Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013


Ο Κώστας Μαυρουδής, εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Το Δέντρο και συγγραφέας, έγραψε 70 σύντομες ιστορίες για σκύλους. 'Η με σκύλους. 'Η με αφορμή τους σκύλους. Το βιβλίο του κυκλοφορεί σήμερα από τις εκδόσεις "Πόλις" και ο ίδιος ανέλαβε να μας τα εξηγήσει καλύτερα. Magnify Image Ο συγγραφέας και οι σκύλοι του Πώς προέκυψε ένα βιβλίο όπου 70 ιστορίες μιλούν για σκύλους; Υπήρξε μια στιγμή που κατάλαβα πόσο συχνά εμφανίζονται οι σκύλοι σε γλυπτά, ανάγλυφα, φωτογραφίες, σε διάσημους πίνακες ζωγραφικής (απείρως περισσότερους απ' όσους νομίζουμε), και μια άλλη στιγμή που άρχισα να συνδέω τους σκύλους με τη διαδρομή της ζωής μου, με τις μνήμες μου. Ήδη, το πρώτο κείμενο του βιβλίου, μιλά για τις συναντήσεις με σκύλους της ιστορίας, από την πρώτη κινηματογράφηση του ζώου στα πειραματικά φιλμ των Λιμιέρ, μέχρι τους πίνακες από την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα, και από το φιλμ με την είσοδο του στρατού μας στη Θεσσαλονίκη (1912) μέχρι κηδείες μοναρχών τον 19ο αιώνα. Όμως η πυκνότερη παρουσία του βρίσκεται στην εικαστική ιστορία. Magnify Image Η άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο,Πέτερ φον Χες Θέλετε να μου πείτε μερικά έργα τέχνης με σκύλους; Αποσπώ: «Απόλυτα ψύχραιμο στις Meninas του Βελάσκεθ, το ισπανικό Μαστίφ που κλωτσά η μικρή πριγκίπισσα κατέχει το πρώτο πλάνο του πίνακα, όπως ο μεγάλος κόκκινος σκύλος που μυρίζει το χώμα στο Αρεάρεα του Γκωγκέν. Ακόμα και το λευκό πόιντερ που παρακολουθεί την τελετή μπροστά στον ανοιχτό τάφο (Γκυστάβ Κουρμπέ, Κηδεία στην Ορνάν) είναι ένα απ' αυτά τα μοναχικά δαιμόνια. Ο υπαινιγμός της απόλυτης αμεριμνησίας που δείχνει η μη σκεπτόμενη φύση για τα ανθρώπινα». Magnify Image Las Meninas, Ντιέγκο Βελάσκεθ Magnify Image Arearea, Πωλ Γκογκέν Magnify Image Η κηδεία στο Ορνάν, Γκυστάβ Κουρμπέ Έχουν όλες αυτές οι σύντομες πρόζες δοκιμιακό χαρακτήρα ή είναι ιστορίες με εξέλιξη; Είναι ιστορίες που επιχειρώ να γράψω όσο πιο οικονομικά γίνεται, άλλοτε ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, άλλοτε ως γυναίκα, άλλοτε ως κάποιος τρίτος. Όπως τα πρόσωπα, έτσι αλλάζουν και οι τόποι, οι εποχές, οι πρωταγωνιστές . Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, «Ο "Άργος" κουνάει πάντα τα αυτιά του αντικρίζοντας τον Οδυσσέα, ο "Μπεντικό" κυκλοφορεί στις σελίδες του Γατόπαρδου δίπλα στον Ντον Φαμπρίτσιο, ο "Boatswain" μνημειώνεται στον Επιτάφιο για ένα σκύλο του Μπάιρον· αλλού δεκαεπτά σκύλοι υποδέχονται τον Πλαστήρα σε μια προεκλογική συγκέντρωση, ένα Μπόξερ καταστρέφει το υπό συγγραφή βιβλίο, έργο ζωής, και ο "Λέων" –σκύλος ενός καθολικού εφημέριου– παρακολουθεί ανελλιπώς τη Λειτουργία. Συνοδοιπόροι, άνθρωποι και σκύλοι μοιράζονται πραγματικότητες και αλήθειες, συναισθήματα και σημαίνουσες στιγμές. Θα σημείωνα ότι υπάρχει ένα βλέμμα που αφορά περισσότερο το παρελθόν, ένα βλέμμα κατάνυξης για τους ανθρώπους που έζησαν, ονειρεύτηκαν, και πέρασαν. Απόλυτα φυσικό βέβαια, το παρελθόν είναι το ιερό της λογοτεχνίας, η περιοχή της λατρείας της. Η «αθανασία» του τίτλου τι σημαίνει; Ο κύριος ενός υπερήλικα σκύλου λέει σε κάποιον ότι ναι μεν το ζώο του υποφέρει, αλλά συγχρόνως είναι μακάριο, αγνοώντας το τέλος. «Πεθαίνουμε», εξηγεί στον συνομιλητή του, «μόνον όταν το γνωρίζουμε. Ο σκύλος μου είναι σαν το δάσος που αγνοεί το πριονιστήριο. Σε λίγο πρόκειται να υποβάλω σε ευθανασία μια ανύποπτη, δηλαδή μιαν αθάνατη ύπαρξη». Υπάρχει ένα κινηματογραφικό βλέμμα στις αφηγήσεις; Όντως, υπάρχει μια εικαστική οπτική. Δεν ήξερα πού με οδηγούσε η διαδρομή κάθε ιστορίας. Άλλες βρέθηκαν να έχουν ποιητική έξοδο, με μια λυρική διαχείριση της γλώσσας (προέρχομαι άλλωστε απ' την ποίηση), άλλες είχαν το δραματικό στοιχείο που συχνά έβρισκα να συνορεύει με την κωμωδία των ηθών και το ευτράπελο της ζωής. Εν πάση περιπτώσει, στις 70 ιστορίες, οι σκύλοι είναι μέρη ενός κομματιού ζωής, που επιχείρησα να εμφανίζεται πάντα σαν κατανυκτική αποκάλυψη. Magnify Image Υπάρχει προσωπική εμπλοκή του συγγραφέα σ' αυτές τις ιστορίες; Όλα είναι μεταπλασμένα βιώματα, επινοήσεις τόπων και προσώπων. Να θυμίσω τι είπε ο Φελίνι όταν τον ρώτησαν γιατί δεν γυρίζει τις αυτοβιογραφικές ταινίες του στο Ρίμινι, τόπο καταγωγής του. «Φτιάχνω κάτι που είναι περισσότερο Ρίμινι από το Ρίμινι». Ποια είναι η αλήθεια μιας γραπτής ιστορίας εξάλλου; Αυτό που λέει στο μότο του βιβλίου ο μεγάλος ψευδολόγος Βαρώνος Μινχάουζεν. «Αλήθεια είναι ό,τι αφηγούμαστε καλά». Η ιστορία 63. Nαι, ήταν. Το ξέραμε σιωπηρά όλοι, από τότε που διηύθυνε την τοπική πινακοθήκη, διπλασιάζοντας την έκταση και τον αριθμό των έργων με χορηγίες και αθρόες δωρεές. Πολλά χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1965, επίτιμος πλέον, μου πρότεινε να δακτυλογραφήσω μια σύντομη Ιστορία των παραστατικών τεχνών και στη συνέχεια τα Απομνημονεύματά του – έργο ζωής, από τα χρόνια των σπουδών του στο Μύνστερ. Αν και έχανα τις πρώτες φοιτητικές μου διακοπές, με κολάκεψε η εμπιστοσύνη και η υπολογίσιμη αμοιβή. είχε μόλις υιοθετήσει το σκύλο ενός φίλου του που πέθανε, ήταν γνωστή η σχέση τους, ένα πλατωνικό, και δεν ξέρω τι άλλο, ειδύλλιο που κρατούσε χρόνια. Το ζώο του είχε ήδη καταστρέψει πόδια παλιών επίπλων και, κυρίως, βιβλία. Μου έδειχνε έναν κόκκινο τόμο του υπερείδη, την κατεστραμμένη χρυσοτυπία στα Αμφιβαλλόμενα συγγράμματα του Ιουστίνου, τους Βίους των σοφιστών του ευνάπιου ροκανισμένους καταστροφές που ανεχόταν «χάριν της μνήμης του ανεκτίμητου απόντος». Όφειλε αυτή την καρτερία, έλεγε, με αίσθημα ενοχής και χρέους. «Το ζώο εκδηλώνει πένθος και ανοικειότητα για τον άγνωστο χώρο». Έβλεπα με οργή την ανοχή του, πρώτη φορά πρόσεξα τα σαγόνια του Γανυμήδη, τη φυσιολογία του απείθαρχου Μπόξερ, κινήσεις, σιελόρροια, δυνατές αρθρώσεις. Αρχές Αυγούστου, λίγο μετά το βασιλικό πραξικόπημα και την καταψήφιση του νόβα, άρχισε να μου υπαγορεύει την Ιστορία του, ατέλειωτες ώρες δουλειάς, μοναδική αντοχή να διαβάζει και να διορθώνει επί τόπου. Στο τέλος του μήνα, όταν ο Τσιριμώκος καταψηφίστηκε και η Αθήνα φλεγόταν απ' τις διαδηλώσεις, δακτυλογραφούσα ακατάπαυστα: «Πόσο έχει μικρύνει προοπτικά το νεκρό σώμα», έγραφε για τον «νεκρό Ιησού» του Μαντένια. «Τα πόδια του φτάνουν μέχρι το θεατή, λες και θέλουν να προχωρήσουν έξω από τα όρια του πίνακα. επίτευγμα: μια κάθετη μορφή σε έργο οριζόντιο. Αμείλικτος ρεαλισμός θανάτου». Στο τέλος Αυγούστου αρχίσαμε τα Απομνημονεύματα: «υπάρχει αφύσικος έρως; Ποιος διακρίνει το βαθμό ορθότητος που έχει η επιθυμία; Το 1914, στο Μύνστερ, ήταν η εποχή των κρίσιμων ερωτημάτων. Ναι, η ερωτική κλίσις είναι ένα μακροχρόνιο έθιμο. Βιβλία, παιδεία, Τύπος, όλα προπαγανδίζουν την "ορθή επιλογή", μία και μόνον έκφρασι επιθυμίας». Στις 3 Σεπτεμβρίου είδαμε υπερήφανοι τη σελίδα με τη λέξη Τέλος. «Σε συγχαίρω», μου είπε και ξεφορτώθηκε τα χειρόγραφα στον κάδο του Δήμου. Στις 6 Σεπτεμβρίου με κάλεσε στο σπίτι για την αμοιβή μου. Έκλαιγε απαρηγόρητος. Με παρακάλεσε να διαδίδω παντού ότι ο δυνατός άνεμος σκόρπισε τις σελίδες, να τον ψέγω δημόσια για την απερισκεψία να αφήσει νύχτα στη βεράντα το έργο, να μην πω πουθενά ότι ο Γανυμήδης πολτοποίησε και έφαγε σε ένα βράδυ διακόσιες σελίδες της Ιστορίας και ισάριθμες από την εξιστόρηση ενός ραφινάτου και πολύπλαγκτου βίου εβδομήντα έξι χρόνων. Να μη φανεί ο ανόητος φόρος στο πάθος του. Συγκρατώ ακόμα φράσεις από κεφάλαια των δύο βιβλίων, τις καταληκτικές κυρίως, ή εκείνες που με εντυπωσίαζαν. Τις αλλάζαμε άπειρες φορές, ήταν ένας νευρωτικός της τελειότητας: «Κομψά πόδια που θα φιλούσε κανείς, χρυσά μαλλιά αλά Μποτιτσέλι, θεσπέσια σχέδια χεριών. Τα μάτια του είναι εξημερωμένα, αθώα, ωστόσο ο πόθος δεν φαίνεται να μην τους είναι οικείος». Κάπου αλλού: «Συχνά αναρωτιόμουν αν βρίσκουν γοητευτική χάρη και εκφραστικές αρετές στα μικρά λάθη που κάνω μιλώντας γερμανικά. Με απασχολούσε, διότι γνώριζα ότι υπάρχουν ποιητές που οφείλουν το θέλγητρο, ακόμα και τη σημασία του έργου τους, στο ότι έγραψαν σε γλώσσα την οποία δεν γνώριζαν στην εντέλεια. Αν η απάντησις ήταν θετική, κρίμα που ως ξένος δεν μπορούσα να χαρώ την παιδικότητα της γλώσσας μου. ναι, παιδικότητα. Ποιος δεν θα ήθελε να ζει την παιδικότητα για πάντα; Ποιος κέρδισε αποδρώντας απ' τη χώρα της για να φτάσει στην τυραννία του έρωτα και του χρόνου;» Για το τέλος των Απομνημονευμάτων είχε δύο μεγάλες παραγράφους. Κράτησε τη μία που ήταν περίπου έτσι: «Χωρίς το μύθο και την αφήγηση –την απόπειρα να συνδεθεί το μάταιο με την αθανασία–, ο κόσμος που είδαμε, άπληστα αλλά βιαστικά, θα ήταν ανυπόφορος. Με τα κέρδη της τέχνης εξοφλούσαμε τον άτεγκτο δανειστή». Μετά από λίγες μέρες πρόσθεσε μιαν ακόμα παράγραφο, που συμπλήρωνε τον ύμνο στον πλασματικό κόσμο, αλλά κι αυτή την αλλάξαμε άπειρες φορές・ δεν θυμάμαι την οριστική της διατύπωση. Magnify Image Λου, Μελένιος και Χλόη Magnify Image Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Ακρίβος Κώστας Μαυρουδής: Η αθανασία των σκύλων [Πόλις] ***** Πηγή: www.lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: