των βρετανικών πλημμυρών, θυμήθηκα ένα σχόλιό μου -μια παιγνιώδη παραδοξολογία στην ουσία-, από τις "Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι" (Νεφέλη, 2000).

" 'Δεν αποκλείεται τίποτε πια', ψιθύρισε ο πατέρας μου, μετά τη μεγάλη νεροποντή (Νοέμβριος 1960), όταν ο χείμαρρος του κεντρικού δρόμου έτρεχε ορμητικός προς την κατεύθυνση της ανηφόρας".

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Τεχνητά φυτά

Από τη σελίδα του πεζογράφου Γιώργου Μητά στο face book. Γράφει για το τρέχον τεύχος του "Δέντρου":


Από το πολύ ενδιαφέρον νέο τεύχος του "Δέντρου", που είναι αφιερωμένο στην «Παραλογοτεχνία», επιλέγουμε ένα μικρό απόσπασμα από το κείμενο του αειθαλούς Δημήτρη Ραυτόπουλου.
………………………………………………………..
Σημεία των καιρών: η κριτική δεν αποφαίνεται πια για το αν ένα κείμενο είναι λογοτεχνία ή όχι – και όταν, σπάνια, το κάνει, αυτό γίνεται υπαινικτικά ή έμμεσα, με κάποιες παρατηρήσεις. Γενικά, χάνει έδαφος η αισθητική αξίωση, όπως και η ερμηνευτική, κερδίζει η θεωρητική ανάγνωση με έννοιες των επιστημών του ανθρώπου και της γλωσσολογίας. Και συνήθως δεν εξετάζεται αν αυτές οι έννοιες αναπνέουν, ζουν, ευδοκιμούν εκεί, ή απλώς παρεισάγονται είτε εκμαιεύονται, ή αναπαράγονται όπως τα τεχνητά φυτά.
[…]
Η απώλεια της αίγλης του έργου και του δημιουργού, ο «θάνατος του συγγραφέα», η κατάχρηση της διακειμενικότητας, η αυτοαναφορικότητα ως κριτήριο αναβαθμού, ακολούθησαν την εισβολή της μαζικής κουλτούρας, της πολιτιστικής βιομηχανίας. «Το καινούργιο», γράφουν οι Αντόρνο και Χορκχάϊμερ στη Διαλεκτική του Λόγου, «δεν είναι πως η τέχνη έγινε εμπόρευμα, αλλά το ότι σήμερα αναγνωρίζεται ανοιχτά η ίδια ως τέτοια, είναι το γεγονός ότι παραιτείται από την αυτονομία της, ότι υπερηφάνως αυτοτοποθετούμενη στα καταναλωτικά αγαθά, προσθέτει το γόητρό της σ΄αυτόν τον νεωτερισμό».

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
Τεύχος Νο 195-196
Ιανουάριος 2014
 
 
 

Aς υποθέσουμε

Ας υποθέσουμε ότι βλέπουμε τα γυμνά σώματα της Καπέλα Σιστίνα με την ερμηνευτική μεσολάβηση ενός ιατροδικαστή. Ότι ένας εβραιολόγος μας μιλά για τον "Δαυίδ" του Μικελάντζελο ή ότι μπροστά σε κάποιο "Όρος Σεν Βικτουάρ" (θέμα που ζωγράφιζε διαρκώς, υπό διαφορετικό φωτισμό, ο Σεζάν) ακούμε τις συστηματικές εξηγήσεις ενός τοπογράφου. Αυτή συνήθως είναι η συνδρομή της φιλολογίας στη σχέση μας με το λογοτεχνικό έργο.

Κ.Μ. "Στενογραφία", Κέδρος, 2006

Edgar Lee Masters

"Η ανθολογία του Σπουν Ρίβερ". Ίσως το σημαντικότερο και πλέον "ποιητικό" βιβλίο του περασμένου αιώνα, αν δεν πιστεύουμε (όπως εμείς), ότι κατ' ανάγκην μείζον είναι αυτό που κάνει τομές και ρήξεις στην έκφραση.
 
 
 
Edgar Lee Masters  "Spoon River Anthology", Gutenberg.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Τετράδιον Καλλιγραφίας (Κυριακή στα παλιατζήδικα)



"Ακόμα και αργά στα παλιατζήδικα (στους ρακοσυλλέκτες τώρα πια, στον Ελαιώνα) πάντα κάτι βρίσκεις", μου έλεγε κάποτε ο πολύπειρος συλλέκτης Γ. Ζεβελάκης. Όντως, ενώ έχουν περάσει οι ορδές των ερευνητών (συλλεκτική νεύρωση ή λατρεία που εκδηλώνεται, κι αυτή, πρωί Κυριακής), υπάρχουν πράγματα που έχουν κρυφτεί ή έχουν αγνοηθεί απ' τα βλέμματα. Σήμερα, π.χ., βρήκα τρείς αρκετά ενδιαφέρουσες μικρές πορσελάνες, αφορμή να θυμηθώ τον Γ.Ζ. Τετράδια παλιά δεν αγοράζω, μολονότι είναι πάμφθηνα και εμφανίζονται συχνότατα, από σπίτια προφανώς που τα "αδειάζουν" και τα "καθαρίζουν" οι κληρονόμοι. Δεν βρίσκω κανένα ενδιαφέρον στα σχολικά αυτά κειμήλια, ακόμα κι αν έχουν στο εξώφυλλο μεσοπολεμικούς ηγέτες (Μεταξάς, Γεώργιος Β') ή καλαίσθητες παραστάσεις. Τα συγκεκριμένα τα πήρα, γιατί οι εκθέσεις, οι προς άσκηση της καλλιγραφίας φράσεις, αλλά και τα χρώματα των εξωφύλλων, είχαν κάτι που μου φάνηκε κομψό.

22.10.'32, θέμα: "Μια μικρή τραγωδία", 5.11.'32.: "Οδοιπόρος και άρκτος". 12.11.'32,: "Λέων και αλώπηξ". Ακολουθούν: "Η δύναμη της στοργής", "Καρραγωγεύς", "Ο Μίδας", "Γράμμα σε έναν θείο μου", "Το ποτήρι με τα δάκρυα", "Οι διωγμοί των Χριστιανών" και άλλα. Από τον Πειραιά του 1932, όπως φαίνεται και στην ετικέτα, η μικρή μαθήτρια. Ας πούμε "Μνήμης Χάριν", για να μη θεωρηθεί μάταιη προβολή η ανάρτηση.
 
 
 
 

Κυριακή στα παλιατζήδικα

Αυτός είναι ο Ομάρ Καγιάμ, με υπογραφή. Άρτιος. Είναι πιο ωραίος απ' όσο δείχνει η φωτογραφία. Μια λάμψη της πορσελάνης τον αδικεί. Στο βιβλιαράκι που διαβάζει είναι γραμμένο ένα σύντομο ποίημα.
 
 

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Η αθανασία των σκύλων


Ο Νίκος Βατόπουλος γράφει για το βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή «Η αθανασία των σκύλων».

Πάντα θαύμαζα την καλαισθησία και την οξυδέρκεια του Κώστα Μαυρουδή, γι' αυτό άρχισα να διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον την "Αθανασία των Σκύλων" (εκδ. Πόλις), μία συλλογή από 70 σύντομες ιστορίες, αφηγήματα σαν θραύσματα μνήμης, παρενθέσεις και αναπτύγματα, μικρές σπουδές, αναστοχασμοί και εξιστορήσεις. Ένας σκύλος θα υπάρχει πάντα, με τον πιο προφανή ή ανορθόδοξο τρόπο, αλλά το βιβλίο μιλάει για τον χρόνο και τη συνείδηση της απώλειας και απλώνει δίχτυα στην ιστορία της τέχνης, και στις περιηγήσεις των πόλεων, και στην παρατήρηση των άλλων, και στις αυτοσαρκαστικές αυτοβιογραφίες, μικρά σπαράγματα μνήμης, χιούμορ και αλληγορίας. Ενα βιβλίο βαθύ με άξονα την πνευματική καλλιέργεια, την ανάγκη για στοχασμό και την αναγκαιότητα της ομορφιάς.




Φωτογραφία: Ο Νίκος Βατόπουλος γράφει για το βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή «Η αθανασία των σκύλων».

Πάντα θαύμαζα την καλαισθησία και την οξυδέρκεια του Κώστα Μαυρουδή, γι' αυτό άρχισα να διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον την "Αθανασία των Σκύλων" (εκδ. Πόλις), μία συλλογή από 70 σύντομες ιστορίες, αφηγήματα σαν θραύσματα μνήμης, παρενθέσεις και αναπτύγματα, μικρές σπουδές, αναστοχασμοί και εξιστορήσεις. Ένας σκύλος θα υπάρχει πάντα, με τον πιο προφανή ή ανορθόδοξο τρόπο, αλλά το βιβλίο μιλάει για τον χρόνο και τη συνείδηση της απώλειας και απλώνει δίχτυα στην ιστορία της τέχνης, και στις περιηγήσεις των πόλεων, και στην παρατήρηση των άλλων, και στις αυτοσαρκαστικές αυτοβιογραφίες, μικρά σπαράγματα μνήμης, χιούμορ και αλληγορίας. Ενα βιβλίο βαθύ με άξονα την πνευματική καλλιέργεια, την ανάγκη για στοχασμό και την αναγκαιότητα της ομορφιάς.

Μια νύχτα με τον πατέρα


Στο τεύχος του ΔΕΝΤΡΟΥ που κυκλοφόρησε χθες, εκτός από τα κείμενα του αφιερώματος υπάρχουν σελίδες με ποικίλη ύλη, μεταφρασμένη ποίηση, σχολιογραφία, πεζογράφημα. Στην πεζογραφία θα ξεχωρίσει κανείς αμέσως ένα αυτοβιογραφικό διήγημα του Καμιλέρι (Σικελία, 1925), που το θεωρώ συγκλονιστικό.

Αφορά τη σχέση με τον πατέρα του, τις επιφυλάξεις και τις διαφορές, τις συγκρούσεις τους, τον διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό μετά τον πόλεμο, ενώ στο τέλος περιγράφεται η νύχτα του θανάτου του (οι δυο τους μόνοι) στο νοσοκομείο. Ένας συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών έχει γράψει αυτό το διήγημα της σπαραχτικής ειλικρίνειας, με μοναδική δύναμη αισθημάτων και ιδεών να ξεχυλίζει.

Εκτός απ' τη μισοφωτισμένη κατάνυξη, καραδοκεί ένα αυτοκριτικό στοιχείο για τις βεβαιότητες του νεαρού γιου και την αμφισβήτηση του πατρικού μοντέλου. Ναι, όπως έχουν πει, η λογοτεχνία είναι σημαντικό πράγμα στη ζωή, αρκεί η ζωή να είναι το σημαντικότερο στοιχείο της λογοτεχνίας.























Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

5 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, σήμερα το μεσημέρι. Από την κοπτική του βιβλιοδετείου στις κούτες προς τα βιβλιοπωλεία.
 
 
 
 

Πώς διαβάζουμε [Κείμενο, κριτήρια, ψευδείς Κανόνες]




Το editorial από το τεύχος 195-196 του ΔΕΝΤΡΟΥ, το οποίο κυκλοφορεί από σήμερα.

ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΑΡΧΙΚΕΣ ΤΟΥ επιφυλάξεις για ένα αφιέρωμα με θέμα την «Παραλογοτεχνία» και όσα φαινόμενα συνδέονται με αυτήν, το «Δ» αποφάσισε να συζητήσει για το συγκεκριμένο αντικείμενο.

Ο ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ ΕΙΧΕ να κάνει με το πόσο παρούσα αλλά ασαφής και ρευστή είναι η συγκεκριμένη έννοια, την οποία χονδρικά θα ορίζαμε ως πρόταση του αυτονόητου, συνθήκη άπνοιας των ιδεών («συγγραφείς χωρίς ιδέες εναλλάσσονται με συγγραφείς χωρίς στιλ», έγραφε ο Μπαλζάκ), περιοχή κοινών τόπων, εξομολογήσεων ή αισθηματολογίας. Θα ορίζαμε ακόμα την παραλογοτεχνία ως πεδίο που δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια μιας δοκιμασμένης πνευματικότητας και έντεχνων αξιών. Η πραγματική λογοτεχνία κοιτάζει εκείνο για το οποίο μένει ξένη και απαθής η παραλογοτεχνία. Θελήσαμε, λοιπόν, να δούμε την παραλογοτεχνία όχι ως ειδολογική κατηγορία, περιοχή ελαφρότερων ειδών μυθοπλασίας (αστυνομικό, επιστημονική φαντασία, ροζ, κ.λπ.), αλλά κυρίως ως έκφραση συμπεριφορών συγγραφέων και κοινού, ως συζήτηση γύρω από το κλίμα μιας καθόλου απαιτητικής αγοράς και των συζητήσιμων κριτηρίων της, όπως θα βλέπαμε την πρωτογένεια εκείνου που θαυμάζει ως γλυπτική τα κέρινα ομοιώματα της Τισό.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ περιφερειακός κόσμος απέναντι σ’ αυτόν του λογοτεχνικού έργου και του έγκυρου αισθητηρίου. Μπορούμε μάλιστα να υποστηρίξουμε ότι πιθανόν το μεγαλύτερο μέρος των αναγνωστών δεν χρειάστηκε ποτέ την αρωγή της πραγματικής λογοτεχνίας, τη σωτήρια ή καταραμένη συνάντηση μ’ αυτήν, δεν υποψιάστηκε ότι εκείνο που παρακολουθεί δεν είναι ο συγκεκριμένος κώδικας, τα στοιχεία ενός αυτόνομου κόσμου.

Ο ΜΕΣΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ είναι μνημείο ταύτισης. Αχειραγώγητος από την ειδική καλλιέργεια, περνά από την αθωότητα στον συναισθηματισμό. Οι χαρακτήρες που συναντά στο ανάγνωσμα είναι πάντα αυτός ο ίδιος ή μοιάζουν με τα πρόσωπα που ακούει και βλέπει γύρω του. Ανάμεσα στο κείμενο και σ’ αυτόν είναι εξαιρετικά σπάνια οποιαδήποτε δημιουργική σχέση, στροφή στα ενδότερα, «διαστολή του εαυτού», που έλεγε ο Μπλουμ. Δεν επικοινωνεί με καμιά ετερότητα, αφού βρίσκεται απέναντι σε μια περίπου αυτοβιογραφική συνθήκη. Το κείμενο κι ο αναγνώστης του έχουν κοινό κέντρο, οι διάλογοι των προσώπων είναι δική του πείρα, οι πράξεις τους είναι προβλέψιμες καθημερινές συμπεριφορές. Εισπράττει από ένα ταμείο που πληρώνει ο ίδιος.

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΟΜΩΣ για τον συγγραφικό ρόλο και το κλίμα που είχαμε κατά νου να παρακολουθήσουμε. Τον οιονεί σοβαρό δημιουργό, που ο φιλότεχνος ζήλος για την ποίηση (κυρίως αυτή είναι η κινητική και κρίσιμη περιοχή) οδηγεί σε διαφόρων εμπνεύσεων εκδηλώσεις, ποικιλώνυμα φεστιβάλ, ομηγύρεις και συλλόγους, απαγγελίες από εξέδρες, ανάμειξη σε πολιτικές ή άλλες θεσμικότητες, και τέλος μεταβάλλει το ενδιαφέρον σε δημόσιο γεγονός ταυτισμένο με την αγορά, γοητευμένο από μια ανώδυνη εξωστρέφεια.

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΝΔΙΕΦΕΡΕ ήταν να δούμε το ηθογραφικό κομμάτι της παραλογοτεχνίας ως μια καλόπιστη παρωδία που κυκλοφορεί νόμιμα και συχνά πειστικά. Όχι βέβαια μόνο ως ένα παιχνίδι ηθών, αλλά και ως ζήτημα για το πώς σ’ αυτή την πλημμυρίδα γραφής, βραβείων, προβολής, προσωπικών μας σχέσεων και αλληλοεπιβεβαιώσεων, αντιστέκονται τα κριτήρια, ποιο αισθητήριο κοιτάζει στα μάτια τον Κανόνα που γίνεται υποχρεωτική αξία και ευλάβεια. Γνωστά πράγματα θα πείτε. Αιώνες πριν διατυπώθηκε με τον αναγκαίο σαρκασμό πως «κάθε κείμενο εμφανίζεται για να παρερμηνευτεί», ή ότι «πάντα υπάρχει ένας αναγνώστης για κάθε έργο». Απλώς το ιδιαίτερο στη δική μας συγκυρία είναι ότι αυξάνεται ένας αριθμός αναγνωστών καλοπροαίρετος, ανύποπτος, χωρίς να υπολογίζει ή αγνοώντας τα μεγάλα πρότυπα.

ΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΑΝ κυρίως στα κλασικά ζητήματα των ειδών, στον χαρακτήρα της ερμηνείας και της ανάγνωσης και λιγότερο στις εικόνες και τα ανεκδοτολογικά γνωρίσματα της αγοράς μας. Η αστοχία των αρχικών μας προθέσεων δεν ήταν αρνητική. Έδωσε μάλιστα εξαιρετικά κείμενα και βοήθησε, πιστεύουμε, να δημιουργηθεί η πλατφόρμα όπου μπορούν να βασιστούν μεταγενέστερες σταθμίσεις και να αναδιατυπωθούν μόνιμες απορίες. Πώς για παράδειγμα μια χώρα, χωρίς κανόνες στο βίο και στα ήθη της, μπορεί να σταθεί απέναντι στο ζήτημα της εσωτερικής πειθαρχίας που είναι το έργο τέχνης, πώς μια απόλυτα εξωστρεφής ζωή μπορεί να συναντηθεί με το βάθος που προϋποθέτει ο πνευματικός βίος, πώς ένας τόπος χωρίς δημόσια εικόνα, μνημείο αμορφίας, μπορεί να καλλιεργεί αγωγές για την πρόσληψη του αυθεντικού ή του υψηλού.

ΟΙ (ΠΑΡΑ)ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ κάποτε είναι τόσο κραυγαλέες που δεν χρειάζεται καμιά δικαιολογία ή επίκριση. Το πρόβλημα παρουσιάζεται –να το τονίσουμε–, όταν το φαινόμενο αποδιαρθρώνει εντελώς τα κριτήρια. Η ισοπέδωση ή το έλλειμμά τους είναι ένα σταθερό σημείο για να ξεκινήσει η συζήτηση














Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Εκεί που δεν γνωρίζουμε αυτό που βλέπουμε




Η ΑΠΟΥΣΙΑ του κ ο ι ν ο ύ   τ ό π ο υ: να το αφανές αλλά το ισχυρότερο κίνητρο για την τη συγκίνηση της περιπλάνησης. Θεμελιακή αρχή για τη γενεαλογία της γοητείας. Ο Μοντένι θεωρούσε ότι από τα οδυνηρότερα πράγματα είναι η υποχρέωση να μένουμε κάπου, όπου αυτό το οποίο βλέπουμε το γνωρίζουμε, μας αφορά άμεσα και μας αγγίζει. To κορεσμένο δηλαδή, ή «πασίδηλον», όπως λέγαμε στα νομικά.

*

ΒΡΗΚΑ ΚΑΠΟΤΕ μια πικάντικη εφαρμογή της προηγούμενης σκέψης. Υπήρχε, λοιπόν, ένας Άγγλος ταξιδιώτης, που εκστασιαζόταν όταν έφτανε στις γαλλικές ακτές. Τον μάγευε η λεπτότητα της εικόνας: ο τρόπος που ο Γάλλος χασάπης έκοβε το κρέας, η τάξη στο εσωτερικό των φαρμακείων, η συμπεριφορά των παιδιών στα εστιατόρια, οι κάβες στην άκρη των επαρχιακών δρόμων σκαμμένες σε έναν βράχο και οι πινακίδες στους αυτοκινητόδρομους (μερικές ειδοποιούσαν ακόμα και για το εποχικό κατρακύλισμα των τεύτλων που έπεφταν απ’ τα φορτηγά!!). Δεν με αιφνιδιάζει η ξενόφιλη μανία. Για χρόνια έβλεπα με τον ίδιο τρόπο το Ζάλτσμπουργκ. Τι πιο φυσικό; Η σύγχρονη εικόνα του καταλάβαινα ότι συμπεριφέρεται ως εξ αίματος συγγενής της παλιάς του αίγλης. Όλα αυτά μέχρι να περιηγηθώ την κατεδαφιστική «Αυτοβιογραφία» του Τόμας Μπέρνχαρντ και να μετατεθώ στη βίαιη καθημερινότητα του μεταπολέμου. Εκεί, η πόλη, ανεντόπιστη για τον ταξιδιώτη, έδειχνε τη νυχτερινή της πλευρά, ήταν το πίσω μέρος της εξιδανίκευσης. Από το βεστιάριο έβγαλαν την ταλαιπωρημένη φορεσιά του κοινού μέτρου και ήμουν ξαφνικά αναγκασμένος να ντύσω το μύθο των τουριστικών οδηγών και της ματιάς μου.

*
Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ επιφυλάσσει τις πιο προσωπικές εμπλοκές. Αν οι σχέσεις μας με τον κόσμο παράγουν το αντικειμενικό, στον τόπο όπου φτάνουμε (όπως ακριβώς συμβαίνει με τον αναγνώστη απέναντι στη λογοτεχνία) είμαστε μόνον ο προσηλωμένος στις αγωγές και την αντίληψή του εαυτός μας. Επιστρέφουμε στο «Εγώ», όπως συμβαίνει πάντα με την πρόσληψη της μορφής και του ύφους. Θα λέγαμε ότι αυτό που ανακαλύπτουμε δεν μιλά ποτέ την εσπεράντο, αλλά τη μοναδική γλώσσα τού κάθε θεατή. Ιδού η προηγούμενη αντίληψη, σαν σπουδή του παράδοξου: Δύο φίλοι ταξιδιώτες επισκέφτηκαν κάποιον κεντροευρωπαϊκό παγετώνα, στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα τηλεσκόπιο. Πρώτος πήγε εκεί ο πιο ηλικιωμένος, για να δει με λεπτομέρειες την έξοχη θέα. Δήλωσε ότι πράγματι συγκλονίστηκε απ’ αυτό που είδε. Ακολούθησε ο δεύτερος, που μόλις πλησίασε το μάτι του στο φακό κραύγασε κάτι ακατάληπτο και αμέσως έπεσε νεκρός. Ο επιζήσας (λέει ο συγγραφέας της ιστορίας) σκέπτεται, ακόμα και σήμερα, τι να είδε τάχα ο φίλος του από το τηλεσκόπιο, γιατί σίγουρα δεν είχαν αντικρίσει την ίδια εικόνα.

*
ΑΠΑΛΑΓΜΕΝΟΣ ΚΑΝΕΙΣ από το καθημερινό —τον συμφυρμό με την κοινότυπη συγκυρία— απελευθερώνει απίστευτα γνωρίσματα του εαυτού του. Αποχαιρετούσαμε, θυμάμαι, κάποιο πολύ παλιό καλοκαίρι στις όχθες του Μόζελ, ένα ζευγάρι που έφευγε, όταν η κοπέλα έσκυψε και μάζεψε από το έδαφος ένα μακρύ φτερό με εντυπωσιακά πράσινα χρώματα. Σαν να είχε προλάβει κάτι υπερβολικά πολύτιμο, άρχισα να αδιαφορώ για τη μεταξύ μας συζήτηση και να προσέχω γύρω μου, ακόμα και ώρες μετά, μήπως βρω κι εγώ ένα. Τι άλλο επιτρέπει την ανάδυση αυτής της παιδικής πρωτογένειας, εκτός απ’ το ταξίδι και την ονειροπόληση; Σίγουρα, η αντίδρασή μου δεν ήταν μόνο ο ομολογημένος μου έρωτας προς το ασήμαντο, αλλά κυρίως ο αντίκτυπος από την εμπειρία της αποκάλυψης, που, με εδεμική φρεσκάδα, μας στέλνει πάλι στο παιχνίδι, βοηθώντας να θυμηθούμε την αρχαία γλώσσα της αθωότητας.

*
ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΣΤΑΘΕΡΑ ερεθίζει (αλλά και καθηλώνει) στη συνάντηση με έναν σπουδαίο τόπο είναι και κάτι ακόμα: η συνείδηση του διαφορετικού πεπρωμένου μας εν σχέσει μ’ αυτόν. Διαλεγόμαστε μαζί του από τη θέση τού εκστασιασμένου παρατηρητή διότι, αν μπορώ να το πω, υπολειπόμαστε. Απέναντί του, ο ρεμβασμός, η συγκίνηση και η γοητεία είναι αδύνατον να μην συνοδεύονται, άτυπα έστω, από την κατήφεια. Όπως ο Φλομπέρ σκέπτεται ότι η κυρία Μποβαρί θα θριαμβεύει στην αθανασία της ενώ ο συγγραφέας θα είναι σκόνη, ή όπως ο Τζον Κιτς ζηλοτυπεί με την αιωνιότητα ενός αγγείου («Η Αρχαία Υδρία»), η συνείδηση του πλάνητα βιώνει, εκτός απ’ το θάμβος, τη μελαγχολία του ανταγωνισμού: αντιμετωπίζει το διαρκές που την υπερβαίνει. Σε ένα παλιό κείμενό μου («Στενογραφία», Κέδρος 2006), θέλησα να παραλληλίσω το φευγαλέο πέρασμα από έναν τόπο με τη βιαστική διαδρομή του βίου: «Όπως τα γκρουπ των ταξιδιωτών, ελλείψει χρόνου περνούν ασθμαίνοντας και μόλις προλαβαίνουν να δουν την πόλη (την παγωμένη χειρονομία ενός αγάλματος, έναν κεκλιμένο πύργο, ή τον τρούλο που αιωρείται ανάμεσα στον ουρανό και τις στέγες), έχουμε βγει κι εμείς για λίγο στον κόσμο, παρατηρώντας άπληστα και βιαστικά. Ο οδηγός δεν έχει σβήσει καν τη μηχανή. Περιμένει απόλυτα απαθής, με επαγγελματική αδιαφορία στο τιμόνι.»

*
ΠΟΛΛΕΣ ΓΕΝΙΕΣ δεν κατάφεραν να αποσπαστούν από τη ρομαντική ιδέα της «Ultima Thule», τον οποιονδήποτε μακρινό και άγνωστο τόπο, σαν να λέμε. Ας μικραίνει διαρκώς ο κόσμος. Η έκπληξη και η ανησυχία που επιφυλάσσει η περιήγηση δεν είναι λιγότερο ισχυρή. Κάποτε, μέσα από βαθιά αταβιστικές μνήμες, επανακάμπτει ακόμα και η χονδροειδής χαρά του παλιού επιδρομέα. Το σκέφτηκα κάποτε και προσπάθησα να περιγράψω, σαν φάρσα, την υπερβολή αυτής της ιδέας: «Ο μεσαιωνικός πύργος που φωτογραφίζουμε είναι αυτός που θα πυρπολούσαμε πριν από λίγους αιώνες. Η γέφυρα του 1360, την οποία διασχίσαμε κρατώντας το χέρι της μικρής μας κόρης, είναι το κτίσμα που θα ξεθεμελιώναμε. Οι ναοί είναι τα ιερά που θα είχαμε συλήσει και οι τυχαίες περαστικές που παρεισέφρησαν στο κάδρο της φωτογραφίας, τα θύματα βάρβαρων επιθυμιών μας. Μεταλλαγμένα από τα σύγχρονα ήθη, τα φωτογραφημένα αντικείμενα δεν είναι παρά τα λάφυρα που θα αποκομίζαμε από την αρπαγή και την άπληστη πειρατεία. Ο περιηγητής (εξευγενισμένος Βάνδαλος), επιστρέφει φορτωμένος επουσιώδη ενθύμια, που αναπληρώνουν την ασύγκριτη ευτυχία της αρπαγής». («Στενογραφία», Κέδρος 2006)

*
ΚΑΙ Η ΟΥΡΑ ΤΗΣ προηγούμενης σκέψης: Μπορώ να υποθέσω ότι το «Reisenangst» (πυκνός και ακριβής όρος των γερμανικών, για την ανήσυχη έξαψη και το άγχος που προηγείται του ταξιδιού), δεν είναι μόνο καρπός της εποχής όπου η μετακίνηση ήταν επικίνδυνη περιπέτεια. Έχει μιαν απόλυτη σημασία, που συχνά τη μεταφέρουμε στις σύγχρονες αποσκευές μας: τον εξωιστορικό και καθαρά ψυχολογικό χαρακτήρα της συμβολικής απειλής, τον αναγνωρίσιμο φόβο για τη μεταβολή. Εκτός απ’ την πανηγυρική έξαψη για το νέο, στο ταξίδι επιβιώνει μέσα μας το αντανακλαστικό της αγέλης, αρχαίο αίτημα της μονιμότητας και της βέβαιης στέγης.

*
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ, ΩΣ ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ, αγνοεί τις διακρίσεις, γεννά την παράδοξη δημοκρατία των εντυπώσεων. Θέλω να πω ότι μετά από χρόνια, η επίσκεψη σε μια πινακοθήκη βαραίνει εξίσου με ένα δευτερεύον περιστατικό. Κάθε παρελθόν άλλωστε, ρευστή και απόμακρη ε ν τ ύ π ω σ η φιλοτεχνημένη απ’ τη μνήμη, «αποπραγματώνει» την εμπειρία. Μετά από χρόνια το ανάξιο λόγου περιστατικό έχει ίδιο μερίδιο με μια εκθαμβωτική εικόνα. Και τα δύο παράγουν κοινή κατάνυξη για την ιστορία τους. Ο καθημαγμένος παρκαδόρος, π.χ., ενός μικρού δρόμου τής Μπρατισλάβα (κάποια παλιά Χριστούγεννα) είχε χαρεί σαν παιδί κάτω απ’ τη βροχή, παίρνοντας στα χέρια του τα ελληνικά Ευρώ. Συμπλήρωνε μ’ αυτά —είπε— όλη τη σειρά του νέου, τότε, στη χώρα του, νομίσματος. Ξέρω ότι στο μέλλον το περιστατικό θα δείχνει την ίδια αντοχή με την πιο «σοβαρή» λεία των ταξιδιών μου. H δικαιοσύνη της μνήμης, θα έλεγε κάποιος, ή, διαφορετικά, η κοινή μοίρα όσων είδαμε: η πρώτη ύλη από το βίωμα, που αλέθεται ώσπου να γίνει η λεπτή, μελαγχολική σκόνη του χρόνου.

Κ.Μ.