Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Οι Ιάπωνες


Σε παλιές σημειώσεις (πάντα είναι στοίχημα αν οι σημειώσεις μας θα γίνουν δημιουργική πρόταση), βρήκα την εικόνα ενός μοναχικού Ιάπωνα. Παρακολουθούσε, στο απέναντί μας θεωρείο, την 7η Συμφωνία του Μπετόβεν. Τον έβλεπα με τα μικρά κιάλια που δανείστηκα από την διπλανή κυρία. Ήταν στο «Τεάτρο Ροσίνι» του Πέζαρο, στις 6.1.1999. Παρέλκει, δεν έχει ενδιαφέρον, τι θα με απασχολούσε, βλέποντάς τον να κρατά με την παλάμη το κεφάλι του, και ύστερα, αλλάζοντας θέση, να ακουμπά στο βελούδινο παραπέτο και να ακούει γερμένος μπροστά. Το πιθανότερο είναι ότι στο μυαλό μου θα υπήρχαν οι κοινοί απορητικοί τόποι. Πώς βρίσκεται στο Πέζαρο, ποιος είναι, κλπ.


Mια φωτογραφία της Α., με πράσινο κοντό φόρεμα, δίπλα σε μένα και σ’ έναν νεαρό, συνομήλικό μας, Ιάπωνα, που γνωρίσαμε στον ζωολογικό κήπο της Βαρκελώνης. Ήταν Ιούλιος του 1973. Μεσημέρι. Προφανώς κάποιος ευγενικός περαστικός μάς φωτογράφησε. Αργότερα, όταν ο νεαρός Ιάπωνας πέρασε απ’ την Αθήνα πηγαίνοντας στην Τουρκία, τον φιλοξένησα στο διαμέρισμα της οδού Κορυδαλλέως. Λεγόταν, θυμάμαι, Ισιχάρα. Είχε και κάρτα με το όνομα και τη διεύθυνσή του. Υπάρχει ένας ποιητής με αυτό το όνομα, γι’ αυτό το συγκρατώ.


Έχω μια φωτογραφία του 1968 από καλοκαιρινό πανηγύρι στην Τήνο. Υπό τον ήχο τοπικών σκοπών, βράδυ, στον Αρνάδο ίσως, σέρνω κι εγώ, εικοσάρης, το χορό, κρατώντας σαδιστικά απ’ το χέρι έναν εμβρόντητο Ιάπωνα, που προσπαθεί να εννοήσει τι γίνεται και να κινηθεί, με τον τρόπο των υπολοίπων.


Μια καλοκαιρινή ημέρα του 1978 τρώγαμε με τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό. Υπήρχε ένα μαγειρείο τότε, στη γωνία Ερμού και Αγίων Ασωμάτων. Πλάι μας κάθονταν τρεις νεαροί Ιάπωνες. Ο φιλοπαίγμων Κατσαρός κάθε τόσο απευθυνόταν στο διπλανό τραπέζι, μιλώντας στα παιδιά με ιαπωνικά δικής του επινοήσεως. Εκείνοι, μετά απ’ την πρώτη απορία, ίσως γιατί κατάλαβαν το παίγνιο, άρχισαν να του απαντούν σαν πραγματικοί συνομιλητές. Σε λίγο θέλησα να μπω κι εγώ στο παιχνίδι. «Πώς καταφέρνεις να συνεννοείσαι στα ιαπωνικά;», είπα με θαυμασμό στον Κατσαρό. «Η γλώσσα,» μου απάντησε, ήταν στην αρχή της ενιαία, σαν το ρόδι. Αργότερα έσπασε και σκορπίστηκαν οι σπόροι της. Ο ποιητής, όπως βλέπεις, κατέχει την πρώτη αρχή».


Στις 30 Απριλίου του 2000, στην όπερα της Βουδαπέστης (Λουτσία ντι Λάμερμουρ, με υποτίτλους, παρακαλώ, σε δύο γλώσσες), κάθονταν αριστερά μας ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Ιαπώνων. Είχαν έρθει, μας είπαν αργότερα, πλέοντας τον Δούναβη, από κάπου βορειότερα. Σε όλη την διάρκεια της παράστασης, και οι δύο, δεν έπαυαν να σκύβουν προς το μέρος μας, να μας κοιτάζουν και να χαμογελούν φιλοφρόνως, σαν να εκπλήρωναν ένα χρέος οφειλόμενης ευγένειας ή σαν να μας έλεγαν: «Ανήκει και σε μας αυτή η παράδοση της μελωδίας, ας παραπέμπει η εμφάνισή μας στα στερεότυπα της Ανατολής».


Στο μουσείο των Ιμπρεσιονιστών, στο Παρίσι, (Χειμώνας του 1996), ένας απροσδιόριστης ηλικίας Ιάπωνας στεκόταν για ώρα, μόνος του, πλάι μου. Βλέπαμε κι οι δύο, ακίνητοι, τον πίνακα του Ντεγκά «Χορεύτριες». Η μπαλαρίνα, προσφιλές θέμα του ζωγράφου, υποκλίνεται στο κοινό κρατώντας μιαν ανθοδέσμη. «Ντε-γκιά!» μου είπε δύσαρθρα ο Ιάπωνας, δείχνοντας τον πίνακα. Δεν κατάλαβα αν ήθελε να με ενημερώσει, να μου δείξει τον θαυμασμό του ή να με ρωτήσει για την ταυτότητα του δημιουργού. Το «ουί» που του είπα, κάλυπτε και τις τρεις εκδοχές. Έσκυψε σ’ έναν οδηγό που κρατούσε και διάβασε με προσοχή για λίγα λεπτά. Σήκωσε πάλι το κεφάλι, με κοίταξε και μου είπε εμβριθώς και πιο αναλυτικά: «Ντις ιζ Ντε-γκιά!».


Προχθές (20.9.2008), όμως, ήταν κάτι αναπάντεχο και παράδοξο. Προς το τέλος της βροχερής διαδρομής Δράμας-Καβάλας (πρωινό δρομολόγιο των 7.30), μια οστεώδης Γιαπωνέζα με καπέλο Ιντιάνα Τζόουνς, μόνη ανάμεσα στους 11 επιβάτες του ΚΤΕΛ, προσπαθούσε να μάθει σε ποιο σημείο έπρεπε να κατέβει για τον ναό του Αποστόλου Παύλου και το Βαπτιστήριο, που βρίσκονται στους Φιλίππους. Φθινόπωρο, μια γυναίκα μόνη, με αλλοπαρμένη έκφραση, που μπήκε απ’ το σταθμό της Δράμας, ήθελε να επισκεφθεί ένα Ιερό. Τον τόπο όπου ο Αποστόλος Παύλος βάφτισε την πρώτη Χριστιανή!. Δεν ήταν τυχαίο που μου θύμιζε πρόσωπο ενός ασιάτη Γκρέκο, κάτι ανάμεσα σε φευγάτη και αναχωρήτρια. «Άι εμ Κρίστιαν», είπε με πενιχρά αγγλικά στον εισπράκτορα, λές και τον αφορούσαν οι προθέσεις της. Δυσκολεύτηκε να συνεννοηθεί για το τι ακριβώς ήθελε, αλλά τελικά τα κατάφερε, χάρις στη διερμηνεία κάποιου από τους ελάχιστους νυσταγμένους αλλοδαπούς, αυτούς που μετακινούνται και τρέχουν, με κάθε μέσον, απ’ τα ξημερώματα στις δουλειές τους..


2 σχόλια:

Babis Dermitzakis είπε...

Πάντα με εντυπωσίαζαν οι γιαπωνέζοι, κυρίως για αυτή την αυτοκτονική γονιδιακή νάρκη που διαθέτουν, και που στο πρώτο στραβοπάτημα εκρήγνυται.

πανδοχείον είπε...

Τολμώ να πω ένα μέρος του πνεύματος του κομματιού και ολόκληρη τη τελευταία φωτογραφία "συνομιλούν" με ένα εξαιρετικό διήγημα του Διαμαντή Αξιώτη, από το Ξόβεργα με μέλι (εκδ. Νεφέλη), την Άννα στα τενάγη των Φιλίππων, ή κάπως έτσι...