Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
(Εφημερίδα Το Βήμα, «Βήμα Ιδεών», τχ. 15, Ιούλιος 2008)


Και βέβαια ήμουν παρών. Παιδί, αλλά γνωρίζω το γεγονός. Έχω ακούσει, εξάλλου λεπτομερείς και αξιόπιστες αφηγήσεις. Η 24η Μαΐου του 1959 υπήρξε μια ξεχωριστή ημέρα. Στην πόλη μας (την εποχή εκείνη αριθμούσε έξι χιλιάδες διακόσιους τριάντα επτά κατοίκους), ο συνταξιούχος συμβολαιογράφος ‒ξέρετε ποιος‒, λόγιος και ερευνητής της τοπικής Ιστορίας, μιλούσε στο ακροατήριο της μεγάλης αίθουσας, που κατά κανόνα φιλοξενούσε ανάλογες εκδηλώσεις. Ήταν Κυριακή, νωρίς το απόγευμα. Όπως συνέβαινε πάντα, λόγοι αμοιβαίων υποχρεώσεων και αυτονόητες σχέσεις είχαν εξασφαλίσει στην ομιλία, που είχε ως θέμα «Τα ελληνιστικά μωσαϊκά των κτημάτων Μουρούζη», πολυάριθμο κοινό ακροατών.
«…Τα σωζόμενα μωσαϊκά των δαπέδων» ‒το απόσπασμα είναι δημοσιευμένο στον Τύπο της εποχής‒ «εικονίζουν ανθισμένες πικροδάφνες. Είναι η πανταχού παρούσα στην περιοχή μας βλάστηση, το ίδιο φυτό που ενδημεί και σήμερα στην πόλη μας. Τίποτε απ’ ό,τι βλέπουμε στις παραστάσεις δεν έχει αλλάξει. Οι λόφοι και ο ουρανός των ψηφίδων είναι αυτοί που μας περιβάλλουν. Βαδίζουμε, αν το σκεφθείτε, στα ίχνη εκείνων, περνούμε πάνω από τα λουτρά και τις επαύλεις τους!...».
Εκφώνησε την τελευταία φράση και σταμάτησε. Του άρεσε να κοιτάζει απέναντί του με τη σιωπή που υποτίθεται ότι επιτρέπει στον ακροατή να σκεφθεί, ενώ δίνει στο ρήτορα την εικόνα στοχαστικής ενατένισης. ΄Ίσως επιθυμούσε να προσθέσει μιαν εκτός κειμένου άποψη για το πόσο εντυπωσιακά ανθεκτικό υπήρξε σ’ όλο το εύρος του το ρωμαϊκό πνεύμα, πόσο σημερινό σε κάθε εκδήλωσή του, είτε αφορά τις δημόσιες κατασκευές και την κοινωνική οργάνωση είτε την ρεαλιστική τέχνη, που φιλοτέχνησε μια τόσο σύγχρονη ανθρώπινη εικόνα. Όμως αιφνιδιαστικά άνοιξε η πόρτα της αίθουσας και μπήκε, τρέχοντας, ένας νεαρός. Πλησίασε τον ομιλητή, που χωρίς να κατεβεί από το βήμα, έσκυψε και άκουσε με προσοχή.

Το γεγονός είχε ήδη διαρρεύσει σε όλα τα σημεία της πόλης. Πλέοντας αργά, με ένα ελάχιστο τμήμα του πάνω από την επιφάνεια του νερού (έτσι που από τους πρώτους αυτόπτες να νομισθεί ότι είναι «μια ανεστραμμένη, ακίνητη λέμβος»), είχε μπει στο λιμάνι ένα τεράστιο θηλαστικό, περνώντας ανάμεσα στους δύο φανούς της εισόδου. Σταμάτησε την κίνησή του μόνον όταν έφτασε στο ύψος των κατακόρυφων σιλό. Ήταν μια ανεξήγητη παρουσία, και χωρίς αμφιβολία το απόλυτο παράδοξο. Στο ερώτημα πώς και από πού έφθασε το κήτος εκείνο των βορείων θαλασσών (οικογένεια των φαλαινιδών, είδος Bolearis, υπόταξη των μυστακοκητών), με ποιον τρόπο στη συνέχεια παρασύρθηκε προς την Ανατολική Μεσόγειο και κυρίως προς τα αβαθή νερά της περιοχής, δεν υπήρξε καμιά ευλογοφανής απάντηση. Ούτε κατά το χρόνο που συνέβη το περιστατικό ούτε και αργότερα, με την ανακοίνωση του άριστα πληροφορημένου Ινστιτούτου Ωκεανολογίας της Ναντ: «Δύο καρχαριοειδή 4 μέτρων στην Ερυθρά Θάλασσα και ένα φαλαινόπτερο σε μικρό κόλπο της ανατολικής Μεσογείου ανατρέπουν πολλές βεβαιότητες…».

Με το πέρασμα του χρόνου μάς ενδιαφέρει περισσότερο το παρελθόν. Όπως αυτοί που απομακρύνονται, πάνω στο πλοίο, και τότε τους ενδιαφέρει περισσότερο η ακτή και οι λεπτομέρειές της. Θέλουν να διακρίνουν περισσότερα. Δεν ξέρω με πόση ακρίβεια αναπολούμε αυτό που πέρασε, αλλά θέλουμε πάντα να συνδεθούμε με το χαμένο, που ό,τι κι αν είναι φαίνεται ξαφνικά να έχει εξαιρετική σημασία. Άλλωστε, και μιαν εικόνα να μπορέσουμε να σώσουμε ‒δεν είναι υπερβολή‒ είμαστε δημιουργοί μιας μεγάλης οικουμενικής μνήμης. Εν πάση περιπτώσει, το κήτος είχε ήδη μεταφερθεί στη δυτική αποβάθρα από τον πλωτό γερανό των έργων εκβαθύνσεως που γίνονταν στο λιμάνι. Όλα, είπαν, συνέβησαν πολύ ευκολότερα απ’ όσο θα νόμιζε κανείς, υπολογίζοντας τον όγκο και τη δυσκολία να προσδεθούν οι ιμάντες στο ολισθηρό δέρμα. Η προσέλευση των κατοίκων, μαζική και αδιάκοπη, δεν σταμάτησε μέχρι το βράδυ. Από τις γειτονικές πόλεις δημιουργήθηκε αθρόα μετακίνηση με έκτακτα δρομολόγια λεωφορείων, γεγονός που μόνο στις προεκλογικές συγκεντρώσεις συνέβαινε με τέτοια ένταση. Ο άψυχος όγκος τοποθετημένος εκεί όπου όλοι ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν κάθε πρωί, σε ξύλινες κάσες, τα συμβατικά αλιεύματα, αλλά κυρίως η αίσθηση μιας αστάθμητης, χωρίς εξήγηση παρουσίας, δημιούργησε αμέσως το αδιαχώρητο και τις επιθετικές συνέπειες της μαζικότητας.
Το θηλαστικό, για μεγάλο διάστημα, δεν είχε πάψει να στάζει νερά. Από μιαν, ίσως εικαζόμενη, κίνηση των πλευρών του ορισμένοι πιθανολόγησαν ότι, για πολλήν ώρα μετά την τοποθέτησή του εκεί, ανέπνεε ακόμη. Δύο ηλικιωμένες κυρίες, μάλιστα, ευγενικές γεροντοκόρες αφοσιωμένες στα αδέσποτα ζώα (μία ήταν η αρωματοπώλις της εμπορικής λεωφόρου), δήλωσαν ότι διέκριναν, παρόλο το κενό και την απόσταση που είχαν δημιουργήσει οι άνδρες του Λιμενικού, μιαν έκφραση κατήφειας στο βλέμμα του. Η ιδέα αυτή ‒μεταφερμένη με πειθώ από στόμα σε στόμα‒, έγινε δεκτή χωρίς καμιά επιφύλαξη. «Κλαίει!» πλειοδότησαν ορισμένοι που το πρόσεξαν. Έτσι, εκείνοι που συνόδευαν παιδιά, παρά τη δυσκολία, προτίμησαν να αλλάξουν θέση και να τα μετακινήσουν προς ένα σημείο απ’ όπου δεν θα έβλεπαν τα μάτια.

Αν είσαστε παρών ίσως θα αντιλαμβανόσασταν μια φιλοπαίγμονα συγκυρία. Στην πρώτη σειρά στεκόταν και κοίταζε τη φάλαινα, ποιος νομίζετε;. Εκείνος ο συνταξιούχος πλοίαρχος που όλοι ξέραμε πως είχε ξύλινο πόδι. Σιωπηλός πάντα, έτσι άλλωστε είχε πάρει το προσωνύμιο «Σκοτεινός», κοίταζε ανεκδήλωτος τον μεγάλο όγκο. Αργότερα, όταν διάβασα τον Μέλβιλ, δεν μπόρεσα να μην συσχετίσω τη γνωστή ιστορία με το γεγονός που θυμόμουν.
Παρών ακόμα και ο ζωγράφος, με μαλλιά μουσικού του περασμένου αιώνα, που είχε φιλοτεχνήσει το σύνολο από τις πινακίδες πάνω από τις πόρτες των μαγαζιών. Του είχε κάνει φαίνεται τόση εντύπωση το γεγονός, που στο μέλλον ότι πινακίδα έφτιαξε, κάτω από το όνομα καταστήματος και καταστηματάρχη, ή πλάι στην πόλη και τη διεύθυνση, έβαζε πάντα μια μικρή φάλαινα σαν ταυτότητα της περιοχής. Και οι επιρροές δεν έμειναν εκεί. Και ο αγιογράφος ακόμα της κεντρικής λεωφόρου έβαλε μικρές φάλαινες στα έργα του. Σε μια βάφτιση, έχω παρατηρήσει, ενώ το νερό πέφτει από το χέρι του Ιωάννη στην κεφαλή του Ιησού, στο βάθος, μια μόλις διακρινόμενη φάλαινα φυσητήρας φτιάχνει έναν λεπτό πίδακα παράλληλο στο νερό που πέφτει στον βαφτιζόμενο.
Προσπαθούσα να δω ανάμεσα στα κενά που άφηναν τα σώματα των συγκεντρωμένων. Θαύμαζα δυο άνδρες του Λιμενικού, σοβαρούς στο ρόλο του εμπειρογνώμονα. Μου άρεσε πάντα η ευθύνη που έφερνε σε πέρας μιαν υπόθεση. Κρατούσαν απλωμένη την κίτρινη κορδέλα του μέτρου και υπαγόρευαν επίσημα στον ληξίαρχο. Τον θυμάστε. Φαλακρός μεσήλικας. Εκείνο το απόγευμα σημείωνε με την εκνευριστική του σχολαστικότητα τους αριθμούς, ζητούσε να τους επαναλάβουν, τους εκφωνούσε πάλι ο ίδιος, και επιβεβαίωνε την πράξη του με την τηλεγραφική δήλωση «Κατεγράφη». Μήκος, από την κεφαλή έως το ουραίο τμήμα, περιφέρεια της κοιλιακής χώρας και της ράχης, πλάτος και ύψος της ουράς. Κάθε μέτρηση επαληθευόταν για μια ακόμη φορά και καταχωρούνταν στο υπηρεσιακό ημερολόγιο.
Ένας βαθμοφόρος ζήτησε με τηλεβόα τρεις εθελοντές. Βρέθηκαν αμέσως. Ο ένας μετά τον άλλον πλησίασαν και ξάπλωσαν κατά μήκος του κήτους. Φωτογραφήθηκαν, αποδίδοντας συγκριτικά την κλίμακα των μεγεθών, όπως συμβαίνει με τα αρχιτεκτονικά προπλάσματα. Η εικόνα θύμιζε περισσότερο δρώμενο μιας τερατώδους σύνθεσης, παρά αποτύπωση ενός συμβάντος. Ήταν οπωσδήποτε μια ιστορική φωτογραφία. Και όσοι ακόμα δεν είχαν γεννηθεί, ή όσοι όπως εσείς απουσίαζαν, θα μπορούσαν, πολλά χρόνια μετά, να δουν κάτι από την ιδιαίτερη εκείνη ημέρα, και ξέρουμε με τι θαυμασμό, συστολή και ευγνωμοσύνη κοιτάζουμε αυτό που πέρασε.
Η συνάθροιση έχει καταγραφεί ως πάνδημη. Ακόμη και ο ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου εστιατορίου της παραλίας (άτομο με ύποπτες επιθυμίες), παρά τον όγκο, την ασθματική αναπνοή του, αλλά κυρίως παρά την αδιαφορία του για τα πάντα, βγήκε απ’ το σπίτι και πάσχισε σαν φιλέρευνος θεατής να παρακολουθήσει όσα συνέβαιναν. Δεν είναι άσκοπο να προσθέσω κάτι που ίσως αγνοείτε. Μόλις το περασμένο καλοκαίρι, κάηκαν στα μαγειρεία του σπάνιοι τίτλοι από τη βιβλιοθήκη του υπερήλικα γυμνασιάρχη που είχε πεθάνει πριν λίγους μήνες. Τις τελευταίες του ώρες μάλιστα, είπαν ότι ο λόγιος γέροντας άρχισε να χαιρετά μέσα σε έκσταση κοινές καθημερινές εικόνες, ασήμαντες, στην κυριολεξία, λεπτομέρειες. «Τέλειο!» ψιθύριζε με δυσκολία, βλέποντας ένα φλιτζάνι. «Η καμπύλη του, το ημικύκλιο της λαβής!» Και παρ’ όλη τη δύσπνοια, σαν ύμνο στον μικρόκοσμο που ‒όπως όλα τα δεδομένα και αυτονόητα‒, περιφρονούμε, κοίταξε στο βάθος, την επιφάνεια του τραπεζιού. «Όμορφα ψίχουλα!» ψέλλισε. «Τι γενναιοδωρία!».
Απολύτως εξακριβωμένο. Τα βιβλία του έμειναν ανυπεράσπιστα, σαν ποίμνιο χωρίς το βοσκό του. Δεμένοι με σκούρο πράσινο δέρμα τόμοι του Δημοσθένη, του Ισοκράτη και του Υπερείδη, σχολιασμένες σελίδες του Πρωταγόρα, τα Αμφιβαλλόμενα συγγράμματα του Ιουστίνου, αλλά ακόμα και εκλεκτές μεταφράσεις ρωσικών ή γαλλικών μυθιστορημάτων (ο περίλαμπρος 19ος αιώνας της ευρωπαϊκής πεζογραφίας), επί ημέρες είχαν γίνει προσάναμμα για τη φωτιά που έψηνε στις σχάρες, ετοίμαζε τις ελαφρές καλοκαιρινές σούπες και μαγείρευε τις εντράδες και τα έξοχα γεμιστά. Θέλοντας να αντλήσει πληροφορίες, ο εστιάτορας κατάφερε επί τέλους να πλησιάσει και να ρωτήσει με κυνική απλοϊκότητα έναν Σημαιοφόρο: «Οι νεαροί, γιατί ξάπλωσαν με το ψάρι;»

Το πρωί εκείνης της Κυριακής, πάνω από την ανύποπτη για ό,τι θα ακολουθούσε πόλη, ο ουρανός είχε το φωτεινό γαλάζιο που μόνον την Άνοιξη εμφανίζεται με τόσο διαυγή τόνο. Δυο τρία μικρά σύννεφα ήταν έτοιμα να διαλυθούν χωρίς να τα προσέξει κανείς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε λίγα χρόνια πριν, όταν ορισμένοι, συνεπαρμένοι από τον συρμό εκείνης της άτυπης μόδας, εξέταζαν σχολαστικά τους μεγάλους σχηματισμούς νεφών, αν θεωρούσαν ότι έδιναν στοιχεία για την πρόγνωση του καιρού ή αν ανακάλυπταν πως το σχήμα τους θύμιζε τη μορφή ενός κατοίκου. Κάποτε, αυτό το ξέρετε γιατί ήταν φίλος σας, είχε φωτογραφηθεί ένας σωρείτης σκανδαλωδώς όμοιος με το προφίλ (τη μύτη, τα σκληρά, πάντοτε όρθια μαλλιά, τα στρογγυλά συρμάτινα γυαλιά και το πεσμένο κάτω χείλος) του φαρμακοποιού της παραλίας. Μιαν άλλη φορά είχε σχηματιστεί κάποια ολόσωμη κυρτή φιγούρα που θύμιζε την ηλικιωμένη καθαρίστρια του νοσοκομείου. Την 6η Δεκεμβρίου του 1956, από κάποιον σωρείτη και πάλι, αποσπάστηκε και δημιουργήθηκε το σχήμα ενός λαγού που τρέχει (μια εικόνα του ζώου σε κίνηση διασκελισμού). Φωτογραφημένο απ’ τον ίδιο το δήμαρχο, ερασιτέχνη φωτογράφο με αξιόλογες επιδόσεις, δημοσιεύτηκε στον τοπικό Τύπο και, τοποθετημένο σε μια δρύινη κορνίζα, βρήκε προνομιακή θέση στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου. Έκτοτε έμεινε εκεί, ένα σύννεφο ανάμεσα στα πορτρέτα των παλαιών δημάρχων που, αναρτημένα με τη χρονική σειρά της θητείας τους, χωρίζουν σε περιόδους τα τελευταία εκατό χρόνια της πόλης.

Είναι περίεργο ‒αυτό μεγαλώνει το ενδιαφέρον μας άλλωστε‒, αλλά πουθενά δεν θα βρούμε κάτι για την ανεξήγητη επίσκεψη που αναστάτωσε και κράτησε συγκεντρωμένους και άγρυπνους χιλιάδες κατοίκους, εκτοπίζοντας για μήνες κάθε άλλο ενδιαφέρον. Κανένα δημοσίευμα, καμιά Ιστορία, κανένα τοπικό Χρονικό, δεν αναφέρθηκε πια στο αίνιγμα εκείνης της εμφανίσεως. Ούτε καν αυτά που συντάσσουν και δημοσιεύουν οι συγκυριακοί ιστορικοί ή τα σχολαστικά μορμολύκια του τόπου μας, όταν στο τέλος του βίου τους αποφασίζουν να καταγράψουν την επαρχιακή ζωή, με τη συγκινητική πεποίθηση πως αντιμάχονται τη λήθη. Δεν κάνουν μνεία του περιστατικού ούτε εκείνοι που, παιδιά, έχοντας φορέσει πρόωρα τα ελαφρά καλοκαιρινά τους ρούχα, έτρεξαν εκστατικά και μαγεμένα με τους γονείς τους, σε μια συγκυρία η οποία δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ. Κανείς ‒ακόμη και όσοι είχαν δει με συγκίνηση και απορία την τελετουργική φωτογράφηση των τριών ύπτιων νεαρών πλάι στο άψυχο σώμα‒, δεν έχει να πει τίποτε γι’ αυτό. Πώς να εξηγήσω ότι η φωτογραφία δεν έχει καταχωρηθεί πουθενά μετά την πρώτη δημοσίευσή της; Ο σκελετός τής, άγνωστο για ποια αιτία, νικημένης ζωής, δεν τοποθετήθηκε σε βάθρο από γρανίτη (μπροστά στην παλιά ιχθυαγορά), όπως είχε προταθεί από τον ευφάνταστο δήμαρχο και το ευεπίφορο, σε κάθε ιδέα του, συμβούλιο της πλειοψηφίας. Όσοι περνούν σήμερα από το σημείο όπου συγκεντρώθηκε εκείνη η υπνωτισμένη λαοθάλασσα, βλέπουν μόνο τα ήρεμα νερά με τις φιγούρες των ανδρών, που λες και είναι οι ίδιοι από χρόνια, ψαρεύουν ακίνητοι σαν αγάλματα. Γηγενείς και επισκέπτες, που απολαμβάνουν τον πατροπαράδοτο βραδινό περίπατο (στο σημείο της προκυμαίας που είχε εναποτεθεί το κήτος), αγνοούν την εκτροπή εκείνης της μέρας, τον μεγαλειώδη θρίαμβο που οργανώθηκε εκεί. Το μυθικό απόγευμα της 24ης Μαΐου του 1959, το ξέρετε, έχει τελεσίδικα λησμονηθεί σαν κάτι που δεν υπήρξε ποτέ. Νέα πρόσωπα εμφανίστηκαν στη θέση των παλιών. Οι φωτογραφίες, όπως και η ζωή, των προγενέστερων φαίνονται σαν παρωχημένες και ακατανόητες αφηγήσεις. Άγνωστοι θαμώνες ‒εσείς το διαπιστώσατε νωρίτερα‒ γεμίζουν τα υπαίθρια τραπέζια των καφενείων. Οι Αρχές που γνωρίζαμε μεταβιβάστηκαν και άλλαξαν πολλές φορές. Όπως συμβαίνει παντού, ένας ολόκληρος κόσμος, με τα γεγονότα και τους ανθρώπους που τον κατοίκησαν, μένει χαμένος. Συγχωρήστε μου τον στόμφο, η πόλη πατάει ανύποπτη στα ερείπια εκείνης που έχει προηγηθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: