Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Ο χρόνος


Κώστας Μαυρουδής
Τέσσερις εποχές
Εξώφυλλο
Ο χρόνος είναι ο πρωταγωνιστής στην αφηγηματική ποίηση του Κώστα Μαυρουδή, στο πιο ανελέητο
χαρακτηριστικό του: αυτό της μη αντιστροφής

Κώστας Μαυρουδής, Τέσσερις εποχές, Κέδρος 2010, σελ. 54  



  Ο χρόνος, που υπήρξε μια από τις θεματικές της «Ζωής με εχθρούς», αποτελεί την κυρίαρχη θεματική στο τελευταίο έργο του Κώστα Μαυρουδή, μια συλλογή με «ποιήματα», όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο, που στην πραγματικότητα όμως είναι κείμενα που ξεφεύγουν από τις συνηθισμένες ειδολογικές ταξινομήσεις. Είναι κείμενα αφηγηματικά με μια εμφιλοχωρούσα δοκιμιακότητα, αλλά με άφθονα τα υφολογικά εκείνα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίηση, όπως η πυκνότητα στην έκφραση, οι μεταφορές («την άνοιξη: τη γιγαντοαφίσα αυτή της χλωροφύλλης/την πομπώδη διαφήμιση του μέλλοντος», σελ. 16), οι ανοίκειες εικόνες κ.λπ. Και ο Μαυρουδής καταφεύγει στην παρακάτω επινόηση: όπου ο λόγος του κλείνει προς τον πεζό, οι λέξεις φτάνουν μέχρι το τέλος της γραμμής πριν προχωρήσουν στην επόμενη, όπως συμβαίνει στα πεζά κείμενα, και όπου κλείνει προς την ποίηση, κόβονται πιο πριν δίνοντας την εντύπωση του στίχου. Μάλιστα σε κάποια σημεία, για λόγους έμφασης πιθανόν, τον στίχο τον καταλαμβάνει μια και μόνη λέξη, ενώ σε ένα από τα τελευταία κείμενα της συλλογής τον καταλαμβάνει μια και μόνη συλλαβή, με τρεις μόνο εξαιρέσεις. Στις δυο έχουμε ολόκληρη λέξη («ενώ» και «σκόνη») και στην τρίτη δυο συλλαβές: (κι-μω-λία). Μεταγράφω στο πεζό: «Ενώ αβαρής σαν σκόνη αιωνιότητας έπεφτε αργά η κιμωλία στα παπούτσια του». Σαν σκόνη κιμωλίας πέφτουν οι συλλαβές στο αριστερό της 45ης σελίδας. 

  Ο τίτλος ανακαλεί συνειρμικά τις τέσσερις εποχές του Βιβάλντι. «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» θα ήταν πιο ταιριαστός τίτλος, αν και όχι ακριβής. Δεν έχουμε εδώ μια αναζήτηση του χαμένου χρόνου, αλλά μια ελεγεία για τον χρόνο που κυλάει χωρίς επιστροφή, ένα θρήνο για την αδυσώπητη απώλεια του παρελθόντος, ενός παρελθόντος που τόσο γοητεύει τον Μαυρουδή, ώστε αναζητάει απεγνωσμένα κάθε Κυριακή πρωί τα ίχνη του στο παζάρι στο Μοναστηράκι. Μου έφερε κάποτε ένα τέτοιο μνημείο του παρελθόντος, ένα πικάπ, μήπως μπορούσα να το επισκευάσω. Δεν μπορούσα. Το παρελθόν μόνο με την εικόνα της φθοράς μπορεί να εμφανιστεί στο παρόν, όπως τα αγάλματα με τα σπασμένα χέρια. Ακόμη και σε ένα επισκευασμένο πικάπ τα ίχνη της φθοράς διατηρούνται: «καθάριζε με το μανίκι του τους δίσκους/ πριν τους βάλει στο γραμμόφωνο/ανάερα βαλς/άλλοτε ρεμβαστικές φωνές/κάτι μπελκάντο (με στροφές που έπεφταν)/γεμάτα χρατς/ που τώρα μας αρέσουν στις παλιές ηχογραφήσεις» (σελ. 38). Είναι στίχοι από το «Φθινόπωρο ή παραίνεση για μια φωτογραφία». Η φωτογραφία εμφανίζεται συχνά στην ποίηση του Μαυρουδή, σαν το πιο ζωντανό αποτύπωμα του παρελθόντος. Ή μάλλον σαν ένα «διαρκές παρόν», όπως την ορίζει στο τέλος της συλλογής. 

  Δεν είναι όμως μόνο η φωτογραφία που διατηρεί ίχνη του παρελθόντος, είναι και η ποίηση. Στο «Καλοκαίρι, ή στην παραλία της Μπαντόλια», ποίημα που παραπέμπει συνειρμικά στο «Θάνατο στη Βενετία», ο ποιητής μιλάει για έναν «Αναπαυόμενο σε ανάκλιντρο της παραλίας». «Η ομηρία του στο ποίημα αναπληρώνει κάπως το χαμένο…» στη λήθη του παρελθόντος. Και καταλήγει ο Μαυρουδής: «θα τον κολάκευε ο επισκέπτης/η ξένη προσοχή/η υστεροφημία να διασχίζει το χρόνο/μέσα στη μαρτυρία μου» (σελ. 20). Ο Μαυρουδής διασώζει στο ποίημά του το φευγαλέο του γεγονότος, μια παροδική παρουσία. Ο Όμηρος διασώζει την ομορφιά της Ελένης. Ή, όπως γράφει ο Σαίξπηρ για μια όμορφη γυναίκα στο «Σονέτο XVIII»: «Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι αναπνέουν/οι στίχοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις μαζί τους» (μετ. Στυλιανός Αλεξίου).

  Διαβάζω: «…μα ξέρετε πού πάει η γλωσσομάθεια/(το θαύμα, εν γένει, του λογισμικού μας)/όταν θα λείψουμε αιφνιδίως» (σελ. 28). Παραθέτω τους στίχους αυτούς όχι μόνο για την μεταφορά αυτή από τον κόσμο της σύγχρονης τεχνολογίας («λογισμικό»), αλλά γιατί εικονογραφούν και ένα δικό μου δίλημμα: Να κάνω επανάληψη στα κινέζικα (γλωσσομαθής κι εγώ), ή να μην κάνω, μια και επικρέμεται μονίμως ο κίνδυνος «να λείψω αιφνιδίως»; (Να κάνω εδώ μια μικρή επίδειξη γλωσσομάθειας με μια διόρθωση: όχι Γκεντράιντεγκάσσε (σελ. 31) αλλά Getreidegasse, χωρίς το πρώτο «ν», δρομάκι των σιτηρών).
Διαβάζουμε ακόμη: «Κοιτάζουν τα πλοιάρια που αναχωρούν/χωρίς να υποψιάζονται την προφανή μεταφορά» (σελ. 29). Καλύτερα να μην υποψιαζόμαστε τέτοιου είδους μεταφορές, αλλιώς θα παραλύσουμε από ένα διαρκές άγχος. Ο φόβος του θανάτου είναι μια από τις τέσσερις αιτίες της νεύρωσης μας λέει ο Ίρβιν Γιάλομ (οι άλλες τρεις είναι το νόημα της ζωής, η μοναξιά και η σχέση με το άλλο φύλο). 
  Κάθε συγγραφέας λίγο πολύ αυτοβιογραφείται. Όμως πόσο λίγο, ή πόσο πολύ; «Υπήρξε όντως η λουτρόπολη… ρωτάει ο αναγνώστης», και ο Μαυρουδής δίνει την αποστομωτική απάντηση. «Η λουτρόπολη είναι μια λουτρόπολη/ του απαντά αφ' υψηλού ο ποιητής/που κατοικεί στο κείμενο» (σελ. 29). Αυτό λέει και ο δομισμός, αλλά την αναγνωστική περιέργεια είναι δύσκολο να τη δαμάσεις. 
  Και στην επόμενη σελίδα: «και όπως πάντα αυτοί που φεύγουν/οραματίζονται επιστροφές/(τους ίδιους περιπάτους,/τη θαλπωρή της επανάληψης)». Οραματιζόμαστε πράγματι επιστροφές, αλλά με τη θλίψη ότι οι επιστροφές αυτές δεν είναι πολύ πιθανόν να πραγματοποιηθούν.
  Τον μινιμαλισμό του γεγονότος ή της εικόνας ο Μαυρουδής τον αναιρεί εξαίσια με φιλοσοφικές και μεταφυσικές προεκτάσεις, βλέποντας εν τέλει το πολυσθενές της ουσίας τους. Και για να το πετύχει αυτό δεν διστάζει να διευρύνει και να συρρικνώνει τις φόρμες κατά βούληση. Είναι το ίδιο τολμηρός στη σκέψη όσο και στις φορμαλιστικές αναζητήσεις.  



Μπάμπης Δερμιτζάκης


Tο κείμενο αυτό προέρχεται από το ηλεκτρονικό περιοδικό "Λέξημα"


Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Ατάκτως

To κείμενο αυτό δημοσιεύεται στο περιοδικό «Τα ποιητικά», που κυκλοφόρησε σήμερα αφιερωμένο στον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη.




Ατάκτως





























1. Με τόσο νωπό τον αντίκτυπο από τον θάνατο του Γιάννη Βαρβέρη, προτιμώ να μιλήσω για το πρόσωπο που γνώρισα, παρά για τη λογοτεχνία του. Δεν θα φώτιζα επιπλέον τίποτα επισημαίνοντας τις τεχνικές, τον σκηνικό του κόσμο, την επιμονή του στην αναπόληση του χαμένου και της παιδικότητας, τον μνημονικό ψυχαναγκασμό με το παρελθόν. Άλλωστε κι εκείνος θα με προέτρεπε σε μιαν αναφορά ζωής, σε γεγονότα που δεν συντηρούνται παρά μόνο με την απόφαση να είμαστε ενοχλητικοί στο αθόρυβο εργαστήριο της λήθης.

2. Ένα στοιχείο καίριας σημασίας για τον σημαντικό (το δηλώνω εξαρχής), αλλά κυρίως ιδιαίτερο αυτόν ποιητή της γενιάς μου είναι ο διχασμός που τον τον χαρακτήριζε. Αφενός αφοσιωμένος στη ραφινάτη διαχείριση της νοσταλγίας, στην αριστοκρατική του απομόνωση, και στη διαρκή ιδέα του θανάτου. Αφετέρου κοινωνικός, μανιώδης της συναναστροφής, της πολυπρόσωπης εξόδου, του λόγου ο οποίος έτερπε αλλά και αυτοθαυμαζόταν. Αυτά τα δύο ασύμπτωτα στοιχεία συναντούσαν ένα ακόμη. Την ξεχωριστή του ικανότητα σε πρακτικά ζητήματα, διευθετήσεις του καθημερινού, τη χρήση της κατάλληλης “γλώσσας” για κάθε περίπτωση, μια ικανότητα που είναι σύμπραξη νοημοσύνης και γνώση χειρισμού των ανθρώπων.

3. Το παρελθόν είναι η αυθεντικότερη κλίση μας. Συμβαίνει κάτι αλλόκοτο όμως εκεί. Ενώ στη μακρινή μνήμη αντιμετωπίζουμε κάποτε τον εαυτό μας σαν ένα πρόσωπο άγνωστο ( σχεδόν όπως τον χαρακτήρα ενός έργου), όλες οι συνέπειες από τη ζωή αυτού του προσώπου είναι παρούσες, τωρινές, μόνιμες. Σαν αρχάριοι της ποίησης συζητούσαμε, κάποτε με ωριαία τηλεφωνήματα, διάφορα ανάλογα βαρυσήμαντα και μη: Την εξήγηση, π.χ., του Αριστοτέλη (Περί ποιητικής Τέχνης) γιατί το άσχημο και δυσάρεστο πράγμα μας αρέσει όταν το βλέπουμε στη ζωγραφική ή το διαβάζουμε, ή τι πραγματικά από την πρόθεση του ποιητή συλλαμβάνεται, θέμα το οποίο κατέληγε στο ζήτημα της παρανάγνωσης, την συνηθέστερη προσέγγιση του αναγνώστη. Σαν κάθε γνήσια αριστοκρατικό πνεύμα, είχε απόλυτη επιφύλαξη για το αν υπάρχει γόνιμη πρόσληψη του αισθητικού αντικειμένου. Συμφωνούσαμε στην ευτυχή σπανιότητα αυτής της συνάντησης. Συνήθως ονόμαζε τον επαρκή αναγνώστη «προνομιακό συνομιλητή». «Υπάρχει ένα ποίημα στην προσεχή συλλογή μου», του είπα, «που θέλω να το δεις». Έχει αυτό το θέμα. Κάποιος διαβάζει  μια παλιά ιστορία σε ένα ποίημα και όχι μόνον επικοινωνεί, αλλά ταυτίζεται μ’ αυτήν. Είναι σαν να ξέρει τα γεγονότα που παρατίθενται, και μολονότι ξένος, τα ανακαλύπτει και τα νιώθει σαν δικά του βιώματα.  Πήγα στο διαμέρισμα της οδού Ομήρου με ένα κουτί κουλουράκια, για να μιλήσουμε και να του διαβάσω το ποίημα. Δεν προλάβαμε. Θυμηθήκαμε τις παρέες του '70 και του '80, πρόσωπα γνωστών, ποικίλα οικογενειακά μας, και τέλος η κουβέντα εξαντλήθηκε σε μικρά καθημερινά.

4. Σε μια απ’ τις τελευταίες μας τηλεφωνικές συζητήσεις με ρώτησε, με εκείνο το κατά τι παιδικό, κατά τι μακιαβελικό ύφος. «Τι λες, βρε Κώστα, θα μείνει τίποτε απ’ αυτά που γράψαμε»; «Το ερώτημα του Άστροφ, Γιάννη, στον Θείο Βάνια: “Θα μας θυμάται κανείς, θα έχει έναν καλό λόγο για μας μετά από εκατό χρόνια”; Δεν ξέρω για μένα, αλλά εσύ μπορείς να έχεις αυτή τη βεβαιότητα», είπα, χωρίς ίχνος προσποίησης. «Δεν είμαι βέβαιος», απάντησε. «Φοβάμαι, διότι δεν ξέρω αν η ποίησή μου είχε αρκετές ατάκες, γνωμικές φράσεις και αφορισμούς, αυτό δηλαδή που στερεώνεται, περνά εύκολα και μου φαίνεται διαρκέστερο». Σκέφτηκα μετά από εκείνη την παρατήρηση, πόσο μεθοδικά πρέπει να είχε λογαριάσει αυτό που έκανε, πόσο είχε ζυγίσει τους τρόπους του και πόσο υπολόγιζε το αντικειμενικό αντίκρισμα της παραγωγής του. Ακόμα, πόσο συγγενικό ήταν αυτό που ζητούσε για τη γραφή (η ετοιμόλογη ατάκα), με το ύφος τού καθημερινού του λόγου, που συχνά, προγραμματικά, κατέληγε κι αυτός σε ένα περίτεχνο αφοριστικό σχήμα.

5. Μια απ’ τις αιτίες της προσοχής μας στον Γ.Β. όλα αυτά τα χρόνια  ήταν εξωποιητική. Η γοητεία, συγκεκριμένα, που ασκούσε ο ίδιος, με τον αιχμηρό σαρκασμό του, τον  αισθητισμό του, την αφ’ υψηλού θέαση. Πάντα ήξερες ότι μπορούσε να σκοπεύσει κι εσένα. Δεν σε εξαιρούσε. Τα πάντα όμως ακούγονταν, και είχαν σημασία, κυρίως ως πνευματώδες σχήμα, ακόμη κι αν ήταν υπονομευτικός σχολιασμός. Του είπα κάποτε ότι βλέπω έναν κοινό γνωστό μας. Με ρώτησε αν τον θεωρώ νοήμονα άνθρωπο. Ο Γιάννης θεωρούσε την ευφυία (όπως και την συγγενική σ' αυτόν ευαισθησία) θεμελιακή αξία. «Αμφιβάλλω γι' αυτό το παιδί», συνέχισε. «Δηλαδή»; ρώτησα. «Να, αν ας πούμε ήταν  ο Κολόμβος στη γέφυρα και κάποτε έβλεπε τη στεριά στο βάθος του ωκεανού, μπορεί...να μην πήγαινε κατά εκεί». Απολάμβανε να δείχνει την ετοιμόλογη ευστροφία του, μέχρι το όριο το οποίο ήξερε ότι ο συνομιλητής του μπορεί να εισπράττει. Τα πρώτα  χρόνια της γνωριμίας μας, μου έδειχνε μετά μανίας και ένα άλλο γνώρισμα. Τη χάρη μιας ανέμελης και φιλοπαίγμονος παιδικότητας. Οδηγούσε την παλιά Opel Cortina που κράτησε μετά το θάνατο του πατέρα του,  την συντήρησε και την κατέστησε μυθική με δύο εξαίρετα ποιήματα γι’ αυτήν. Με το καθρεφτάκι του φτερού, που τα παλιά αυτοκίνητα έχουν πολύ μπροστά και εξέχει, μπορούσε να σημαδέψει ακόμα και τη λαβή από τη σακούλα της αγοράς, στο χέρι μιας ηλικιωμένες κυρίας. Ήταν τόσο ακριβής στο σημάδι, που ο τρόμος της γυναίκας θύμιζε παλιά ιταλική κωμωδία. Στην πρώιμη συναναστροφή μας, το στοιχείο του παιχνιδιού και της φάρσας ήταν διαρκές. Ένα βράδυ (στις αρχές του '80;) έμεινα μέχρι αργά στο δωμάτιό του, στο παλιό σπίτι, κουβεντιάζοντας και ακούγοντας γαλλικά τραγούδια. Όταν αποφάσισα να φύγω, με σταμάτησε έξω από την πόρτα τού δωματίου και μου έδειξε το πάτωμα. «Τι είναι»; τον ρώτησα, γιατί δεν έβλεπα τίποτε. «Πήγε μιάμιση, και η μαμά έχει ρίξει αλάτι για να φύγεις»! μου είπε, και ξεσπάσαμε σε αθόρυβα γέλια. Μια άλλη φορά, κάποια Φώτα που φάγαμε με τη μητέρα του, σαν άτακτο παιδί της έλεγε πολύ αυστηρά ότι είχε σερβίρει γλυκά από τον περασμένο μήνα, να φέρει τα φρέσκα, «όχι αυτά που έχουμε για τους ξένους», πράγμα που έκανε την οικοδέσποινα να απολογείται με ενοχή και να διαψεύδει για ώρα.

6. Στην τελευταία μου ποιητική συλλογή υπάρχει ένα μεγάλο ποίημα («Φθινόπωρο, ή ξενάγηση σε γαλλική λουτρόπολη»). Ο αφηγητής ξεναγεί έναν ομότεχνό του. Το σκηνικό της πόλης μοιάζει πολύ με τους προσωπικούς μύθους και το κλίμα των λουτροπόλεων που φιλοτέχνησε  ο Γιάννης. Το ότι εν τέλει καταλήγει στο Καζίνο, επίσης παραπέμπει σε συγγενικά του τοπία. Το είδε προδημοσιευμένο σε ένα περιοδικό και μου τηλεφώνησε. «Αυτός είμαι εγώ, Κώστα: “[...] Έχετε γεννηθεί κι εσείς ηλικιωμένος / ποτέ δεν τρέξατε για τίποτε στο δρόμο./ Σας θέλγει από μικρό η ωριμότητα, / μια νεύρωση που απεχθάνεται τη δράση / [...] Φθινόπωρο λοιπόν, με έναν κουρασμένο σνόμπ του κύρους σας [...]” Αν ποτέ το περιλάβεις σε συλλογή, νομίζω ότι πρέπει να μου το αφιερώσεις». Το περιέλαβα στις Τέσσερις Εποχές, και δεν είχα αυτήν τη γενναιοδωρία. Δεν ξέρω γιατί. Τώρα, όταν κάποτε το διαβάζω δημόσια ή μιλώ γι' αυτό, αποκαλύπτω ποιος είναι ο ξεναγούμενος, πόσο αγαπούσε τη φινέτσα των παλαιών λουτροπόλεων και πόσο συνδέθηκε η γραφή του μ' αυτές, επιχειρώντας να σκιαγραφήσει οικογενειακά χρονικά και τη νοσταλγία μιας χαμένης ευδαιμονίας.

7.      Συνομιλήσαμε λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του. Είχε αφήσει ένα σημαντικό (για μένα) μήνυμα στον τηλεφωνητή του γραφείου. Το κρατούσα με προσοχή, το άκουγα μέχρι τώρα παίζοντας με το παράλογο, αλλά από κακό χειρισμό χάθηκε. Δεν συγχωρώ τον εαυτό μου που δεν το είχα μεταγράψει. Μιλήσαμε δύο μέρες μετά την κλήση εκείνη. «Είδα στο ατελιέ του Κέδρου», του είπα, «δύο χειρόγραφες λέξεις σε κομμένο φύλλο τετραδίου. Βαθέος γήρατος. Ο τίτλος του βιβλίου σου. Πώς κατάφερες να κάνεις τόσο τρεμουλιαστά τα γράμματα. Με το αριστερό, μήπως»; «Όχι», μου είπε, δίνοντας κάπως δραματικό τόνο στην εξασθενημένη φωνή του. «Έβαλα τη μαμά και τόγραψε». Του αποκάλυψα ότι το είχα καταλάβει. Όντως, ήταν στο ύφος του αυτή η ευλαβής θεατρικότητα, η κατασκευή μιας εικόνας-φετίχ για το εξώφυλλο. Έγραψε  ε κ ε ί ν η  τον τίτλο της συλλογής που όχι μόνο την αφορά εξ’ ολοκλήρου, αλλά στις σελίδες της γίνεται η ίδια συνομιλητής, σύμβολο ενός πολύτιμου παρελθόντος και της βαθιάς αφοσίωσης σ' αυτό. «Το ότι το κατάλαβες ίσως είναι η αιτία που μας επιτρέπει τόσα χρόνια τη συνεννόηση», μου είπε, και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει το ξαφνικό ράγισμα, το λυγμό της συγκίνησης, στη φωνή του.

                                                                                                                               22-10- 2011

ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ 


Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Η διαρκής εκκρεμότητα του χρόνου (Mια κριτική στο περιοδικό Ποιητική )





Ποιητική, τεύχ. 80 , φθινόπωρο-χειμώνας 2011

Κούλα Αδαλόγλου
Η διαρκής εκκρεμότητα του χρόνου
Κώστας Μαυρουδής, Τέσσερις εποχές
Κέδρος, 2010


Η μνήμη, ο χρόνος – ή μάλλον ο χρόνος της μνήμης – και ο τόπος. Και ο άλλος χρόνος, αυτός ο ενιαύσιος, των τεσσάρων εποχών. Μέσα στο πλαίσιο αυτό οι λεπτομέρειες: στιγμιότυπα, γεγονότα, σκηνές, αντικείμενα από την πορεία σε τόπους μέσα στο χρόνο. Έτσι θα έδινα το στίγμα της νέας συλλογής του Κώστα Μαυρουδή Τέσσερις εποχές.
Ο γραπτός τόπος είναι ακατάβλητος τόπος, αποφαίνεται ο Μαυρουδής στο βιβλίο του Η ζωή με εχθρούς, σ. 270. Η γραφή διασώζει μνήμες και γεγονότα, πριν χαθούν ή μεταβληθούν. Στις Τέσσερις εποχές ο χρόνος προσεγγίζεται με τρυφερότητα, με συγκρατημένη συγκίνηση. Σαν ένα πολύτιμο κουτί που έχει κρατήσει πολύτιμες ψηφίδες:
ένδυμα του Βορρά, πλατύγυρο καπέλο και κασκόλ, ανύποπτα σύνεργα, Delial, γιγάντιες πικροδάφνες, το μεταλλικό γρύλισμα της πόρτας, Ματσάγγου ελαφρά, τα αιθέρια αρώματα του οινοπνεύματος, της καμφοράς και του ευκαλύπτου, κ.ο.κ.
Ο Μαυρουδής συλλέγει «αντικείμενα», είτε αυτά είναι μικροπράγματα της καθημερινής ζωής είτε σκέψεις άλλων είτε αποσπάσματα κειμένων. είτε είναι σκηνές από παλιές ταινίες, εικόνες από πόλεις, σκηνές ζωής. Αυτές είναι οι ψηφίδες του (από κείμενό μου στην εφημ. Η Αυγή, 6-12-2009 ). Οι ψηφίδες αυτές εδώ γίνονται το όχημα για τη διείσδυση στο χρόνο. Δεν είναι απλώς μνήμες-αναμνήσεις. Είναι η αγωνιώδης προσπάθεια να διερευνηθεί ο χρόνος. Όχι να στραφεί το τώρα στο παρελθόν, αυτή είναι μια φυσική κίνηση μνήμης, ένα flash back. Αντίθετα. Να εισχωρήσει το συντελεσμένο στο παρόν και το παρόν να ακινητοποιηθεί στη συγκεκριμένη χρονική του διάσταση. Να συρρικνωθεί οριακά το μέλλον, να μειωθεί η φθορά, να ενταθεί η διάρκεια, να εξορκιστεί το τέλος, η ανυπαρξία.
Η διπλή αναφορά στο Χειμώνα-Ζάλτσμπουργκ (Επιστρεψιμότητα ή Χριστούγεννα στο Ζάλτσμπουργκ, σ.11, Χειμώνας ή Χριστούγεννα στο Ζάλτσμπουργκ, σ. 31) μολονότι παραθέτει άπειρες λεπτομέρειες για τον τόπο, ανθρώπους που σχετίζονται με αυτόν διάσημους και μη, για αντικείμενα, ήχους, γεύση, ατμόσφαιρα, ωστόσο δεν έχει κύριο λόγο να προκαλέσει στον αναγνώστη το ενδιαφέρον για ένα τοπίο, για μια βιωμένη κατάσταση, για τη συγκίνηση από ανάλογες μνήμες. Είναι μια άσκηση μνήμης: πώς σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές το ποιητικό υποκείμενο-αφηγητής καταφέρνει να ανασύρει από τη μνήμη όλα αυτά τα υλικά που συνθέτουν μια τόσο λεπτομερειακή εικόνα. Μια τόσο λεπτομερειακή εικόνα αποδεικνύει την ήττα της λήθης, άρα την πιθανότητα της διαρκούς ύπαρξης, της συνεχούς παρουσίας. Την επιστρεψιμότητα. Για να ανατραπεί το εφήμερο μέχρι ανυπαρξίας που δηλώνει αιχμηρά το μέλλον (σ.11 και 15).
Στοιχεία περιγραφής και αφήγησης από τόπους, καθημερινά στιγμιότυπα, αντικείμενα, λέξεις, πολλές φορές ασήμαντα για τους αναγνώστες, που γίνονται όμως σημαντικά, με την έννοια της μεγέθυνσης αλλά και της ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον υπάρχουν βιώματα που τέμνονται. Γιατί, όσο και αν ο Μαυρουδής, κατά την αγαπημένη του οπτική της γραφής, προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τα γραφόμενά του και να μεταμφιέσει τη συγκίνηση σε αντικειμενική καταγραφή, ωστόσο οι μνήμες τον προδίδουν, με την έννοια ότι ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει τη σύσπαση του προσώπου σε εκείνα τα σημεία, με τα οποία και ο ίδιος ο αναγνώστης τέμνεται βιωματικά. Αν αυτό ισχύει αθροιστικά, τότε η συγκίνηση είναι παρούσα σε μεγάλη έκταση, ανιχνεύεται όμως από τους πλησιέστερους αισθητήρες.
Ήδη από το πρώτο ποίημα διατυπώνεται ρητά αυτή η σχέση με τον αναγνώστη, και η βεβαιότητα για τη μέθεξη του δεύτερου: Δεν ξέρω πώς ο ανύποπτος συμπράττει σε όσα του εμπιστεύεται η ξένη αφήγηση και οι μακρινές (ανάμεσα σε τίποτα και αιωνιότητα) εικόνες του άλλου. Ό,τι πέρασε αφορά και αυτόν. […]Κατοίκησα λέει και εγώ την εποχή του αφηγητή.
Το ποιητικό υποκείμενο αφηγείται και περιγράφει, και άλλοτε συνομιλεί με κάποια πρόσωπο ή περισσότερα πρόσωπα, άλλοτε γίνεται ακροατής, άλλοτε ανοίγει διάλογο με τον αναγνώστη. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση έχουμε πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές ποιημάτων ποιητικής. Στη σ.29, για παράδειγμα:
«Ποιος είναι ο σύντροφός σας στο ταξίδι;/ Υπήρξε όντως η λουτρόπολη, το καφενείο/ και οι φιγούρες των υπερηλίκων;»/ ρωτάει ο αναγνώστης, που πάντα επιθυμεί διευκρινίσεις./ «Η λουτρόπολη είναι μια λουτρόπολη», του απαντά αφ’ υψηλού ο ποιητής/ που κατοικεί το κείμενο./ «Τίποτε περισσότερο. Τελειώνει το φθινόπωρο./ Αναχωρούν οι παραθεριστές του Οκτωβρίου./ Τα ξενοδοχεία αλλάζουν πληθυσμό.
Και πιο κάτω, σ. 34: Έτσι σε είκοσι στίχους/ χώρεσαν τρεις γεμάτες ώρες/ έξω πλέον είναι μετά/ συγκεκριμένα είναι νύχτα/ τα γεγονότα έχουν γεράσει αποφασιστικά/ επιπλέον αρχαίες φράσεις/ που κάποτε ακούστηκαν εδώ/ ζητούν πάλι ακροατήριο/ όμως σημαντικότερο από το χρονικό του απογεύματος/ (που συνεχώς στο μέλλον θα κερδίζει/ σαν καλά επιλεγμένη μετοχή)/ είναι ότι σε λίγη ώρα/ χωρίς να προαναγγελθεί/ όλα είχαν σκεπαστεί από το χιόνι […]
Οι εποχές δηλώνονται στον τίτλο των ποιημάτων, κατά τη φυσική ροή του χρόνου στα τέσσερα πρώτα, αλλά όχι πάντα με αυτόν τον τρόπο στη συνέχεια. Συγκεκριμένα, η επόμενη ενότητα είναι χειμώνας-καλοκαίρι, οι δυο έντονες δηλαδή εποχές, μετά φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, χωρίς καλοκαίρι, φθινόπωρο-καλοκαίρι, και πάλι χειμώνας-καλοκαίρι, και η συλλογή κλείνει με μια άνοιξη. Καλοκαίρι και χειμώνας, λοιπόν, σε τέσσερα ποιήματα, άνοιξη και φθινόπωρο, οι πιο ήπιες, ας πούμε, εποχές σε τρία. Το πρώτο ποίημα, από την άλλη, για το φθινόπωρο και το τελευταίο για την άνοιξη – σε μια προοπτική συνέχειας; Το όνομα της εποχής στον τίτλο, σε όλα τα ποιήματα εκτός από το δεύτερο, όπου τίτλος είναι η Επιστρεψιμότητα και υπότιτλος ή Χριστούγεννα στο Ζάλτσμπουργκ. Οι υπότιτλοι στα υπόλοιπα ποιήματα δηλώνουν πάλι τον τόπο (Μπανταλόνα, Λουτράκι) ή αποτελούν αναφορά στο θέμα του ποιήματος. Το τρίτο ποίημα (Άνοιξη) δεν έχει υπότιτλο. Δεν μπορώ να γνωρίζω πόσο όλα τα παραπάνω σχεδιάστηκαν από την αρχή από τον ποιητή ή προέκυψαν στην πορεία, απλώς περιγράφω το αποτέλεσμα. Τόποι του εξωτερικού και εγχώριοι, με εκείνους του εξωτερικού να κατονομάζονται, εκτός από μια γαλλική λουτρόπολη, ενώ από τους ελληνικούς, εκτός από το Λουτράκι και το κατάστρωμα του Αγγέλικα, απόπλους από Πειραιά, παραμένουν ασαφείς και ταυτίζονται με την παιδική-εφηβική ηλικία του ποιητικού υποκειμένου. Το χρονικό διάστημα που καλύπτουν οι «τέσσερις εποχές» δεν είναι ευθύγραμμο, αλλά παρουσιάζει παλινδρομήσεις, ούτε είναι πάντα σαφής η χρονολογία αναφοράς. Βέβαια, το πρώτο ποίημα αναφέρει το Νοέμβριο του ’56 και το τελευταίο πάλι το ’56, Απρίλιο – ένας κύκλος.
Το ποίημα Φθινόπωρο ή ξενάγηση σε ποιητή αλλά και το Καλοκαίρι ή Εναρκτήριο μάθημα μού θύμισαν το κουβεντιαστό ύφος του Σεφέρη, όπως «γυρίζει» σε πρόσωπα και τόπους. Στιγμές από το Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄, αλλά και, πιο πολύ, από το ποίημα Στα περίχωρα της Κερύνειας.
Το ύφος είναι ιδιαίτερο, ακόμη και στις περιγραφές του καλοκαιριού. Δεν υπάρχει το προκλητικό κάλλος της νεότητας, υπάρχει τουλάχιστον η ωριμότητα της μεσότητας, οπότε η αισθητική του ποιητικού υποκειμένου κινείται σε δρόμους διαφορετικούς. Εκείνους του φιλοσοφικού στοχασμού, της πνευματικής αναζήτησης, του ταξιδιού, ενός επαναλαμβανόμενου ταξιδιού στον τόπο και συνακόλουθα στο χρόνο, που είναι μελέτη πάνω στα ανθρώπινα, στη ζωή, στο πέρασμα της ζωής, στο θάνατο.
σ.30:
Είναι Οκτώβριος, μας λέει αυτό το ποίημα, εν ολίγοις.
Φεύγει πάλι το φθινόπωρο.
Ο αναγνώστης να σκεφτεί την εποχή.
Την απειλή που είναι κάθε τέλος.
Την απειλή που είναι κάθε τέλος. Τέλος μήνα, εποχής, χρόνου. Λήξη της διάρκειας, πέρασμα στη στιγμή, στο στιγμιαίο, στο τέλος, στην ανυπαρξία.
Εν τέλει, το διαρκές παρόν κερδίζεται μόνο στην ακινησία μιας φωτογραφίας (σ. 54, τελευταίος στίχος του τελευταίου ποιήματος). Βέβαια, «Η φωτογραφία δεν αναπαράγει ό,τι συνέβη. Απλώς βεβαιώνει ότι υπήρξε», και πάλι από τη Ζωή με εχθρούς. Αλλά σε μια φωτογραφία «Εγώ κι εσείς είμαστε Τώρα»/ ισχυρίζεται η εικόνα (σ. 36). Πάλι, λοιπόν, με την υπέρβαση της πραγματικότητας, μια εκκρεμότητα του χρόνου, ένα – συντελεσμένο ή αναμενόμενο – τέλος σε αμφισβήτηση.