Κυριακή 13 Ιουλίου 2008

Ελευθεροτυπία: Μια συζήτηση του Κώστα Μαυρουδή με τον Δημήτρη Γκιώνη για τη Στενογραφία



[ΕΡ.] Τι σημαίνει ο τίτλος του βιβλίου σας, Στενογραφία;


Στενογραφία είναι μια μεταφορά της έννοιας «σύντομος λόγος». Στις σελίδες τού συγκεκριμένου βιβλίου στεγάζονται αφοριστικές σκέψεις ή αφηγήσεις γεγονότων, γραμμένες με σύντομη φόρμα, αξιωματικό ύφος και ποιητική διάθεση. Αναφέρονται σε ποικίλα αντικείμενα. Είναι προσωπικές αποκαλύψεις, παρατηρήσεις που αφορούν θέματα του νεολληνικού βίου, αλλά και κρίσεις με γενικότερη σημασία. Μουσική, ποίηση, η τέχνη και η οντολογία της.


[ΕΡ.] «Δεν είχα περισσότερο χρόνο για να σας γράψω λιγότερα», ήταν ένα ευφυές παραδοξολόγημα του Εφταλιώτη. Τι σας οδηγεί στη συνοπτική, στην αφοριστική διατύπωση της «αλήθειας»;


Όπως γράφω σε ένα ‘στενογράφημα’, ο συγγραφέας του αφορισμού μοιάζει πολύ με τον ποιητή. Και τα δύο είδη τα συνδέει συγγένεια εξ αίματος. Μπορεί να πιστεύουμε ότι ο πρώτος είναι ένας ελεύθερος σκοπευτής (ένας σνομπ, ένα παιδί ή μια καρικατούρα προφήτη), αλλά, όπως ο ποιητής, οφείλει κι αυτός να παραγάγει το ακαριαίο, την οικονομία, τον αιφνιδιασμό, την ατμόσφαιρα της άκρας κομψότητας, ενώ συγχρόνως πρέπει οπωσδήποτε να αποφύγει τους κοινούς τόπους, να μην καταφύγει στο αυτονόητο. Προερχόμενος απ’ την ποίηση, έχω πράγματι μια μεγάλη δυσχέρεια να εκφραστώ αναλυτικά, να σχηματίσω χαρακτήρες της πεζογραφίας, να περιγράψω εξαντλητικά. Απεναντίας, όργανό μου νιώθω τον υπαινικτικό λόγο, το αποσταγμένο νόημα, το μικρό σχήμα, ανεξάρτητα αν κάποτε θαυμάζω τον πολυπρόσωπο κόσμο της μεγάλης αφήγησης, τη σκηνική της εικόνα με τους διαλόγους και τις περιγραφές.


[ΕΡ.] Η έννοια του αφορισμού και της αξιωματικής απόφανσης, αλλά και η επιλογή αυτού του λόγου για να εκφραστεί κανείς, προϋποθέτει βεβαιότητες και ακλόνητες αλήθειες;


Και ναί και όχι. Έλεγε κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, «Εγώ αφορίζω, δεν συζητώ». Δεν έβαζε σε κρίση τις απόψεις του. Χωρίς μια πορεία εσωτερική είναι φυσικό να μη συγκροτείται μέσα μας ένα σώμα αληθειών. Αλλά μια απ’ τις σημαντικές αλήθειες είναι η κατανόηση του πόσο εύθραυστη είναι η αλήθεια, πόσο πρέπει να αμφιβάλλουμε για την κάθε ανακάλυψη, και να συνδέουμε την αξία της βεβαιότητάς μας με τη χρονική στιγμή και με τα δεδομένα αυτού που την εισπράττει. Σκεφθείτε πόσες ακλόνητες βεβαιότητες σαρώθηκαν μέσα μας, και στον κόσμο, με μια ευκολία που τρομάζει! Υπάρχει όμως μια βασική προϋπόθεση: δεν χρειάζεται να δημοσιοποιήσεις τις «αλήθειες» σου αν δεν διαθέτεις τη ροπή της αμφισβήτησης και αν δεν είσαι «ενοχλημένος» απ’αυτό που σε περιβάλλει. Η ατέλεια του κόσμου δημιουργεί την ανάγκη να τον συμπληρώσουμε μέσω της τέχνης. Το παιχνίδι της αφοριστικής αλήθειας είναι ένα ιδίωμα με παραπλήσιο στόχο. Θέλοντας να ερμηνεύσει ή να αυθαδιάσει, καταλήγει στον πνευματώδη αιφνιδιασμό, είτε αυτός μοιάζει με διδακτισμό είτε με χαριτωμένη υπερβολή και φάρσα.


[ΕΡ.] Αυτό το στοιχείο είναι εμφανές στα κείμενά σας. Φαίνεται να προσπερνάτε,
ή να αντιμετωπίζετε αφ’ υψηλού τη νεοελληνική συγκυρία. Λέτε κάπου ότι σας ενδιαφέρει το 1821 επειδή είναι έτος γεννήσεως του Φλομπέρ, έτος συνθέσεως της Ροζαμούνδης και χρόνος που έγραψε το περίφημο επιτύμβιό του ο Σταντάλ...


Να προσθέσω στις προηγούμενες σκέψεις κάτι που δεν αναφέραμε. Δεν έχουμε σημαντική παράδοση σ’ αυτό το είδος του λόγου, ενώ αντίθετα έχει βαθιές ρίζες στην ευρωπαική γραμματεία. Αν πρόχειρα εξηγούσαμε το φαινόμενο, θα λέγαμε ότι στη νεοελληνική ζωή απουσιάζουν οι απώτατες αιτίες, αλλά και οι πηγές καλλιέργειας αυτού του είδους. Δηλαδή η κριτική παιδεία και το πνεύμα αμφιβολίας, πράγματα άγνωστα στο κλίμα των εγκύκλιων σπουδών μας, αφού, ως λαός, πάντα χρειαζόμασταν ακλόνητες βεβαιότητες και μύθους. Με τόσες εθνικές, φυλετικές και προσωπικές βεβαιότητες, πώς να δεις κριτικά στον κόσμο; Τόπος, όμως, όπου γεννιόμαστε πνευματικά δεν είναι εκείνος ο οποίος μας δημιουργεί ευφρόσυνες επιβεβαιώσεις, όσο αυτός που μας ανατρέπει τις βεβαιότητες. Αν πάλι η ερώτησή σας σημαίνει ότι διακρίνετε κάπου στα κείμενά μου ένα στοιχείο εμμονής ή ψυχαναγκασμού, σας βεβαιώνω πως η ενόχλησή μου δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνο που θα εκδήλωνε ο καθένας μας για ένα θορυβώδες δίκυκλο την ώρα της κοινής ησυχίας ή για κάποιον που παίζει το κομπολόι του στη διάρκεια μιας συναυλίας. Κάθε γραπτό δηλητήριο είναι η εκδίκηση που επιφυλάσσουμε για έναν ακατέργαστο κόσμο, φτιαγμένο για λογαριασμό μας απ’ τις εμπνεύσεις του άξεστου και του κυνικού.


[ΕΡ.] Όμως, εκτός από την εικόνα του «ενοχλημένου» και απόμακρου συγγραφέα, δεν μου διαφεύγει ένα είδος ουμανισμού που εμφανίζεται στα κείμενά σας.


Όντως, ορισμένοι αναγνώστες αιφνιδιάζονται όταν, έχοντας έτοιμη μέσα τους την εικόνα σελίδων ανατρεπτικών και σνόμπ, διαβάζουν απόψεις που υπερασπίζουν, π.χ., την ηθική διάσταση της τέχνης, την ανάγκη προβολής, από το έργο, αξιών και αρχών ή ανακαλύπτουν την αλλεργία μου στη σκοτεινή αυτοαναφορικότητα της τέχνης, στην ακραία αφαίρεση, στην έλλειψη κατανοητής συνομιλίας με την πραγματικότητα. Έτσι, τα κείμενα της Στενογραφίας μπορεί να διαπομπεύουν τη νεοελληνική συνθήκη, να δηλώνουν ότι αγαπούν έναν λεπτότερο κόσμο και όχι την αυτόχθονα εικόνα και τους θλιβερούς ιδεολόγους της, αλλά φαίνεται καθαρά η εξ αίματος συγγένεια μαζί τους. Άλλωστε, στην απογοήτευση μας ρίχνουν οι μεγάλες αγάπες, η ανεξάντλητη οργή και τα αθεράπευτα πάθη. Τα κείμενα των λεγόμενων ηθολόγων, ας μην ξεχνάμε, κρύβουν μιαν ευαίσθητη και τρυφερή μισανθρωπία. Για το χιούμορ, που είναι η κινητήρια ύλη αυτής της γραφής, έχουν πει, ως γνωστόν, πως είναι η «ευγένεια της απελπισίας». Μια τέτοια φιλάνθρωπη απελπισία δεν προκύπτει, όταν διαβάζουμε στη σελίδα 133 την ευτράπελη απορία, πώς οι άνθρωποι δεν βγαίνουμε μαζικά στους δρόμους να διαδηλώσουμε, οργισμένοι, εναντίον της μοίρας μας (να μεμψιμοιρήσουμε μαζικά εναντίον της βέβαιης προγραφής μας), επειδή μάς έχει αποτρέψει μια φράση από την Ιστορία του Τάκιτου: «Είναι δειλία να λες πολλά για το τέλος σου»;


[ΕΡ.] Το βιβλίο σας είναι κυρίως προιόν βιώματος ή αναγνωστικών εμπειριών;


Το βίωμα είναι η προϋπόθεση για να βρουν οι αναγνώσεις γόνιμο έδαφος. Διαβάζοντας τον εξαίσιο αφορισμό του Κάφκα: «Τα σκυλιά ξεκουράζονται στην αυλή, αλλά ήδη έχουν πιάσει το θήραμα του αυριανού κυνηγιού», ενθουσιαζόμαστε με το παιχνίδι του αναχρονισμού, της γνώσης του προσεχούς, αλλά πώς θα επηρέαζε μια τέτοια σκέψη την άγουρη συνείδηση, η οποία δεν νιώθει, λόγω ηλικίας, πόσο συντελεσμένο είναι αυτό που ακόμα δεν έχει συμβεί, πόσο αναπόφευκτο και κατηγορηματικά βέβαιο είναι εκείνο που ακόμη δεν άρχισε;
Ένας αφορισμός στη Στενογραφία, λέει ότι «μεταξύ των αναγνώσεων του λογοτεχνικού έργου πλεονεκτεί κατά κράτος εκείνη που γίνεται με γυαλιά πρεσβυωπίας». Αυτό σημαίνει πως το βίωμα, η πείρα, μας αποκαλύπτει τα κρυμμένα μηνύματα, τους ψιθύρους που διαφορετικά δεν θα ακούγαμε. Λέω, λοιπόν, ότι τα αναγνώσματα που χρησιμοποιώ, οι αναφορές στις οποίες διαρκώς παραπέμπω για να περιγράψω το τι σκέφτομαι, δεν θα ήταν λειτουργικά χωρίς μια βιωματική ωριμότητα.. Να θυμηθούμε, τέλος, και μιαν ακόμη σκέψη. Ξέρετε με ποια φράση αρχίζουν Οι Χαρακτήρες του Λα Μπριγιέρ, του μεγάλου ηθολόγου και συγγραφέα αφορισμών; «Όλα έχουν ειπωθεί και εμείς ερχόμαστε πολύ αργά...». Θέλω να πω, η Στενογραφία είναι είναι βιβλίο με κείμενα τα οποία αναπόφευκτα έχουν συγκεράσει αυτά τα δύο στοιχεία. Υλικό ζωής και υπογράμμιση κειμένων που με σταμάτησαν για τη γοητεία και τις αρετές τους.


.
[ΕΡ.] Πώς θα συνοψίζατε το «μήνυμα» αυτών των κειμένων ;


Ένα στοιχείο που αιφνιδιάζει ορισμένους αναγνώστες για τη συχνότητα με την οποία επανέρχεται είναι οι συχνοί υπαινιγμοί ελάχιστης αυτοεκτίμησης για το σώμα. Το σώμα, θα λέγαμε, είναι μια ελάχιστα ανθεκτική και ανυπόληπτη συνθήκη, μια ταυτότητα που υφιστάμεθα, με τη βεβαιότητα ότι ο ποιητής που όλοι κρύβουμε μέσα μας άξιζε μιαν ευγενέστερη μοίρα. Παραπέμπω σε μια φράση του βιβλίου, δηλωτική αυτού που λέω. «Μολονότι, κάθε πρωί, ό,τι συμβαίνει στην τουαλέτα παράγει μια βαθιά αυτοπεριφρόνηση, την ίδια στιγμή, αυτό το καθισμένο ζώο, κοιτάζει ψηλά και θέλει να διευθύνει μιαν ορχήστρα».
Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ο αυτοσαρκαστικός χαρακτήρας, καθώς η κριτική και το κλίμα ιλαρότητας απέναντι στο νεοελληνικό φαινόμενο αφορούν εξίσου και τον συγγραφέα. Δεν υπάρχει για μένα το ιερό μιας περιοχής. Λέω κάπου για την ποίηση «Δεν πρέπει να παίρνουμε την ποίηση τοις μετρητοίς. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, που ο Ρεμπό μάς χάριζε ένα χειρόγραφο με την περίφημη φράση του ‘Εγώ είμαι ένας άλλος’, θα ήμαστε παράφρονες αν αντί γι’ αυτόν ψάχναμε να ευχαριστήσουμε τον άλλον».
Μπορεί , λοιπόν, σε όλο το βιβλίο να αμφισβητείται η αξία που λέγεται «κοινή γνώμη», «νεοελληνική Ιστορία», «αυτόχθων μύθος», αλλά συγχρόνως όλο το ανάγνωσμα είναι ένα βροντερό γέλιο στην πόζα του εστέτ και του μανιακού των τεχνών, μιας αιρέσεως με αφ’ υψηλού εξειδικευμένες συγκινήσεις και ενδιαφέροντα, η οποία ζει με το οξυγόνο της περίτεχνης έκφρασης και του ιδιαίτερου προορισμού.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ένα υπέροχο κείμενο. Δυστυχώς αγνοώ το βιβλίο

Aναστασία Δελή