Από τον φίλο μου Γιώργο Θεοχάρη έχω την τύχη να λάβω ένα ακόμη κείμενο. Αφορά την περιπλάνησή του στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς.
Αγαπητέ μου Κώστα,
τακτοποιώντας τα χαρτιά μου βρήκα και σου στέλνω κάποιες φωτογραφίες από το κοιμητήριο του Μονπαρνάς. Ο χαρακτήρας του blog σου είναι τέτοιος που σκέφτηκα ότι προσφέρεται για το υλικό μου που ήρθε αιφνιδίως στην επιφάνεια.
Ήταν κάποια φωτεινή, παγωμένη, ημέρα Ιανουαρίου το 2000 όταν κατέβηκα στο σταθμό Edgar Quinet του παρισινού metro και πήγα, για πολλοστή φορά, στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς. Αυτή τη φορά με σκοπό να φωτογραφήσω τα μνημεία.
Μπήκα στην νεκρόπολη, που δημιούργησε ο Ναπολέων έξω από τα τείχη της πόλης, στις αρχές του 19ου αιώνα, από την Avenue Principale, βλέποντας δεξιά μου τον ελλειπτικό, τεράστιο, ορθογώνιο όγκο του Ουρανοξύστη του Μονπαρνάς, να αποτελεί ένα τείχος αποτρεπτικό, θα έλεγα, της επιστροφής των νεκρών στη ζωή, αφού η σημειολογία της ονομασίας των δρόμων εκεί παραπέμπει. Η οδός εμπρός στον Ουρανοξύστη ονομάζεται rue du depart. Οδός αναχωρήσεως.
Η Avenue Principal οδηγεί στην ροτόντα του μεγάλου κοιμητηρίου (ένα πρισματικό τμήμα που την μεγάλη του πλευρά ορίζει η οδός Emile Richard αποτελεί το λεγόμενο μικρό κοιμητήριο). Στο κέντρο της ροτόντας δεσπόζει ο μελαγχολικός άγγελος του γλύπτη Horace Daillion, που συμβολίζει τον αιώνιο ύπνο.
Στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς αναπαύονται πολλοί δημιουργοί, όπως, οι γλύπτες Bourdelle, Bartholdi, Brancusi, ο συνθέτης Camille Saint-Saëns, οι λογοτέχνες Charles-Augustin Saint-Beuve, Gye de Maupassant, Pierre-Jean Jouve, Emil Cioran, Henri Troyat, Julio Cortazar, César Vallejo, ο θεατρικός συγγραφέας Samuel Beckett, ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, ο πατέρας του αναρχισμού Pierre-Joseph Proudhon και άλλοι.
Περιδιάβαινα ανάμεσα στα μνημεία. Φωτογράφιζα και αναλογιζόμουν τους κεκοιμημένους όταν έσφυζαν από ζωή και δημιουργούσαν.
Ζήτησα από μία κυρία να με φωτογραφίσει μπροστά στον τάφο του Sartre και της Beauvoir. Δεν ξέρω, ακόμη και τώρα, γιατί έκανα αυτή την επιλογή. Γιατί προτίμησα να κρατήσω οπτική ανάμνηση της παρουσίας μου δίπλα σ’ αυτόν τον τάφο. Ίσως η εντύπωση της εικόνας του Sartre στη Σορβόννη, τον Μάη του 1968, που είδα τότε 17χρονος στο Paris Match, να έχει αφήσει βαθειά χαρακιά στην εφηβική μου μνήμη.
Προχώρησα στον τάφο της Marguerite Duras. Ένα ξύλινο καλάθι με πρασινάδα και λίγα κόκκινα και φούξια λουλούδια στολίζουν τα μάρμαρα που σκεπάζουν την συγγραφέα του Εραστή και του Χιροσίμα αγάπη μου. Εκείνη που έγραψε: «Η πατρίδα μου είναι μια πόλη από νερό», κείται κάτω από το προπατορικό μας χώμα.
Πιο πάνω ο τάφος του Ionesco. Στο μέτωπο του μνήματος χαραγμένη η φράση: Προσευχηθείτε, δεν ξέρω σε ποιον. Ελπίζω: στον Ιησού Χριστό.
Φθάνω στον τάφο του Roland Topor. Ένα χαρακτικό του έχει αποδοθεί στην επιτάφια πέτρα. Ένας άνθρωπος κρατά μια σχισμένη βαλίτσα, από το άνοιγμα της οποίας πέφτουν τα φτωχά του υπάρχοντα: ένα πανωφόρι, ένα πανταλόνι, μια πίπα, ένα βιβλίο. Εκείνος, φορώντας το καπέλο του, φεύγει κατευθυνόμενος δυτικά. Προς τας δυσμάς του βίου του, όπως λέγαμε κάποτε. Ο φίλος του Ηλίας Πετρόπουλος έφυγε δυτικά από άλλην οδό αναχωρήσεως, αυτήν του νεκροταφείου Père Lachaise, λίγα χρόνια αργότερα.
Στέκομαι μπρος στον τάφο του Man Ray και της γυναίκας του Juliet. Φωτογραφημένοι μαζί. Together again, γραμμένο στο μάρμαρο. Πάνω από το όνομα του Man Ray χαραγμένη η φράση: Unconcerned but not indifferent. Αμέτοχος ή καλύτερα, ανέμελος μα όχι αδιάφορος. Παίρνω με τη μηχανή δύο πλάνα. Στην εμφάνιση τυπώνω έγχρωμα και ασπρόμαυρα. Στη μνήμη εκείνου που κράτησε ασπρόμαυρη τη μνήμη της εποχής του.
Έχω φτάσει πια στην Avenue de l’ Ouest, στη δυτική πλευρά του μεγάλου κοιμητηρίου. Ο τάφος του Tristan Tzara, δεν απέχει από την επιφάνεια του εδάφους παρά όσο το πάχος της πέτρας που τον σκεπάζει. Πνιγμένος στις πρασινάδες. Πάνω στην πέτρα χαραγμένη η ιδιότητά του: Poete. Ένα κερί, λίγα χαλίκια, κάποια νομίσματα. Θυμάμαι τώρα κάποιους στίχους του: …γνώρισα τη μελωδία / απ’ όπου ανατέλλει η μνήμη / δεν υπάρχει πια φωνή ν’ αντιλαλεί / μες στο Παρίσι το στρωμένο με φύλλα / ένα καλοκαίρι λείπει απ’ την πρόσκληση / μόνος εγώ το ξέρω…Είναι ένα απόσπασμα από ποίημα αφιερωμένο στον Robert Desnos. Εκείνος βρίσκεται θαμμένος πιο πέρα, στον τάφο της οικογένειάς του. Πάνω στο μάρμαρο η φωτογραφία του. Κρατά ένα βιβλίο. Διαβάζει. Σκέπτομαι πόσο μακρινό είναι άραγε το 1928 που έξω από αυτή τη νεκρόπολη, γεμάτος ζωή, έξω ακριβώς από την αιώνια κατοικία του, περπατούσε στους δρόμους του Μονπαρνάς αγκαλιασμένος με την πανέμορφη Youki; Πόσο μακριά είναι η εποχή που έγραφε: […] Εσύ νεκρή, θα είσαι ωραία, πάντοτε ποθητή. Εγώ θα έχω πεθάνει, το αθάνατο κορμί σου θα τυλίγει το δικό μου, με την καταπληκτική εικόνα σου παρούσα πάντοτε, μεταξύ των ατελείωτων θαυμάτων της ζωής και της αιωνιότητας, […].
Πήρα σιγά σιγά το δρόμο της εξόδου. Είχα περιπλανηθεί σχεδόν για τέσσερις ώρες. Περνώντας πλάι στον τάφο του Beckett προσπάθησα να τον φανταστώ στο Μονπαρνάς της δεκαετίας του 1950 να επιχειρεί ν’ ανεβάσει το Περιμένοντας τον Γκοντό στο Théâtre de
Κατευθύνθηκα στην Closerie des Lilas. Παράγγειλα ένα κονιάκ. Σχεδόν όσοι διανοούμενοι βρίσκονται στο κοιμητήριο, ήταν θαμώνες αυτού του καφενείου. Κι άλλοι που αλλού αναπαύονται: Apollinaire, Verlain, Jarry, Cézanne, Picasso, Modigliani, Breton, Hemingway, Fitzerald, Miller, Pound, κι άλλοι πολλοί. Πλήρωσα και βγήκα γρήγορα στην λεωφόρο.…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου