Ποιητική,
τεύχ. 80
, φθινόπωρο-χειμώνας 2011
Κούλα
Αδαλόγλου
Η διαρκής
εκκρεμότητα του χρόνου
Κώστας
Μαυρουδής, Τέσσερις
εποχές
Κέδρος, 2010
Η μνήμη, ο χρόνος
– ή μάλλον ο χρόνος της μνήμης – και ο
τόπος. Και ο άλλος χρόνος, αυτός ο
ενιαύσιος, των τεσσάρων εποχών. Μέσα
στο πλαίσιο αυτό οι λεπτομέρειες:
στιγμιότυπα, γεγονότα, σκηνές, αντικείμενα
από την πορεία σε τόπους μέσα στο χρόνο.
Έτσι θα έδινα το στίγμα της νέας συλλογής
του Κώστα Μαυρουδή Τέσσερις εποχές.
Ο
γραπτός τόπος είναι ακατάβλητος τόπος,
αποφαίνεται ο Μαυρουδής στο βιβλίο του
Η ζωή με εχθρούς, σ. 270. Η γραφή
διασώζει μνήμες και γεγονότα, πριν
χαθούν ή μεταβληθούν. Στις Τέσσερις
εποχές ο χρόνος προσεγγίζεται με
τρυφερότητα, με συγκρατημένη συγκίνηση.
Σαν ένα πολύτιμο κουτί που έχει κρατήσει
πολύτιμες ψηφίδες:
ένδυμα
του Βορρά, πλατύγυρο καπέλο και κασκόλ,
ανύποπτα σύνεργα, Delial,
γιγάντιες πικροδάφνες, το μεταλλικό
γρύλισμα της πόρτας, Ματσάγγου ελαφρά,
τα αιθέρια αρώματα του οινοπνεύματος,
της καμφοράς και του ευκαλύπτου,
κ.ο.κ.
Ο Μαυρουδής
συλλέγει «αντικείμενα», είτε αυτά είναι
μικροπράγματα της καθημερινής ζωής
είτε σκέψεις άλλων είτε αποσπάσματα
κειμένων. είτε είναι
σκηνές από παλιές ταινίες, εικόνες από
πόλεις, σκηνές ζωής. Αυτές είναι οι
ψηφίδες του (από κείμενό μου στην
εφημ. Η Αυγή, 6-12-2009 ). Οι ψηφίδες
αυτές εδώ γίνονται το όχημα για τη
διείσδυση στο χρόνο. Δεν είναι απλώς
μνήμες-αναμνήσεις. Είναι η αγωνιώδης
προσπάθεια να διερευνηθεί ο χρόνος. Όχι
να στραφεί το τώρα στο παρελθόν, αυτή
είναι μια φυσική κίνηση μνήμης, ένα
flash back.
Αντίθετα. Να εισχωρήσει το συντελεσμένο
στο παρόν και το παρόν να ακινητοποιηθεί
στη συγκεκριμένη χρονική του διάσταση.
Να συρρικνωθεί οριακά το μέλλον, να
μειωθεί η φθορά, να ενταθεί η διάρκεια,
να εξορκιστεί το τέλος, η ανυπαρξία.
Η διπλή αναφορά
στο Χειμώνα-Ζάλτσμπουργκ (Επιστρεψιμότητα
ή Χριστούγεννα στο Ζάλτσμπουργκ,
σ.11, Χειμώνας ή Χριστούγεννα στο
Ζάλτσμπουργκ, σ. 31) μολονότι παραθέτει
άπειρες λεπτομέρειες για τον τόπο,
ανθρώπους που σχετίζονται με αυτόν
διάσημους και μη, για αντικείμενα, ήχους,
γεύση, ατμόσφαιρα, ωστόσο δεν έχει κύριο
λόγο να προκαλέσει στον αναγνώστη το
ενδιαφέρον για ένα τοπίο, για μια βιωμένη
κατάσταση, για τη συγκίνηση από ανάλογες
μνήμες. Είναι μια άσκηση μνήμης: πώς σε
δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές το
ποιητικό υποκείμενο-αφηγητής καταφέρνει
να ανασύρει από τη μνήμη όλα αυτά τα
υλικά που συνθέτουν μια τόσο λεπτομερειακή
εικόνα. Μια τόσο λεπτομερειακή εικόνα
αποδεικνύει την ήττα της λήθης, άρα την
πιθανότητα της διαρκούς ύπαρξης, της
συνεχούς παρουσίας. Την επιστρεψιμότητα.
Για να ανατραπεί το εφήμερο μέχρι
ανυπαρξίας που δηλώνει αιχμηρά το
μέλλον (σ.11 και 15).
Στοιχεία
περιγραφής και αφήγησης από τόπους,
καθημερινά στιγμιότυπα, αντικείμενα,
λέξεις, πολλές φορές ασήμαντα για τους
αναγνώστες, που γίνονται όμως σημαντικά,
με την έννοια της μεγέθυνσης αλλά και
της ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον υπάρχουν
βιώματα που τέμνονται. Γιατί, όσο και
αν ο Μαυρουδής, κατά την αγαπημένη του
οπτική της γραφής, προσπαθεί να
αποστασιοποιηθεί από τα γραφόμενά του
και να μεταμφιέσει τη συγκίνηση σε
αντικειμενική καταγραφή, ωστόσο οι
μνήμες τον προδίδουν, με την έννοια ότι
ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει τη
σύσπαση του προσώπου σε εκείνα τα σημεία,
με τα οποία και ο ίδιος ο αναγνώστης
τέμνεται βιωματικά. Αν αυτό ισχύει
αθροιστικά, τότε η συγκίνηση είναι
παρούσα σε μεγάλη έκταση, ανιχνεύεται
όμως από τους πλησιέστερους αισθητήρες.
Ήδη
από το πρώτο ποίημα διατυπώνεται ρητά
αυτή η σχέση με τον αναγνώστη, και η
βεβαιότητα για τη μέθεξη του δεύτερου:
Δεν ξέρω πώς ο ανύποπτος συμπράττει
σε όσα του εμπιστεύεται η ξένη αφήγηση
και οι μακρινές (ανάμεσα σε τίποτα και
αιωνιότητα) εικόνες του άλλου. Ό,τι
πέρασε αφορά και αυτόν. […]Κατοίκησα
λέει και εγώ την εποχή του αφηγητή.
Το ποιητικό
υποκείμενο αφηγείται και περιγράφει,
και άλλοτε συνομιλεί με κάποια πρόσωπο
ή περισσότερα πρόσωπα, άλλοτε γίνεται
ακροατής, άλλοτε ανοίγει διάλογο με τον
αναγνώστη. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση
έχουμε πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές
ποιημάτων ποιητικής. Στη σ.29, για
παράδειγμα:
«Ποιος είναι
ο σύντροφός σας στο ταξίδι;/ Υπήρξε όντως
η λουτρόπολη, το καφενείο/ και οι φιγούρες
των υπερηλίκων;»/ ρωτάει ο αναγνώστης,
που πάντα επιθυμεί διευκρινίσεις./ «Η
λουτρόπολη είναι μια λουτρόπολη», του
απαντά αφ’ υψηλού ο ποιητής/ που κατοικεί
το κείμενο./ «Τίποτε περισσότερο.
Τελειώνει το φθινόπωρο./ Αναχωρούν οι
παραθεριστές του Οκτωβρίου./ Τα ξενοδοχεία
αλλάζουν πληθυσμό.
Και πιο κάτω,
σ. 34: Έτσι σε είκοσι στίχους/ χώρεσαν
τρεις γεμάτες ώρες/ έξω πλέον είναι
μετά/ συγκεκριμένα είναι νύχτα/ τα
γεγονότα έχουν γεράσει αποφασιστικά/
επιπλέον αρχαίες φράσεις/ που κάποτε
ακούστηκαν εδώ/ ζητούν πάλι ακροατήριο/
όμως σημαντικότερο από το χρονικό του
απογεύματος/ (που συνεχώς στο μέλλον θα
κερδίζει/ σαν καλά επιλεγμένη μετοχή)/
είναι ότι σε λίγη ώρα/ χωρίς να
προαναγγελθεί/ όλα είχαν σκεπαστεί από
το χιόνι […]
Οι
εποχές δηλώνονται στον τίτλο των
ποιημάτων, κατά τη φυσική ροή του χρόνου
στα τέσσερα πρώτα, αλλά όχι πάντα με
αυτόν τον τρόπο στη συνέχεια. Συγκεκριμένα,
η επόμενη ενότητα είναι χειμώνας-καλοκαίρι,
οι δυο έντονες δηλαδή εποχές, μετά
φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, χωρίς
καλοκαίρι, φθινόπωρο-καλοκαίρι, και
πάλι χειμώνας-καλοκαίρι, και η συλλογή
κλείνει με μια άνοιξη. Καλοκαίρι και
χειμώνας, λοιπόν, σε τέσσερα ποιήματα,
άνοιξη και φθινόπωρο, οι πιο ήπιες, ας
πούμε, εποχές σε τρία. Το πρώτο ποίημα,
από την άλλη, για το φθινόπωρο και το
τελευταίο για την άνοιξη – σε μια
προοπτική συνέχειας; Το όνομα της εποχής
στον τίτλο, σε όλα τα ποιήματα εκτός από
το δεύτερο, όπου τίτλος είναι η
Επιστρεψιμότητα και υπότιτλος ή
Χριστούγεννα στο Ζάλτσμπουργκ.
Οι υπότιτλοι στα υπόλοιπα ποιήματα
δηλώνουν πάλι τον τόπο (Μπανταλόνα,
Λουτράκι) ή αποτελούν αναφορά στο
θέμα του ποιήματος. Το τρίτο ποίημα
(Άνοιξη) δεν έχει υπότιτλο. Δεν μπορώ
να γνωρίζω πόσο όλα τα παραπάνω
σχεδιάστηκαν από την αρχή από τον ποιητή
ή προέκυψαν στην πορεία, απλώς περιγράφω
το αποτέλεσμα. Τόποι του εξωτερικού και
εγχώριοι, με εκείνους του εξωτερικού
να κατονομάζονται, εκτός από μια γαλλική
λουτρόπολη, ενώ από τους ελληνικούς,
εκτός από το Λουτράκι και το κατάστρωμα
του Αγγέλικα, απόπλους από Πειραιά,
παραμένουν ασαφείς και ταυτίζονται με
την παιδική-εφηβική ηλικία του ποιητικού
υποκειμένου. Το χρονικό διάστημα που
καλύπτουν οι «τέσσερις εποχές» δεν
είναι ευθύγραμμο, αλλά παρουσιάζει
παλινδρομήσεις, ούτε είναι πάντα σαφής
η χρονολογία αναφοράς. Βέβαια, το πρώτο
ποίημα αναφέρει το Νοέμβριο του ’56 και
το τελευταίο πάλι το ’56, Απρίλιο – ένας
κύκλος.
Το
ποίημα Φθινόπωρο ή ξενάγηση σε ποιητή
αλλά και το Καλοκαίρι ή Εναρκτήριο
μάθημα μού θύμισαν το κουβεντιαστό
ύφος του Σεφέρη, όπως «γυρίζει» σε
πρόσωπα και τόπους. Στιγμές από το
Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄, αλλά
και, πιο πολύ, από το ποίημα Στα περίχωρα
της Κερύνειας.
Το
ύφος είναι ιδιαίτερο, ακόμη και στις
περιγραφές του καλοκαιριού. Δεν υπάρχει
το προκλητικό κάλλος της νεότητας,
υπάρχει τουλάχιστον η ωριμότητα της
μεσότητας, οπότε η αισθητική του ποιητικού
υποκειμένου κινείται σε δρόμους
διαφορετικούς. Εκείνους του φιλοσοφικού
στοχασμού, της πνευματικής αναζήτησης,
του ταξιδιού, ενός επαναλαμβανόμενου
ταξιδιού στον τόπο και συνακόλουθα στο
χρόνο, που είναι μελέτη πάνω στα ανθρώπινα,
στη ζωή, στο πέρασμα της ζωής, στο θάνατο.
σ.30:
Είναι Οκτώβριος,
μας λέει αυτό το ποίημα, εν ολίγοις.
Φεύγει πάλι
το φθινόπωρο.
Ο αναγνώστης
να σκεφτεί την εποχή.
Την απειλή
που είναι κάθε τέλος.
Την απειλή που
είναι κάθε τέλος. Τέλος μήνα, εποχής,
χρόνου. Λήξη της διάρκειας, πέρασμα στη
στιγμή, στο στιγμιαίο, στο τέλος, στην
ανυπαρξία.
Εν
τέλει, το διαρκές παρόν κερδίζεται
μόνο στην ακινησία μιας φωτογραφίας
(σ. 54, τελευταίος στίχος του τελευταίου
ποιήματος). Βέβαια, «Η φωτογραφία δεν
αναπαράγει ό,τι συνέβη. Απλώς βεβαιώνει
ότι υπήρξε», και πάλι από τη Ζωή με
εχθρούς. Αλλά σε μια φωτογραφία «Εγώ
κι εσείς είμαστε Τώρα»/ ισχυρίζεται η
εικόνα (σ. 36). Πάλι, λοιπόν, με την
υπέρβαση της πραγματικότητας, μια
εκκρεμότητα του χρόνου, ένα – συντελεσμένο
ή αναμενόμενο – τέλος σε αμφισβήτηση.
2 σχόλια:
Εξαιρετικό, μεταξύ των άλλων, το κλείσιμο του κειμένου. Με έλεγχο, μέτρο και σαφήνεια στην υποδήλωση των αισθηματων, στα περι του τέλους, για τα οποία μιλά το ποίημα.
Αγγέλα Νέζη
Δεν παρακολουθώ το περιοδικό και δεν το είχα δει. Είναι πολύ ωραίο κείμενο. Πλησιάζει δίκαια το πιο σημαντικό βιβλίο του 2010.
Ε.Ε.
Δημοσίευση σχολίου