Κείμενο κριτικής του Γ. Βέη, δημοσιευμένο στο περιοδικό "Κουκούτσι" που μόλις κυκλοφόρησε. Στην παρούσα συγκυρία, βέβαια, κάπως δύσκολο να ασχοληθεί κανείς με κριτικές και τα συναφή
Το άθλημα, το έπαθλο του χρόνου
Κώστας Μαυρουδής, Τέσσερις εποχές, Εκδόσεις Κέδρος (2010)
«οτιδήποτε θα ’ναι προτιμότερο / παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν».
Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη
«Σ’ αυτό το πληκτικό ντοκυμανταίρ που είδα στην TV, η εμφάνιση των περαστικών δεν ήταν σε θέση να αποκαλύψει – όπως συνήθως συμβαίνει – την εποχή του χρόνου. Το ελαφρό τους ντύσιμο μπορεί να σημαίνει Άνοιξη, αλλά και αρχές Φθινοπώρου. Και όμως• είναι τέλος καλοκαιριού. Λύση τρυφερά αστυνομική. Μου το αποκάλυψε έμμεσα η φευγαλέα εμφάνιση ενός κοριτσιού, που έστριψε τη γωνία, κρατώντας το ψημένο καλαμπόκι του»: ο Κώστας Μαυρουδής (1948, Τήνος) επανέρχεται εδώ ακόμη μια φορά στο εννοιολογικό πρόταγμα των εποχών του χρόνου. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από ένα παλαιότερο πεζογράφημά του, με τίτλο Με εισιτήριο επιστροφής, το οποίο κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας» το 1983. Οι εποχές του χρόνου, κοινός ποιητικός τόπος παλαιόθεν, συνιστούν, ως γνωστόν, ανεξάντλητο ταμείον συμβολοποιημένων συγκινήσεων, στοχαστικών εκμυστηρεύσεων, ανθρωπολογικών συσχετισμών, συναρπαστικών μυθολογημάτων, αλλά και χρησμικών παρακαταθηκών. Μετά δε το προπατορικό αμάρτημα της γλώσσας, της διάσπασης δηλαδή της λέξης σε σημαίνον και σημαινόμενο, όπως ευφυώς αποφαίνεται ο ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας Νάσος Βαγενάς στο δοκίμιό του «Ταυτότητα και ποιητικός λόγος» (ιδέτε Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, εκδόσεις «Πόλις», 2002: 24), οι τέσσερις εποχές παρέχουν κι αυτές εξ ορισμού ένα ευρύτατο φάσμα σημασιολογικών ανακατατάξεων, λυρικών ή και μεταλυρικών εμπεδώσεων. Η θεματογραφία είναι συνεπώς ανεξάντλητη. Η ύπαρξη ντύνεται ενίοτε τις τέσσερις εποχές για να κρύψει αγωνίες, άλγη και αβελτηρίες. Μείζονες και ελάσσονες δημιουργοί της διεθνούς σκηνής είθισται να συναγωνίζονται αλλήλους στην αποκωδικοποίηση του απώτερου μηνύματος, το οποίο κομίζουν εκασταχού εκάστοτε οι τέσσερις εποχές.
Ο Κώστας Μαυρουδής, από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της πολύτροπης γενιάς του ’70, ανήκει στους ποιητές εκείνους, οι οποίοι εισέρχονται διακριτικά στο τοπίο της πραγματικότητας, εγκαθίστανται αβίαστα στις παρυφές των αληθειών του και στη συνέχεια αποδελτιώνουν πάθη. Χωρίς βεβαίως να απεμπολούν τα δικαιώματά των, ως γηγενείς πολίτες της μεγάλης επικράτειας των ονείρων, γράφουν για να ομολογήσουν αιτιώδεις συνάφειες, πεπρωμένες συγγένειες, εκλεκτικές αγχιστείες, δράσεις ορμεμφύτων, καταστατικά ιδεολογήματα και έμμονες ιδέες. Απομονώνονται τοπία κενού-πληρότητας μέσα στο τελικό αισθητικό προϊόν, προκειμένου να τονιστεί περαιτέρω η διάδραση τόπου-χρόνου. Ο ίδιος μάλιστα ο Κώστας Μαυρουδής φαίνεται να γνωρίζει καλώς ότι το φιλέρευνο κειμενικό υποκείμενο, όπως φέρ’ ειπείν κατά κανόνα συμβαίνει στο παρόν, πέμπτο κατά σειράν ποιητικό του βιβλίο, υπάρχει σχεδόν αποκλειστικά μέσα στο προσφιλές του Πράγμα. Στο απαραίτητο, στο ζωτικό του ίνδαλμα. Εγκιβωτισμένο και θωρακισμένο για τα καλά εκεί. Έξω και πέρα από αυτό είναι, φευ, μικρότερο κι από μύγα. Μικρότερο κι από σπυράκι μήλου. Σε πείσμα βεβαίως των όσων διαμετρικά αντιθέτων φρονεί και διδάσκει ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ. Το ποιητικό εγώ, για να διατυπώσω διαφορετικά τον ίδιο συλλογισμό, υποκλίνεται μπροστά στην παρατεταμένη δαψίλεια των αντικειμένων δέους. Και στη συνέχεια απλώς συνάπτεται ή νομίζει ότι συνάπτεται. Ισχυρίζομαι ότι η σχέση, η οποία συνδέει τον καταγραφέα των Τεσσάρων εποχών με το αντικείμενο των ενδελεχών παρατηρήσεών του, παράγει αφειδώς ίαση, παρά νείκος. […]
Η δε ετυμηγορία του Ουάλας Στίβενς, όπως συνοψίζεται στη ρήση του «η αρχική ιδέα γίνεται ο ερημίτης μέσα στις μεταφορές του ποιήματος» δίνει την αφορμή, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής, να επισημανθεί και στη συνέχεια καταλλήλως να προωθηθεί κατ’ εξοχήν στις Τέσσερις εποχές το πρώτο εκείνο μοιραίο κινούν, ήτοι η γενεσιουργός συγκυρία, η οποία βρίσκεται στη βάση της όλης μεταγενέστερης σύνθεσης. Χωρίς ψιμύθια, κατά το δυνατόν. Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά: «τα γεγονότα έχουν γεράσει αποφασιστικά / επιπλέον αρχαίες φράσεις / που κάποτε ακούστηκαν εδώ / ζητούν πάλι παρόν και ακροατήριο / όμως σημαντικότερο από το χρονικό του απογεύματος / (που συνεχώς στο μέλλον θα κερδίζει / σαν καλά επιλεγμένη μετοχή) / είναι ότι σε λίγη ώρα / χωρίς να προαναγγελθεί / όλα είχαν σκεπαστεί απ’ το χιόνι / εικόνα στερεότυπο όπως αυτές που ξέρουμε / των βορείων ειδυλλίων και των Χριστουγέννων / ευφάνταστες παραμορφώσεις / είχαν αφήσει τα πράγματα χωρίς περίγραμμα / (χωρίς ιστορία μπορείς να πεις) / θα χρειαστεί δεν ξέρω πόσο να επιστρέψουν / (στο πεζοδρόμιο θα αναδυθεί το χαμένο γάντι / ένα εισιτήριο από παράσταση της Frau Luna) / προς το παρόν επιστρέφω στο μαξιλάρι μου / το τεράστιο ζώο-χειμώνας / (με μακρύ κασκόλ σαν διάδρομο υποδοχής) / με συνοδεύει με αφοσίωση / μου δείχνει το αρχαίο φαρμακείο / το φωτεινό θερμόμετρο / που επαναλαμβάνει σαν ψυχαναγκασμός το -3».(Ιδέτε «Χειμώνας ή Χριστούγεννα στο Ζάλτσμπουργκ», σελ. 34. επ.). Αν όντως «ο χρόνος είναι αυτό που μεταμορφώνεται και διαφοροποιείται, αιωνιότητα είναι αυτό που διατηρείται μέσα στην απλότητα», όπως όρισε προσφυώς εκείνος ο Δομινικανός θεολόγος του 13ου αιώνα, ο Μάιστερ Έκχαρτ, τότε οι κειμενικές εμπεδώσεις των Τεσσάρων εποχών, συναποτελούν τεκμήρια μιας όλως εντατικής αναζήτησης των ουσιών μέσα στο απτό, το σαφές, το συγκεκριμένο των καθημερινών διαβημάτων μας. Τα ίχνη της πραγματικότητας αρκούν δηλαδή κατ’ αρχάς για να μας οδηγήσουν στην –όποια– αρχή Αληθείας. Αρκεί η προσοχή, η οποία θα τους προσφερθεί από το βλέμμα του νου, να είναι η αρμόζουσα. Η πλέον ασκημένη. Εξ ου και η διαρκής αυτή αίσθηση, ότι δηλαδή ο ποιητής εν προκειμένω δεν σκοτώνει, δεν εκφυλίζει το χρόνο σε ήττα βίου, αλλά αντιθέτως τον προσεταιρίζεται, τον εξανθρωπίζει. Εν τέλει, τον χρησιμοποιεί.
Η πατίνα του χρόνου καθίσταται εν ολίγοις ο οίνος και ο άρτος του στίχου.
Κατά τα άλλα, η μετωνυμική διασύνδεση φύσης και πολιτισμού παραμένει η σταθερά εκείνη παράμετρος των ποιητικών αναδιπλώσεων περί τα ινδάλματα, όπως ακριβώς την εξακρίβωσαν και στα προηγούμενα έργα του Κώστα Μαυρουδή, δηλαδή στο κρίσιμο Δάνειο του χρόνου («Κέδρος», 1989) και στην υφολογικά προσωποπαγή, Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια («Κέδρος», 2001). Η λεπτή ειρωνεία δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μας ειδοποιεί αρμοδίως για τα όσα αφορούν στη ματαιότητα των πράξεων μας, στο εξ ορισμού περιορισμένο ή περιοριστικό βεληνεκές της δυιστικής αντίληψης και της δήθεν ορθολογικής αξιοποίησης των πολιτισμικών αγαθών του παρελθόντος. Η ενιαία γραφή του Κώστα Μαυρουδή, δρώντας συνδυαστικά ως συνειδητό, αύταρκες κι αυτόφωτο υβρίδιο, στο μεταίχμιο καλώς συγκερασμένης πρόζας – ολοκληρωμένης ποιητικής κατάθεσης, κατακτά ένα μετά το άλλο τα όσα έταξε ως άμεσους στόχους υλοποίησης. Οι συναρθρώσεις αυτές αποφέρουν ασφαλούς καλούς καρπούς: το λεκτικό σύνταγμα καθίσταται πρωτίστως μάρτυς διάσωσης των καίριων φαινομένων. Το παρελθόν μάλλον αποκαθίσταται, το παρόν δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν ως πιθανολογούμενη πλάνη, παρά τη φημολογούμενη αντικειμενικότητά του, το μέλλον έχει ήδη προβλεφθεί. Έστω ικανό του μέρος. Η ποίηση συναιρεί τυχόν ανωμαλίες πρόσληψης. Παραθέτω ενδεικτικά τα εξής: « και στο σημείο αυτό / λίγο πριν ολοκληρωθεί η παρωδία / το ποίημα μένει επιφυλακτικό• / μοιάζω με αντίγραφο λέει / σίγουρα ήταν αλλιώς η ημέρα του ’53• / αυτοί που περνούν απ’ την εικόνα / είχαν σπίτι και παρελθόν / άκουγαν κάτω απ’ τον ήλιο τη φωνή τους• / γύρω τους άλλαζαν οι εποχές• / τους τρόμαζε / (όπως συμβαίνει πάντα) / η ανάμνηση και η λέξη Τέλος». (Ιδέτε «Καλοκαίρι ή Έλεγχος σε επιβάτη με υπερμετρωπία», σελ. 41 επ.). Συγκρατώ εν κατακλείδι ότι η περιώνυμη διχοτομία του εγώ κατά πάσα πιθανότητα δεν θα αρθεί oύτε εδώ. Οι λόγοι ποικίλλουν. Οι Τέσσερις εποχές επικαλούνται κυρίως εκείνους, οι οποίοι αρμόζουν περισσότερο στο μουσικό κλίμα τους. Όπως ακριβώς θα περίμενε ο τυπικός, δηλαδή ο υποψιασμένος αναγνώστης της ποίησης. Το γεγονός ότι η κατάληξη του λεκτικού δράματος είναι προβλέψιμη δεν μειώνει την επιλογική αλκή. Έστω δείγμα: «η τελευταία εικόνα της ημέρας λέει / η έξοδος που ζητάει το ποίημα: / σαν παραμύθι σε πάγους / βγήκε απ’ το μικρό εστιατόριο / με φόρμες χιονιού ένα ζευγάρι / (μέχρι το απόγευμα βρισκόταν στο βουνό) / ανηφορίζουν μπροστά μας αργά / χωρίς να ακούγονται / εκείνος σκυμμένος λίγο / με το φορτίο των σκι στον ώμο / ένας Ναζωραίος των σπορ που ευδαιμονεί / κάτω απ’ τον αλπικό του σταυρό». (Ιδέτε και πάλι «Χειμώνας ή Χριστούγεννα στο Ζάλτσμπουργκ», σελ. 35).
Το άθλημα, το έπαθλο του χρόνου
Κώστας Μαυρουδής, Τέσσερις εποχές, Εκδόσεις Κέδρος (2010)
«οτιδήποτε θα ’ναι προτιμότερο / παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν».
Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη
«Σ’ αυτό το πληκτικό ντοκυμανταίρ που είδα στην TV, η εμφάνιση των περαστικών δεν ήταν σε θέση να αποκαλύψει – όπως συνήθως συμβαίνει – την εποχή του χρόνου. Το ελαφρό τους ντύσιμο μπορεί να σημαίνει Άνοιξη, αλλά και αρχές Φθινοπώρου. Και όμως• είναι τέλος καλοκαιριού. Λύση τρυφερά αστυνομική. Μου το αποκάλυψε έμμεσα η φευγαλέα εμφάνιση ενός κοριτσιού, που έστριψε τη γωνία, κρατώντας το ψημένο καλαμπόκι του»: ο Κώστας Μαυρουδής (1948, Τήνος) επανέρχεται εδώ ακόμη μια φορά στο εννοιολογικό πρόταγμα των εποχών του χρόνου. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από ένα παλαιότερο πεζογράφημά του, με τίτλο Με εισιτήριο επιστροφής, το οποίο κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας» το 1983. Οι εποχές του χρόνου, κοινός ποιητικός τόπος παλαιόθεν, συνιστούν, ως γνωστόν, ανεξάντλητο ταμείον συμβολοποιημένων συγκινήσεων, στοχαστικών εκμυστηρεύσεων, ανθρωπολογικών συσχετισμών, συναρπαστικών μυθολογημάτων, αλλά και χρησμικών παρακαταθηκών. Μετά δε το προπατορικό αμάρτημα της γλώσσας, της διάσπασης δηλαδή της λέξης σε σημαίνον και σημαινόμενο, όπως ευφυώς αποφαίνεται ο ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας Νάσος Βαγενάς στο δοκίμιό του «Ταυτότητα και ποιητικός λόγος» (ιδέτε Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, εκδόσεις «Πόλις», 2002: 24), οι τέσσερις εποχές παρέχουν κι αυτές εξ ορισμού ένα ευρύτατο φάσμα σημασιολογικών ανακατατάξεων, λυρικών ή και μεταλυρικών εμπεδώσεων. Η θεματογραφία είναι συνεπώς ανεξάντλητη. Η ύπαρξη ντύνεται ενίοτε τις τέσσερις εποχές για να κρύψει αγωνίες, άλγη και αβελτηρίες. Μείζονες και ελάσσονες δημιουργοί της διεθνούς σκηνής είθισται να συναγωνίζονται αλλήλους στην αποκωδικοποίηση του απώτερου μηνύματος, το οποίο κομίζουν εκασταχού εκάστοτε οι τέσσερις εποχές.
Ο Κώστας Μαυρουδής, από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της πολύτροπης γενιάς του ’70, ανήκει στους ποιητές εκείνους, οι οποίοι εισέρχονται διακριτικά στο τοπίο της πραγματικότητας, εγκαθίστανται αβίαστα στις παρυφές των αληθειών του και στη συνέχεια αποδελτιώνουν πάθη. Χωρίς βεβαίως να απεμπολούν τα δικαιώματά των, ως γηγενείς πολίτες της μεγάλης επικράτειας των ονείρων, γράφουν για να ομολογήσουν αιτιώδεις συνάφειες, πεπρωμένες συγγένειες, εκλεκτικές αγχιστείες, δράσεις ορμεμφύτων, καταστατικά ιδεολογήματα και έμμονες ιδέες. Απομονώνονται τοπία κενού-πληρότητας μέσα στο τελικό αισθητικό προϊόν, προκειμένου να τονιστεί περαιτέρω η διάδραση τόπου-χρόνου. Ο ίδιος μάλιστα ο Κώστας Μαυρουδής φαίνεται να γνωρίζει καλώς ότι το φιλέρευνο κειμενικό υποκείμενο, όπως φέρ’ ειπείν κατά κανόνα συμβαίνει στο παρόν, πέμπτο κατά σειράν ποιητικό του βιβλίο, υπάρχει σχεδόν αποκλειστικά μέσα στο προσφιλές του Πράγμα. Στο απαραίτητο, στο ζωτικό του ίνδαλμα. Εγκιβωτισμένο και θωρακισμένο για τα καλά εκεί. Έξω και πέρα από αυτό είναι, φευ, μικρότερο κι από μύγα. Μικρότερο κι από σπυράκι μήλου. Σε πείσμα βεβαίως των όσων διαμετρικά αντιθέτων φρονεί και διδάσκει ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ. Το ποιητικό εγώ, για να διατυπώσω διαφορετικά τον ίδιο συλλογισμό, υποκλίνεται μπροστά στην παρατεταμένη δαψίλεια των αντικειμένων δέους. Και στη συνέχεια απλώς συνάπτεται ή νομίζει ότι συνάπτεται. Ισχυρίζομαι ότι η σχέση, η οποία συνδέει τον καταγραφέα των Τεσσάρων εποχών με το αντικείμενο των ενδελεχών παρατηρήσεών του, παράγει αφειδώς ίαση, παρά νείκος. […]
Η δε ετυμηγορία του Ουάλας Στίβενς, όπως συνοψίζεται στη ρήση του «η αρχική ιδέα γίνεται ο ερημίτης μέσα στις μεταφορές του ποιήματος» δίνει την αφορμή, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής, να επισημανθεί και στη συνέχεια καταλλήλως να προωθηθεί κατ’ εξοχήν στις Τέσσερις εποχές το πρώτο εκείνο μοιραίο κινούν, ήτοι η γενεσιουργός συγκυρία, η οποία βρίσκεται στη βάση της όλης μεταγενέστερης σύνθεσης. Χωρίς ψιμύθια, κατά το δυνατόν. Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά: «τα γεγονότα έχουν γεράσει αποφασιστικά / επιπλέον αρχαίες φράσεις / που κάποτε ακούστηκαν εδώ / ζητούν πάλι παρόν και ακροατήριο / όμως σημαντικότερο από το χρονικό του απογεύματος / (που συνεχώς στο μέλλον θα κερδίζει / σαν καλά επιλεγμένη μετοχή) / είναι ότι σε λίγη ώρα / χωρίς να προαναγγελθεί / όλα είχαν σκεπαστεί απ’ το χιόνι / εικόνα στερεότυπο όπως αυτές που ξέρουμε / των βορείων ειδυλλίων και των Χριστουγέννων / ευφάνταστες παραμορφώσεις / είχαν αφήσει τα πράγματα χωρίς περίγραμμα / (χωρίς ιστορία μπορείς να πεις) / θα χρειαστεί δεν ξέρω πόσο να επιστρέψουν / (στο πεζοδρόμιο θα αναδυθεί το χαμένο γάντι / ένα εισιτήριο από παράσταση της Frau Luna) / προς το παρόν επιστρέφω στο μαξιλάρι μου / το τεράστιο ζώο-χειμώνας / (με μακρύ κασκόλ σαν διάδρομο υποδοχής) / με συνοδεύει με αφοσίωση / μου δείχνει το αρχαίο φαρμακείο / το φωτεινό θερμόμετρο / που επαναλαμβάνει σαν ψυχαναγκασμός το -3».(Ιδέτε «Χειμώνας ή Χριστούγεννα στο Ζάλτσμπουργκ», σελ. 34. επ.). Αν όντως «ο χρόνος είναι αυτό που μεταμορφώνεται και διαφοροποιείται, αιωνιότητα είναι αυτό που διατηρείται μέσα στην απλότητα», όπως όρισε προσφυώς εκείνος ο Δομινικανός θεολόγος του 13ου αιώνα, ο Μάιστερ Έκχαρτ, τότε οι κειμενικές εμπεδώσεις των Τεσσάρων εποχών, συναποτελούν τεκμήρια μιας όλως εντατικής αναζήτησης των ουσιών μέσα στο απτό, το σαφές, το συγκεκριμένο των καθημερινών διαβημάτων μας. Τα ίχνη της πραγματικότητας αρκούν δηλαδή κατ’ αρχάς για να μας οδηγήσουν στην –όποια– αρχή Αληθείας. Αρκεί η προσοχή, η οποία θα τους προσφερθεί από το βλέμμα του νου, να είναι η αρμόζουσα. Η πλέον ασκημένη. Εξ ου και η διαρκής αυτή αίσθηση, ότι δηλαδή ο ποιητής εν προκειμένω δεν σκοτώνει, δεν εκφυλίζει το χρόνο σε ήττα βίου, αλλά αντιθέτως τον προσεταιρίζεται, τον εξανθρωπίζει. Εν τέλει, τον χρησιμοποιεί.
Η πατίνα του χρόνου καθίσταται εν ολίγοις ο οίνος και ο άρτος του στίχου.
Κατά τα άλλα, η μετωνυμική διασύνδεση φύσης και πολιτισμού παραμένει η σταθερά εκείνη παράμετρος των ποιητικών αναδιπλώσεων περί τα ινδάλματα, όπως ακριβώς την εξακρίβωσαν και στα προηγούμενα έργα του Κώστα Μαυρουδή, δηλαδή στο κρίσιμο Δάνειο του χρόνου («Κέδρος», 1989) και στην υφολογικά προσωποπαγή, Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια («Κέδρος», 2001). Η λεπτή ειρωνεία δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μας ειδοποιεί αρμοδίως για τα όσα αφορούν στη ματαιότητα των πράξεων μας, στο εξ ορισμού περιορισμένο ή περιοριστικό βεληνεκές της δυιστικής αντίληψης και της δήθεν ορθολογικής αξιοποίησης των πολιτισμικών αγαθών του παρελθόντος. Η ενιαία γραφή του Κώστα Μαυρουδή, δρώντας συνδυαστικά ως συνειδητό, αύταρκες κι αυτόφωτο υβρίδιο, στο μεταίχμιο καλώς συγκερασμένης πρόζας – ολοκληρωμένης ποιητικής κατάθεσης, κατακτά ένα μετά το άλλο τα όσα έταξε ως άμεσους στόχους υλοποίησης. Οι συναρθρώσεις αυτές αποφέρουν ασφαλούς καλούς καρπούς: το λεκτικό σύνταγμα καθίσταται πρωτίστως μάρτυς διάσωσης των καίριων φαινομένων. Το παρελθόν μάλλον αποκαθίσταται, το παρόν δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν ως πιθανολογούμενη πλάνη, παρά τη φημολογούμενη αντικειμενικότητά του, το μέλλον έχει ήδη προβλεφθεί. Έστω ικανό του μέρος. Η ποίηση συναιρεί τυχόν ανωμαλίες πρόσληψης. Παραθέτω ενδεικτικά τα εξής: « και στο σημείο αυτό / λίγο πριν ολοκληρωθεί η παρωδία / το ποίημα μένει επιφυλακτικό• / μοιάζω με αντίγραφο λέει / σίγουρα ήταν αλλιώς η ημέρα του ’53• / αυτοί που περνούν απ’ την εικόνα / είχαν σπίτι και παρελθόν / άκουγαν κάτω απ’ τον ήλιο τη φωνή τους• / γύρω τους άλλαζαν οι εποχές• / τους τρόμαζε / (όπως συμβαίνει πάντα) / η ανάμνηση και η λέξη Τέλος». (Ιδέτε «Καλοκαίρι ή Έλεγχος σε επιβάτη με υπερμετρωπία», σελ. 41 επ.). Συγκρατώ εν κατακλείδι ότι η περιώνυμη διχοτομία του εγώ κατά πάσα πιθανότητα δεν θα αρθεί oύτε εδώ. Οι λόγοι ποικίλλουν. Οι Τέσσερις εποχές επικαλούνται κυρίως εκείνους, οι οποίοι αρμόζουν περισσότερο στο μουσικό κλίμα τους. Όπως ακριβώς θα περίμενε ο τυπικός, δηλαδή ο υποψιασμένος αναγνώστης της ποίησης. Το γεγονός ότι η κατάληξη του λεκτικού δράματος είναι προβλέψιμη δεν μειώνει την επιλογική αλκή. Έστω δείγμα: «η τελευταία εικόνα της ημέρας λέει / η έξοδος που ζητάει το ποίημα: / σαν παραμύθι σε πάγους / βγήκε απ’ το μικρό εστιατόριο / με φόρμες χιονιού ένα ζευγάρι / (μέχρι το απόγευμα βρισκόταν στο βουνό) / ανηφορίζουν μπροστά μας αργά / χωρίς να ακούγονται / εκείνος σκυμμένος λίγο / με το φορτίο των σκι στον ώμο / ένας Ναζωραίος των σπορ που ευδαιμονεί / κάτω απ’ τον αλπικό του σταυρό». (Ιδέτε και πάλι «Χειμώνας ή Χριστούγεννα στο Ζάλτσμπουργκ», σελ. 35).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου