H προηγούμενη ανάρτηση ήταν ένα κείμενο που μου έστειλαν. Αφορμή αυτής της αποστολής ήταν όσα έγραψα (το περασμένο καλοκαίρι) για τις επισκέψεις μου στον Ηλία Πετρόπουλο (Παρίσι, 1975). Σκέπτομαι πάλι τα περιστατικά, που χωρίς σημειώσεις ή ημερολόγια δύσκολα επανέρχονται, αν δεν έχουν τελεσίδικα χαθεί. Έχω προσέξει ότι τα πιο ανθεκτικά στοιχεία απέναντι στη λήθη—ό,τι συνήθως διασώζεται—, είναι εικόνες ή φράσεις που μας είπαν, κυρίως αν αυτές είχαν το στοιχείο του αξιώματος, δηλαδή αν ήταν σύντομες και αφοριστικές ατάκες. Έτσι, επανερχόμενος για μια ακόμη φορά στην παλιά σχέση μου με τον συγγραφέα (διήρκεσε από το 1972 έως το 1977 και τον ξαναείδα το 2002 τυχαία, καθ’ οδόν, στο Παρίσι) συγκρατώ και μπορώ να επαναφέρω ορισμένα γεγονότα και απόψεις του. Μερικές φορές (και τότε η ανάκληση θερμαίνεται με το στοιχείο της αμεσότητας) έχει περισωθεί ακόμη και το ύφος με το οποίο τις είχε εκφέρει. Απέναντί μου είχε πάντα ένα είδος παιδαγωγικής διάθεσης. Επιθυμούσε να είναι αποκαλυπτικός, να δείχνει στον νεαρό ακροατή το μέτρο της κρίσης του και, κυρίως, να μεταβιβάζει τις αναντίρρητες αλήθειες του.
Μου έδειξε κάποτε ένα κομπολόι (ή ήταν χάντρες;) κρεμασμένο στο καθρεφτάκι κάποιου αυτοκινήτου που περνούσε την Ακαδημίας. «Κοίτα» μου είπε. «Δεν άλλαξε τίποτε. Όπως ακριβώς έκαναν στα άλογα. Τους κρεμούσαν χάντρες στο μέτωπο για λόγους διακοσμητικούς ή για το μάτι.».
Θυμάμαι πώς μου είχε αφηγηθεί κάποτε τη συνάντησή του με το νεαρό Θεοδωράκη, δεκαετία του ’60, στη Θεσσαλονίκη. Το αξιοπερίεργο είναι ότι έχω ξεχάσει απολύτως τη συγκυρία που μου περιέγραψε και το μόνο που μου έχει εντυπωθεί είναι η εικόνα ενός παλιού παλτού που φορούσε ο συνθέτης. «Στην άκρη, τα μανίκια του ήταν φαγωμένα» μου είπε, ζωγραφίζοντας έμμεσα την εποχή, κυρίως όμως την κατάσταση του προσώπου.
Μιαν άλλη φορά, γύρω στο ’74, τη στιγμή που έφτιαχνε μια σαλάτα (βραστές πατάτες, βραστό αυγό, ελιές Καλαμών, κρεμύδι και λάδι), τον ρώτησα γιατί είναι τόσο λιτοδίαιτος. Θέλοντας πάντα να υπογραμμίζει την ερωτική του ταυτότητα, μου απάντησε πολύ σοβαρά, εν ταυτώ και συμβουλευτικά. «Ή τραπέζι ή κρεβάτι, Μαυρουδή!!!. Δεν γίνεται και τα δύο»
Μια μέρα του καλοκαιριού του 1972 περάσαμε για λίγο από το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», Σόλωνος και Ομήρου. Λίγο μετά από εμάς, μπήκε μέσα και ζήτησε κάτι ένας γνωστός τεχνοκριτικός. Ο Πετρόπουλος τον προηγούμενο χρόνο είχε εκδώσει τα Καλιαρντά. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου παρέθετε έναν κατάλογο με παρατσούκλια ομοφιλοφίλων, όπου ανέφερε και τον εν λόγω κριτικό με το προσωνύμιο «Τσιρμπινιώ η αδάμαστη». Αμφιγνώμων ο θιγείς από τη δημοσίευση, σκέφτηκε για λίγο αν έπρεπε να ζητήσει ή όχι το λόγο από τον συγγραφέα που συνάντησε τυχαία. Στο τέλος ενέδωσε, πλησίασε κουτσαίνοντας τον Πετρόπουλο, του χτύπησε τον ώμο και τον ρώτησε. « Με συγχωρείτε, μήπως εννοείτε εμένα στη σελίδα 186;». Ο Πετρόπουλος δεν φάνηκε να αιφνιδιάζεται και, με ένα είδος από καθέδρας σοβαροφάνειας, απάντησε ψυχρά. «Δεν ξέρω κύριε, εγώ κάνω επιστήμη!». Βγαίνοντας και κατηφορίζοντας τη Σόλωνος, με ρώτησε «Καλά δεν του απάντησα;».
Αναρωτιέμαι συχνά, την ίδια στιγμή που αφηγούμαι, τι σημασία έχουν αυτές οι παλιές ιστορίες. Η λιτανεία των μοναχικών τους σκιών. Όχι με την έννοα ποιον και πόσο τον αφορούν, αλλά πόσο σημαντικό γεγονός συνιστούν, όταν υπάρχει το κατατεθειμένο έργο του προσώπου, που έχει (ή δεν έχει) αυτοδύναμη σημασία. Ωστόσο πιστεύω πως οι αναφορές στο παρελθόν είναι όχι μόνον αναπόφευκτες αλλά και αναγκαίες. Είναι πράξη μνημοσύνης, ακόμη κι αν έχουν χαρακτήρα ευτράπελο και ελάχιστα σοβαρό. Ποτέ δεν μας διαφεύγει η ηχώ του ιερού, που ακούμε στα πράγματα από το παρελθόν. Σκέπτομαι, μάλιστα, μήπως στη συναναστροφή μας με τον άλλον, ακόμη και στις φράσεις που του απευθύνουμε, υπάρχει πάντα ένα μικρό κομμάτι ιδιοτέλειας και σκοπιμότητας. Ένας υπολογισμός εγγραφής στο μέλλον. Μια κρυμμένη πρόθεση για τη διαχείριση του τρέχοντος υλικού πολύ αργότερα. Αναρωτιέμαι, μ’ άλλα λόγια, αν εκτός από τα γραπτά μας, πράττοντας και μιλώντας σήμερα στο διπλανό μας, φτιάχνουμε το σκηνικό για τις παραστάσεις μας όταν οι ίδιοι θα λείπουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου