Σάββατο 30 Μαΐου 2009

Ένας αδύνατος διάλογος


Όταν επιστρέφουμε στην Πάτρα ή την Ηγουμενίτσα έχοντας διαπλεύσει την Αδριατική, η σύγκριση εκείνου που αφήσαμε με την εικόνα αυτού που έχουμε μπροστά μας (αποτύπωμα της μεταποιμενικής μας αναίδειας) αποδίδει δύο μελαγχολικά ασύμπτωτες μεταξύ τους προτάσεις. Είμαστε ο αντίποδας εκείνου του Άγγλου, ο οποίος εκστασιαζόταν όταν έφτανε στις γαλλικές ακτές. Εκτός από το ασύγκριτο πνεύμα της χώρας, τον ενέπνεε παν ό,τι συνιστούσε τον συνολικό, καθημερινό πολιτισμό της. Τον έθελγε, λοιπόν, ο τρόπος που ο γάλλος χασάπης έκοβε το κρέας, θαύμαζε τη σοβαρότητα και την τάξη των φαρμακείων, ζήλευε τους καλούς τρόπους των παιδιών στα εστιατόρια, εκστασιαζόταν με τις πινακίδες των γαλλικών δρόμων (μερικές απ’ τις οποίες σε ειδοποιούσαν μέχρι και για το αν υπάρχει εποχικό κατρακύλισμα τεύτλων στο οδόστρωμα), φωτογράφιζε με μανία τα υπέροχα κτίρια των Δημαρχείων, και απολάμβανε το κρασί που μπορούσες να πιεις στις υγρές κάβες των αγροτικών δρόμων, όταν σταματούσε για λίγο την οδήγηση.



Μιλώντας για την κουλτούρα και για τον πολιτισμό στον δικό μας τόπο, είναι πάντα ενδιαφέρον να βλέπουμε τις μεταξύ τους σχέσεις, και επιπλέον να επιχειρούμε την αναπόφευκτα μεμψίμοιρη αλλά αναγνωριστική σύγκριση με άλλες κοινωνίες, που γνώρισαν το χαμόγελο του ουμανισμού, σχετίστηκαν με τον ορθό λόγο, και παρακολούθησαν τη γέννηση της αστικής ζωής. Είχα επισκεφθεί πριν από λίγα χρόνια μια έκθεση ιταλών Ιμπρεσιονιστών στο Τρεβίζο. Μπροστά σ’ έναν εντυπωσιακό πίνακα, τη «Γυναίκα σε κήπο», είχε συγκεντρωθεί, αθόρυβη και ήρεμη, η πρώτη τάξη ενός σχολείου. Αν η σιωπή παραπέμπει στη στοχαστικότητα, εκείνοι οι μικροί επισκέπτες ήταν εντυπωσιακή μικρογραφία διανοητών. Το κορίτσι που τα συνόδευε (βγαλμένο από ένα ξανθό παραμύθι ευγένειας), τους πρότεινε να καθίσουν στο πάτωμα και άρχισε να ρωτά χαμηλόφωνα. «Τι βλέπουμε απέναντί μας;» «Μια κυρία!», είπε ένα παιδάκι. «Γιατί είναι πράσινο το φόντο του πίνακα;». «Διότι είναι κήπος!» απάντησε ένα άλλο παιδί.

Η κομψή κοπέλα συνέχισε να ρωτά. «Γιατί έχει λευκό φόρεμα και λευκό δέρμα αυτή η κυρία;». Τα παιδιά δίστασαν και έμειναν στο ρόλο της ακρόασης . «Η κυρία αυτή, λοιπόν, ανήκει στην αριστοκρατία της εποχής. Αυτή η τάξη, που δεν υπάρχει πια με τον ίδιο τρόπο, είχε κατοικίες με μεγάλους κήπους και μπορούσε να παραγγείλει έναν ακριβό πίνακα στον ζωγράφο. Το δέρμα της είναι λευκό, σε αντίθεση μ’ αυτό ενός εργαζόμενου, και είναι σε αρμονική αντίθεση με το πράσινο του φόντου».Η συζήτηση, φαντάζομαι, συνεχίστηκε. Εμείς προχωρήσαμε σε άλλη αίθουσα.

Το περιστατικό, μπορούμε να σκεφθούμε, είναι μέρος μιας στοιχειώδους παιδαγωγικής, που αφορά —αν το λέγαμε πομπωδώς—, τις μεταδόσιμες «αξίες της τέχνης του ωραίου». Μ’ άλλα λόγια, οι παιδευτικές δυνάμεις μιας κοινωνίας παράγουν το αυτονόητο: τη στοιχειώδη αγωγή των παιδιών. Η υλική έννοια του πολιτισμού και οι ειδικές αγωγές της, έχουν στην κοινωνία αυτή κοινές αφετηρίες και αξίες, κοινή ιστορία και πρόταση. Αυτό, μ’ άλλα λόγια, που συναντούμε βγαίνοντας από τις αίθουσες (η πόλη, οι πλατείες, οι ναοί) είναι ομότροπη ποιότητα των παιδευτικών προτάσεων, εξ αίματος συγγενής της αγωγής. Χωρίς υπερβολή άλλωστε μπορούμε ισχυριστούμε ότι βλέποντας, και μόνον, εικόνες ενός δρόμου ή μιας πλατείας, πανεύκολα υποθέτουμε το πολιτισμικό βάθος του τόπου, τη σοβαρότητα της οργάνωσής του ή ακόμα το πώς εκδηλώνεται και τι βάθος μπορεί να έχει η καθημερινή ζωή του.

Αντίθετα, ένα άμορφο σκηνικό, χωρίς ταυτότητα (αφού στη φυσική και τη δημιουργική ζωή όλα ταυτοποιούνται από τη μορφή) δύσκολα μπορεί να είναι το ίδιο δημιουργός μορφών. Ζώντας σε ένα ανάλογο περιβάλλον (το άμορφο είναι πολλά σκαλοπάτια κάτω από το άσχημο, που σε τελευταία ανάλυση είναι αισθητική κατηγορία), είμαστε μάρτυρες αυτού του βάναυσου κενού. Αυτή η συνθήκη είναι που κάνει κατανοητό γιατί και πώς, π.χ., νιώθουμε τόσο έκθετη και παράλογη τη δημοσίως εκτιθέμενη τέχνη, όταν αυτή δεν προτείνεται με τη γελοιογραφική εκδοχή της. Η γύρω μας εξαρθρωμένη εικόνα τραυλίζει απέναντι στην απόλυτη πνευματική πειθαρχία που είναι το έργο. Το ίδιο δεν συμβαίνει, αν από το αυτοκίνητό μας ακούμε ένα συμφωνικό κομμάτι επιχειρώντας να το αντιληφθούμε σε σχέση με τον αθηναϊκό ορίζοντα; Έχουμε όχι απλώς την εντύπωση του ανακόλουθου, αλλά του βίαια εχθρικού.Με δυο λόγια καμιά δημιουργική μορφή δεν συνάπτεται στο κενό της μη εικόνας. Δεν υπάρχει «κάδρο» γι’ αυτήν. Έτσι, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί στο περιβάλλον μας θα ήταν περισσότερο οικείες ως «καλαισθητικές» προτάσεις παντός είδους ανεικονικές αυθαιρεσίες. Κατανοώ τον θεατή εαυτό μου, που μια μέρα διαπίστωσε ότι στην Αθήνα οι σωροί των απορριμάτων (η γνωστή εικόνα των απεργιών) μπορούν να φαίνονται ως απόλυτα φιλική πρόταση (αυτό που ονομάζουμε εγκαταστάσεις, installations) αναντίρρητα ενταγμένες στο άναρθρο —εξίσου ασήμαντο— περιβάλλον. Αντίθετα, το έργο πάντα συνδέεται με ένα δυναμικό συγκεκριμένης ποιότητας που πρέπει να το περιβάλλει. Είναι αδιανόητο εν κενώ. Από εδώ θα έπρεπε να αρχίζει η συζήτηση, που με δυο λόγια συνοψίζεται στο ζήτημα, ποια νεοελληνική εικόνα θα υποδεχθεί και θα εντάξει στα δεδομένα της την πρόταση της μυθοποιημένης εικόνας (σινεμά, ζωγραφική, θέατρο), ποιο περιβάλλον θα συνομιλήσει με την πρόταση της πλαστικών μορφών, ποια περιρρέουσα έκφραση θα αναδεχθεί τη γραφή και το λόγο της.

Κ.Μ.

33 σχόλια:

Babis Dermitzakis είπε...

Κάνω αποκοπή και επικόλληση για να σχολιάσω: «Το ίδιο δεν συμβαίνει, αν από το αυτοκίνητό μας ακούμε ένα συμφωνικό κομμάτι επιχειρώντας να το αντιληφθούμε σε σχέση με τον αθηναϊκό ορίζοντα; Έχουμε όχι απλώς την εντύπωση του ανακόλουθου, αλλά του βίαια εχθρικού».
Έχεις απόλυτο δίκιο. Γι αυτό κι εγώ όταν βρίσκομαι στο αυτοκίνητό μου, όπου έχω το ραδιόφωνο μόνιμα στο Τρίτο Πρόγραμμα, όταν ακούω ένα συμφωνικό κομμάτι δεν επιχειρώ να το αντιληφθώ σε σχέση με τον αθηναϊκό ορίζοντα. Δεν επιχειρώ καν να το αντιληφθώ σε σχέση με το περιβάλλον. Αποτελεί μια όχληση για μένα να μιλήσω και να πω «όχι» στης γης τον κολασμένο που θέλει να μου καθαρίσει το παρμπρίζ, γι αυτό του κάνω σιωπηλά νόημα να το καθαρίσει, και σκύβω να πιάσω κάποια σεντς να του τα δώσω, αφοσιωμένος πάντα στην ακρόαση. Έχω επίσης εξασκήσει τα αυτιά μου να μην ακούν την κόρνα του προπορευόμενου οδηγού, που κορνάρει σαν μανιασμένος γιατί ο μπροστινός του, αφηρημένος, δεν ξεκίνησε ακριβώς το δευτερόλεπτο που άναψε το πράσινο.

Ανώνυμος είπε...

Mπάμπη, μου δίνεις την ευκαιρία να συμπληρώσω ότι δεν έχει διαφορά ακόμη και το θεωρούμενο αυτόχθον στοιχείο. Βλέπω συχνά χορευτές με τις παραδοσιακές στολές τους να χορεύουν με φόντο τις πολυκατοικίες της ελληνικής επαρχίας. Το περιβάλλον, και σ' αυτή την περίπτωση αρνείται να γίνει τόπος συνομιλίας μιας αυθεντικής έκφρασης (μιας μορφής που επιζεί) και γίνεται αυθάδεια, αναίδεια, ότι ακριβώς είναι κάθε αμορφία που παριστάνει την ταυτότητα.

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ μου Κώστα,
με αυτό το κείμενο με έκανες να θυμηθώ πόσο συχνά είχαμε την κουβέντα για τις εικόνες με τους σωρούς σκουπιδιών (βλ. ενίοτε και με τα ετερόκλητα αντικείμενα των παλιατζήδων, έτσι όπως είναι στοιβαγμένα), ή πάλι το περιστατικό με τη μουσική στο αυτοκίνητο.
Από τη μεριά μου, μια άλλη μελαγχολική διαπίστωση/ανάμνηση από επισκέψεις σε πόλεις που αντιπροσωπεύουν ό,τι περιγράφεις (κοινωνίες που γνώρισαν ουμανισμό κ.λπ.) είναι να επιστρέφει ΟΔΥΝΗΡΑ η αίσθηση εκείνης της έντονης οικειότητας και ανεξήγητα περιέργης συνάφειας με έναν χώρο όπου δεν έχεις ξαναβρεθεί. Να νιώθεις μεμιάς ενσωματωμένος στο "ξένο" τοπίο που σε περιβάλλει σαν κουκούλι. Σαν ένας καινούργιος έρωτας. Να γεμίζεις από ενθουσιασμό και αισιοδοξία. Να μπορείς να περπατάς ακούραστα χωρίς χάρτη στα στενά δρομάκια ή τις λεωφόρους του, να χάνεσαι και να ξαναβρίσκεσαι στην αφετηρία σου, προσανατολιζόμενος με βάσει π.χ. τον ποταμό που διασχίζει την πόλη, ή ένα κτήριο του οποίου η κορυφή αιωρείται ανάμεσα στα σύγχρονα κτίσματα. Και στο τέλος της περιήγησης/ταξιδιού, να διαπιστώνεις ότι σε κατέχει ένα δέος για ό,τι είδες και θαύμασες, το οποίο όμως μεταμορφώνεται σε δέος για κάτι που μπορείς να πλησιάσεις και να ζήσεις μέσα του, κι όχι κάτι αποτρόπαιο και εχθρικό.
Και από την άλλη να φθείρεσαι και να απογοητεύεσαι από την αμορφία πόλεων όπου απουσιάζει το "κάδρο" όπως λες.
Αμφιβάλλω αν ο αδύνατος διάλογος θα γίνει ποτέ δυνατός...

Ανώνυμος είπε...

"Ο Ράσκιν δεν αντιλαμβάνεται το κάλλος σαν αντικείμενο απόλαυσης, αλλά σαν πραγματικότητα σημαντικότερη απ' τη ζωή", γράφει ο Πολ Μοράν στις "Βενετίες". Και συνεχίζει: "Τα κανάλια της Βενετίας είναι μαύρα σαν το μελάνι. Είναι το μελάνι του Ζαν-Ζακ, του Σατομπριάν, του Μπαρές, του Προυστ. Το να βουτάς την πένα σου εκεί είναι πάνω από καθήκον που αφορά έναν Γάλλο, είναι απλώς καθήκον"
Αυτά για το "Εγκώμιό" σου στις πόλεις, αγαπητέ Ανώνυμε.

Babis Dermitzakis είπε...

Να υποκλιθώ κι εγώ στην Τέχνη,παρόλο που κολλάει περισσότερο σε προηγούμενη ανάρτηση. Θυμάμαι που, μαθητής, στις εκδρομές που πηγαίναμε στον άγιο Ανδρέα στην Ιεράπετρα, έβλεπα το κίτρινο στα "ξυνίδια", στους χειμωνιάτικους αγρούς, μέσα από το κίτρινο του Βαν Γκογκ. Πιστεύω πως έβλεπα κάτι παραπάνω από τους συμμαθητές μου, ή μάλλον απολάμβανα κάτι παραπάνω από τους συμμαθητές μου. Το κίτρινο αυτό έχει μειωθεί, τη θέση του έχουν καταλάβει ξενοδοχεία.

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ κ. Δερμιτζάκη, αν το σχόλιό σας τελείωνε στην παρατήρηση θα ήταν ένα ποιητικό σχόλιο μνήμης. Το ότι γίνεται αναφορά στα ξενοδοχεία το καθιστά περισσότερο κριτικό λόγο περί τα νεοελληνικά δημόσια πράγματα. Η αναφορά σας μοιάζει πολύ με το βλέμμα του Πολ Μοράν στις "Βενετίες" που αναφέρει ο ανώνυμος πριν από σας.
Διαβάστε, αν δεν ξέρετε, αυτό το βιβλίο. Αφορά παλιές βενετσιάνικες κτήσεις, μεταξύ των οποίων και την Κρήτη (πριν καταντήσει έτσι)

Ανώνυμος είπε...

Συνεχίζω. Πράγματι, και εκείνος(ο Πολ Μοράν) ομολογεί κάπου σ' αυτό το βίβλίο ότι βλέπει τη φύση και τα φαινόμενα μέσα από πίνακες γνωστών ζωγράφων. Αυτό λέγεται Αισθητισμός. Μήπως και σεις θα μπορούσατε να εκφραστείτε και να δειτε τον κόσμο μέσω της μεγάλης τέχνης;

Babis Dermitzakis είπε...

Πρόστεσα το κριτικό σχόλιο αφού ξαναδιάβασα τον ποιητικό λόγο. Δεν γινόταν διαφορετικά, έστω και μόνο γιατί είμαι κριτικός λογοτεχνίας και όχι ποιητής, και μου αρέσει να διαβάζω περισσότερο κριτικά δοκίμια παρά ποίηση (θυμίζω παλιότερο σχόλιό μου). Το να βλέπω τη φύση μέσα από την τέχνη με κάνει νομίζω πιο suffisant δέκτη, όχι υποχρεωτικά πιο ευαίσθητο. Το ότι είμαι επαρκής πάντως με κάνει να απολαμβάνω περισσότερο την τέχνη.
Θα δώσω ένα παράδειγμα, που με οδήγησε σ' αυτή τη σκέψη. Στην κινηματογραφική λέσχη νομίζω του πανεπιστημίου βλέπαμε μια ταινία του Μπάστερ Κήτον. Ένα σωρό νύφες καταδίωκαν τον Μπάστερ Κήτον που έτρεχε σαν δαιμονισμένος να τους ξεφύγει. Όλοι γέλαγαν, αλλά νομίζω το δικό μου γέλιο ήταν πιο "επαρκές". Σαν μουσική υπόκρουση υπήρχε ο "Καλπασμός των Βαλκυριών" του Βάγκνερ. Παρωδούσε τις νύφες, όλες χοντρές και ατσούμπαλες, οιονεί συγκρίνοντάς τις με αυτές τις αμαζόνες του Βορρά.

Babis Dermitzakis είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Ανώνυμος είπε...

Θανάσης Μαρκόπουλος

Δεν έχω ευρωπαϊκές εμπειρίες, Κώστα, και δεν ξέρω αν η ευγενής εικόνα της πρώτης τάξης του σχολείου με την ξανθιά δασκάλα μπροστά στον πίνακα «Γυναίκα σε κή-πο», που είδες στο Τρεβίζο και παρουσιάζεις ως παράδειγμα παιδευτικής αγωγής, εί-ναι αντιπροσωπευτική. Θα μπορούσε και στον τόπο μας να δει κανείς παρόμοια εικό-να, αν και κατ’ εξαίρεση αναμφίβολα. Το επισημαίνω, γιατί είναι πολύ πιθανό, Έλλη-νας κι εσύ, να μην μπορείς να αποφύγεις την υπερβολή, που έτσι κι αλλιώς μας χαρα-κτηρίζει ως λαό. Έχεις απόλυτο δίκιο όμως, όταν αποφαίνεσαι πως ο τρόπος που ζει την καθημερινότητά του ένας λαός απηχεί το πολιτισμικό του βάθος και πως ένα σκηνικό αμορφίας δύσκολα μπορεί το ίδιο να δημιουργήσει μορφές.
Αναρωτιέμαι κι εγώ ποιο βάθος πολιτισμού μπορεί να διακρίνει κανείς στα ακόλουθα περιστατικά:
1. Δρόμος επαρχιακής πόλεως. Προσεγγίζω εποχούμενος φανάρι κόκκινο. Ακολουθεί άλλο όχημα, που κάποια στιγμή με πλευρίζει από δεξιά ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο. Υποθέτω πως θα παρκάρει. Τι πιο φυσικό για ένα νεοέλληνα! Αλίμονο όμως! Έπεσα έξω. Το αυτοκίνητο συνεχίζει την πορεία και βγαίνει μπροστά μου δέκα μέτρα πριν από το φανάρι.
2. Σεμινάριο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για τα στελέχη της Εκπ/σης σε κεντρικό ξενοδοχείο του άστεως μια μέρα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Σε κάποιο διάλειμμα ο πρόεδρος του επίσημου συμβουλευτικού οργάνου του Υπουργεί-ου Παιδείας συζητά στο πόδι και καπνίζοντας με ορισμένα στελέχη. Όταν τελειώνει το κάπνισμα, πετά το αποτσίγαρο στο στιλπνό δάπεδο του διαδρόμου μπροστά στα έκπληκτα μάτια των συνομιλητών και το σβήνει επιτυχώς με τη μύτη του παπουτσιού του.
3. 6η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης 2009. Επώνυμος εκδότης συ-ντονίζει παρουσίαση βιβλίου που εξέδωσε ο οίκος του. Στη διάρκειά της επιδιώκει επιθετικότατα, ενείδει χιούμορ υποτίθεται, τη μεταγραφή συγγραφέα στη δική του ομάδα, ενώ δεν παραλείπει να καλέσει ενψυχρώ το κοινό να αγοράσει το παρουσια-ζόμενο, διαφημιζόμενο για την ακρίβεια, βιβλίο των Εκδόσεών του.
Και στις τρεις περιπτώσεις η πρακτική έκφανση αντανακλά ένα αντίστοιχο επίπεδο πολιτισμού των πρωταγωνιστών. Κι αν στην πρώτη περίπτωση δεν μπορεί κανείς να είναι ιδιαίτερα απαιτητικός από έναν τυχαίο, αν και επικίνδυνο, άνθρωπο, χωρίς σπουδές πιθανότατα, στις άλλες δύο τα πράγματα είναι άκρως σοβαρά, γιατί αγοραία συμπεριφέρονται ένας καθηγητής πανεπιστημίου και ένας εκδότης, άτομα υψηλής κατά τεκμήριο καλλιέργειας. Υποτίθεται, γιατί κι εδώ για άλλη μια φορά α-ποδεικνύεται πως η επιφάνεια είναι το βάθος. Φαίνεται πως η κουλτούρα είναι κάτι ευρύτερο και βαθύτερο, πέρα από τις σπουδές, που πηγάζει από μια μακρόχρονη ου-μανιστική παράδοση, παραγωγική και δημιουργική, η οποία ποτέ δεν υπήρξε στον τόπο μας, όπως εύστοχα επισημαίνεις. Το αιφνίδιο πέρασμα από την αγροτοκτηνο-τροφική στην καταναλωτική, όχι απλώς αστική, ζωή, από τα κίτρινα δόντια του τσο-μπάνη στο λευκό χαμόγελο της Colgate, ανέτρεψε κάθε πιθανότητα ομαλής εξέλιξης του βίου. Αν είναι έτσι, εύλογα αναρωτιέσαι για το περιβάλλον που «θα συνομιλήσει με την πρόταση των πλαστικών μορφών» κι εγώ με τη σειρά μου εύλογα επίσης δι-καιούμαι να αναρωτηθώ πόσο είναι βρισιά κι όχι έγκυρη διαπίστωση το έξυπνο α-ναμφισβήτητα σύνθημα «Έλληνας είσαι και φαίνεσαι!», που τόσο εξαγριώνει τους εθνικών φρονημάτων ατέλειωτους νεοέλληνες.

Ανώνυμος είπε...

Σημαντικό, με εξαιρετικές παρατηρήσεις το κείμενό σας, κύριε Μαρκόπουλε.Το ζήτημα είναι ότι η έλλειψη ιστορικού και αισθητικού βάθους έχει συγκεκριμένες συνέπειες. Βλέπουμε, όλοι, και κρίνουμε μέσω των δεδομένων μας. Αξιολογούμε αναπόφευκτα με βάση αυτό που μας επιτρέπεται από το περιβάλλον, αφού, βέβαια, δεν υπάρχει ούτε δημιουργία ούτε αγωγή εν κενώ. Έτσι, αντιμετωπίζουμε στα σοβαρά, στοιχειώδη δημιουργικά μεγέθη μόνο γιατί είναι ιθαγενή (μια υποχρέωση που απορρέει θάλεγες από την εντοπιότητά τους) και τα τοποθετούμε πλάι σε μεγάλες αξίες.Αυτό είναι η σύγχυση.

Babis Dermitzakis είπε...

Το να ανακυκλώνουμε τις επισημάνσεις μπορεί να μας παρηγορεί, όμως δεν είναι λύση. Ο Μαρξ και ο Έγκελς επισημάνανε ότι ο καπιταλισμός στύβει τον εργαζόμενο και έγραψαν το κομμουνιστικό μανισφέστο, οι Έλληνες διαφωτιστές (διαβάζω τώρα το βιβλίο του Δημαρά)έβλεπαν την οικτρή κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, και σαν λύση βρήκαν να αντλήσουν από τα φώτα των Ευρωπαίων και να διαφωτίσουν το λαό. Εμείς τι κάνουμε; Μάλλον διαβλέπουμε το ανίατο της αρρώστιας.

Ανώνυμος είπε...

Κώστα Μαυρουδή,
έβλεπα χθες -με απόλαυση αλλά και μέριμνα για την αναπαράσταση της εποχής- ως τα ξημερώματα μάλιστα (μετά από πολλά χρόνια) το πρώτο μέρος της ταινίας "1900" και σε θυμόμουνα. Συνομιλούσα νοερά μαζί σου. Πρωί πρωί έσπευσα στον υπολογιστή να βρω την τελευταία ανάρτηση κειμένου σου. Κειμένου που διάβασα με ενδιαφέρον και μάλιστα μέσα στη γοητευτική ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι αγαπημένες σου μουσικές. Όπως πάντα σχεδόν, διαφωνώ με την κεντρική θέση του κειμένου σου, αλλά γοητεύτηκα από το ύφος, την ατμόσφαιρα, τον προβληματισμό, τις απρόβλεπτες ενίοτε κριτικές παρατηρήσεις. Όντας λάτρης του ευρωπαϊκού πολιτισμού και έχοντας μια ιστορικιστική επιστημολογική τοποθέτηση, από τη μια πλευρά υποστασιοποιείς και μυθοποιείς το ευρωπαϊκό (χωρίς να βλέπεις τις σημαίνουσες και πολλαπλές "εσωτερικές" διαφοροποιήσεις του) ανάγοντάς το σε υπεριστορικό πολιτισμικό κανόνα, νοητό και προσβάσιμο, σε τελική ανάλυση, μόνο στην ίδια τη Δύση. Από την άλλη, του στερείς την δυνητική τουλάχιστον οικουμενικότητα που εμπεριέχει αφού το περικλείεις σε αδιάβροχα σύνορα, το εγγράφεις μονοσήμαντα στο στενό ιστορικό του συγκείμενο. Οι΄συντεταγμένες αυτές σε οδηγούν να βλέπεις, με αντίστροφη όμως αξιακή φόρτιση, και τη νεοελληνικότητα ιστορικιστικά με εμμονές συνέχειας, αυτοαναφορικότητας και ιδιαιτερότητας, που σε αναγκάζουν να εγκλωβίζεσαι μέσα στο σχήμα της παρέκκλισης από τον δυτικό κανόνα και της ιστορικής ιδιομορφίας. Όμως ο νεοελληνικός κόσμος δεν είναι ιστορικό κακέκτυπο της Δύσης, αλλά ιστορική κατασκευή. Αποτελεί οργανικό στοιχείο του δυτικού πολιτισμού και της ιστορικής εξέλιξης του δυτικού κόσμου, παρά τις προφανείς ή λανθάνουσες ιδιαιτερότητές του. Με άλλα λόγια, προσεγγίζεις τη νεοελληνική παθολογία σαν οριενταλιστής που έχει προαποφασίσει - συνειδητά ή ασύνειδα- ότι η Ανατολή είναι ένας χαοτικός και στάσιμος κόσμος. Ωστόσο, σε επιμέρους παρατηρήσεις σου συμφωνώ. Όμως, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο, όσες φορές επιχείρησα να ακούσω τις αγαπημένες μου μουσικές του Μεσσιάν και του Σατί στην Αθήνα ή στην ελληνική επαρχία (όπου ζω κατά το ήμισυ) διόλου δεν αισθάνθηκα ότι αυτή μου η πολιτισμική πρακτική ήταν εκτός τόπου και χρόνου, γραφική και αναντίστοιχη με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, γιατί ακριβώς ζούσα στη διάσταση της συγκίνησης που μου δημιουργούσε η οικουμενική τους δυναμική. Δυνητικά μιλούν σε όλους, μιλούν και σε εμένα. Συχνά στο Παγκράτι συναντώ τα απογεύματα μια μεσήλικη κυρία που περπατά με γοργό ρυθμό στην καθημερινή της βόλτα ακούγοντας στο φορητό της ραδιόφωνο τις μουσικές του Τρίτου Προγράμματος ή στο κασετόφωνό της τις επιλεγμένες της κλασικές μουσικές. Δεν είναι ούτε τρελή ούτε ξωτικό. Χαίρεται την ιδιαιτερότητά της χωρίς να περιφρονεί τους δρόμους που μπορεί συχνά να της δημιουργούν αισθήματα απώθησης ή αηδίας. Αν θέλεις, αντιστέκεται κιόλας προβάλλοντας και στους τυχαίους συνοδοιπόρους της την ιδέα ότι υπάρχουν εστίες αντίστασης στον μαζικοδημοκρατικό κυνισμό και στην καταναλωτική ομοιομορφία και στην Ελλάδα. Φαντάζομαι ότι δεν έχεις φτάσει στο σημείο να πιστεύεις ότι στο Παρίσι, το Λονδίνο, τη Ρώμη, τη Βιέννη, το Βερολίνο, την Πράγα, τη Στοκχόλμη, τις Βρυξέλλες όλοι αταβιστικά μπορούν να αντιληφθούν τι σημαίνει δημοκρατία, πολιτική ηθική, κοινωνική αλληλεγγύη, αυτοσεβασμός και καλαισθησία! Γιατί αυτό θα σήμαινε ότι έχεις προσχωρήσει άθελά σου σε μια ανιστόρητη και ιδεολογικά επικίνδυνη βιολογίζουσα αιτιοκρατία στην προσέγγιση των ιστορικών και πολιτισμικών δρωμένων.
Αυτά εν θερμώ
Καλές εκλογές
Όχι μορταδέλλα στις κάλπες
Πάντοτε ανάμεσα στους τυφλούς υπάρχει ένας τουλάχιστον μονόφθαλμος
Σε πείσμα της πολιτικής και ιδεολογικής αλλοτρίωσης, η ψηφοφορία δεν είναι φενάκη, αλλά στίβος για την έκφραση της ιστορικής μας δημιουργικότητας
Γιώργος Κόκκινος

THE_RETURN είπε...

Συμφωνώντας σε πάρα πολλά με τον μόλις προηγούμενο σχολιαστή θα ήθελα να υπερτονίσω ότι η Ευρώπη δεν είναι υπεριστορική αλλά ιστορική αξία. Πράγμα που σημαίνει, -πέρα από τις εξιδανικευμένες εικόνες που μπορεί να έχουμε όλοι μας-, αίμα, βαρβαρότητα, εκμετάλλευση, καθυστέρηση, ό,τι με λίγα λόγια περικλείει ο όρος Ιστορία, ή ό,τι θα ώριζε ευφυώς ο Walter Benjamin στη ρήση του:

"Κάθε τεκμήριο πολιτισμού είναι και τεκμήριο βαρβαρότητας".

Με λίγα λόγια ό,τι μας θέλγει ή πρέπει να μας θέλγει στην Ευρώπη δεν είναι η "τουριστική βιτρίνα" της , λιγότερο ή περισσότερο διανθισμένη με λογοτεχνικά καρυκεύματα για κάθε χρήση, αλλά η Ιστορία της.

Υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί στην Ιστορία της , πώς το λένε, εδώ παίχτηκαν όλα, εδώ θα ξαναπαιχτούν, εδώ είναι το θέατρο των επιχειρήσεων του κόσμου.

Αν το δούμε το όλο θέμα μόνο στη διάσταση του "καλού ευρωπαϊκού πολιτισμού" (τέτοιος μόνο στην εξιδανικεύουσα φαντασία κάποιων...Ελλήνων) από τη μια, και της κακής ανορθολογικής Ανατολής από την άλλη, τότε δεν μένει να γίνει άλλο βήμα για τον γραφικό μανταμσουσουδισμό και φονδημητρακισμό.

Και οκ, σύμφωνοι. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι εν πολλοίς απερίγραπτη και η σωστή κίνηση για τώρα είναι ο εμβολισμός δυτικού, ευρωπαϊκού, ορθολογικού πνεύματος σε μια χώρα εν πολλοίς διεφθαρμένη και κατεστραμμένη.

Όχι όμως σε ανιστορικό έδαφος, αλλά με ειλικρίνεια, φόρο τιμής στην Ιστορία, προοπτική για επικοινωνία και ουσιαστική πολιτισμική συνδιαλλαγή των ανθρώπων πέρα από τους όρους "Δύση" και "Ανατολή".

Διονύσιος Πλατανιάς

Ανώνυμος είπε...

Κύριε Κώστα Μαυρουδή, διάβασα με μεγάλη προσοχή το κείμενο σας καθώς και τα ενδιαφέροντα σχόλια που ακολούθησαν. Μπορώ να πω και εγώ ότι σε αρκετά σημεία συμφωνώ μαζί σας και σε άλλα τόσα διαφωνώ. Τη γραφή σας την εκτιμώ και με γοητεύει αλλά μερικές φορές αυτή η άνευ όρων λατρεία που έχετε για τον Ευρωπαικό πολιτισμό, φθάνει στα όρια της αφέλειας. Για παράδειγμα ο Λεοπόλδος(Βασιλιάς του Βελγίου και αυτοκράτορας του Κογκό) δεν υπήρξε ακριβώς ένα παράδειγμα φωτισμένου και πολιτισμένου Ευρωπαίου μονάρχη και ας δημιουργήθηκε κατ΄εντολήν του ο υπέροχος σιδηροδρομικός σταθμός της Αμβέρσας τον οποίο σήμερα θαυμάζουμε..
Όσο για την εικόνα κάποιου που περπατά στους άθλιους δρόμους της Αθήνας ανάμεσα στα σκουπίδια ακούγοντας Μπετόβεν ή Μπαχ, ούτε και εμένα μου φαίνεται εκτός τόπου και χρόνου, μάλλον μου θυμίζει μια σκηνή από τη "Νοσταλγία" του Ταρκόφσκι. Τον τρελό Ντομένικο που με ένα αναμμένο κερί στο χέρι προσπαθεί να διασχίσει την πισίνα του ξενοδοχείου ανάμεσα στους τουρίστες που τον χλευάζουν.

Babis Dermitzakis είπε...

Συμφωνώ με τον Διονύση, κάνω αποκοπή και επικόλληση από το κείμενό του: "Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι εν πολλοίς απερίγραπτη και η σωστή κίνηση για τώρα είναι ο εμβολισμός δυτικού, ευρωπαϊκού, ορθολογικού πνεύματος σε μια χώρα εν πολλοίς διεφθαρμένη και κατεστραμμένη.
Όχι όμως σε ανιστορικό έδαφος, αλλά με ειλικρίνεια, φόρο τιμής στην Ιστορία, προοπτική για επικοινωνία και ουσιαστική πολιτισμική συνδιαλλαγή των ανθρώπων πέρα από τους όρους "Δύση" και "Ανατολή"."
Το ζήτημα δεν είναι μόνο ζήτημα αισθητικής, είναι γενικότερο. Είναι η ανικανότητα, η διαφθορά και η αναξιοκρατία. Αυτό που μου συνέβη είναι αδιανόητο να συμβεί σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Διαβάζω τώρα το βιβλίο του Δημαρά για τον Ελληνικό Διαφωτισμό. Ο ελληνικός διαφωτισμός πήρε τα φώτα του από τον γαλλικό διαφωτισμό, και έτσι προετοιμάστηκε η ελληνική επανάσταση. Ας ξεφύγουμε λιγάκι από την εμμονή της ελληνικότητας, ελληνικό είναι ό,τι είναι αληθινό, και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης διευρύνονται οι ορίζοντες όπου μπορούμε να το αναζητήσουμε.

Ανώνυμος είπε...

Ένα μόνο μικρό σχόλιο σε όλα τα παραπάνω και στη σχέση μας με την Ελλάδα, θα μπορούσε να είναι το εξής: Ξένοι στον τόπο μας (αλλά και σε όλους τους τόπους επίσης) μοιάζουμε μάλλον με εκείνα τα δύστυχα σκυλιά της Σιβηρίας με την άσπρη γούνα που τα βλέπουμε με τη γλώσσα έξω να υποφέρουν από την αποτρόπαια ζέστη. Πλάσματα εξόριστα που αν και είναι φτιαγμένα να σέρνουν έλκηθρα στα κατάλευκα αρκτικά τοπία, κάποια μοίρα ακατανόητη τα μετέτρεψε σε πειθήνια σκυλιά συνοδείας ηλικιωμένων στους δρόμους της Αθήνας..
Σίμων ο ασκητής.

Ανώνυμος είπε...

Κύριε Μαυρουδή,
συμφωνώ μαζί σας ότι οι βόλτες στις τεράστιες λεωφόρους με τα ωραία κτίρια, καθώς και οι περίπατοι δίπλα στο Σηκουάνα μπορούν να σου γεμίζουν με ζωτικό αέρα το νου και την ψυχή• προσθέτω επίσης ότι η ασφάλεια και η σιγουριά που σου προφέρει η αίσθηση ότι ζεις σε ένα κράτος με δομές, καλά οργανωμένο, είναι πράγματα ιδιαίτερα σημαντικά. Θα ήθελα ωστόσο να πω ότι η μακρόχρονη παραμονή μου στη Γαλλία μου επέτρεψε να απομυθοποιήσω την Ευρώπη. Με την έννοια ότι Ευρώπη για μένα δεν είναι η εικόνα που μπορεί κάποιος να δημιουργήσει από μια κινηματογραφική ταινία, από τους ρομαντικούς στίχους ενός τραγουδιού, ή από τις εντυπώσεις που αποκομίζει από ένα σύντομο τουριστικό ταξίδι στην «πόλη του φωτός». Ευρώπη για μένα είναι πλέον οι Γάλλοι καλοί μου φίλοι, οι άνθρωποι που γνώρισα και εκτίμησα, όσα πολύτιμα άκουσα, είδα και διάβασα εκεί. Είναι όμως ταυτόχρονα και η καθημερινή ζωή της γαλλικής πρωτεύουσας με τα καλά και τα άσχημά της, γιατί, σας βεβαιώνω, εντόπισα και βίωσα και άσχημα, και μάλιστα ουκ ολίγα: από τη βρωμιά και τα σκουπίδια στους παρισινούς δρόμους, μέχρι τους άκρως εξαθλιωμένους clochards, και από κάποιους απρόθυμους υπαλλήλους σε δημόσιες υπηρεσίες, που λίγο πάλευαν να σε βοηθήσουν να τα βγάλεις πέρα με μια κουραστική γραφειοκρατία που ενίοτε μου θύμιζε την ελληνική, μέχρι ορισμένους Γάλλους σοβινιστές που απέρριπταν συνανθρώπους τους έχοντας ως κριτήρια την καταγωγή ή τον τρόπο προφοράς της γαλλικής γλώσσας• για πρώτη φορά εξάλλου στη Γαλλία διαπίστωσα πως, κάποτε, από υπερβάλλοντα ορθολογισμό, μπορεί να χάσει κανείς την ανθρωπιά του.
Η «επιστροφή» μου στην Ελλάδα, πριν από δύο χρόνια, δε με οδήγησε σε καμία σύγκριση. Κουβάλησα μαζί μου όλα τα καλά «της Δύσης». Θα μου πείτε, δεν συνάντησα και δε συναντώ στην Ελλάδα πράγματα που μου προκαλούν θλίψη και απογοήτευση? Φυσικά, και μάλιστα πολλά και κάθε μέρα. Όμως έμαθα να μη γενικεύω, όπως επίσης και να μην απορρίπτω τίποτε. Προσπαθώ να καταλάβω τις ιδιαιτερότητες της νεοελληνικής κοινωνίας, να αναζητώ εξηγήσεις για τα πράγματα, κυρίως μέσα από τη μελέτη της Ιστορίας. Και μου αρέσει πολύ η παράλληλη θεώρηση ευρωπαϊκής και ελληνικής πραγματικότητας, ευρωπαϊκής και ελληνικής ιστορίας. Μου αρέσει η διαλεκτική σχέση μεταξύ των δύο, έτσι όπως υπάρχει στο μυαλό μου, η τάση μου να τα παντρεύω στη σκέψη, στις πράξεις και στη δουλειά μου.
Όσο για αυτά που μας «πληγώνουν», νομίζω οι μεγάλες αλλαγές σε μια κοινωνία δεν θα έρθουν μαγικά ή συθέμελα. Η λύση θα δινόταν ίσως αν ο καθένας αποφάσιζε να δράσει καταρχήν στον δικό του μικρό κόσμο, αντιμετωπίζοντας με ειλικρίνεια, σεβασμό και αγάπη τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν και τη δουλειά του. Στη συνέχεια, ίσως ακολουθήσουν όλα τα άλλα.
Όσο για τη μουσική, επιτρέψτε μου να πω κλείνοντας, ότι αυτή την αίσθηση «του ανακόλουθου», όπως την ονομάζετε, ποτέ δεν την ένιωσα, γιατί για μένα μια καλή μουσική μπορεί σαφώς να μεταμορφώσει τον περιβάλλοντα χώρο, να κάνει επομένως έξοχο ακόμη και ένα άθλιο τοπίο. Αυτή είναι εξάλλου η μαγεία της μουσικής -της τέχνης γενικότερα- αυτή θα έπρεπε να είναι και η αποστολή της. Και μια που μιλάμε για μουσική, σκέφτομαι ότι αυτό το πάντρεμα ευρωπαϊκότητας και ελληνικότητας, Δύσης και Ανατολής είναι που τελικά μου (/μας) επιτρέπει να ακούω(/ακούμε) με την ίδια συγκίνηση και τον ίδιο σεβασμό ένα κονσέρτο για πιάνο του Motzart ή μουσικές του Satie -μια που προαναφέρθηκαν- αλλά και το “ιστορικό” “Στον Καναδά στη Βραζιλία” με τον Καζαντζίδη ή ένα ωραίο ρεμπέτικο –για να μην το προχωρήσω σε τούρκικους αμανέδες και σε τραγούδια της Fayrouz… Κι αυτό για μένα είναι πλούτος προς αξιοποίηση.

Έλλη Λεμονίδου

Costas Mavroudis είπε...

Είναι ενδιαφέρον, πώς ένα σχόλιο που αφορά τον πολιτισμό των μορφών (θέτοντας το απλό ερώτημα αν η μη μορφή μπορεί να είναι παραγωγός μορφών) γίνεται αντιληπτό ως γενική αναφορά της αυτόχθονος ζωής και των χαρακτηριστικών της. Διαβάζοντας το κείμενο της κ.Λεμονίδου αντιλαμβάνομαι μια καλοπροαίρετη παρανάγνωση. Το σχόλιό μου με τίτλο "Ένας αδύνατος διάλογος" δεν αφορά ζητήματα κοινωνικών ηθών. Αναφέρεται και μόνον στη (δυνατή ή αδύνατη) σχέση μιας επικράτειας αμορφίας με τη δημιουργική πράξη. Η κ. Λεμονίδου επί της ουσίας μας απαντά: "Δεν με αφορά ή δεν καταλαβαίνω αν το περιβάλλον μου μπορεί να δημιουργήσει ή να υποδεχθεί (''να γίνει κάδρο'')τη δημιουργική μορφή. Δεν με αφορά ακόμη το ερώτημα αν το αποσαθρωμένο μπορεί να παραγάγει το Υψηλό. Εγώ σας λέω ότι έχουμε κι εμείς ως λαός, τις αρετές μας..."
Η ευγενική απάντηση της αναγνώστριάς μας μιλάει για ένα άλλο θέμα.

Κ.Μαυρουδής.

Ανώνυμος είπε...

Κύριε Μαυρουδή,
λυπάμαι πολύ αν διακρίνατε στο μήνυμά μου οποιαδήποτε προσπάθεια να προβάλλω ή να υπερασπιστώ «τις αρετές του ελληνικού λαού», σε καμία περίπτωση δεν θα έπαιζα έναν τέτοιο ρόλο. Και, πιστέψτε με, ενώ στη γαλλική πραγματικότητα αναφέρθηκα λίγο, αν άρχιζα να απαριθμώ τα άσχημα της ελληνικής πραγματικότητας που υπαινίσσομαι, θα χρειαζόμουν ιδιαίτερα πολύ χρόνο και χώρο. Έπειτα, νομίζω ότι ούτε εγώ μιλώ για ζητήματα κοινωνικών ηθών· όμως ακόμη κι έτσι να ήταν, κοινωνικά ήθη και δημιουργία δεν είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους; Φυσικά και με αφορά αν το περιβάλλον μου μπορεί να δημιουργήσει ή να υποδεχθεί τη δημιουργική πράξη. Να ξέρατε πόση αγωνία εκφράζεται στις συναντήσεις με φίλους, ιδίως καλλιτέχνες, που νιώθουν να ασφυκτιούν μέσα στην ασχήμια αυτής της πόλης… Αλλά δεν πρέπει να το αντιμετωπίσουμε; Να κάνουμε κάτι ώστε να δημιουργήσουμε αυτό «το κάδρο» που μας λείπει; Στο Παρίσι το είχα έτοιμο και το απολάμβανα. Εδώ, στην Αθήνα, συχνά πρέπει να το φτιάχνω. Αυτό λοιπόν θέλησα να περιγράψω στο μήνυμά μου: τον τρόπο μου να το παλεύω.
Με τιμή,
Έλλη Λεμονίδου

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητή κ. Λεμονίδου,
ευχαριστώ για την ευγενική σας απάντηση. Δεν γίνεται δυστυχώς κάτι "για να αποκτήσουμε το κάδρο που μας λείπει". Τραγουδάμε με τη φωνή που διαθέτουμε. Είπα πως λέμε διαφορετικά πράγματα στα κείμενά μας, διότι τι σημαίνει, π.χ., να αναφέρεστε στους ρακένδυτους μιας μεγαλούπολης (μιλώντας για το Παρίσι), ενώ το θέμα μας αφορά αποκλειστικά όχι την ενοχή μιας κοινωνικής εικόνας, αλλά αν αυτή μπορεί να υπερβεί τη συνθήκη της και να γίνει, ας πούμε, (μια που μιλάτε για υπόκοσμο)ο Γκρεγκουάρ του Ουγκό, στον εσμό των επαιτών, αν θυμάμαι καλά μετά από τόσα χρόνια. Όταν κατάλαβα ότι η λογοτεχνία μας (η εικόνα της, ο κόσμος της) πάσχει από μιαν ανίατη μερικότητα, ότι στο μυθιστόρημά μας οι ήρωες φτάνουν μέχρι τη σκιά τους και δεν μπορούν να γίνουν οικουμενικό μέγεθος(επιτρέψτε μου να εξαιρέσω τα πρόσωπα του Καζαντζάκη, που εμψυχώνουν επιτυχώς με δάνειο Νιτσεικό πνεύμα τον ιθαγενή χαρακτήρα), κατάφερα και να συνδέσω(έτσι τουλάχιστον νομίζω), την προβληματική νεοελληνική μήτρα με το άγονο τοπίο της έκφρασής μας και τα χαρακτηριστικά του. Και πάλι ευχαριστώ για τον διάλογο

Κ.Μαυρουδής

Costas Mavroudis είπε...

Κύριε Μαυρουδή,
μετά το πρώτο, σύντομο σχόλιό μου, επενέρχομαι για να αναφερθώ σε μια μεγάλη παρεξήγηση. Αφορά μιαν έκφραση του κ. Πλατανιά. Τον "Σουσουδισμό". Ποιός μας είπε ότι η περίφημη μαντάμ του Δημ. Ψαθά, αντιμέτωπη με την νεοελληνική εικόνα εκτίθεται. Αντίθετα, η νεοελληνική εικόνα, και μάλιστα στη συνοικιακή εκδοχή της, είναι ο περίγελως. Η Σουσού, πρόσωπο εμπνευσμένο από τις κυρίες με τη μεγάλη αστική παράδοση (Βουκουρέστι, Βραίλα, Αλεξάνδρεια),που βρέθηκαν ξαφνικά από γυρίσματα της μοίρας (οι ίδιες θα την ονόμαζαν πεπρωμένο) στον Βούθουλα δεν είναι οι υπεύθυνες και υπόλογες για τα πάθη και τις αντιδράσεις τους, όση υπερβολή και αν έχουν. Έτσι, χρειάζεται μάλλον ένα αβαθές βλέμμα για να μην καταλάβει ότι η Σουσού είναι ένα δραματικό πρόσωπο, αντιμέτωπο μιας ακατανόητης, γι' αυτήν, συγκυρίας. Απείρως, όμως, αξιοπρεπέστερο από το περιβάλλον του. Ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας του δεν το κατάλαβε. Έχει τις αντιδράσεις (επιτρέψτε την στεντόρεια υπερβολή στην αναλογία) που θα είχε ένας λαϊκός, πάντα ενοχλημένος όπως ο πραγματικός, Ροϊδης. Αυτά, ως προσπάθεια μιας αποκαταστασης που χρόνια ζητούσα την ευκαιρία να κάνω.

Σίμων ο ασκητής

THE_RETURN είπε...

@Σίμων ο ασκητής

"Ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας του δεν το κατάλαβε."

Χαίρομαι που θεωρείτε φυσικό να διορθώνετε ακόμα και τον ίδιο τον συγγραφέα όσον αφορά τις ...προθέσεις του. Και χαίρομαι διπλά που επιτέλους προέβητε στην αποκατάσταση μιας -κατ'εσάς- γενικευμένης και μαζικής παρερμηνείας την οποία "θέλατε χρόνια να κάνετε".

θα μου επιτρέψετε όμως να μην πειστώ και να μην συμμεριστώ την χαρά για την "ανακάλυψή" σας και να παραμείνω πιο "ορθόδοξος" σε αυτό το σημείο και -κατά τη γνώμη μου- πιο κοντά στο πνεύμα του συγγραφέα.



@babis Dermirzakis:

Μπάμπη, συμφωνώ και θεωρώ πολύ κρίσιμο να κατανοηθεί πως στη σημερινή εποχή οι αφετηρίες της έμπνευσης (πρέπει να) είναι οικουμενικές και όχι στενά "εθνικές".
Εξ άλλου η τέχνη δεν είναι εντοπιότητα αλλά κόσμος.

Ανώνυμος είπε...

Φυσικά, διότι ο συγγραφέας του, απ'ότι μου λένε οι μεγαλύτεροι, απηχούσε πρωτογενείς απόψεις. Έχουν μείνει στην ιστορία (αλλά η βιβλιογραφία της μονής μας είναι ανεπαρκής και πτωχή),οι επιθέσεις των μικροαστικής αντιλήψεως χρονογραφημάτων του Ψαθά εναντίον π.χ., των ταινιών του Μπέργκμαν. Τις χλεύαζε. Ήταν τη δεκαετία του '60. Μου λένε ότι εξέφραζε το βλέμμα του μικροαστού, όχι απέναντι στον μοντερνισμό, αλλά απέναντι στην θεώρηση εσωτερικότερων περιοχών της ψυχής(στους λαικούς δεν αρέσει ο όρος ψυχή, προτιμούν τον όρο "συνείδηση).
Λοιπόν, μολονότι μάς ακολουθεί η φήμη των προσώπων με μηδενική φιλοπαιγμοσύνη, η φράση μου "Ούτε ο συγγραφέας της δεν το κατάλαβε" ήθελα να είναι ένα αθόρυβο ποταμάκι χιούμορ. Το ρεύμα του δεν έγινε αισθητό, δεν ξέρω από το φταίξιμο ποιού, κ. Πλατανιά.

Σίμων ο ασκητής

Costas Mavroudis είπε...

Eλπίζω να γίνεται κατανοητό ότι ανάρτησα το μέιλ του μοναχού Σίμωνα, που έτσι έχει το όνομά μου. Προς αποφυγή πάσης...


K. Mαυρουδής

THE_RETURN είπε...

@Σίμων ο ασκητής:

Θ σας έλεγα το εξής απλό για να μην χρονοτριβούμε και ταλαιπωρείστε και εσείς μάλλον άδικα.

Κάθε παρωδιακό πρόσωπο είναι και τραγικό μαζί. Αυτό όμως δεν εξωραίζει το παρωδούμενο.

Τα υπόλοιπα μάλλον τα θεωρώ περιττά. Τι ήταν ο συγγραφέας, αν ήταν μικροαστός κλπ.

Και, ασφαλώς, το πνεύμα του συγγραφέα εννοείται εν προκειμένω, πάνω στο συγκεκριμένο έργο. ΄Οσο για την ...φιλοπαίγμονα φράση σας, ε, έτσι είναι αν έτσι την ορίζετε εκ των υστέρων.

Ανώνυμος είπε...

Xαίρομαι πολύ που βλέπω ότι ο διάλογος έχει πάρει φωτιά.. Οφείλω εδώ να πω ότι ένιωσα έκπληξη βλέποντας τις τελευταίες παρεμβάσεις του Σίμωνος του ασκητού τις οποίες δεν αναγνώρισα. Κάπως έτσι θα ένιωσε και ο Θερβάντες όταν μια μέρα είδε να κυκλοφορεί η συνέχεια του Δον Κιχώτη υπογεγραμμένη από κάποιον Avellaneda.. Ή μήπως το είδωλο αυτό, σάρκα από τη σάρκα μου, είναι απλώς μια από τις δοκιμασίες τις οποίες το πνεύμα του πονηρού εξαπολύει καταπάνω στον ασκητή καθώς αυτός διαλογίζεται στην έρημο; Ξεφύγαμε όμως από το θέμα μας το οποίο είναι άλλο..
Με τιμή. Σίμων.

Costas Mavroudis είπε...

Ωστε πλαστογράφησαν το όνομά σου, Σίμωνα; Όλος ο διάλογος για την Σουσού είχε ψευδεπίγραφη την μία πλευρά του; Τέλος πάντων, δεν είναι και προς θάνατον. όΛη η τέχνη συνομιλεί και με το πλαστό. Aν eπιθυμείς να κατεβούν τα λεχθέντα από τον ψευδοσίμωνα μπορώ να το κάνω, αλλά γνωρίζοντας πόσο σου αρέσει το παίγνιο και η μεταμφίεση πιστεύω ότι απολαμβάνεις το απρόοπτο.Εξ' άλλου υπάρχουν δύο διαλεγόμενοι, το επίπεδο των λόγων τους είναι αξιοπρεπές και το αντικείμενο ενδιαφέρον.

Κ.Μ.

Σίμων είπε...

Καλέ μου φίλε Κώστα, γνωρίζουμε ο ένας τον άλλον καλά και πράγματι ξέρεις πόσο απολαμβάνω το παιχνίδι του απρόοπτου. Ας μην κατέβει λοιπόν ο Ψευδοσίμωνας, είναι και αυτός δικό μας παιδί και δικαιούται και αυτός να υπάρξει, είναι ένα κομμάτι από εμάς.
Έχεις δίκιο, ασφαλώς η τέχνη συνομιλεί και με το πλαστό,
ο ποιητής ή ο ζωγράφος π.χ, είναι άσσοι στην τέχνη της πλαστογραφίας, όλο το παιχνίδι εκεί παίζεται, σε μια διαρκή σχοινοβασία (και σύγκρουση) μεταξύ των δυο κόσμων.. Και για να πω και κάτι κάπως σχετικό με το θέμα της συζήτησης: όταν βλέπω καμιά φορά στις πόλεις του εξωτερικού γκρουπ Ελλήνων τουριστών οι οποίοι φωνασκούν και φλυαρούν ακατάπαυστα, σκέπτομαι μια φράση του Λίχτενμπεργκ την οποία βρίσκω πολύ διασκεδαστική και την παραθέτω ολόκληρη. "Ένας άγριος του Καναδά, που του είχαν δείξει όλα τα αξιοθέατα του Παρισιού, όταν τον ρώτησαν ύστερα τι του είχε αρέσει περισσότερο: - Οι βιτρίνες με τα λουκάνικα-

Σίμων ο ασκητής (ή Σίμων ο μάγος)

THE_RETURN είπε...

@Σίμων ο ασκητής

Θα συμφωνήσω πως παρά τη κάποια μικρή ένταση ο διάλογος ήταν ενδιαφέρων και θα ευχαριστήσω τόσο τον συνομιλητή μου Σίμωνα όσο και τον κ.Μαυρουδή για την φιλοξενία.

Από εκεί και πέρα βλέπω και άλλες "παρανέργειες" εδώ, χρειάζεται ίσως μια καλύτερη περιφρούρηση του χώρου των σχολίων, ούτως ώστε να προφυλάσσονται όλοι οι σχολιαστές από την "ελευθερία" του ανώνυμου σχολίου. Έχω την εντύπωση πως ένα εγγεγραμένο nick, τουλάχιστον, είναι μια κάποια ασφάλεια απέναντι σε πολλά...και όχι πάντα πολύ ...καθαρά.

Όσον αφορά το θέμα του "μανταμσουσουδισμού" κ.λπ. ό,τι υπήρχε να λεχθεί (από εμένα τουλάχιστον) ελέχθη, σεβαστές όλες οι απόψεις. Είναι έτσι κι αλλιώς έλασσον ζήτημα κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν και πιο σοβαρά να συζητηθούν.

Costas Mavroudis είπε...

Σκέπτομαι πόσο ό Δαίμονας του καθενός μπορεί να οδηγήσει στα πιο απρόβλεπτα σημεία μια συζήτηση, που κι αυτή μπορεί να ξεκινάει με άλλες προθέσεις. Ό,τι προηγήθηκε, άρχισε με την διάθεση να τονιστεί η δυσοίωνη βεβαιότητα που μας αφορά, ότι δηλαδή, η συνθήκη που έχουμε αποδεχτεί ως αναντίρρητη αισθητική ιθαγένεια δεν έχει πρόσωπο(άρα στερείται ταυτότητας)και τα χαρακτηριστικά της είναι ευανάγνωστα.
Ας σκεθούμε ότι ο τρόπος που είναι τοποθετημένες οι πέτρες στα ρωμαικά κτίσματα δεν αποτελεί μόνο το θρίαμβο της τεχνικής. Είναι η εικόνα της στερεότητας, της πειθαρχίας και της δημιουργικής ενέργειας μιας μοναδικής στην ιστορία ζωντάνιας. Είναι η εικόνα του νόμου,κατανοητού και μοντέρνου ακόμα και σήμερα.
Οι μορφές. Ιδού το πρόσωπό μας. Όταν ο Ανείας ναυάγησε σε μιαν άγνωστη χώρα αναρωτήθηκε αν αυτή κατοικείται από βάρβαρους. Βλέποντας, αργότερα, ορισμένες μορφές σε ανάγλυφα, είπε. "Αυτοί οι άνθρωποι φαίνεται πως γνωρίζουν τη ζωή και τα πάθη της, κι ακόμα τα θνητά πράγματα αγγίζουν τις καρδιές τους"
Με πόση ακρίβεια τα μεταφέρω από τη μνήμη, ένας θεός το γνωρίζει.

Κ.Μ.

ΓΙΑΝΝΗΣ Η.ΠΑΠΠΑΣ είπε...

Αγαπητέ Κώστα
μου άρεσε πολύ η έκφραση "μεταποιμενικής αναίδεια"
Είναι έτσι ακριβώς

Ανώνυμος είπε...

Γιάννη,
σ' ευχαριστώ για το σχόλιο, που με κάνει όμως να ξανασκεφθώ τη φράση μου. Μήπως δηλαδή υπήρχε και η αναίδεια της ποιμενικής περιόδου. Όταν για παράδειγμα διαβάζουμε(εσείς οι φιλόλογοι το γνωρίζετε καλά) οι διάφοροι παληκαράδες έμπαιναν στην εκκλησία καβάλα στο άλογο (καβάλα παν' στην εκκλησιά...)δεν έχουμε μια μαρτυρία που δείχνει μιαν αναίδεια επίσης; Με κάνεις να σκεφθώ, αγαπητέ Γιάννη, μήπως η αναίδειά μας είναι διαχρονική, ανεξάρτητη από ιστορικές περιόδους.

Κ.Μ.