Τρίτη 31 Μαρτίου 2015
Κυριακή 29 Μαρτίου 2015
Εφημερίδα των Συντακτών, "Γιατί Γράφω"
Κάπου αλλού είναι πάντα καλύτερα
Ποιητές, πεζογράφοι, κριτικοί
λογοτεχνίας αλλά και πανεπιστημιακοί απαντούν στο αρχετυπικό, δαιδαλώδες
και ολισθηρό ερώτημα «Γιατί γράφω;». Ενα ψηφιδωτό κειμένων που
προσπαθεί να φωτίσει τη σκοτεινή ρίζα της γραφής. Απαντά στο ερώτημα ο Κώστας Μαυρουδής. Υπεύθυνοας της στήλης: Μ.Φ.
*
Η σκέψη ότι «κάπου αλλού είναι πάντα καλύτερα» είναι αδύνατο να μη μας οδηγήσει στον διάσημο στίχο «Οι άνθρωποι δεν αντέχουν την πολλή πραγματικότητα» (Ελιοτ), κι αυτός με τη σειρά του στην ιδέα ότι γράφουμε γιατί «η πραγματικότητα δεν αρκεί». Η λογοτεχνία, όντως, μοιάζει με αντίδοτο σε μιαν ενόχληση, τροφοδοτείται από ένα είδος «γκρίνιας», υπαρξιακής μεμψιμοιρίας. Αυτό λέει υποδειγματικά ο στίχος του Ουάλας Στίβενς «Τα παιδιά που θα βρουν τα κόκαλά μας δεν θα σκεφτούν ποτέ πως κάποτε υπήρξαν γρήγορα σαν αλεπούδες στην πλαγιά». Η εγωπάθεια του συγγραφέα εξηγείται μερικώς από τη σκέψη ότι νιώθει μόνος και τελευταίος φορέας μιας βιωμένης ύλης. Η ζωή τού ξεφεύγει. Ο,τι κι αν γράφει, στην ουσία επαναλαμβάνει εκείνο που ο Τζέιμς Φλέκερ (1884-1915) διεμήνυσε με ένα ποίημά του στον άγνωστο ομότεχνο του μέλλοντος: « […] Ημουν ποιητής. Υπήρξα νέος. Αφού ποτέ δεν θα σε δω, σου στέλνω αυτόν τον χαιρετισμό. Θα καταλάβεις». Το έργο, όντως, γίνεται από ένα ενοχλημένο και μελαγχολικό υποκείμενο, που σαν πρόσκοπος αφήνει ίχνη στο μονοπάτι για τους επόμενους. Αφήνει τη φωνή του, συντηρημένη στην πόζα της τελειότητας.
Θα πει κάποιος ότι κανένα έργο δεν γίνεται αποκλειστικά με τη μέριμνα της υστεροφημίας. Και μόνο λέγοντας ιστορίες περνά ευχάριστα η ώρα. Το περίφημο «Δεκαήμερο» αφορά, υποτίθεται, αφηγήσεις ανάμεσα σε μέλη μιας συντροφιάς η οποία απομακρύνθηκε από τη Φλωρεντία ώσπου να περάσει η πανούκλα. Είτε λοιπόν γιατί «αν αφηγηθούμε τα πράγματα τα κάνουμε πιο ανεκτά», είτε γιατί μας ψυχαγωγεί η παραμόρφωση του κόσμου, γράφοντας φτιάχνουμε, συνειδητά ή όχι, ένα υπαρξιακό ηρεμιστικό. Εκείνο που πραγματικά θέλαμε είναι αδύνατο.
Παρακολουθώ τις πρώτες συνθετικές κινήσεις της εγγονής μου. Βάζει αντικείμενα σε υποδοχές, επινοεί συνάψεις. Οσοι γράφουν δεν αγνοούν την πλευρά του παιχνιδιού. Ο Φρόιντ θεωρεί το πιο άμεσο κίνητρο της τέχνης το παιχνίδι. Το παιχνίδι του ενηλίκου, ο οποίος αναβαθμίζει τα μέσα για να συνεχίσει το παλιό. «Παιχνίδι της λύπης, της χαράς», άλλωστε, λέγονται στα γερμανικά η τραγωδία και η κωμωδία, αντίστοιχα. Στο «εργαστήριο» η γλώσσα συμπιέζεται αλλά αυθαδιάζει, θέλει να γελοιοποιήσει τη λογοτεχνική υπέρβαση: διελκυστίνδα ανάμεσα στην αναγωγή και την κυριολεξία, παιχνίδι με το οποίο κανένας συγγραφέας δεν είπε ποτέ ακριβώς ό,τι και όπως ήθελε.
Τελευταίο βιβλίο του Κ. Μαυρουδή είναι «Η αθανασία των σκύλων» (Πόλις, 2014)
*
Η σκέψη ότι «κάπου αλλού είναι πάντα καλύτερα» είναι αδύνατο να μη μας οδηγήσει στον διάσημο στίχο «Οι άνθρωποι δεν αντέχουν την πολλή πραγματικότητα» (Ελιοτ), κι αυτός με τη σειρά του στην ιδέα ότι γράφουμε γιατί «η πραγματικότητα δεν αρκεί». Η λογοτεχνία, όντως, μοιάζει με αντίδοτο σε μιαν ενόχληση, τροφοδοτείται από ένα είδος «γκρίνιας», υπαρξιακής μεμψιμοιρίας. Αυτό λέει υποδειγματικά ο στίχος του Ουάλας Στίβενς «Τα παιδιά που θα βρουν τα κόκαλά μας δεν θα σκεφτούν ποτέ πως κάποτε υπήρξαν γρήγορα σαν αλεπούδες στην πλαγιά». Η εγωπάθεια του συγγραφέα εξηγείται μερικώς από τη σκέψη ότι νιώθει μόνος και τελευταίος φορέας μιας βιωμένης ύλης. Η ζωή τού ξεφεύγει. Ο,τι κι αν γράφει, στην ουσία επαναλαμβάνει εκείνο που ο Τζέιμς Φλέκερ (1884-1915) διεμήνυσε με ένα ποίημά του στον άγνωστο ομότεχνο του μέλλοντος: « […] Ημουν ποιητής. Υπήρξα νέος. Αφού ποτέ δεν θα σε δω, σου στέλνω αυτόν τον χαιρετισμό. Θα καταλάβεις». Το έργο, όντως, γίνεται από ένα ενοχλημένο και μελαγχολικό υποκείμενο, που σαν πρόσκοπος αφήνει ίχνη στο μονοπάτι για τους επόμενους. Αφήνει τη φωνή του, συντηρημένη στην πόζα της τελειότητας.
Θα πει κάποιος ότι κανένα έργο δεν γίνεται αποκλειστικά με τη μέριμνα της υστεροφημίας. Και μόνο λέγοντας ιστορίες περνά ευχάριστα η ώρα. Το περίφημο «Δεκαήμερο» αφορά, υποτίθεται, αφηγήσεις ανάμεσα σε μέλη μιας συντροφιάς η οποία απομακρύνθηκε από τη Φλωρεντία ώσπου να περάσει η πανούκλα. Είτε λοιπόν γιατί «αν αφηγηθούμε τα πράγματα τα κάνουμε πιο ανεκτά», είτε γιατί μας ψυχαγωγεί η παραμόρφωση του κόσμου, γράφοντας φτιάχνουμε, συνειδητά ή όχι, ένα υπαρξιακό ηρεμιστικό. Εκείνο που πραγματικά θέλαμε είναι αδύνατο.
Παρακολουθώ τις πρώτες συνθετικές κινήσεις της εγγονής μου. Βάζει αντικείμενα σε υποδοχές, επινοεί συνάψεις. Οσοι γράφουν δεν αγνοούν την πλευρά του παιχνιδιού. Ο Φρόιντ θεωρεί το πιο άμεσο κίνητρο της τέχνης το παιχνίδι. Το παιχνίδι του ενηλίκου, ο οποίος αναβαθμίζει τα μέσα για να συνεχίσει το παλιό. «Παιχνίδι της λύπης, της χαράς», άλλωστε, λέγονται στα γερμανικά η τραγωδία και η κωμωδία, αντίστοιχα. Στο «εργαστήριο» η γλώσσα συμπιέζεται αλλά αυθαδιάζει, θέλει να γελοιοποιήσει τη λογοτεχνική υπέρβαση: διελκυστίνδα ανάμεσα στην αναγωγή και την κυριολεξία, παιχνίδι με το οποίο κανένας συγγραφέας δεν είπε ποτέ ακριβώς ό,τι και όπως ήθελε.
Τελευταίο βιβλίο του Κ. Μαυρουδή είναι «Η αθανασία των σκύλων» (Πόλις, 2014)
Σάββατο 28 Μαρτίου 2015
Τόμας Τρανστρόμερ (1931-2015)
Ο
Tomas Transtromer (γενν. 1931) πέθανε πριν από τρεις μέρες. Σουηδός
ποιητής. Ξεχωριστή φωνή, τεχνική των αιφνίδιων μεταφορών, γκρίζος και
κατηφής λυρισμός, πρέπει όμως να τον ξαναδιαβάσω. Πολύ πρόσφατα βρήκα το
βιβλίο του "Οι μνήμες με βλέπουν", εκδόσεις Σαιξπηρικόν. Σύντομα
κείμενα μεγάλης λεπτότητας από την παιδική ηλικία. Γεγονότα, με δύναμη,
χωρίς προσπάθεια εντυπωσιασμού. Ο πόλεμος, το διαζύγιο των γονιών, οι
πρώτες χρονολογημένες μνήμες ("ο παππούς μου μιλούσε μια γλώσσα του 19ου αιώνα,πολλές εκφράσεις του θα φαίνονταν σήμερα εντυπωσιακά απαρχαιωμένες")
Ψάχνω τι υπογράμμισα στο διάβασμα, γιατί πιο εύκολα διαβάζω, είναι η
αλήθεια, με δεμένα μάτια παρά με χέρι που δεν κρατά μολύβι.
"Μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στη ζωή μου και τη ζωή των συμμαθητών μου ήταν ότι δεν είχα την ευκαιρία να μιλώ για τον μπαμπά μου. Οι περισσότεροι προέρχονταν από εργατικές οικογένειες όπου το διαζύγιο ήταν πολύ σπάνιο. Δεν ήθελα ποτέ να προσποιούμαι ότι υπήρχε κάτι παράξενο στην οικογενειακή μου κατάσταση. Άλλωστε είχα μπαμπά, ανεξάρτητα αν τον συναντούσα μια φορά το χρόνο, Χριστούγεννα συνήθως.[...]
Η δασκάλα είχε πει στην τάξη να μην με πειράζουν γιατί δεν είχα μπαμπά.
Αισθάνθηκα πανικό όταν το άκουσα, δεν ήμουν φυσιολογικός προφανώς [...] Αισθάνθηκα τον μεγάλο κίνδυνο να θεωρηθώ διαφορετικός".
(Απόδοση από τα σουηδικά: Βασίλης Παπαγεωργίου)
"Μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στη ζωή μου και τη ζωή των συμμαθητών μου ήταν ότι δεν είχα την ευκαιρία να μιλώ για τον μπαμπά μου. Οι περισσότεροι προέρχονταν από εργατικές οικογένειες όπου το διαζύγιο ήταν πολύ σπάνιο. Δεν ήθελα ποτέ να προσποιούμαι ότι υπήρχε κάτι παράξενο στην οικογενειακή μου κατάσταση. Άλλωστε είχα μπαμπά, ανεξάρτητα αν τον συναντούσα μια φορά το χρόνο, Χριστούγεννα συνήθως.[...]
Η δασκάλα είχε πει στην τάξη να μην με πειράζουν γιατί δεν είχα μπαμπά.
Αισθάνθηκα πανικό όταν το άκουσα, δεν ήμουν φυσιολογικός προφανώς [...] Αισθάνθηκα τον μεγάλο κίνδυνο να θεωρηθώ διαφορετικός".
(Απόδοση από τα σουηδικά: Βασίλης Παπαγεωργίου)
Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015
Οι χαμένοι "Σκύλοι"
Και
ξαφνικά, ένα πρωί του 2013, οι "Σκύλοι", ενώ γράφονταν, χάθηκαν απ' τον
υπολογιστή. Είχαν εξαερωθεί με τρόπο ακατανόητο. Σε λίγο το μηχάνημα
έσβησε και, διαχειριζόμενος τον πανικό μου όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα,
πήγα στη Sony που μου ανακοίνωσε ότι πρέπει να στείλει το λάπτοπ στην
αντιπροσωπεία, στη Βουδαπέστη.
Για να μην πολυλογώ, το προβληματικό εργαλείο έμεινε τελικά εδώ. Ο φέρελπις Βασίλης Γουδέλης με δυο αλεπάλληλες ολονυχτίες κατάφερε να ανασύρει απ' τα σκοτεινά βάθη το βιβλίο που έκτοτε γράφτηκε και ξαναγράφτηκε. Από το μηδέν, σήμερα πήρα στα χέρια μου τη Β' έκδοση, με ορισμένες αλλαγές που έκανα εντωμεταξύ. Η Β' έκδοση αύριο θα υπάρχει και στην αγορά.
.
Για να μην πολυλογώ, το προβληματικό εργαλείο έμεινε τελικά εδώ. Ο φέρελπις Βασίλης Γουδέλης με δυο αλεπάλληλες ολονυχτίες κατάφερε να ανασύρει απ' τα σκοτεινά βάθη το βιβλίο που έκτοτε γράφτηκε και ξαναγράφτηκε. Από το μηδέν, σήμερα πήρα στα χέρια μου τη Β' έκδοση, με ορισμένες αλλαγές που έκανα εντωμεταξύ. Η Β' έκδοση αύριο θα υπάρχει και στην αγορά.
.
Δημοσίευση από τις εκδόσεις Pre-textos
EL poeta griego Costas Mavrudís ha recibido en su país el Premio Nacional de Literatura 2014 de Narrativa Breve.
Es un placer haber editado recientemente en edición bilingüe su poemario Cuatro estaciones.
Συγχαρητήρια, enhorabuena... emoticon wink
Es un placer haber editado recientemente en edición bilingüe su poemario Cuatro estaciones.
Συγχαρητήρια, enhorabuena... emoticon wink
Τρίτη 24 Μαρτίου 2015
Κυριακή 22 Μαρτίου 2015
Β' έκδοση των "Σκύλων"
Από
σήμερα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία η 2η έκδοση του βιβλίου του Κώστα
Μαυρουδή «Η αθανασία των σκύλων», το οποίο έχει τιμηθεί με το Κρατικό
Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας καθώς και με το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Αναγνώστης.
***
Ιστορίες ανθρώπων που διαδραματίζονται στην Αθήνα και στην επαρχία, σε πόλεις της Ευρώπης, σε μυθιστορηματικές σελίδες και σε φιλμ. Ιστορίες σκύλων που «τριγυρίζουν με σιωπηλή σοβαρότητα», εμβολίζουν επίσημες πομπές, ακολουθούν παρελάσεις, διασχίζουν τα γεγονότα…
Η αθανασία των σκύλων, η άγνοια δηλαδή του θανάτου και του χρόνου, δίπλα στο εφήμερο των ανθρώπων. Ο Άργος κουνάει πάντα τα αυτιά του αντικρίζοντας τον Οδυσσέα, ο Μπεντικό κυκλοφορεί στις σελίδες του Γατόπαρδου δίπλα στον Ντον Φαμπρίτσιο, ο Boatswain μνημειώνεται στον «Επιτάφιο για ένα σκύλο» του Μπάιρον· δεκαεπτά σκύλοι υποδέχονται τον Πλαστήρα σε μια προεκλογική συγκέντρωση, ένα Μπόξερ καταστρέφει το υπό συγγραφή βιβλίο, έργο ζωής, και ο Λέων –σκύλος ενός ηλικιωμένου εφημέριου– παρακολουθεί τη Λειτουργία. Συνοδοιπόροι, άνθρωποι και σκύλοι μοιράζονται πραγματικότητες και αλήθειες, συναισθήματα, εξομολογήσεις και σημαίνουσες στιγμές.
Ο Κώστας Μαυρουδής με στοχαστική και ποιητική ματιά, κάποτε ειρωνικός κι αυτοσαρκαστικός, απαθανατίζει περιστατικά και χειρονομίες και αναδεικνύει τις λεπτές αποχρώσεις. Οι 70 μικρές ιστορίες του συμπυκνώνουν το χρόνο, αντιστέκονται στις απλοποιήσεις, ανοίγονται με φαντασία και λόγο στο απροσδιόριστο και το απροσδόκητο και «καταφάσκουν παρήγορα στη ζωή».
Ιστορίες ανθρώπων που διαδραματίζονται στην Αθήνα και στην επαρχία, σε πόλεις της Ευρώπης, σε μυθιστορηματικές σελίδες και σε φιλμ. Ιστορίες σκύλων που «τριγυρίζουν με σιωπηλή σοβαρότητα», εμβολίζουν επίσημες πομπές, ακολουθούν παρελάσεις, διασχίζουν τα γεγονότα…
Η αθανασία των σκύλων, η άγνοια δηλαδή του θανάτου και του χρόνου, δίπλα στο εφήμερο των ανθρώπων. Ο Άργος κουνάει πάντα τα αυτιά του αντικρίζοντας τον Οδυσσέα, ο Μπεντικό κυκλοφορεί στις σελίδες του Γατόπαρδου δίπλα στον Ντον Φαμπρίτσιο, ο Boatswain μνημειώνεται στον «Επιτάφιο για ένα σκύλο» του Μπάιρον· δεκαεπτά σκύλοι υποδέχονται τον Πλαστήρα σε μια προεκλογική συγκέντρωση, ένα Μπόξερ καταστρέφει το υπό συγγραφή βιβλίο, έργο ζωής, και ο Λέων –σκύλος ενός ηλικιωμένου εφημέριου– παρακολουθεί τη Λειτουργία. Συνοδοιπόροι, άνθρωποι και σκύλοι μοιράζονται πραγματικότητες και αλήθειες, συναισθήματα, εξομολογήσεις και σημαίνουσες στιγμές.
Ο Κώστας Μαυρουδής με στοχαστική και ποιητική ματιά, κάποτε ειρωνικός κι αυτοσαρκαστικός, απαθανατίζει περιστατικά και χειρονομίες και αναδεικνύει τις λεπτές αποχρώσεις. Οι 70 μικρές ιστορίες του συμπυκνώνουν το χρόνο, αντιστέκονται στις απλοποιήσεις, ανοίγονται με φαντασία και λόγο στο απροσδιόριστο και το απροσδόκητο και «καταφάσκουν παρήγορα στη ζωή».
Σάββατο 21 Μαρτίου 2015
Το ασύμβατο
Σε μια από τις ιστορίες στην "Αθανασία των Σκύλων", υπάρχει ένα
τετράποδο που περιγράφει συνήθειες και χαρακτηριστικά του αφεντικού του.
Είναι η μόνη απ' τις ιστορίες που ένας σκύλος μιλά
πρωτοπρόσωπα."Υπάρχουν βέβαια και πράγματα ακατανόητα", εξομολογείται σε
ένα σημείο για τη σχέση τους, "που μας κάνουν απόλυτα ξένους. Δεν θα
ήμασταν συμπληρωματικοί, διαφορετικά. Διαβάζω, π.χ., συχνά στις
σημειώσεις του μια πραγματικότητα που δεν είναι πραγματικότητα", και παραθέτει
μια σημείωση του αφεντικού του που δεν καταλαβαίνει : "Μάχη τού Μόντε
Καζίνο. Ένας τραυματισμένος Αμερικανός (νέος, σχεδόν αγόρι) σε λίγο θα
πεθάνει. Δεν υπάρχει λογοτεχνικός θάνατος. Ο τραυματίας πεθαίνει κάθε
φορά που διαβάζονται αυτές οι σελίδες. Κανένας γραπτός θάνατος δεν είναι
οριστικός".
Με είχε
απασχολήσει αν μπορεί αυτός ο αναγνώστης σκύλος, όσο παραμυθένια κι αν
καταστήσω την ιστορία, να μιλά σαν διανοούμενος. Βέβαια από τον Αίσωπο
και τον Λαφοντέν μέχρι τον Μίκυ Μάους, είναι άπειρα τα ζώα που όχι μόνο
σκέπτονται αλλά υποστηρίζουν ακόμα απόψεις και αρχές. Γιατί ο σκύλος της
ιστορίας Νο 46 δεν μπορεί να σκέπτεται κριτικά ή να απορεί;
Το ζήτημα είναι μεγάλο. Πόσο μπορεί να αποστεί μια συμπεριφορά απ' τον τύπο του ήρωα; Τι μπορεί να πει και τι όχι, ένας γραπτός χαρακτήρας; Οι ήρωες του Σέξπιρ -ένας καπετάνιος ή ένας υπηρέτης- περιγράφουν συχνά τα φαινόμενα με βλέμμα και λόγο του συγγραφέα τους. Ο Οθέλος μιλάει (θυμάμαι άραγε σωστά;) για την βροντή σαν κάτι που το κανόνι ζηλεύει και μιμείται. Παρομοιώσεις, σπουδαίες μεταφορές, μπαίνουν στο στόμα προσώπων που κανονικά θάπρεπε να μιλούν σαν αυτό που είναι.
Αναγνώρισα μιαν ανάλογη "άδεια" πρόσφατα στον σημαντικότατο Αλέκο Σακελλάριο. Στον "Ηλία του 16ου", ο μεταμφιεσμένος σε αστυφύλακα Χατζηχρήστος (τσιλιαδόρος του Βέγγου που επιχειρεί μια διάρρηξη) σύρεται, απ' το δρόμο όπου περιμένει, στο διαμέρισμα των χαρτοπαικτών. Καλείται να διαλευκάνει μιαν απώλεια τιμαλφών, σε λίγο όμως στο διαμέρισμα καταφθάνει και ένας πραγματικός αστυφύλακας, με βαθμό μεγαλύτερο.
Ο Χατζηχρήστος που προσπαθεί να φύγει αλλά τον εμποδίζουν οι εμπλεκόμενοι, δίνει ένα ρεσιτάλ απελπισίας που καταλήγει σε δύο, σχετικές με όσα λέμε, φράσεις. Η μια στα μέτρα του λαικού χαρακτήρα, η άλλη όμως ξεκάρφωτη, τίτλος της θρυλικής άριας απ' την Traviata που ο συγκεκριμένος ήρωας αποκλείεται να ξέρει. Λάθος του σεναρίου, επιθεωρησιακή παρόρμηση, φλερτ με το παράλογο; "Και τώρα εγώ μπορώ να φύγω", λέει στον "συνάδελφο". "Μπορώ να φύγω, έτσι; Αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω, γεια σας, φεύγω, Addio del passato.
Το ζήτημα είναι μεγάλο. Πόσο μπορεί να αποστεί μια συμπεριφορά απ' τον τύπο του ήρωα; Τι μπορεί να πει και τι όχι, ένας γραπτός χαρακτήρας; Οι ήρωες του Σέξπιρ -ένας καπετάνιος ή ένας υπηρέτης- περιγράφουν συχνά τα φαινόμενα με βλέμμα και λόγο του συγγραφέα τους. Ο Οθέλος μιλάει (θυμάμαι άραγε σωστά;) για την βροντή σαν κάτι που το κανόνι ζηλεύει και μιμείται. Παρομοιώσεις, σπουδαίες μεταφορές, μπαίνουν στο στόμα προσώπων που κανονικά θάπρεπε να μιλούν σαν αυτό που είναι.
Αναγνώρισα μιαν ανάλογη "άδεια" πρόσφατα στον σημαντικότατο Αλέκο Σακελλάριο. Στον "Ηλία του 16ου", ο μεταμφιεσμένος σε αστυφύλακα Χατζηχρήστος (τσιλιαδόρος του Βέγγου που επιχειρεί μια διάρρηξη) σύρεται, απ' το δρόμο όπου περιμένει, στο διαμέρισμα των χαρτοπαικτών. Καλείται να διαλευκάνει μιαν απώλεια τιμαλφών, σε λίγο όμως στο διαμέρισμα καταφθάνει και ένας πραγματικός αστυφύλακας, με βαθμό μεγαλύτερο.
Ο Χατζηχρήστος που προσπαθεί να φύγει αλλά τον εμποδίζουν οι εμπλεκόμενοι, δίνει ένα ρεσιτάλ απελπισίας που καταλήγει σε δύο, σχετικές με όσα λέμε, φράσεις. Η μια στα μέτρα του λαικού χαρακτήρα, η άλλη όμως ξεκάρφωτη, τίτλος της θρυλικής άριας απ' την Traviata που ο συγκεκριμένος ήρωας αποκλείεται να ξέρει. Λάθος του σεναρίου, επιθεωρησιακή παρόρμηση, φλερτ με το παράλογο; "Και τώρα εγώ μπορώ να φύγω", λέει στον "συνάδελφο". "Μπορώ να φύγω, έτσι; Αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω, γεια σας, φεύγω, Addio del passato.
Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015
"Τι σημαίνει αυτό που πέρασε;"
ο αναγνώστης στις 21 Φεβρουαρίου, 2014
1. Όταν διάβασα το Η αθανασία των σκύλων (Κώστας Μαυρουδής, Πόλις, 2013) αναρωτήθηκα για το πραγματικό νόημα και τις παραπομπές του τίτλου, μολονότι η απάντηση φαίνεται να δίνεται στη δεύτερη κιόλας από τις 70 σύντομες (καμιά δεν ξεπερνά τις τρεις σελίδες) αριθμημένες και άτιτλες ιστορίες του βιβλίου: «Αθάνατος» είναι ο σκύλος, και κάθε ζώο, που δεν ξέρει ούτε σκέπτεται το θάνατό του. Αυτό λέει στον συγγραφέα το αφεντικό ενός ηλικιωμένου Σέτερ Λάβερακ, όταν κάποιο απόγευμα συναντιόνται τυχαία στο πάρκο. «Ο Ερμής, κύριε, αγνοεί το τέλος, όπως το δάσος δεν ξέρει τίποτε για το πριονιστήριο. Έζησε χωρίς να υποψιάζεται την απουσία του. Πεθαίνουν μόνον εκείνοι που το γνωρίζουν». Δεν μου αρκούσε. Αυτά τα σύντομα σε έκταση αφηγήματα είναι περιήγηση σε έναν κόσμο από χαμένα πρόσωπα, γεγονότα και τόπους. Τι ευφημισμός, λοιπόν, είναι αυτός που χαρακτηρίζει τη σιωπή και την απουσία ως αθανασία; Ή μήπως, αντίθετα, αυτό το υλικό του εφήμερου, βιωματικό το πιθανότερο, θέλει να συντηρηθεί, να γίνει μια ανθεκτική («αθάνατη») πινακοθήκη γεγονότων;
2. Η αθανασία των σκύλων είναι κυρίως σύντομες ιστορίες ποιητικού ρεαλισμού, που διαβάζονται σαν «αφηγήματα του λεπτού» και μιλούν για πρόσωπα, βιβλία, πίνακες, ελληνική Ιστορία, ταξίδια. Από σελίδα σε σελίδα αλλάζει εντυπωσιακά το αντικείμενο, τα θέματα, ο φωτισμός. Είχα μπροστά μου ένα ανεξάντλητο καλειδοσκόπιο εντυπώσεων: το παιδί-θαύμα που ξέρει απέξω την Οδύσσεια, το πρώτο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο των Βαυαρών το 1833 στο Ναύπλιο, ο δεξιοτέχνης κατασκευαστής χαρταετών που ζει πια στο γηροκομείο, ο διαρρήκτης που ο γείτονάς του τον νομίζει για χρόνια επιχειρηματία, ο τυφλός που αγγίζει έναν περαστικό σκύλο και αναγνωρίζει τη ράτσα και το χρώμα του, το παιδί από την επαρχία που επισκέπτεται τα γραφεία του Μικρού Ήρωα. Βρίσκω, ωστόσο, σε όλα ένα κοινό στοιχείο: τη διακριτική αφήγηση, τη ραφινάτη μελαγχολία του χαμένου, την ποίηση που δοκιμάζει πεζογραφική φορεσιά, τις πυκνές εικόνες χαρακτήρων και εποχών.
3. Διαβάζω λοιπόν σαν ευφημισμό τη λέξη Αθανασία στον τίτλο. Διακρίνω εύκολα ότι αυτός ο τίτλος αφορά τα ανθρώπινα, ότι δεν είναι κυρίως οι σκύλοι, αυτοί που ο συγγραφέας θέλει να αναμετρηθούν με τη λήθη. Tην αθανασία ζητούν τα πρόσωπα και η εποχή. Διότι μπορεί να υπάρχουν πολλοί αφηγητές στις ιστορίες (δυο τρείς φορές εντόπισα γυναίκα αφηγήτρια), μπορεί να είναι οι τόποι διαφορετικοί (πότε η πόλη να έχει λιμάνι και πότε σιδηροδρομικό σταθμό), μπορεί το περιβάλλον του αφηγητή να είναι κάθε φορά άλλο, αλλά ένα αναγνωστικό ένστικτο με σπρώχνει να πιστεύω ότι όλες οι θείες είναι μία θεία, οι πατέρες ένας πατέρας, αυτός που μιλά ένας και μόνον, που κάθε φορά αλλάζει ταυτότητα. Το μόνιμο αίσθημα κατάνυξης απέναντι στο παρελθόν (ένδειξη προσωπικής εμπλοκής) ενοποιεί όλες τις ξένες μεταξύ τους ιστορίες, τα σκηνικά, τους χρόνους.
4. Η νοσταλγία, περιοχή υψηλού κινδύνου για τη λογοτεχνία, οδηγεί εύκολα στην αισθηματολογία. Δεν φαίνεται να το αγνοεί ο συγγραφέας. Πιστεύω μάλιστα πως επειδή το φοβάται, αυτοσαρκάζεται, ανατρέπει συμβάσεις, παρεμβάλλει μικρές δοκιμιακές σπουδές και χτίζει έναν ρεαλισμό περισσότερο μαγικό παρά πραγματικό. Όταν, π.χ., μια καλοκαιρινή μέρα του 1957 ένας ηλικιωμένος, μοναχικός άνδρας (αφήγημα Νο 29) κινδυνεύει να ενταχθεί στις συμβάσεις της ηθογραφίας, διαβάζει στην εφημερίδα του ένα παράδοξο γεωλογικό φαινόμενο. Αρκετό καιρό αργότερα, βλέποντας στον ημεροδείκτη την πρώτη ημέρα του φθινοπώρου, κάνει ορισμένες σκέψεις που θεωρεί ιδιαίτερες. Πριν να τον δούμε ως συμβατική φιγούρα, μια επιγραμματική ιδέα του απογειώνει την αφήγηση: «…Γι’ αυτό λοιπόν δεν έγραψα ποτέ. Τι αξίωση! Για όλα εκείνα που αισθάνομαι, να ψάχνω ξένους που θα τα καταλάβουν!»
5. Στον Μαυρουδή πολύ συχνά υπάρχει η αρωγή ξένων κειμένων. Οι ιδέες, οι μεταφορές, οι εικόνες είναι δάνεια και χρήσεις που βαθαίνουν την εντύπωση και το νόημα. Η διακειμενικότητα (εκλεκτικές συγγένειες, θα λέγαμε, προσθέτοντας ότι αυτό που μας αρέσει είναι πάντα κάτι που θα θέλαμε να έχουμε γράψει εμείς) εμφανίζεται σε όλα τα κείμενά του. Στην ιστορία Νο 25, ο αφηγητής συναντά συχνά στο Μοναστηράκι έναν νεαρό από τη Βουλγαρία που εισάγει και πουλά καθαρόαιμα Μπουλ Τερριέ. Μια Κυριακή συζητούν για τη βουλγαρική ταινία Ο κλέφτης των ροδακίνων. Είναι η ιστορία ενός αιχμάλωτου Σέρβου αξιωματικού (βαλκανικοί πόλεμοι), που συχνά καταφέρνει να απομακρυνθεί απ’ το σημείο κράτησής του. Κάποτε γνωρίζει τυχαία μια γυναίκα (σύζυγο εκείνου που διοικεί το στρατόπεδο) με την οποία συνδέονται απελπισμένα. Στο τέλος της ταινίας, όταν αποκαλύπτεται η σχέση, ο Σέρβος αιχμάλωτος εκτελείται σε ενέδρα από την ορντινάτσα του διοικητή. Ο συγγραφέας των σκύλων, ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, θυμάται ότι στο φιλμ ο στρατιώτης, μετά την πράξη του, φάνηκε φευγαλέα δακρυσμένος, και είχε τότε αναρωτηθεί τι άραγε να σήμαινε η σιωπηρή συντριβή του. Παραθέτω: «Μπορεί κάθε δάκρυ να ζητά μιαν απαλλακτική απόφαση, αλλά αν, όπως λένε, πονά κανείς ανάλογα με την αξία του, οι τύψεις πολύ συχνά γίνονται κρυφή τέρψη. Δεν ήμουν εξαίρεση. Βρήκα μετά από πολλά χρόνια κάποια δική μου σημείωση για μιαν απώλεια που φοβόμουν. “Μολονότι δεν τολμώ να σκεφτώ το θάνατο (αναφερόμουν στο αγαπημένο μου ζώο) η λύπη αποζημιώνει σαν μια αυτάρεσκη επιβεβαίωση αξίας, σαν σκοτεινός έπαινος, ένα Honneur de souffrir”. Yπάρχει στο Καπούτ του Μαλαπάρτε η φράση ενός ευγενή που, ακούγοντας το συγγραφέα-αφηγητή να περιγράφει τη θηριωδία στο ρωσικό μέτωπο, τον ζηλεύει που βασανίστηκε απ’ τη φρίκη και το απόλυτο κακό: “Αχ να μπορούσα να υποφέρω κι εγώ όπως εσείς”, του λέει, δείχνοντας ότι ξέρει καλά τις προσόδους απ’ το ορυχείο της κολάσεως». Σινεμά, μυθιστόρημα, αφορισμοί, είναι η παρακαταθήκη των δημιουργικών εμμονών του συγγραφέα. Και επειδή είμαι αναγνώστης με καλή μνήμη, θα τολμούσα να προσθέσω κι εγώ ένα παράθεμα για την τέρψη της λύπης: τη φράση του μοναχού που θα παντρέψει κρυφά με την Ιουλιέτα τον Ρωμαίο, ερωτευμένο και απαρηγόρητο, «μεθυσμένο απ’ τα δάκρυά του» όπως μας λέει ο Σαίξπηρ.
6. Η ευφάνταστη ευρηματικότητα θεμελιώνει το χαρακτήρα του ποιητικού ρεαλισμού της Αθανασίας: μια πόλη του ’50 όπου φωτογραφίζουν τα σύννεφα αν τύχει κάποιο να θυμίζει πρόσωπο ή αντικείμενο, μια κοπέλα που ολοκληρώνει μετά 40 χρόνια το μισολυμένο σταυρόλεξο του απόντα πια πατέρα της, ένας κατασκευαστής γιγάντιων χαρταετών με σχήματα που εμφανίζουν ιστορικές φιγούρες, και άλλα πολλά. Στο παρελθόν ο Μαυρουδής έχει μετατρέψει μικρά πεζά των βιβλίων του σε ποιήματα. Όχι δύσκολο, γιατί τα κείμενά του έχουν ποιητικό πυρήνα. Στην ιστορία Νο 13, ο συγγραφέας παίζει με μιαν ιδέα παραμυθιού, ότι τάχα το γνωστικό παρελθόν στους σκύλους κληρονομείται απ’ τους μεταγενέστερους. Και ενώ, όπως λέει, ξέρουμε πόσο υποτυπώδης είναι η μνήμη τους που «απλώς αναγνωρίζει και δεν αναπαριστά», εν τούτοις υπάρχουν εκείνοι που θα τους γοήτευε η υπόθεση ότι η παλιά εμπειρία (γνώση) μεταβιβάζεται. Έτσι, ένα καλοκαίρι στη Ρόδο, φαντάζεται τους σύγχρονους σκύλους να μεταφέρουν κάτι από τη μνήμη των προγόνων τους, εκείνων που έζησαν κατά την ιταλική διοίκηση (1912-1943), έβλεπαν γύρω την απαράμιλλη αρχιτεκτονική, ή «άκουγαν μαγεμένοι την οβερτούρα της Αida στην εξέδρα της προκυμαίας». Ωραία αυτή η φιλοπαιγμοσύνη, σκέπτεται ο συγγραφέας, θεωρεί όμως τις υποθέσεις του «ένα παιχνίδι αργόσχολου». Τι θα γίνει λοιπόν η ιδέα του, πώς θα τη χειριστεί; Και να η έξοδος, υπολογισμένος ποιητικός επίλογος: «…αν υπήρχε παρελθόν για τους σκύλους θα ήταν, όπως και σε μας, μια αναπάντητη εκκρεμότητα. Τίποτε δεν θα εξηγούσε το χαμένο, την απουσία όσων προηγήθηκαν, το κενό που αφήνει το γεγονός. Μόνον απλοϊκά ερωτήματα θα τους απασχολούσαν. “Τι είναι η αναπόληση;”, “Τι σημαίνει αυτό που πέρασε;”, “Γιατί κρύβονται σαν παιδιά που παίζουν, τα παλιά γεγονότα;”». Τα υποτιθέμενα ερωτήματα, φυσικά, δεν είναι καθόλου «απλοϊκά», όπως τα χαρακτηρίζει εκ του πονηρού ο συγγραφέας. Είναι κύρια ζητήματα της ζωής μας, το αναπάντητο υποστασιακό ερώτημα, η ουσία αυτού του βιβλίου, που πολλοί κινδυνεύουν να το δουν σαν ζωοφιλικό.
7. Μίλησα προηγουμένως για «το βιωματικό υλικό που επιθυμεί να στερεωθεί από την αφήγηση». Δεν πρωτοεμφανίζεται εδώ αυτή η στάση. Στη δεύτερη κιόλας ποιητική του συλλογή (έντονα αφηγηματική κι αυτή) υπάρχει μια εικόνα συγκεντρωμένων προσώπων που ο ποιητής βλέπει, διασχίζοντας μια ευρωπαϊκή πόλη: «[…] Μπροστά στην εκκλησία με τα στέφανα μιλούσε χαμηλόφωνα η συγκέντρωση. Θα ξεκινούσε η άμαξα σε λίγο. Μνημόνευσέ με, έγνεφε το λυπημένο γεγονός, που ήθελε μάρτυρες για να υπάρξει.» («Απόγευμα σε πόλη γαλλική», Το δάνειο του χρόνου, Κέδρος 1990).
8. Ο σκύλος, έγραψε η κριτική, είναι ένα πρόσχημα (Το Βήμα, «Σκιώδεις σκύλοι», του Β. Χατζηβασιλείου). Πρωταγωνιστούν, όντως, τα πρόσωπα, και το ζώο φαίνεται να είναι το νήμα που συνδέει τις ετερόκλητες ιστορίες. Έτσι συμβαίνει και σε προηγούμενα βιβλία του Μαυρουδή (Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια) και μένει στη δεξιοτεχνία του να μην επιτρέψει αυτό να γίνει μανιέρα χωρίς εκπλήξεις. Στο ποιητικό Τέσσερις εποχές (Κέδρος, 2012) η άνοιξη, το καλοκαίρι, κλπ) ήταν πάλι πρόσχημα για να έχουν συνδετικό ιστό τα μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα της συλλογής. Κι εκεί, όπως στην Αθανασία των σκύλων, ξεδιπλώθηκαν εικόνες μιας άτυπης (κρυμμένης) αυτοβιογραφίας. Υπάρχει κάτι που μου θυμίζει την ιδέα της Νέκυιας, με διαφορετικά βέβαια συμφραζόμενα, μια ζωηρή ποικιλία προσώπων, ρεαλιστική φαντασμαγορία, κατάνυξη, χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Συμπτωματικά στην Αθανασία των σκύλων οι ιστορίες είναι 70, όσα τα πρόσωπα στον πίνακα της Νέκυιας του Πολύκλειτου, που απ’ τον Παυσανία έχουμε μάθει ότι υπήρχε στους Δελφούς. Η “Νέκυια”, αναφέρεται στη λ’ ραψωδία της Οδύσσειας, στην οποία περιγράφεται η κάθοδος του Οδυσσέα σε έναν σκοτεινό τόπο όπου συναντά τις σκιές των νεκρών. Ο συγγραφέας, στις 70 ιστορίες και σπουδές αυτού του βιβλίου, εικονίζει και σκηνοθετεί, κι αυτός, το παρελθόν, θυμάται ή επινοεί ιστορίες προσώπων που δεν υπάρχουν πια. Στο τελευταίο κείμενο του βιβλίου, ψηλά από ένα σύννεφο, κοιτάζει τον κόσμο. Ανήκει πια κι αυτός στο παρελθόν.
Τρίτη 17 Μαρτίου 2015
Σάββατο 14 Μαρτίου 2015
Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015
Σύντομο σκεπτικό
Παίρνω απ' το προφίλ του εκδότη μου και αναρτώ το σκεπτικό για τη
βράβευση των "Σκύλων", ως κείμενο κριτικά δημιουργικό. Αυτός που το
έγραψε έχει μιλήσει με το περιεχόμενο και αυτά που λέει είναι οργανωμένα
με ακρίβεια που εγώ θα δυσκολευόμουν να πετύχω. Παράδειγμα: "[...] Με
αφορμή κάποιο γεγονός, προσωπικές μνήμες ή την ενατένιση ενός έργου
τέχνης, αναπτύσσονται σκέψεις ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο δοκίμιο.
[...] Ο συγγραφέας, προσεγγίζοντας το θέμα του με ειρωνεία, με αυτοσαρκασμό αλλά και με τρυφερότητα, στοχάζεται πάνω στο εφήμερο, στην έννοια του χρόνου, στην αθανασία."[...]
Αν θες να πεις με δυο λόγια και χωρίς εξάρσεις τι είναι ένας γραπτός κόσμος έτσι τον περιγράφεις.
Αν θες να πεις με δυο λόγια και χωρίς εξάρσεις τι είναι ένας γραπτός κόσμος έτσι τον περιγράφεις.
Το σκεπτικό της κριτικής επιτροπής για τη βράβευση του βιβλίου του
Κώστα Μαυρουδή «Η αθανασία των σκύλων» με το Κρατικό Βραβείο
Διηγήματος-Νουβέλας:
"Στην κατηγορία Διήγημα - Νουβέλα πλειοψήφησε το βιβλίο «Η αθανασία των σκύλων» του Κώστα Μαυρουδή (εκδόσεις Πόλις). Οι 70 σύντομες ιστορίες που απαρτίζουν το βιβλίο χαρακτηρίζονται από μια ποιητική γραφή που διαθέτει πυκνότητα, ευαισθησία και εσωτερική ένταση και αναδεικνύει τις λεπτές αποχρώσεις της κατάστασης που περιγράφει. Οι ιστορίες αυτές διακρίνονται επίσης από ιδιαίτερη ευρηματικότητα, διακειμενικότητα και ανανεώνουν τη θεματολογία της μικρής φόρμας. Με αφορμή κάποιο ιστορικό γεγονός, προσωπικές μνήμες, ένα τυχαίο περιστατικό ή την ενατένιση ενός έργου τέχνης, αναπτύσσονται σκέψεις και προβληματισμοί οι οποίοι ακροβατούν ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο δοκίμιο. Συναίσθημα και στοχασμός βρίσκονται σε απόλυτη ισορροπία. Ο συγγραφέας, προσεγγίζοντας το θέμα του με ειρωνεία, με αυτοσαρκασμό αλλά και με τρυφερότητα, στοχάζεται πάνω στο εφήμερο, στην έννοια του χρόνου, στην αθανασία."
"Στην κατηγορία Διήγημα - Νουβέλα πλειοψήφησε το βιβλίο «Η αθανασία των σκύλων» του Κώστα Μαυρουδή (εκδόσεις Πόλις). Οι 70 σύντομες ιστορίες που απαρτίζουν το βιβλίο χαρακτηρίζονται από μια ποιητική γραφή που διαθέτει πυκνότητα, ευαισθησία και εσωτερική ένταση και αναδεικνύει τις λεπτές αποχρώσεις της κατάστασης που περιγράφει. Οι ιστορίες αυτές διακρίνονται επίσης από ιδιαίτερη ευρηματικότητα, διακειμενικότητα και ανανεώνουν τη θεματολογία της μικρής φόρμας. Με αφορμή κάποιο ιστορικό γεγονός, προσωπικές μνήμες, ένα τυχαίο περιστατικό ή την ενατένιση ενός έργου τέχνης, αναπτύσσονται σκέψεις και προβληματισμοί οι οποίοι ακροβατούν ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο δοκίμιο. Συναίσθημα και στοχασμός βρίσκονται σε απόλυτη ισορροπία. Ο συγγραφέας, προσεγγίζοντας το θέμα του με ειρωνεία, με αυτοσαρκασμό αλλά και με τρυφερότητα, στοχάζεται πάνω στο εφήμερο, στην έννοια του χρόνου, στην αθανασία."
"Cuatro estaciones"
Σήμερα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Pre-Textos
(Madrid- Buenos Aires-Valencia) στην Ισπανία η ποιητική συλλογή "Cuatro
estaciones" ("Τέσσερις Εποχές", στα ελληνικά εκδόσεις Κέδρος, 2010).
Είναι δίγλωσση έκδοση, σε μετάφραση του ελληνιστή και καθηγητή
Μεταφρασεολογίας στη Μάλαγα Vicente Fernandes Gonzalez. 124 σελίδες,
τιμή 15 ευρώ.
NOVEDAD EDITORIAL
"Cuatro estaciones" de Costas Mavrudís
Más información: www.pre-textos.com/escaparate/product_info.php…
... Δείτε περισσότερα
NOVEDAD EDITORIAL
"Cuatro estaciones" de Costas Mavrudís
Más información: www.pre-textos.com/escaparate/product_info.php…
... Δείτε περισσότερα
Costas
Mavrudís es un coleccionista. Todos los fines de semana acude a los
rastros de Atenas y El Pireo y busca vestigios de afectos en juguetes,
muñecos, tarjetas postales, libros, soldaditos de plomo... No se
complace tanto en el deterioro, en la belleza otoñal, en la ruina,
cuanto en la evocación…
pre-textos.com
Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015
Tα μακάρια χρόνια
Αγόρασα
σήμερα απ' το παλαιοπωλείο αυτό το βιβλίο της Φλερ Ζέγκι (εκδ.
Χατζηνικολή). Θυμάμαι πως τη διάβαζε με προσοχή και μας μιλούσε γι αυτήν
κάποιος φίλος που μας φιλοξενούσε στην ύπαιθρο της Τοσκάνης. Ήταν
καλοκαίρι του 1998.
Δεν το έχω διαβάσει και όπως είναι ολιγοσέλιδο θα είναι τα διαλείμματα από τις διορθώσεις του ΔΕΝΤΡΟΥ που θα ελέγχουμε αυτές τις μέρες. Το φωτογραφίζω και το αναρτώ σαν φόρο τιμής στην παλιά φίλη εκδότρια Ιωάννα Χατζηνικολή, μια παρουσία πριγκηπική στα στενά της Σόλωνος και του εμπορικού κέντρου.
Δεν το έχω διαβάσει και όπως είναι ολιγοσέλιδο θα είναι τα διαλείμματα από τις διορθώσεις του ΔΕΝΤΡΟΥ που θα ελέγχουμε αυτές τις μέρες. Το φωτογραφίζω και το αναρτώ σαν φόρο τιμής στην παλιά φίλη εκδότρια Ιωάννα Χατζηνικολή, μια παρουσία πριγκηπική στα στενά της Σόλωνος και του εμπορικού κέντρου.
Κυριακή 8 Μαρτίου 2015
Ah, so her major...
Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ βρίσκεται στην είσοδο μιας σπηλιάς, στη νότια Κρήτη, εκεί όπου κρατούν τον μόλις απαχθέντα γερμανό στρατηγό Καρλ Χάινριχ Κράιπε (1944). Ένα βρετανικό υποβρύχιο θα τον παραλάβει σε λίγο για να τον μεταφέρει στο Κάιρο. «Ζούσαμε έναν εφιάλτη αγωνίας και κινδύνου και ο αιχμάλωτός μας δοκιμαζόταν από τη θλίψη και τις κακουχίες. Ξυπνήσαμε τη στιγμή ακριβώς που η αυγή χάραζε στο φρύδι του Ψηλορείτη. Με το βλέμμα στυλωμένο πέρα από την κοιλάδα, ο στρατηγός ψιθύρισε στον εαυτό του: «Vides ut alta stet nive candidum Soracte» («Για δες πώς η Σοράκτη υψώνεται γεμάτη χιόνια»). Ήταν ο πρώτος στίχος μιας από τις Ωδές του Οράτιου που ήξερα πολύ καλά. Έτσι πήρα το νήμα απ’ το σημείο που το άφησε εκείνος. "Nec jam sustineant onus/Silvae laborantes, geluque/Flumina constiterint acuto" ("Οι άκρες των κλαδιών με δυσκολία σηκώνουν το φορτίο/ πικρό παγώνει τις κρυστάλλινες πηγές το αγιάζι"). Δεν σταμάτησα παρά αφού είχα απαγγείλει και τις άλλες πέντε στροφές ώς το τέλος. Τα γαλανά μάτια τού στρατηγού είχαν στραφεί τώρα πάνω μου και, αφού με κοίταξε άφωνος για κάμποση ώρα, μου είπε: "Ah, so her major" ("΄Ωστε έτσι, ταγματάρχα"). Ήταν απίστευτο. Για μια μετέωρη στιγμή ο πόλεμος είχε πάψει να υπάρχει. Σε πιο τρυφερά χρόνια είχαμε και οι δύο ξεδιψάσει με νάματα από τις ί δ ι ε ς π η γ έ ς και οι σχέσεις μεταξύ μας ήταν πολύ διαφορετικές πια για το υπόλοιπο διάστημα που ζήσαμε μαζί». Τελεία, παύση.
Και βέβαια οι ί δ ι ε ς π η γ έ ς οδήγησαν στους κοινούς κώδικες που ακούσαμε. Η μεγάλη επιχείρηση για λίγα λεπτά έχασε κάτι απ’ τη σημασία της από τις κοινές αφοσιώσεις, αλλά στη συγκεκριμένη συγκυρία δεν γινόταν να είναι σημαντικότερη από τη σύγκρουση των δυο στρατοπέδων. Φυσικά μάς παρασύρει (το ξέρει καλά ο αφηγητής) η θεσπέσια ποίηση που εμφανίστηκε απροσδόκητα, διαταγή θάλεγες, για να σταματήσει ξαφνικά ο παγκόσμιος ορυμαγδός. Ακούστηκαν ήχοι απ’ τη φύση, την ειρήνη, το θαύμα, αλλά ξημερώνει. Οι δύο αντίπαλοι ξαναπαίρνουν τις θέσεις τους, ο πιο σκεπτικιστής μπορεί να πει, «ξανασυναντούν τον καθημερινό εαυτό τους». Μετά τον Οράτιο που τους χάιδεψε για λίγο, είναι πάλι ξένοι. Τους αφορά ο Ψηλορείτης περισσότερο απ’ την αρχαία Σοράκτη. Τελεία και πέντε βήματα πίσω.
Στη "Μεγάλη χίμαιρα" του γάλλου σκηνοθέτη Ρενουάρ (1937), ταινία με θεατρικό σενάριο, βρίσκω την ίδια ακριβώς σχέση. Στο γερμανικό στρατόπεδο γάλλων αιχμαλώτων (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) διοικητής είναι ένας αριστοκράτης, ο φον Ραουφενστάιν (τον υποδύεται ο Έρικ φον Στροχάιμ). Δείχνει ιδιαίτερη και εμφανή εύνοια στον έναν απ’ τους τρεις κρατούμενους αξιωματικούς, τον κόμη Ντε Μπουαλντιέ. «—Γιατί δεν καλέσατε και τους άλλους συναδέλφους μου;» τον ρωτά ο γάλλος ευγενής, όταν βρίσκονται και συζητούν μόνοι. «—Να ακούσω τον Ρόζενταλ και τον Μαρεσάλ; Μα αυτοί είναι απόγονοι της Γαλλικής Επαναστάσεως». «—Κανείς δεν μπορεί να σταματήσει το χρόνο», απαντά ο κρατούμενος, παριστάνοντας για λίγο τον πραγματιστή. Ο διάλογος συνεχίζεται: φον Ραουφενστάιν: «—Δεν ξέρω ποιος θα νικήσει, μα όποιος κι αν είναι, έρχεται το τέλος για τον τύπο του ανθρώπου σαν κι εμάς!». Ντε Μπουαλντιέ: «—Θα ήμασταν αχρείαστοι πλέον». Φον Ραουφενστάιν: «—Δεν είναι κρίμα;». Ντε Μπουλαντιέ: «—΄Ισως».
Οι δύο άλλοι αξιωματικοί (ο Ρόζενταλ και ο Μαρεσάλ μόνο μια φορά φαίνονται επιφυλακτικοί για τον συγκρατούμενό τους κόμη. «—Δεν νιώθω ποτέ άνετα με τον Μπουαλντιέ», εξομολογείται κάποια στιγμή ο ένας, και εξηγεί: «Αν ποτέ χρεοκοπούσε, θα εξακολουθούσε να είναι ο κόμης Ντε Μπουαλντιέ. Με μας δεν θα ήταν το ίδιο». Για την ιστορία, ο Ντε Μπουαλτιέ, ατοπικός, χωρίς αναφορές στην εποχή του, σε αντίθεση με τους άλλους δύο, δεν επιζεί από την περιπέτεια της αιχμαλωσίας.
Επίλογος: Φον Κράιπε-Λη Φέρμορ, και φον Ραουφενστάιν-Ντε Μπουαλντιέ. Αυτό που συνδέει τα δύο ζεύγη είναι στην πρώτη περίπτωση η λογοτεχνία ως εποπτεία του υψηλού, στη δεύτερη ο ταξικός ιδεαλισμός ως μοίρα. Η απαγωγή της Κρήτης απέχει οκτώ χρόνια από το φιλμ του Ρενουάρ (1937). Και στις δύο περιπτώσεις τελικά δεν κερδίζει (πώς θα γινόταν άλλωστε;) η εξ αίματος συγγένεια των «εχθρών». "Σημαδεμένοι" το ίδιο, αλλά με τη συγκυρία, ισχυρότερη απ’ την εσωτερική παράσταση της ύπαρξής τους, θα ηττηθούν απ' την πολιτική, απ' τις περιστάσεις, απ' την Ιστορία. Μοιάζουν κάπως με τις περιπτώσεις που είδε η λογοτεχνία στην αστική περιπλάνηση (Flanerie), όταν δυο πρόσωπα διασταυρώνονται για λίγο, "αναγνωρίζονται", αλλά ακολουθούν τον ασύμπτωτο προορισμό τους.
Ο "διάλογος" δεν οδηγεί πουθενά. Απέναντι στους οιωνούς μιας παιδείας που προδιέγραφε εκλεκτές εποπτείες, κερδίζει ο άνθρωπος της εποχής και των σκοπών. Τα όρια της πραγματικής ζωής κρατούν τη σφραγίδα της ατομικής ιστορίας.
Καλλιεργητής
Ένας
νεαρός παλιατζής, ρακοσυλλέκτης στην ουσία, μου έφερε σκόρπιους τόμους
της "Νέας Εστίας" του 1933, 1934,1936, 1937, 1939, 1940, και μου τους
χάρισε. Φεύγει για κάπου κοντά στον Όλυμπο, θα γίνει λέει καλλιεργητής.
Μου έφερε και καμιά δεκαριά τενεκεδένια κουτιά."Έβγαλα κάποιο
χαρτζιλικάκι τα τελευταία χρόνια από σας", μου είπε. "Τώρα αδειάζω το
υπόγειο, τα δικαιούστε".
Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015
Συνδρομή
Σας χρειάζονται, σας ενδιαφέρουν, θέλετε να απολαύσετε τα μεγάλα αφιερώματα του ΔΕΝΤΡΟΥ;
Τώρα είναι ευκαιρία να τα αποκτήσετε δωρεάν.
Οι νέοι συνδρομητές του περιοδικού, με την εγγραφή τους λαβαίνουν ταχυδρομικώς gratis πέντε σπάνιους πια τόμους. Καζαντζάκης, Σεφέρης, Ρίτσος, Λειβαδίτης, Καρούζος, Καρυωτάκης (ή όποιον άλλον δεν διαθέτουν). Μαζί και τα επίσης σπάνια CD που συνόδευαν τους τόμους.
... Δείτε περισσότερα
Τώρα είναι ευκαιρία να τα αποκτήσετε δωρεάν.
Οι νέοι συνδρομητές του περιοδικού, με την εγγραφή τους λαβαίνουν ταχυδρομικώς gratis πέντε σπάνιους πια τόμους. Καζαντζάκης, Σεφέρης, Ρίτσος, Λειβαδίτης, Καρούζος, Καρυωτάκης (ή όποιον άλλον δεν διαθέτουν). Μαζί και τα επίσης σπάνια CD που συνόδευαν τους τόμους.
... Δείτε περισσότερα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)