Κυριακή 13 Ιουλίου 2008

Απόψεις για τα λογοτεχνικά ένθετα. Ο Κώστας Μαυρουδής γράφει στο αφιέρωμα της Ελευθεροτυπίας. Ιούνιος 2008


ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ

Μιλώντας για την εφημερίδα, γεννιέται αυτομάτως η έννοια της προσωρινότητας («Δεν υπάρχει τίποτε πιο γερασμένο από μιαν εφημερίδα με χθεσινή ημερομηνία» είπε ευρηματικά ο Κουρτ Γιούγκενς), αφού ο διεκπεραιωτικός λόγος της, είναι η ενσάρκωση του εφήμερου. Έτσι, ένα ένθετο για τη λογοτεχνία, που το αγκαλιάζουν σφιχτά οι παγκόσμιες και ημεδαπές ειδήσεις, το φυλλάδιο που το σκεπάζουν σελίδες με στρώματα της πιο πρακτικής καθημερινότητας, είναι κατ’ αρχήν μια αντινομία. Τη νιώθουμε πριν καν σκεφτούμε τις έννοιες δημιουργικός και διεκπεραιωτικός, για τον χαρακτήρα, αντιστοίχως, των επάλληλων αυτών λόγων και των αντικειμένων τους.
Παρένθεση. Κάποιος καταλαβαίνει τη διάκριση του διεκπεραιωτικού από τον δημιουργικό λόγο, αν δει παλιές εφημερίδες, όπου δίπλα στις ειδήσεις φιλοξενούνται (σε συνέχειες ή αυτοτελή) διάσημα έργα κλασικών συγγραφέων. Εκεί, εκτός απ’ την ενδιαφέρουσα σύμπλευση των ποιοτήτων, μπορεί να διακρίνει κάτι που του αποκαλύπτει την οντολογία των δύο εννοιών. Η τότε επικαιρότητα (τα γεγονότα δηλαδή που συνδέονται με το χρόνο της εκδόσεως), είναι τελεσίδικα παρωχημένη. Οι μόδες, οι εικόνες, τα ήθη, οι υπουργοί, είναι παρελθόν. Αντιθέτως, η δημοσιευμένη λογοτεχνία προτείνει την ισόβια «επικαιρότητά» της, αφού ο λόγος αυτός είναι η κιβωτός μιας δημιουργικής σύμβασης, αενάως επίκαιρης και ζωντανής. Η ιδέα αυτής της αθανασίας ήταν πίσω από έναν αφορισμό που έγραψα κάποτε: «Οι στίχοι είναι μια είδηση με σημερινή πάντα ημερομηνία». Κλείνει η παρένθεση.
Υπάρχουν πολλοί, που αμέσως μόλις πάρουν την εφημερίδα αφαιρούν το λογοτεχνικό ένθετο και το πετούν στον πρώτο κάδο. Είναι εκείνοι που ενσαρκώνουν τη γνωστή αλήθεια για τους καταναλωτές του Τύπου, κατά την οποία οι άνθρωποι αντί να διαβάζουν ό, τι καλύτερο έχει γραφεί ανά τους αιώνες, προτιμούν τις ασημαντότερες των ειδήσεων αρκεί να είναι πρόσφατες. Δεν θέλουν με κανέναν τρόπο να ανακατέψουν την πληροφορία που είναι η χειροπιαστή ταυτότητα της ημέρας, ο επιτετραμμένος της πραγματικής ζωής, με το λόγο για την εγχώρια ή ξένη βιβλιοπαραγωγή. Αυτή η περιοχή είναι ανοίκεια, όπως για μας το σπορ της υποβρύχιας αλιείας.
Όμως, κάθε λογοτεχνικό ένθετο, παρόλο ότι εστιάζει στο παραγόμενο έργο, είναι αδύνατον να μην λάβει υπόψη το τρέχον, τα χαρακτηριστικά της ευρύτερης αγοράς. Ενώ ο λεγόμενος «Ελάσσων Τύπος», τα περιοδικά της λογοτεχνίας, μ’ όλον τον ερασιτεχνισμό τους και τις αδυναμίες τους, μπορούν να πλεύσουν αντίστροφα στο ρεύμα, να προβάλουν άγνωστα έργα και πρόσωπα, το ένθετο, ως έντυπο που απευθύνεται σε μια ευρύτερη κοινότητα, συντηρεί συνειδητά έναν διάλογο μ’ αυτήν. Με σχολιογράφους και κριτικούς που δεν μοιάζουν σε τίποτε μεταξύ τους, οφείλει να απευθύνεται στο μεγαλύτερο δυνατόν κοινό, διερμηνεύοντας αν όχι το γούστο του, τουλάχιστον τα ποικίλα επίπεδά του. Δεν μπορεί να αγνοήσει τις κινήσεις του, τα αναγνωστικά ταμπού και τις ανάγκες του. Ακούγοντας το βήχα ενός λογοτεχνικού ενθέτου καταλαβαίνουμε (αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο) τα αναπνευστικά χαρακτηριστικά της αγοράς. Οι σελίδες του, με πνεύμα προσαρμοσμένο στη συγκυρία (τετραχρωμίες, εντυπωσιακό φωτογραφικό υλικό, τρικ του φώτοσοπ) δεν εξασφαλίζουν πάντα τη σιωπή της ανάγνωσης και του στοχασμού, ούτε την αριστοκρατική και αναγκαία αυστηρότητα των επιλογών. Σ’ αυτές τις σελίδες, εκτός των άλλων, θα εκδηλωθεί πιθανόν και η διάθεση του εκδότη να υποστηρίξει και να προβάλει ορισμένα από τα έργα του. Αυτοί είναι οι λόγοι που ορισμένοι νιώθουν ότι εδώ το λογοτεχνικό αντικείμενο μοιάζει με προϊόν, ότι έχει συρρικνωθεί η μυστικοπαθής αύρα του.
Μια σκέψη, ακόμα. Είναι φυσικό να υπάρχει ένα είδος όσμωσης. Μολονότι κανένα ένθετο δεν μοιάζει με το άλλο, πρέπει να αναρωτηθούμε τι οφείλει το ύφος των κειμένων του στην υπόλοιπη εφημερίδα, όπου ανήκει εξ ορισμού. Πόση από την εντυπωσιοθηρία μιας κριτικής θα υπήρχε αν το κοινό ήταν η «ειδοποιημένη»ομάδα των επαρκών; Πόσο θα χρειάζονταν οι εντυπωσιακοί τίτλοι, γραμματοσειρές και κείμενο, επιλεγμένες φωτογραφίες και λεζάντες; Πόση από την εύπεπτη λογοτεχνική ιστορία, τι από την ανεκδοτολογία και τι από τις έρευνες της αγοράς θα γίνονταν ανάγνωσμα; Πώς θα ήταν οι συνεντεύξεις και με ποιους; Εξάλλου, το κείμενο, που έχει οργανωθεί με το νεοτηλεγραφικό ιδίωμα της επαγγελματικής συντομίας, εξομολογείται συχνά μια σχετικότητα, κι αν συνυπολογίσουμε ότι αυτό το είδος εντύπου δύσκολα εξημερώνεται και κατοικεί στη βιβλιοθήκη, μπορούμε να επιφυλασσόμαστε για τη μακροβιότητα των μηνυμάτων του.
Μολονότι προέταξα ορισμένες σκέψεις που μοιάζουν με επιφυλάξεις, πιστεύω ότι τα λογοτεχνικά ένθετα, και μάλιστα αυτό για το οποίο γράφεται το παρόν κείμενο, είναι μια υπόθεση εμπλουτισμού της αναγνωστικής εμπειρίας. Χρήσιμα για έναν μεγάλο αριθμό αναγνωστών και βιβλιόφιλων που ζητούν προσανατολισμό, και για έναν εξίσου μεγάλο αριθμό που εισπράττει από εκεί μιαν επαρκή ενημέρωση. Είναι εξίσου αναγκαία για τους συγγραφείς, που απ’ αυτές τις σελίδες διευρύνουν το πεδίο συνάντησης με τον αναγνώστη. Και, βέβαια, είναι έδαφος δοκιμών και ζυμώσεων για τις ιδέες και την κριτική, συχνά και το διάλογο. Όλα αυτά, αναμφισβήτητα, αποτελούν πρώτες ύλες, αν όχι για το εργαστήριο της λογοτεχνίας πάντως οπωσδήποτε για την ιστορία της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: