Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Σκέψεις μετά την ανάγνωση δυο κειμένων του Κώστα Μαυρουδή



Της Πόλυ Χατζημανωλάκη

Ο Καρλ Γιουνγκ σε μια επιστολή του στον Τζέημς Τζόυς, όταν εκείνος είχε στείλει για να διαβάσει τον Οδυσσέα του, του έγραψε,  ότι μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες που κατέβαλε για να τον διαβάσει, τελικά τα κατάφερε αφού μπόρεσε να προσεγγίσει το κείμενο επινοώντας αυτό που ονόμασε  “visceral reading”. Μια ανάγνωση δηλαδή που δεν έγινε με το νου, αλλά κατεβάζοντας το κατώφλι της συνείδησης,  ώστε το κείμενο να τον προσεγγίζει στα σπλάχνα του…

Αναφέρω αυτή την εικόνα από την τέχνη της  ανάγνωσης – εκεί που για να προσεγγιστεί ένα σπουδαίο έργο ο επαρκής αναγνώστης επινοεί και ομολογεί  ένα  «τέχνασμα»,  για να την μεταφέρω στην τέχνη της  γραφής και μάλιστα της  ποίησης. Εκεί δηλαδή που ο ποιητής, επιλέγει να κατεβάσει το κατώφλι των εσωτερικών νοητικών του αντιστάσεων και να εκτεθεί, επιλέγοντας το περιβάλλον την φιλόξενης (αν και ματαιωτικής) άνοιας του συνομιλητή του, του γονιού  του εν προκειμένω.  Αυτό θα του επιτρέψει να ανατρέξει και να αναδομήσει δημιουργικά  με τους συνειρμούς του και να επανέλθει στις κοινές τους αναμνήσεις, χωρίς να συναντήσει τις αντιστάσεις και τις απαγορεύσεις του πατρικού υπερεγώ, ποντάροντας έτσι σε μια  ενεργό ματαιότητα της επικοινωνίας. Αφού δεν μπορεί δηλαδή να πάρει άλλου είδους απόκριση μια και ο συνομιλητής του, εν ανοία, είναι προ πολλού απών… Η ποιητική συλλογή έχει τίτλο "Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια" 

Συνομιλίες λοιπόν με ένα φάντασμα, στοχασμοί για την ιστορία, τη μνήμη, το εφήμερο, στην παιδική ηλικία του αφηγητή – εκεί που ο ανιών τον κρατά σταθερά από το χέρι και του μεταδίδει αταβιστικά τον αισθητισμό της σκέψης του -  με την αγωνία πάντοτε σε αυτές τις συνομιλίες/αναδρομές να συλλάβει και να σταθεροποιήσει εικόνες, συνομιλίες, στιγμές από το παρελθόν, αφού όλα τα έχει παρασύρει το εφήμερο…

« με την αναπαράσταση ταριχεύουμε το τρέχον (το εφήμερο ζώο). Με την αναπαράσταση ακούει πάλι το όνομά του εκείνο που υπήρξε […] απέναντι στην κίνηση που ξεφεύγει, ο ποιητής βυθίζει τα γεγονότα στα υγρά, προσπαθώντας να στερεώσει κάτι ελάχιστο αυτού του περιπάτου»…


Προσπάθεια να στερεωθεί – ορολογία φωτογραφίας -  το ελάχιστο της μνήμης απέναντι στο εφήμερο, που ωστόσο αποτελεί το αναπόσπαστο πλαίσιο για να γίνει αυτή η στερέωση. Όπως ο Κικέρωνας με την περίφημη μεταφορά του για τη μνήμη, προς όφελος της τέχνης του της ρητορικής αντιστοιχίζει τις imagines agentes του,  σε χωριστά δωμάτια στο περίφημο παλάτι της φαντασίας του, όπου περιδιαβαίνει νοερά συλλέγοντας τα μέρη της ομιλίας του, έτσι και ο ποιητής μετατρέπει ολόκληρο το εφήμερον της ζωής του, σε μηχανισμό που πυροδοτεί τη διαδικασία της «στερέωσης»:

«με τη βροχή στη λεωφόρο που δεν προχωρεί συνήθως με παρηγορεί το ραδιόφωνο»

«πήγα και ψήφισα νωρίς με ελάχιστη κίνηση»

«εύκολα ανέβηκα την άδεια Κηφισίας, ακούγοντας στο Δεύτερο αναδρομή σε εκλογές του περασμένου αιώνα»

«ένα σοκολατάκι με γέμιση κονιάκ. Θα το ξετυλίξω εγώ. Κρατήστε το χρυσόχαρτο που σας αρέσει»…αναζητώντας πάντα, στην περιδιάβασή του από τα πιο λεπταίσθητα θέματα της ιστορίας, της ανάγνωσης, της μνήμης… το φάρμακον, το «αντίδοτο στο χρόνο»…

Τόνισα αυτή την ιδιόμορφα νοηματοδοτημένη αναφορά στην άνοια ως θερμοκήπιο για να βλαστήσει η ποιητική γραφής του Kώστα  Μαυρουδή, γιατί κατά σύμπτωση, αμέσως μετά από την ποιητική του συλλογή «Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια» διάβασα το μη δυνάμενο εύκολα να καταταγεί σε λογοτεχνικό είδος έργο του, την  «Στενογραφία», που βρίσκεται στον αντίποδα ακριβώς αυτής της γραφής. Τα άνθη που καλλιεργούσε  προστατευμένα στη θαλπωρή του θερμοκηπίου των συνομιλιών εν ανοία, ευρίσκονται αίφνης εκτεθειμένα στις σκληρές καιρικές συνθήκες του αγρού…Μικρά ευθύβολα, ακριβή ποιητικά και στοχαστικά κείμενα, συγκροτούν τον άλλο πόλο όπου υπάρχει ο ποιητής. Το Σύμπαν της οξύνοιας που με τον σαφή και ενίοτε προκλητικό τρόπο της έκφρασης, ωθεί την λογική στα άκρα διατυπώνοντας λαμπερούς  «αφορισμούς» για την Ιστορία, την αισθητική, τη λογοτεχνία, για την προσωπική του μυθολογία με κοφτερή  συνέπεια,  καλούν τον απέναντι συνομιλητή, όχι μόνο να στοχαστεί αλλά κάποιες φορές να διαφωνήσει, να εξεγερθεί απολαμβάνοντας και θαυμάζοντας, χωρίς την υπεκφυγή της «άνοιας», την καταστατική συνθήκη του προηγούμενου τρόπου έκφρασης…

«…Όλα τα ογκώδη και δύσβατα αριστουργήματα της παγκόσμιας γραμματείας διατήρησαν το δραματικό περιεχόμενο των λεπτομερειών τους σε αριστοκρατική απομόνωση, μένοντας ανενόχλητα από τον μέσης αντοχής επισκέπτη»

γράφει, μιλώντας για τα γνωστά σύμβολα που αναφέρονται από τους πολλούς που δεν ολοκλήρωσαν την αναγνωστική διαδρομή σε κλασσικά έργα, και μιλούν μόνο για την κλεμμένη φρατζόλα του Γιάννη Αγιάννη, τους ανεμόμυλους στον Δον Κιχώτη και την περίφημη – κλισέ πια – αναφορά στην μαντλέν του Χαμένου Χρόνου…

Ή ακόμα

«η άμμος θυμίζει πάντα τη λογοτεχνία. Όχι μόνο με την έννοια της απειρίας, αλλά ως τόπος όπου ο αναγνώστης – στρουθοκάμηλος,  κρύβει το κεφάλι του, μένοντας ο υπόλοιπος βορά στον πραγματικό κόσμο»

Και ο συγγραφέας  όμως και τα κείμενά του, βορά στον πραγματικό κόσμο εδώ…

Εκείνο όμως που προέχει είναι πάντα η ποίηση. Εν ανοία ή οξυνοία, παραφράζοντας τον Ελύτη, και από τις δυο μου όψεις ίδιος είμαι. 


Πόλυ Χατζημανωλάκη
28.10.2011

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Υπάρχουν ενδιαφέρουσες επισημάνσεις στο άρθρο της κ. Χατζημανωλάκη. Όμως αυτό που ξέρει ο αναγνώστης σας είναι ότι τα δύο αυτά βιβλία δεν έχουν σχέση μεταξύ τους. Και το αντικείμενό τους και το είδος, και η στάση του συγγραφέα είναι τόσο διαφοερετική. "Το δάνειο του χρόνου" και η "Επίσκεψη σε γέροντα..." είναι κοινού θέματος. Τη "Στενογραφία" την κατατάσσω στα βιβλία δεξιοτεχνίας, περισσότερο.

Ν.Δ.