Ο Κώστας Μαυρουδής υποδέχεται τον Χαράλαμπο Γιαννακόπουλο στη βιβλιοθήκη του και του αποκαλύπτει ορισμένες από τις αναγνωστικές του συνήθειες και εμμονές
Πόσο πίσω στο παρελθόν σας πάει η βιβλιοθήκη σας; Έχετε κρατήσει τα περιπετειώδη μυθιστορήματα της παιδικής σας ηλικίας, την πρώτη ποιητική συλλογή που αποκτήσατε ή την παλιά εγκυκλοπαίδεια στην οποία ψάχνατε τις πρωτεύουσες των κρατών για τη γεωγραφία της τετάρτης δημοτικού;
Η πρώτη βιβλιοθήκη που είχα ήταν του πατέρα μου. Θυμάμαι θαμπά και αμφίβολα, την παραγγελία του τρίφυλλου επίπλου και αργότερα την άφιξη στο σπίτι. Απ’ το μεσαίο μέρος της που είχε κρύσταλλο έβλεπα στα μαθητικά μου χρόνια τον Παπαρηγόπουλο, την Παγκόσμια Ιστορίατου Ουέλς, έναν τρίτομο δερματόδετο Παπαδιαμάντη, μια ανθολογία του Περάνθη, μια παγκόσμια ποιητική ανθολογία της Ρίτας Μπούμη. Διακρινόταν ακόμα πεζογραφία του 19ου αιώνα, με τους Ρώσους σε φτηνές εκδόσεις και βέβαια υπήρχε η νεοελληνική σειρά της Εστίας. Στο κάτω μέρος η εγκυκλοπαίδεια του Ήλιου, με μαύρο δέρμα, και το εγκυκλοπαιδικό περιοδικό Ήλιος, χαρτόδετο. Η εγκυκλοπαίδεια εκείνη, την οποία κρατώ με αγάπη, έχει συνδεθεί με μαθητικές μου εργασίες. Το χαρτί της, κίτρινο και εύθραυστο από τότε, είναι ταυτισμένο με μια ευθύνη για την ανάγνωση που μου προκαλούσε άγχος και ανησυχία. Και βέβαια υπήρχαν ακόμη τα παιδαγωγικά βιβλία του πατέρα μου που δεν με αφορούσαν. Ο αρχαιότερος τόμος, με το παλιό του δέσιμο (τον έχω ακόμα) ήταν Οι Τύχες του Τηλεμάχου, του Φενελόν, δώρο μιας κυρίας στον φοιτητή πατέρα μου (έκδοση του 1800). Θυμάμαι όλα τα βιβλία που είχα και όλα που απέκτησα αργότερα. Τα διακρίνω από το χρόνο αποκτήσεως. Το έπιπλο πουλήθηκε. Ξέρω πού βρίσκεται, αλλά δεν επιχείρησα ποτέ να το ξαναδώ.
Είναι γνωστές οι επισκέψεις σας στα παλαιοβιβλιοπωλεία και το ενδιαφέρον σας για τα βιβλία που βρίσκονται εκεί. Υπάρχουν και σπάνιες, πολύτιμες εκδόσεις στα ράφια της βιβλιοθήκης σας ή άλλα είναι τα κριτήριά σας; Επίσης, υπάρχει κάποιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη σας, το οποίο να έφτασε στα χέρια σας με τρόπο που να το ξεχωρίζει απ’ όλα τα υπόλοιπα;
Δεν υπήρξα ποτέ συλλέκτης σπάνιων και παλιών εκδόσεων. Οι λόγοι είναι μάλλον οικονομικοί. Για τα αντικείμενα (και τα βιβλία) που με ενδιέφεραν, πάντα τα κριτήρια ήταν αισθητικά και κατά κάποιο τρόπο συναισθηματικά. Βιβλία με ωραίες λιθογραφίες, παιδικά με σχέδια τέχνης, φωτογραφικά με εικόνες τόπων που έχω επισκεφτεί, ιταλικά αναγνωστικά του Μεσοπολέμου και κυρίως βιβλία με αφιερώσεις. Οι περισσότερες περιπτώσεις απ’ τα τελευταία είναι λογοτεχνικά βιβλία (ποίηση και πεζογραφία) που χάρισαν σε κάποιον οι συγγραφείς, κι αυτός ο κάποιος το πούλησε ή το πέταξε, διότι δεν είχε χώρο στο μικρό του σπίτι, διότι δεν τον ενδιέφερε, διότι το βρήκε ασήμαντο. Συχνά τα πετάνε οι κληρονόμοι, μετά τον θάνατό του. Στις αφιερώσεις όμως θεωρώ ότι υπάρχει μια αξία παράλληλη με το βιβλίο. Υπάρχει ένας εγγεγραμμένος χρόνος όπου ο δημιουργός γράφει και υπογράφει μια κοινότοπη (ή ξεχωριστή) φράση γι’ αυτόν που θα το δεχτεί. Οι αφιερώσεις είναι ένα κεφάλαιο που προδίδει ταλέντο, φαντασία και άσκηση. Υπήρξαν πρόσωπα με το μοναδικό δώρο των ευφάνταστων αφιερώσεων. Συχνά μια αφιέρωση είναι σπουδαιότερη από το μέτριο βιβλίο που εισάγει και παρακολουθεί. Θυμάμαι αφιερώσεις όπως ενός καθηγητή μου που μου χάρισε ένα βιβλίο με τη φράση «στον Κ.Μ., με την ανησυχητική του ανησυχία». Μια άλλη, (προδικτατορικά) σε ένα βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού προς τον Σαμαράκη: «στον Αντώνη Σαμαράκη, το δικό μου Λάθος». Εκτός από έξυπνες και καλόγουστες πρωτοσέλιδες εγγραφές, είδα (σε σπίτια και σε παλαιοπωλεία) φιλόφρονες μέχρι αηδίας αφιερώσεις, κατά κανόνα από πρόσωπα που δεν με εξέπληξαν, γιατί έτσι είναι και στην υπόλοιπη ζωή τους. Έχω δει ολοσέλιδες αφιερώσεις, που ήθελαν να δώσουν μιαν εικόνα παιδικότητας που κάποτε αρέσει ως έκφραση αθωότητας. Είχα θαυμάσει παλιά την αφιέρωση μιας ποιητικής συλλογής προς έναν Άγγλο ελληνιστή. «Στον κ. Τάδε, που νιώθει τη γλώσσα μας όσο ακριβώς και την ποίηση». Ένας μακαρίτης είχε μοναδικό ταλέντο στις αφιερώσεις και τα σύντομα κριτικά σημειώματα που ταχυδρομούσε αυθημερόν, όταν λάβαινε ένα βιβλίο. Ήταν κάτι που δεν μπόρεσα ποτέ να μιμηθώ. Αν μαζέψω τα αφιερωμένα από μένα βιβλία θα πεθάνω από την πλήξη των αφιερώσεων. Με εκτίμηση, με εκτίμηση, με εκτίμηση. Δεν μαθαίνονται όλα τα πράγματα στη ζωή. Το βιβλίο αποκτά με την αφιέρωση μιαν ακόμα ταυτότητα. Συνδέεται με την εφήμερη στιγμή και με τη διάθεση που διασώζει. Η μαρτυρία παρακολουθεί το βιβλίο, αποκτά κι αυτή, σαν το τυπωμένο σώμα, διάρκεια και αθανασία. Μοιάζει λίγο με κιβωτό που μεταφέρει τη γραφή και τη στιγμή του απόντος. Παράλληλα με αυτό το αίσθημα που μεταδίδει η παλιά αφιέρωση υπάρχει και κάτι φιλοπαίγμον, όταν έχει συντελεστεί μια τόσο απρόσμενη αλλαγή του παλιού κτήτορα. Πώς δηλαδή μετά από χρόνια ένα αντικείμενο αφιερωμένο αλλάζει κάτοχο, βρίσκεται στα χέρια ενός απρόβλεπτου ξένου, έχοντας κι αυτό μια μοίρα, που θυμίζει τη φράση, δεν θυμάμαι ποιου Ρωμαίου: «Έχουν και τα βιβλία τη μοίρα τους».
Στο ερώτημά σας αν ένα βιβλίο έφτασε στα χέρια μου με τρόπο που να το ξεχωρίζει, πρέπει να πω ότι το καθένα είχε πράγματι δικό του τρόπο που αποκτήθηκε, αλλά δεν μπορώ να πω αν κάποιος ήταν «παράξενος». Για παράδειγμα, δεν ξέρω αν είναι παράξενο το ότι σε ένα παλιατζίδικο στο Παρίσι βρήκα και πήρα τα Απομνημονεύματα του Ανδρέα Συγγρού, με αφιέρωση ενός κυρίου Μαυροκορδάτου σε μια δεσποινίδα. Επίσης δεν ξέρω αν είναι παράξενο που βρήκα κάποτε το βιβλίο ενός νέου ποιητή, γνωστού μου, αφιερωμένο στη μητέρα του, με τη φράση «….ο γιος σου, που είναι ακόμα ανάμεσα στα φουστάνια σου». Τα βιβλία αυτά, πεταμένα σε κάδους απορριμμάτων, τα βρίσκουν οι ρακοσυλλέκτες που έχουν κάθε Κυριακή ένα δικό τους παζάρι. Με τίμησε η εκπομπή «Παρασκήνιο» με μιαν εκπομπή που ήταν γυρισμένη εξ ολοκλήρου στο Παζάρι. Έχω βρει έντυπο του ’30 με αφιέρωση στον Παλαμά, από έναν καθηγητή της Σαλαμάνκα. Άλλοτε είδα μπροστά μου, στο πεζοδρόμιο, ολόκληρη τη βιβλιοθήκη ενός νέου πεζογράφου που τώρα βρήκε πολιτικό ρόλο, με εκατοντάδες βιβλία τα οποία συνάδελφοι του είχαν αφιερώσει. Όταν τον ρώτησα γιατί τα πούλησε, μου είπε ότι είχε ανάγκη από χρήματα. Υπήρχε ανάμεσά τους μια αφιέρωση ενός δοκιμιογράφου. «Στον Π. Που έχει υποσχεθεί να εκφωνήσει τον επικήδειό μου». Έχω βρει συγκεντρωμένες συλλογές του ’50, αφιερωμένες στον Ροζέ Μιλλιέξ, λίγο μετά τον θάνατό του. Βρήκα ακόμη και βιβλία με αφιερώσεις στον Τσίρκα (της Κριστιάν Ροσφόρ, παρακαλώ). Σκέφτηκα κάποτε να κάνω μια μικρή έκθεση βιβλίων που άλλαξαν κτήτορα μ’ αυτόν τον τρόπο. Κάποιος όμως, πιο προσγειωμένος από μένα, με απέτρεψε. Το επιχείρημά του ήταν ότι η εντύπωση που θα κυριαρχούσε θα ήταν όχι της αναπάντεχης διαδρομής του βιβλίου, αλλά του σκανδάλου. Και είχε δίκιο. Αυτό που βλέπει το πρόχειρο βλέμμα σε μια ανάλογη περίπτωση δεν είναι η περιπέτεια στη διαδρομή των γραπτών αισθημάτων, ούτε η μοίρα του αντικειμένου. Βλέπει το μικρό παρασκήνιο μεταξύ των προσώπων και των διαθέσεων τους. Μπορώ να γράψω ένα μικρό βιβλίο για ό,τι έφτασε στα χέρια μου μ’ αυτόν τον τρόπο.
Έχετε κάποιο σύστημα σύμφωνα με το οποίο είναι ταξινομημένα τα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης σας; Αν ναι, καταφέρνετε να το διατηρείτε απαράλλακτο καθώς τα βιβλία πολλαπλασιάζονται; Πόσο εύκολο είναι να βρείτε ένα βιβλίο, το οποίο έχετε καιρό να το πιάσετε στα χέρια σας, τη στιγμή που το θέλετε;
Δυστυχώς από μικρό παιδί δεν έμαθα να έχω τάξη. Βλέπω σπίτια, γραφεία, τραπέζια εργασίας και ζηλεύω. Κακή παιδαγωγική μέθοδος από το περιβάλλον μου και ένας χαρακτήρας ανοργάνωτος σε όλα τα επίπεδα, από τη σκέψη μέχρι τις επιλογές του βίου. Ακόμα και τα ταξίδια μου δεν είχαν ποτέ πρόγραμμα. Έβγαινα στην Ιταλία και οδηγούσα το αυτοκίνητο χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Ο πατέρας μου με πείραζε. «Μην σε ενδιαφέρει», μου έλεγε, «η τάξη είναι αρετή των μετρίων». Δεν ξέρω τη θέση κανενός βιβλίου, πλην κάποιων που έχω βιβλιοδετήσει ομοιόμορφα, και βέβαια των δικών μου, που είναι ελάχιστα. Και τώρα ακόμα που γράφω αυτό το κείμενο και ήθελα να χρησιμοποιήσω ορισμένες ενδιαφέρουσες σημειώσεις μου με ανάλογο θέμα, δεν τολμώ να αρχίσω το ψάξιμο φακέλων, γιατί δεν ξέρω πόση ώρα, πόσες μέρες, θα μου πάρει. Δεν έχω διαθέσιμα ούτε καν όλα τα τεύχη του ΔΕΝΤΡΟΥ. Τα προμηθεύομαι από τη βιβλιοθήκη του Γουδέλη, αν κάποτε τα χρειαστώ. Το ίντερνετ καμιά φορά αναπληρώνει τις δυσεύρετες και απλησίαστες πηγές μου.
Κρατάτε όλα τα βιβλία που φτάνουν στα χέρια σας ή κάποια από αυτά τα πετάτε ή μήπως τα χαρίζετε; Βιβλία που σας έστειλαν και ξέρετε πως δεν πρόκειται να τα διαβάσετε, μυθιστορήματα που τα παρατήσατε στην 30ή τους σελίδα, ποιητικές συλλογές με άκοπες τις σελίδες τους, τι τα κάνετε όλα αυτά;
Δεν πετάω βιβλία, εκτός αν είναι τυπωμένο χαρτί χωρίς άλλη αξίωση. Κάποτε πούλησα ορισμένα βιβλία. Τώρα, τα περισσότερα που δεν με ενδιαφέρουν τα δίνω σε φίλους, με την πεποίθηση ότι αν μεν τους αφορούν θα τα αξιοποιήσουν, αν όχι θα πάρουν εκείνοι την ευθύνη για τη μοίρα τους. Μου είναι δύσκολο να καταστρέψω ένα βιβλίο, μολονότι συχνά βρίσκομαι απέναντι στο απόλυτο δημιουργικό κενό. Μολονότι ζω σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα, λειτουργεί ένας περίεργος σεβασμός στην τυπωμένη δημιουργική διάθεση, στο όνειρο που δεν βρήκε το τρόπο να γίνει λογοτεχνικό κατόρθωμα ή έστω ψίθυρος. Στην ηλικία μου σκέπτομαι μήπως μια τέτοια στάση είναι υπερβολικά συγκαταβατική. Αλλά πάλι την αυστηρότητά μας, οφείλουμε, νομίζω, να την δείχνουμε αλλού. Για παράδειγμα, εκεί που εμφανίζεται η συλλογική παρανόηση η οποία γίνεται συρμός και κανόνας: στην υπερεκτίμηση ορισμένων έργων και προσώπων. Όπως ξέρετε, ζούμε σε μια κοινωνία όπου όλοι μεταφέρουμε τις αρετές και τα ελαττώματα της επαρχίας, της μικρής ελέγξιμης κλίμακας, του μικρού δρόμου όπου ο ένας ξέρει τον άλλον. Δεν τολμά κανείς, παρά σε σπάνιες περιπτώσεις, να πει τι ακριβώς σκέπτεται για ένα έργο. Η αλληλοεπιβεβαίωση είναι κάτι σαν αυτονόητο. Μόλις πριν από λίγες μέρες κάποιος φίλος μού τηλεφώνησε και άρχισε να μου διαβάζει ποιήματα από ένα βιβλίο. Ήταν έκπληκτος, διότι το βιβλίο είχε εισπράξει τον θαυμασμό, ενώ εκείνος το έβρισκε μέτριο, με στίχους συμβατικούς, «χωρίς σπινθήρα». Και, αφού μου διάβασε κάποιες σελίδες για να δω μόνος μου περί τίνος πρόκειται, κατέληξε: «Τώρα τι θα του πω; Είναι χρόνια φίλος». Την ίδια αμηχανία είμαι βέβαιος έχουν αισθανθεί και για μας άλλοι αναγνώστες. Δεν αμφιβάλλω ότι ακούσαμε στην πορεία μας εγκαρδιωτικές φιλοφρονήσεις. Έτσι λοιπόν, λέω, κάνοντας αυτήν την παρέκβαση, ότι όπως διατυπώνουν οι περισσότεροι ένα ευγενικό ψέμα, δημιουργώντας συχνά μια εσφαλμένη εντύπωση, ένα περιβάλλον θριάμβου για ορισμένα πρόσωπα στην αγορά, έτσι ας είμαι κι εγώ συγκαταβατικός στη χαμηλή πτήση που δεν προκαλεί, σε βιβλία που είναι μέτρια, αλλά δεν θα δημιουργήσουν ένα ψεύτικο μέγεθος. Αυτό που με κάνει να κουνώ το κεφάλι, αυτό που πράγματι πρέπει να καταλάβει κανείς (όποιος μπορεί, βέβαια) είναι πόσο χρειάζεται η στοιχειώδης αναγνωστική αγωγή, πόσο παραπλανάται το ακαλλιέργητο κριτήριο, που εγκαθιδρύει συχνά (ή αποδέχεται) έναν κανόνα, ενώ αγνοεί ή δεν αντιλαμβάνεται καν πραγματικά μεγέθη. Θα μου άρεσαν ανεξάρτητα και αυτόνομα κριτήρια του κάθε αναγνώστη, μια βεβαιότητα και αντίληψη που να υπακούει μόνο στον εαυτό της. Να διαβάζει κανείς ένα Νόμπελ και να έχει το κριτήριο να πει «δεν με ενδιαφέρει». Αλλά στη λογοτεχνία, όπως στην πολιτική, είμαστε αγελαία ζώα, υπακούμε στους κανόνες μιας συλλογικότητας με τρομερή δύναμη, κόντρα στο χαρακτήρα του δημιουργικού έργου, για το οποίο ο Μπρόνσκι λέει κάπου ότι είναι το μέσο για να γίνει το Εμείς δημιουργικό και αυτόνομο Εγώ, με δικά του, μοναδικά αντανακλαστικά. Το έργο δηλαδή ως όργανο που θα μας διακρίνει. Δεν είναι μεγάλη υπερβολή εκείνο που έγραψα στη Στενογραφία (Κέδρος, 2006) και αφορά τον μέσο αναγνώστη, το ενενήντα τοις εκατό δηλαδή όσων διαβάζουμε: «Ο αναγνώστης είναι ένας καλοπροαίρετος βαρήκοος. Θα αντιληφθεί (και συχνά θα μεταδώσει) άλλα πράγματα».
Οι βιβλιοθήκες σας περιορίζονται σε έναν μόνο χώρο ή υπάρχουν ράφια με βιβλία σε όλα τα δωμάτια, ενδεχομένως και σε χώρους εκτός του σπιτιού (στο γραφείο, στην αποθήκη, στο πατάρι, στο πατρικό σας); Υπάρχουν δωμάτια χωρίς βιβλία ή περιοδικά μες στο σπίτι σας;
Τα τελευταία χρόνια χρειάστηκε να απομακρύνουμε από το διαμέρισμα τα βιβλία. Τα τοποθετήσαμε σε μια μικρή αποθήκη, κοντά στο σπίτι. Στα δωμάτια έμειναν πολύ λίγα και χάσαμε έτσι τον παλιό θαυμασμό των περαστικών, τεχνιτών κυρίως, που έρχονταν για καμιά δουλειά και τα έβλεπαν με θαυμασμό στους τοίχους, όπως εμείς βλέπουμε τα αξεσουάρ της ιππασίας, ένα συλλεκτικό αυτοκίνητο του ’50, τα έπιπλα παλιών αστικών σπιτιών. Βέβαια καταλαβαίνω ότι το βιβλίο είναι εκτός από το πνεύμα του και το υλικό του μέρος. Χρειάζεται η εικόνα του, η αφή, η βεβαιότητα της παρουσίας του, όπως στο κάπνισμα με πίπα έχει σημασία το αντικείμενο με το ωραίο του ξύλο που φετιχοποιεί και δίνει σώμα στην άυλη απόλαυση «κάπνισμα».
Τα βιβλία που έχετε στην κατοχή σας και τα έχετε διαβάσει φέρουν επάνω τους ίχνη των αναγνώσεών σας; Σημειώνετε το όνομά σας ή τον χρόνο και τον τόπο απόκτησής τους, υπογραμμίζετε το κείμενο, σημειώνετε στο περιθώριο ή στις λευκές σελίδες τους, τσακίζετε τις πάνω γωνίες τους;
Μου είναι πράγματι αδιανόητο να διαβάσω ένα βιβλίο χωρίς να σημειώσω τα σημεία που με σταμάτησαν, με αιφνιδίασαν, με έτερψαν, με εξέπληξαν, φώτισαν κάτι μοναδικό. Μάλιστα αυτό θεωρώ κριτήριο για την αξία τους. Σελίδες που δεν σε καλούν να γράψεις ή να σημειώσεις πάνω τους δεν ξέρω πόση σημασία έχουν. Έγραψα στις Τέσσερις εποχές, την τελευταία ποιητική συλλογή μου, ένα ποίημα που είναι βασισμένο σ’ αυτή την ιδέα. Ο πατέρας ενός παιδιού διαβάζει τη Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ, κάπου τη δεκαετία του ’50. Σημειώνει φράσεις και ιδέες που του αρέσουν. Το παιδί βλέπει το βιβλίο αυτό όταν είναι πια άνδρας και μέσα απ’ τις σημειώσεις παρακολουθεί τη διαδρομή που κάνει η πατρική σκέψη, βλέπει τα κριτήριά της, το γούστο, διαισθάνεται από τις υπογραμμίσεις την καλλιέργειά του. Και του περνά μια λογικοφανής σκέψη. Μήπως εκείνες οι υπογραμμίσεις, και όλες οι άλλες που συνήθιζε στα βιβλία του, δεν ήταν παρά ένας τρόπος να επικοινωνεί αργότερα με το παιδί, όταν δεν θα υπάρχει πια στη ζωή.
«…Έχουν περάσει χρόνια από την ανάγνωση
και, καθώς πάντα η σημειογραφία των απόντων
επιτρέπει εικασίες για τα κίνητρά της,
μοιάζει να εκδηλωνόταν κάτι ηθελημένο
(μπορεί κανείς να αναγνωρίσει
το μελαγχολικό εγωισμό του ανιόντος
που επιθυμεί να ρίχνει τη σκιά του
και να συνομιλεί με το παιδί όταν ο ίδιος θα απουσιάζει)…»
Είμαι μανιακός των υπογραμμίσεων στα βιβλία. Αν μπορούσα να συγκεντρώσω τις υπογραμμίσεις που έχω κάνει σε λαμπρές ιδέες, εικόνες, σκέψεις, περιγραφές συμπεριφορών και χαρακτήρων θα έφτιαχνα ένα βιβλίο, απάνθισμα που θα έλαμπε από ξεχωριστές και πολυποίκιλες στιγμές λογοτεχνικής δημιουργικότητας. Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, είχα αρχίσει να το κάνω. Τα δημοσίευα στο ΔΕΝΤΡΟ, αλλά γρήγορα η ραστώνη μου έβαλε τέρμα στη δραστηριότητα. Θυμάμαι είχα ξεκινήσει με Το κόκκινο και το μαύρο του Σταντάλ. Τι νομίζετε; Είμαστε φτιαγμένοι από αυτές τις φράσεις που μας αιφνιδίασαν. Αυτές ήταν το σχολείο μας, ο μέντοράς μας, αυτές μας έδειξαν πως απομακρύνεσαι από μια καθημερινότητα ή την κάνεις ανεκτή και βλέπεις, έστω από μακριά, μια κορυφή. Αυτό μας έχει αργά, στάγδην, διαμορφώσει, αυτό καλλιέργησε σταδιακά το γούστο μας, έδειξε, δίδαξε έμπρακτα τη χαρά του ταξιδιού, της μεταφοράς, το άλμα και τον εναλλακτικό κόσμο που φτιάχνεται με το κατόρθωμα της μορφής. Για μένα ήταν η ξένη λογοτεχνία (και ο ξένος κινηματογράφος για την ακρίβεια), το βλέμμα που μου μίλησε για τη συγκίνηση να αλλάζεις κανόνα ζωής. Είναι όπως όταν φεύγεις από μια νεοελληνική πόλη (και την ασήμαντη πρόταση που συνιστά) και βλέπεις αιφνιδίως την εικόνα της Ευρώπης με την έκρηξη της ομορφιάς που στερεώθηκε στο χρόνο. Αν δεν υπήρχε η μεγάλη λογοτεχνία δεν ξέρω τι θα ήμασταν. Η Δεισδαιμόνα μας θα ήταν η Στέλλα, και Οθέλλος ο Φούντας.
Σημειώνουμε, λοιπόν, τα βιβλία, υπογραμμίζουμε τις αισθητικές τους «αλήθειες» σε σχέση μ’ αυτό που είμαστε οι ίδιοι. Υπάρχει το ταλέντο του κυνηγού, μοναδικό και ιδιαίτερο στον καθένα. Περνούν πουλιά μπροστά σου και κοιμάσαι, ή είσαι μια υπερευαίσθητη κεραία, μια αντίληψη που πιάνει πολλά. Και κυνηγώντας γίνεσαι καλύτερος κυνηγός; Μάλλον ναι. Στο ερώτημα, δηλαδή, αν διαβάζεις αυτό που είσαι ή είσαι αυτό που διάβασες και σε καλλιέργησε, θα απαντούσα: κυρίως το πρώτο. Έχω σκεφθεί ότι ως αναγνώστης που διάβασε Τα τρία γουρουνάκια παιδί, και ως θεατής που είδε τις Τρεις αδελφές ενήλικας, είμαι το ίδιο. Θυμάμαι να δονούνται οι ίδιες χορδές. Καλλιεργούμε λοιπόν μάλλον αυτό που είμαστε. Ή αυτό που είμαστε καλλιεργείται περαιτέρω με τα κείμενα που μας μεγαλώνουν. Είμαστε παράσιτα της ομορφιάς.
Υπήρξαν περίοδοι στη ζωή σας στη διάρκεια των οποίων δεν διαβάζατε καθόλου βιβλία; Υπήρξαν μήπως υπολογίσιμα χρονικά διαστήματα που δεν διαβάζατε κάποιο συγκεκριμένο είδος (μυθιστορήματα, ποίηση, δοκίμια);
Ναι. Υπήρξαν περίοδοι στη ζωή μου που δεν διάβασα. Κυρίως δεν έγραψα. Μετά το γάμο μου. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με καθήλωσε στην αυτάρκεια της πραγματικότητας και με έκανε να νιώθω ευτυχής και επαρκέστατος. Ίσως μια νέα συνθήκη ασφάλειας, έλλειψη ανησυχίας, σταθερότητα. Χρονικά συνέβη τότε. Τώρα πια καταλαβαίνω ότι με τους ρυθμούς που διαβάζω θα φύγω απ’ τη ζωή με τεράστια άγνοια και ελλείμματα. Συγγραφείς, περίοδοι και αιώνες δημιουργίας, πρόσωπα και έργα. Κατάλαβα επίσης ότι από κάποια στιγμή και μετά οι άλλοι δεν μου προσφέρουν πια τίποτε. Ο διάλογος γίνεται με τον εαυτό σου. Οι άλλοι και τα κριτήριά τους είναι ένα πεδίο αδιάφορο ή συγκεχυμένων «αληθειών». Συζητάς με κάποιον και ενώ έχεις ακούσει απ’ αυτόν μια ενδιαφέρουσα κρίση πριν από καιρό, σου λέει μια ζυγισμένη αρλούμπα για ένα βιβλίο που ήταν ασήμαντο. Μέχρι μιαν ηλικία μαθαίνεις να ακούς, να σέβεσαι και να ζυγίζεις. Από μια ηλικία και μετά αν συνεχίσεις αυτή την άσκηση δημοκρατίας θα τρελαθείς. Είσαι, και πρέπει να είσαι, το κριτήριό σου. Εσύ αξιολογείς, εσύ δίνεις τα βραβεία, εσύ έχεις την εικόνα της αξίας. Το κριτήριό σου είναι μια άσκηση και μια υποχρέωση στην αριστοκρατική πρακτική. Είσαι η αλήθεια της κρίσης, το αναντίρρητο υποκείμενό της. Ζεις με αυτή την αυθεντία. Γύρω σου βράζει ένα καζάνι. Εκεί που δεν υπάρχουν οι άθλιες σκοπιμότητας και τα μαγειρέματα (Βραβεία, δημοσιεύσεις), εκεί που δεν υπάρχει η συμπάθεια και η αντιπάθεια, υπάρχει φοβάμαι κάτι χειρότερο: η Βαβυλωνία της ακρισίας. Και τα δύο είναι περιττά και άχρηστα για το βλέμμα σου.
Ο Ρολάν Μπαρτ ξεχώριζε τα βιβλία που διάβαζε αποκλειστικά για την απόλαυση, τα οποία τα έπαιρνε στο κρεβάτι του, «έπιπλο της ανευθυνότητας» καθώς το έλεγε, από τις αναγνώσεις που προορίζονταν για την εργασία του, τις οποίες τις έκανε στο γραφείο, «έπιπλο της υπευθυνότητας». Κάνετε εσείς κάποια τέτοιου είδους διάκριση κατά την αναγνωστική σας πρακτική;
Δεν κάνω την διάκριση του Μπαρτ, μολονότι την καταλαβαίνω. Δεν έχω βιβλία απόλαυσης στο κρεβάτι μου και βιβλία για εργασία στο γραφείο μου. Ασχολούμαι μόνο με σελίδες της «απόλαυσης». Να κάνω μια παρέκβαση: δεν μου αρέσει αυτό το «απόλαυση», μου θυμίζει ερωτισμό, ενώ αυτό που νιώθω είναι μια σχέση ασκητική και ικανοποίηση αυστηρά πνευματική. Εν πάση περιπτώσει, αυτή η τέρψη με γονιμοποιεί. Ακόμα και η απλούστερη εικόνα σε μια αφήγηση. Όταν διαβάζω στον Ζέμπαλντ «…ο γιακάς του πουκαμίσου του παραήταν πλέον φαρδύς για τον ζαρωμένο λαιμό του, που μπαινόβγαινε σαν φυσερό του ακορντεόν, όπως σε ορισμένα πουλιά ή στις χελώνες», η γνωστή αναφορά που ξέρω από παιδί με γεμίζει με τη χαρά με τη συγγένεια του βλέμματος. Δεν είναι μόνο το υψηλό, θέλω να πω, που τέρπει. Το κάθε τι που μας σταματά μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται ισχυρό κίνητρο και υλικό εργασίας. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα βιβλία (πόσες ιδέες, πόσα σπρωξίματα) υπάρχουν στους στίχους μου και πόσα στα πεζά μου. Είμαι ένας μεθοδικός «κλέφτης». Έχω γράψει στις Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι (Νεφέλη, 2000): «ας εξασφάλιζα την υψηλή κερδοφορία ενός κειμένου μου, έστω και με κεφάλαιο που οφείλω σε πιστωτές. Θα αρκούσε και μόνο μια κατασκευή του Μεσαίωνα φτιαγμένη από τα ετερόκλητα υλικά προγενέστερων κτισμάτων (ο ναός της Γοργοεπηκόου π.χ.) για να μου θυμίσει και να με βεβαιώσει, με τα δάνεια μέρη του, ότι δεν παύω παρ’ όλα αυτά, να είμαι σημαντικός και απολύτως πρωτότυπος δημιουργός. Η επιφύλαξη για τη χρήση του ξένου στοιχείου είναι η σεμνοτυφία του ανασφαλούς, ενώ ο οξυδερκής, με ξέγνοιαστη ειλικρίνεια αναδεικνύει αμέσως την καινούργια πείρα, τις ιδέες και τον χαρακτήρα τους. Τίποτε δεν έχει ολοκληρωθεί χωρίς τα αδρανή μέρη ενός κουρασμένου απ’ το χρόνο τεχνήματος, που και το ίδιο θα επιθυμούσε να αναλωθεί στην προοπτική του νέου».
Χρησιμοποιείτε κάποια μηχανή ηλεκτρονικής ανάγνωσης (e-reader); Ανεξάρτητα από την πιθανή ή βέβαιη μελλοντική πορεία του ενός και του άλλου μέσου, σας χαρίζει την ίδια απόλαυση και ωφέλεια η ανάγνωση ενός κειμένου τυπωμένου σε χαρτί και του ίδιου κειμένου σε ψηφιακή μορφή;
Δεν με ενδιαφέρει η ηλεκτρονική ανάγνωση, προς το παρόν.
Μπορείτε να επιλέξετε πέντε βιβλία από τη βιβλιοθήκη σας που είναι πολύ σημαντικά για σας, ανεξάρτητα ενδεχομένως από τη λογοτεχνική τους αξία ή από οποιοδήποτε άλλο καλλιτεχνικό κριτήριο;
Τα βιβλία που θα μπορούσα να διακρίνω με βάση την ερώτησή σας είναι Ο Γατόπαρδος, του Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, για το κλίμα ενός κοινωνικού λυκόφωτος, της στιγμής που τον 19ο αιώνα αποσύρεται από το προσκήνιο η τάξη της αριστοκρατίας και στη θέση της ανεβαίνουν οι αστοί με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο χθεσινός κόσμος του Τσβάιχ, γιατί είναι ο κόσμος της μεσευρώπης, της μεγάλης σε αίγλη Αυστροουγγαρίας που δύει, τη διαδέχεται η δημοκρατία, η οποία στη συνέχεια παραδίδει (με τον ενθουσιώδη λαό να πανηγυρίζει) την εξουσία στο Ναζισμό. Παρέκβαση. Διάβασα την αλληλογραφία δύο σπουδαίων Αυστριακών στην εξορία. Του Τσβάιχ και του Γιόζεφ Ροτ. Τη δημοσιεύσαμε στο τελευταίο Δέντρο. Ο Τσβάιχ, ένας καλλιεργημένος αστός, ο Ροτ (μεγάλος συγγραφέας, για τον οποίο ο Κούντερα λέει ότι του οφείλει πάρα πολλά), το ’33 είναι αλκοολικός. Υπάρχει μια σκέψη οργής, κατήφειας, αλλά και αλήθειας, που γράφει στον Τσβάιχ. Έχοντας διαφύγει από τη φρίκη του Χιτλερισμού μιλά για την χαμένη ποιότητα και τις αξίες μιας παλιάς ζωής. «…Θεωρώ δειλία να μην παραδεχόμαστε σήμερα ότι έφτασε η ώρα να νοσταλγήσουμε τους Αψβούργους. Θέλω να επανέλθει η βασιλεία, και επιμένω να το λέω». Την ίδια φράση έχω ακούσει στο Παρίσι από στοχαστικούς Πέρσες εξόριστους κι ακόμα προχθές από έναν Αλγερινό γνωστό μου, παλαιοπώλη («…κι όμως υπήρχε, κύριε, κάτι χειρότερο από την αποικιοκρατία»). Με τις ανατροπές, όπως έλεγε ο Καστοριάδης, χάνουμε, μαζί με τα «ξερά», τις μεγάλες αξίες, ενώ δεν ξέρουμε (ή μάλλον ξέρουμε) τι ακολουθεί. Άλλα βιβλία στο πνεύμα της ερωτήσεώς σας: Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, Γαλλικός 19ος αιώνας, Φλομπέρ, Σταντάλ. Κάθε μέρα μπορεί κανείς να ανακαλύπτει αυτή τη χαρά όπως τη λέτε. Χθες το βράδυ, είδα την κινηματογραφική ταινία Ο Ρόζενγκρατς και ο Γκίλτεστερν είναι νεκροί. Πρόκειται για το θεατρικό έργο του Σαμ Στόπαρντ που αρχίζει από εκεί όπου τελειώνει ο Άμλετ. Ποιο θέατρο να δεις μετά απ’ αυτό; Το είχα διαβάσει μικρός, είχα δει και μια παράσταση στο Ρεξ, νομίζω. Αλλά τώρα, στην ηλικία μου, βρέθηκα πια κοντά στις διαστάσεις του. Όπως λέω κάπου, το καλύτερο διάβασμα γίνεται με γυαλιά πρεσβυωπίας. Ευτυχώς που το έβλεπα σε dvd. Λόγος Σεξπιρικός, που χρειαζόταν διαρκώς να τον διακόπτεις, να επιστρέφεις, να ξαναδιαβάζεις, να σημειώνεις. Όχι το ακαριαίο της αίθουσας που είναι το βιαστικό πέρασμα ενός θησαυρού. Σημείωνα βιαστικά, με συγκίνηση, πράγματα που μου χρειάζονται να τα ξαναδώ, να τα διαβάσω σε κάποιον, κάπου να τα βάλω: «Για όλα τα σημεία της πυξίδας υπάρχει μόνο μια κατεύθυνση. Κι ο χρόνος είναι το μόνο μέτρο».
Και βέβαια θέλω να σημειώσω συγγένειες και γειτνιάσεις με τις αναγνώσεις μου, την αντίληψη του κοινού και της διαφοράς που υπάρχει με μια ξένη σελίδα. Σημείωσα κάποτε, όπως κάνω συχνά, την εξής παρατήρηση: «Ένα στοιχείο που εμπλούτισε την ταξιδιωτική βαλίτσα ως σύμβολο είναι οι ρόδες που προστέθηκαν εδώ και δυο τρεις δεκαετίες. Πρώτον, γιατί τόνισαν την εικόνα της κίνησης και της κινητικότητας, την αποδέσμευσαν από τη μυϊκή δύναμη του ταξιδιώτη και του αχθοφόρου, και δεύτερον με το θόρυβο των μικρών τροχών (ακούστε τη Συμφωνία των τροχών σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό, έναν σταθμό μετρό που πάει στο αεροδρόμιο, στις εισόδους των αεροδρομίων). Ο θόρυβός της είναι μια γοητευτική εισαγωγή στον μεγάλο θόρυβο της απογειώσεως, στην απομάκρυνση, στη συγκίνηση, την ταραχή για το μακρινό. Οι τροχοί προαναγγέλλουν πανηγυρικά το ταξίδι». Και μερικά χρόνια μετά, ξεφυλλίζοντας ένα σύγχρονο αμερικανικό μυθιστόρημα, διάβασα την εξής παράγραφο: «Μερικές φορές υποκλίνομαι στην ιδέα του άλλου. Μια ιδέα απλή και τέλεια που απορείς πώς ο κόσμος κατάφερε να επιβιώσει τόσα χρόνια χωρίς αυτή. Τριάντα χιλιάδες χρόνια κουβαλούμε τα βάρη μας, ιδροκοπώντας και κοπιάζοντας καθώς μετακινούμαστε. Δεν είναι πως μας έλειπε ο τροχός. Αλλά γιατί έπρεπε να περιμένουμε το τέλος του 20ού αιώνα για να δει το φως αυτό το μαραφέτι;» Έχω επικεντρώσει το βλέμμα στο ίδιο αντικείμενο με εκείνον, αλλά στη σκέψη του Αμερικανού συγγραφέα ήταν η βαλίτσα και η εξέλιξή της. Σε μένα το ίδιο αντικείμενο ήταν πασπαρτού, ταπετσαρία, το υλικό μιας ατμόσφαιρας. Αυτό που φοβάμαι, δηλαδή, ως αδυναμία μου. Η επιμονή μου στο ύφος (του κειμένου, αλλά και του κόσμου) νομίζω πως είναι έλλειψη για το καίριο που πια προσπαθώ να την ελέγχω. Μια φορά, στα τριάντα μου, κάποιος φίλος, μου είχε πει: «Εσύ, αν ήσουν παρών στη Συμφωνία της Γιάλτας, θα εντυπωσιαζόσουν από ένα κουμπί στο σακάκι του Ρούσβελτ, μπορεί και από τη μπέρτα του». Θέλω να πω ότι οι ξένες σελίδες δεν είναι μόνον παράθυρα αλλά και καθρέφτες. Η ανάγνωση σου δίνει πολλές ευκαιρίες να δεις το μυαλό και το αίσθημά σου. Να βελτιώσεις με κάθε τρόπο αυτό που είσαι. Με την ανάγνωση πάλι: Στο δεύτερο της Νομικής διάβαζα «Το Φύλλο» του Βασιλικού. Δεν το θυμάμαι πια, ήταν όμως για ένα φυτό που χάρισαν σε κάποιον, σε ένα διαμέρισμα, και αυτό άρχισε να μεγαλώνει ανεξέλεγκτα. Πέρασε στα διπλανά διαμερίσματα (οι ρίζες του ή τα κλαδιά, δεν είμαι βέβαιος), και γκρέμιζε τα πάντα. Με είχε εντυπωσιάσει η ιδέα, που τη βρήκα να μοιάζει εντυπωσιακά με το θεατρικό του Ιονέσκο, τονΑμεδαίο, το οποίο διάβασα την ίδια εποχή. Και τι χαρά (πνευματική χαρά), όταν μετά από χρόνια, σε μια συζήτηση που κάναμε με το Βασιλικό για το Δέντρο, επιβεβαίωσε τη νεανική μου εντύπωση. Ότι «Το Φύλλο» είναι επιρροή του Ιονέσκο που είχε διαβάσει τη δεκαετία του ’50. Η συζήτηση, εξαιρετική για τα στοιχεία της μεταπολεμικής γραμματείας μας, είναι δημοσιευμένη στοΔέντρο. Γιατί το λέω αυτό; Όχι βέβαια για να ισχυριστώ ότι είμαι αστυνομικό ή κριτικό δαιμόνιο, αλλά για να υπογραμμίσω αυτό που τόνισα προηγουμένως. Την ανάγκη να συνομιλείς αδιαμεσολάβητα με το έργο και μ’ αυτό να αναγνωρίζεσαι. Τώρα (και πάντα, βέβαια) βλέπω ένα κοινό που περιμένει το λόγο του κάθε και της κάθε «ειδικού», που στη συνείδηση των άλλων είναι μέγεθος πανίσχυρο. Θυμάστε τον Πρίγκιπα της Αυστροουγγαρίας που ταξιδεύει στο πλοίο, στο φιλμ Και το πλοίο φεύγει του Φελίνι; «Να ρωτήσουμε», λένε οι ακόλουθοι όταν προκύπτει κάτι πολύ σοβαρό, «τον πρίγκιπα. Τι θα πει ο πρίγκιπας!». Αυτός, χοντρός, αγένειος, ένστολος, ένας υπερμεγέθης μπούλης, αργεί να απαντήσει, σιωπά, και ξαφνικά εκστομίζει κάτι ακατάληπτο, ενώ αυτοί που τον ακούνε στοχάζονται εμβριθώς, σαν να τους μίλησε ο ουρανός. Τα μάτια μας, κυρίως, θέλω να πω (αν έχουμε), και συχνά το χαμόγελό μας, αντί για έναν οιωνό του πρίγκιπα που διοικεί την αυτοκρατορία.
- Ο Κώστας Μαυρουδής είναι συγγραφέας και συνεκδότης του περιοδικού “Το Δέντρο”. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι η ποιητική συλλογή “Τέσσερις εποχές”, εκδόσεις Κέδρος.