Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Χθες στον Ασπρόπυργο


Μια ιδιοτυπία του ύφους στην "Αθανασία των σκύλων", είπε ο καθηγητής ιστορίας Γ. Κόκκινος, έγκειται στο εξής: στην επίγνωση της υπεροχής της λογοτεχνικής φαντασίας έναντι της ιστορικής ακριβολογίας, παράλληλα όμως και στον εμποτισμό της λογοτεχνικής φαντασίας με την «αμεσότητα» και την «αυθεντικότητα» της προσωπικής μαρτυρίας. Στοιχείο που παραπέμπει στο ρόλο του συγγραφέα ως μάρτυρα, δηλαδή ως καταγραφέα και νοηματοδότη κυρίως των δικών του βιωμάτων –πρωτογενών ή έμμεσων και δευτερογενών-, αλλά, παράλληλα, και ως άτυπου αρχειοθέτη της εποχής του.
Μιλήσαμε για ώρα με μια ομάδα από αναγνώστριες που ζουν στον Ασπρόπυργο. Συναντηθήκαμε στη βιβλιοθήκη που δημιούργησε και διευθύνει η κ. Φούφα. Είπαμε για το πώς αυτό το βιβλίο δεν το αποτελούν ζωοφιλικά αφηγήματα, αλλά ο σκύλος είναι ένα πρόσχημα για να γίνει αφήγημα η προσωπική μνήμη. "Γιατί η εμμονή στη μνήμη σε όλα τα βιβλία σας;", ήταν ένα ερώτημα. "Γιατί, γράφοντας στερεώνουμε κάτι χαμένο, το αναπλάθουμε με όρους δικούς μας", είπε ο παρευρισκόμενος Τάσος Γουδέλης και "γιατί προσπαθούμε μάταια να κλείσουμε λογαριασμούς με το χρόνο".
"Διότι η 'Αθανασία' του τίτλου δεν αφορά τόσο τα ζώα όσο την ανάγκη για αθανασία του δικού μας παρελθόντος" είπα, για να τονίσω κι εγώ τον προσχηματικό χαρακτήρα του τίτλου. "Πώς πρωτοακούσατε για το βιβλίο;" ρώτησα μια κυρία. "Το είδα τυχαία στο βιβλιοπωλείο", είπε. Συμπτωματικά εκείνη την εποχή ο σκύλος μιας φίλης μου ήταν ετοιμοθάνατος. Αγόρασα ένα αντίτυπο για εκείνη κι ένα για μένα. Στην πορεία κατάλαβα πως δεν έχει σχέση με αυτό που νόμιζα. Εν πάση περιπτώσει, λίγες μέρες μετά την αγορά η κατάσταση του σκύλου της βελτιώθηκε και το ζώο επέζησε". Διηγήθηκα, για να ευθυμήσουμε, τη γνωστή ιστορία, όταν το υπουργείο Γεωργίας κάποτε είχε αγοράσει 4000 αντίτυπα από το βιβλίο του Στάινμπεκ "Άνθρωποι και ποντίκια" και το έστειλε σε υπηρεσίες του σ' τη χώρα!
Μου έκανε εντύπωση η προσοχή σε ορισμένες λεπτομέρειες που είχαν δείξει. Αφορούσαν χαρακτήρες, επεισόδια, φράσεις. Είπαμε πολλά και για αρκετή ώρα. Η βιβλιοθήκη έπρεπε να κλείσει. Τέλειωσα με ένα κείμενο από το προσεχές βιβλίο μου που είχα φέρει στον υπολογιστή, για να δείξω τη σχετικότητα στην ανάγνωση:
"Το βιβλίο που διαβάζεις είναι δικό μου. Αλλά όταν αρχίζεις να το διαβάζεις άσχημα τότε είναι δικό σου". Είναι του Μαρτιάλη, εντυπωσιακά εύστροφου ισπανού ποιητή και επιγραμματοποιού (40-100 μ.Χ). Σύγχρονος, κοντά μας, σαν το ρωμαικό πνεύμα και την τεχνική. Αυτή είναι μια μοντέρνα, σημερινή, στάση με κέντρο το κείμενο κι όχι την πρόθεση του ποιητή. Το νόημα φτιάχνεται από την αναγνωστική αντίληψη. Το κείμενο, για να το πούμε με δικά μας λόγια, είναι μαγικό κουτί. Βάζουν ένα μαντήλι και ανοίγοντάς το εμφανίζονται δέκα. Μόνο που ταχυδακτυλουργός εδώ δεν είναι ο ποιητής, αλλά ο αναγνώστης.

Μου αρέσει!Μου αρέσει! · ·

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΠEMΠTH, 25.9.2014

Υπάρχει μια ομάδα αναγνωστών στον Ασπρόπυργο. Ονομάζεται "Φίλοι λέσχης ανάγνωσης βιβλιοθήκης Ασπροπύργου". Εκδήλωσαν απ' το καλοκαίρι την επιθυμία για μια συνάντηση, με σκοπό να μιλήσουμε για την "Αθανασία των σκύλων" που ορισμένοι είχαν διαβάσει.
Απ' τον Ιούλιο το μεταφέραμε τελικά την προσεχή Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου. Στις 5.30, λοιπόν, στον τρίτο όροφο του Πνευματικού Κέντρου της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ασπροπύργου, θα βρεθούμε, ο καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Γιώργος Κόκκινος, ο πεζογράφος Τάσος Γουδέλης και εγώ, με τους αναγνώστες του συλλόγου. Η κουβέντα φαντάζομαι δεν θα αφορά στενά την "Αθανασία", αλλά γενικότερα τη λογοτεχνία, τη σχέση μας με το κείμενο, το βλέμμα, τη φαντασία και το ταλέντο του αναγνώστη.
Αν λοιπόν κανείς, μεθαύριο, εκείνη την ώρα βρίσκεται κοντά, θα ήταν ωραίο και ενδεχομένως χρήσιμο για μας, να έρθει στη Δημοτική Βιβλιοθήκη.

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

1936-2014

Μια σειρά από παιδικά βιβλία που είχα (και υπάρχουν ακόμα στην βιβλιοθήκη της Τήνου), οι "Ελβετοί Ροβινσώνες", "Οι μεγάλοι εξερευνητές" και πολλά άλλα ήταν δώρα εκείνου. Μας συνέδεε μια σύμπτωση: οι πατέρες μας κατάγονταν απ' τον Πύργο της Σάμου και η μητέρες μας απ' τον Πύργο της Τήνου. Οι πρώτες μου αναγνώσεις ήταν βιβλία που είχε διαβάσει εκείνος παιδί και αργότερα, φοιτητής πια, μου τα χάρισε. Τον συναντούσα τα καλοκαίρια της δεκαετίας του '50 στην Τήνο. "Τί δουλειά θα κάνεις;" τον ρώτησα κάποτε. "Αρχαιολόγος", μου είχε πει. "Μα είναι δουλειά χωρίς μέλλον, κάποτε θα βρεθεί ο παλιός κόσμος..." "Δεν θα συμβεί ποτέ αυτό", με βεβαίωσε γελώντας. Του θύμισα τον αρχαίο διάλογό μας (βράδυ καλοκαιριού, λίγο πριν με βάλουν με το ζόρι σε ένα κουρείο), όταν πριν από δυο χρόνια συναντηθήκαμε στην οδό Ακαδημίας. "Αν σήμερα σου έλεγα το ίδιο", του είπα, τι θα απαντούσες;" "Ό,τι και τότε", μουρμούρισε, με ένα κουρασμένο αυτή τη φορά χαμόγελο.
Το 1957 στην ταράτσα του σπιτιού του, στου Γκύζη, με τη γύρω περιοχή γυμνή, τα Τουρκοβούνια άκτιστα και την Αθήνα με θαυμαστή ανθρώπινη κλίμακα να μας χαρίζει την εικόνα του Φαλήρου, μου είπε: "Τι θέλεις να σου δείξω;" Χωρίς αναφορές στην πόλη, θυμάμαι ότι το παιδί από την επαρχία τού ζήτησε να δει το ξενοδοχείο που έμενε !! "Βικτώρια", γωνία Πατησίων και Πανεπιστημίου, Χαυτεία.
Το 1990, στην Τήνο πάλι, κατεβαίνοντας αργά μια νύχτα από το πατρικό μου σπίτι, είδα φωτισμένο το υπόγειο του αρχαιολογικού μουσείου. Τι πολύτιμη περιέργεια, σχεδόν παρακαταθήκη, γιατί τι άλλο είμαστε, πώς αλλιώς ζωγραφίζεται η εικόνα μας, αν όχι από τον έρωτα και τη σχέση της δημιουργικής δουλειάς; Τον είδα πάνω από ένα μεγάλο τραπέζι μόνο (ενώ η παραλία και ο Ιούλιος έσφιζαν), να συναρμολογεί μέλη και συντριμμένα οστάρια ενός σκελετού. "Από έναν τάφο", μου είπε, δείχνοντας πως θέλει να συνεχίσει απερίσπαστος.
Ξέρω πως υπάρχει κάπου μια φωτογραφία των πατέρων μας, με μακριά χλαίνη στο μέτωπο του '40. Έχω επίσης μια φωτογραφία της δασκάλας μητέρας του στον Πύργο της Τήνου όπου, στο μονοτάξιο σχολείο, ποζαρει όλη η τάξη με τον καθημαγμένο Χαλεπά που τους έχει επισκεφθεί. Γιώργος Δεσπίνης (1936-2014). Κορυφαίος μελετητής της αρχαίας γλυπτικής και ομότιμος καθηγητής στο παν/μιο της Θεσ/νίκης. Με δικές του ταυτίσεις και αναγνωρίσεις επέστρεψαν έργα από μουσεία του εξωτερικού. Εγκατέλειψε νωρίς την έδρα του στο πανεπιστήμιο. Ήταν απόμακρος. Τον έβλεπα να βγαίνει από το γερμανικό ινστιτούτο της Φειδίου καμιά φορά. Κάποτε μιλούσαμε, κάποτε τον άφηνα στην εμφανή του εσωστρέφεια. Στην τελευταία μας, τυχαία, συνάντηση μου έλεγε πόσο ελάχιστες είναι μελέτες και δημοσιεύσεις που αφορούν ανασκαφές. Αυτη η συμβατική συζήτηση ήταν οι τίτλοι τέλους για την ισχνή αλλά τόσο παλια μας σχέση. Ξέρω πως υπάρχει κάπου στο σπίτι, θα ψάξω και θα το βρώ, το σημαντικότερο έργο του, για τον σπουδαίο πάριο γλύπτη Αγοράκριτο (Β' μισό 5ου αιώνα).

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Η λίστα

"Δέκα τίτλους;" Η πρόταση να καταρτίσω κατάλογο με οδηγεί σε γνωστή φράση από την "Υπερηφάνεια και προκατάληψη": "Είμαι βέβαιος ότι ποτέ δεν διαβάζουμε τα ίδια, ή τουλάχιστον με τα ίδια αισθήματα".
Να το επικαιροποιήσω: Αποκλείεται να παρακολουθήσαμε την ίδια ταινία χθες βράδυ με τον διπλανό μου (Tsakiris+ μπύρα Α), με το μπροστινό ζευγάρι (τσίτος+μπύρα) και με την εξ αριστερών φιλόλογο (Ρεντμπουλ+ ποπκορν), που έκλεινε ιδιαίτερο : ("Πείτε μου λίγο τη διεύθυνση...Από την Τσαλδάρη πόσα στενά;.....Έξι, Παρασκευή...Το κουδούνι τι όνομα γράφει;").
"Δέκα τίτλους;" Tα CD που ακούμε, τα φιλμ που βλέπουμε, τα βιβλία που διαβάζουμε, έχουν κυκλοφορήσει σε ένα, μοναδικό αντίτυπο.

Νuremberga


Παλιό, τενεκεδένιο κουτί. Διαστάσεις: 42cm επί 35, με 15cm ύψος. Φτιαγμένο από την εταιρεία E. Otto Schmidt (Lebkuchenfabrik) της Νυρεμβέργης. Κάποτε περιείχε το παραδοσιακό Χριστουγεννιάτικο Λεμπκούχεν. Πολύτιμο δώρο από το Μόναχο.


"Η αθανασία των σκύλων", ένας μονόλογος στο "Varelaki"

Πρώτο κίνητρο για να γραφεί αυτό το βιβλίο ήταν, μπορώ να πω, η πυκνή παρουσία των σκύλων  δίπλα μας. Κάποτε είδα πόσο συχνά αποτυπώνονται σε φωτογραφίες όλων των εποχών, διάσημους ή μη πίνακες ζωγραφικής (απείρως περισσότερους απ' όσους νομίζουμε), αλλά ανακάλεσα και τους σκύλους της δικής μου ζωής. Μια παρουσία, λοιπόν, εντοπίσημη σ' όλους τους χρόνους,  που παρακολουθεί σιωπηλά την ανθρώπινη περιπέτεια. Στο εισαγωγικό κείμενο ήδη, υπάρχουν πολλές αναφορές από παρατηρήσεις μου. Από την πρώτη καταγραφή του σκύλου στα πειραματικά φιλμ των Λιμιέρ, μέχρι τους πίνακες από την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα. Από το φιλμ με την είσοδο του στρατού μας στη Θεσσαλονίκη (1912) μέχρι κηδείες μοναρχών τον 19ο αιώνα. Όμως η πυκνότερη παρουσία του βρίσκεται στην εικαστική ιστορία. Αποσπώ: «Απόλυτα ψύχραιμο στις «Meninas» του Βελάσκεθ, το ισπανικό Μαστίφ που κλωτσά η μικρή πριγκίπισσα κατέχει το πρώτο πλάνο του πίνακα, όπως ο μεγάλος κόκκινος σκύλος που μυρίζει το χώμα στο «Αrearea» του Γκωγκέν. Ακόμα και το λευκό πόιντερ που παρακολουθεί την τελετή μπροστά στον ανοιχτό τάφο (Γκιστάβ Κουρμπέ, «Κηδεία στην Ορνάν») είναι ένα απ' αυτά τα μοναχικά δαιμόνια. Ο υπαινιγμός της απόλυτης αμεριμνησίας που δείχνει η μη σκεπτόμενη φύση για τα ανθρώπινα».



 Είναι ιστορίες που επιχειρώ να γράψω όσο πιο οικονομικά γίνεται, άλλοτε ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, άλλοτε ως γυναίκα, άλλοτε ως κάποιος τρίτος. Όπως τα πρόσωπα, αλλάζουν οι τόποι, οι εποχές, οι πρωταγωνιστές . Θα έλεγα ότι υπάρχει ένα βλέμμα που αφορά περισσότερο το παρελθόν, ένα βλέμμα κατάνυξης για τους ανθρώπους που εμφανίστηκαν, έζησαν, ονειρεύτηκαν, και πέρασαν. Να μην ξεχνάμε πως το παρελθόν είναι το ιερό της λογοτεχνίας, η περιοχή της λατρείας της. Έτσι, έρωτες, πάθη, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, υπάρχουν  σε ένα φόντο που συχνά φωτίζει το λυκόφως του χρόνου, ενώ  εμπλέκεται πάντα η ιστορία και η μοίρα ενός ζώου.



Πιθανό ερώτημα είναι τι σημαίνει ο τίτλος. Ο κύριος ενός υπερήλικα και άρρωστου σκύλου λέει σε κάποιον ότι ναι  μεν ο πιστός του σύντροφος υποφέρει, αλλά συγχρόνως είναι μακάριος αγνοώντας το τέλος του. «Πεθαίνουμε», εξηγεί στον συνομιλητή του, «μόνον όταν το γνωρίζουμε. Ο σκύλος μου είναι σαν το δάσος που αγνοεί το πριονιστήριο.  Σε λίγο πρόκειται να υποβάλω σε ευθανασία μια ανύποπτη, δηλαδή μιαν αθάνατη ύπαρξη».  Η συνάντηση, ο διάλογος και η ιδέα της αθανασίας δίνει τον τίτλο στο βιβλίο.


Υπάρχει, πρέπει να πω, η αίσθηση της εικόνας έντονη, μια αίσθηση περίπου κινηματογραφική,  μια εικαστική οπτική στα αφηγήματα. Δεν ήξερα πού με οδηγούσε η διαδρομή κάθε ιστορίας. Άλλες βρέθηκαν να έχουν ποιητική έξοδο, με μια λυρική διαχείριση της γλώσσας (προέρχομαι άλλωστε απ' την ποίηση), άλλες είχαν το δραματικό στοιχείο που συχνά έβρισκα να συνορεύει με την κωμωδία των ηθών και το ευτράπελο της ζωής. Εν πάση περιπτώσει, οι σκύλοι είναι ένα σκηνικό στοιχείο στις 70 ιστορίες, συχνά συνδέονται στενά με τα πρόσωπα, άλλοτε είναι περαστικές παρουσίες εκεί όπου παίζεται η ανθρώπινη περιπέτεια και η ποικιλία των επεισοδίων της. Όλες οι αφηγήσεις, εξάλλου, συνδέονται με κάτι κοινό. Είναι μέρη ενός κομματιού ζωής, που βγαίνει στην επιφάνεια όπως η ποίηση, σαν κατανυκτική αποκάλυψη.



                                                         
                                      



Στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις  υπάρχει προσωπική εμπλοκή του συγγραφέα. Όμως είναι όλα μεταπλασμένα βιώματα, μεταμορφώσεις τόπων και προσώπων που θα μπορούσαν να υπάρχουν. Ποια είναι η αλήθεια της γραπτής ιστορίας τελικά; Αυτό που λέει στο μότο του βιβλίου ο μεγάλος ψευδολόγος Βαρώνος Μυνχάουζεν. «Αλήθεια είναι ό,τι αφηγούμαστε καλά». 


Να προσθέσω κάτι που νιώθω γι' αυτό το βιβλίο. Ότι δεν έχει τελειώσει. Όχι ότι δεν έχουν ολοκληρωθεί οι αφηγήσεις του, αλλά υπάρχει ένα παρελθόν που καθώς ο αφηγητής και ο συγγραφέας συχνά ταυτίζονται, με προκαλεί να το ψάξω, να το εκμεταλλευτώ επί πλέον. Για παράδειγμα στην σελίδα 91 υπάρχει μια ιστορία όπου ο πατέρας του αφηγητή με τον γιο του βρίσκονται, Σαββατόβραδο ενός παλιού αλλά απροσδιόριστου χρόνου, σε ένα μεγάλο καφενείο.  Τόπος είναι η κωμόπολη όπου ζουν. Η αίθουσα είναι κατάμεστη. Ο πατέρας μόλις διάβασε στην Εστία μια παράδοξη ιστορία, όπου κάποιος φτωχός ισπανός συνταξιούχος ανακάλυψε  πετρέλαιο να αναβλύζει από τον κήπο του: [...] «θυμάμαι με λεπτομέρειες το βροχερό σαββατόβραδο. Τις συντροφιές, περισσότερο με επιτραπέζια παρά με καφέ και γλυκίσματα, τους γαλάζιους καπνούς των τσιγάρων, τη μεταλλική μηχανή στο ταμείο -με το κουδουνάκι που αντηχούσε για ώρα μετά το χτύπημα-, ακόμα και την πιο εντυπωσιακή καλλονή της πόλης που μπήκε με κίνηση σταρ, με τα βαμμένα χείλη και τον κόκκινο μπερέ της να γέρνει δεξιά: το καφενείο «Ανεμώνη», μήτρα χιλιάδων άλλων που θα γνώριζα μετά από χρόνια, κατεσπαρμένα παντού, όπως οι άπειροι απόγονοι ενός βιβλικού πατριάρχη. Πόσες ώρες -με ποιους, σε ποια πόλη;-, τι συζητήσεις, εχθροπραξίες, ρεμβασμοί, ψάχνοντας κάτι που δεν θα εμφανιζόταν ποτέ. Στίχοι, ασήμαντες σημειώσεις, συναντήσεις κι απροσδόκητες γνωριμίες απ' το διπλανό κάθισμα, όταν πια ο προστατευτικός ομοτράπεζος της πρώτης αίθουσας δεν υπήρχε. Ο σερβιτόρος πλησίασε και σκύβοντας του μίλησε με σεβασμό, υπόχρεος για το πάντοτε υπολογίσιμο φιλοδώρημα. Η πετσέτα απ' το μπράτσο του μου χάιδεψε ανάλαφρα τα μαλλιά: «Θα σας φέρω και το Εμπρός, κύριε τμηματάρχα. Αποκλείεται να φύγετε. Βρέχει δυνατά». 

Υπάρχει η μνεία του παλιού επαρχιακού καφενείου, «πρόλογος» όλων των καφενείων που ο αφηγητής γνώρισε αργότερα. Ξέρω πως  κάθε αφήγηση για αρκετούς λόγους, όχι τους ίδιους πάντα, έχει παραλείψει στοιχεία που θα ήταν οφειλόμενη αναφορά στην ακρίβεια. Παραλείπουμε, άλλοτε γιατί το κάτι επιπλέον βαραίνει, γίνεται περιττό, άλλοτε γιατί θέλουμε να τονίσουμε μια μονάχα, συγκεκριμένη, πλευρά. Το ότι ο αφηγητής ήταν ο συγγραφέας σε παιδική ηλικία, μπορεί να εξηγεί γιατί αργότερα θέλει να προσθέσει στο κείμενο το προσωπικό στοιχείο που παρέλειψε. Μετά από καιρό πρόσθεσα αυτό το κομμάτι:«Δίπλα μας, πολύ συχνά, καθόταν κάποιος καπνιστής που του άρεσε να επιδεικνύει πόσο δεξιοτεχνικά έφτιαχνε δαχτυλίδια με τον καπνό του. Με αυτόν το ρόλο τον θυμάμαι. Δεν ξέρω- και καλύτερα,- ποιος ήταν, τι έκανε, τι υπήρξε. Αυτό για το οποίο δεν αμφιβάλλω είναι ότι ήταν φιλοπαίγμων και μόνος. Κάπνιζε από ένα κόκκινο πλακέ κουτί. Θα μπορούσα να πω ότι κάπνιζε αποκλειστικά για να επιδεικνύει τα δαχτυλίδια του καπνού, σε διάφορα μεγέθη και σχήματα, τέλειους κύκλους  (μπορούσε να τους εγκαταστήσει σαν φωτοστέφανα πάνω από ένα κεφάλι), ή ελαφρά παραμορφωμένους κατά πλάτος και ύψος, που συχνά κατόρθωνε να τους ενώσει σε αλυσίδα. Τα χείλη του έπαιρναν σχήματα που το καθένα  έφτιαχνε διαφορετικό κύκλο και το βλέμμα του, μολονότι κάθε εκπνοή ήταν  θρίαμβος, έμενε ηθελημένα αδιάφορο, σαν να εκτελούσε εύκολες εφαρμογές. Και βέβαια, ενώ αιφνιδίαζε και γοήτευε κυρίως τα παιδιά, απευθυνόταν με άκρα σοβαρότητα σε όλους. Έχω την εντύπωση πως μπορούσε να μιλά μέσω του καπνού ακόμα και για την επικαιρότητα ή τα σοβαρά γεγονότα της. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1956 έγιναν βουλευτικές εκλογές. Η νεοσύστατη ΕΡΕ του  Κωνσταντίνου Καραμανλή κέρδισε περισσότερες έδρες, με  αριθμό ψήφων, όμως, μικρότερο από εκείνον των αντιπάλων της! Την επόμενη κιόλας μέρα,ο δεξιοτέχνης των δαχτυλιδιών, στο καφενείο, εμφάνισε με τρείς διαφορετικές κινήσεις των χειλιών του έναν σαρδόνιο υπαινιγμό για το μειοψηφικό ποσοστό.  Πάνω απ' τα κεφάλια μας έστειλε δυο μικρούς κύκλους που τους χώριζε μια κυρτή γραμμή (%). Κάτι ακόμα πιο δύσκολο  έγινε το απόγευμα της 22ας Νοεμβρίου (πάλι του 1956). Από το διπλανό τραπέζι, πλάι στη μεσαία από τις τρεις εισόδους, με την ίδια δεξιοτεχνία και ταχύτητα, έφτιαξε πέντε ανισοϋψείς  συνάλληλους κύκλους. Η σύνθεση ανέβαινε αργά και εγκαταστάθηκε, ακίνητη και σταθερή, σε μικρό ύψος. Ορισμένοι σταμάτησαν τα επιτραπέζια για να τη δούν. Ο ειρηνοδίκης έμεινε με το άλογο να αιωρείται στο χέρι του. Ο ίδιος ο ιδιοκτήτης, με  ανοικτή την μεταλλική ταμειακή, κοίταζε το περίτεχνο σχήμα, έμβλημα των Ολυμπιακών αγώνων. Ώσπου να το διαλύσει το ελαφρό ρεύμα από την πόρτα που άνοιξε, η βραχύβια τέχνη μάς είχε ανακοινώσει ότι στη Μελβούρνη άρχιζαν οι 16οι Ολυμπιακοί αγώνες» 

Το παλιό κείμενο, ενωμένο όπως το διαβάσαμε με το νέο, συνέχειά του, είναι μέρος απ' το καινούργιο μου βιβλίο που έχει τον προσωρινό τίτλο 
Η χαμένη πόλη
. Μοιάζει πολύ με τη Στενογραφία του 2006, αλλά εδώ υπάρχουν και κάπως πιο θερμά κείμενα, προσωπικά γεγονότα, αφηγήσεις, κρίσεις από αναγνώσεις, αναπόφευκτη ποιητική ματιά στο παρωχημένο, και όχι μόνο  εκείνη η θεωρητική και ηθολογική ματιά στον κόσμο και στη λογοτεχνία της Στενογραφίας. Και πάλι σύντομα κείμενα παρακολουθούν άλλα εκτεταμένα, απόψεις με αφοριστική απολυτότητα και συντομία γειτονεύουν με αφηγήσεις αυτοβιογραφικές. Υπάρχουν πάλι εκείνες οι αυτοσαρκαστικές ιστορίες με τον εστέτ. Στο παλιό ήταν οι «έντεκα θέσεις για τον εστέτ», εδώ είναι οι «Είκοσι θέσεις για τον εστέτ» Ένα δείγμα, ίσως πρώιμα, για τους αναγνώστες μας: 
 

 Να ένας συγγραφέας πρότυπο, είπε ο εστέτ. Μόλις είχε διαβάσει για τον βίο και τα έργα του πεζογράφου Ζιλ Ρενάρ που γνωρίζοντας εξαντλητικά τους συμπατριώτες του μυθιστοριογράφους (Φλωμπέρ, Σταντάλ, κλπ) είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μόνη δυνατή εξέλιξη της πεζογραφίας είναι η σύμπτυξη, ο πουαντιλισμός, η οικονομία, και αμέσως έγραψε σε ένα ημερολόγιο με χίλιες εκατό σελίδες ότι «τα λογοτεχνικά έργα που γράφονται σήμερα είναι υπερβολικά εκτενή». Πολύ πριν απ' τον Ντίλαν Τόμας («μην πας ευπρεπής στο θάνατο, οργή, οργή για το φως που φεύγει»), εκείνος είχε γράψει κάτι σχεδόν σιαμαίο:  «το μόνο που αισθάνομαι για τον θάνατο είναι ένα είδος θυμού». Κυρίως όμως τον εστέτ έθελξε ένα πνεύμα ειρωνείας και αφ' υψηλού βλέμματος στον κόσμο, καθώς ο γάλλος συγγραφέας, ζώντας σε μια μικρή επαρχιακή πόλη καταλάβαινε πως κανείς από τους χωρικούς δεν συμπαθούσε την ύπαιθρο, δεν ασχολούνταν μαζί της, ούτε την πρόσεχε ποτέ. Και το 1904,  εκλεγμένος  δήμαρχος πια, αιφνιδίασε τον εκλεκτό, σύγχρονο και μελλοντικό, αναγνώστη, υπογραμμίζοντας τη συγγένεια αίματος ανάμεσα στο πνευματικό και την παρακμή: «Ως δήμαρχος είμαι υπεύθυνος για τη συντήρηση των επαρχιακών δρόμων. Ως ποιητής θα προτιμούσα να τους βλέπω παραμελημένους».
 

Φιλάλληλα

Ένας εξαιρετικός φωτογράφος και διανοούμενος που γνώρισα πριν λίγες μέρες, ο Βασίλης Πρωτοπαπάς, με αιφνιδιάζει ευχάριστα απόψε το βράδυ δείχνοντάς μου μια γωνιά της βιβλιοθήκης του. Επτά βιβλία μου, ορισμένα παλιά και δυσεύρετα πιά ("Το δάνειο του χρόνου", Κέδρος), πλάι στα oκτώ βιβλία ενός πολυγραφότερου φίλου. Ωραία σύμπτωση. Μπορεί να έχω να δω για μήνες τον Γιάννη Ευσταθιάδη, αλλά στο ράφι του Β.Π. οι σελίδες μας καλλιεργούν τις άριστες σχέσεις και τα κέρδη αυτής της φιλάλληλης ακινησίας.

Επανάληψη

Φαινόμενο κοινό, περιττό να το σχολιάζουμε, αλλά εν πάση περιπτώσει, εκείνη η εικόνα που μας μάγεψε στο "Άξιον Εστί" το '60: "...σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι..." ( Ο. Ελύτης) είχε έναν μακρινό, το ίδιο κομψό πρόγονο: "...αν σηκώσει τα χέρια στα μαλλιά της: τρυφερό βάζο" (Ρ.Μ.Ρίλκε, "Τα παράθυρα").
--Λοιπόν;
--Θυμάσαι ότι σου είπα κάποτε πως μπορεί ένα ποίημα που του καταλογίζονται κακόβουλα δάνεια, κρυπτομνησίες κλπ να με ενδιαφέρει περισσότερο
από μια πρωτότυπη έμπνευση που με κάνει πρωταθλητή στο χασμούρημα;
--Ναι, το θυμάμαι, τι θες να πεις;
--Τίποτε, ότι το επαναλαμβάνω.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

"H αθανασία των σκύλων". Ένας μονόλογος στο varelaki





                                                                  




Πρώτο κίνητρο για να γραφεί αυτό το βιβλίο ήταν, μπορώ να πω, η πυκνή παρουσία των σκύλων  δίπλα μας. Κάποτε είδα πόσο συχνά αποτυπώνονται σε φωτογραφίες όλων των εποχών, διάσημους ή μη πίνακες ζωγραφικής (απείρως περισσότερους απ' όσους νομίζουμε), αλλά ανακάλεσα και τους σκύλους της δικής μου ζωής. Μια παρουσία, λοιπόν, εντοπίσημη σ' όλους τους χρόνους,  που παρακολουθεί σιωπηλά την ανθρώπινη περιπέτεια. Στο εισαγωγικό κείμενο ήδη, υπάρχουν πολλές αναφορές από παρατηρήσεις μου. Από την πρώτη καταγραφή του σκύλου στα πειραματικά φιλμ των Λιμιέρ, μέχρι τους πίνακες από την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα. Από το φιλμ με την είσοδο του στρατού μας στη Θεσσαλονίκη (1912) μέχρι κηδείες μοναρχών τον 19ο αιώνα. Όμως η πυκνότερη παρουσία του βρίσκεται στην εικαστική ιστορία. Αποσπώ: «Απόλυτα ψύχραιμο στις «Meninas» του Βελάσκεθ, το ισπανικό Μαστίφ που κλωτσά η μικρή πριγκίπισσα κατέχει το πρώτο πλάνο του πίνακα, όπως ο μεγάλος κόκκινος σκύλος που μυρίζει το χώμα στο «Αrearea» του Γκωγκέν. Ακόμα και το λευκό πόιντερ που παρακολουθεί την τελετή μπροστά στον ανοιχτό τάφο (Γκιστάβ Κουρμπέ, «Κηδεία στην Ορνάν») είναι ένα απ' αυτά τα μοναχικά δαιμόνια. Ο υπαινιγμός της απόλυτης αμεριμνησίας που δείχνει η μη σκεπτόμενη φύση για τα ανθρώπινα».



 Είναι ιστορίες που επιχειρώ να γράψω όσο πιο οικονομικά γίνεται, άλλοτε ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, άλλοτε ως γυναίκα, άλλοτε ως κάποιος τρίτος. Όπως τα πρόσωπα, αλλάζουν οι τόποι, οι εποχές, οι πρωταγωνιστές . Θα έλεγα ότι υπάρχει ένα βλέμμα που αφορά περισσότερο το παρελθόν, ένα βλέμμα κατάνυξης για τους ανθρώπους που εμφανίστηκαν, έζησαν, ονειρεύτηκαν, και πέρασαν. Να μην ξεχνάμε πως το παρελθόν είναι το ιερό της λογοτεχνίας, η περιοχή της λατρείας της. Έτσι, έρωτες, πάθη, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, υπάρχουν  σε ένα φόντο που συχνά φωτίζει το λυκόφως του χρόνου, ενώ  εμπλέκεται πάντα η ιστορία και η μοίρα ενός ζώου.



Πιθανό ερώτημα είναι τι σημαίνει ο τίτλος. Ο κύριος ενός υπερήλικα και άρρωστου σκύλου λέει σε κάποιον ότι ναι  μεν ο πιστός του σύντροφος υποφέρει, αλλά συγχρόνως είναι μακάριος αγνοώντας το τέλος του. «Πεθαίνουμε», εξηγεί στον συνομιλητή του, «μόνον όταν το γνωρίζουμε. Ο σκύλος μου είναι σαν το δάσος που αγνοεί το πριονιστήριο.  Σε λίγο πρόκειται να υποβάλω σε ευθανασία μια ανύποπτη, δηλαδή μιαν αθάνατη ύπαρξη».  Η συνάντηση, ο διάλογος και η ιδέα της αθανασίας δίνει τον τίτλο στο βιβλίο.


Υπάρχει, πρέπει να πω, η αίσθηση της εικόνας έντονη, μια αίσθηση περίπου κινηματογραφική,  μια εικαστική οπτική στα αφηγήματα. Δεν ήξερα πού με οδηγούσε η διαδρομή κάθε ιστορίας. Άλλες βρέθηκαν να έχουν ποιητική έξοδο, με μια λυρική διαχείριση της γλώσσας (προέρχομαι άλλωστε απ' την ποίηση), άλλες είχαν το δραματικό στοιχείο που συχνά έβρισκα να συνορεύει με την κωμωδία των ηθών και το ευτράπελο της ζωής. Εν πάση περιπτώσει, οι σκύλοι είναι ένα σκηνικό στοιχείο στις 70 ιστορίες, συχνά συνδέονται στενά με τα πρόσωπα, άλλοτε είναι περαστικές παρουσίες εκεί όπου παίζεται η ανθρώπινη περιπέτεια και η ποικιλία των επεισοδίων της. Όλες οι αφηγήσεις, εξάλλου, συνδέονται με κάτι κοινό. Είναι μέρη ενός κομματιού ζωής, που βγαίνει στην επιφάνεια όπως η ποίηση, σαν κατανυκτική αποκάλυψη.



                                                         
                                      



Στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις  υπάρχει προσωπική εμπλοκή του συγγραφέα. Όμως είναι όλα μεταπλασμένα βιώματα, μεταμορφώσεις τόπων και προσώπων που θα μπορούσαν να υπάρχουν. Ποια είναι η αλήθεια της γραπτής ιστορίας τελικά; Αυτό που λέει στο μότο του βιβλίου ο μεγάλος ψευδολόγος Βαρώνος Μυνχάουζεν. «Αλήθεια είναι ό,τι αφηγούμαστε καλά». 


Να προσθέσω κάτι που νιώθω γι' αυτό το βιβλίο. Ότι δεν έχει τελειώσει. Όχι ότι δεν έχουν ολοκληρωθεί οι αφηγήσεις του, αλλά υπάρχει ένα παρελθόν που καθώς ο αφηγητής και ο συγγραφέας συχνά ταυτίζονται, με προκαλεί να το ψάξω, να το εκμεταλλευτώ επί πλέον. Για παράδειγμα στην σελίδα 91 υπάρχει μια ιστορία όπου ο πατέρας του αφηγητή με τον γιο του βρίσκονται, Σαββατόβραδο ενός παλιού αλλά απροσδιόριστου χρόνου, σε ένα μεγάλο καφενείο.  Τόπος είναι η κωμόπολη όπου ζουν. Η αίθουσα είναι κατάμεστη. Ο πατέρας μόλις διάβασε στην Εστία μια παράδοξη ιστορία, όπου κάποιος φτωχός ισπανός συνταξιούχος ανακάλυψε  πετρέλαιο να αναβλύζει από τον κήπο του: [...] «θυμάμαι με λεπτομέρειες το βροχερό σαββατόβραδο. Τις συντροφιές, περισσότερο με επιτραπέζια παρά με καφέ και γλυκίσματα, τους γαλάζιους καπνούς των τσιγάρων, τη μεταλλική μηχανή στο ταμείο -με το κουδουνάκι που αντηχούσε για ώρα μετά το χτύπημα-, ακόμα και την πιο εντυπωσιακή καλλονή της πόλης που μπήκε με κίνηση σταρ, με τα βαμμένα χείλη και τον κόκκινο μπερέ της να γέρνει δεξιά: το καφενείο «Ανεμώνη», μήτρα χιλιάδων άλλων που θα γνώριζα μετά από χρόνια, κατεσπαρμένα παντού, όπως οι άπειροι απόγονοι ενός βιβλικού πατριάρχη. Πόσες ώρες -με ποιους, σε ποια πόλη;-, τι συζητήσεις, εχθροπραξίες, ρεμβασμοί, ψάχνοντας κάτι που δεν θα εμφανιζόταν ποτέ. Στίχοι, ασήμαντες σημειώσεις, συναντήσεις κι απροσδόκητες γνωριμίες απ' το διπλανό κάθισμα, όταν πια ο προστατευτικός ομοτράπεζος της πρώτης αίθουσας δεν υπήρχε. Ο σερβιτόρος πλησίασε και σκύβοντας του μίλησε με σεβασμό, υπόχρεος για το πάντοτε υπολογίσιμο φιλοδώρημα. Η πετσέτα απ' το μπράτσο του μου χάιδεψε ανάλαφρα τα μαλλιά: «Θα σας φέρω και το Εμπρός, κύριε τμηματάρχα. Αποκλείεται να φύγετε. Βρέχει δυνατά». 

Υπάρχει η μνεία του παλιού επαρχιακού καφενείου, «πρόλογος» όλων των καφενείων που ο αφηγητής γνώρισε αργότερα. Ξέρω πως  κάθε αφήγηση για αρκετούς λόγους, όχι τους ίδιους πάντα, έχει παραλείψει στοιχεία που θα ήταν οφειλόμενη αναφορά στην ακρίβεια. Παραλείπουμε, άλλοτε γιατί το κάτι επιπλέον βαραίνει, γίνεται περιττό, άλλοτε γιατί θέλουμε να τονίσουμε μια μονάχα, συγκεκριμένη, πλευρά. Το ότι ο αφηγητής ήταν ο συγγραφέας σε παιδική ηλικία, μπορεί να εξηγεί γιατί αργότερα θέλει να προσθέσει στο κείμενο το προσωπικό στοιχείο που παρέλειψε. Μετά από καιρό πρόσθεσα αυτό το κομμάτι:«Δίπλα μας, πολύ συχνά, καθόταν κάποιος καπνιστής που του άρεσε να επιδεικνύει πόσο δεξιοτεχνικά έφτιαχνε δαχτυλίδια με τον καπνό του. Με αυτόν το ρόλο τον θυμάμαι. Δεν ξέρω- και καλύτερα,- ποιος ήταν, τι έκανε, τι υπήρξε. Αυτό για το οποίο δεν αμφιβάλλω είναι ότι ήταν φιλοπαίγμων και μόνος. Κάπνιζε από ένα κόκκινο πλακέ κουτί. Θα μπορούσα να πω ότι κάπνιζε αποκλειστικά για να επιδεικνύει τα δαχτυλίδια του καπνού, σε διάφορα μεγέθη και σχήματα, τέλειους κύκλους  (μπορούσε να τους εγκαταστήσει σαν φωτοστέφανα πάνω από ένα κεφάλι), ή ελαφρά παραμορφωμένους κατά πλάτος και ύψος, που συχνά κατόρθωνε να τους ενώσει σε αλυσίδα. Τα χείλη του έπαιρναν σχήματα που το καθένα  έφτιαχνε διαφορετικό κύκλο και το βλέμμα του, μολονότι κάθε εκπνοή ήταν  θρίαμβος, έμενε ηθελημένα αδιάφορο, σαν να εκτελούσε εύκολες εφαρμογές. Και βέβαια, ενώ αιφνιδίαζε και γοήτευε κυρίως τα παιδιά, απευθυνόταν με άκρα σοβαρότητα σε όλους. Έχω την εντύπωση πως μπορούσε να μιλά μέσω του καπνού ακόμα και για την επικαιρότητα ή τα σοβαρά γεγονότα της. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1956 έγιναν βουλευτικές εκλογές. Η νεοσύστατη ΕΡΕ του  Κωνσταντίνου Καραμανλή κέρδισε περισσότερες έδρες, με  αριθμό ψήφων, όμως, μικρότερο από εκείνον των αντιπάλων της! Την επόμενη κιόλας μέρα,ο δεξιοτέχνης των δαχτυλιδιών, στο καφενείο, εμφάνισε με τρείς διαφορετικές κινήσεις των χειλιών του έναν σαρδόνιο υπαινιγμό για το μειοψηφικό ποσοστό.  Πάνω απ' τα κεφάλια μας έστειλε δυο μικρούς κύκλους που τους χώριζε μια κυρτή γραμμή (%). Κάτι ακόμα πιο δύσκολο  έγινε το απόγευμα της 22ας Νοεμβρίου (πάλι του 1956). Από το διπλανό τραπέζι, πλάι στη μεσαία από τις τρεις εισόδους, με την ίδια δεξιοτεχνία και ταχύτητα, έφτιαξε πέντε ανισοϋψείς  συνάλληλους κύκλους. Η σύνθεση ανέβαινε αργά και εγκαταστάθηκε, ακίνητη και σταθερή, σε μικρό ύψος. Ορισμένοι σταμάτησαν τα επιτραπέζια για να τη δούν. Ο ειρηνοδίκης έμεινε με το άλογο να αιωρείται στο χέρι του. Ο ίδιος ο ιδιοκτήτης, με  ανοικτή την μεταλλική ταμειακή, κοίταζε το περίτεχνο σχήμα, έμβλημα των Ολυμπιακών αγώνων. Ώσπου να το διαλύσει το ελαφρό ρεύμα από την πόρτα που άνοιξε, η βραχύβια τέχνη μάς είχε ανακοινώσει ότι στη Μελβούρνη άρχιζαν οι 16οι Ολυμπιακοί αγώνες» 

Το παλιό κείμενο, ενωμένο όπως το διαβάσαμε με το νέο, συνέχειά του, είναι μέρος απ' το καινούργιο μου βιβλίο που έχει τον προσωρινό τίτλο 
Η χαμένη πόλη
. Μοιάζει πολύ με τη Στενογραφία του 2006, αλλά εδώ υπάρχουν και κάπως πιο θερμά κείμενα, προσωπικά γεγονότα, αφηγήσεις, κρίσεις από αναγνώσεις, αναπόφευκτη ποιητική ματιά στο παρωχημένο, και όχι μόνο  εκείνη η θεωρητική και ηθολογική ματιά στον κόσμο και στη λογοτεχνία της Στενογραφίας. Και πάλι σύντομα κείμενα παρακολουθούν άλλα εκτεταμένα, απόψεις με αφοριστική απολυτότητα και συντομία γειτονεύουν με αφηγήσεις αυτοβιογραφικές. Υπάρχουν πάλι εκείνες οι αυτοσαρκαστικές ιστορίες με τον εστέτ. Στο παλιό ήταν οι «έντεκα θέσεις για τον εστέτ», εδώ είναι οι «Είκοσι θέσεις για τον εστέτ» Ένα δείγμα, ίσως πρώιμα, για τους αναγνώστες μας: 
 

 Να ένας συγγραφέας πρότυπο, είπε ο εστέτ. Μόλις είχε διαβάσει για τον βίο και τα έργα του πεζογράφου Ζιλ Ρενάρ που γνωρίζοντας εξαντλητικά τους συμπατριώτες του μυθιστοριογράφους (Φλωμπέρ, Σταντάλ, κλπ) είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μόνη δυνατή εξέλιξη της πεζογραφίας είναι η σύμπτυξη, ο πουαντιλισμός, η οικονομία, και αμέσως έγραψε σε ένα ημερολόγιο με χίλιες εκατό σελίδες ότι «τα λογοτεχνικά έργα που γράφονται σήμερα είναι υπερβολικά εκτενή». Πολύ πριν απ' τον Ντίλαν Τόμας («μην πας ευπρεπής στο θάνατο, οργή, οργή για το φως που φεύγει»), εκείνος είχε γράψει κάτι σχεδόν σιαμαίο:  «το μόνο που αισθάνομαι για τον θάνατο είναι ένα είδος θυμού». Κυρίως όμως τον εστέτ έθελξε ένα πνεύμα ειρωνείας και αφ' υψηλού βλέμματος στον κόσμο, καθώς ο γάλλος συγγραφέας, ζώντας σε μια μικρή επαρχιακή πόλη καταλάβαινε πως κανείς από τους χωρικούς δεν συμπαθούσε την ύπαιθρο, δεν ασχολούνταν μαζί της, ούτε την πρόσεχε ποτέ. Και το 1904,  εκλεγμένος  δήμαρχος πια, αιφνιδίασε τον εκλεκτό, σύγχρονο και μελλοντικό, αναγνώστη, υπογραμμίζοντας τη συγγένεια αίματος ανάμεσα στο πνευματικό και την παρακμή: «Ως δήμαρχος είμαι υπεύθυνος για τη συντήρηση των επαρχιακών δρόμων. Ως ποιητής θα προτιμούσα να τους βλέπω παραμελημένους».
 

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

US Zone

Ο εξαίρετος και ευγενής ρακοσυλλέκτης Θανάσης Κ. μου χάρισε αυτό το πορσελάνινο σταχτοδοχείο. Το ιδιαίτερο είναι η εποχή του: Germany, US Zone. Βρήκα και τα άπαντα Εγγονόπουλου που δεν είχα.
 
 
Φωτογραφία: Ο εξαίρετος και ευγενής ρακοσυλλέκτης Θανάσης Κ. μου χάρισε αυτό το πορσελάνινο σταχτοδοχείο. Το ιδιαίτερο είναι η εποχή του:  Germany, US Zone. Βρήκα και τα άπαντα Εγγονόπουλου που δεν είχα.

Virginia

Thanks to Dina Triantafyllou and Ioannis G Tsapos — μαζί με Costas Mavroudis στην τοποθεσία City Square Cafe. Virginia
 

Φωτογραφία: Thanks to Dina Triantafyllou and Ioannis G Tsapos