Eίναι ακατανόητο, αλλά συγχρόνως ενδιαφέρον, το φαινόμενο, νέοι, "αντιεμπορικοί", ας το πουμε έτσι, εκδοτικοί, να χρησιμοποιούν δίκην σήματος αναγνωρίσεως το πολυτονικό, ή έστω να δίνουν αυτή την εντύπωση με τη συγκεκριμένη εικόνα. Όχι γιατί είναι κάτι που ανήκει στην ιστορία, είτε το θέλουμε είτε όχι, αλλά διότι αυτή η διάθεση, ασυνείδητα ίσως (μπορεί και εμπρόθετα), είναι σαν να ψιθυρίζει την ιδέα "πριμοδοτώ μια αθέατη ποιότητα, που ταυτίζεται με πνεύματα και υπογεγραμμένες". Ωστόσο είναι και ενδιαφέρον, γιατί κάθε τι που μας γνέφει από το παρελθόν, ακόμα και το πρόσφατο, ερεθίζει τη νοσταλγική διάθεση, τονίζει την κλίση μας στο χαμένο.
Για μας, παλιών σχολικών ετών μαθητές, το πολυτονικό μιλά πιο προσωπικά. Θυμίζει ακόμα και την κίνηση του χεριού που φιλοτεχνούσε τη στέγη μιας περισπωμένης ή το σκέρτσο της δασείας πάνω από ένα ύψιλον. Όμως ο αναγνώστης, και μάλιστα μιας βέβαιης αγωγής, όσο κι αν προσπαθήσει να βρεί τις αρετές κάποιας φράσης ή ιδέας στολισμένης από τους περισπασμούς και τις καμπύλες των πνευμάτων, συχνά δεν τα καταφέρνει. Ξανακοιτάζει αργότερα το κείμενο (μια δεύτερη δοκιμασία) και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Ο άμουσος στίχος δεν προσπορίζεται από πουθενά βοήθεια.
Γιατί, όντως, υπάρχει ένας αναγνώστης που μπορεί να μην πλέει παράλληλα με το υπνωτιστικό κύρος του συγγραφέα, του κριτικού, και της άρτιας επιμέλειας. Είναι σπάνιος, αλλά υπάρχει. Ακόμα και σε αλαξανδρινό πάπυρο αν του έδινες τη μετριότητα δεν θα τον ξεγελούσες. Ούτε συγκινησιακά θα αντιδρούσε, ούτε με το ψυχρό κριτήριο του γούστου και του κατακτημένου μέτρου. Όχι στο μονοτονικό, αλλά ακόμα και στη νοηματική γλώσσα (αυτή με τις παλάμες) η καλλιεργημένη αγωγή θα μπορούσε να αναγνωρίσει τους αυθεντικούς τόνους και τις αποχρώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου