Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Λόγος επικαιρότητας και λόγος αφιερωματικός

Το κείμενο είναι το Εντιτόριαλ του προσεχούς τεύχους του ΔΕΝΤΡΟΥ (νο 177-178). Θα κυκλοφορήσει στις αρχές Νοεμβρίου.


H ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΜΑΖΙΚΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΣΤΟ ΝΕΟΤΕΡΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ σφραγισε σε μεγάλο βαθμό το μεταμοντέρνο, τουλάχιστον όσον αφορά την πρόσμιξη και επαναξιολόγηση των ειδών. Μπορεί το φαινόμενο να υπήρξε θετικό, αλλά συνολικά ημάρτησε αντικαθιστώντας πολλές μορφές «σοβαρής» τέχνης με το μοντέλο της διασκεδαστικής έκφρασης (entertaining). Την έννοια, άγνωστη μέχρι τότε στο χώρο της αστικής αισθητικής, θα τη συναντήσουμε έκτοτε σε αναβαθμισμένες διατυπώσεις (στο μιούζικ χολ, στο ελαφρό θέατρο και στο σινεμά). Θα απευθυνθούν άνευ όρων στο ευρύ κοινό. Φυσικά η λογοτεχνία δεν έλειψε από το χορό, προτείνοντας ανάμεσα σε κάποιες αξιόλογες, λαϊκές εκφράσεις της και άλλες εντελώς καταναλωτικές πλευρές της. Η διαφημιστική και η μιντιακή μεσολάβηση διευκόλυνε τη σύγχυση μεγεθών, ανοίγοντας το δρόμο στο σημερινό δρώμενο: δηλαδή στο φαινόμενο κατά το οποίο η κοινωνική εικόνα των συγγραφέων υπερβαίνει το έργο τους. Στην Ελλάδα το φαινόμενο θριαμβεύει: η ανάγκη των πολλών για «θέαμα» τροφοδοτείται, δυστυχώς και με την αυτουργία συντελεστών της πνευματικής ζωής. Σε πολιτιστικές σελίδες εφημερίδων, εκτός των άλλων, υπάρχει πια ένα μέρος της ύλης αφιερωμένο στη «μικροπολιτική» της καλλιτεχνικής αγοράς, σε ένα, στην ουσία, life-style. Στο κοντινό παρελθόν μπορεί ο Τύπος να συναγωνιζόταν τα σοβαρά περιοδικά. Σήμερα, παρακολουθώντας την εποχή και το ύφος της, είναι αναπόφευκτο να παίζει και το ρόλο του «διασκεδαστή».


ΑΝΑΛΟΓΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟΣΤΕΙ ΜΕΓΑΛΑ, κεντρικα βιβλιοπωλεία, τα οποία, ξένα προς οποιονδήποτε πνευματικό χαρακτήρα, προτείνουν ένα θεαματικό πρόσωπο, συγγενικό με αυτό του εμπορικού πολυκαταστήματος. Πριν από λίγες 10ετίες, ο ιδιοκτήτης νέου, κεντρικού βιβλιοπωλείου αναρωτιόταν γιατί το κατάστημά του δεν είχε κίνηση. Απάντηση πήρε από κάποιον βιβλιόφιλο, ο οποίος παρατήρησε ότι η απουσία περσίδων στις μεγάλες τζαμαρίες επέτρεπε στους διερχόμενους να βλέπουν στο εσωτερικό όσους πελάτες έσκυβαν με κατάνυξη πάνω από τα βιβλία για να διαλέξουν, παραβιάζοντας τη μυστικότητα μιας προσωπικής ευγενούς πράξης... Σήμερα, οι παρουσίες στο χώρο των must βιβλιοπωλείων δεν θυμίζουν καθόλου «σκιές» στο άβατο του τυπωμένου χαρτιού, ούτε υποψήφιους χρυσοθήρες. Αυτοί που κινούνται εκεί είναι κυρίως ανέμελοι και αδιάκριτοι καταναλωτές ενός τυχαίου εμπορεύματος. To προϊόν των βιβλιοπωλείων αυτών «συνομιλεί» με την ποιότητα που συρρέει, και βέβαια με τη συνολική εικόνα που μας περιβάλλει: το επιφανειακό και το προφανές, οι παρουσιάσεις βιβλίων στο χώρο τους θυμίζουν κοσμικό γεγονός, ενώ το best seller και η ιδεολογία του δίνουν ταυτότητα και υπογράφουν το σκηνικό. Έτσι, η υποβάθμιση του ιδιαίτερου και ο συμφυρμός του με το «δημοφιλές» συντελούν ώστε η μαζική ελαφρότητα να έχει την τελευταία λέξη.


Η ΝEΑ ΑΥΤH ΤAΞΗ ΠΡΑΓΜAΤΩΝ, ΚΑΙ Η ΑΝAΓΚΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡAΣ ΝΑ ΠΡΟΣΑΡμοστεί στις καταναλωτικές συνθήκες της εποχής, οδήγησαν και στην εκδοτική κρίση. Το τέλος κάποιων «οίκων» και το οικονομικό αδιέξοδο ορισμένων παραδοσιακών επιχειρήσεων, που άλλοτε ήσαν δημιουργικοί θύλακες, είναι συνέπεια της σύγχρονης «συναίνεσης» απέναντι στα δεδομένα της «δημοφιλίας» και της μετανεοτερικότητας. Ο ανειδοποίητος αναγνώστης, μεταπράτης και κομιστής των τηλεοπτικών και παραδημοσιογραφικών αξιών, είναι πλέον ο πιο ισχυρός συνομιλητής του εκδοτικού χώρου. Κι αυτός ο τελευταίος υποχρεώνεται να ανταποκριθεί στις περιστάσεις, παράγοντας (ή μη αποκλείοντας) προγραμματικά το ευτελές.


TO ΑΦΙEΡΩΜΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟY ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟYΖΟ (1926-1990) Εδωσε αφορμή να ξαναδούμε το εύρος και το βάθος μιας ποιητικής, η οποία υποχρεώνει σε εγρήγορση και στη βεβαιότητα μιας αδυναμίας συστηματικής αποκρυπτογράφησής της. Οι προτάσεις του δημιουργού είναι κρυπτικές και μυστικές, αλλά ουδέποτε θα προσληφθούν ως χειρονομίες κατασκευής ενός ηθελημένα ασαφούς λόγου που σκοπεύει σε άκαρπη λεξιθηρία. Εάν κάποιος χάνει την ισορροπία και τον προσανατολισμό του με αυτό το έργο, μπορεί να σκεφθεί ότι εισέρχεται σε μια μεγάλη αναγνωστική περιπέτεια. Αυτό συμβαίνει γιατί ο αιφνιδιαστικός συνειρμός και η αλχημεία των λέξεων υπηρετούν μιαν εμφανή ανάγκη εξωτερίκευσης της αγωνίας απέναντι στο προσωπικό και καθολικό πρόβλημα. Οι χειρονομίες του Καρούζου προσκαλούν στην εμπειρία μιας παράδοξης ανάφλεξης. Η φράση, πριν αγγίξει το πλήρες νόημα, μας θυμίζει το φαινόμενο της θαυμαστής καταστροφής ενός «ξένου» σώματος κατά την επαφή του με την ατμόσφαιρα. Εάν το δει κανείς από την αντίθετη γωνία, η ποίησή του δίνει την εντύπωση ότι βρέθηκε στο κέντρο του Θαύματος, έτσι που να εκλύει ένα λόγο σχεδόν εκστατικό, λίγο πριν από τη σιωπή.


εικόνα: Isadore Weiner

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Η ζωή του κυρίου Πε Ρίπου

-


To διήγημα αυτό θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος του "Δέντρου", νο 176-177

του Χου Σι

Ξέρετε ποιος είναι ο πιο γνωστός άνθρωπος στην Κίνα;

Όπου και αν βρεθείς τον ξέρουν οι πάντες. Το επώνυμο του είναι Πε και το όνομά του Ρίπου. Η καταγωγή του θα μπορούσε να είναι από οποιοδήποτε νομό, από οποιαδήποτε επαρχία, από οποιοδήποτε χωριό. Σίγουρα τον έχετε συναντήσει. Σίγουρα έχετε ακούσει άλλοι να αναφέρονται σ’ αυτόν. Το όνομά του, κύριος Πε Ρίπου ([1]), βρίσκεται κάθε μέρα στο στόμα όλων ακριβώς, επειδή είναι ο εκπρόσωπος όλων των Κινέζων.

Στην όψη ο κύριος Πε Ρίπου είναι περίπου σαν εσένα και εμένα. Έχει δύο μάτια, όμως δεν βλέπει πολύ καθαρά. Έχει δύο αυτιά, όμως δεν ακούει πολύ καλά. Έχει μύτη και στόμα, όμως η όσφρηση και η γεύση του δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Αν και δεν υπολείπεται σε φαιά ουσία, ωστόσο η μνήμη του δεν είναι καλή. Οι απόψεις του είναι απλοϊκές.

Πολύ συχνά λέει «Αν κάτι είναι στο περίπου τότε είναι μια χαρά. Για ποιο λόγο να είναι στην εντέλεια;».

Όταν ήταν μικρός, η μητέρα του τού ζήτησε να αγοράσει μαύρη ζάχαρη, αυτός όμως γύρισε πίσω έχοντας αγοράσει άσπρη ζάχαρη. Η μητέρα του τον μάλωσε και αυτός κουνώντας το κεφάλι του της λέει: «Μαύρη ζάχαρη, άσπρη ζάχαρη, δεν είναι περίπου ίδιες;».

Όταν ήταν στο σχολείο, ο δάσκαλος τον ρώτησε: «Δυτικά της επαρχίας Τζίλι ([2]), ποια επαρχία είναι;».

Είπε ότι είναι η επαρχία Σαάνσι. Ο δάσκαλος του είπε: «Λάθος. Είναι η επαρχία Σάνσι, δεν είναι η επαρχία Σαάνσι». Και αυτός του λέει: «Σαάνσι και Σάνσι δεν είναι περίπου το ίδιο;».

Αργότερα δούλευε ως υπάλληλος σε μια τράπεζα. Μπορούσε να γράφει και να κάνει υπολογισμούς, μόνο που δεν κατάφερνε να είναι προσεκτικός και σωστός. Το ιδεόγραμμα του δέκα πολύ συχνά το έγραφε σαν ιδεόγραμμα του χίλια. Το ιδεόγραμμα του χίλια πολύ συχνά το έγραφε σαν δέκα. Ο διευθυντής θύμωνε και συχνά τον μάλωνε. Αυτός χαμογελώντας, για να τον ηρεμήσει, του είπε: «Το ιδεόγραμμα του χίλια με αυτό του δέκα διαφέρουν μόνο σε μια γραμμή, δεν είναι περίπου ίδια;».

Μια μέρα, λόγω μιας επείγουσας υπόθεσης έπρεπε να πάρει το τρένο για να πάει στη Σαγκάη. Έφτασε με το πάσο του στο σιδηροδρομικό σταθμό, καθυστερημένος δύο λεπτά και αφού το τρένο είχε ήδη αναχωρήσει. Έκπληκτος, με γουρλωμένα μάτια κοιτούσε τον καπνό του τρένου που απομακρυνόταν και, κουνώντας το κεφάλι του, είπε: «Καλύτερα να έρθω πάλι αύριο. Τι σήμερα πάω, τι αύριο, είναι περίπου το ίδιο. Όμως και αυτή η σιδηροδρομική εταιρία, πολύ συνεπής είναι. Είτε στις 8 και 30 αναχωρήσει το τρένο, είτε στις 8 και 32 δεν είναι περίπου το ίδιο;».

Μονολογώντας, σιγά-σιγά γύρισε στο σπίτι. Ωστόσο, μέσα του, δεν μπορούσε καθόλου να καταλάβει γιατί η σιδηροδρομική εταιρία δεν ήταν διατεθειμένη να τον περιμένει δύο λεπτά.

Μια μέρα ξαφνικά αρρώστησε. Αμέσως είπε στους συγγενείς του να καλέσουν τον γιατρό Γουα-άνγκ της Ανατολικής οδού. Οι συγγενείς του έτρεξαν γρήγορα, όμως δεν μπόρεσαν να βρουν τον γιατρό Γουα-άνγκ της Ανατολικής οδού. Κάλεσαν ωστόσο τον κτηνίατρο Γουάνγκ της Δυτικής οδού. Ο κύριος Πε Ρίπου, άρρωστος στο κρεβάτι, κατάλαβε ότι είχαν βρει τον λάθος άνθρωπο. Όμως ήταν άρρωστος, βιαζόταν, πονούσε, ανησυχούσε, δεν μπορούσε να περιμένει. Σκέφθηκε: «Ευτυχώς ο γιατρός Γουάνγκ και ο γιατρός Γουα-άνγκ είναι περίπου το ίδιο. Ας τον αφήσω να με εξετάσει». Ο κτηνίατρος Γουα-άνγκ πλησίασε το κρεβάτι και χρησιμοποιώντας μεθόδους της κτηνιατρικής πρόσφερε στον κύριο Πε Ρίπου θεραπεία. Πριν περάσει όμως μια ώρα ο κύριος Πε Ρίπου ξεψυχούσε.

Περίπου τη στιγμή που ο κύριος Πε Ρίπου πέθαινε, είπε χωρίς καθόλου να κομπιάσει: «Είτε ζωντανός είτε νεκρός είναι πε… πε… πε… ρίπου το ίδιο. Όταν όλα είναι πε… πε… πε… ρίπου το ίδιο, τότε όλα είναι μια χαρά. Για ποιο λόγο να είναι όλα στην εντέλεια;» Μόλις τελείωσε αυτή τη φράση- «σήμα κατατεθέν» εξέπνευσε.

Μετά το θάνατό του, όλοι επαινούσαν το χαλαρό τρόπο με τον οποίο ανέλυε και προσέγγιζε την κάθε υπόθεση. Έλεγαν ότι στη ζωή του δεν επιθυμούσε να είναι επιμελής και συνεπής, δεν επιθυμούσε να κάνει υπολογισμούς, δεν επιθυμούσε να προσχεδιάζει. Στ’ αλήθεια, ήταν ένας ενάρετος άνθρωπος. Γι’ αυτό του έδωσαν ένα μεταθανάτιο θρησκευτικό τίτλο, τον ονόμασαν ο Μεγάλος Δάσκαλος Γουέντονγκ .

Όσο περνούσε ο χρόνος η φήμη του έφθανε όλο και πιο μακριά, μεγάλωνε όλο και πιο πολύ. Αναρίθμητοι άνθρωποι μελέτησαν το παράδειγμά του. Και έγιναν όλοι ένας κύριος Πε Ρίπου. Έτσι όμως και η Κίνα έγινε μια χώρα τεμπέληδων…


Απόδοση από τα κινεζικά: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΜΠΑΣ

Ο Χου Σι (Hu Shih) (1891-1962) υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς κινέζους διανοούμενους. Γεννήθηκε στη Σαγκάη και σπούδασε φιλοσοφία στο Cornell University και αργότερα στο Columbia University (καθηγητής του ήταν ο John Dewey). Επέστρεψε στη Κίνα για να διδάξει στο Peking University. Υπήρξε ηγετική μορφή του κινήματος της «4ης Μαΐου» (1919) (ή Κίνημα για ένα Νέο Πολιτισμό), που αναμόρφωσε και εκσυγχρόνισε την πολιτική και πολιτιστική σκηνή της Κίνας. Αγωνίστηκε για την επικράτηση της μπάιχουα (η «δημοτική» εκδοχή της κινεζικής γλώσσας). Υπήρξε πρεσβευτής της (εθνικιστικής) Δημοκρατίας της Κίνας στις ΗΠΑ (1938-1942) και πρύτανης στο Peking University (1946-1948). Μετά την ήττα των εθνικιστών στον εμφύλιο τούς ακολούθησε στην Ταϊβάν, όπου και διηύθυνε το Ερευνητικό Ινστιτούτο Academia Sinica. Κήρυκας των δημοκρατικών αξιών, άσκησε κριτική στον ηγέτη των εθνικιστών Chiang Kai-shek και υπέστη την λογοκρισία του. «Η ζωή του κύριου Πε Ρίπου» δημοσιεύτηκε στις 28/6/1924, στην κινεζική εφημερίδα της Σαγκάης Shen-bao.



[1] Στην κινέζικη γλώσσα πάντα το επώνυμο προηγείται του ονόματος. (σ.τ.μ.)

[2] Παλιά ονομασία επαρχίας της Κίνας. Στην έκταση της περιελάμβανε τμήματα των σημερινών επαρχιών Χέμπεϊ, Χέναν, Σάνντονγκ και τις πόλεις Πεκίνο και Τιεντζίν. (σ.τ.μ.)

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Αναγνώσεις



Τα δύο αυτά κείμενα περιέχονται στο προσεχές τεύχος του "Δέντρου", (νο 177-178), στη στήλη "Αναγνώσεις". Το τεύχος, που θα κυκλοφορήσει στο τέλος Οκτωβρίου, είναι αφιέρωμα στον ποιητή Νίκο Καρούζο.


Η Σιωπή

[…] Υπό την εξουσία του Μάο, οι διανοούμενοι χαρακτηρίζονταν «Βρωμεροί Ένατοι» –η τελευταία και η χειρότερη κατηγορία των ταξικών εχθρών. Προορισμός τους ήταν να λειτουργούν ως ταπεινοί υπηρέτες της επανάστασης. Στην «Εκστρατεία ενάντια στη Δεξιά», τη δεκαετία του ’50, οι συγγραφείς που θεωρήθηκαν ότι είχαν εκτραπεί της πολιτικής ορθοφροσύνης εξορίστηκαν σε απομακρυσμένα στρατόπεδα εργασίας. Κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης περίπου 200 συγγραφείς σκοτώθηκαν ή οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. […] Μετά το θάνατο του Μάο το 1976 και την πτώση της «Συμμορίας των Τεσσάρων», στην εξουσία ανέβηκε ο Deng Xiaoping (Ντενγκ Σιάοπινγκ). Αντιλήφθηκε ότι οι οικονομικές με­ταρρυθμίσεις ήταν ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλίσει το κομουνιστικό καθεστώς και να κερδίσει ξανά τη λαϊκή υποστήριξη. Ωστόσο η επιτυχία μιας τέτοιας κίνησης εξαρτιόταν από τη συνεργασία των διανοουμένων. Για να τους κατευνάσει ενθάρρυνε ένα πιο ανοιχτό κλίμα, χαλαρώνοντας τον κρατικό έλεγχο στις τέχνες. […]

Σύντομα ακολούθησε μια έκρηξη δημιουργικότητας στη λογοτεχνία. Ορισμένοι συγγραφείς πειραματίστηκαν με πρωτοποριακές λογοτεχνικές τεχνικές. Κάποιοι άλλοι ανακάλυψαν μια αίσθηση κοινωνικής υπευθυνότητας και εστίασαν στο σκοτεινό και έως τότε παραμελημένο περιθώριο της κοινωνίας και στις οδυνηρές αναμνήσεις τους από την Πολιτιστική Επανάσταση.

[…] Όμως η σφαγή στην πλατεία Τιέν Αν Μεν έβαλε τέλος σ’ όλα αυτά. […] Όσοι είχαν ενεργό ρόλο στο κίνημα […] είτε φυλακίστηκαν είτε εξαναγκάστηκαν σε εξορία. […] Πριν καλά-καλά η κυβέρνηση καθαρίσει το αίμα από τους δρόμους του Πεκίνου, άρχισε να σβήνει την τραγωδία από την Ιστορία. Παραλυμένοι από φόβο και τρόμο οι περισσότεροι κινέζοι συγγραφείς σιώπησαν. […] Έστρεψαν το βλέμμα τους από τον πραγματικό κόσμο και αποσύρθηκαν στις ανέσεις του χρυσού κλουβιού τους. […] Καθώς το καθεστώς άρχισε, ως αντιστάθμισμα στα αιτήματα για πολιτικές μεταρρυθμίσεις, να αναπτύσσει την οικονομία της αγοράς, οι μυθιστοριογράφοι διαπίστωσαν ότι η σιωπή τους στα πολιτικά ζητήματα ανταμείβεται πλουσιοπάροχα. […] Αν και επισήμως είναι κυβερνητικά στελέχη, αρνούνται να παραδεχτούν τη συνεργασία τους μ’ ένα καταπιεστικό πολιτικό σύστημα. Ένας διάσημος συγγραφέας συγκρίνει την πολιτική με τη μύγα: «Εάν το ζουζούνισμά της μ’ ενοχλεί, μπορώ να κλείσω το παράθυρο και να συγκεντρωθώ στην τέχνη μου». […] Δεν αντιλαμβάνεται ότι όταν κλείνει το παράθυρο, αυτό που αφήνει έξω δεν είναι απλώς η μύγα αλλά ένα ολόκληρο τοπίο ηθικής.

Ελάχιστοι από τους πιο θαρρα­λέους συγγραφείς τολμούν ακόμα να καταπιαστούν με ευαίσθητα θέματα, όπως η κρατική διαφθορά, τα δεινά των κινέζων αγροτών και το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Όμως, ενώ χύνουν δάκρυα συμπάθειας γρήγορα προσθέτουν ότι η κυβέρνηση καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να λύσει τα προβλήματα. Δεν θέλουν να χάσουν τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Καθώς αναπτυσσόταν η οικονομία της αγοράς, μια νέα γενιά συγγραφέων αναδύθηκε. Αυτοί μπορούν να ζουν με άνεση από τα βιβλία τους, χωρίς να έχουν την ανάγκη κυβερνητικής υποστήριξης. Είναι οι επονομαζόμενοι «Χούλιγκαν-συγγραφείς», που εστιάζουν στην αποξένωση της νεολαίας των πόλεων. Είναι επίσης οι «Όμορφες γυναίκες-συγγραφείς», που παράγουν τόμους ναρκισσιστικής chick-lit. Παριστάνουν ότι είναι απολιτικοί, αλλά η άρνησή τους να αμφισβητήσουν τις βασικές δομές της κοινωνίας είναι από μόνη της μια πολιτική πράξη. Στην Κίνα, κάθε πλευρά της ζωής είναι πολιτική, συμπεριλαμβανομένης της λογοτεχνίας.

[…] Σήμερα πλέον ελάχιστη ανάγκη υπάρχει για λογοκριτές της λογοτεχνίας. […] Η κινεζική λογοτεχνία είναι κυρίως λογοτεχνία του συμβιβασμού. Όμως το πραγματικό πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στην ποιότητα αυτών που γράφονται, όσο στην τεράστια ποσότητα αυτών που δεν γράφονται, στις εμπειρίες και τα συναισθήματα που χάνονται χωρίς να καταγράφονται.
Ενώ οι αστέρες του λογοτεχνικού σύμπαντος έχουν αποτύχει να διαμορφώσουν ένα ανεξάρτητο κριτικό λόγο, ο ρόλος μιας ηθικής συνείδησης, κριτή του έθνους, έχει μείνει σε λίγους σχολιαστές […] και σε ένα μικρό στρατό γενναίων μπλόγκερ και δημοσιογράφων που έχουν την τόλμη να μιλήσουν για τις αδικίες. […] Οι πιο δυνατές λέξεις στην κινεζική γλώσσα πέρσι δεν γράφτηκαν από μυθιστοριογράφο, αλλά από έναν άγνωστο πολίτη, ο οποίος δημοσίευσε σε εφημερίδα του Sichuan (Σιτσουάν) μια αγγελία που έλεγε: «Σεβασμός στις μητέρες των θυμάτων της 4ης Ιουνίου». Ο νεαρός υπάλληλος, που ενέκρινε τη δημοσίευσή της δεν αντιλήφθηκε τη σημασία της ημερομη­νίας. Το ολίσθημα γρήγορα έγινε αντιληπτό από τις αρχές και τρεις εκ των συντακτών της εφημερίδας έχασαν τη δουλειά τους.

Στον κινεζικό λαό έχουν αρνηθεί τη γνώση του παρελθόντος του, όπως και το δικαίωμα να στοχαστεί πάνω σ’ αυτό. Μεγάλα κενά υπάρχουν στη συλλογική μνήμη του. Επαφίεται στους κινέζους μυθιστοριογράφους, ποιητές, μπλόγκερς και δημοσιογράφους, σ’ όλο τον κόσμο, να καλύψουν αυτά τα κενά.


ΜΑ ΤΖΙΕN

Απόδοση για το «Δ»: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΜΠΑΣ

Ο Μα Τζιέν (Ma Jian) είναι κινέζος συγγραφέας. Από το 1999 ζει αυτοεξόριστος στην Αγγλία. Στην ελληνική γλώσσα κυκλοφορούν τα έργα του Πεκίνο σε κώμα (Πάπυρος, 2009) και Ο μακαρονοποιός (Πάπυρος, 2007).




Φαντάσματα και σινεμά





[...] Αποκαλώ τους θεατές φαντάσματα», επειδή μου θυμίζουν κάτι που διάβασα πριν από χρόνια σ’ ένα διήγημα. Λένε ότι ήταν αληθινή ιστορία που συνέβη στην επαρχία Udon Thani. Συμπτωματικά πρόσφατα ανακάλυψα ότι πρόκειται να γυριστεί ταινία από την εταιρία Five Star Productions. Απ’ όσο θυμάμαι, η ιστορία ήταν κάπως έτσι: Κεντρικός χαρακτήρας ήταν ένας άνδρας που ταξίδευε προβάλλοντας ταινίες σε ναούς και χωριά. Μια μέρα, ένας μυστηριώδης άνδρας τον προσέλαβε για να προβάλει μια ταινία σ’ ένα ναό που ήταν πολύ μακριά. Όταν έφθασε και έστησε τη μηχανή είχε ήδη νυχτώσει. Σιγά-σιγά, μέσα στο σκοτάδι άρχισαν να καταφθάνουν άνθρωποι. Για όσο διάστημα προβαλλόταν η ταινία όλοι οι θεατές έμεναν αφοσιωμένοι στην οθόνη. Δεν εξέφραζαν κανένα συναίσθημα ούτε μιλούσαν μεταξύ τους. Ύστερα όλοι σηκώθηκαν και απομακρύνθηκαν. Την αυγή της επόμενης μέρας ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν στο κέντρο ενός νεκροταφείου και ότι είχε πληρωθεί για να προβάλλει μιαταινία σε φαντάσματα.

Όταν τελείωσα την ανάγνωση της ιστορίας, αισθάνθηκα θλίψη. Όπως όλοι μας, ακόμα και τα φαντάσματα επιθυμούσαν να βλέπουν ταινίες. Ήταν φαντάσματα που ήθελαν να ονειρεύονται: πλήρωσαν με τα τελευταία χρήματα που είχαν για να αγοράσουν όνειρα, ό,τι δηλαδή είναι η ταινία. Στο σινεμά, αν παρατηρήσεις τους ανθρώπους γύρω σου, θα δεις ότι η συμπεριφορά τους είναι όπως αυτή των φαντασμάτων: σηκώνουν τα κεφάλια τους για να κοιτάξουν τις κινούμενες εικόνες μπροστά τους. Το σινεμά είναι όπως το φέρετρο, με σώματα που είναι ακίνητα σαν να ’ναι μαγεμένα. Οι κινούμενες εικόνες στην οθόνη είναι καταγραφές γεγονότων που έχουν ήδη συμβεί: είναι απομεινάρια του παρελθόντος που συνδέθηκαν και ονομάστηκαν ταινία. Σ’ αυτή τη σκοτεινή αίθουσα φαντάσματα παρα­κολουθούν φαντάσματα.

Αισθάνθηκα έτσι τον προηγούμενο μήνα, όταν είχα επισκέφτηκα ένα κινηματογράφο τέχνης στην Ταϊπέϊ, που λέγεται Spot Cinema. Τον διευθύνει ένας πολύ γνωστός σκηνοθέτης, ένας «Θεός», ο Hou Hsiao-Hsien3 και υποστηρίζεται από την κυβέρνηση που έχει παραχωρήσει τους χώρους. Η εσωτερική διακόσμηση είναι θαυμάσια. Υπάρχει βιβλιοπωλείο, κατάστημα με DVD, εστιατόριο, και καφέ που ονομάζεται Café Lumiere. Σε διάφορες γωνίες, σαν διακόσμηση, υπάρχουν φωτογραφίες από τις ταινίες του Hou. Πάνω από τις σκάλες υπάρχει η ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός άνδρα που καβαλά μια μοτοσικλέτα, μ’ ένα κορίτσι να κάθεται από πίσω του: σκηνή μιας από τις κλασικές του ταινίες. Ο ξεναγός μας ήταν κάποιος που είχε προ πολλού μπει στη μέση ηλικία. Μας έδειξε την εικόνα του νεαρού άνδρα στη μοτοσικλέτα και μας είπε ότι ήταν συμμαθητές στο σχολείο. Συγκινήθηκα ακούγοντάς τον. Σε λίγα χρόνια όλοι όσοι βρισκόμαστε εδώ θα έχουμε γίνει φαντάσματα. Ο μεσήλικας που μας ξεναγούσε φορούσε γυαλιά και ήδη είχε γκρίζα μαλλιά, όμως ο φίλος του στην φωτογραφία για πάντα θα παρέμενε στην ίδια ηλικία.

Μας αρέσει να κοιτάζουμε φαντάσματα, και σαν από ένστικτο θέλουμε να μπαίνουμε σε σκοτεινές αίθουσες. Μας συναρπάζει το ενδεχόμενο να ακούσουμε ιστορίες που να προέρχονται από αυτό το φως που τρυπά το σκοτάδι. Είναι σαν να επιστρέφουμε στην κοιλιά της μητέρας μας, βρίσκοντας εκεί καταφύγιο. Όπως συνέβαινε και στη διάρκεια του πολέμου στο Λάος: όταν οι άνθρωποι που ζούσαν στο μονοπάτι του Χο Τσι Μινχ, το μονοπάτι που έφτιαξαν οι κομουνιστές για να στέλνουν εφόδια στους Βιετκόνγκ στο Νότιο Βιετνάμ, δεχόταν επίθεση με βόμβες φωσφόρου κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής και έβρισκαν καταφύγιο σε μια σπηλιά. Μέσα εκεί, εκατοντάδες απ’ αυτούς σκοτώθηκαν από δηλητηριώδη αέρια. Η σπηλιά πιθανόν να είναι ακόμα γεμάτη με οστά μικρών παιδιών και ενηλίκων. Εάν πας τώρα να την επισκεφθείς, ίσως δεις αληθινά φαντάσματα. Δεν χρειάζεται καθόλου να δεις μια ταινία.
Απιτσατπονγκ Ουερασεθακουλ


Απόδοση για το «Δ»: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΜΠΑΣ


Ο Απιτσατπόνγκ Ουερασεθακούλ (Apichatpong Weerasethakul) γεννήθηκε το 1970 στην Ταϊλάνδη. Σπούδασε Αρχιτεκτονική (στην Ταϊλάνδη) και κινηματογράφο (στο Σικάγο, ΗΠΑ). Το έργο του περιλαμβάνει εκτός από κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους και εικαστικές εγκαταστάσεις. Φιλμογραφία (μεγάλου μήκους): Mysterious Object at Noon (Dokfa nai meuman), 2000, Blissfully Yours (Sud sanaeha), 2002 – Χρυσός Αλέξανδρός Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, The Adventure of Iron Pussy (Hua jai tor ra nong) συν-σκηνοθεσία, 2003, Tropical Malady (Sud pralad), 2004 – Βραβείο Επιτροπής Φεστιβάλ Καννών, Syndromes and a Century (Sang sattawat), 2006, Uncle Boonmee Who Can Recall His Past Lives, 2010 – Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Καννών. Συχνά στις ταινίες του εμφανίζονται φαντάσματα.


εικόνες: William Degouve de Nuncques ( Belgian painter, 1867-1935) & Gabriel Cornelius Ritter von Max (Austrian, 1840- 1915)