(Ένα κείμενο δημοσιευμένο στην "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας)
1.Συχνά, η αφορμή του δημιουργικού κειμένου είναι επισκέπτης που σε έχει βρει σε απροσδόκητα σημεία. Όσοι γράφουν ποίηση γνωρίζουν ότι υπάρχουν απρόβλεπτες περιστάσεις που σε κινητοποιούν γόνιμα. Ξένες αναγνώσεις, ήχοι, τυχαίες εικόνες. Πολλά ποιήματα οφείλουν σε ανάλογες μεσιτείες την ύπαρξή τους, όπως συχνά ένα ταξίδι που κάναμε ανάγει την αιτία του στα ερεθιστικά θέλγητρα κάποιου προσπέκτ. Οι αφορμές είναι συχνά «οχλήσεις», που αν ακουστούν —σαν τη φρασούλα ενός υποβολέα—, μπορεί να γίνουν λογοτεχνική ύλη. «Βλέπεις μια ουρίτσα, την ακολουθείς, και αιφνιδίως ανακαλύπτεις έναν ελέφαντα», έλεγε ο Φελίνι.
Γράφοντας (με μια κλεψύδρα στο πλάι μας, κάτι περίπου σαν τον «Φιλόσοφο που διαβάζει», του Σαρντέν) βάζουμε, είναι βέβαιο, μια νέα τάξη στα πράγματα. Σε αντίθεση με την εμπειρία, ο γραπτός τόπος δημιουργήθηκε, για να μείνει αμετάβλητος και διαρκής, να αντισταθεί στην αμνησία. Αυτή είναι μια αξιοζήλευτη μοίρα που η πραγματική ζωή δεν διαθέτει (ούτε κατανοεί). Την αντιμετωπίζει ζηλότυπα ανά τους αιώνες, πριν τον μηδενισμό της αποδόμησης, που θέλει το έργο ένα συμπίλημα συμβόλων. Ας θυμηθούμε το περίφημο «Exegi monumentum» («έκτισα μνημείο που διαρκεί περισσότερο κι απ’ τον χαλκό»), ή το «δεν θα πεθάνω εντελώς» του Οράτιου, ελπίδα στη διάρκεια του έργου του.
2. Μου δημιουργεί αφόρητη κόπωση η αυτοαναφορικότητα, ο γλωσσοκεντρικός ζήλος. Κύριο ενδιαφέρον μου υπήρξε πάντα η αναδρομή. Το χαμένο είναι ένα επίμονο «δαιμόνιο» που μου ζητά εξόφληση λογαριασμών. Αφηγούμενος το παρελθόν, θριαμβεύω για λίγο πάνω στη λήθη, ξαναμοιράζω τα χαρτιά, αναδιατυπώνω (να ένας αυτάρεσκος ρόλος) ό,τι έχει συμβεί. Στο τελευταίο μου βιβλίο (Στενογραφία), συχνά ο εφήμερος χαρακτήρας των γεγονότων καταφεύγει στο άσυλο της γραπτής τάξης. Ιδού η περίπτωση ενός χαμένου προσώπου, το οποίο «προστατεύω» από την αφάνεια: «Φεύγω. Να τον εγκαταλείψω στην τύχη του; Είχε μονίμως ένα σβησμένο τσιγάρο στα χείλη και καθάριζε τους δίσκους γραμμοφώνου χρησιμοποιώντας το μανίκι του σακακιού του. Με το κεφάλι γερμένο στον ώμο, βλέπετε, κάνει πως παίζει βιολί χαμογελώντας στον φωτογράφο. Τον γνώρισα πολύ μικρός, αλλά εδώ και χρόνια είμαι πια ο στοργικός κηδεμόνας του. Να μην χαθεί! Τον εμπιστεύομαι στα χέρια σας».
3. Τι ποσοστό από το ρευστό των νοημάτων, των διαθέσεων, της μνήμης (που δευτερολογεί σαν αυθάδεια απέναντι στο χαμένο), μπορεί να χειραγωγηθεί στη γραπτή μορφή; Στο «εργαστήριο» αντιλαμβανόμαστε τι συμμορφώνεται με εκείνο που φανταστήκαμε, αφού καμιά πρόθεση δεν πραγματοποιείται απόλυτα. Η γλώσσα, όσο κι αν συμπιέζεται, αντιστέκεται πάντα με το καθημερινό (εργαλειακό) υλικό της. Ας σκεφθούμε ότι και η επιτυχέστερη λογοτεχνική μεταφορά μάς αφήνει πάντοτε επιφυλακτικούς για την αλήθεια της, αφού είμαστε (μέσω της γλώσσας) προσανατολισμένοι στην κυριολεξία, δηλαδή την πρακτική χρήση αυτού του οργάνου. «Οι λέξεις δεν αρμόζουν ποτέ σ’ αυτό που θέλουν να πουν».
4. Στο «ποιητικό μου εργαστήριο» δεν πρωταγωνιστούσε, περιέργως, το υλικό της ποιήσεως, αλλά οι εκτενείς αφηγήσεις της πεζογραφίας και του σινεμά. Νιώθω ότι κάθε στίχος νοσταλγεί τον ίλιγγο ενός πολυσέλιδου έπους. Με απασχολεί η λυρική μέριμνα, αλλά χάριν της αφηγήσεως. Η διάθεσή μου για την αναδρομή σίγουρα κατάγεται από τον ποιητικό κινηματογράφο του Φελίνι (Αμαρκόρντ, Οι Βιτελόνοι, Και το πλοίο φεύγει). Το ύφος, οι τονικότητες, είναι, φυσικά, βάθρο του ψεύδους που πραγματοποιείται στο «εργαστήριο» (μετρώ τις παύσεις, τις άνω τελείες και τις παρενθέσεις με ζυγό ακριβείας), αλλά υπογραμμίζοντας το ενδιαφέρον μου για το «θέμα», θέλω να τονίσω τη σημασία της διαύγειας, του μύθου και κυρίως των μεταδόσιμων αξιών .
5. Υπάρχει ένα ερώτημα. Αν στη ζωή μου βάρυνε, περισσότερο από την πραγματικότητα, το «εργαστήριο», η λυρική καριέρα. Εκείνο που, αρκετά νωρίς, με σταμάτησε από τις ναρκισσιστικές πιρουέτες του «δημιουργού» δεν είναι η μελαγχολική γνώση ότι «όλα έχουν ειπωθεί και εμείς ερχόμαστε πολύ αργά» (σ’ αυτή τη φωνή παριστάνεις πάντα τον κουφό), αλλά μια εξομολόγηση από την αυτοβιογραφία του Μπουνιουέλ, ύμνος στη σημασία του πραγματικού: «…Λυπάμαι που θα εγκαταλείψω τον κόσμο εν πλήρει κινήσει, όπως στη μέση μιας παράστασης. Λοιπόν, παρόλο το μίσος μου για την πληροφόρηση, θα μου άρεσε να σηκώνομαι από τον τάφο μου κάθε δέκα χρόνια, να πηγαίνω μέχρι το περίπτερο και ν’ αγοράζω εφημερίδες. Δεν θα ήθελα τίποτε άλλο. Χλομός, περπατώντας σύρριζα στον τοίχο, θα επέστρεφα στο νεκροταφείο και θα διάβαζα για τις καταστροφές, πριν ξανακοιμηθώ στο ασφαλές καταφύγιο».
Η νοσταλγία για την είδηση (που είναι, ως φαίνεται, ο επιτετραμμένος της ζωής) δηλώνει τον απαράγραπτο δεσμό μας με την ε μ π ε ι ρ ί α. Αν και ο εφήμερος χαρακτήρας της είναι που οδηγεί στις φαρμακείες, στα αναλγητικά της τέχνης, καμιά υπέρβαση, καμιά υστεροφημία δεν συγκρίνεται —μας λέει το απόσπασμα— μ’ αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου