Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Αφοσίωση




Χθες, ο φίλος Κων. Παλαιολόγος, καθηγητής μεταφρασεολογίας, σπουδαίος μεταφραστής και ισπανιστής, μας έφερε στο γραφείο ένα νέο έργο του: μια ανθολογία ισπανόφωνου μικροδιηγήματος. Το μικροδιήγημα (είδος αρκετά κοντά στο παιχνίδι του αφορισμού, στη βασανιστική μέριμνα του χάι κου, στη φιλοπαιγμοσύνη του ανέκδοτου και με τη διάθεση της ποίησης), το βλέπουμε πάντα με συγκατάβαση, μολονότι δεν αποκλ
είεται να δώσει φόρμες αυστηρές και λαμπερά αποτελέσματα. Αρκεί, σκέπτομαι διαβάζοντας την ανθολογημένη ύλη, να προφυλαχτεί από την επικίνδυνη ενέδρα του ευφυολογήματος, του συγγραφικού αυτού ναρκισσισμού, απ' το οποίο κινδυνεύει (αυτό περισσότερο από όλα τα είδη). Εξ όνυχος:

ΑΦΟΣΙΩΣΗ 

Στα έξι του έχτισε ένα κάστρο στην άμμο και σήμερα, πολλά χρόνια μετά, μπορεί να δει κανείς εκεί έναν άνδρα, που με χέρια γερασμένα υπερασπίζεται εκείνη την κατασκευή από τη μανία της θάλασσας.

Χόρχε Τιμόσι, Κούβα (1997)

Η διάρκεια



Σκέψη του Πιραντέλο που μου θυμίζει Σπινόζα. Αφορά τα αντικείμενα, αλλά πόσο εύστοχα θα όριζε τη γεννεαλογία του Έργου, που αφού κατάφερε να βρει τη μορφή τής εξασφαλίζει διάρκεια και αθανασία. Δεν ξέρω από ποια συμφραζόμενα έχει αποσπαστεί
 η φράση, αλλά υποψιάζομαι ότι δείχνει και αφορά περισσότερο την καλλιτεχνική μορφή που την ταυτίζει εύστροφα με τη φυσική μορφή. 

Ogni cosa, finche dura, porta con se la pena della sua forma, la pena d' essere cosi e di non poter essere piu altrimenti. 

Δηλαδή: κάθε πράγμα, όσο διαρκεί, εκτίει την ποινή να συνοδεύεται απ' τη μορφή του, την ποινή να είναι έτσι και να μην μπορεί πια να είναι διαφορετικά.

Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ



Είδα πως δεν είχε ξημερώσει και, στο κρεβάτι ακόμα, άνοιξα το λάπτοπ, να περάσω μια χθεσινή σημείωση από ένα πρόχειρο χαρτί. Συγκεκριμένα μια φράση του Πιραντέλο (συγγραφέα- μυστήριο για τη διάρκεια και την αντοχή του) για την οποία τη χθεσινή βραδιά έκανα διάφορες σκέψεις. 

Και τότε, θεωρώντας ότι επίκειται ο πρωινός του περίπατος, ήρθε πλάι στην οθόνη ο «Μελένιος». Αρχαίος, αθώος, φυσικός. Εγώ κοίταζα το φάκελο πού θα έβαζα το κείμενο κι εκείνος γεμάτος προσδοκία έβλεπε εμένα, φτιάχνοντας το κοντράστ της βιαστικής φωτογραφίας: την ανεξέλικτη αρχαιότητα και τον υπολογιστή.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

FACEBOOK




Έχω διάφορα σχολικά αναγνωστικά από τον ιταλικό μεσοπόλεμο. Ορισμένα είναι εικαστικά αριστουργήματα. Ένα από τα ωραιότερα είναι το Letture, classe prima, έκδοση La libreria dello Stato, του 1929 (με την φασιστική χρονολογία, έτος έβδομο). Το βιβλίο αποκτά ακόμα μια κρίσιμη σημασία και μοναχική ταυτότητα, αν σκεφθούμε (κι αυτό είναι που το συνδέει με τη ζωή) ότι κανείς απ’ τους δασκάλους και τους μαθητές εκείνης της τάξης δεν υπάρχει πια, άρα σε καμιά μνήμη δεν ζουν από πρώτο χέρι κι από κανέναν δεν ανακαλούνται αυτές οι σελίδες.

*

Καταβροχθίζω την Ελευθερία της 14ης Οκτωβρίου του 1960, και αποφασίζω να μοιραστώ ένα μέρος των πρωτοσέλιδων γεγονότων. Αρχίζει στην Τουρκία η δίκη του προέδρου Τζελάλ Μπαγιάρ και του πρωθυπουργού Μεντερές, που «κυβέρνησαν μέσα εις πρωτοφανή κραιπάλην παρανομίας, εγκλήματος και κατασωτεύσεως του δημοσίου χρήματος». Όπως θυμούνται οι παλαιότεροι, και οι δύο κατέληξαν στην αγχόνη. Στο ίδιο φύλλο, ο Μάριος Πλωρίτης μιλά για τα δάνεια του Σέξπιρ στον Έμπορο της Βενετίας, από θρησκευτικούς, και μη, μεσαιωνικούς συγγραφείς. Περιγράφονται θυελλώδη επεισόδια στη Βουλή, όταν ο βουλευτής της ΕΔΑ Μπριλάκης «εγκαλεί τον υπουργό Αμύνης για συνεργασία με δοσιλόγους» (υπόθεση Μέρτεν). Ακόμη, στη Θεσσαλονίκη: «Πρωτοφανές σκάνδαλον, φοιτηταί αντιγράφουν εις τας εξετάσεις με την βοήθειαν κρυφού ραδιοπομπού». Στα τραμ της Κατάνης (Σικελία) καθιερώνονται ξεχωριστά δρομολόγια για γυναίκες, διότι «οι συνταξιδιώτες άνδρες τις θωπεύουν και ζητούν να τους ορίσουν ερωτικάς συναντήσεις». Κάποιος αμερικανός επιστήμων εκθέτει την επαναστατική θεωρία του για τον καρκίνο, που θεωρεί «ηλεκτρονική φυσική εκδήλωση και όχι βιολογικόν φαινόμενον».
Η τρίτη σελίδα. Προϊόντα που διαφημίζονται χαμηλόφωνα και αμήχανα, με το ύφος της εποχής. Στιγμιαίος καφές Λουμίδη. Αφρόλουτρο «Φαμάρ». Φροντιστήρια Πολυτεχνείου. Το νέο Record της Opel. Ελαιοδιαχωριστήρες. O Φυγάς, με τον Μάρλον Μπράντο και την Άννα Μανιάνι, στο Ρεξ και το Άστυ.


*

Οθέλλος, του Όρσον Γουέλς (βραβείο φεστιβάλ Κανών 1952). Θεατής και πάλι, μετά από 30 χρόνια. «Γιατί το έκανες αυτό;», ρωτάει ο Οθέλλος τον Ιάγο. Ξέρει πια ότι έχει δολοφονήσει άδικα τη Δεισδαιμόνα, αλλά διατυπώνει παράλληλα ένα μεγάλο ερώτημα (ενώ πεθαίνει κι ο ίδιος) για τον ανεξήγητο χαρακτήρα τού απόλυτου συκοφάντη. «Μη με ρωτάτε τίποτε. Ό,τι ξέρετε, ξέρετε», απαντά ο Ιάγος, μη μπορώντας να φωτίσει το κακό, ή επειδή το κακό, όπως στην αντίληψη της τραγωδίας, είναι μοιραίο και χωρίς εξήγηση.

*

Ένα από τα συνηθέστερα λάθη στην οργάνωση του πεζογραφικού έργου, αλλά και κάθε επινοημένης αφήγησης, είναι ο αναντίστοιχος λόγος ενός προσώπου με τον χαρακτήρα του. Υπάρχει μια γαλλική ταινία (δεν θυμάμαι, μετά από δεκαετίες, για ποιο φιλμ πρόκειται), όπου ο σκηνοθέτης, παίζοντας μ’ αυτή τη συνθήκη, βάζει τη θυρωρό της πολυκατοικίας να συζητά στην είσοδο κάποιο ειδικό φιλοσοφικό θέμα!!!
Σε αντίθεση με το κενό μνήμης που έχω για το γαλλικό φιλμ, θυμάμαι επαρκώς τον «αστυφύλακα» Χατζηχρήστο (στον Ηλία του 16ου) να αγορεύει ακατάπαυστα (μέσα στο αστυνομικό τμήμα ήταν;) και στο τέλος να καταλήγει, ασυνάρτητα, στον τίτλο μιας άριας απ’ την Τραβιάτα, λέγοντας στον αξιωματικό: Addio dell passato. Πώς συναντήθηκε με τον Βέρντι το ανθρωπάκι του ρόλου, σκέφτεσαι, καταλαβαίνοντας ότι ο σεναριογράφος δίνει αφύσικα το δικό του λόγο και γνώση σε έναν λαϊκό χαρακτήρα. Χθες, παρακολουθώντας τον Οθέλλο του Όρσον Γουέλς, πρόσεξα ότι ο μαύρος ήρωας, που είναι βενετσιάνος στρατιωτικός, μιλά και μεμψιμοιρεί για το αποφασισμένο τέλος του σαν ποιητής. Χαιρετά τον κόσμο και λέει μεταξύ άλλων, σε έναν θαυμάσιο (αλλά αναντίστοιχο μ’ αυτό που ο ίδιος είναι): λυρικό μονόλογο. «...του Οθέλλου η υπηρεσία έχει τελειώσει πια. Γεια σας, τρύπες των κανονιών που τους κεραυνούς του Δία υποκαθιστάτε». «Γιατί και πώς ένας χονδροειδής, ενστικτώδης στρατιωτικός μιλάει με το λόγο τού συγγραφέα του;», αναρωτιέμαι. Αυτό που συνήθως καταλογίζεται σε άπειρους μυθιστοριογράφους το εντοπίζω αιφνιδίως στον Σέξπιρ, που πρέπει να πω ότι όσο περνούν τα χρόνια, με κάθε νέα ανάγνωση, πείθομαι ότι είναι ο σημαντικότερος όλων των εποχών.

*

Και η πιο ωραία βεράντα, και η πιο φίνα συντροφιά, δεν είναι τίποτε όταν εμφανιστούν τα κουνούπια, ο εφιάλτης των καλοκαιριών από τις απαρχές της μνήμης μου. Συνάντησα πρόσφατα την αναφορά των κουνουπιών σε έναν χαριτωμένο αφορισμό, είδος που πάντα αναβαθμίζει τον κοινό τόπο σε δημιουργική στιγμή: «Τα κουνούπια ήταν από τα δημιουργήματα που με έκαναν να αμφιβάλλω πρόωρα για τη σοφία στα σχέδια του Θεού, όπως τα τοπία και οι προσωπογραφίες της θείας Λούρδες με έκαναν πολύ νωρίς να καταλάβω πως δεν ήταν ζωγράφος». (Φρανθίσκο Μοράλες, Μαδρίτη 1910 – Τουλούζ 1991)
 
*

Ο Ντύρερ της Ομονοίας
Αν δει κανείς ξεκομμένη τη φωτογραφία που αναρτώ στην οθόνη, πώς να σκεφτεί ότι πρόκειται για έναν τυφλό τοίχο πολυκατοικίας στην οδό Πειραιώς, πλάι στην Ομόνοια, ότι στα πόδια αυτής της εικόνας θριαμβεύει μια απ’ τις πιο μίζερες περιοχές της Αθήνας, με την επική της βρωμιά, την απίστευτη ασχήμια και την ανενόχλητη εγκληματικότητα. Το έργο του Ντίρερ με τα χέρια της προσευχής, κατανυκτικό, απόκοσμο, ξένο απέναντι στην υποκοσμική εικόνα του δρόμου, μας κλείνει το μάτι, διότι μας δείχνει (περισσότερο απ’ οπουδήποτε αν το βλέπαμε) το ρόλο της τέχνης να ανταγωνίζεται το πραγματικό, να το αγνοεί ή να «αυθαδιάζει» απέναντί του. Το ζωγράφισε στην Πειραιώς 20 ο εικαστικός Μανώλης Αναστασάκος και το φωτογράφισε χθες, διερχόμενος, ο σχολιαστής.

*

Μου ζήτησαν μια συνεργασία για ένα αφιέρωμα στον Μιχάλη Κατσα­ρό. Γνώρισα τον ποιητή κάπου στη δεκαετία του ’70 και δεν υπήρχε μέρα να μην τον δω ή να τον συναντήσω, γιατί ήταν ένας αμετακίνητος πελάτης των καφέ του Συντάγματος, επισκέπτης του βιβλιοπωλείου «Δωδώνη» (εκεί που σήμερα στεγάζεται η «Πολιτεία»), και περιπατητής των κεντρικών δρόμων όπως, για άλλους λόγους, κι εγώ.
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να δημιουργείς την εικόνα ενός απόντος από το να αφηγείσαι περιστατικά που τον αφορούν. Σε αντίθεση με την κριτική ματιά στην ποίησή του που σίγουρα δεν θα είναι κάτι νέο, τα περιστατικά (όσο πιο ιδιαίτερα είναι τόσο πιο ανάγλυφα ανασυνθέτουν ένα πρόσωπο) με την κίνησή τους και τη ζωντάνια τους στέκονται μπροστά στην απουσία, όπως ένα κάδρο στο αμήχανο κενό του τοίχου. Πώς έλεγε εκείνος ο στίχος; «...Την εικόνα ήθελα να σας δείξω, που υποκαθιστά αργότερα τα πράγματα. Τη σκιά, εκεί που βρισκόταν το ζωντανό σώμα του γεγονότος. Με την αναπαράσταση ταριχεύουμε το τρέχον (το εφήμερο ζώο)...»
Είπα να ανακαλέσω για το αφιέρωμα τρία περιστατικά που θυμάμαι, χαριτωμένα όλα, αφού ο ποιητής έπαιζε πάντα με το παράδοξο, φτιάχνοντας μια περσόνα που περιφρονούσε τη λογική, τις συμπεριφορές και τα τρέχοντα.

*

Σκέπτομαι πως αυτά τα βιβλία που αθροίζονται το ένα πάνω στο άλλο (στο γραφείο του ΔΕΝΤΡΟΥ, για παράδειγμα) εγκυμονούν συχνά, μια μικρή ή μεγάλη αποκάλυψη, που μέσα στο πλήθος των αποστολών συχνά κινδυνεύει. Σηκώνοντας σήμερα διάφορους τόμους αποκαλύφθηκε μια ολιγοσέλιδη συλλογή χάι κου (Ευσταθία Δήμου, εκδ. Αστρολάβος). Το άνοιξα τυχαία στη σελίδα 14. Τι ωραίο το 17ο στη σειρά!
Τα καλοκαίρια
πλήθυναν. Σαν ένα πια
τ’ ανακαλούμε.

*

Ο σκύλος μου (εννέα ετών ήδη) ξάπλωσε πάνω στο πεζογραφικό βιβλίο (βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από το περιοδικό Διαβάζω). Επειδή ξέρουμε ότι τα αισθήματά μας προς την άλογη ζωή πρέπει να είναι πηγαία, βαθιά και διαρκή, μιμηθήκαμε κατά προσέγγιση την παλιά κίνηση του Μωάμεθ: Όταν κάποτε η γάτα του κοιμήθηκε πάνω στο μανδύα του, αντί να την ξυπνήσει για να σηκωθεί, πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε το ύφασμα. Θέλω να πω, αντιστοίχως, διεκόψαμε για κάμποση ώρα το απολαυστικό διάβασμα, σεβόμενοι το ζώο και την εμφανή στην εικόνα  της οθόνης ηρεμία του.

*

Ελευθερία της 4ης Ιουλίου του 1961. Γιατί άραγε ο πατέρας μου είχε κρα­τήσει αυτό το φύλλο; Για τη συγκεκριμένη είδηση, για τη δίκη του Άιχμαν (γερμανού εγκληματία πολέμου) που γινόταν στην Ιερουσαλήμ εκείνο τον καιρό και ήταν γεγονός με διεθνές ενδιαφέρον, ή για το χρονογράφημα του Σπύρου Μελά που αφορά τις ασχολίες και τα παιχνίδια των παιδιών το καλοκαίρι;
Σε άλλη σελίδα. Ο Χέμινγουέι (δεινός πότης και καπνιστής) ήταν 62 ετών και έπασχε από καρκίνο. Αυτοπυροβολήθηκε με την καραμπίνα που είχε από τον πατέρα του, αν θυμάμαι καλά. Ήταν μανιώδης κυνηγός και θεωρούσε τη βία και τη δύναμη προίκα του ανδρισμού. Στην τελευταία ταινία του ο Γούντι Άλεν δείχει αυτή την πλευρά του, λιγότερο με σαρδόνια διάθεση και περισσότερο με ποιητική συγκατάβαση.
Στην Κούβα (το 1979) μας είχαν δείξει κάτι συγκλονιστικό: το περβάζι μιας πόρτας, στο σπίτι όπου ζούσε. Ήταν γεμάτο γραμμές (μπορεί να ήταν νούμερα, δεν θυμάμαι καλά) σαν κι αυτές που σημειώνουν οι γονείς καταγράφοντας το ύψος των παιδιών. «Ξέρετε τι είναι;», μας είπαν. «Σημειώνει κάθε μέρα τα κιλά που χάνει, καθώς αδυνατίζει από την αρρώστια».
Θυμάμαι και το 1998 (;), σε ένα μπαρ της Βαλένθια, με τοίχους γεμάτους φωτογραφίες. Μερικές εικόνιζαν εκείνον, καθισμένον στο συγκεκριμένο χώρο. «Έπινε εδώ», μου είπε περήφανος ο ιδιοκτήτης.

*

«Όσο λιγότερη αξία έχουν αυτά που λέω, τόσο περισσότερο θα της αρέσουν», σκεπτόταν ο Ιουλιανός (Σορέλ).
Σταντάλ, Το κόκκινο και το μαύρο

*

Θεωρώ σπουδαία τη σκέψη του πιανίστα Ρουμπινστάιν, όταν κάποτε είπε ότι στην αίθουσα που παίζει βρίσκονται δύο χιλιάδες ακροατές, αλλά ανάμεσά τους υπάρχει ένας που θα τον ακούσει. «Γι’ αυτόν παίζω», πρόσθεσε. Είναι μια διατύπωση που επισημαίνει πόσο ελάχιστα αυτονόητη είναι η επικοινωνία με το έργο, πόσο σπάνια (ή ποτέ) ο προικισμένος αποδέκτης τέμνεται βιωματικά από εκείνο που πλησιάζει. Αυτά, θα πει κανείς, είναι θέματα που έχουν συζητηθεί και έχουν εξαντληθεί ανά τους αιώνες. Και η προηγούμενη ακόμα ανάρτηση, με τη σύντομη φράση του Σταντάλ, αυτό φαίνεται να μουρμουρίζει έμμεσα. Προσωπικά είχα κάποτε την τύχη να δω την πιο ακραία εκδοχή τού «ενός ακροατή»: τον κανένα. Στο φεστιβάλ ποίησης μιας γαλλικής πόλης όπου βρισκόμουν κάποιο καλοκαίρι, φωτογράφισα την απαγγελία μιας Καναδέζας ποιήτριας που διάβαζε στα άδεια καθίσματα. Δεν υπήρχε ούτε ένας στο ακροατήριο. Το πιο παράδοξο δεν ήταν αυτό. Η γαλλίδα μεταφράστρια, δίπλα της, με ζήλο και σοβαρότητα, μετέφραζε αμέσως από τα αγγλικά...

*

Χθες το βράδυ, στην Επίδαυρο. Οιδίπους Τύραννος. Μια ενδιαφέρουσα παράσταση (λόγος πυκνός, χωρίς το γνωστό στόμφο, εικόνα σκηνικών αφαιρετική, σύγχρονα κοστούμια, ένας Οιδίποδας με εσωτερικευμένο και πειστικό το δραματικό στοιχείο, λιτό ύφος διαλόγων με σημερινά ελληνικά, τους Χειλάκη και Μαρκουλάκη που μπορούσαν να σηκώσουν αντισυμβατικά τους μεγάλους χαρακτήρες).
Μολονότι πίστευα πάντα πως ο συγκεκριμένος χώρος είναι ένα είδος αυστηρής οδηγίας για το πώς θα εμφανιστούν τα κλασικά έργα και ότι ελάχιστες άδειες παραχωρεί, φαίνεται πως μια πρόταση, πειστική στο νεωτερικό της ύφος, τη δομή και την εικόνα της, μπορεί να προσπεράσει το φράγμα.
Αυτό που δεν μπόρεσα να καταλάβω (κάτι σαν εκείνο περίπου που σημείωνα σε προηγούμενη ανάρτηση για τον αναντίστοιχο, κάποτε, ποιητικό λόγο στον Οθέλλο του Γουέλς) είναι ο μεγάλος σε διάρκεια (και με περιττές επαναλήψεις για το ζητούμενο της αποκάλυψης) διάλογος ανάμεσα στον Οιδίποδα και τον Τειρεσία. Για το αισθητήριο του σύγχρονου θεατή, φαίνεται να βαραίνει και να περνά σε έκταση το όριο του αναγκαίου. Είναι ενδιαφέρον να βλέπουμε μεγάλα κλασικά έργα με τα κριτήρια που μας έχει δώσει η αγωγή της αφαίρεσης και η σημασία της, στην εξέλιξη του τελευταίου αιώνα.

*

Σε κάθε μετακίνηση υπάρχουν πράγματα που μας αποκαλύπτονται. Είναι σαν να μην υπήρχαν, διότι δεν τα θυμόμαστε ή δεν τα ξέραμε. Αυτή τη φορά, ανοίγοντας μια κούτα με αρχεία του ΔΕΝΤΡΟΥ, βρήκα τρεις συραμμένες σελίδες, γραμμένες με γραφομηχανή. Το χαρτί είναι πολύ παλιό. Πρόκειται για ένα διήγημα. Ο συγγραφέας ονομάζεται Ζαν Λορέν (1855-1906). Είναι ερωτικό, «εποχής», με στοιχεία (του συρμού υποθέτω τότε) παραφυσικά.
Ετοιμάζοντας για το ΔΕΝΤΡΟ, Νο 189-190, ένα αφιέρωμα στην Ερωτική Λογοτεχνία, σκέφτηκα, όταν το διάβασα, ότι θα μπορούσε να είναι μέρος της ύλης. Ποιος ήταν όμως ο μεταφραστής; Η γραφομηχανή (τα στοιχεία) μοιάζει με εκείνη του πατέρα μου, αλλά και του Γιώργου Καραβασίλη, μεταφραστή από τα γαλλικά. Το χαρτί μου θυμίζει κάποια παλιά κείμενα που έχω από τον δεύτερο, αλλά και κείμενα του αείμνηστου Α.Μ., ο ο­ποίος μου έδινε συχνότατα να διαβάσω γάλλους συγγραφείς.
Στο αίνιγμα έδωσαν απάντηση 4-5 διορθώσεις, που έχουν γίνει με bic. Πολύ μικρές, κυριολεκτικά ψείρες, αλλά αναγνωρίζω τα γράμματα του Γιώργου. Τα θυμάμαι καλά. Ανανεώ­νω, άλλωστε, την εικόνα τους, όταν βλέπω καμιά φορά τις αφιερώσεις στα βιβλία του, με τον γραφικό του χαρακτήρα, τόσο αναγνωρίσιμο...

*

Ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο της Τήνου την δεκαετία του ’60, όταν πολύ αργά κάποιο βράδυ έφτασε στο λιμάνι ένα πολεμικό του Βασιλικού Ναυτικού. Παρέλαβαν τη θαυματουργό εικόνα και τη μετέφεραν, όπως μάθαμε, στο δωμάτιο του ψυχορραγούντος Παύλου. Θυμάμαι το κλίμα της βραδιάς, τη συγκίνηση απ’ το ότι ο ανώτατος άρχων ή το περιβάλλον του συνδέθηκε εκείνη τη στιγμή με τη μικρή και μίζερη επαρχία μας. Σήμερα (στα παλιατζίδικα), ξαναέζησα εκείνα τα μακρινά, σχεδόν αμφίβολα απ’ την απόσταση γεγονότα, βλέποντας σε έναν σωρό από βιβλία, κατσαρολικά, ρούχα και χαρτιά το εντυπωσιακό εξώφυλλο του περιοδικού Εικόνες με το πορτρέτο του Παύλου. Από πάνω του έπιναν μπύρες εύθυμοι κι ανύποπτοι τσιγγάνοι και ακούγονταν ακατονόμαστες μουσικές. Κάθε ιστορία, σε άλλα συμφραζόμενα, όταν δηλαδή αργότερα συναντά μαρτυρίες του εαυτού της, κινδυνεύει να είναι μια παρωδία, κακός μίμος του αυθεντικού, ένα πραγματικό φάντασμα.

*

Ποτέ δεν μπορώ να βρω ένα βιβλίο τη στιγμή που το χρειάζομαι. Κυρίως εξαιτίας της αταξίας. Τώρα που σκέπτομαι τη Βενετία, ίσως λόγω παλιών καλοκαιρινών ταξιδιών, δεν μπορώ να βρω το βιβλίο του Πολ Μοράν Βενετίες. Αφορούσε τους τόπους όπου κυβέρνησε η ένδοξη θαλασσοκράτειρα και επισκέφθηκε κατά καιρούς ο Μοράν. Θυμάμαι απ’ αυτό το βιβλίο μόνο δύο αναφορές του γάλλου συγγραφέα στον πατέρα του, σημαντικό εικαστικό τεχνοκριτικό.
Η πρώτη είναι μια συμβουλή που του έδινε για τη ζωγραφική, όταν ήταν νέος: «Να υπολογίζεις σοβαρά τη ζωγραφική, αλλά προσοχή, μέχρι τον Σεζάν!». Η δεύτερη αναφορά είναι μια ανάμνηση του νεαρού Πολ, όταν έκαναν τις διακοπές τους, αρχές του αιώνα, στη Βενετία. Ο πατέρας του τον προέτρεπε καμιά φορά να αποφεύγει κάποιον γνωστό (Γάλλο που βρισκόταν κι αυτός στη Βενετία) γιατί ήταν ομοφυλόφιλος. «Πού να φανταζόταν ο ανυποψίαστος πατέρας μου», σχολιάζει ο γιος, «ότι ο ίδιος κάθε μέρα χαιρετούσε και έδινε το χέρι του σε πάμπολλους άλλους, ανίδεος για την κλίση τους».

*

Καθώς επιστρέφαμε πριν από λίγες ώρες από το Λουτράκι όπου είχαμε περάσει ένα ωραίο μεσημέρι, ο Τάσος Γουδέλης είχε την ιδέα να μπούμε στα Μέγαρα και να ψάξουμε, στο κοιμητήριο της πόλης, τον τάφο του θείου του, Γιάννη Γουδέλη, διαπρεπούς εκδότη (1950-1970) των Καζαντζάκη, Λουντέμη, Εμπειρίκου, Καρούζου, Τσάτσου και άλλων, ων ουκ έστιν αριθμός. Υπήρξε ρηξικέλευθος εκδότης πολύ πριν εμφανιστούν στην αγορά τα σύγχρονα σχήματα. Βρήκαμε το Κοιμητήριο, αλλά ήταν αδύνατον μέσα στις χιλιάδες των τάφων να βρούμε τον αναζητούμενο. Ένας υπάλληλος έψαξε, κοίταξε χαρτιά, και μας είπε ότι θα μας οδηγήσει στην άλλη άκρη, σε θερμοκρασία που ανάμεσα στα μάρμαρα ήταν τουλάχιστον πέντε βαθμοί υψηλότερη. Περπατούσαμε, περπατούσαμε, μας ακολουθούσαν τέσσερα φιλικά και ταλαιπωρημένα σκυλιά του κοιμητηρίου, είδαμε εκατοντάδες φωτογραφιών και ονομάτων στους τάφους, κυρίες με μαύρα να πλένουν μάρμαρα και να κομίζουν άνθη, ώσπου βγήκαμε στην σειρά 65, βρίσκοντας έναν άλλον Γουδέλη, ονόματι Κίμωνα. Η οδοιπορία μας πήγε στράφι και επειδή η αντοχή μας, με πάνω από σαράντα βαθμούς, είχε εξαντληθεί, επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο. Γιατί μιλώ γι’ αυτό το θέμα; Για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι μάλλον ένας κοινός τόπος. Η εντυπωσιακή ανατροπή της εικόνας που βλέπει κανείς σε έναν παραθεριστικό τόπο, εικόνα πανηγυρική, ανενόχλητης χαράς και ζωικότητας, η οποία αλλάζει αμέσως, αν παρακάμψουμε την ανέμελη ευθεία του αυτοκινητόδρομου για να μπούμε στον ζοφερό κήπο, κάτω απ’ το ίδιο φως και το ίδιο γαλάζιο. Ο δεύτερος λόγος είναι περισσότερο ενδιαφέρων, γιατί σχετίζεται με τη λήθη. Το ότι, δηλαδή, ζούμε σε μιαν εποχή (την εποχή μας), αμέριμνοι και ανενημέρωτοι, όπως ακριβώς και οι παλαιότεροι από μας για πολλά που είχαν προηγηθεί. Εννοώ βέβαια την άγνοια για πρόσωπα και γεγονότα που θα έπρεπε να αναζητούμε, να μας αφορούν, ή έστω να κοιτάζουμε προς το μέρος τους. Πώς να φανταστεί ο νεότερος αναγνώστης αυτής της αναρτήσεως, ότι η απουσία που ψάχναμε στο Κοιμητήριο των Μεγάρων, όταν κυκλοφόρησε Ο Χριστός ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη, έβλεπε την ουρά των ανθρώπων κάτω από το γραφείο του (στην Ακαδημίας, πλάι στη Λυρική), να φτάνει μέχρι τη Χαρ. Τρικούπη, να στρίβει, και να τελειώνει στην Πανεπιστημίου; Μιλώ για τους αγοραστές, που περίμεναν υπομονετικά κάθε πρωί επί ώρες (1957;) για να προμηθευτούν ένα αντίτυπο από τις εκδόσεις «Δίφρος». Βρίσκω αραιά και πού βιβλία του «Δίφρου» στο Μοναστηράκι. Φροντίζω να τα αγοράζω. Όχι γιατί είναι συλλεκτικά, αλλά διότι είναι αντικείμενα με μνήμη, που χαίρεσαι να τα κρατάς και να τα κατέχεις. Και μετά από κάποια χρόνια η σχέση μας με το παλιό, φθαρμένο, ετοιμόρροπο βιβλίο δεν συνδέεται τόσο με την ανάγνωση, την πνευματικότητα ή τη βιβλιοφιλία, όσο με την αναπόληση και τη στοργή.

*

Τίποτε δεν δείχνει την απόσταση από μια μακρινή εποχή, όσο οι διαφανείς επιφάνειες που στεγάζουν τα ερείπιά της και γίνονται σύγχρονη διάβαση. Δεν ξέρω πότε άρχισαν αρχιτεκτονικά οι εφαρμογές αυτές, αλλά σίγουρα είναι ένα κατασκευαστικό παιχνίδι της νεωτερικότητας, ευρηματικό και χαριτωμένο, που αναδεικνύει το εξερευνημένο βάθος, το κάνει ελέγξιμη παρουσία και παίζει με την ανοίκεια εντύπωση να περπατάς στο κενό. Από τον εξώστη στο Μουσείο της Ακρόπολης βλέπουμε τη γυάλινη εξέδρα της εισόδου που στεγάζει παλιά θεμέλια και πάνω της βαδίζουν οι επισκέπτες. η συνάντηση των δύο εποχών είναι οπτικό παιχνίδι και συγχρόνως ένα κίνητρο στοχασμού για τη λήθη και το χρόνο. Πώς έλεγε ο Ρίτσος; «Σαν να μην ήταν τίποτε / χάθηκαν... / Άργος, Αθήνα, Κόρινθος, Σπάρτη, Σικυών / σκιές ονομάτων. Τα μιλάω. Ηχούν σαν βουλιαγμένα...»


*

Συχνά μας γοητεύουν εργαλεία, αντικείμενα ή χρηστικές λειτουργίες που καμιά εξέλιξη ή ανατροπή δεν τα επηρεάζει. Το κατσαβίδι, το κουμπί, η σεζλόνγκ. Περνούν τα χρόνια, οι μορφές και οι χρήσεις αλλάζουν, αλλά μια κατηγορία πραγμάτων και λειτουργιών είναι στεφανωμένη με το κύρος της διάρκειας. Υπάρχουν και θεωρητικές σκέψεις που έχουν αυτή την αμετάβλητη χρηστικότητα. Έπεσα μόλις προ ολίγου σε ένα γνωμικό του Όσκαρ Ουάιλντ: «Η κακή ποίηση (όλη η έντεχνη έκφραση, θα συμπλήρωνε κάποιος) διακρίνεται από την ειλικρίνειά της». Είναι ένας δημιουργικός κανόνας (και μάλιστα φαίνεται να διεκδικεί την πρώτη θέση στην ιεραρχία των κανόνων). Αμετάβλητος, διαρκής κι αυτός, ίσως είναι ο πρώτος όρος για την κριτική προσέγγιση της Μορφής. Αφορά την απόσταση ανάμεσα στο δημιουργικό γεγονός και την καλοπροαίρετη διάθεση όλων να μιλήσουν. Αυτή η απλή και «αυτάρεσκη» αλήθεια (που κλείνει και λίγο το μάτι με τον γνωστό ουαλντικό σνομπισμό) είναι, εντούτοις, αχρείαστη και αδίδακτη. Μόνο η δική σου πείρα μπορεί να σε ειδοποιήσει για την κυλιόμενη και κατασκευασμένη εικόνα που είναι κάθε έργο, καθώς δοκιμάζει και σχεδιάζει τον εαυτό του, ώσπου να βρει την πιο πειστική εκδοχή (από ένα σημείο και μετά οριστική και διαρκή), αλλά πάντα μακρινή απ’ τις αυθεντικές προθέσεις.

*

Από πολύ νωρίς ένα μαύρο σύννεφο κατεβαίνει από τη βόρεια πλευρά της Αθήνας. Ο ουρανός βρέχει στάχτη, που σκεπάζει τις οροφές των αυτοκινήτων, τις αυλές, τα ακάλυπτα αντικείμενα. Σίγουρα κάπου κοντά υπάρχει μεγάλη φωτιά, δεν άκουσα ραδιόφωνο, και κατά βάθος δεν θέλω να ξέρω, λες και αν δεν ακούς για κάτι αυτό δεν υπάρχει, ή υπάρχει λιγότερο. Η εικόνα είναι γνωστή από άλλα παλιά καλοκαίρια. Χιονίζει υπολείμματα καμένων δέντρων, αβαρή κλαδάκια και φύλλα, γκρίζα και λευκά, που πέφτουν με την κίνηση του χιονιού, αργά, σ’ όλες τις επιφάνειες. Τώρα όμως, στα σύγχρονα κοινωνικά συμφραζόμενα εννοώ, είναι πολύ εύκολο να σκεφτείς συμβολικά ότι οι στάχτες εμφανίζονται ως παράσταση δυσοίωνη, ακόμα κι αν δεν είσαι διαθέσιμος για την αναγωγή των φαινομένων σε σύμβολο, σε νεύμα, σε μοιραίο οιωνό. Οι στάχτες δείχνουν σαν σοβαρή αλληγορία που μιλά χωρίς λόγια, χωρίς διδακτισμό, σαν ένας κώδικας που αδιαφορεί αν γίνεται κατανοητός και μεταδόσιμος. Δεν τον αφορά, όπως το επιχείρημα της κυριολεξίας, αν βρει ανταπόκριση. Σαν κάθε συμβολική εικόνα, έχει και δεν έχει σημασία, είναι και δεν είναι μήνυμα.

*

Να ένα φαινομενικά ασήμαντο μήνυμα του face book, από τον Δ.Χ., που μου γράφει (το Σεπτέμβριο) από το Βερολίνο. Το παραθέτω όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί είναι ένα υπόδειγμα κομψής λακωνικότητας (ένας «ημερολογιακός μινιμαλισμός» θα λέγαμε, αν ήταν λογοτεχνία) και, βέβαια, διότι δείχνει ότι ο χρόνος εκεί κυλάει με τους αυστηρούς νόμους των εποχών, δίνοντας στη ζωή ομορφιά, κίνητρα και δημιουργικούς ρυθμούς: «...βροχή, βροχή, εδώ, τα φύλλα κιτρίνισαν και άρχισαν να πέφτουν, στα μαγαζιά εμφανίστηκαν τα χριστουγεννιάτικα Στόλλεν, τα Λεμπκούχεν, τα Πανετόνε, τα Παντόρο...»
Δεν λέω, κανένα «Τέλος» (ούτε αυτό των εποχών) δεν είναι εύκολη έννοια. Είναι όμως αυτή που στη ζωή στέκεται στην ψηλότερη κορυφή, και τη βλέπουμε όλοι, όπου κι αν πάμε, από παντού.


Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Editorial

To νέο τεύχος φεύγει για τη Θεσσαλονίκη

Η πρώτη από τις τρεις σελίδες του Editorial (TO ΔENTΡO, No 189-190)

Αυτό το μικρό σημείωμα στέλνουμε στο ραδιόφωνο και στις εφημερίδες ως δελτίο τύπου.

Το τεύχος μας ταχυδρομείται το πρωί του Σαββάτου στους συνδρομητές της επαρχίας.

Σελίδα από τον Ερωτικό Λόγο (ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ Νο 189-190)

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Ταξίδι στην Ελλάδα

Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα 'Εθνος


Ενα πρωί, μερικά χρόνια πριν από τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποιο ταχυδρομικό υδροπλάνο διασχίζει το Ιόνιο. Μ' αυτό ταξιδεύει προς την Ελλάδα ο Τζούλιο Καπρίν (1888-1958), Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας. Δεν βρήκα πολλά βιογραφικά γι' αυτόν, όταν ανακάλυψα σε ένα ιταλικό παλαιοπωλείο το βιβλίο του «Ευρωπαϊκός επίλογος» (1941), με εντυπώσεις από πρωτεύουσες της Ευρώπης.

Οπως και άλλοι ξένοι ταξιδιώτες που περιέγραψαν την Ελλάδα από τον Μεσοπόλεμο μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και ο Ιταλός συγγραφέας εντοπίζει κυρίως τις ανθρώπινες κλίμακες και την ανεπίληπτη, ακόμα, φυσική εικόνα που την κινούν χαριτωμένοι, αργοί ρυθμοί. Σκέπτομαι και πάλι τα στοιχεία αυτά, που δεν άντεξαν στο ασυνάρτητο μεταπολεμικό πνεύμα της ανάπτυξης. Και ενώ η χώρα, την εποχή των αποφασιστικών μεταβολών, κυβερνήθηκε από ραφιναρισμένα πνεύματα, από διανοούμενους έως και φιλοσόφους της περίφημης Γενιάς του '30 (Π. Κανελλόπουλος, Κ. Τσάτσος, Γ. Κασιμάτης κ.ά.), η πραγματική εξουσία ασκήθηκε με άξεστο τρόπο από ένα ανυποψίαστο προσωπικό. Το αποτέλεσμα ήταν η σύγχρονη δημόσια εικόνα, με τη θλιβερή σφραγίδα της αδιαφορίας για το μέτρο και το ύφος, και με όλες τις προϋποθέσεις για να εμφανιστεί το κυνήγι μιας χονδροειδούς ευδαιμονίας, που μετά το '80 έγινε ιδεολογία κραιπάλης (δικαιωμάτων και αγαθών).

Αρχές του '30. Η πρωτεύουσα έχει δεχθεί ένα τεράστιο κύμα προσφύγων που άλλαξε την εικόνα της. «Η κυβέρνηση εξασφάλισε μέσω της Κοινωνίας των Εθνών δάνεια και έναν ελεγκτή που έστειλαν από τη Γενεύη. Η Ελλάδα δείχνει τον υπομονετικό της λαό [...] ολιγαρκή και παρηγορημένο από το απολαυστικό ανατολίτικο παιχνίδι του λιανεμπορίου. Η κρίση στην Αμερική (1929) και στην Ευρώπη τον κάνει να νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν είναι απελπισμένος. Οι εφημερίδες πληροφορούν αλλά δεν μεταδίδουν την απελπισία των οικονομικών νόμων. Αλλωστε οι χαλαροί κανόνες της Ανατολής δεν δημιουργούν στην κοινή αντίληψη μια δραματική απόσταση ανάμεσα στην ανεργία και την εργασία, όπως συμβαίνει στη βιομηχανική δύση. Στις πόρτες των μαγαζιών υπάρχει πάντοτε ένα παιδί που χαϊδεύει με τη βούρτσα τα παπούτσια σας κερδίζοντας με ευχάριστη διάθεση τη μέρα του». Θα συνεχίσουμε, βλέποντας πώς ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται το κοινωνικό παρόν αλλά και το παρελθόν της μικρής χώρας. Οι ξένες πηγές όχι μόνον είναι το πιο διαυγές βλέμμα στον αυτόχθονα μύθο αλλά, όπως έλεγε ο Ράσελ, θα έπρεπε να είναι διδακτέα και συνεκτιμήσιμη ύλη στην εκπαίδευση, αν αυτή θέλουμε κάποτε να βαδίσει από την αυτοεπιβεβαίωση στον τολμηρό προσανατολισμό και τον κριτικό χαρακτήρα.

Κώστας Μαυρουδής

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ


Την Παρασκευή το μεσημέρι κυκλοφόρησε στα κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας (και ταχυδρομήθηκε στους συνδρομητές) το νέο τεύχος του ΔΕΝΤΡΟΥ. Κείμενα που αφορούν τον έρωτα: Ποίηση, αλληλογραφία, διηγήματα, αφορισμοί, χρονικά. Και ένα δεύτερο μέρος, με συνεργασίες που δεν ανήκουν στον «Ερωτικό λόγο», με σχόλια, σημειώματα, παρουσιάσεις βιβλίων, σύντομα φιλολογικά δοκίμια, σχολιασμοί και παρεμβάσεις.

Είναι μεγαλύτερο από το προηγούμενο τεύχος και η αναγραφόμενη τιμή είναι 8 ευρώ. Το βρίσκει κανείς και αρκετά φθηνότερα.


Υπάρχει μεταξύ των κειμένων η αλληλογραφία Ροσελίνι- Ίνγκριντ Μπέργκμαν, μια επικοινωνία με πρόσχημα επαγγελματικό που καταλήγει στο γάμο τους. Εξ ού και η αναρτημένη εικόνα της καλλονής.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Κόβοντας τη γραμμή του κακού



Παρακολούθησα προ ημερών ένα ντοκιμαντέρ του Iσραηλινού Χανόχ Ζεεβί (στην ΕΤ, βέβαια), με πρωταγωνιστές πέντε απογόνους διαβόητων ναζιστών, εγκληματιών πολέμου. Οι περισσότεροι εγγόνια, ορισμένοι παιδιά τους, σε προχωρημένη ηλικία. Πρόσωπα με βαθιά αντίθεση στο οικογενειακό παρελθόν ένιωθαν ότι το όνομά τους διαπεραίωνε μια σκοτεινή σκιά στο μέλλον. Ο Νίκλας Φρανκ, γιος του διοικητή της Πολωνίας, έχει ήδη γράψει δύο ογκώδη βιβλία και επισκέπτεται με αποστολικό ζήλο σχολεία. Μιλά για τον πατέρα του με συντριβή, αλλά και κριτική διαύγεια. Οι υπόλοιποι συγγενείς, διευκρινίζει, δεν δέχτηκαν να εναντιωθούν στην οικογένεια.
Η τέταρτη εντολή είναι «Τίμα τον πατέρα σου», εγώ, αντίθετα, τονίζει στα παιδιά του σχολείου, ενίσχυσα ένα φρόνημα απόρριψης. Ο φακός δείχνει νεανικά πρόσωπα να παρακολουθούν αυτό το μάθημα αυτοκριτικής. Μια κλονισμένη γυναίκα, στη συνέχεια, κόρη του Aντολφ Γκοθ, ξετυλίγει τη δική της μνήμη. Γνώριζε για το πολωνικό γκέτο που διοικούσε ο πατέρας της, αλλά στη Λίστα του Σίντλερ έμαθε, επιπλέον, τρομακτικές λεπτομέρειες. Δύο αδέλφια, εγγόνια του Γκέρινγκ, αποφάσισαν να στειρωθούν για να κόψουν, όπως δήλωσαν, τη γραμμή του κακού προς το μέλλον. Μια τόσο απόλυτη αποστροφή, σαν το αρνητικό της φυλετικής θεωρίας που βδελύσσεται.
Ο Ράινερ Ες, εγγονός του διαβόητου Ρούντολφ Ες, ξαναβλέπει δίπλα στον σκηνοθέτη την έπαυλη που ζούσε η οικογένειά του, μεσοτοιχία με το στρατόπεδο του Αουσβιτς. Η μεταμέλειά τους μοιάζει με την ενοχική εικόνα που βλέπεις πληθωρικά στη Γερμανία: Μουσεία, μνημεία, με πιο εντυπωσιακό το Holocaust Manhmal (19.000 τ.μ. πλάι στο Ράιχσταγκ), ένα «ανήσυχο» θέαμα τεράστιων ορθογώνιων όγκων, εις μνήμην. Ακόμα οι χιλιάδες μπρούντζινες ενθέσεις στα πεζοδρόμια, ιδέα του γλύπτη Gunter Demnig, τα Stolpersteine (=εμπόδια), με ονόματα θυμάτων στην είσοδο των πάλαι ποτέ κατοικιών τους. Πριν απ' τους τίτλους του τέλους, οι μαθητές ενός ισραηλινού σχολείου συζητούν με τον νεότερο Ες.
«Είμαστε απ' την πλευρά εκείνων που υφίστανται την Ιστορία», είχε πει ο Καμί στη Στοκχόλμη. Το ξανασκέπτομαι, απέναντι σ' αυτά τα πρόσωπα που δεν θέλουν να ξεχάσουν ή να αποδεχτούν την Ιστορία ως αδιάκοπη επανάληψη του κακού. Λες και η συντριβή είναι τρόπος να εξανθρωπιστεί το μάταιο θέατρο των γεγονότων.

Κώστας Μαυρουδής
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος)

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

ΑΤΑΚΤΩΣ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι προδημοσίευση από αφιέρωμα λογοτεχνικού περιοδικού το οποίο θα εμφανιστεί τον Δεκέμβριο.


Ο Κώστας Μαυρουδής και ο Μιχάλης Κατσαρός (αριστερά) στο Θησείο το 1978

Προτιμώ, μιλώντας για πρόσωπα των γραμμάτων, εκείνα που γνώρισα πολλά χρόνια πριν, να αναφέρομαι κυρίως στην εποχή και στα γεγονότα. Με ενδιαφέρει η αναδρομή αυτή περισσότερο από τα σχόλια και τις κριτικές αποτιμήσεις του έργου. Με αφορά, μ' άλλα λόγια, αυτό το χαμένο κομμάτι της ζωής και μπορώ να πω ότι το κίνητρο δεν είναι μόνο η νοσταλγία και ο ναρκισσισμός που υπάρχει πάντα στο προσωπικό ημερολόγιο, αλλά κυρίως η επιθυμία να στερεώσω και να ιδιοποιηθώ μνημονικά το χρόνο, τα πράγματα και το περιβάλλον. Ανακάλεσα για τις σελίδες του παρόντος αφιερώματος τρεις στιγμές από την συναναστροφή μου με τον Μιχάλη Κατσαρό. Η σχέση μας  δεν ήταν πυκνή, ούτε είχε κάποιο συνεκτικό στοιχείο από συγκλίσεις οποιουδήποτε είδους. Κυκλοφορούσαμε όμως και οι δύο καθημερινά στους κεντρικούς δρόμους, και επισκεπτόμασταν από τη δεκαετία του '70  το Μοναστηράκι, τόπο ιδανικό για όσους ήθελαν να αποφεύγουν το κέντρο. Το Μοναστηράκι και το Θησείο ήταν περιοχές που διατηρούσαν έντονο το άρωμα του λαϊκού και του παρωχημένου. Στα καφενεία της περιοχής γνώρισα πρόσωπα με  κάθε είδους αποκλίσεις, κυρίες με άσημες γκαλερί, εκκεντρικούς με ταβέρνες σε νησιά, φιλέλληνες που έπιναν ούζο με θέα τις αρχαιότητες, και βέβαια  κατά κόρον τον τύπο του προφορικού λογίου, κάτι μεταξύ ονειροπόλου και αργόσχολου. Εκεί πρόλαβα να συναντήσω τον ξεχασμένο μεταπολεμικά Τζούλιο Καΐμη, Εβραιοϊταλό διανοούμενο και δημοσιογράφο. Ρακένδυτος, με δυσχέρεια στην ομιλία, μου έδειξε ένα χάρτινο κουρέλι που ήταν η προπολεμική δημοσιογραφική του ταυτότητα από την εφημερίδα Tempo, και πολύ αργότερα διάβασα μια συνέντευξή του με τον Χαλεπά όπως και αισθητικοκριτικά άρθρα του. 




Από τον Κατσαρό (αυτόν το «ποιητή του ενός βιβλίου» όπως  είχα πρωτακούσει  να τον λένε στην αγορά) μπορούσες να ακούσεις ακατανόητα νοήματα, αλλά και επισημάνσεις μοναδικής ευστροφίας. Ήταν εξάλλου  ένας μύθος για κάποιον πολύ νεότερο, που κολακευόταν να ακούει και να συναναστρέφεται, έστω για λίγο, έναν φερώνυμο των γραμμάτων.
Κάποιο κυριακάτικο μεσημέρι μου πρότεινε να φάμε στο μαγειρείο της γωνίας πλατείας  Ασωμάτων και Ερμού. Νομίζω μου είπε ότι έτρωγε εκεί από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Το γεγονός το έχω περιλάβει στο βιβλίο μου Με εισιτήριο επιστροφής (εκδ. Πλέθρο), ένα «ημερολόγιο» παρατηρήσεων που κρατούσα τη δεκαετία του '70: «Κυριακή στο Μοναστηράκι. Τρώμε με τον Μιχάλη Κατσαρό. Κουβεντιάζει στο διπλανό τραπέζι με δύο Ιάπωνες στα ιαπωνικά και σε μένα μεταφράζει, ό,τι συζητούν, στα αραβικά. “Η γλώσσα κάποτε”, μου λέει, εξηγώντας την ευχέρειά του, ‘’ήταν για όλους τους ανθρώπους κοινή. Σαν ένα ρόδι πριν να σπάσει και πριν οι μικροί σπόροι  σκορπιστούν παντού. Ο ποιητής κατέχει την πρώτη αρχή”.»

Κάποτε, δεν θυμάμαι με ποια αφορμή, μου είπε: «Οφείλεις να προσέχεις το προφίλ σου, την εικόνα που επιτρέπεις να δουν οι άλλοι. Στα γράμματα πρέπει να μένεις μακρινός, να μην διακρίνονται  οι αδυναμίες σου. Είχα κάποτε μια θαυμάστρια, αριστοκρατικής οικογενείας. Με συναντούσε στου Λουμίδη και σε άλλα καφενεία του κέντρου. Έδειχνε ενδιαφέρον και ήθελε να είναι μαζί μου. Κάποτε μου πρότεινε να δει το σπίτι μου. Ποιο σπίτι δηλαδή, έμενα κάπου μεταξύ Κηφισού και Ιλισσού, στην Καλλιθέα, “Μεσοποταμία” έλεγα την περιοχή. Γιατί να της δείξω την κατοικία μου και το πώς ζούσα; Προτιμούσα το κύρος του ποιητή που είχα στο καφενείο.  Εύρισκα τρόπους να αποφεύγω την επίσκεψη,  ώσπου κάποτε έμαθε τη διεύθυνση και την περιοχή και ένα μεσημέρι έφτασε στην πόρτα μου. Έβραζα σε μια γκαζιέρα λίγες πατάτες. Άρχιζε να φωνάζει: “Μισέλ άνοιξε, Μισέλ άνοιξε”. Δεν απάντησα, ελπίζοντας πως θα φύγει. “'Ανοιξε”, σε βλέπω”. Καταλάβαινα ότι  δεν θα έφευγε και εντέλει άνοιξα. Παρατήρησε το χώρο έκπληκτη και σιωπηρή. Δεν μπορούσε να το φανταστεί. Πλησίασε στη γκαζιέρα. “Πατάτες βραστές θα φας, Μισέλ”; ρώτησε. Πήρα ύφος πρίγκιπα που τον έχουν παρεξηγήσει. Της απάντησα, αναβαθμίζοντας μέσω της γλώσσας (όπως ακριβώς στην ποίηση) την εικόνα μου:  ‘’Δεν είναι πατάτες, Ισμήνη, είναι Pommes de terre!!!’’»



Στο τέλος της δεκαετίας του '70 συναναστρεφόμουν τον Σταύρο Βαβούρη (1925-2008), ιδιόρρυθμο ποιητή και άνθρωπο. Είχε παιδιόθεν μια χωλότητα που δεν του επέτρεπε να βαδίσει αβοήθητος και ήταν --όπως θα έλεγε ένας παλιός γνωστός--, εμφανέστατα θιασώτης  της καβαφικής αιρέσεως. Λέγοντας «εμφανέστατα», εννοώ ότι το ντύσιμό του ήταν πομπώδες και στους δημόσιους χώρους έκανε κάθε τι για να τον προσέξουν. Το σπίτι του, ένα παλιό μισοερειπωμένο διώροφο στη Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν τόπος συναντήσεως νέων λογοτεχνών, που μιλούσαν, αστεΐζονταν, και περνούσαν τα απογεύματα και τα βράδια τους πάντα σε ένα κλίμα ευθυμίας και ελαφρότητας. «Μήπως βλέπεις τον Κατσαρό»;  με ρώτησε κάποια μέρα (ήταν χειμώνας του  '76, νομίζω). «Θέλω να μεσολαβήσεις για μια συνάντηση. Τον  γνώρισα μεταπολεμικά, τη δεκαετία το '60, και από τότε δεν τον είδα πια». Μετέφερα μετά από λίγες μέρες το μήνυμα. «Κανόνισε εσύ τη συνάντηση», μου είπε ο Κατσαρός. «Έξω. Δεν πάω σε σπίτια». «Ξέρεις, δεν περπατά εύκολα», του εξήγησα, «μόνο με ταξί μετακινείται, και βέβαια συνοδευόμενος.» Συμφωνήσαμε για το Θησείο, το επόμενο Σάββατο. Δυο μέρες πριν, πληροφόρησα την άλλη πλευρά για την αποδοχή. «Αύριο χρυσό μου δεν γίνεται, έχουν απεργία τα ταξί», ήταν η επιφύλαξη του Βαβούρη. Του έδειξα ότι δεν μπορώ να κάνω νέες συνεννοήσεις και ότι θα βρούμε τρόπο από την πλατεία Καραΐσκάκη να ανεβούμε στην Ομόνοια και από εκεί στην Αθηνάς. Το πρωί του Σαββάτου πήρα ένα μόνιππο από το Μοναστηράκι (έτοιμο για απογευματινό γάμο, με μεγάλες λευκές κορδέλες στο πλάι) και πήγα στο σπίτι του Σταύρου. Με τη βοήθεια του αμαξά και τη δική μου κατέβηκε από την ξύλινη σκάλα του πρώτου ορόφου και κάθισε στην άμαξα. Φορούσε τα τεράστια, κατά τη μόδα της εποχής γυαλιά του, γούνινο παλτό και γούνινο σκούφο. Στο στήθος του είχε έναν μεγάλο χρυσό σταυρό. Είμασταν σίγουρα εξωτικό θέαμα για την καθημερινή Αθήνα. Ένας γενειοφόρος νεαρός, και ο Σταύρος με αέρα Ζιβάγκο, έτρεχαν στους δρόμους του κέντρου. Δεν μπορώ να ξεχάσω  τους περαστικούς και τις αντιδράσεις τους, με κορυφαία ενός ζευγαριού ηλικιωμένων που τους είδα να σταυροκοπιούνται έξω απ' τη Βαρβάκειο Αγορά. Ο Κατσαρός μας περίμενε στην Αδριανού. Κρατούσε ένα μικρό δώρο αγορασμένο από τουριστικό μαγαζάκι. Κατεβήκαμε από την άμαξα στον Άγιο Φίλιππο και πήγαμε με δυσκολία σε ένα καφενείο, απέναντι. Ο Σταύρος  άνοιξε βιαστικά το δώρο και τον ευχαρίστησε θερμά. Ήταν ένας μεταλλικός Πρίαπος. «Ιθύφαλλος», σχολίασε ο φιλόλογος Βαβούρης και τον ευχαρίστησε. Τον ρώτησα αργότερα για τη λέξη. Από το ιθύς= ευθύς + φαλλός, μου είπε. Ο Κατσαρός προσπέρασε χωρίς καμιά περιέργεια την άγνωστη έννοια που άκουσε.  Άρχισαν (σαν μέλη μιας συντεχνίας με κοινά μυστικά), να αναφέρονται σε παλιές χρονολογίες και κοινούς γνωστούς. Άκουγα με ενδιαφέρον. Μίλησαν περίπου δυο ώρες για μεταπολεμικά βιβλία, και βέβαια γενικά για την ποίηση, εξειδικευμένη αφοσίωση μιας σέχτας ελαχίστων, απ' τους οποίους ένα ακόμα πιο μικρό κομμάτι «συνομιλεί» σοβαρά με το αντικείμενο.

Η συναναστροφή μου με τον Μιχάλη Κατσαρό έγινε αργότερα ακόμη πιο περιστασιακή και τυχαία. Βρισκόμασταν βιαστικά στο δρόμο, μια φορά θυμάμαι παρακολουθήσαμε μαζί τη μαθητική παρέλαση της 27ης Οκτωβρίου, όρθιοι στην Πανεπιστημίου. Δεν ξέρω με ποια αφορμή μου μίλησε κάποτε για τον Ζαχαριάδη. Ήμουν κι εγώ περίεργος να ακούσω για εκείνο το πρόσωπο πού μου θύμιζε πάντα περισσότερο πρωταγωνιστή τραγωδίας παρά πολιτικό αρχηγό. «Ήταν ένας θεός για όλους μας. Δεν μπορώ να το πω αλλιώς», μου είπε. «Περιμέναμε το '45 να επιστρέψει από το Νταχάου. Ήταν θρησκευτικό αίσθημα, εμφάνιση Πεντηκοστής. Ο θρύλος πάλι στην Αθήνα. Συγκεντρωθήκαμε στο γήπεδο του Παναθηναικού να τον θαυμάσουμε. Τον είδαμε με το λευκό του πουκάμισο. Σαν υπνωτισμένοι. Οι εξέδρες κατάμεστες. Ανέβηκε στο μικρόφωνο μέσα σε ιαχές, ωραίος, βέβαιος, ένα όραμα. Και όταν άνοιξε το στόμα του τα πάντα κατέρρευσαν. Η προφορά του τον υπονόμευσε. “Τι κρίμα, τι κρίμα”, είπα σε ένα φίλο μου. Δεν το περίμενα, να μιλά σαν επαρχιώτης».

Βρήκα πρόσφατα δυο μικρά αυτόγραφά του. Το ένα (της δεκαετίας του '70) είναι ένας «γρίφος» που ζωγράφισε κάποιο βράδυ παιγνιωδώς στην ατζέντα μου, όταν του είπα ότι θα ταξιδέψω στο Παρίσι. «Θα σε παρακαλέσω να ρίξεις ένα σημείωμα στον Σηκουάνα, από την Pont neuf.  Δος μου ένα χαρτί». Κράτησε για λίγο το σημειωματάριο που του έδωσα, σκέφτηκε δυο λεπτά τι να γράψει, και ζωγράφισε ένα μεγάλο κεφαλαίο R. «Tι είναι αυτό;»,  ρώτησα. «Μη σε ενδιαφέρει, κάτι που αφορά το βασιλιά (Roi). Θέλω να το μεταφέρεις με τον τρόπο που σου είπα, ξέρει εκείνος».
Το δεύτερο είναι μια σύντομη επιστολή του 1983, πολύ αργότερα από τα περιστατικά που εξιστορώ, ευγενική χειρονομία του ποιητή σε έναν παλιό φίλο του, τον οποίο συνιστά σε μένα ως αξιόλογο και ταλαντούχο πρόσωπο. Με καφέ σημάδια που μοιάζουν με σκουριά και ταλαιπωρημένο παλιό χαρτί, ήταν αταξινόμητη στο αρχείο του Δέντρου :

«Κώστα Μαυρουδή,
ο Μιχάλης Κατσαρός σου στέλνει
με τον κο. Βλασόπουλο τα
ποιήματα του τότε μέλους της
ομάδας μας νέων Ελλήνων Λογοτεχνών. Εγώ θα τα δημοσίευα
για τον λυρισμό τους. Είναι ο ποι-
ητής που αναφέρω στα Ονόματα,
σε ποίημά μου.
Σε φιλώ,
Μ. Κατσαρός».

Να θυμόμαστε τη χάρη (και τη σημασία) που είχαν τα γεγονότα και τα πρόσωπα. Φευγαλέες εικόνες πια, εμπειρία από δεύτερο χέρι, είναι ωστόσο μέρος της ιστορίας μας. Να μιλούμε γι' αυτά. Δεν έχουμε άλλο μέσον να φανταστούμε ή να παραστήσουμε το Φευγαλέο σαν Μονιμότητα.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ


ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ

Ο Στέφαν Τσβάιχ δίπλα από τον Γιόζεφ Ροτ, Οστάνδη (από το κέντρο αρχείων Βιέννης)

Ο Γιόζεφ Ροτ (1894-1939) και ο Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942) δεν χρειάζονται συστάσεις. 
Οι δύο αυτοί σπουδαίοι αυστριακοί συγγραφείς είναι από τις πιο σημαντικές φωνές της γερμανόφωνης, και όχι μόνον, λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα. Το προσεχές ΔΕΝΤΡΟ φιλοξενεί μέρος της αλληλογραφίας που είχαν ως αυτοεξόριστοι, στο Παρίσι ο πρώτος και στο Λονδίνο ο δεύτερος. Συγκλονιστικά γράμματα σε μια σκοτεινή εποχή για την ΕΥΡΩΠΗ, της οποίας ήταν και οι δύο πνευματικοί εκφραστές και σημαντικά τέκνα. «Η Γερμανία έχει πεθάνει για μας. Υπήρξε μόνον ένα όνειρο!» εξομολογείται στον Τσβάιχ ο Ροτ. 



Το 1933 ο Τσβάιχ είναι διάσημος συγγραφέας, αστός με ήρεμη οικογενειακή ζωή. Ο Ροτ βιώνει μια ασταθή ψυχολογική κατάσταση, είναι αλκοολικός και δέχεται τις αυστηρές παρατηρήσεις του φίλου του. Όμως ο Ροτ βλέπει καθαρότερα, κατανοεί καλύτερα τις περιστάσεις και χωρίς προκαταλήψεις αντιλαμβάνεται τις στέρεες αξίες που παραμερίστηκαν από τις δημοκρατικές αλλαγές οι οποίες οδήγησαν τελικά στον ναζισμό. Νοσταλγεί τη σταθερότητα, τη γοητεία και την αίγλη της αυτοκρατορίας, τη ζωή, τις υψηλές πολιτισμικές αξίες και τα κατορθώματα της οποίας μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στο συναρπαστικό αυτοβιογραφικό βιβλίο του Τσβάιχ «Ο χθεσινός κόσμος» 

23 Μαρτίου 1933 (Ξενοδοχείο "Φουαγιό", Παρίσι)

Αγαπητέ φίλε, [....] τουλάχιστον το 1914 είχαν προσπαθήσει να αιτιολογήσουν την κτηνωδία με ουμανιστικά επιχειρήματα. Σήμερα η κτηνωδία στολίζεται με εξηγήσεις πιο κτηνώδεις από την ίδια την κτηνωδία. Εξηγούμαι: στο βαθμό που ο Γκέρινγκ διαφοροποιείται από τον Γουλιέλμο τον 2ο, ο οποίος παρέμεινε πάντα σε ανθρώπινο πλαίσιο, ναι, σε αυτόν το βαθμό, το 1933 είναι διαφορετικό από το 1914.

Γιόζεφ Ροτ


6 Απριλίου 1933 (Ξενοδοχείο "Φουαγιό", Παρίσι)

Αγαπητέ φίλε, [....] εγώ είμαι ένας παλαιός αυστριακός αξιωματικός. Αγαπώ την Αυστρία. Θεωρώ δειλία το να μην παραδεχόμαστε σήμερα ότι έφτασε η ώρα να νοσταλγήσουμε τους Αψβούργους. Θέλω να επανέλθει η Βασιλεία, και επιμένω να το λέω

Γιόζεφ Ροτ