Έχουν πει ότι κριτήριο για την αξία του σημαντικού έργου είναι αν αυτό εξακολουθεί να ενδιαφέρει, τρεις γενιές μετά τον συγγραφέα του. Πόσο, λοιπόν, και γιατί ο Παπαδιαμάντης αφορά σήμερα το σύγχρονο αισθητήριο; Πώς υποδεχόμαστε την αθωότητα της διηγηματογραφίας του ή τον πιο υποψιασμένο δραματικό ρεαλισμό του; Σίγουρα, για μια κατηγορία αναγνωστών, το συγκεκριμένο έργο έχει προτείνει έναν κανόνα βίου και αξιών. Το υποδέχονται μέσα από συναισθηματικές ταυτίσεις, βλέποντας τον συγγραφέα ως ζωγράφο του αυτόχθονος, μυστικοπαθή νοσταλγό, στον κόσμο του οποίου έχουν «επενδύσει». Στην αντίληψή μας, που πάντα τη βασάνιζε (και όχι αναιτίως) η αμηχανία ταυτότητας, η λογοτεχνία, μετά την ιστορία, είναι προνομιακή περιοχή ταυτίσεων και προβολών.
Στον αντίποδα, μια άλλη αναγνωστική αντίληψη επιχείρησε από πολύ νωρίς την αποδόμηση του παπαδιαμαντικού έργου. Αρνήθηκε την αξία των αφηγηματικών τρόπων, τη σημασία της θρησκευτικότητάς του, τους χαρακτήρες, στους οποίους αναγνώριζε την αναπαραγωγή προσώπων της απλοϊκής ζωής. Τόνισε την «πενιχρή θεματολογία», την ομφαλοσκοπική και ηθογραφική πλευρά του, τις προσηλώσεις του στο εκκλησιαστικό τυπικό που γίνεται όρος ζωής. («Είναι συντηρητικός. Το θρησκευόμενο Βυζάντιο σε στιγμές παρακμής. Μίσος για τους Φράγκους, αποστροφή για κάθε νεωτερισμό»). Πολλές από τις αντιρρήσεις είναι καίριες. Τα «αμφίβολα λογοπαίγνια», π.χ., που του καταλογίζει πρώτος, νομίζω, ο Δημαράς, συχνά είναι, πράγματι, κακό χιούμορ.
Οι τύποι των προσώπων είναι όντως περιορισμένοι, χωρίς ποικιλία. Η «υποτονισμένη ψυχογραφία», τα «χωρίς ενάργεια πρόσωπα, είναι θαμπά και ουδέτερα». Ανοίγω και διαβάζω, επί τούτω, τον "Ξεπεσμένο δερβίση" και τον "Ερωτα στα χιόνια". Τα πρόσωπα διαγράφονται μ' αυτόν τον τρόπο. Μολαταύτα μου αρέσει η διάχυτη λυρική διάθεση. Υπάρχει ένα ισχυρό ρεύμα ποίησης που βάζει στην άκρη αυτές (κι άλλες) ενστάσεις. Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη δεν είναι ανενεργός. Δεν είναι κειμήλιο ευλάβειας, ούτε λεξικό πατριδογνωσίας. Νιώθω να ξεχειλίζει από μια ύλη ζωντανή και «παραγωγική». Ο Ξενόπουλος δεν έχει αφήσει για το μέλλον τη δυνατότητα να προστεθεί κάτι πιο καίριο και οξυδερκές στην παρατήρησή του. «Ο,τι σώζει και συχνά μεγαλύνει τας αλλοκότους συνθέσεις του είναι η διάθεσις την οποία δι' α σ υ λ λ ή π τ ω ν μεθόδων αυτές γεννούν».
Ξαναβλέποντας τη διηγηματογραφία του έπειτα από τουλάχιστον είκοσι χρόνια, βρίσκομαι, πράγματι, απέναντι σ' αυτή τη διάθεση, σε μιαν έκφραση, για την οποία δεν έπαψα να έχω άμεσα και γόνιμα αντανακλαστικά. Θυμάμαι ότι διαβάζοντας κάποτε το Κατά Λουκάν (κεφ.8), σταμάτησα στη θεραπεία του δαιμονισμένου. Τα δαιμόνια εγκατέλειψαν τον ασθενή και μπήκαν στο σώμα των χοίρων, που τρέχοντας έπεσαν με κινηματογραφική κίνηση στον γκρεμό. Δεν με γοήτευσε τόσο το γεγονός όσο η εικόνα του θεραπευμένου, που τον έβλεπες πλέον, λέει το κείμενο, «καθήμενον, ιματισμένον και σωφρονούντα". Τρεις μετοχές, θέλω να πω, που αποδίδουν με μαγική οικονομία το νέο πρόσωπο του άνδρα.
Πολλά χρόνια μετά τον σκιαθίτη διηγηματογράφο, ο Ανδρέας Εμπειρίκος στοιχημάτισε να μιλήσει, κάνοντας την καθαρεύουσα όργανό του και δίνοντάς της μιαν εκτός εποχής λάμψη. Από τις σελίδες του προέκυψε η εκθαμβωτική γλώσσα του, απρόσκοπτα αναγνωρίσιμος κλώνος του Παπαδιαμάντη. Το αίσθημα της ευφρόσυνης ακρίβειας και της πειθαρχίας (στοιχείο άγνωστο όχι μόνο στη γλώσσα, αλλά σε όλες τις νεότερες εκφράσεις του βίου μας) είναι θαυμαστό. Στον Παπαδιαμάντη η καθαρεύουσα είναι προσωπική περιοχή, με στυλιστική τελειότητα, με ευαισθησία και εκλεπτυσμένη οικονομία. Χωρίς να με αφορά «η ελληνορθόδοξη πνευματική παράδοση» που απηχεί το έργο, οδηγούμαι στις πιο λεπτές και απαιτητικές τέρψεις. Η γλώσσα με παρασύρει (συχνά με απομακρύνει) από το θέμα, κερδίζοντας αβίαστα την πρωτοκαθεδρία. Σαν ένας γοητευτικός φορμαλισμός επιβεβαιώνει το κύρος της μορφής, χωρίς αυτή η στάση να είναι επιτηδευμένη οπτική, μια παραφροσύνη χαράς α π ό και γ ι α τους ήχους.
Διότι δεν παύει να βρίσκεται μπροστά μου ένα έργο πλημμυρισμένο από ηθικά μεγέθη, γεγονότα και πάθη. Έτσι, μια πινακοθήκη προσώπων ηθογραφείται στο ανθηρό και επινοητικό αυτό ιδίωμα. Προκύπτει αναπόφευκτα η επόμενη σκέψη, που οδηγεί στο πολυσυζητημένο πρόσφατο εγχείρημα: το συγγραφέα μεταφρασμένο, έξω απ' τη γλώσσα του. Ο Καζαντζάκης, λοιπόν, θα κέρδιζε σε κάθε μετάφραση. Τα φίλτρα της φυσικότητας θα χάριζαν τη φρεσκάδα και τον αβίαστο ήχο που στερείται. Ο Παπαδιαμάντης, αντιθέτως, είναι «αμετάφραστος», όπως κάθε «ποιητής γλώσσας", αν και σε μια περίπτωση ξέρω πόσο χρησίμευσε (φώτισε προφανώς νοήματα) στην ισπανίδα μεταφράστρια της "Φόνισσας". Εν πάση περιπτώσει, μεταφερμένος στα σχήματα της αναλυτικής μας γλώσσας μικραίνει και μεταβάλλεται. Γίνεται συμβατικός καταγραφέας, ακινητεί ή κάνει χαμηλές πτήσεις πάνω από τα μεταλλαγμένα τοπία του. Αν αφήσει στην άκρη τις φιλολογικές περιέργειες, ο θεατής της ενδογλωσσικής μεταφράσεως νιώθει κατατονική πλήξη. Δεν δυσκολεύεται να καταλάβει το λόγο: διαβάζει παρακολουθώντας αμέτοχος άλλοτε τις εξαρθρωμένες, άλλοτε τις θαμπές εικόνες μιας οθόνης που την έχει γνωρίσει στη μνημειώδη και απολαυστική κραιπάλη των χρωμάτων και των ήχων της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου