Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

ΑΤΑΚΤΩΣ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι προδημοσίευση από αφιέρωμα λογοτεχνικού περιοδικού το οποίο θα εμφανιστεί τον Δεκέμβριο.


Ο Κώστας Μαυρουδής και ο Μιχάλης Κατσαρός (αριστερά) στο Θησείο το 1978

Προτιμώ, μιλώντας για πρόσωπα των γραμμάτων, εκείνα που γνώρισα πολλά χρόνια πριν, να αναφέρομαι κυρίως στην εποχή και στα γεγονότα. Με ενδιαφέρει η αναδρομή αυτή περισσότερο από τα σχόλια και τις κριτικές αποτιμήσεις του έργου. Με αφορά, μ' άλλα λόγια, αυτό το χαμένο κομμάτι της ζωής και μπορώ να πω ότι το κίνητρο δεν είναι μόνο η νοσταλγία και ο ναρκισσισμός που υπάρχει πάντα στο προσωπικό ημερολόγιο, αλλά κυρίως η επιθυμία να στερεώσω και να ιδιοποιηθώ μνημονικά το χρόνο, τα πράγματα και το περιβάλλον. Ανακάλεσα για τις σελίδες του παρόντος αφιερώματος τρεις στιγμές από την συναναστροφή μου με τον Μιχάλη Κατσαρό. Η σχέση μας  δεν ήταν πυκνή, ούτε είχε κάποιο συνεκτικό στοιχείο από συγκλίσεις οποιουδήποτε είδους. Κυκλοφορούσαμε όμως και οι δύο καθημερινά στους κεντρικούς δρόμους, και επισκεπτόμασταν από τη δεκαετία του '70  το Μοναστηράκι, τόπο ιδανικό για όσους ήθελαν να αποφεύγουν το κέντρο. Το Μοναστηράκι και το Θησείο ήταν περιοχές που διατηρούσαν έντονο το άρωμα του λαϊκού και του παρωχημένου. Στα καφενεία της περιοχής γνώρισα πρόσωπα με  κάθε είδους αποκλίσεις, κυρίες με άσημες γκαλερί, εκκεντρικούς με ταβέρνες σε νησιά, φιλέλληνες που έπιναν ούζο με θέα τις αρχαιότητες, και βέβαια  κατά κόρον τον τύπο του προφορικού λογίου, κάτι μεταξύ ονειροπόλου και αργόσχολου. Εκεί πρόλαβα να συναντήσω τον ξεχασμένο μεταπολεμικά Τζούλιο Καΐμη, Εβραιοϊταλό διανοούμενο και δημοσιογράφο. Ρακένδυτος, με δυσχέρεια στην ομιλία, μου έδειξε ένα χάρτινο κουρέλι που ήταν η προπολεμική δημοσιογραφική του ταυτότητα από την εφημερίδα Tempo, και πολύ αργότερα διάβασα μια συνέντευξή του με τον Χαλεπά όπως και αισθητικοκριτικά άρθρα του. 




Από τον Κατσαρό (αυτόν το «ποιητή του ενός βιβλίου» όπως  είχα πρωτακούσει  να τον λένε στην αγορά) μπορούσες να ακούσεις ακατανόητα νοήματα, αλλά και επισημάνσεις μοναδικής ευστροφίας. Ήταν εξάλλου  ένας μύθος για κάποιον πολύ νεότερο, που κολακευόταν να ακούει και να συναναστρέφεται, έστω για λίγο, έναν φερώνυμο των γραμμάτων.
Κάποιο κυριακάτικο μεσημέρι μου πρότεινε να φάμε στο μαγειρείο της γωνίας πλατείας  Ασωμάτων και Ερμού. Νομίζω μου είπε ότι έτρωγε εκεί από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Το γεγονός το έχω περιλάβει στο βιβλίο μου Με εισιτήριο επιστροφής (εκδ. Πλέθρο), ένα «ημερολόγιο» παρατηρήσεων που κρατούσα τη δεκαετία του '70: «Κυριακή στο Μοναστηράκι. Τρώμε με τον Μιχάλη Κατσαρό. Κουβεντιάζει στο διπλανό τραπέζι με δύο Ιάπωνες στα ιαπωνικά και σε μένα μεταφράζει, ό,τι συζητούν, στα αραβικά. “Η γλώσσα κάποτε”, μου λέει, εξηγώντας την ευχέρειά του, ‘’ήταν για όλους τους ανθρώπους κοινή. Σαν ένα ρόδι πριν να σπάσει και πριν οι μικροί σπόροι  σκορπιστούν παντού. Ο ποιητής κατέχει την πρώτη αρχή”.»

Κάποτε, δεν θυμάμαι με ποια αφορμή, μου είπε: «Οφείλεις να προσέχεις το προφίλ σου, την εικόνα που επιτρέπεις να δουν οι άλλοι. Στα γράμματα πρέπει να μένεις μακρινός, να μην διακρίνονται  οι αδυναμίες σου. Είχα κάποτε μια θαυμάστρια, αριστοκρατικής οικογενείας. Με συναντούσε στου Λουμίδη και σε άλλα καφενεία του κέντρου. Έδειχνε ενδιαφέρον και ήθελε να είναι μαζί μου. Κάποτε μου πρότεινε να δει το σπίτι μου. Ποιο σπίτι δηλαδή, έμενα κάπου μεταξύ Κηφισού και Ιλισσού, στην Καλλιθέα, “Μεσοποταμία” έλεγα την περιοχή. Γιατί να της δείξω την κατοικία μου και το πώς ζούσα; Προτιμούσα το κύρος του ποιητή που είχα στο καφενείο.  Εύρισκα τρόπους να αποφεύγω την επίσκεψη,  ώσπου κάποτε έμαθε τη διεύθυνση και την περιοχή και ένα μεσημέρι έφτασε στην πόρτα μου. Έβραζα σε μια γκαζιέρα λίγες πατάτες. Άρχιζε να φωνάζει: “Μισέλ άνοιξε, Μισέλ άνοιξε”. Δεν απάντησα, ελπίζοντας πως θα φύγει. “'Ανοιξε”, σε βλέπω”. Καταλάβαινα ότι  δεν θα έφευγε και εντέλει άνοιξα. Παρατήρησε το χώρο έκπληκτη και σιωπηρή. Δεν μπορούσε να το φανταστεί. Πλησίασε στη γκαζιέρα. “Πατάτες βραστές θα φας, Μισέλ”; ρώτησε. Πήρα ύφος πρίγκιπα που τον έχουν παρεξηγήσει. Της απάντησα, αναβαθμίζοντας μέσω της γλώσσας (όπως ακριβώς στην ποίηση) την εικόνα μου:  ‘’Δεν είναι πατάτες, Ισμήνη, είναι Pommes de terre!!!’’»



Στο τέλος της δεκαετίας του '70 συναναστρεφόμουν τον Σταύρο Βαβούρη (1925-2008), ιδιόρρυθμο ποιητή και άνθρωπο. Είχε παιδιόθεν μια χωλότητα που δεν του επέτρεπε να βαδίσει αβοήθητος και ήταν --όπως θα έλεγε ένας παλιός γνωστός--, εμφανέστατα θιασώτης  της καβαφικής αιρέσεως. Λέγοντας «εμφανέστατα», εννοώ ότι το ντύσιμό του ήταν πομπώδες και στους δημόσιους χώρους έκανε κάθε τι για να τον προσέξουν. Το σπίτι του, ένα παλιό μισοερειπωμένο διώροφο στη Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν τόπος συναντήσεως νέων λογοτεχνών, που μιλούσαν, αστεΐζονταν, και περνούσαν τα απογεύματα και τα βράδια τους πάντα σε ένα κλίμα ευθυμίας και ελαφρότητας. «Μήπως βλέπεις τον Κατσαρό»;  με ρώτησε κάποια μέρα (ήταν χειμώνας του  '76, νομίζω). «Θέλω να μεσολαβήσεις για μια συνάντηση. Τον  γνώρισα μεταπολεμικά, τη δεκαετία το '60, και από τότε δεν τον είδα πια». Μετέφερα μετά από λίγες μέρες το μήνυμα. «Κανόνισε εσύ τη συνάντηση», μου είπε ο Κατσαρός. «Έξω. Δεν πάω σε σπίτια». «Ξέρεις, δεν περπατά εύκολα», του εξήγησα, «μόνο με ταξί μετακινείται, και βέβαια συνοδευόμενος.» Συμφωνήσαμε για το Θησείο, το επόμενο Σάββατο. Δυο μέρες πριν, πληροφόρησα την άλλη πλευρά για την αποδοχή. «Αύριο χρυσό μου δεν γίνεται, έχουν απεργία τα ταξί», ήταν η επιφύλαξη του Βαβούρη. Του έδειξα ότι δεν μπορώ να κάνω νέες συνεννοήσεις και ότι θα βρούμε τρόπο από την πλατεία Καραΐσκάκη να ανεβούμε στην Ομόνοια και από εκεί στην Αθηνάς. Το πρωί του Σαββάτου πήρα ένα μόνιππο από το Μοναστηράκι (έτοιμο για απογευματινό γάμο, με μεγάλες λευκές κορδέλες στο πλάι) και πήγα στο σπίτι του Σταύρου. Με τη βοήθεια του αμαξά και τη δική μου κατέβηκε από την ξύλινη σκάλα του πρώτου ορόφου και κάθισε στην άμαξα. Φορούσε τα τεράστια, κατά τη μόδα της εποχής γυαλιά του, γούνινο παλτό και γούνινο σκούφο. Στο στήθος του είχε έναν μεγάλο χρυσό σταυρό. Είμασταν σίγουρα εξωτικό θέαμα για την καθημερινή Αθήνα. Ένας γενειοφόρος νεαρός, και ο Σταύρος με αέρα Ζιβάγκο, έτρεχαν στους δρόμους του κέντρου. Δεν μπορώ να ξεχάσω  τους περαστικούς και τις αντιδράσεις τους, με κορυφαία ενός ζευγαριού ηλικιωμένων που τους είδα να σταυροκοπιούνται έξω απ' τη Βαρβάκειο Αγορά. Ο Κατσαρός μας περίμενε στην Αδριανού. Κρατούσε ένα μικρό δώρο αγορασμένο από τουριστικό μαγαζάκι. Κατεβήκαμε από την άμαξα στον Άγιο Φίλιππο και πήγαμε με δυσκολία σε ένα καφενείο, απέναντι. Ο Σταύρος  άνοιξε βιαστικά το δώρο και τον ευχαρίστησε θερμά. Ήταν ένας μεταλλικός Πρίαπος. «Ιθύφαλλος», σχολίασε ο φιλόλογος Βαβούρης και τον ευχαρίστησε. Τον ρώτησα αργότερα για τη λέξη. Από το ιθύς= ευθύς + φαλλός, μου είπε. Ο Κατσαρός προσπέρασε χωρίς καμιά περιέργεια την άγνωστη έννοια που άκουσε.  Άρχισαν (σαν μέλη μιας συντεχνίας με κοινά μυστικά), να αναφέρονται σε παλιές χρονολογίες και κοινούς γνωστούς. Άκουγα με ενδιαφέρον. Μίλησαν περίπου δυο ώρες για μεταπολεμικά βιβλία, και βέβαια γενικά για την ποίηση, εξειδικευμένη αφοσίωση μιας σέχτας ελαχίστων, απ' τους οποίους ένα ακόμα πιο μικρό κομμάτι «συνομιλεί» σοβαρά με το αντικείμενο.

Η συναναστροφή μου με τον Μιχάλη Κατσαρό έγινε αργότερα ακόμη πιο περιστασιακή και τυχαία. Βρισκόμασταν βιαστικά στο δρόμο, μια φορά θυμάμαι παρακολουθήσαμε μαζί τη μαθητική παρέλαση της 27ης Οκτωβρίου, όρθιοι στην Πανεπιστημίου. Δεν ξέρω με ποια αφορμή μου μίλησε κάποτε για τον Ζαχαριάδη. Ήμουν κι εγώ περίεργος να ακούσω για εκείνο το πρόσωπο πού μου θύμιζε πάντα περισσότερο πρωταγωνιστή τραγωδίας παρά πολιτικό αρχηγό. «Ήταν ένας θεός για όλους μας. Δεν μπορώ να το πω αλλιώς», μου είπε. «Περιμέναμε το '45 να επιστρέψει από το Νταχάου. Ήταν θρησκευτικό αίσθημα, εμφάνιση Πεντηκοστής. Ο θρύλος πάλι στην Αθήνα. Συγκεντρωθήκαμε στο γήπεδο του Παναθηναικού να τον θαυμάσουμε. Τον είδαμε με το λευκό του πουκάμισο. Σαν υπνωτισμένοι. Οι εξέδρες κατάμεστες. Ανέβηκε στο μικρόφωνο μέσα σε ιαχές, ωραίος, βέβαιος, ένα όραμα. Και όταν άνοιξε το στόμα του τα πάντα κατέρρευσαν. Η προφορά του τον υπονόμευσε. “Τι κρίμα, τι κρίμα”, είπα σε ένα φίλο μου. Δεν το περίμενα, να μιλά σαν επαρχιώτης».

Βρήκα πρόσφατα δυο μικρά αυτόγραφά του. Το ένα (της δεκαετίας του '70) είναι ένας «γρίφος» που ζωγράφισε κάποιο βράδυ παιγνιωδώς στην ατζέντα μου, όταν του είπα ότι θα ταξιδέψω στο Παρίσι. «Θα σε παρακαλέσω να ρίξεις ένα σημείωμα στον Σηκουάνα, από την Pont neuf.  Δος μου ένα χαρτί». Κράτησε για λίγο το σημειωματάριο που του έδωσα, σκέφτηκε δυο λεπτά τι να γράψει, και ζωγράφισε ένα μεγάλο κεφαλαίο R. «Tι είναι αυτό;»,  ρώτησα. «Μη σε ενδιαφέρει, κάτι που αφορά το βασιλιά (Roi). Θέλω να το μεταφέρεις με τον τρόπο που σου είπα, ξέρει εκείνος».
Το δεύτερο είναι μια σύντομη επιστολή του 1983, πολύ αργότερα από τα περιστατικά που εξιστορώ, ευγενική χειρονομία του ποιητή σε έναν παλιό φίλο του, τον οποίο συνιστά σε μένα ως αξιόλογο και ταλαντούχο πρόσωπο. Με καφέ σημάδια που μοιάζουν με σκουριά και ταλαιπωρημένο παλιό χαρτί, ήταν αταξινόμητη στο αρχείο του Δέντρου :

«Κώστα Μαυρουδή,
ο Μιχάλης Κατσαρός σου στέλνει
με τον κο. Βλασόπουλο τα
ποιήματα του τότε μέλους της
ομάδας μας νέων Ελλήνων Λογοτεχνών. Εγώ θα τα δημοσίευα
για τον λυρισμό τους. Είναι ο ποι-
ητής που αναφέρω στα Ονόματα,
σε ποίημά μου.
Σε φιλώ,
Μ. Κατσαρός».

Να θυμόμαστε τη χάρη (και τη σημασία) που είχαν τα γεγονότα και τα πρόσωπα. Φευγαλέες εικόνες πια, εμπειρία από δεύτερο χέρι, είναι ωστόσο μέρος της ιστορίας μας. Να μιλούμε γι' αυτά. Δεν έχουμε άλλο μέσον να φανταστούμε ή να παραστήσουμε το Φευγαλέο σαν Μονιμότητα.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ


6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Σε φιλώ και σε συγχαίρω

Σερ.

ΑΧΙΛΛΕΑΣ είπε...

Κάτι ξέρω εγώ που σ' αγαπώ και σε εκτιμώ τόσο πολύ...

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ είπε...

Δέν ἀρκεῖ νά συμβαίνουν σπουδαῖα πράγματα μπροστά στά μάτια σου, χρειάζεται νά ἔχεις την ἱκανότητα νά ἀντιλαμβάνεσαι τή σπουδαιότητά τους. Κι ἐσύ τό ἔχεις ἀποδείξει ἀπό καιρό πώς διαθέτεις τήν ἱκανότητα αυτή. Σ᾽εὐχαριστοῦμε πού μοιράζεσαι αὐτές τίς τρυφερές ἀναμνήσεις σου μαζί μας.

stavriani είπε...

Από τα πιο αισθαντικά κείμενα που έχω διαβάσει με πρωταγωνιστές αληθινά πρόσωπα. Ευχαριστώ

Ανώνυμος είπε...

Ο ποιητής, ακόμα και στην καθημερινότητα. Χρειάζομαι το βλέμμα αυτό, έχουν νόημα τα χαμένα.

Εψιλον

Ανώνυμος είπε...

Πώς το είπαμε αυτό; Ιθύφαλλος;

Κατερίνα Ι.