Το editorial του ΔΕΝΤΡΟΥ (189-190) που κυκλοφορεί
Η προσφυγή των
περισσότερων εκδοτών στην παραλογοτεχνία, για να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά
τους προβλήματα και να βοηθήσουν έτσι το ποιοτικό βιβλίο, δεν απαλλάσσει τη
χειρονομία τους από το μοιραίο συμβολικό της χαρακτήρα. Ο πρωτοείσακτος και
αυτοδίδακτος αναγνώστης παίρνει μαθήματα με τις προτάσεις που δέχεται από τις
προθήκες και τους πάγκους των βιβλιοπωλείων. Ο ευτελής τίτλος δίπλα στον
αξιανάγνωστο θολώνει την εικόνα και δημιουργεί παρεξηγήσεις, αφού με πολλά
παραδείγματα γνωρίζουμε ότι ακόμα και στις συνειδήσεις των «ειδικών» ο
συμφυρμός νόθας και αυθεντικής λογοτεχνίας προκαλεί παρενέργειες. Το αποτέλεσμα
είναι να αντιμετωπίζεται ο όγκος των εκδιδόμενων βιβλίων και οι επιλογές του
κοινού με επιεική, αν όχι με θετικά,
κριτήρια, τελικά.
*
Εάν προέκυψε
κάποιο ενδιαφέρον στοιχείο από τις τελευταίες κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα,
είχε σχέση, βέβαια, με την αυτοσυνειδησία. Ορισμένοι σωστά επισήμαναν ότι σε
επίπεδο «βάσης» κάποια ψήγματα αυτοκριτικής είδαν το φως. Η έννοια της συνευθύνης,
που για πρώτη φορά αρθρώθηκε, ήταν ένα σημαντικό βήμα για τη συνολικότερη
θεώρηση των πραγμάτων, που έδειχνε να απελευθερώνει τη σκέψη από το σύνδρομο
της μόνιμης απενοχοποίησης και της μετάθεσης των ευθυνών. Ήταν, όμως, μάλλον
βιαστική αυτή η παρατήρηση, γιατί διαψεύσθηκε γρήγορα. Δεν πέρασε πολύς χρόνος
από τη... συνειδησιακή εκείνη κρίση και το νήμα με την παλιά νοοτροπία
ξαναπιάστηκε. Οι ποδοσφαιρικού τύπου απαγγελίες κατηγοριών σε ξένους και
αλλότριους επανέφεραν τα πράγματα στην προηγούμενη, χυδαία κατάσταση. Το σχήμα
αυτό οδήγησε την Ελλάδα όχι μπροστά σε ένα μεγάλο καθρέφτη, όπως ελπίζαμε, αλλά
σε έναν αξιοθρήνητο τραγέλαφο.
Ένα από τα
στοιχήματα, ίσως το μεγαλύτερο, της μετάφρασης είναι να μετατρέψει το αρχικό
κείμενο σε γλωσσική πρόταση με διάρκεια. Στο βαθμό που το συναγωνίζεται, μπορεί
να εφεύρει τρόπους ώστε το όργανο του κειμένου-πηγής να μη θεωρηθεί ξεπερασμένο
μέσα στο χρόνο. Αυτό ισχύει, κυρίως, για κάποιο μετάφρασμα που θα εκκινεί από
ένα σύγχρονό του κείμενο γραμμένο σε γλώσσα καθηλωμένη στη συγκυρία της. Ένα
μυθιστόρημα του Φόκνερ ή ένα δράμα του Ευριπίδη, μεταφρασμένο τη δεκαετία του
’50 ή του ’60, οφείλει στη μεταγλώττισή του να αποδοθεί με όρους που θα
υπερβαίνουν το ιδίωμα της εποχής. Διότι παίρνουμε στα χέρια «καλές» μεταφράσεις
εκείνης της περιόδου και απορούμε με την παλαιοδημοτική τους. Συμβαίνει,
μάλιστα, κάποιοι από τους μεταφραστές να έχουν υπάρξει και συγγραφείς, αλλά το
παράδοξο είναι ότι οι δύο ιδιότητές τους οδεύουν παράλληλα. Ενώ στη δική τους
γραφή είναι γλωσσικά πιο μοντέρνοι, στη μετάφραση, χωρίς να το απαιτεί το
κείμενο, υιοθετούν μια γλώσσα παρωχημένη.
*
Η πρόθεση για
ένα αφιέρωμα του «Δ» στη σύγχρονη, εγχώρια παραλογοτεχνία, εκ πρώτης όψεως
εισπράχθηκε ως ρηξικέλευθη, και δυναμικά παρεμβατική σκέψη. Όμως, από μία άλλη,
πιο ψύχραιμη οπτική, η πρόθεση αυτή εγκαταλείφθηκε. Διότι ένα τέτοιο εγχείρημα,
στις σημερινές αστάθμητες και ασυνάρτητες συνθήκες της λογοτεχνικής μας
πραγματικότητας, θα ήταν ατελέσφορο.
Το γενικότερο, μαζικό επίπεδο της εγχώριας παιδείας, που αντανακλά χρόνιες
παθογένειες, εξαιρετικά σύνθετες, που μόνον μια εξαντλητική κοινωνιολογική και
ψυχαναλυτική μελέτη θα μπορούσε να προσεγγίσει (και πάλι με σχετική επιτυχία),
επιβάλλει ρευστά όρια, συγκεχυμένες κλίμακες αξιών, άκρατο υποκειμενισμό («μου
αρέσει» ή το αντίθετο).
Παρότι ο υποκειμενικός συντελεστής (σολιψισμός) σε άλλα πολιτισμικά πλαίσια
μπορεί να οδηγήσει σε αξιόπιστες αισθητικές επιλογές και ιεραρχήσεις (βλ. τον Δυτικό
κανόνα του Χάρολντ Μπλουμ), εδώ εκφράζει την απόλυτη, κραυγαλέα σχεδόν,
αναντιστοιχία μεταξύ ερεθισμάτων και δεκτικότητας. Εάν ο Μπλουμ τόλμησε να
στηριχθεί στα προσωπικά του σταθμά, το έπραξε γιατί εν πολλοίς απευθύνθηκε σε
κάποιες παγιωμένες αντιλήψεις μιας συνεκτικής πολιτισμικής παράδοσης. Εάν στη
Δύση ελάχιστοι έχουν αμφισβητήσει τον Σέξπιρ ή τον Δάντη ως μεγάλες αξίες,
εμείς ακόμα ερίζουμε για το μέγεθος του Καζαντζάκη ή του Καρυωτάκη, τους
οποίους ανενδοίαστα, σχεδόν, εξισώνουμε σε κριτικές με σημερινά μειράκια.
Το συνεχώς μετακινούμενο, διαταραγμένο λογοτεχνικό τοπίο, δεν είναι δυνατόν
να αφήσει ανεπηρέαστους τους πρωταγωνιστές του, οι οποίοι εκδηλώνοντας ένα
είδος σχιζοφρένειας (καλοί συγγραφείς προτείνουν συχνότατα παραλογοτεχνικά
έργα), εμποδίζει την όποια αποδεικτική προσέγγιση.
Τέλος, εάν δεχθούμε, χάριν συζητήσεως, την τάση απομυθοποίησης, ως νόμιμο
και μόνιμο ιθαγενές χαρακτηριστικό, είναι πολύ φυσικό κάθε απόπειρα να
χαραχθούν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ποιοτικής και μαζικής λογοτεχνίας, όπως
σκεφθήκαμε να κάνουμε με το αφιέρωμα, θα αποτύχει. Αντί να προσληφθεί ως
εποικοδομητική χειρονομία θα θεωρηθεί πρόκληση και χολερικότητα.
*
Το ανά χείρας
αφιέρωμα στον ερωτικό λόγο οργανώθηκε με την πρόθεση να ανθολογηθούν, σε
ελεύθερο γραμματολογικό πλαίσιο, κείμενα για ένα φαινόμενο εξόχως λογοτεχνικό.
Η «αβεβαιότητα του αντικειμένου», όταν μιλάμε για τον έρωτα, αναφέρεται
κατευθείαν και στα προβλήματα της γλωσσικής έκφρασης. Συζητώντας ή γράφοντας
για το συγκεκριμένο αντικείμενο, περιγράφουμε μια κατάσταση αδιέξοδη, μια
εκκρεμότητα που δεν μπορεί παρά να αφορά τη λογοτεχνία. Η ενασχόληση με τον
έρωτα και οι σκέψεις γύρω από τη φύση του (τι σημαίνει η λέξη ερωτευμένος;)
εμπίπτει αναπόφευκτα στη λογοτεχνική αρμοδιότητα, διότι, «πέραν της
αποκάλυψης... της αβύσσου που χωρίζει τα φύλα, ο εν λόγω προβληματισμός
υποδηλώνει ότι ο έρωτας είναι ούτως ή άλλως μοναχικός και ανεπικοινώνητος. Λες
και τη στιγμή που το άτομο ανακαλύπτει ότι είναι εξόχως αληθινό, έντονα
υποκειμενικό, αλλά βιαίως ηθικό (έτοιμο να κάνει τα πάντα για τον άλλον),
ανακαλύπτει επίσης τα όρια της κατάστασής του και την αδυναμία της γλώσσας
του...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου