Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Το «ενοχλημένο» βλέμμα του Βορρά


H τακτική (κάθε δεύτερο Σάββατο) συνεργασία μου στο ΕΘΝΟΣ, στη στήλη "Αντιθέσεις"


Τα τελευταία χρόνια συχνά ερμηνεύουμε, επιπόλαια και συμπλεγματικά κατά τη γνώμη μου, το βλέμμα του «Βορρά» για ό,τι μας αφορά. Το θεωρούμε άλλοτε αλαζονική ματιά, άλλοτε δηκτική κριτική στον μικρό, τον άτακτο εταίρο της περιφέρειας. Η Ανατολή, η άπω και η εγγύς, απασχόλησε εδώ και αιώνες τους επισκέπτες της (λόγιοι του ρομαντισμού, πορειομανείς, αρχαιόφιλοι, έμποροι και περίεργοι). Το βλέμμα τους σπανίως γινόταν κατανοητό στους αυτόχθονες. Οι εντυπώσεις τους μας φαίνονταν πάντα ότι εστίαζαν στο εξωτικό και την ηθογραφία, που συχνά είναι συνώνυμα του ανεκδοτολογικού και της ελαφρότητας. Στον εικοστό αιώνα, αν κανείς διαθέτει μνήμη και διαβάζει λογοτεχνία, δεν μπορεί παρά να θυμάται τον Τόμας Μαν και τις αναφορές του στον Νότο.
Οι περιγραφές των λαϊκών τάξεων στο περίφημο Θάνατος στη Βενετία (1912) είναι χαρακτηριστικές. Γονδολιέρηδες, αχθοφόροι («σκληροί, ακατανόητοι, με απειλητικές φυσιογνωμίες [...] εργάζονται χωρίς άδεια εργασίας»). Εκείνος που μεταφέρει τον πελάτη ( τον συγγραφέα Ασενμπαχ της νουβέλας) στο Λίντο, διακρίνοντας την Αστυνομία εξαφανίζεται. Ενας άλλος τον πλησιάζει. «Ο κύριος δεν πλήρωσε τίποτε», είπε, κι άπλωσε το χέρι. Ξενοδόχοι στο ίδιο πνεύμα («ήταν κοντός, όλο ευγένειες και τσιριμόνιες»). Μίζεροι κανταδόροι μετά («με φτηνές μελωδίες και εγκαύματα στην πλάτη»). Συχνά οι εικόνες του Νότου μοιάζουν με μικρά αμαρτήματα που ακούει ο εξομολόγος πριν να δώσει την άφεση ή το επιτίμιο. Στη νουβέλα του ίδιου συγγραφέα Ο Μάριος και ο Μάγος (1930) ο αφηγητής φιλοτεχνεί για μια ιταλική λουτρόπολη παρεμφερές σκηνικό «[...] μυρμηγκιάζει από βουερά πλήθη η ακτή. Φιλονικούν, αλαλάζουν, ενώ ο αφόρητος ήλιος τούς ξεφλουδίζει το σβέρκο [...] Συχνά φαίνεται ακατανόητο ότι βρισκόμαστε στην πατρίδα της μουσικής τέχνης».

Στο τέλος των σελίδων μια φράση μοιάζει να αιτιολογεί το άτεγκτο και «ενοχλημένο» βλέμμα. Να την προσέξουμε, γιατί είναι η σκέψη του Μαν που ερμηνεύει την επιφύλαξη για το διαφορετικό και την ετερότητα. «Αν η βόρεια ψυχή δεν δει, δεν συνεκτιμήσει και τις θετικές πλευρές μιας τέτοιας συνθήκης (τα εορταστικά συναισθήματα του καλοκαιριού, την ανεμελιά, την απλοϊκότητα του λαού) μένουν ανεκπλήρωτες κάποιες ανάγκες και ενσταλάζεται μέσα της κάτι σαν περιφρόνηση». Αυτές οι «ανάγκες», όχι της βόρειας ψυχής, αλλά κυρίως ενός πειθαρχημένου πνεύματος απέναντι στο ένστικτο και την άτακτη πρωτογένεια, συχνά μένουν ακατανόητες. Εκείνοι δεν καταλαβαίνουν αυτόν τον κόσμο κι εμείς δεν καταλαβαίνουμε γιατί.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

ΑΝΑΓΝΩΣΗ


Eίναι ακατανόητο, αλλά συγχρόνως ενδιαφέρον, το φαινόμενο, νέοι, "αντιεμπορικοί", ας το πουμε έτσι, εκδοτικοί, να χρησιμοποιούν δίκην σήματος αναγνωρίσεως το πολυτονικό, ή έστω να δίνουν αυτή την εντύπωση με τη συγκεκριμένη εικόνα. Όχι γιατί είναι κάτι που ανήκει στην ιστορία, είτε το θέλουμε είτε όχι, αλλά διότι αυτή η διάθεση, ασυνείδητα ίσως (μπορεί και εμπρόθετα), είναι σαν να ψιθυρίζει την ιδέα "πριμοδοτώ μια αθέατη ποιότητα, που ταυτίζεται με πνεύματα και υπογεγραμμένες". Ωστόσο είναι και ενδιαφέρον, γιατί κάθε τι που μας γνέφει από το παρελθόν, ακόμα και το πρόσφατο, ερεθίζει τη νοσταλγική διάθεση, τονίζει την κλίση μας στο χαμένο. 



Για μας, παλιών σχολικών ετών μαθητές, το πολυτονικό μιλά πιο προσωπικά. Θυμίζει ακόμα και την κίνηση του χεριού που φιλοτεχνούσε τη στέγη μιας περισπωμένης ή το σκέρτσο της δασείας πάνω από ένα ύψιλον. Όμως ο αναγνώστης, και μάλιστα μιας βέβαιης αγωγής, όσο κι αν προσπαθήσει να βρεί τις αρετές κάποιας φράσης ή ιδέας στολισμένης από τους περισπασμούς και τις καμπύλες των πνευμάτων, συχνά δεν τα καταφέρνει. Ξανακοιτάζει αργότερα το κείμενο (μια δεύτερη δοκιμασία) και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Ο άμουσος στίχος δεν προσπορίζεται από πουθενά βοήθεια. 


Γιατί, όντως, υπάρχει ένας αναγνώστης που μπορεί να μην πλέει παράλληλα με το υπνωτιστικό κύρος του συγγραφέα, του κριτικού, και της άρτιας επιμέλειας. Είναι σπάνιος, αλλά υπάρχει. Ακόμα και σε αλαξανδρινό πάπυρο αν του έδινες τη μετριότητα δεν θα τον ξεγελούσες. Ούτε συγκινησιακά θα αντιδρούσε, ούτε με το ψυχρό κριτήριο του γούστου και του κατακτημένου μέτρου. Όχι στο μονοτονικό, αλλά ακόμα και στη νοηματική γλώσσα (αυτή με τις παλάμες) η καλλιεργημένη αγωγή θα μπορούσε να αναγνωρίσει τους αυθεντικούς τόνους και τις αποχρώσεις.

ΑΡΓΟΣΧΟΛΗ ΣΚΕΨΗ


Και ξαφνικά, πνιγμένοι στις μουσικές του Μπαχ, του Χέντελ, του Σερπαντιέ, με τα Αgnus Dei και τα Αλληλούια, τα ορατόρια και τους ύμνους, ξανασκεφτόμαστε πιο προσεχτικά κάτι απλό: πως η γενιά μας είδε αφ' υψηλού και είχε περιφρονήσει την ιδέα της "στρατευμένης τέχνης". Δηλαδή, σκέπτεσαι, γιατί εκείνοι οι αιώνες μπορούσαν να μας αφήσουν μεγάλα "στρατευμένα" έργα, τόση κατάνυξη, μεγαλείο και θαυμασμό, και ο 20ός δεν θα μπορούσε; Ας κρατήσουμε, λέω με κάποια φιλοπαιγμοσύνη, μερικές επιφυλάξεις για τις ανατροπές που επιφυλάσσονται. 

Μήπως, εκατονταετίες μετά, διαβάζουν συγκινημένοι οι αναγνώστες στις οθόνες τον Γκόρκι, τον Σολόχοφ, τον "Πώς δενότανε το ατσάλι", και η στράτευση εκείνη γοητεύει με τα έργα της σαν λαμπρή έκφραση τού πώς ονειροπόλησε ο 19ος αιώνας. Γιατί όχι; Ο ζόφος θα έχει σωπάσει κάτω απ' τα στρώματα του χρόνου. Το απεχθές μέρος της ιδεολογίας μπορεί να φανεί πρόπλασμα μιας ιδανικής εικόνας που δεν ολοκληρώθηκε, η τέχνη του να διαβάζεται σαν ύμνος και περιπέτεια της παλιάς πίστης, μιας μάταιης ανταρσίας ανθρωπισμού, μιας σταυροφορίας που δεν πέτυχε. 

Είπα πριν " σκέπτομαι με φιλοπαιγμοσύνη", γιατί όλα αυτά περί "στρατευμένης τέχνης" που επανεμφανίζεται στο προσκήνιο είναι αργόσχολες σκέψεις μιας μέρας που τα ραδιόφωνα μας έβαλαν απέναντι σε απολαυστική, μέχρι δακρύων, "στρατευμένη μουσική". Η μελλοντολλογική μου υπόθεση είναι, στην πραγματικότητα, στον αέρα. Κανένα ιδεολογικό ρεύμα δεν χαρίζει αθανασία στους "ύμνους" του αν έχει χάσει την ηγεμονία στην ιστορία. Ένας ηττημένος χριστιανισμός δεν ξέρω πώς θα τραγουδούσε το Adeste fideles και τα χριστουγεννιάτικα ορατόρια. Ποια μνήμη θα τα συντηρούσε και θα τα ανεχόταν. 



Χέντελ

Απογευματινή φωτογραφία


Και ώσπου να φτάσουν στον υπολογιστή και να αναρτηθούν οι εικόνες της ημέρας, έφτασε το απόγευμα. Από το παράθυρο φωτογράφισα κόντρα τον ήλιο, λίγο πριν να χαθεί. Περίεργο αποτέλεσμα.

Περίπατος




Ανοιξιάτικη μέρα σήμερα. Με νοτιά, σχετική διαύγεια και υψηλή (17 βαθμούς) θερμοκρασία. Πήγα έναν παραθαλάσσιο περίπατο λίγα χιλιόμετρα μετά την Ελευσίνα. Ο Χ. Παπαγεωργίου είχε θαυμάσιες επιλογές στο Τρίτο. Για ώρα οδήγησα με το Ορατόριο του Μπαχ και με κλειστά παράθυρα. Δυο τρείς φορές που βγήκα έξω για να πλησιάσω την παραλία ερχόταν μια ελληνικότητα από ψητά και Τερζή που "το ξανασκεπτόσουν" (idiom) και μπορούσες να κάνεις βέβαιες προβλέψεις για το μέλλον (ακόμα και πολιτικές). Πίσω από τα ακίνητα πλοία, σαν σκιά από την υγρασία της ατμόσφαιρας, διακρίνεται η Σαλαμίνα.


Μετά τα διυλιστήρια ο δρόμος ήταν σχεδόν άδειος και ήσυχος. Λίγα αυτοκίνητα κατέβαιναν προς την Κόρινθο. Ελάχιστα προς την Αθήνα. Τίποτε δεν ήταν ανοιχτό. Τα σημάδια προηγούμενων διελεύσεων μόνο υπήραχαν όπως πάντα σταθερά. Τόνοι σκουπιδιών. Μπορείς να κάνεις έναν κατάλογο ειδολογικό. Δεν φαντάζεσαι πόσο διαφορετικά και αλλοπρόσαλα αντικείμενα είναι πεταμένα στις άκρες του δρόμου. Μέχρι ένα σχισμένο παπαδίστικο καλιμαύχι (πώς γράφεται το καλιμαύχι;) είδα. "Αλοίμονο σε όσους δεν έχουν σπίτι αυτές τις μέρες", μου είπε κάποιος που πήγε να βάλει νερό στον δεμένο σκύλο του στην περιοχή "Νεράκι". "Αυτός πάντως έχει", του είπε ο ζωόφιλος συνομιλητής του, με θανατηφόρο δόση δηλητηρίου στο ύφος. "Και ούτε βήμα δεν μπορεί να κάνει, ο δυστυχής".


Όπως λέγαμε πριν: σχεδόν Άνοιξη στον Λουτρόπυργο. Κάτι μονοκατοικίες που το καλοκαίρι τελείωναν, τώρα ήταν έτοιμες, ίσως και πουλημένες. Η εκπομπή του Παπαγεωργίου στο Τρίτο ήταν μνημείο ομορφιάς. Και τι σχολιασμός των κομματιών. Πρέπει να τη ζητήσουμε και να την ακούμε.



«Τι είναι αυτά;», ρώτησα τον κύριο με τον αλυσσοδεμένο σκύλο, τάχα πως δεν ήξερα. Ήθελα όμως κουβέντα, για να καταλήξω εκεί που σας είπα πριν. «Σημαδούρες είναι κύριε. Εδώ καλλιεργούν τα καλύτερα μύδια. Σταματάνε όλοι όταν περνούν και αγοράζουν. Ουρές. Εγώ δυστυχώς δεν τα τρώω, έχω ουρικό. Αν επιτρέπεται είστε ξένος;»


24.12.'12

Πλάγιος ήλιος
Εστία 
Οδόστρωμα

Στάση Βυζαντινού Μουσείου



Η σύμπτωση




Τι σύμπτωση, ο Φρανσισκο ντε Μιράντα και ο Χάρολντ Μπλούμ, όλως τυχαίως, με την ίδια στάση στη σελίδα μου, δίπλα δίπλα.

Το ωραίο κεφάλι, στο παρκάκι που βρίσκεται στη Μιχαλακοπούλου, έχει κλαπεί πριν από τρεις μήνες περίπου. ες γνωστόν δεν μένει τίποτε χάλκινο και σιδερένιο πια στη θέση του.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Βουλγαρικά νευρόσπαστα

Βουλγαρικά νευρόσπαστα (δύο). Μάγειρος και νοικοκυρά. Σήμερα.

Σπιτάκια Ντελφτ



Σπιτάκια Ντελφτ με ποτό. Η σειρά της KLM. Τα αναζητώ και δεν είναι σπάνια ούτε ακριβά. Σήμερα τέσσερα από τον Ομέρ.


«Πώς και γιατί διαβάζουμε»


[...] Να σας πω ποια φαντάσματα μας βοηθά να εξορκίσουμε η ανάγνωση του Σέξπιρ: Πρώτον, τον λεγόμενο «Θάνατο του Συγγραφέα». Δεύτερον, τον ισχυρισμό ότι ο εαυτός είναι μια μυθοπλασία.Τρίτον, την άποψη ότι οι δραματικοί χαρακτήρες είναι κουκίδες πάνω στη λευκή σελίδα. Τέταρτον, και το χειρότερο απ' όλα, ότι η γλώσσα σκέπτεται για λογαριασμό μας [...]

ΧΑΡΟΛΝΤ ΜΠΛΟΥΜ: «Πώς και γιατί διαβάζουμε»

Μνήμη Γ.Μ.


Αυτήκοος ο μάρτυς. Κάθε ομοιότητα με το πνεύμα του Μαρξ (Γκρούσο), ή του Γούντι Άλεν, είναι συμπτωματική. Οι απαντήσεις ανήκουν στον αείμνηστο φίλο Γ.Μ. (1923- 22.12. 2004). 

«Πότε χάσατε την πίστη σας στον Θεό;» «Ήταν 3 Φεβρουαρίου του 1945, στις επτά και τριάντα το απόγευμα». Λίγο αργότερα στην ίδια συζήτηση:
«...Και πότε έπαψε να σας πείθει το σοσιαλιστικό ιδεώδες;» «Στη μία και τέταρτο το μεσημέρι, της 28ης Ιουλίου 1959».

ΥΓ. Ο συνομιλητής ήταν δημοσιογράφος, που αργότερα (φυσικά) έγινε βουλευτής και υπουργός (η "λαική βούληση", η "ετυμηγορία", που λένε).

«Παιδάκι» και «Δισκοβόλος»


«Παιδάκι» και «Δισκοβόλος» των Ολυμπιακών του '36. Επιτυχής ανασυγκόλληση 16 κομματιών μετά από "ατύχημα".

Οι στρατιώτες, β'

Έφτασαν σώοι, σε μαλακό περιτύλιγμα με φούσκες και εφημερίδες, οι Γάλλοι τυφεκιοφόροι. Κερδίσαμε τη μικρή δημοπρασία του ίντερνετ. Με το όπλο αμετακίνητο στον ώμο θα διανύσουν στο νέο περιβάλλον τον υπόλοιπο βίο τους.


Και σε άλλη διάταξη οι στρατιώτες του Α' παγκοσμίου

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Τρίτη Πτέρυγα, ή «Ποιμενική»



Το διήγημα αυτό του Κ.Μ. δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία» το 2006.




                 

Το μεσημέρι της 16ης Ιουλίου του 1957 (ημέρα με υψηλή θερμοκρασία, υγρασία και απόλυτη άπνοια) στην πρωτεύουσα ενός μικρού αλλά ιστορικού νομού της χώρας συνέβη το γεγονός που ακολουθεί. Κάποιος 54χρονος καθηγητής της φιλολογίας, φαλακρός, μετρίου ύψους, με μυωπικά γυαλιά και μιαν ενοχλητική  λογιότητα που δεν έχανε την ευκαιρία να προβάλλει διαρκώς (ήταν απ’ τους τελευταίους εκπροσώπους της γενιάς που χρησιμοποιούσε την έκφραση «ου μην αλλά»), προσφέρθηκε —ως γηγενής— να ξεναγήσει τρεις παλαιούς γνωρίμους του οι οποίοι παραθέριζαν σ΄εκείνη την πόλη. Tους συνέδεε μια τυπική αλλά παλιά και αδιατάρακτη σχέση. Έτσι, πριν από ένα κοινό γεύμα, συμφωνημένο για τις 2.30 μ.μ., έχοντας αγνοήσει τη διάθεση και τα ενδιαφέροντά τους, έκρινε σκόπιμο να τους οδηγήσει στο Μουσείο Εκκλησιαστικής Ιστορίας, ένα κτίριο με χαρακτηριστικά τοπικής αρχιτεκτονικής, συντηρημένο άριστα χάρη στις δαπάνες μιας ελληνοαμερικανικής οργανώσεως.
           
Είχε ήδη καταστρώσει ένα πρόχειρο σχέδιο. Δεν θα χρονοτριβούσε στα εκτεθειμένα άμφια ή τους ποικιλμένους με εξαιρετική καλλιγραφική τέχνη χειρόγραφους τόμους, πράγματα που απαιτούν εκτός από την λεπτομερειακή παρατήρηση το εξειδικευμένο ενδιαφέρον, που φυσικά, ως πρακτικοί άνθρωποι του εμπορίου, δε διέθεταν οι τρεις παραθεριστές. Θα αφιέρωνε, όμως, πολλαπλάσιο χρόνο  σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και συγχρόνως παράδοξα εκθέματα  που βρισκόταν στην Τρίτη Πτέρυγα, την επονομαζόμενη «Ποιμενική». Έτσι, προσπέρασε προθήκες με αντικείμενα εντυπωσιακά και ιδιαιτέρως δημοφιλή στους επισκέπτες, όπως μίτρες,  επισκοπικές ράβδους ή ποικιλμένα χρυσά αρτοφόρια. Αγνόησε ακόμη και το περιώνυμο «Αυγό», που βρήκε την 27η Οκτωβρίου του 1940 ο μοναχός Συμεών στο κοτέτσι της μονής Παντοκράτορος. Το αυγό εκείνο, πασίγνωστο ανά το πανελλήνιο, περιείχε στο εσωτερικό του ένα  άλλο, μικρότερο αυγό, κι αυτό με τη σειρά του ένα τρίτο. Αν και φαινόμενο πρωτοφανές και δυσερμήνευτο, θεωρήθηκε αμέσως προδρομικό σημάδι γεγονότων, που χρειάστηκαν, όπως ξέρουμε,  ελάχιστες ώρες για να επιβεβαιωθούν.
                         
Με μικρή καθυστέρηση και ελάχιστα σχόλια για τα περιεχόμενα των πρώτων αιθουσών, τους οδήγησε στην Τρίτη Πτέρυγα, ήσυχη, χωρίς  επισκέπτες τη στιγμή εκείνη. Εδώ και λίγα χρόνια στο σημείο αυτό στεγαζόταν μια εντυπωσιακή  συλλογή προβάτων, ζώα από εκείνα που περιβάλλουν τη φάτνη των Χριστουγέννων και βρίσκονται καθισμένα  στα πόδια των μάγων και των βοδιών. ΄Ολα προέρχονταν από τη δωρεά ενός προσώπου ιδιαίτερου —αν όχι ανεξιχνίαστου—, πλοιάρχου του εμπορικού ναυτικού, ο οποίος, στη μακρόχρονη θητεία του ως ναυτιλλόμενος, φαίνεται ότι επιχείρησε να μην αφήσει χαμένο στις ηπείρους και  τις μητροπόλεις του κόσμου το αναπόδεικτο υλικό της μνήμης του. Με την αρωγή αντικειμένων που συνέλεξε, επιχείρησε,  όπως θα δούμε, να συνδεθεί εσαεί  μαζί του. Έτσι —τους διευκρίνισε ο οδηγός—  σε κάθε χώρα όπου συνέπιπτε να βρίσκεται και να εορτάζει τα Χριστούγεννα, επισκεπτόταν κάποιον ναό, κεντρικό ή περιφερειακό του λιμανιού, απ’ όπου φρόντιζε να αποσπά, με τη βοήθεια μελών του πληρώματος, τουλάχιστον έναν από τους εκτεθειμένους αμνούς της φάτνης. Το μέγεθος της διαρπαγής, όπως ήταν φυσικό, ποίκιλλε ανάλογα με  τη συγκυρία, τις διαστάσεις του ζώου, το πόσο και τι επέτρεπε η φύλαξη ή ο φωτισμός του περιβάλλοντος. Εκείνο, εν τέλει, που ο πλοίαρχος τόλμησε για πρώτη φορά στο Μπουένος Άϊρες, θέλοντας να θυμάται τα θερινά Χριστούγεννα του 1924, συνεχίστηκε ως διαρκές συλλεκτικό ενδιαφέρον, ένα ιερόσυλο πάθος,  που μετά από χρόνια έφτασε να μεταμορφωθεί σε αξιόλογο υλικό με δεκάδες λαφυραγωγημένους αμνούς, ετερογενείς ως εικόνα, αξιοθέατους όμως και, με κάθε κριτήριο, εθνολογικό ή αισθητικό, σπάνιους και πολύτιμους.

«Αυτό που βλέπουμε στις μεγάλες  βιτρίνες να μοιάζει με  κοπάδι,  είναι 67 καθισμένοι ή όρθιοι αμνοί, φτιαγμένοι από χέρια λαϊκών καλλιτεχνών, σε άγνωστη χρονική στιγμή και με ανόμοια υλικά. Πρόκειται για ζώα της φάτνης που για χρόνια ανήκαν στο λατρευτικό υλικό διαφόρων  ναών, υπό την φροντίδα ενός ευρωπαίου ή αμερικανού νεωκόρου. Για την κατασκευή τους έχει χρησιμοποιηθεί, κατά περίστασιν, πεπιεσμένο χαρτί, δουλεμένη στο χέρι λαμαρίνα, γυαλί,  λεπτό βαμβακερό ύφασμα, χαρτόνι, ξύλο, ακόμη και αυθεντική προβιά. Να μην σκεφθείτε ούτε στιγμή ότι πρόκειται για κάτι σαν την κλοπή των προβάτων που ανθεί σε ορισμένα σημεία της χώρας μας. Εννοώ αυτό που συμβαίνει, όπου τολμούν να φτιάξουν και να εκθέσουν φάτνη με πραγματικούς αμνούς. Η συγκεκριμένη συλλογή έχει ως αφετηρία  μια βαθιά ψυχική παρόρμηση. Αυτή που, συνοπτικά θα λέγαμε, δημιουργεί τον συλλέκτη, ο οποίος  με τα αντικείμενα κατασκευάζει γύρω του ένα προστατευτικό φράγμα, όπου φυλάσσει το παρελθόν, και καθηλώνει το χρόνο. Δεξιά μας, βρίσκονται δύο μικρών διαστάσεων καθισμένα ζώα. Προέρχονται από του Σαν Αμπρόζιο (περικαλλή ναό της Τεργέστης, κτίσμα του 1712). Είναι κατασκευή του Μουράνο, στοιχείο που μας αποκαλύπτει ότι ολόκληρη η σύνθεση της Γεννήσεως ήταν κατασκευασμένη, πράγμα σπανιότατο αν όχι μοναδικό, από το ίδιο γαλακτώδες γυαλί. Λίγο δεξιότερα, το ογκώδες αυτό πρόβατο έχει 42,2 εκατοστά μήκος επί 28,7 ύψος και, όπως ήδη σκεφθήκατε, μοιάζει με λύκο. Η αιτία είναι προφανής. Το υλικό του είναι ψάθα της Σαγκάης, η οποία όσο λεπτή κι αν είναι δημιουργεί στο πλέξιμο γενικευτικούς, χωρίς λεπτομέρειες, όγκους. Αγνοούμε, δυστυχώς, την προέλευσή του, Τα στοιχεία μάς προσανατολίζουν στην ασιατική  καταγωγή».

Η ζέστη στην αίθουσα ήταν υπερβολική. Από τα ανοιχτά  παράθυρα  δε γινόταν αισθητό το παραμικρό ρεύμα αέρα και ένιωθες έντονη την ανάγκη να λύσεις τη γραβάτα ή να κρατήσεις το σακάκι στα χέρια. «Το ‘’πρόβατο του Σάουθαμπτον’’» συνέχισε, ενώ οι ακροατές έκαναν αέρα με  τα καπέλα, «διατηρεί ακόμη στις οπλές του ξερά χόρτα, από τη βάση του σπηλαίου, το μέγεθος του οποίου εικάζουμε  από τις διαστάσεις  του ζώου. Μπορούμε να υποθέσουμε το  εντυπωσιακό μέγεθος των μάγων, των ποιμένων και των βοδιών. Εν πάση περιπτώσει, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα χαρακτηριστικό τύπο βρετανικού προβάτου, του  “Ρόμνι Μαρς’’, αυτού που από τα λιβάδια της Σκοτίας μάς παρέχει την εξαιρετικά λεπτή ποιότητα ερίου. Εκατοντάδες αγγλικές μονές, από τον 14ο αιώνα, έστελναν τη μεγάλη παραγωγή τους στη νότια Ευρώπη, που είχε, ήδη, μηχανοποιήσει την κατασκευή των υφασμάτων. Οι άγγλοι μοναχοί και τα τάγματά τους, πρέπει να σας πω, έγιναν πάμπλουτοι από τις εξαγωγές και το εμπόριο του μαλλιού. Στην αμέσως επόμενη θέση βλέπουμε το πρόβατο με την ένδειξη “Αμβούργο,1948’’. Έχει μέγεθος 46,7 επί 29,4 εκατοστά. Είναι κατασκευασμένο από μαύρο χαρτόνι, χρώμα σπάνιο στα  πρόβατα  της φάτνης, εκτός αν κάτι έχει αφαιρεθεί από την επιφάνειά του.  Προσωπικά, δε θα απέκλεια τον υπαινιγμό για την προ δωδεκαετίας πλήρη καταστροφή της γερμανικής πόλεως. Είναι όμως πιθανόν να πρόκειται για μια αλληγορία του «μαύρου προβάτου», το οποίο εν προκειμένω σπεύδει στο σημείο της  Σωτηρίας.
           
Κοιτάξτε τώρα αριστερά σας. Βρισκόμαστε μπροστά από έναν  χρυσό αστέρα με ουρά. Τα άστρα αυτά, όπως γνωρίζουμε, υπέρκεινται του σπηλαίου σε όλες τις παραστάσεις. ’’Ελθών εστάθη επάνω ου ην το παιδίον’’. Mου διαφεύγει αυτή τη στιγμή. Λουκάς ή Ματθαίος; Αγνοούμε αν και με ποιο από τα εκθέματα συνδέεται. Εξ αυτού του λόγου ο αστέρας αποκαλείται ‘’Ορφανός’’. Εκτίθεται με το υπόλοιπο ποίμνιο ως μέρος της συλλογής. Σε μια σχολική παράσταση, προ εικοσαετίας, τότε τις πρωτοβουλίες  στα σχολεία είχε η ΕΟΝ, ένας μαθητής  υπεδύθη το άστρο της Βηθλεέμ  φορώντας  περικεφαλαία με ακτίνες. Πίσω έρχονταν οι ποιμένες που τραβούσαν πάνω σε καρούλια τις καμήλες τους: ‘’Μαρία και Ιωσήφ” επαναλάμβανε, “φυλάξετε το βρέφος από την φονική μανία του Ηρώδη! ’’». Έκανε μια σύντομη παύση. «Ο αμνός…Ιταλιστί.…’’Pecora, pectoris’’. …Οι Ιταλοί στρατιώτες το ’42 μας ζητούσαν Πεκορίνο, και τους εξηγούσαμε ότι φτιάχνουμε κάτι παραπλήσιο, αλλά όχι το ίδιο…Συγγνώμη για την παρέκβαση. Το  φουσκωτό προβατάκι που βλέπετε, 32,2 επί 21 εκατοστά, είναι φτιαγμένο από λεπτό πλαστικό που κάθε τόσο χάνει τον αέρα του. Ο  υπάλληλος του μουσείου δεν παύει να το ελέγχει και να το φουσκώνει διαρκώς. Στον κατάλογο καταγράφεται με τον χαρακτηρισμό «Ο πνευματικός». Προέρχεται, αν δεν διακρίνετε τη μικρή συνοδευτική επιγραφή, από την Λα Κορούνια, λιμάνι της βορείου Ισπανίας,της Γαλικίας συγκεκριμένα, που βρέχεται  από τον Ατλαντικό και η αρχή της χάνεται στα βάθη της Ιστορίας. Η πόλις αυτή —ειρήσθω εν παρόδω—, αλλάζει διαρκώς οικιστάς. Οι Ρωμαίοι διαδέχονται  τους Κέλτες και αυτούς με τη σειρά τους οι Άραβες, που δίνουν εν συνεχεία τη θέση τους στους Νορμανδούς. Με λίγη προσπάθεια, όχι πως έχει κάποια σημασία, θα διακρίνετε την υπογραφή, κατά πάσαν πιθανότητα του σχεδιαστού, τυπωμένη στην κοιλιά του ζώου: Vicente Fenandez Gonzalez». Κανένας από τους τρεις δεν πρόσεξε τη διαδοχή των κατακτητών στη Γαλικία ούτε και την υπογραφή του ισπανού σχεδιαστή, γιατί το ενδιαφέρον τους είχε κερδίσει κατά κράτος η εικόνα του αδύναμου προβάτου που, χωρίς αέρα, μόλις στηριζόταν  στα  λυγισμένα του πόδια.

Tο καθισμένο, στο βάθος, 31,8 επί 19,5 εκατοστά,  μου αρέσει ιδιαιτέρως για τους εξαιρετικούς χρωματικούς τόνους και την ανθρώπινη έκφραση στο βλέμμα. Πρέπει, νομίζω, να το φανταστούμε στραμμένο προς την φάτνη, με τα οπίσθια στον επισκέπτη. Είναι λάφυρο του 1937 από τον ναό του Σεντ Ιλέρ της Μασσαλίας. Η αναφορά της πόλης με παραπέμπει στην σύντομη  παρέκβαση που θα μου επιτρέψετε. Άκουσα κάποτε τη διήγηση μιας γαλλίδας κυρίας. Μου αφηγήθηκε για τα παιδικά της χρόνια σ’ ένα σχολείο καλογραιών όπου φοιτούσε «εσώκλειστη». Στον προθάλαμο  του σχολείου, οι μοναχές διατηρούσαν, όλο το χρόνο, μια τεράστια φάτνη. Την τριγύριζαν βουνά και χαράδρες φτιαγμένες από  χαρτόνι, που είχαν πάνω τους μεγάλο αριθμό προβάτων. Κάθε ένα —προσέξτε—  αντιπροσώπευε μια μαθήτρια. Ανάλογα με τη συμπεριφορά της, το απομάκρυναν ή το πλησίαζαν στο θείο βρέφος. Τα πιο κακά πρόβατα βρίσκονταν στην άκρη του γκρεμού, με τα  μπροστινά πόδια τους  να αιωρούνται. “Μέχρι δεκατεσσάρων χρόνων, έζησα εξαρτημένη από τα βήματα του αρνιού μου, που δεν μετακινήθηκε σχεδόν ποτέ από το χαίνον  βάραθρο...”, πρόσθεσε φιλάρεσκα.

«Προλαμβάνω την απορία σας. Όντως, αυτή η ζέβρα μπροστά μας είναι το αίνιγμα της εκθέσεως. Πρόκειται για ανεξήγητη παρουσία μέσα στην ομάδα των προβάτων. Κατά τη γνώμη μου βρισκόταν σε φάτνη αφρικανικού ναού. Το πιθανότερο είναι ότι κάποιος απλοϊκός πιστός, που αγνοούσε το  σκηνικό της Γεννήσεως (και βέβαια δεν γνώριζε τη μεσογειακή πανίδα) κατασκεύασε με την ποιητική του αφέλεια, τι άλλο, μιαν εικόνα του περιβάλλοντός του. Δεν αποκλείεται ένας εφημέριος να επέτρεψε την ένταξή της μεταξύ των αμνών. Θεωρώ υπερβολικό η φάτνη να πλαισιωνόταν εξ’ ολοκλήρου από ζώα της Αφρικής. Ο επόμενος, κατά σειρά, αμνός έχει διαστάσεις 40,6 επί 24 εκατοστά. Έχει γυάλινα μάτια και αυθεντικό μαλλί προβάτου. Προέρχεται από το Σπλιτ της Κροατίας (ιταλιστί Σπάλατο), θέρετρο των δαλματικών ακτών, διάσημο τόπο διακοπών του αυτοκράτορος Διοκλητιανού. Προσέξτε πόσο πειστικό είναι το  τόξο από το μέτωπο έως τη μύτη, όπως και τα καλοσχηματισμένα, σε κάθετη θέση προς το κεφάλι, αυτιά. Θεωρείται το πιο ρεαλιστικό δείγμα της αιθούσης και αν είχε φυσικές διαστάσεις δύσκολα θα διακρίναμε αν είναι, ή όχι, ταριχευμένο. Στον κατάλογο των εκθεμάτων ονομάζεται ‘’Ο Αληθοφανής’’. Αγνοούμε, δυστυχώς, πότε αποκτήθηκε. Το αμέσως επόμενο είναι φτιαγμένο από φελλό. Άγνωστο γιατί δεν υπάρχει η αναφορά της πόλεως, αλλά μόνον  χρονολογία αποκτήσεως, 1939. Από την γραμμή του φαίνεται ότι ανήκει εις τον τύπο Μπερισόν ντυ σερ,  με κάπως  κυλινδρικό κορμό και γυμνά, λίγο πιο ψηλά απ' όσο γνωρίζουμε, πόδια. Πιθανολογώ ότι έχει ταξιδέψει από λιμάνι της Πορτογαλίας, χώρας παραγωγής του φελλού. Δυστυχώς, η σπασμένη ουρά αντικαταστάθηκε άτεχνα, και όχι από ειδικό.

Όπως αντιλαμβάνεστε, έχουμε μπροστά μας τα προϊόντα ενός συλλεκτικού πάθους. Ως είδος, θα τα εντάσσαμε στο χώρο της θρησκευτικής γλυπτικής. Εκτός από τον εντυπωσιακό τρόπο και τα ιδιαίτερα ελατήρια που οδήγησαν στην κτήση τους, ας σκεφθούμε ότι συγκεντρώθηκαν εδώ από τα πιο μακρινά  σημεία της γης, σε μια φάτνη, ένα ιδεατό σπήλαιο. Τα κειμήλια —σκέπτομαι συχνά— είναι αρχεία που εξορκίζουν έναν πολύ συγκεκριμένο φόβο. Την παρέλευση του χρόνου και την παροδικότητα αυτού που συμβαίνει. Να γίνω σαφής: Επενδύοντας σε αντικείμενα, επιχειρείς να κάνεις το παρελθόν που αντιπροσωπεύεται απ’ αυτά εμπράγματο και απτό. Κάτι που, συμβολικά πάντα, θα το κρατάς υπό τον έλεγχό σου». Ο ένας από  τους τρεις ακροατές, κινώντας την  παλάμη προς το  αυτί του, έδειξε πως δεν είχε ακούσει. «Κάνεις τον χρόνο χειραγωγήσιμο και ελέγξιμο», επανέλαβε ο οδηγός τους, σκουπίζοντας με ένα  μαντήλι το μέτωπό του. «΄Ετσι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ένα κομμάτι από το παρελθόν του πλοιάρχου, αυτό που αφορούσε τα Χριστούγεννα, έμενε παρόν και πάντοτε διαθέσιμο». Αυτή η άποψη για το αναμνηστικό αντικείμενο, έστω και αν διατυπώθηκε με  απόλυτο τρόπο, δεν ήταν βέβαια μια παγιωμένη γνώμη. ΄Αλλωστε, ένα αντικείμενο μπορεί να τονίζει αντί να απομακρύνει την ιδέα του φευγαλέου ή, όπως στη μνήμη, να δημιουργεί τη συνείδηση της απώλειας και του χαμένου. Είναι εξάλλου γνωστό με τι ενθουσιασμό εναγκαλιζόμαστε, τον πρώτο καιρό, κάθε απόκτημα και πώς αυτό παράγει τα συναισθήματα που μας συνδέουν με  την ιστορία της κτήσεώς του. Κι όμως, λίγο μετά είναι αναπόφευκτο, το ίδιο πράγμα, να μας αγγίζει πολύ πιο λίγο. Τη θέση του παίρνει το πιο πρόσφατο μέρος της συλλογής μας, που  γίνεται αμεσότερο και εναργές.

Οι ερμηνείες του, όταν του δινόταν η ευκαιρία να συνοδεύσει κάποιον στην Τρίτη Πτέρυγα, δεν σταματούσαν εκεί. Σαν όλους τους προφορικούς λογίους, που δεν εκτόνωσαν τα ενδιαφέροντά τους σε δημοσιεύσεις ή στην επίπονη δραστηριότητα της γραφής, εκδήλωνε ακατάβλητη ενέργεια στο λόγο και φρόντιζε με κάθε ευκαιρία να εξασφαλίζει ακροατήριο. Έτσι, συχνά, με το ρόλο του οδηγού, υπογράμμιζε το «σύνθετο του ανθρώπινου χαρακτήρος», θέλοντας να δείξει την «απειρία των αιτίων που συντρέχουν για τη δημιουργία του αιτιατού».  Άλλοτε προτιμούσε να φωτίσει και ένα διαφορετικό ελατήριο του συλλεκτικού ενδιαφέροντος: ότι, δηλαδή, ο εύθραυστος κόσμος των αντικειμένων μαρτυρεί την προσπάθεια να επικεντρωθείς στον εαυτό σου και το στενό περιβάλλον σου, λησμονώντας ή αφήνοντας αυτάρεσκα στην άκρη την πραγματική ζωή, την ανεπάρκεια, τα λάθη, τις προφανείς της ατέλειες. Εκείνο το μεσημέρι, όμως, δεν είπε τίποτε γι' αυτά. Είτε επειδή ήταν κουρασμένος  από την χωρίς κίνηση ορθοστασία, είτε γιατί κατάλαβε ότι το ψυχογράφημα του συλλέκτη (οι ερμηνείες που τον καθιστούν πρόσωπο αφοσιωμένο στα αντικείμενά του και στις εκλεπτυσμένες νευρώσεις του) ήταν κάτι φανερά ξένο για τους ακροατές του. Και οι τρεις, άλλωστε, μόλις κατάφερναν να κρύψουν την αδιαφορία τους. Τόσο για το κίνητρο  που είχε δημιουργήσει το κοπάδι όσο και για την ίδια τη συλλογή, που την έβλεπαν ενώ συγχρόνως κοιτούσαν το ρολόι τους ή τον δημόσιο κήπο κάτω απ' τα παράθυρα. Όταν κατευθύνθηκαν στην πόρτα της εξόδου ήταν σαν να είχαν διανύσει μια πολύ μεγάλη απόσταση. Μαζί τους μετέφεραν τη σκιά της αίθουσας που διατηρήθηκε ώσπου να φτάσουν στο δυνατό φως. Φόρεσαν τα καπέλα τους, που  σε όλη τη διάρκεια της ξεναγήσεως τα κρατούσαν στο χέρι. Του τελευταίου, κάπως μεγαλύτερο νούμερο, κατέβηκε και στάθηκε άκομψα μέχρι τα αυτιά. Ήταν εκρού πλατύγυρα με μαύρες κορδέλες, ο γνωστός τύπος του «παναμά», που βλέπουμε κατά κόρον, για να μην πούμε αποκλειστικά, στις φωτογραφίες της εποχής. Συγχρονισμένα, λες και είχε υπάρξει προσυνεννόηση, έβαλαν τα γυαλιά τους και κατέβασαν όσο μπορούσαν χαμηλότερα το φαρδύ, εύκαμπτο γείσο.  Με την κίνηση που κάνει κανείς όταν τον ενοχλεί ο ήλιος ή όταν θέλει να περάσει απαρατήρητος.
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               




Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Δεκαήμερο



Βρήκα και μια έκδοση, πολυτελή για τα μέτρα της εποχής, με πρόλογο του Μοντουόρι (διευθυντή του Ιταλικού Ινστιτούτου) και μετάφραση Κοσμά Πολίτη. Δεκαήμερο του Μεσέρ Τζοβάννι Μποκάτσιο. Μήπως δίνω καμιά καλή ιδέα σε εκδότη μ ' αυτό το σχόλιο ;

Ο αιφνιδιασμός


Με αιφνιδίασε η κόρη μου στο σημερινό πολύ πρωινό παζάρι. Ποιος ξέρει πόση ώρα με παρακολουθούσε πριν με σκοπεύσει με το κινητό της.




Καρτ ποστάλ



Χειροποίητη καρτ ποστάλ σταλμένη από τη Νάπολι το 1923 (28η Μαίου). Αποδέκτης κάποια Μαρία (επώνυμο δυσανάγνωστο) στο Σετινιάνο (Τοσκάνη) κι αυτό δυσανάγνωστο και αβέβαιο. Έχω την ιδέα να χρησιμοποιήσω την εικόνα σε εξώφυλλο βιβλίου με ταχυαφηγήματα περί σκύλων που ετοιμάζεται. Βρίσκει κανείς, και τι δεν βρίσκει, ψάχνοντας αδιαλείπτως σε σκουπίδια, παλαιοπωλεία και τόπους αχρήστων... Αγορά της παρούσης από το Παρίσι, παλιότερα (2002)

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ


από το bookstand

Ο Κώστας Μαυρουδής υποδέχεται τον Χαράλαμπο Γιαννακόπουλο στη βιβλιοθήκη του και του αποκαλύπτει ορισμένες από τις αναγνωστικές του συνήθειες και εμμονές

11/12/2012

 κώστας μαυρουδής
Πόσο πίσω στο παρελθόν σας πάει η βιβλιοθήκη σας; Έχετε κρατήσει τα περιπετειώδη μυθιστορήματα της παιδικής σας ηλικίας, την πρώτη ποιητική συλλογή που αποκτήσατε ή την παλιά εγκυκλοπαίδεια στην οποία ψάχνατε τις πρωτεύουσες των κρατών για τη γεωγραφία της τετάρτης δημοτικού;

Η πρώτη βιβλιοθήκη που είχα ήταν του πατέρα μου. Θυμάμαι θαμπά και αμφίβολα, την παραγγελία του τρίφυλλου επίπλου και αργότερα την άφιξη στο σπίτι. Απ’ το μεσαίο μέρος της που είχε κρύσταλλο έβλεπα στα μαθητικά μου χρόνια τον Παπαρηγόπουλο, την Παγκόσμια Ιστορίατου Ουέλς, έναν τρίτομο δερματόδετο Παπαδιαμάντη, μια ανθολογία του Περάνθη, μια παγκόσμια ποιητική ανθολογία της Ρίτας Μπούμη. Διακρινόταν ακόμα πεζογραφία του 19ου αιώνα, με τους Ρώσους σε φτηνές εκδόσεις και βέβαια υπήρχε η νεοελληνική σειρά της Εστίας. Στο κάτω μέρος η εγκυκλοπαίδεια του Ήλιου, με μαύρο δέρμα, και το εγκυκλοπαιδικό περιοδικό Ήλιος, χαρτόδετο. Η εγκυκλοπαίδεια εκείνη, την οποία κρατώ με αγάπη, έχει συνδεθεί με μαθητικές μου εργασίες. Το χαρτί της, κίτρινο και εύθραυστο από τότε, είναι ταυτισμένο με μια ευθύνη για την ανάγνωση που μου προκαλούσε άγχος και ανησυχία. Και βέβαια υπήρχαν ακόμη τα παιδαγωγικά βιβλία του πατέρα μου που δεν με αφορούσαν. Ο αρχαιότερος τόμος, με το παλιό του δέσιμο (τον έχω ακόμα) ήταν Οι Τύχες του Τηλεμάχου, του Φενελόν, δώρο μιας κυρίας στον φοιτητή πατέρα μου (έκδοση του 1800). Θυμάμαι όλα τα βιβλία που είχα και όλα που απέκτησα αργότερα. Τα  διακρίνω από το χρόνο αποκτήσεως. Το έπιπλο πουλήθηκε. Ξέρω πού βρίσκεται, αλλά δεν επιχείρησα ποτέ να το ξαναδώ.


Είναι γνωστές οι επισκέψεις σας στα παλαιοβιβλιοπωλεία και το ενδιαφέρον σας για τα βιβλία που βρίσκονται εκεί. Υπάρχουν και σπάνιες, πολύτιμες εκδόσεις στα ράφια της βιβλιοθήκης σας ή άλλα είναι τα κριτήριά σας; Επίσης, υπάρχει κάποιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη σας, το οποίο να έφτασε στα χέρια σας με τρόπο που να το ξεχωρίζει απ’ όλα τα υπόλοιπα;

Δεν υπήρξα ποτέ συλλέκτης σπάνιων και παλιών εκδόσεων. Οι λόγοι είναι μάλλον οικονομικοί. Για τα αντικείμενα (και τα βιβλία) που με ενδιέφεραν, πάντα τα κριτήρια ήταν αισθητικά και κατά κάποιο τρόπο συναισθηματικά. Βιβλία με ωραίες λιθογραφίες, παιδικά με σχέδια τέχνης, φωτογραφικά με εικόνες τόπων που έχω επισκεφτεί, ιταλικά αναγνωστικά του Μεσοπολέμου και κυρίως βιβλία με αφιερώσεις. Οι περισσότερες περιπτώσεις απ’ τα τελευταία είναι λογοτεχνικά βιβλία (ποίηση και πεζογραφία) που χάρισαν σε κάποιον οι συγγραφείς, κι αυτός ο κάποιος το πούλησε ή το πέταξε, διότι δεν είχε χώρο στο μικρό του σπίτι, διότι δεν τον ενδιέφερε, διότι το βρήκε ασήμαντο. Συχνά τα πετάνε οι κληρονόμοι, μετά τον θάνατό του. Στις αφιερώσεις όμως θεωρώ ότι υπάρχει μια αξία παράλληλη με το βιβλίο. Υπάρχει ένας εγγεγραμμένος χρόνος όπου ο δημιουργός γράφει και  υπογράφει μια κοινότοπη (ή ξεχωριστή) φράση γι’ αυτόν που θα το δεχτεί. Οι αφιερώσεις είναι ένα κεφάλαιο που προδίδει ταλέντο, φαντασία και άσκηση. Υπήρξαν πρόσωπα με το μοναδικό δώρο των ευφάνταστων αφιερώσεων. Συχνά μια αφιέρωση είναι σπουδαιότερη από το μέτριο βιβλίο που εισάγει και παρακολουθεί. Θυμάμαι αφιερώσεις όπως ενός καθηγητή μου που μου χάρισε ένα βιβλίο με τη φράση «στον Κ.Μ., με την ανησυχητική του ανησυχία». Μια άλλη, (προδικτατορικά) σε ένα βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού προς τον Σαμαράκη: «στον Αντώνη Σαμαράκη, το δικό μου Λάθος». Εκτός από έξυπνες και καλόγουστες πρωτοσέλιδες εγγραφές, είδα (σε σπίτια και σε παλαιοπωλεία) φιλόφρονες μέχρι αηδίας αφιερώσεις, κατά κανόνα από πρόσωπα που δεν με εξέπληξαν, γιατί έτσι είναι και στην υπόλοιπη ζωή τους. Έχω δει ολοσέλιδες αφιερώσεις, που ήθελαν να δώσουν μιαν εικόνα  παιδικότητας που κάποτε αρέσει ως έκφραση αθωότητας. Είχα θαυμάσει παλιά την αφιέρωση μιας ποιητικής συλλογής προς έναν Άγγλο ελληνιστή. «Στον κ. Τάδε, που  νιώθει τη γλώσσα μας όσο ακριβώς και την ποίηση». Ένας μακαρίτης είχε μοναδικό ταλέντο στις αφιερώσεις και τα σύντομα κριτικά σημειώματα που ταχυδρομούσε αυθημερόν, όταν λάβαινε ένα βιβλίο. Ήταν κάτι που δεν μπόρεσα ποτέ να μιμηθώ. Αν μαζέψω τα αφιερωμένα από μένα βιβλία θα πεθάνω από την πλήξη των αφιερώσεων. Με εκτίμηση, με εκτίμηση, με εκτίμηση. Δεν μαθαίνονται όλα τα πράγματα στη ζωή. Το βιβλίο αποκτά με την αφιέρωση μιαν ακόμα ταυτότητα. Συνδέεται με την εφήμερη στιγμή και με τη διάθεση που διασώζει. Η μαρτυρία παρακολουθεί το βιβλίο, αποκτά κι αυτή, σαν το τυπωμένο σώμα, διάρκεια και αθανασία. Μοιάζει λίγο με κιβωτό που μεταφέρει τη γραφή και τη στιγμή του απόντος. Παράλληλα με αυτό το αίσθημα που μεταδίδει η παλιά αφιέρωση υπάρχει και κάτι φιλοπαίγμον, όταν έχει συντελεστεί μια τόσο απρόσμενη αλλαγή του παλιού κτήτορα. Πώς δηλαδή μετά από χρόνια ένα αντικείμενο αφιερωμένο αλλάζει κάτοχο, βρίσκεται στα χέρια ενός απρόβλεπτου ξένου, έχοντας κι αυτό  μια μοίρα, που θυμίζει τη φράση, δεν θυμάμαι ποιου  Ρωμαίου: «Έχουν και τα βιβλία τη μοίρα τους».
Στο ερώτημά σας αν ένα βιβλίο έφτασε στα χέρια μου με τρόπο που να το ξεχωρίζει, πρέπει να πω ότι το καθένα είχε πράγματι δικό του τρόπο που αποκτήθηκε, αλλά δεν μπορώ να πω αν κάποιος ήταν «παράξενος». Για παράδειγμα, δεν ξέρω αν είναι παράξενο το ότι σε ένα παλιατζίδικο στο Παρίσι βρήκα και πήρα τα Απομνημονεύματα του Ανδρέα Συγγρού, με αφιέρωση ενός κυρίου Μαυροκορδάτου σε μια δεσποινίδα. Επίσης δεν ξέρω αν είναι παράξενο που βρήκα κάποτε το βιβλίο ενός νέου ποιητή, γνωστού μου, αφιερωμένο στη μητέρα του, με τη φράση «….ο γιος σου, που είναι ακόμα ανάμεσα στα φουστάνια σου». Τα βιβλία αυτά, πεταμένα σε κάδους απορριμμάτων, τα βρίσκουν οι ρακοσυλλέκτες που έχουν κάθε Κυριακή ένα δικό τους παζάρι. Με τίμησε η εκπομπή «Παρασκήνιο» με μιαν εκπομπή που ήταν γυρισμένη εξ ολοκλήρου στο Παζάρι. Έχω βρει έντυπο του ’30 με αφιέρωση στον Παλαμά, από έναν καθηγητή της Σαλαμάνκα. Άλλοτε είδα μπροστά μου, στο πεζοδρόμιο, ολόκληρη τη βιβλιοθήκη ενός νέου πεζογράφου που τώρα βρήκε πολιτικό ρόλο, με εκατοντάδες βιβλία τα οποία συνάδελφοι του είχαν αφιερώσει. Όταν τον ρώτησα γιατί τα πούλησε, μου είπε ότι είχε ανάγκη από χρήματα. Υπήρχε ανάμεσά τους μια αφιέρωση ενός δοκιμιογράφου. «Στον Π. Που έχει υποσχεθεί να εκφωνήσει τον επικήδειό μου». Έχω βρει συγκεντρωμένες συλλογές του ’50, αφιερωμένες στον Ροζέ Μιλλιέξ, λίγο μετά τον θάνατό του. Βρήκα ακόμη και βιβλία με αφιερώσεις στον Τσίρκα (της Κριστιάν Ροσφόρ, παρακαλώ). Σκέφτηκα κάποτε να κάνω μια μικρή έκθεση βιβλίων που άλλαξαν κτήτορα μ’ αυτόν τον τρόπο. Κάποιος όμως, πιο προσγειωμένος από μένα, με απέτρεψε. Το επιχείρημά του ήταν ότι η εντύπωση που θα κυριαρχούσε θα ήταν όχι της αναπάντεχης διαδρομής του βιβλίου, αλλά του σκανδάλου. Και είχε δίκιο. Αυτό που βλέπει το πρόχειρο βλέμμα σε μια ανάλογη περίπτωση δεν είναι η περιπέτεια στη διαδρομή των γραπτών αισθημάτων, ούτε η μοίρα του αντικειμένου. Βλέπει το μικρό παρασκήνιο μεταξύ των προσώπων και των διαθέσεων τους. Μπορώ να γράψω ένα μικρό βιβλίο για ό,τι έφτασε στα χέρια μου μ’ αυτόν τον τρόπο.


Έχετε κάποιο σύστημα σύμφωνα με το οποίο είναι ταξινομημένα τα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης σας; Αν ναι, καταφέρνετε να το διατηρείτε απαράλλακτο καθώς τα βιβλία πολλαπλασιάζονται; Πόσο εύκολο είναι να βρείτε ένα βιβλίο, το οποίο έχετε καιρό να το πιάσετε στα χέρια σας, τη στιγμή που το θέλετε;


Δυστυχώς από μικρό παιδί δεν έμαθα να έχω τάξη. Βλέπω σπίτια, γραφεία, τραπέζια εργασίας και ζηλεύω. Κακή παιδαγωγική μέθοδος από το περιβάλλον μου και ένας χαρακτήρας ανοργάνωτος σε όλα τα επίπεδα, από τη σκέψη μέχρι τις επιλογές του βίου. Ακόμα και τα ταξίδια μου δεν είχαν ποτέ πρόγραμμα. Έβγαινα στην Ιταλία και οδηγούσα το αυτοκίνητο χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Ο πατέρας μου με πείραζε. «Μην σε ενδιαφέρει», μου έλεγε, «η τάξη είναι αρετή των μετρίων». Δεν ξέρω τη θέση κανενός βιβλίου, πλην κάποιων που έχω βιβλιοδετήσει ομοιόμορφα, και βέβαια των δικών μου, που είναι ελάχιστα. Και τώρα ακόμα που γράφω αυτό το κείμενο και ήθελα να χρησιμοποιήσω ορισμένες ενδιαφέρουσες σημειώσεις μου με ανάλογο θέμα, δεν τολμώ να αρχίσω το ψάξιμο φακέλων, γιατί δεν ξέρω πόση ώρα, πόσες μέρες, θα μου πάρει. Δεν έχω διαθέσιμα ούτε καν όλα τα τεύχη του ΔΕΝΤΡΟΥ. Τα προμηθεύομαι από τη βιβλιοθήκη του Γουδέλη, αν κάποτε τα χρειαστώ. Το ίντερνετ καμιά φορά αναπληρώνει τις δυσεύρετες και απλησίαστες πηγές μου.

 Κώστας Μαυρουδής 2

Κρατάτε όλα τα βιβλία που φτάνουν στα χέρια σας ή κάποια από αυτά τα πετάτε ή μήπως τα χαρίζετε; Βιβλία που σας έστειλαν και ξέρετε πως δεν πρόκειται να τα διαβάσετε, μυθιστορήματα που τα παρατήσατε στην 30ή τους σελίδα, ποιητικές συλλογές με άκοπες τις σελίδες τους, τι τα κάνετε όλα αυτά;

Δεν πετάω βιβλία, εκτός αν είναι τυπωμένο χαρτί χωρίς άλλη αξίωση. Κάποτε πούλησα ορισμένα βιβλία. Τώρα, τα περισσότερα που δεν με ενδιαφέρουν τα δίνω σε φίλους, με την πεποίθηση ότι αν μεν τους αφορούν θα τα αξιοποιήσουν, αν όχι θα πάρουν εκείνοι την ευθύνη για τη μοίρα τους. Μου είναι δύσκολο να καταστρέψω ένα βιβλίο, μολονότι συχνά βρίσκομαι απέναντι στο απόλυτο δημιουργικό κενό. Μολονότι ζω σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα, λειτουργεί ένας περίεργος σεβασμός στην τυπωμένη δημιουργική διάθεση, στο όνειρο που δεν βρήκε το τρόπο να γίνει λογοτεχνικό κατόρθωμα ή έστω ψίθυρος. Στην ηλικία μου σκέπτομαι μήπως μια τέτοια στάση είναι υπερβολικά συγκαταβατική. Αλλά πάλι την αυστηρότητά μας, οφείλουμε, νομίζω, να την δείχνουμε αλλού. Για παράδειγμα, εκεί που εμφανίζεται η συλλογική παρανόηση η οποία γίνεται συρμός και κανόνας: στην υπερεκτίμηση ορισμένων έργων και προσώπων. Όπως ξέρετε, ζούμε σε μια κοινωνία όπου όλοι μεταφέρουμε τις αρετές και τα ελαττώματα της επαρχίας, της μικρής ελέγξιμης κλίμακας, του μικρού δρόμου όπου ο ένας ξέρει τον άλλον. Δεν τολμά κανείς, παρά σε σπάνιες περιπτώσεις, να πει τι ακριβώς σκέπτεται για ένα έργο. Η αλληλοεπιβεβαίωση είναι κάτι σαν αυτονόητο. Μόλις πριν από λίγες μέρες κάποιος φίλος μού τηλεφώνησε και άρχισε να μου διαβάζει ποιήματα από ένα βιβλίο. Ήταν έκπληκτος, διότι το βιβλίο είχε εισπράξει τον θαυμασμό, ενώ εκείνος το έβρισκε μέτριο, με στίχους συμβατικούς, «χωρίς σπινθήρα». Και, αφού μου διάβασε κάποιες σελίδες για να δω μόνος μου περί τίνος πρόκειται, κατέληξε: «Τώρα τι θα του πω; Είναι χρόνια φίλος». Την ίδια αμηχανία είμαι βέβαιος έχουν αισθανθεί και για μας άλλοι αναγνώστες. Δεν αμφιβάλλω ότι ακούσαμε στην πορεία μας εγκαρδιωτικές φιλοφρονήσεις. Έτσι λοιπόν, λέω, κάνοντας αυτήν την παρέκβαση, ότι όπως διατυπώνουν οι περισσότεροι ένα ευγενικό ψέμα, δημιουργώντας συχνά μια εσφαλμένη εντύπωση, ένα περιβάλλον θριάμβου για ορισμένα πρόσωπα στην αγορά, έτσι ας είμαι κι εγώ συγκαταβατικός στη χαμηλή πτήση που δεν προκαλεί, σε βιβλία που είναι μέτρια, αλλά δεν θα δημιουργήσουν ένα ψεύτικο μέγεθος. Αυτό που με κάνει να κουνώ το κεφάλι, αυτό που πράγματι πρέπει να καταλάβει κανείς (όποιος μπορεί, βέβαια) είναι πόσο χρειάζεται η στοιχειώδης αναγνωστική αγωγή, πόσο παραπλανάται το ακαλλιέργητο κριτήριο, που εγκαθιδρύει συχνά (ή αποδέχεται) έναν κανόνα, ενώ αγνοεί ή δεν αντιλαμβάνεται καν πραγματικά μεγέθη. Θα μου άρεσαν ανεξάρτητα και αυτόνομα κριτήρια του κάθε αναγνώστη, μια βεβαιότητα και αντίληψη που να υπακούει μόνο στον εαυτό της. Να διαβάζει κανείς ένα Νόμπελ και να έχει το κριτήριο να πει «δεν με ενδιαφέρει». Αλλά στη λογοτεχνία, όπως στην πολιτική, είμαστε αγελαία ζώα, υπακούμε στους κανόνες μιας συλλογικότητας με τρομερή δύναμη, κόντρα στο χαρακτήρα του δημιουργικού έργου, για το οποίο ο Μπρόνσκι λέει κάπου ότι είναι το μέσο για να γίνει το Εμείς δημιουργικό και αυτόνομο Εγώ, με δικά του, μοναδικά αντανακλαστικά. Το έργο δηλαδή ως όργανο που θα μας διακρίνει. Δεν είναι μεγάλη υπερβολή εκείνο που έγραψα στη Στενογραφία (Κέδρος, 2006) και αφορά τον μέσο αναγνώστη, το ενενήντα τοις εκατό δηλαδή όσων διαβάζουμε: «Ο αναγνώστης είναι ένας καλοπροαίρετος βαρήκοος. Θα αντιληφθεί (και συχνά θα μεταδώσει) άλλα πράγματα». 


Οι βιβλιοθήκες σας περιορίζονται σε έναν μόνο χώρο ή υπάρχουν ράφια με βιβλία σε όλα τα δωμάτια, ενδεχομένως και σε χώρους εκτός του σπιτιού (στο γραφείο, στην αποθήκη, στο πατάρι, στο πατρικό σας); Υπάρχουν δωμάτια χωρίς βιβλία ή περιοδικά μες στο σπίτι σας;

Τα τελευταία χρόνια χρειάστηκε να απομακρύνουμε από το διαμέρισμα τα βιβλία. Τα τοποθετήσαμε σε μια μικρή αποθήκη, κοντά στο σπίτι. Στα δωμάτια έμειναν πολύ λίγα και χάσαμε έτσι τον παλιό θαυμασμό των περαστικών, τεχνιτών κυρίως, που έρχονταν για καμιά δουλειά και τα έβλεπαν με θαυμασμό στους τοίχους, όπως εμείς βλέπουμε τα αξεσουάρ της ιππασίας, ένα συλλεκτικό αυτοκίνητο του ’50, τα έπιπλα παλιών αστικών σπιτιών. Βέβαια καταλαβαίνω ότι το βιβλίο είναι εκτός από το πνεύμα του και το υλικό του μέρος. Χρειάζεται η εικόνα του, η αφή, η βεβαιότητα της παρουσίας του, όπως στο κάπνισμα με πίπα έχει σημασία το αντικείμενο με το ωραίο του ξύλο που φετιχοποιεί και δίνει σώμα στην άυλη  απόλαυση «κάπνισμα».


Τα βιβλία που έχετε στην κατοχή σας και τα έχετε διαβάσει φέρουν επάνω τους ίχνη των αναγνώσεών σας; Σημειώνετε το όνομά σας ή τον χρόνο και τον τόπο απόκτησής τους, υπογραμμίζετε το κείμενο, σημειώνετε στο περιθώριο ή στις λευκές σελίδες τους, τσακίζετε τις πάνω γωνίες τους;

Μου είναι πράγματι αδιανόητο να διαβάσω ένα βιβλίο χωρίς να σημειώσω τα σημεία που με σταμάτησαν, με αιφνιδίασαν, με έτερψαν, με εξέπληξαν, φώτισαν κάτι μοναδικό. Μάλιστα αυτό θεωρώ κριτήριο για την αξία τους. Σελίδες που δεν σε καλούν να γράψεις ή να σημειώσεις πάνω τους δεν ξέρω πόση σημασία έχουν. Έγραψα στις Τέσσερις εποχές, την τελευταία ποιητική συλλογή μου, ένα ποίημα που είναι βασισμένο σ’ αυτή την ιδέα. Ο πατέρας ενός παιδιού διαβάζει τη Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ, κάπου τη δεκαετία του ’50. Σημειώνει φράσεις και ιδέες που του αρέσουν. Το παιδί βλέπει το βιβλίο αυτό όταν είναι πια άνδρας και μέσα απ’ τις σημειώσεις παρακολουθεί τη διαδρομή που κάνει η πατρική σκέψη, βλέπει τα κριτήριά της, το γούστο, διαισθάνεται από τις υπογραμμίσεις την καλλιέργειά του. Και του περνά μια λογικοφανής σκέψη. Μήπως εκείνες οι υπογραμμίσεις, και όλες οι άλλες που συνήθιζε στα βιβλία του, δεν ήταν παρά ένας τρόπος να επικοινωνεί αργότερα με το παιδί, όταν δεν θα υπάρχει πια στη ζωή.
«…Έχουν περάσει χρόνια από την ανάγνωση
και, καθώς πάντα η σημειογραφία των απόντων
επιτρέπει εικασίες για τα κίνητρά της,
μοιάζει να εκδηλωνόταν κάτι ηθελημένο
(μπορεί κανείς να αναγνωρίσει
το μελαγχολικό εγωισμό του ανιόντος
που επιθυμεί να ρίχνει τη σκιά του
και να συνομιλεί με το παιδί όταν ο ίδιος θα απουσιάζει)…»
Είμαι μανιακός των υπογραμμίσεων στα βιβλία. Αν μπορούσα να συγκεντρώσω τις υπογραμμίσεις που έχω κάνει σε λαμπρές ιδέες, εικόνες, σκέψεις, περιγραφές συμπεριφορών και χαρακτήρων θα έφτιαχνα ένα βιβλίο, απάνθισμα που θα έλαμπε από ξεχωριστές και πολυποίκιλες στιγμές λογοτεχνικής δημιουργικότητας. Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, είχα αρχίσει να το κάνω. Τα δημοσίευα στο ΔΕΝΤΡΟ, αλλά γρήγορα η ραστώνη μου έβαλε τέρμα στη δραστηριότητα. Θυμάμαι είχα ξεκινήσει με Το κόκκινο και το μαύρο του Σταντάλ. Τι νομίζετε; Είμαστε φτιαγμένοι από αυτές τις φράσεις που μας αιφνιδίασαν. Αυτές ήταν το σχολείο μας, ο μέντοράς μας, αυτές μας έδειξαν πως απομακρύνεσαι από μια καθημερινότητα ή την κάνεις ανεκτή και βλέπεις, έστω από μακριά, μια κορυφή. Αυτό μας έχει αργά, στάγδην, διαμορφώσει, αυτό καλλιέργησε σταδιακά το γούστο μας, έδειξε, δίδαξε έμπρακτα τη χαρά του ταξιδιού, της μεταφοράς, το άλμα και τον εναλλακτικό κόσμο που φτιάχνεται με το κατόρθωμα της μορφής. Για μένα ήταν η ξένη λογοτεχνία (και ο ξένος κινηματογράφος για την ακρίβεια), το βλέμμα που μου μίλησε για τη συγκίνηση να αλλάζεις κανόνα ζωής. Είναι όπως όταν φεύγεις από μια νεοελληνική πόλη (και την ασήμαντη πρόταση που συνιστά) και βλέπεις αιφνιδίως την εικόνα της Ευρώπης με την έκρηξη της ομορφιάς που στερεώθηκε στο χρόνο. Αν δεν υπήρχε η μεγάλη λογοτεχνία δεν ξέρω τι θα ήμασταν. Η Δεισδαιμόνα μας θα ήταν η Στέλλα, και Οθέλλος ο Φούντας.
Σημειώνουμε, λοιπόν, τα βιβλία, υπογραμμίζουμε τις αισθητικές τους «αλήθειες» σε σχέση μ’ αυτό που είμαστε οι ίδιοι. Υπάρχει το ταλέντο του κυνηγού, μοναδικό και ιδιαίτερο στον καθένα. Περνούν πουλιά μπροστά σου και κοιμάσαι, ή είσαι μια υπερευαίσθητη κεραία, μια αντίληψη που πιάνει πολλά. Και κυνηγώντας γίνεσαι καλύτερος κυνηγός; Μάλλον ναι. Στο ερώτημα, δηλαδή, αν διαβάζεις αυτό που είσαι ή είσαι αυτό που διάβασες και σε καλλιέργησε, θα απαντούσα: κυρίως το πρώτο. Έχω σκεφθεί ότι ως αναγνώστης που διάβασε Τα τρία γουρουνάκια παιδί, και ως θεατής που είδε τις Τρεις αδελφές ενήλικας, είμαι το ίδιο. Θυμάμαι να δονούνται οι ίδιες χορδές. Καλλιεργούμε λοιπόν μάλλον αυτό που είμαστε. Ή αυτό που είμαστε καλλιεργείται περαιτέρω με τα κείμενα που μας μεγαλώνουν. Είμαστε παράσιτα της ομορφιάς.

 Κώστας Μαυρουδής 3

Υπήρξαν περίοδοι στη ζωή σας στη διάρκεια των οποίων δεν διαβάζατε καθόλου βιβλία; Υπήρξαν μήπως υπολογίσιμα χρονικά διαστήματα που δεν διαβάζατε κάποιο συγκεκριμένο είδος (μυθιστορήματα, ποίηση, δοκίμια);
Ναι. Υπήρξαν περίοδοι στη ζωή μου που δεν διάβασα. Κυρίως δεν έγραψα. Μετά το γάμο μου. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με καθήλωσε στην αυτάρκεια της πραγματικότητας και με έκανε να νιώθω ευτυχής και επαρκέστατος. Ίσως μια νέα συνθήκη ασφάλειας, έλλειψη ανησυχίας, σταθερότητα. Χρονικά συνέβη τότε. Τώρα πια καταλαβαίνω ότι με τους ρυθμούς που διαβάζω θα φύγω απ’ τη ζωή με τεράστια άγνοια και ελλείμματα. Συγγραφείς, περίοδοι και αιώνες δημιουργίας, πρόσωπα και έργα. Κατάλαβα επίσης ότι από κάποια στιγμή και μετά οι άλλοι δεν μου προσφέρουν πια τίποτε. Ο διάλογος γίνεται με τον εαυτό σου. Οι άλλοι και τα κριτήριά τους είναι ένα πεδίο αδιάφορο ή συγκεχυμένων «αληθειών». Συζητάς με κάποιον και ενώ έχεις ακούσει απ’ αυτόν μια ενδιαφέρουσα κρίση πριν από καιρό, σου λέει μια ζυγισμένη αρλούμπα για ένα βιβλίο που ήταν ασήμαντο. Μέχρι μιαν ηλικία μαθαίνεις να ακούς, να σέβεσαι και να ζυγίζεις. Από μια ηλικία και μετά αν συνεχίσεις αυτή την άσκηση δημοκρατίας θα τρελαθείς. Είσαι, και πρέπει να είσαι, το κριτήριό σου. Εσύ αξιολογείς, εσύ δίνεις τα βραβεία, εσύ έχεις την εικόνα της αξίας. Το κριτήριό σου είναι μια άσκηση και μια υποχρέωση στην αριστοκρατική πρακτική. Είσαι η αλήθεια της κρίσης, το αναντίρρητο υποκείμενό της. Ζεις με αυτή την αυθεντία. Γύρω σου βράζει ένα καζάνι. Εκεί που δεν υπάρχουν οι άθλιες σκοπιμότητας και τα μαγειρέματα (Βραβεία, δημοσιεύσεις), εκεί που δεν υπάρχει η συμπάθεια και η αντιπάθεια, υπάρχει φοβάμαι κάτι χειρότερο: η Βαβυλωνία της ακρισίας. Και τα δύο είναι περιττά και άχρηστα για το βλέμμα σου.


Ο Ρολάν Μπαρτ ξεχώριζε τα βιβλία που διάβαζε αποκλειστικά για την απόλαυση, τα οποία τα έπαιρνε στο κρεβάτι του, «έπιπλο της ανευθυνότητας» καθώς το έλεγε, από τις αναγνώσεις που προορίζονταν για την εργασία του, τις οποίες τις έκανε στο γραφείο, «έπιπλο της υπευθυνότητας». Κάνετε εσείς κάποια τέτοιου είδους διάκριση κατά την αναγνωστική σας πρακτική;

Δεν κάνω την διάκριση του Μπαρτ, μολονότι την καταλαβαίνω. Δεν έχω βιβλία απόλαυσης στο κρεβάτι μου και βιβλία για εργασία στο γραφείο μου.  Ασχολούμαι μόνο με σελίδες της «απόλαυσης». Να κάνω μια παρέκβαση: δεν μου αρέσει αυτό το «απόλαυση», μου θυμίζει ερωτισμό, ενώ αυτό που νιώθω είναι μια σχέση ασκητική και ικανοποίηση αυστηρά πνευματική. Εν πάση περιπτώσει, αυτή η τέρψη με γονιμοποιεί. Ακόμα και η απλούστερη εικόνα σε μια αφήγηση. Όταν διαβάζω στον Ζέμπαλντ «…ο γιακάς του πουκαμίσου του παραήταν πλέον φαρδύς για τον ζαρωμένο λαιμό του, που μπαινόβγαινε σαν φυσερό του ακορντεόν, όπως σε ορισμένα πουλιά ή στις χελώνες», η γνωστή αναφορά που ξέρω από παιδί με γεμίζει με τη χαρά με τη συγγένεια του βλέμματος. Δεν είναι μόνο το υψηλό, θέλω να πω, που τέρπει. Το κάθε τι που μας σταματά μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται ισχυρό κίνητρο και υλικό εργασίας. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα βιβλία (πόσες ιδέες, πόσα σπρωξίματα) υπάρχουν στους στίχους μου και πόσα στα πεζά μου. Είμαι ένας μεθοδικός «κλέφτης». Έχω γράψει στις Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι (Νεφέλη, 2000): «ας εξασφάλιζα την υψηλή κερδοφορία ενός κειμένου μου, έστω και με κεφάλαιο που οφείλω σε πιστωτές. Θα αρκούσε και μόνο μια κατασκευή  του Μεσαίωνα φτιαγμένη από τα ετερόκλητα υλικά προγενέστερων κτισμάτων (ο ναός της Γοργοεπηκόου π.χ.) για να μου θυμίσει και να με βεβαιώσει, με τα δάνεια μέρη του, ότι δεν παύω παρ’ όλα αυτά, να είμαι σημαντικός και απολύτως πρωτότυπος δημιουργός. Η επιφύλαξη για τη χρήση του ξένου στοιχείου είναι η σεμνοτυφία του ανασφαλούς, ενώ ο οξυδερκής, με ξέγνοιαστη ειλικρίνεια αναδεικνύει  αμέσως την καινούργια πείρα, τις ιδέες και τον χαρακτήρα τους. Τίποτε δεν έχει ολοκληρωθεί χωρίς τα αδρανή μέρη ενός κουρασμένου απ’ το χρόνο τεχνήματος, που και το ίδιο θα επιθυμούσε να αναλωθεί στην προοπτική του νέου».


Χρησιμοποιείτε κάποια μηχανή ηλεκτρονικής ανάγνωσης (e-reader); Ανεξάρτητα από την πιθανή ή βέβαιη μελλοντική πορεία του ενός και του άλλου μέσου, σας χαρίζει την ίδια απόλαυση και ωφέλεια η ανάγνωση ενός κειμένου τυπωμένου σε χαρτί και του ίδιου κειμένου σε ψηφιακή μορφή;
Δεν με ενδιαφέρει η ηλεκτρονική ανάγνωση, προς το παρόν.


Μπορείτε να επιλέξετε πέντε βιβλία από τη βιβλιοθήκη σας που είναι πολύ σημαντικά για σας, ανεξάρτητα ενδεχομένως από τη λογοτεχνική τους αξία ή από οποιοδήποτε άλλο καλλιτεχνικό κριτήριο;

Τα βιβλία που θα μπορούσα να διακρίνω με βάση την ερώτησή σας είναι Ο Γατόπαρδος, του Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, για το κλίμα ενός κοινωνικού λυκόφωτος, της στιγμής που τον 19ο αιώνα αποσύρεται από το προσκήνιο η τάξη της αριστοκρατίας και στη θέση της ανεβαίνουν οι αστοί με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο χθεσινός κόσμος του Τσβάιχ, γιατί είναι ο κόσμος της μεσευρώπης, της μεγάλης σε αίγλη Αυστροουγγαρίας που δύει, τη διαδέχεται η δημοκρατία, η οποία στη συνέχεια παραδίδει (με τον ενθουσιώδη λαό να πανηγυρίζει) την εξουσία στο Ναζισμό. Παρέκβαση. Διάβασα την αλληλογραφία δύο σπουδαίων Αυστριακών στην εξορία. Του Τσβάιχ και του Γιόζεφ Ροτ. Τη δημοσιεύσαμε στο τελευταίο Δέντρο. Ο Τσβάιχ, ένας καλλιεργημένος αστός, ο Ροτ (μεγάλος συγγραφέας, για τον οποίο ο Κούντερα λέει ότι του οφείλει πάρα πολλά), το ’33 είναι αλκοολικός. Υπάρχει μια σκέψη οργής, κατήφειας, αλλά και αλήθειας, που γράφει στον Τσβάιχ. Έχοντας διαφύγει από τη φρίκη του Χιτλερισμού μιλά για την χαμένη ποιότητα και τις αξίες μιας παλιάς ζωής. «…Θεωρώ δειλία να μην παραδεχόμαστε σήμερα ότι έφτασε η ώρα να νοσταλγήσουμε τους Αψβούργους. Θέλω να επανέλθει η βασιλεία, και επιμένω να το λέω». Την ίδια φράση έχω ακούσει στο Παρίσι από στοχαστικούς Πέρσες εξόριστους κι ακόμα προχθές από έναν Αλγερινό γνωστό μου, παλαιοπώλη («…κι όμως υπήρχε, κύριε, κάτι χειρότερο από την αποικιοκρατία»). Με τις ανατροπές, όπως έλεγε ο Καστοριάδης, χάνουμε, μαζί με τα «ξερά», τις μεγάλες αξίες, ενώ δεν ξέρουμε (ή μάλλον ξέρουμε) τι ακολουθεί. Άλλα βιβλία στο πνεύμα της ερωτήσεώς σας: Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, Γαλλικός 19ος αιώνας, Φλομπέρ, Σταντάλ. Κάθε μέρα μπορεί κανείς να ανακαλύπτει αυτή τη χαρά όπως τη λέτε. Χθες το βράδυ, είδα την κινηματογραφική ταινία Ο Ρόζενγκρατς και ο Γκίλτεστερν είναι νεκροί. Πρόκειται για το θεατρικό έργο του Σαμ Στόπαρντ που αρχίζει από εκεί όπου τελειώνει ο Άμλετ. Ποιο θέατρο να δεις μετά απ’ αυτό; Το είχα διαβάσει μικρός, είχα δει και μια παράσταση στο Ρεξ, νομίζω. Αλλά τώρα, στην ηλικία μου, βρέθηκα πια κοντά στις διαστάσεις του. Όπως λέω κάπου, το καλύτερο διάβασμα γίνεται με γυαλιά πρεσβυωπίας. Ευτυχώς που το έβλεπα σε dvd. Λόγος Σεξπιρικός, που χρειαζόταν διαρκώς να τον διακόπτεις, να επιστρέφεις, να ξαναδιαβάζεις, να σημειώνεις. Όχι το ακαριαίο της αίθουσας που είναι το βιαστικό πέρασμα ενός θησαυρού. Σημείωνα βιαστικά, με συγκίνηση, πράγματα που μου χρειάζονται να τα ξαναδώ, να τα διαβάσω σε κάποιον, κάπου να τα βάλω: «Για όλα τα σημεία της πυξίδας υπάρχει μόνο μια κατεύθυνση. Κι ο χρόνος είναι το μόνο μέτρο». 
Και βέβαια θέλω να σημειώσω συγγένειες και γειτνιάσεις με τις αναγνώσεις μου, την αντίληψη του κοινού και της διαφοράς που υπάρχει με μια ξένη σελίδα. Σημείωσα κάποτε, όπως κάνω συχνά, την εξής παρατήρηση: «Ένα στοιχείο που εμπλούτισε την ταξιδιωτική βαλίτσα ως σύμβολο είναι οι ρόδες που προστέθηκαν εδώ και δυο τρεις δεκαετίες. Πρώτον, γιατί τόνισαν την εικόνα της κίνησης και της κινητικότητας, την αποδέσμευσαν από τη μυϊκή δύναμη του ταξιδιώτη και του αχθοφόρου, και δεύτερον με το θόρυβο των μικρών τροχών (ακούστε τη Συμφωνία των τροχών σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό, έναν σταθμό μετρό που πάει στο αεροδρόμιο, στις εισόδους των αεροδρομίων). Ο θόρυβός της είναι μια γοητευτική εισαγωγή στον μεγάλο θόρυβο της απογειώσεως, στην απομάκρυνση, στη συγκίνηση, την ταραχή για το μακρινό.  Οι τροχοί προαναγγέλλουν πανηγυρικά το ταξίδι». Και μερικά χρόνια μετά, ξεφυλλίζοντας ένα σύγχρονο αμερικανικό μυθιστόρημα, διάβασα την εξής παράγραφο: «Μερικές φορές υποκλίνομαι στην ιδέα του άλλου. Μια ιδέα απλή και τέλεια που απορείς πώς ο κόσμος κατάφερε να επιβιώσει τόσα χρόνια χωρίς αυτή. Τριάντα χιλιάδες χρόνια κουβαλούμε τα βάρη μας, ιδροκοπώντας και κοπιάζοντας καθώς μετακινούμαστε. Δεν είναι πως μας έλειπε ο τροχός. Αλλά γιατί έπρεπε να περιμένουμε το τέλος του 20ού αιώνα για να δει το φως αυτό το μαραφέτι;» Έχω επικεντρώσει το βλέμμα στο ίδιο αντικείμενο με εκείνον, αλλά στη σκέψη του Αμερικανού συγγραφέα ήταν η βαλίτσα και η εξέλιξή της. Σε μένα το ίδιο αντικείμενο ήταν πασπαρτού, ταπετσαρία, το υλικό μιας ατμόσφαιρας. Αυτό που φοβάμαι, δηλαδή, ως αδυναμία μου. Η επιμονή μου στο ύφος (του κειμένου, αλλά και του κόσμου) νομίζω πως είναι έλλειψη για το καίριο που πια προσπαθώ να την ελέγχω. Μια φορά, στα τριάντα μου, κάποιος φίλος, μου είχε πει: «Εσύ, αν ήσουν παρών στη Συμφωνία της Γιάλτας, θα εντυπωσιαζόσουν  από ένα κουμπί στο σακάκι του Ρούσβελτ, μπορεί και από τη μπέρτα του». Θέλω να πω ότι οι ξένες σελίδες δεν είναι μόνον παράθυρα αλλά και καθρέφτες. Η ανάγνωση σου δίνει πολλές ευκαιρίες να δεις το μυαλό και το αίσθημά σου. Να βελτιώσεις με κάθε τρόπο αυτό που είσαι. Με την ανάγνωση πάλι: Στο δεύτερο της Νομικής διάβαζα «Το Φύλλο» του Βασιλικού. Δεν το θυμάμαι πια, ήταν όμως για ένα φυτό που χάρισαν σε κάποιον, σε ένα διαμέρισμα, και αυτό άρχισε να μεγαλώνει ανεξέλεγκτα. Πέρασε στα διπλανά διαμερίσματα (οι ρίζες του ή τα κλαδιά, δεν είμαι βέβαιος), και γκρέμιζε τα πάντα. Με είχε εντυπωσιάσει η ιδέα, που τη βρήκα να μοιάζει  εντυπωσιακά με το θεατρικό του Ιονέσκο, τονΑμεδαίο, το οποίο διάβασα την ίδια εποχή. Και τι χαρά (πνευματική χαρά), όταν μετά από χρόνια, σε μια συζήτηση που κάναμε με το Βασιλικό για το Δέντρο, επιβεβαίωσε τη νεανική μου εντύπωση. Ότι «Το Φύλλο» είναι επιρροή του Ιονέσκο που είχε διαβάσει τη δεκαετία του ’50. Η συζήτηση, εξαιρετική για τα στοιχεία της μεταπολεμικής γραμματείας μας, είναι δημοσιευμένη στοΔέντρο. Γιατί το λέω αυτό; Όχι βέβαια για να ισχυριστώ ότι είμαι αστυνομικό ή κριτικό δαιμόνιο, αλλά για να υπογραμμίσω αυτό που τόνισα προηγουμένως. Την ανάγκη να συνομιλείς αδιαμεσολάβητα με το έργο και μ’ αυτό να αναγνωρίζεσαι. Τώρα (και πάντα, βέβαια) βλέπω ένα κοινό που περιμένει το λόγο του κάθε και της κάθε «ειδικού», που στη συνείδηση των άλλων είναι μέγεθος πανίσχυρο. Θυμάστε τον Πρίγκιπα της Αυστροουγγαρίας που ταξιδεύει στο πλοίο, στο φιλμ Και το πλοίο φεύγει του Φελίνι; «Να ρωτήσουμε», λένε οι ακόλουθοι όταν προκύπτει κάτι πολύ σοβαρό, «τον πρίγκιπα. Τι θα πει ο πρίγκιπας!». Αυτός, χοντρός, αγένειος, ένστολος, ένας υπερμεγέθης μπούλης,  αργεί να απαντήσει, σιωπά, και ξαφνικά εκστομίζει κάτι ακατάληπτο, ενώ αυτοί που τον ακούνε στοχάζονται εμβριθώς, σαν να τους μίλησε ο ουρανός. Τα μάτια μας, κυρίως, θέλω να πω (αν έχουμε), και συχνά το χαμόγελό μας, αντί για έναν οιωνό του πρίγκιπα που διοικεί την αυτοκρατορία.

  • Ο Κώστας Μαυρουδής είναι συγγραφέας και συνεκδότης του περιοδικού “Το Δέντρο”. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι η ποιητική συλλογή “Τέσσερις εποχές”, εκδόσεις Κέδρος.