Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ


Να ένα φαινομενικά ασήμαντο μήνυμα του f.b., από τον Δ.Χ., που μου γράφει από το Βερολίνο. Το παραθέτω όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί είναι ένα υπόδειγμα κομψής λακωνικότητας (ένας "ημερολογιακός μινιμαλισμός" θα λέγαμε, 
αν ήταν λογοτεχνία) και, βέβαια, διότι δείχνει πως ο χρόνος αλλού κυλάει με τους αυστηρούς νόμους των εποχών, δίνοντας στη ζωή κίνητρα και δημιουργικούς ρυθμούς: «...βροχή, βροχή, εδώ, τα φύλλα κιτρίνισαν και άρχισαν να πέφτουν, στα μαγαζιά εμφανίστηκαν τα χριστουγεννιάτικα στόλλεν, τα λεμπούχεν, τα πανετόννε, τα παντόρο...»


Δεν λέω, κανένα «Τέλος» (ούτε αυτό των εποχών) δεν είναι εύκολο. Είναι όμως η λέξη που στη ζωή στέκεται στην ψηλότερη κορυφή, και τη βλέπουν όλοι, από παντού.

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Η στάχτη



Από πολύ νωρίς ένα μαύρο σύννεφο κατεβαίνει από τη βόρεια πλευρά της Αθήνας. Ο ουρανός βρέχει στάχτη, που έχει σκεπάσει τις οροφές των αυτοκινήτων, τις αυλές, τα ακάλυπτα αντικείμενα. Σίγουρα κάπου κοντά υπάρχει μεγάλη φωτιά, δεν άκουσα ραδιόφωνο, και κατά βάθος δεν θέλω να ξέρω. Η εικόνα είναι γνωστή από κάτι παλιά καλοκαίρια. Χιονίζει υπολείμματα καμμένων δέντρων, αβαρή κλαδάκια και φύλλα, γκρίζα και λευκά, που πέφτουν με την κίνηση του χιονιού, αργά, σ' όλες τις επιφάνειες. Τώρα όμως, στα σύγχρονα συμφραζόμενα εννοώ, είναι πολύ εύκολο να σκεφτείς συμβολικά, ότι οι στάχτες εμφανίζονται ως παράσταση δυσοίωνη, ακόμα κι αν δεν είσαι διαθέσιμος για την αναγωγή των φαινομένων σε σύμβολο, σε νεύμα, σε μοιραίο οιωνό. Δείχνουν σαν σοβαρή αλληγορία που μιλά χωρίς λόγια, χωρίς διδακτισμό, σαν ένας κώδικας, αδιάφορος αν γίνεται κατανοητός και μεταδόσιμος. Δεν τον αφορά, σαν το επιχείρημα της κυριολεξίας, η ανταπόκριση. Όπως κάθε συμβολική εικόνα, είναι και δεν είναι μήνυμα.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Η ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ


Συχνά μας γοητεύουν εργαλεία, αντικείμενα ή χρηστικές λειτουργίες που καμιά εξέλιξη ή ανατροπή δεν τα επηρεάζει. Το κατσαβίδι, το κουμπί, η σεζ λονγκ. Περνούν τα χρόνια, οι μορφές και οι χρήσεις αλλάζουν, αλλά μια κατηγορία πραγμάτων και λειτουργιών είναι στεφανωμένη με το κύρος της διάρκειας. Υπάρχουν και θεωρητικές σκέψεις που έχουν αυτή την αμετάβλητη χρηστικότητα. Έπεσα μόλις προ ολίγου σε ένα γνωμικό του Όσκαρ Ουάιλντ: «Η κακή ποίηση (όλη η έντεχνη έκφραση, θα συμπλήρωνε κάποιος) διακρίνεται από την ειλικρίνειά της». 



Είναι ένας δημιουργικός κανόνας (και μάλιστα φαίνεται να διεκδικεί την πρώτη θέση στην ιεραρχία των κανόνων). Αμετάβλητος, διαρκής κι αυτός, ίσως είναι ο πρώτος όρος για την κριτική προσέγγιση της Μορφής. Αφορά την απόσταση ανάμεσα στο δημιουργικό γεγονός και την καλοπροαίρετη διάθεση όλων να μιλήσουν. 



Αυτή η απλή και «αυτάρεσκη» αλήθεια (που κλείνει και λίγο το μάτι με τον γνωστό Ουαλντικό σνομπισμό) είναι, εντούτοις, αχρείαστη και αδίδακτη. Μόνο η δική σου πείρα μπορεί να σε ειδοποιήσει για την κυλιόμενη και κατασκευασμένη εικόνα που είναι κάθε έργο, καθώς δοκιμάζει και σχεδιάζει τον εαυτό του, ώσπου να βρει την πιο πειστική εκδοχή (από ένα σημείο και μετά οριστική και διαρκή), και βέβαια ξένη απ' τις ειλικρινείς προθέσεις.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Τα νομίσματα

Βρήκα νομίσματα, και κάποια άλλα ενθύμια, από ένα ταξίδι μου στην Ισπανία, το 1973! Το μεγάλο νόμισμα είναι 50 πεσέτες. Το μικρό 25. Και στα δύο το κεφάλι του Φράνκο, Caudillo de Espana. Ενώ θυμάμαι ακόμα και κολυμβητικούς αγώνες που έβλεπα στην τηλεόραση, φαγητά, δρόμους και μουσεία, ειναι αδύνατον να ανακαλέσω τις αξίες, τι αγόραζες δηλαδή με 50 πεσέτες. Υπάρχει κανείς που να ξέρει και να μου πει; 



Επιστρέφοντας στις αρχές Σεπτεμβρίου στην Ιταλία, εκδηλώθηκε το πραξικόπημα στη Χιλή. Έχω φωτογραφίσει μιαν αφίσα με τη φωτογραφία και την αναγγελία του θανάτου (la scomparsa ή μήπως όχι;) του Σ. Αλιέντε. (Επίσης φωτογραφίες με τον Τ., τον Β. και την Α. στην πορεία προς την πρεσβεία της Χιλής, στη Ρώμη. Σύνθημα: "Cile rosso", η πρώτη λέξη ακουγόταν μόνη και η δεύτερη ακολουθούσε σαν απάντηση). 


...Κaι όλα αυτά, εξ' αφορμής ενός νομίσματος στο πατάρι (ή όχι;)

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Εμφανή ερείπια

Τίποτε δεν δείχνει την απόσταση από μια μακρινή εποχή, όσο οι διαφανείς επιφάνειες που στεγάζουν τα ερείπιά της και γίνονται σύγχρονη διάβαση. Δεν ξέρω πότε άρχισαν αρχιτεκτονικά οι εφαρμογές αυτές, αλλά σίγουρα είναι ένα κατασκευαστικό παιχνίδι της νεοτερικότητας, ευρηματικό και χαριτωμένο, που αναδεικνύει το εξερευνημένο βάθος, το κάνει ελέγξιμη παρουσία και παίζει με την ανοίκεια εντύπωση. 

Από τον εξώστη στο Μουσείο της Ακρόπολης η συνάντηση των δύο εποχών είναι οπτικό παιχνίδι και συγχρόνως ένα κίνητρο στοχασμού για τη λήθη και το χρόνο. Πώς έλεγε ο Ρίτσος ; «Σαν να μην ήταν τίποτε/ χάθηκαν.../Άργος, Αθήνα, Κόρινθος, Σπάρτη, Σικυών/ σκιές ονομάτων. Τα μιλάω. Ηχούν σαν βουλιαγμένα...»

Το επόμενο τεύχος του Δέντρου


Tο επόμενο τεύχος του ΔΕΝΤΡΟΥ, που άρχισε να ετοιμάζεται εδώ και μερικές μέρες, είναι αφιερωμένο, όπως ήδη είπαμε, σε κείμενα (αλληλογραφία, ποίηση, πεζογραφία) που μιλούν για τον έρωτα και την αγάπη. Σκεφτήκαμε να δείξουμε στους αναγνώστες μας, σήμερα και τις προσεχείς ημέρες, μικρά δείγματα, λιγότερο ως ανακοίνωση και περισσότερο ως υπενθύμηση του εγχειρήματος που επίκειται: Ιδέα Βιλαρίνιο (Ουρουγουάη, 1920-2009), μτφ. Έλενα Σταγκουράκη.

ΚΑΙ ΤΙ Μ' ΑΥΤΟ;

Την αγάπη σου παίρνω
και τι μ΄αυτό
την αγάπη μου σου δίνω
και τι μ΄αυτό
απογεύματα θά έχουμε και νύχτες
ενθουσιασμούς 
καλοκαίρια 
όλη την ηδονή
την ευτυχία
όλη τη θαλπωρή.
Και τι μ΄αυτό.
Για πάντα θα λείπει
το βαθύ ψέμα
το για πάντα.

Βλέμμα


3-0

Εδώ λοιπόν πρέπει να βρισκόμαστε γύρω στο '93. Είμαστε στην Τουρ της βορειοδυτικής Γαλλίας. Ο κάτοχος αυτής της σελίδας έχει φτιάξει μια ποδοσφαιρική ομάδα με την πιτσιρικαρία του γηπέδου την οποία αντιμετωπίζει μόνος. Καλύτερος αντίπαλος ήταν εκείνος δεξια με τα πεταχτά αυτάκια. Αριστερά φαίνεται η Χριστίνα Μ. και ο Γώγος Μ. Νομίζω ότι κέρδισα 2 ή 3-0. Η φωτογραφία γράφει 5 Αυγούστου. Χρόνια.... Πώς να υπερασπίσω αυτούς τους δραπέτες;

Ο φωτογράφος

Στα τείχη, τα περίφημα τείχη, της Lucca. Είναι 17 Αυγούστου τoυ 1995 (;) και έχει τα έκτα (;) γενέθλιά του ο Γώγος. Με μια τούρτα, οι ταξιδιώτες ανεβαίνουν για να γιορτάσουν την επέτειο. Η Χριστίνα κραδαίνει τα κεράκια, η Φλώρα κρατά τα πιάτα, o φωτογράφος, με αναλογική μηχανή, προηγείται, σκέφτεται ότι η στιγμή έχει φτερά, ότι μόνον αιχμάλωτη μπορεί κάπως να μας ανήκει, και τεκμηριώνει το γεγονός, φροντίζοντας να έχει μνήμη το μέλλον.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Τα πλυμένα σεντόνια


Σιμωνόπετρα, Άγιο Όρος

Άκουσα αυτή την ιστορία πριν από μερικά χρόνια από τον φίλο μου Βιθέντε Φερνάντεθ. Με γοήτευσε, γιατί είναι ένα οδοιπορικό που λησμονεί αυτό που συμβαίνει, και μεταμορφώνεται σε μιαν απρόοπτη κατάνυξη για το παρελθόν και το χαμένο.  Πρότεινα στο φίλο μου να δώσει γραπτή μορφή στην ιστορία και εκείνος έφτιαξε αυτό το μικρό ευσύνοπτο διήγημα. Ο Β.Φ. (Ταλαβέρα, 1953) Είναι αναπληρωτής καθηγητής Μετάφρασης και διερμηνείας Νέων Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Μάλαγα.



                                            ΤΑ ΠΛΥΜΕΝΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ

                                                                                            στον Κώστα Μαυρουδή
Πάνε είκοσι χρόνια. Από τότε δεν γύρισα στις Καρυές, ενώ θα ήθελα τόσο πολύ να ξαναδώ τη ζωγραφική του Πανσέληνου. Να τη δω νύχτα, όπως σε εκείνη την αγρυπνία, στο Πρωτάτο. Θυµάµαι τους όµορφους οπλοφόρους Αγίους Γεώργιο και Θεόδωρο, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, να βγαίνουν, µε την κίνηση των πολυελαίων από τους τοίχους, και να πλησιάζουν τη σύναξη όπου στεκόµασταν, εµείς και άλλοι δύο-τρεις κοσµικοί, στις γραµµές των µοναχών. Είχαµε φτάσει στο Άγιον Όρος µια βδοµάδα πριν. Στο βαπόρι από την Ουρανούπολη στη Δάφνη πιάσαµε φιλίες µε έναν γάλλο προσκυνητή, τακτικό επισκέπτη της Αθωνικής Πολιτείας. Μας µίλησε για την αγιορείτικη γαστρονοµία µε κοµψότατους γαλλικούς όρους. Το βράδυ απογοητευτήκαµε λίγο στην τραπεζαρία της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, όταν οι aubergines έγιναν µελιτζάνες. Προηγήθηκαν όµως τα τερψιλαρύγγια που µας πρόσφεραν φτάνοντας στο µοναστήρι: τσίπουρο, λουκούµι και νερό. Καθόλου εκδροµικοί τύποι, είχαµε εξαντληθεί στον ποδαρόδροµο από τις Καρυές. Και, γιατί να µην το πω, εγώ ήπια και το τσίπουρο του Θωµά, ενώ ο Θωµάς έφαγε το λουκούµι µου. Μας έγινε συνήθεια. Έχετε σκεφτεί πόσο γρήγορα καθιερώνονται οι συνήθειες; Το πρωί προγευµατίσαµε παρέα µε τον Κωστή Μοσκώφ –ο Χρόνης τον ήξερε από παλιά– και έναν πολύ συµπαθή φίλο του. Μετά περπατήσαµε µέχρι τη θάλασσα. Ο Μοσκώφ µού έλεγε για την υπεροχή της ορθόδοξης θεολογίας, για την ευλογία του σώµατος και του έρωτα. Φτάναµε όλο και πιο κουρασµένοι στα µοναστήρια Ιβήρων και Φιλοθέου. Πρέπει να πω ότι δεν είχαµε κλείσει πουθενά· µόνο στη Μονή Σταυρονικήτα, εκεί πήγαµε συστηµένοι. Στην επιβλητική Σιµωνόπετρα φτάσαµε πολύ ταλαιπωρηµένοι. Στο αρχονταρίκι µάς είπαν ότι µπορούµε να καθίσουµε και να φάµε (πολύ ωραία ρεβίθια), αλλά δωµάτιο δεν έχει. Εδώ στάθηκε χρησιµότατη η τσαχπινιά του Θωµά, που πήρε σε µια γωνιά τον αρχοντάρη και του είπε πόσο θα στενοχωριόταν µ’ αυτήν την εξέλιξη ο µαέστρος. Ποιος µαέστρος; ρώτησε αθώος, ο µοναχός. Ο ζωγράφος, απάντησε ο Θωµάς, µε τρόπο που ήταν για τον αρχοντάρη αναντίρρητος. Και δεν του είπε ψέµα. Όλος ο κόσµος ξέρει, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, ότι ο Χρόνης είναι ζωγράφος.
Μας έδωσαν ένα πεντάκλινο δωµάτιο –το κρατάνε, υποθέσαµε, πάντα ελεύθερο για τέτοιες περιπτώσεις–, µας δέχτηκε ο ηγούµενος και µας έδειξαν διάφορα κειµήλια της Μονής. Αλλά οι µέρες έτρεχαν και έπρεπε να φύγουµε. Το πλοιάριο µάς άφησε στη Δάφνη και από κει, όπως την πρώτη µέρα, το λεωφορείο µας πήγε στις Καρυές. Μας περίµενε ο Ιερόθεος –εκείνος µας είχε συστήσει στην Ι.Μ. Σταυρονικήτα– και µας φιλοξένησε στο κονάκι του. Αξέχαστη µέρα. Ο Ιερόθεος µας ξενάγησε στο Πρωτάτο –επιτέλους ο Πανσέληνος!– και, έµπειρος κωδωνοκρούστης, µας χάρισε µια συναυλία, που χρόνια αργότερα τη θυµήθηκα όταν άκουσα από τη Φιλαρµονική της Μάλαγα το έργο Three Meditations from “Mass” του Λέοναρντ Μπερνστάιν. Πιο πολύ το πρώτο µέρος.
Γεύµα το βράδυ στο κονάκι και, µετά, όλοι στην εκκλησία του Πρωτάτου για την αγρυπνία. Θυµάµαι να τελούν µεγαλοπρεπώς την ολονυκτία πολλοί ιερείς, αλλά στη µνήµη µου σµιλεύτηκαν οι πολυέλαιοι, οι µοναχοί που τους κινούσαν, οι όµορφοι άγιοι πολεµιστές του µυστηριώδους Πανσέληνου, τα όπλα τους, οι λόγχες και τα σπαθιά.
 Έφτασε η µέρα της αναχώρησης. Περιµέναµε το λεωφορείο που θα µας πήγαινε στη Δάφνη για να πάρουµε από εκεί το βαπόρι που θα µας άφηνε πίσω, στην Ουρανούπολη. Ύστερα οδικώς στη Θεσσαλονίκη. Θα µέναµε το σαββατοκύριακο. Περιµέναµε λοιπόν το λεωφορείο, όταν ξαφνικά ένα άρωµα µε αναστάτωσε. Ανοιγοκλείνω τα µάτια. Το άρωµα είναι πιο έντονο. Κοιτάζω πίσω· περνούν δύο νέοι µοναχοί. Μεταφέρουν ένα µεγάλο καλάθι µε πλυµένα σεντόνια. Το άρωµα! Έχω µείνει άναυδος. Όλα τώρα γίνονται πολύ γρήγορα. Είναι η στιγµή που φτάνει το λεωφορείο. Ο Θωµάς µε σπρώχνει µέσα. Ακόµα το άρωµα. Ακούω στα πίσω καθίσµατα έναν ηλικιωµένο µοναχό να λέει συνέχεια στον συνεπιβάτη του «τι να πεις», «τι να πεις»... Δεν ξέρω για τι µιλούσαν, αλλά αυτό το θυµάµαι. Αποµακρυνθήκαµε· χάθηκε τελικά το άρωµα.
Φοβάµαι πως θα παρεξηγηθώ, αλλά όλα έγιναν ακριβώς έτσι. Έκλεισα τα µάτια και αναπόλησα εκείνους τους µήνες –στην τελευταία τάξη του Λυκείου– που αγαπούσα την Μ., που γνωρίσαµε µαζί τον έρωτα, που το σώµα µου, το κορµί µου, ποθούσε επίµονα το δικό της. Τα εσώρρουχα της Μ. είχαν εκείνο το άρωµα. Το ίδιο µ’ αυτό των σεντονιών που µεταφέρονταν. Είχε περάσει τόσος καιρός· και τώρα πια έχει περάσει περισσότερος. Είχα χρόνια τότε να τη δω και δεν την είδα ποτέ πια. Δεν συνάντησα ξανά, ούτε νοµίζω θα συµβεί, το άρωµα εκείνο. Μπορώ όµως να βρεθώ, και θα το ήθελα, στον τόπο που το ανακάλεσα. Μπροστά στη ζωγραφική του Πανσέληνου.


Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

ΣΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ


Καθώς επιστρέφαμε πριν από λίγες ώρες από το Λουτράκι όπου είχαμε περάσει ένα ωραίο μεσημέρι, ο Τάσος Γουδέλης είχε την ιδέα να μπούμε στα Μέγαρα και να ψάξουμε, στο κοιμητήριο της πόλης, τον τάφο του θείου του, Γιάννη Γουδέλη, διαπρεπούς εκδότη (1950-1970) των Καζαντζάκη, Λουντέμη, Εμπειρίκου, Καρούζου, Τσάτσου και άλλων, ων ουκ έστιν αριθμός. Υπήρξε ρηξικέλευθος εκδότης πολύ πριν εμφανιστούν στην αγορά τα σύγχρονα σχήματα. 

Βρήκαμε το Κοιμητήριο, αλλά ήταν αδύνατον μέσα στις χιλιάδες των τάφων να οδηγηθούμε στον αναζητούμενο. Ένας υπάλληλος έψαξε, κοίταξε χαρτιά, και μας είπε ότι θα μας οδηγήσει στην άλλη άκρη, σε θερμοκρασία που ανάμεσα στα μάρμαρα ήταν τουλάχιστον πέντε βαθμοί υψηλότερη. Περπατούσαμε, περπατούσαμε, μας ακολουθούσαν τέσσερα φιλικά και ταλαιπωρημένα σκυλιά του κοιμητηρίου, είδαμε εκατοντάδες φωτογραφιών και ονομάτων στους τάφους, κυρίες με μαύρα να πλένουν μάρμαρα και να κομίζουν άνθη, ώσπου βγήκαμε στην σειρά 65, βρίσκοντας έναν άλλον Γουδέλη, ονόματι Κίμωνα. Η οδοιπορία μας πήγε στράφι και επειδή η αντοχή μας, με πάνω από σαράντα βαθμούς, είχε εξαντληθεί, επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο με τον άριστο κλιματισμό. 

Γιατί μιλώ γι' αυτό το θέμα; Για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι μάλλον ένας κοινός τόπος. Η εντυπωσιακή ανατροπή της εικόνας που βλέπει κανείς σε έναν παραθεριστικό τόπο, εικόνα πανηγυρική, ανενόχλητης χαράς και ζωικότητας, η οποία αλλάζει αμέσως, αν παρακάμψουμε την ανέμελη ευθεία του αυτοκινητόδρομου για να μπούμε στον ζοφερό κήπο, κάτω απ΄το ίδιο φως και το ίδιο γαλάζιο. 

Ο δεύτερος λόγος είναι περισσότερο ενδιαφέρων, γιατί σχετίζεται με τη λήθη. Το ότι, δηλαδή, ζούμε σε μιαν εποχή (την εποχή μας), αμέριμνοι και ανενημέρωτοι, όπως ακριβώς και οι παλαιότεροι από μας για πολλά που είχαν προηγηθεί. Εννοώ βέβαια την άγνοια για πρόσωπα και γεγονότα που θα έπρεπε να αναζητούμε, να μας αφορούν, ή έστω να κοιτάζουμε προς το μέρος τους. Πώς να φανταστεί ο νεότερος αναγνώστης αυτής της αναρτήσεως, ότι η απουσία που ψάχναμε στο Κοιμητήριο των Μεγάρων, όταν κυκλοφόρησε «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη, έβλεπε την ουρά κάτω από το γραφείο του (στην Ακαδημίας, πλάι στη Λυρική), να φτάνει μέχρι την Χαρ.Τρικούπη, να στρίβει, και να τελειώνει στην Πανεπιστημίου; Μιλώ για τη σειρά των αγοραστών, που περίμεναν υπομονετικά κάθε πρωί επί ώρες (1957;) για να προμηθευτούν ένα αντίτυπο απ' τις εκδόσεις "Δίφρος". 

Βρίσκω αραιά και πού βιβλία του "Δίφρου" στο Μοναστηράκι. Φροντίζω να τα αγοράζω. Όχι γιατί είναι συλλεκτικά, αλλά διότι είναι αντικείμενα με μνήμη, που χαίρεσαι να τα κρατάς και να τα κατέχεις. Και μετά από κάποια χρόνια η σχέση με το παλιό, φθαρμένο, ετοιμόρροπο βιβλίο δεν λέγεται πνευματικότητα ή βιβλιοφιλία, αλλά στοργή.

ΑΚΡΟΑΤΗΣ


Δύο τηλεφωνήματα (απελπισίας) που έτυχε να ακούσω χθές. Στο ένα, την τηλεφωνική μου συνομιλία με λόγιο, διέκοψε η (τηλεφωνική επίσης) κλήση της γυναίκας του, από την επαρχία: «Όχι, Ελένη μου, πώς να θυμάμαι; Να τα βρει ο λογιστής. Σε παρακαλώ, πνίγομαι, ξέρεις πού είμαι αυτή τη στιγμή; Να τα βρει αυτός. Πώς να θυμάμαι;» Και η υπέροχη κατακλείδα: «Πιο εύκολα σου απαγγέλλω ολόκληρη τη Λ' ρ
αψωδία της Ιλιάδος, παρά αυτό που ζητάς.»


Το δεύτερο αφορούσε μια κλίση για πληροφορίες, στον λεγόμενο ΟΣΕ. Εκείνος που τηλεφώνησε είχε υπομονή. Τερατώδη. Περίμενε, περίμενε, περίμενε, και περίμενε. Ωρα. Περίμενε 
μ α τ α ί ω ς, εις μάτην, ασκόπως, τσάμπα, σαν κορόιδο. Στο τέλος έκλεισε το τηλέφωνο: «Όχι να σας κλείσουν, καθίκια, και τις γραμμές να πουλήσουν»