Η τακτική δεκαπενθήμερη συνεργασία μου στο ΕΘΝΟΣ του Σαββάτου (14 7.'13)
Τον περασμένο Ιούνιο, με αφορμή τον πιο ηρωικό χορό της Ιστορίας μας (Ζάλογγο), βρέθηκαν και πάλι στην ατζέντα των συζητήσεων οι ιστορικοί μας μύθοι. Ακολούθησαν, όπως συμβαίνει πάντα, οργισμένες αντεγκλήσεις, αλλά γρήγορα το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στη ΔΑΜΑΡική οπισθοβασία, την κυβερνητική αλλαγή και τα σχετικά με την προσεχή εκταμίευση.
Διαβάζοντας συστηματικά παλιές εφημερίδες, εμπειρία που σε κάνει να βλέπεις στωικά την προοπτική και τη μοίρα του κόσμου, συχνά συναντώ ζητήματα συγγενικά, σκέψεις που αφορούν το αιώνιο ερώτημα για τον χαρακτήρα και την ενότητα του πολιτισμού μας. Ο ανταποκριτής της «Καθημερινής» (26 Ιανουαρίου 1958) παρακολουθεί στο Λονδίνο, στο London school of Economics μια «αιρετική» για τις βεβαιότητές μας διάλεξη. Μιλά ο διαπρεπής βυζαντινολόγος Στίβεν Ράνσιμαν, υποστηρίζοντας ότι η δημιουργική προσπάθεια των Ελλήνων είχε συντελεστεί, λίγο ώς πολύ, πάντοτε υπό ξένο ζυγό: «ο Πλάτων και ο Θουκυδίδης έγραψαν τα αριστουργήματά τους όταν η αθηναϊκή δημοκρατία είχε συντριβεί. Οι προσωκρατικοί έψαξαν τις αρχές των όντων σε ένα χώρο που κυριαρχούσαν οι Ασιάτες, και τέλος, ό,τι δεν πρόλαβαν να πουν οι Ελληνες υπό τους διαλελυμένους Αλεξανδρινούς, το συμπλήρωσαν στην ασφάλεια που τους παρείχε η Pax Romana [...]».
O κ. Ράνσιμαν ήταν πεπεισμένος ότι, «παρόλο που κάτω από τα ράσα κάθε κατανυκτικού αναχωρητή κρυβόταν ένας βακχικός τραγοπόδης, στις φλέβες των Βυζαντινών δεν κυλούσε ελληνικό αίμα. Αυτό δεν πρέπει, φυσικά, να μας τρομάζει, είπε. Ο μόνος αμιγής λαός στην Ευρώπη υπήρξαν οι Ισλανδοί, αλλά η συμβολή τους στον πολιτισμό είναι ότι εφοδίασαν με πετρέλαιο στη διάρκεια του πολέμου ένα συμμαχικό αντιτορπιλικό και μοίρασαν σοκολάτες στους αξιωματικούς του! [...] Ο ομιλητής σαν να μη συγχωρούσε τον Μιλτιάδη και τον Θεμιστοκλή. Σαν να λυπόταν που οι Πέρσες είχαν τελικά ηττηθεί, και που δεν επεκράτησαν, τουλάχιστον πολύ αργότερα, οι Αρμανσμπέρηδες και το Φανάρι [...]».
Ας λένε ότι «τίποτε δεν είναι πιο γηραλέο από την εφημερίδα της προηγούμενης μέρας». Τα παλιά αναγνώσματα έχουν γίνει λογοτεχνία, με πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Ο ανταποκριτής (Αλκης Αγγελόγλου), κομψογράφος, με προφανές βρετανικό φλέγμα, κλείνει το κείμενό του αλλάζοντας δεξιοτεχνικά θέμα και τόνο: «Το Λονδίνο απλωνόταν έξω βιαστικό, τερατώδες, γεμάτο εναλλασσόμενες μορφές, που κατείχαν ένα φοβερό μυστικό και δεν ήξεραν σε ποιον να το εμπιστευθούν. Πυκνά κύματα ομίχλης τύλιγαν τους δρόμους, τα σπίτια, τις εκκλησίες, και εύκολα μπορούσε κανείς να ξεγελαστεί, παίρνοντας τα κωδωνοστάσια για καμινάδες [...]».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου