(Σχόλια για τις Τέσσερις εποχές του Κώστα Μαυρουδή, εκδ. Κέδρος)
1.Ο Κώστας Μαυρουδής, με τα δύο ώριμα πεζά του (Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι, 2000 και Στενογραφία, 2006) και τις τρεις τελευταίες ποιητικές συλλογές (Το δάνειο του χρόνου, 1989, Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια, 2001, Τέσσερις εποχές, 2010) έχει συμπληρώσει μια σημαντική κατάθεση σε ποίηση και πρόζα, μακριά από τις εξεζητημένες υπερεαλιστικές αναζητήσεις των πρώτων του έργων. Ποιητής εν εξελίξει, έχει κατακτήσει μεστό και ώριμο λόγο και παράλληλα διεκδικεί ξεχωριστή θέση στα γράμματά μας. Κεντρικός του άξονας είναι και παραμένει η σχέση του ανθρώπου με τον χ ρ ό ν ο. Στέκεται άπορος και αμήχανος μπροστά στις ασύλληπτες μεταμορφώσεις του και κυρίως μπροστά στα σημάδια του. Δεν θρηνεί ούτε προσπαθεί να εξορκίσει αυτόν τον δαίμονα. Αντιμετωπίζει με ήπια θλίψη την φθαρτότητα, το αμείλικτο καθεστώς της. Για να μην πενθήσει, επιστρατεύει το παράδοξο, το χιούμορ, την φιλοπαιγμοσύνη. Σε όλα του τα κείμενα έχει υιοθετήσει μια διαρκή δημιουργική στιχομυθία με εμβληματικά έργα της τέχνης (διακειμενικότητα), πάντα μέσα από τα συμφραζόμενα του χρόνου που γίνεται ανάμνηση και παρελθόν.
Οι ασήμαντες καθημερινές λεπτομέρειες, ταξίδια, γεγονότα και πρόσωπα βάζουν σε λειτουργία την προσωπική αναζήτηση του χαμένου καιρού και ξετυλίγουν μιαν ευφάνταστη τοπιογραφία. Η ποίησή του δεν προσπαθεί να ανακαλέσει να ανασυνθέσει νοσταλγικά το παρελθόν. Προσεγγίζει το αποτύπωμα των πραγμάτων από την τωρινή συγκυρία, βάζοντας το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον σε συνομιλία. Στο πρώτο ήδη ποίημα της συλλογής («Φθινόπωρο, ή η ποίηση και ο αρχάριος»), ένας «αρχάριος» αναγνώστης εκπλήσσεται όταν σε ένα ποίημα που διαβάζει νιώθει την ξένη εμπειρία σαν κάτι οικείο. Ενώ τα γεγονότα, μας λέει, δείχνουν ανεξιχνίαστα στο χρόνο και βλέπουμε μόνο τη σκιά τους («υπάρχει πάντα κάτι “αντ' αυτών”»), στην συγκεκριμένη περίπτωση «[...]το ξένο είναι σαν παλιός γνωστός, δείχνει οικείο, λες και πρόκειται για την ιστορία που διδαχτήκαμε και οι δύο στα σχολικά εγχειρίδια ή σαν το κλειδί τού ενός να ανοίγει το αυτοκίνητο του άλλου». Το ποίημα μιλά για μιαν αρρώστια σε ένα σπίτι, ιστορία πολύ παλιά, που ο αναγνώστης εκπλήσσεται γιατί και πώς, διαβάζοντας το ποίημα, την «θυμάται» και τελικά τον αγγίζει σχεδόν βιωματικά: «[...]Ενώ την εποχή εκείνης της αρρώστιας ήμουν αλλού, δεν ξέρετε σε τι αναπολήσεις με οδηγεί η εικόνα της χοντρής νοσοκόμας μετά από τόσα χρόνια [...] δεν ξέρω πώς ο ανύποπτος συμπράττει σε όσα του εμπιστεύεται η ξένη αφήγηση και οι μακρινές (ανάμεσα σε τίποτα κι αιωνιότητα) εικόνες του άλλου». Με περίτεχνο τρόπο, στους λαβύρινθους της διαίσθησης, ποιητής και αναγνώστης συναντώνται και αναγνωρίζονται από τις απέναντι όχθες του έργου.
2. Παρά την καταγραφή μιας πολύπλοκης εμπειρίας, όπως είναι εδώ το ζήτημα της τέχνης και της επικοινωνίας, δεν χάνεται ποτέ η γλωσσική διαύγεια. Ο Μαυρουδής είναι εχθρός της ασάφειας. Στις Τέσσερις εποχές γίνεται ακόμα πιο λιτός και απέριττος. Συνάμα πιο πολυσύνθετος και υπαινικτικός. Η γραφή του αποκτά έναν αβίαστο φυσικό ρυθμό. Συχνά περιγράφει κοινότοπα καθημερινά γεγονότα, που ξαφνικά συρρέουν δραματικά σε μία κεντρική θεμελιώδη σκηνή. Κάποτε σε μιαν ιστορία (διότι τα ποιήματα της συλλογής είναι αφηγηματικά), ο χρόνος αρχίζει να κινείται αντίστροφα. Πρόκειται για το ποίημα «Χριστούγεννα στο Ζάλτσμπουργκ» (σελ.30), όπου ο επισκέπτης της πόλης ανακαλύπτει έκπληκτος ότι όλα κινούνται προς τα πίσω: «[...]Το γάλα πλάγιος πίδακας επιστρέφει στη φιάλη του, τα δημητριακά γυρίζουν στη συσκευασία της Νεστλέ. [...]Το ψωμί επιστρέφει στο αλεύρι κι ύστερα στον αγρό, με τα ψηλά σιτάρια να κυματίζουν ρυθμικά.[...] Τα τραμ γυρίζουν στην αφετηρία τους. [...] Βαδίζουμε προς τον καθεδρικό έχοντας πίσω μας την είσοδο και το προαύλιο, όπως εκείνοι που έφταναν στον Άδη με την πλάτη (στραμμένοι σ' αυτά που εγκατέλειπαν). Όλα μπορούν να ανακτηθούν, τα περασμένα αφήνουν γενναιόδωρα τον οβολό τους όταν προτείνω το κουτί που γράφει “το χρόνο μου παρακαλώ, τα πράγματά μου”».Υπάρχει αυτό το φανταστικό παιχνίδι που παίζει η πόλη στον επισκέπτη, ώσπου να αποκαλυφθεί και να έρθει η αμείλικτη φυγή προς τα εμπρός: «[...]Παίζεις μαζί μου με ό,τι φεύγει», λέει ο ποιητής στη συγκυρία που τον ξεγελά. Και συνεχίζει, ξέροντας τι πραγματικά συμβαίνει: «Κανείς αν εξαιρέσουμε τα τρικ του σινεμά δεν επιστρέφει με την πλάτη. Κανείς δεν ξαναβρίσκει την παλιά του θέση. Στο παγωμένο Ζάλτμπουργκ ή αλλού, Χριστούγεννα ή όχι, όλα στο μέλλον προχωρούν, σε μια κατεύθυνση βαδίζουμε, στην ίδια ευθεία όλοι πάμε». Το κείμενο, κατά κάποιον τρόπο, ανακαλεί τον πίνακα «Angelus Novus» του Κλέε, όπως τον περιγράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, όπου ο άγγελος της ιστορίας, με φτερά ανοιγμένα και το πρόσωπο στραμμένο στο παρελθόν, θα ήθελε να παραμείνει, να ξυπνήσει τους νεκρούς. Όμως η ορμή μιας θύελλας μπαίνει στα φτερά του και δεν μπορεί πια να τα κλείσει. Η θύελλα τον σπρώχνει προς το μέλλον, στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη και όπου άθελά του οπισθοχωρεί, ενώ «η πρόοδος στοιβάζει συντρίμμια πάνω σε συντρίμμια, μπρος στα πόδια του που φτάνουν ως τον ουρανό». Βέβαια ο Μαυρουδής δεν μιλάει για τον εφιάλτη του μηχανοκίνητου πολιτισμού. Μιλάει για το μυστήριο του χρόνου, που απ' όπου κι αν το πλησιάσεις παραμένει απρόσιτο.
3. Η έννοια του χρόνου, λοιπόν, είναι η μόνιμη ιδέα των δεκατεσσάρων εκτεταμένων αφηγηματικών ποιημάτων, που το καθένα εξελίσσεται σε μια εποχή του χρόνου. Σταματώ στο ποίημα «Καλοκαίρι, ή Αύγουστος στο Λουτράκι» (σελ.23). Κάποιος ηλικιωμένος άγνωστος τηλεφωνεί το μεσημέρι των Χριστουγέννων και αρχίζει να μιλά στον ποιητή για τους απόντες οικείους του, παλιά γεγονότα και λεπτομέρειες που γνωρίζει. Ο ακροατής ξαφνικά απειλείται. «[...]Τι κονιορτοποίηση, ο άγνωστος να με λιθοβολεί με γεγονότα, να λέει στην ουσία, εξήντα τόσα χρόνια, να η επιτομή τους, ενώ ξέρω θα ήθελες έναν τραυλό αιώνα, να μην μπορεί να βγάλει λέξη, η κάθε φράση του να διαρκεί επ' άπειρον, να μην χρειάζεται να στερεώσεις με τη στιχουργική τα γεγονότα, αυτό που ξέρουμε απ' τον Οράτιο («exegi monumentum...», «...έκτισα μνημείο που διαρκεί περισσότερο απ' τον χαλκό»). Στο ίδιο ποίημα, μια θεία και η εποχή της, βάζουν το παρόν και το παρελθόν να συνθέτουν μια διαλκυστίνδα: «[...] η εποχή της απ' τη μια,/ άπληστος για παρόν εγώ τραβώντας απ' την άλλη». Στην κηδεία της, ο ποιητής προσέχει πώς τα μαλλιά της είναι χτενισμένα προς τα πίσω, «μια ευκολία ως φαίνεται του μακιγιέρ,/ στιλ που θυμίζει μεσοπόλεμο,/ τον κόμη Τσιάνο αν θυμάστε/ τον άτυχο Ντίνου Λιπάτι/ ή τον Γκαρθία Λόρκα στο πορτρέτο του '30,/ όπου/ σαν/ την/ κατάνυξη/ λάμπει/ μοναχική/ η μπριγιαντίνη/ μέχρι/ σήμερα».
4. Αυτά που διακρίνονται στην επιμονή για την ανάκληση του χαμένου, η επιστροφή, η συνομιλία με το παρελθόν, είναι στοιχεία που συχνά φωτίζουν τις αφετηρίες, ερμηνεύουν ψυχολογικά τα κίνητρα και μιλούν για την προσωπική ιστορία με τις περιπέτειές της. Επιστρέφοντας όμως από τις ερμηνείες στο κείμενο, θα τονίσουμε ότι οικοδομείται μ' αυτό ένα εξαιρετικό έργο. Επισημάνσεις επιχειρώ. Νομίζω ότι ο Μαυρουδής είναι από τους λίγους της γενιάς μας που έχει φτάσει σ' αυτήν τη θαυμαστή ωριμότητα. Οι τέσσερις εποχές, η τοπιογραφία τους, το κοσμοπολιτικό και αυτόχθον σκηνικό τους, η τεχνική, η καταβύθιση στην ύπαρξη και το φόβο του χρόνου είναι στοιχεία που αποδίδονται μοντέρνα, πρωτότυπα, δείχνουν υψηλό γλωσσικό κύρος και έναν εκλεπτυσμένο δημιουργό. Πιστεύω ότι αξίζει να αναγνωριστεί το αληθινό του εκτόπισμα και η αξία που αυτός αντιπροσωπεύει.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ
1 σχόλιο:
Βιβλίο κριτική, τοπ.
Γερ. (stop)
Δημοσίευση σχολίου