Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

Φεστιβάλ Δράμας


Το φεστιβάλ ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας τίμησε ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ για την τραντάχρονη πορεία του. Με τον Τάσο Γουδέλη παρουσιάσαμε το τεύχος 161-162 " Το ράδιο παίζει εμβατήρια". Πρόκειται για ένα αφιέρωμα όπου οι συμμετέχοντες θυμούνται την πρώτη μέρα της απριλιανής δικτατορίας του '67. Μίλησε, εκ μέρους των συμμετασχόντων συγγραφέων, ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος. Στη φωτογραφία διακρίνονται οι Α. Παγουλάτος, ο αναρτών, ο Τ. Πατρίκιος, ο Τ. Γουδέλης και η ηθοποιός Γ. Ζώη, που διάβασε κείμενα δημοσιευμένα στο τεύχος.


Εκτός όμως από την παρακολούθηση των ταινιών βρήκα την ευκαιρία να πάω μια μέρα στη Βουλγαρία. Είχα πολλά χρόνια να επισκεφθώ τη χώρα, που μου άρεσε πολύ, και δυο συνεχή καλοκαίρια είχα μείνει στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Πάνε πια τα διαβατήρια, τα τελωνεία, σε λίγο θα εκλείψει και ο αστυνομικός σταθμός. Ποιος να το πίστευε στα χρόνια μου; Τώρα ταξίδεψα μόνo μέχρι το Νευροκόπι. Πόλη 25.000 κατοίκων. Μπαίνοντας στο κέντρο, μόλις είχα αφήσει το αυτοκίνητο, είδα ένα εγκαταλειμένο πλαίσιο ανακοινώσεων του κινηματογράφου, που λέγεται Ο Παράδεισος.Το φωτογράφισα γιατί, σε συμφωνία με το πνεύμα της γνωστής ταινίας που παρέπεμπε, ήταν ένα πολύ ταλαιπωρημένο και άξιο συμπάθειας σύμβολο.


Στον κεντρικό πεζόδρομο επισκεύαζαν το παραδοσιακό οδόστρωμα.


Η Βουλγαρία υπήρξε υπόδειγμα χώρας με προσεγμένη δημόσια εικόνα. Ο κεντρικός σχεδιασμός των κοινωνιών εκείνων είχε δημιουργήσει θαυμάσια οικιστικά σύνολα και είχε προστατέψει αποφασιστικά τον παλιο ιστό, αστικό και μη.



Κάποια στιγμή σταμάτησα. Σάββατο απόγευμα οι εργάτες δούλευαν γκρεμίζοντας ένα παλιό κτίριο. Γκρέμιζαν, άραγε, ή αναπαλαίωναν; Θα το δω στο προσεχές ταξίδι.


Στον κεντρικό πεζόδρομο μου άρεσε το μωρό μιας διαφήμισης. Είπα να το διασώσω φωτογραφικά. Η μνήμη, ως γνωστόν, δεν επαρκεί.



Πρόσεξα και μια μικρή βιτρίνα, με κούκλες παλιομοδίτικες, σαν κι αυτές που υπάρχουν και χρησιμοποιούνται συχνά σε γαλλικά επαρχιακά καταστήματα. Αυτή τη φωτογραφία που αν τη δείτε σε μεγέθυνση είναι πολύ ωραία, σκέφτομαι να την χρησιμοποιήσω για εξώφυλλο του Δέντρου, όταν δοθεί η ευκαιρία.


Εδώ, όπως καταλαβαίνει κανείς, έχω επιστρέψει στην Ελλάδα. Το ταξίδι ήταν πολύ σύντομο. Κατευθύνομαι πάλι προς τη Δράμα. Η αισθητική του φορτηγού που προηγείται κάνει, φυσικά, τη διευκρίνιση περιττή.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

Οι αφιερώσεις



Ψάχνοντας στο οδόστρωμα, ανάμεσα σε αντικείμενα που οι ρακοσυλλέκτες εκθέτουν στην κυριακάτικη αγορά (απέναντι από το Γκάζι), θέλω να ανακαλύψω αφιερωμένα βιβλία που έχουν πεταχτεί από ιδιώτες ή έχουν πουληθεί από βιβλιοθήκες. Εδώ και χρόνια, μ’ ενδιαφέρει το βιβλίο με τη χειρόγραφη αφιέρωση που έχασε τη στέγη του. Που δεν βρίσκεται πια στη θαλπωρή των ραφιών και στην κατοχή εκείνου στον οποίο απευθυνόταν, τιμητικά ή από συναδελφική υποχρέωση.

Όπως είναι φυσικό τα περισσότερα από τα αφιερωμένα βιβλία που ανακαλύπτω είναι νέα. Γίνεται όλο και σπανιότερη η πιθανότητα να βρεθείς μπροστά στο έργο ενός προπολεμικού συγγραφέα που, άλλωστε, από τους ανύποπτους πωλητές του θα αντιμετωπιζόταν σαν οποιοδήποτε έντυπο: με κριτήριο το μέγεθός του. Δεν εξαιρείται κανένα βιβλίο και κανένα είδος γραφής απ’ αυτή τη μοίρα. Όλα, μπορούν να είναι αντικείμενα περισυλλογής από τους δημόσιους κάδους και, μέσω του ρακοσυλλέκτη ερευνητή (κατά κανόνα τσιγγάνου), να περιέλθουν στην κατοχή ενός νέου κτήτορα. Γι’ αυτούς που έχουν άγνοια του αντικειμένου, να διευκρινίσω ότι η κυριότερη αιτία που κάνει το βιβλίο αδέσποτο είναι ο θάνατος του κατόχου και το άδειασμα του σπιτιού που αμέσως ακολουθεί. Δεύτερη, στη σειρά, αιτία, φαίνεται να είναι η ανεπάρκεια χώρου στις σύγχρονες κατοικίες. Δεν είναι άσκοπο να πω ότι το αντίτιμο αυτών των αγορών είναι πενιχρό, όταν το βιβλίο βρίσκεται στον εκτεθειμένο άτακτο σωρό και δεν έχει ακόμη πάει από το παζάρι στο παλαιοβιβλιοπωλείο.

Έχω αγοράσει, το 2004, εκτεθειμένο στο οδόστρωμα της οδού Άστιγγος, μεγάλο μέρος από τη βιβλιοθήκη ενός νέου πεζογράφου, με δεκάδες αφιερώσεις συναδέλφων του. Τα είχε πουλήσει, μου είπε, εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών. Έχω βρεί, πριν από πέντε χρόνια, ποιητικά βιβλία της δεκαετίας του ’50, από την βιβλιοθήκη του Ροζέ Μιλλιέξ, με αφιερώσεις σ’ αυτόν από τον Αλέξη Ασλάνογλου, τον ξεχασμένο Νίκο Παππά, τον Άρη Δικταίο, τον Θέμελη, τον Αναγνωστάκη. Ήταν η εποχή που, ως φαίνεται, ο γάλλος διανοούμενος, άρρωστος και ανήμπορος, άδειαζε το σπίτι του. Έχω βρει βιβλίο με αφιέρωση νέου ποιητή (που πρωτοεμφανίστηκε μάλιστα από τις σελίδες του Δέντρου), αφιερωμένο στη …μητέρα του. Στα χρόνια που έχουν περάσει, έχω αποκτήσει αφιερωμένα βιβλία (πρωτότυπα και μεταφράσεις) πολλών συγγραφέων. Του Πρεβελάκη, του Θεοτοκά, του Καζαντζάκη, του Τέλλου Άγρα, του Αυγέρη, του Διονύσιου Ρώμα, του Βάρναλη, του Λειβαδίτη, του Μπεράτη, του Ρώτα, της Ρίτας Μπούμη, προχθές τον Λοιμό του Αντρέα Φραγκιά. Βρήκα κάποτε και πήρα με δέκα δραχμές, ένα τεύχος της Enciclopedia grafica για την Salamanca. Είναι αφιερωμένο a Costas Palamas, poeta nacional de Grecia, από τον Juan D. Barrueta στις 25-8-1934. Γραμμένο στη δεύτερη σελίδα. Ακόμα δεν αναζήτησα τον ισπανό λόγιο στο ίντερνετ, να δω ποιος ήταν. Για τη δικαιοσύνη και την ακρίβεια που πρέπει να συνοδεύει κάθε μαρτυρία, ας προσθέσω ότι δύο από τις πιο πείσμονες και ποιητικές μορφές συλλεκτών στο Μοναστηράκι είναι ο σκηνοθέτης Τάκης Σπετσιώτης και ο παλιός ηθοποιός του Κρατικού Βορείου Ελλάδος Κώστας Ματσακάς. «Να σας χαρίσω αυτόν τον Βόιτσεκ» μου είπε ένα κυριακάτικο πρωινό ο τελευταίος, χωρίς καλά-καλά να με γνωρίζει, προτείνοντάς μου ένα βιβλίο του Μπίχνερ που μόλις είχε βρει μέσα στο σωρό. «Πιστεύουν πως μπορούν να κάνουν θέατρο με τους μοντέρνους, αγνοώντας αυτό το κεφάλαιο….» πρόσθεσε.

Με υπομονή και με υπολογίσιμη δαπάνη χρόνου μπορεί κανείς να συναντηθεί με κάθε είδους έντυπο, που δεν κράτησε ο αποδέκτης. Έχω δει το βιβλίο ενός συγγραφέα αφιερωμένο στη σύζυγό του, κι ακόμα άλλου συγγραφέα σε σύζυγο συνεργάτη του. Πολύ πρόσφατα βρήκα βιβλίο του Τάσου Γουδέλη, αφιερωμένο σε φίλο του πανεπιστημιακό. Προ δύο ετών επανήλθε στα χέρια μου ένα δικό μου βιβλίο (Το δάνειο του χρόνου), αφιερωμένο σε δημοσιογράφο των Νέων. Πέρσι έδωσα σε φίλο μου την πρώτη ποιητική συλλογή του (1965) που είχε στείλει τότε στον Μάρκο Αυγέρη. Το βιβλίο εκείνο, κατάστικτο από σημειώσεις , έδειχνε πως είχε προσεχτεί από τον γνωστό κριτικό. Άρα, συμπεραίνει κανείς, δεν είναι πάντα η αδιαφορία που, στα υπαίθρια παζάρια, μπορεί να κάνει το βιβλίο έναν περιφρονημένο κλοσάρ των αντικειμένων. Δεν είναι πάντα η «αναισθησία» για τον διπλανό μας, που όσο πιο κοντά μας βρίσκεται τόσο πιο αδιάφορος, συχνά, γίνεται ο λόγος του. Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά αίτια που εκπατρίζουν ένα βιβλίο και είναι απρόβλεπτες οι κινήσεις του όταν απομακρυνθεί από τον πρώτο κάτοχο.

Η αφιέρωση (ακόμα και η ανέμπνευστη, και η αυτοσχεδιαστική) παραπέμπει σto χρονικό σημείο της δωρεάς. Είναι η αναπνοή μιας στιγμής, που  ο παραγωγός της γνωρίζει το φευγαλέο της χαρακτήρα. Το βιβλίο-αντικείμενο, αντίθετα, ανεξάρτητα από την αξία του, μάχεται να εξασφαλίσει το επιχείρημα της αθανασίας στον δημιουργό του). Υποθετικά αιώνιο, συνδέεται (στο σημείο εκείνο) με την ελάχιστη στιγμή της αφιέρωσης, που μένει στο χαρτί όπως το θαύμα της φωτογραφίας. Τα δύο μελάνια, της πένας και του τυπογραφείου, είναι τόπος σιωπηρής έντασης, όπου δίνουν τα χέρια  δύο διαφορετικά δαιμόνια. Η δεύτερη σελίδα του βιβλίου είναι μια π α ρ ο δ ι κ ή συγκυρία που συνοδεύει ένα σύμβολο δ ι ά ρ κ ε ι α ς.

Θέλησα προ ετών να οργανώσω μιαν έκθεση αφιερωμένων βιβλίων, που έχουν πια καινούργιο κάτοχο: εμένα. Θα ήταν ένα μνημόσυνο σε πολλά πρόσωπα. Μαρτυρία γι’ αυτά και για το στίγμα του παρελθόντος που οι αφιερώσεις τους φέρνουν στην επιφάνεια. Με απέτρεψε όμως ο φόβος της «παρανάγνωσης». Το γεγονός τού να εκτίθεται συμβολικά αυτή η καταγραφή του χρόνου και το ανύποπτο ταξίδι του βιβλίου (η αλλαγή των νομέων του), θα μπορούσε να εισπραχθεί, ηθελημένα ή όχι, σαν μικρό σκάνδαλο. Έτοιμοι καθώς είμαστε να πέσουμε στην ευτέλεια μετά από το ρεμβασμό μας στο «πνευματικό», δεν είναι δύσκολο να δούμε την αφιέρωση με κοινωνική περιέργεια. Να εισπράξουμε τη μακρινή στιγμή σαν κουτσομπολιό, σαν απλή πληροφορία, που μιλά δυνατότερα από την απουσία του διαθέτη και από τη μοίρα του ανέστιου αντικειμένου.


Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Οι Ιάπωνες


Σε παλιές σημειώσεις (πάντα είναι στοίχημα αν οι σημειώσεις μας θα γίνουν δημιουργική πρόταση), βρήκα την εικόνα ενός μοναχικού Ιάπωνα. Παρακολουθούσε, στο απέναντί μας θεωρείο, την 7η Συμφωνία του Μπετόβεν. Τον έβλεπα με τα μικρά κιάλια που δανείστηκα από την διπλανή κυρία. Ήταν στο «Τεάτρο Ροσίνι» του Πέζαρο, στις 6.1.1999. Παρέλκει, δεν έχει ενδιαφέρον, τι θα με απασχολούσε, βλέποντάς τον να κρατά με την παλάμη το κεφάλι του, και ύστερα, αλλάζοντας θέση, να ακουμπά στο βελούδινο παραπέτο και να ακούει γερμένος μπροστά. Το πιθανότερο είναι ότι στο μυαλό μου θα υπήρχαν οι κοινοί απορητικοί τόποι. Πώς βρίσκεται στο Πέζαρο, ποιος είναι, κλπ.


Mια φωτογραφία της Α., με πράσινο κοντό φόρεμα, δίπλα σε μένα και σ’ έναν νεαρό, συνομήλικό μας, Ιάπωνα, που γνωρίσαμε στον ζωολογικό κήπο της Βαρκελώνης. Ήταν Ιούλιος του 1973. Μεσημέρι. Προφανώς κάποιος ευγενικός περαστικός μάς φωτογράφησε. Αργότερα, όταν ο νεαρός Ιάπωνας πέρασε απ’ την Αθήνα πηγαίνοντας στην Τουρκία, τον φιλοξένησα στο διαμέρισμα της οδού Κορυδαλλέως. Λεγόταν, θυμάμαι, Ισιχάρα. Είχε και κάρτα με το όνομα και τη διεύθυνσή του. Υπάρχει ένας ποιητής με αυτό το όνομα, γι’ αυτό το συγκρατώ.


Έχω μια φωτογραφία του 1968 από καλοκαιρινό πανηγύρι στην Τήνο. Υπό τον ήχο τοπικών σκοπών, βράδυ, στον Αρνάδο ίσως, σέρνω κι εγώ, εικοσάρης, το χορό, κρατώντας σαδιστικά απ’ το χέρι έναν εμβρόντητο Ιάπωνα, που προσπαθεί να εννοήσει τι γίνεται και να κινηθεί, με τον τρόπο των υπολοίπων.


Μια καλοκαιρινή ημέρα του 1978 τρώγαμε με τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό. Υπήρχε ένα μαγειρείο τότε, στη γωνία Ερμού και Αγίων Ασωμάτων. Πλάι μας κάθονταν τρεις νεαροί Ιάπωνες. Ο φιλοπαίγμων Κατσαρός κάθε τόσο απευθυνόταν στο διπλανό τραπέζι, μιλώντας στα παιδιά με ιαπωνικά δικής του επινοήσεως. Εκείνοι, μετά απ’ την πρώτη απορία, ίσως γιατί κατάλαβαν το παίγνιο, άρχισαν να του απαντούν σαν πραγματικοί συνομιλητές. Σε λίγο θέλησα να μπω κι εγώ στο παιχνίδι. «Πώς καταφέρνεις να συνεννοείσαι στα ιαπωνικά;», είπα με θαυμασμό στον Κατσαρό. «Η γλώσσα,» μου απάντησε, ήταν στην αρχή της ενιαία, σαν το ρόδι. Αργότερα έσπασε και σκορπίστηκαν οι σπόροι της. Ο ποιητής, όπως βλέπεις, κατέχει την πρώτη αρχή».


Στις 30 Απριλίου του 2000, στην όπερα της Βουδαπέστης (Λουτσία ντι Λάμερμουρ, με υποτίτλους, παρακαλώ, σε δύο γλώσσες), κάθονταν αριστερά μας ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Ιαπώνων. Είχαν έρθει, μας είπαν αργότερα, πλέοντας τον Δούναβη, από κάπου βορειότερα. Σε όλη την διάρκεια της παράστασης, και οι δύο, δεν έπαυαν να σκύβουν προς το μέρος μας, να μας κοιτάζουν και να χαμογελούν φιλοφρόνως, σαν να εκπλήρωναν ένα χρέος οφειλόμενης ευγένειας ή σαν να μας έλεγαν: «Ανήκει και σε μας αυτή η παράδοση της μελωδίας, ας παραπέμπει η εμφάνισή μας στα στερεότυπα της Ανατολής».


Στο μουσείο των Ιμπρεσιονιστών, στο Παρίσι, (Χειμώνας του 1996), ένας απροσδιόριστης ηλικίας Ιάπωνας στεκόταν για ώρα, μόνος του, πλάι μου. Βλέπαμε κι οι δύο, ακίνητοι, τον πίνακα του Ντεγκά «Χορεύτριες». Η μπαλαρίνα, προσφιλές θέμα του ζωγράφου, υποκλίνεται στο κοινό κρατώντας μιαν ανθοδέσμη. «Ντε-γκιά!» μου είπε δύσαρθρα ο Ιάπωνας, δείχνοντας τον πίνακα. Δεν κατάλαβα αν ήθελε να με ενημερώσει, να μου δείξει τον θαυμασμό του ή να με ρωτήσει για την ταυτότητα του δημιουργού. Το «ουί» που του είπα, κάλυπτε και τις τρεις εκδοχές. Έσκυψε σ’ έναν οδηγό που κρατούσε και διάβασε με προσοχή για λίγα λεπτά. Σήκωσε πάλι το κεφάλι, με κοίταξε και μου είπε εμβριθώς και πιο αναλυτικά: «Ντις ιζ Ντε-γκιά!».


Προχθές (20.9.2008), όμως, ήταν κάτι αναπάντεχο και παράδοξο. Προς το τέλος της βροχερής διαδρομής Δράμας-Καβάλας (πρωινό δρομολόγιο των 7.30), μια οστεώδης Γιαπωνέζα με καπέλο Ιντιάνα Τζόουνς, μόνη ανάμεσα στους 11 επιβάτες του ΚΤΕΛ, προσπαθούσε να μάθει σε ποιο σημείο έπρεπε να κατέβει για τον ναό του Αποστόλου Παύλου και το Βαπτιστήριο, που βρίσκονται στους Φιλίππους. Φθινόπωρο, μια γυναίκα μόνη, με αλλοπαρμένη έκφραση, που μπήκε απ’ το σταθμό της Δράμας, ήθελε να επισκεφθεί ένα Ιερό. Τον τόπο όπου ο Αποστόλος Παύλος βάφτισε την πρώτη Χριστιανή!. Δεν ήταν τυχαίο που μου θύμιζε πρόσωπο ενός ασιάτη Γκρέκο, κάτι ανάμεσα σε φευγάτη και αναχωρήτρια. «Άι εμ Κρίστιαν», είπε με πενιχρά αγγλικά στον εισπράκτορα, λές και τον αφορούσαν οι προθέσεις της. Δυσκολεύτηκε να συνεννοηθεί για το τι ακριβώς ήθελε, αλλά τελικά τα κατάφερε, χάρις στη διερμηνεία κάποιου από τους ελάχιστους νυσταγμένους αλλοδαπούς, αυτούς που μετακινούνται και τρέχουν, με κάθε μέσον, απ’ τα ξημερώματα στις δουλειές τους..


Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Ο ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

[ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΕΣ]


Γράφουν μεταξύ άλλων οι:

Δημήτρης Ραυτόπουλος, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Κώστας Μπουρναζάκης, Αναστάσης Βιστωνίτης, Νάνος Βαλαωρίτης, Αλεξ. Αργυρίου, Δημήτρης Δημηρούλης, Γιάννης Κακουλίδης, Ελισάβετ Αρσενίου, Λένα Χοφ, Τάκης Σπετσιώτης, Κώστας Βούλγαρης

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ Νο 165-166

Οκτώβριος 2008

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 30 ΧΡΟΝΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ


ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΤΟ
ΔΕΝΤΡΟ (1978-2008)


Στις 19 Σεπτεμβρίου μεταξύ των εκδηλώσεων του φεστιβάλ θα παρουσιαστεί το προτελευταίο (161-162) αφιέρωμα του περιοδικού «Το ράδιο παίζει εμβατήρια». Όλες οι συνεργασίες αναφέρονται στην πρώτη ημέρα της απριλιανής δικτατορίας του 1967. Από τους 40 συγγραφείς που συμμετείχαν στο αφιέρωμα θα μιλήσει ο Τίτος Πατρίκιος. Για τα τριάντα χρόνια της εκδοτικής προσπάθειας και της πορείας του περιοδικού θα συζητήσουν με το κοινό οι εκδότες Κώστας Μαυρουδής και Τάσος Γουδέλης.



Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Η Αθήνα του Ταχτσή

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι κείμενο των Ρίτσαρντ Πάσμουρ και Ντέιβιντ Πρους. Δημοσιεύτηκε στο τεύχος του Δέντρου ( Νο 163-164), που κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούλιο. Το συγκεκριμένο τεύχος, όπως είπαμε και στην προηγούμενη ανάρτηση, φιλοξενεί συνεργασίες διαφόρων συγγραφέων οι οποίοι επισκέφτηκαν τον 20ό αιώνα την Ελλάδα». Ο Ντέιβιντ Πρους (Ζυρίχη, 1943) είναι γερμανός φιλόλογος και δοκιμιογράφος, καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ. Ο Ρίτσαρντ Πάσμουρ (Μόντρεαλ, 1942) είναι καναδός ιστορικός της τέχνης και δοκιμιογράφος, καθηγητής δημιουργικής γραφής στο πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Sidney Herald Review τον Οκτώβριο του 1988.




ΦΤΑΣΑΜΕ ΑΠ’ ΤΟ ΣΙΔΝΕΪ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ ’86 –στη σκονισμένη, συνωστισμένη Αθήνα, που κάθε φορά που την επισκέπτεσαι σού φαίνεται όλο και πιο θορυβώδης–, με την απόφαση, πριν περάσουμε κάνα μήνα σε διάφορους ελληνικούς τόπους, να μην παραλείψουμε να επισκεφτούμε και τον Ταχτσή. Έναν εκκεντρικό ολιγογράφο συγγραφέα, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927 και δολοφονήθηκε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1988. Το βιβλίο του Τhe third Wedding κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Red Dust. Του το ’χαμε υποσχεθεί εγγράφως ότι θα τον επισκεπτόμασταν, μετά την ευχαριστήρια επιστολή του για κάποιο δοκίμιό μας για το sole and extraordinary Τρίτο Στεφάνι του – ένα δεκαεξασέλιδο μόλις, δημοσιευμένο σε μια πανεπιστημιακή επιθεώρηση λόγου και τέχνης, και το οποίο του ’χαμε στείλει λίγους μήνες πριν. Άσε που θέλαμε να του μεταφέρουμε και τα χαιρετίσματα από έναν κοινό μας φίλο, συνάδελφό του μιαν εποχή, στις αρχές του ’60, στην Τράπεζα της Αυστραλιανής Κοινοπολιτείας όπου ο Ταχτσής είχε εργαστεί ως σύμβουλος δημοσίων σχέσεων, ανάμεσα στις άλλες του δουλειές – της μέρας και της νύχτας. Συνεννοημένοι, να ’μαστε εκεί κατά τις έξι το απόγευμα, στηθήκαμε έξω απ’ την είσοδο μιας τριπλοκατοικίας στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, χτυπήσαμε το κουδούνι, ξαναχτυπήσαμε, αλλά ο Ταχτσής άφαντος μέχρι τις εξίμιση.

«Τι συμβαίνει Ρίτσαρντ; Ο κύριος Ταχτσής κάθε άλλο παρά την εντύπωση ασυνεπούς μου έδωσε, και στο γράμμα του και στο τηλέφωνο...»

«Δεν ξέρω τι να υποθέσω Ντέιβιντ...»
«Να κάνουμε έναν μικρό περίπατο στα δρομάκια του ολόχα­ρου λόφου μπροστά μας; Spring is in the air, δεν μπορώ να αντι­σταθώ στον πειρασμό, θέλω ν’ ανέβω, και να ξαναπροσπαθήσουμε μετά».
Δεν προλάβαμε να τελειώσουμε τη συνομιλία μας και νάτονε, παρκάρει το αυτοκίνητό του μπροστά μας, βγαίνει θορυβώδης, ολόιδιος με μια πρόσφατη φωτογραφία του, κουβα­λώντας ένα τεράστιο δέμα κάτω απ’ τη μασχάλη του.
«Χρυσά μου παιδιά! Συνήθως είμαι σκανδαλωδώς –για Έλληνα– συνεπής στις συνεντεύξεις μου, πώς αλλιώς να μεταφράσει κανείς την γοητευτική λέξη “ραντεβού”;
Αλλά έπρεπε να πεταχτώ μέχρι το σπίτι ενός ζωγράφου, στου Παπάγου, να παραλάβω αυτόν τον πίνακα». Μικρόσωμος –ούτε καν 1.70 ύψος–, ξεκλειδώνει την εξώπορτα, γυρίζοντας και ρίχνοντάς μας μια πονηρή ματιά για ν’ ανεβούμε: «Πώς τη λέτε εσείς τόση κίνηση; Τraffic jam; Βumper to bumper; Πω! πω! Θα στήσω τα παιδιά, σκεφτόμουνα. Αλλά είχα και μια ελπίδα ότι θα δυσκολευόσασταν να βρείτε το σπίτι και η καθυστέρηση θα ήταν αμοιβαία... Γελάστηκα... Συγγνώμη...».
Καθισμένοι στο μικρό, νοικοκυρεμένο σαλονάκι του, μπροστά σε δυο κούπες στιγμιαίου καφέ, είπαμε ένα σωρό πράγματα εκείνο το απόγευμα.
«Τη χάρηκα την ανάλυσή σας για το βιβλίο... αν και τη διά­βασα κάπως επιπόλαια, είναι η αλήθεια... Δεν διαβάζω πια τό­σο όσο άλλοτε. Ωστόσο, πράγματι, κι όχι επειδή με κολακεύει –έχω συνηθίσει πια σε κάτι τέτοια–, πράγματι, εντελώς αντικειμενικά, η ανάλυσή σας είναι λαμπρή... Και σε τόσα επί­πεδα!»
Εντύπωση μας έκανε η ενασχόλησή του με τη γλώσσα, για την οποία έκανε τις πιο πολλές και σχολαστικές παρατηρήσεις: «Μεταφράζετε το πατρίδα και ματρίδα σε country και matriarch. Γιατί αλήθεια; Γιατί όχι fatherland και motherland;».
«Γράφετε κάτι τώρα;» ρώτησε ο Ντέιβιντ.
«Και ναι και όχι» του απάντησε, προσθέτοντας ότι δεν χρώσταγε τίποτα, εξάλλου δεν θεωρούσε τον εαυτό του συγγραφέα. Και ο Ρίτσαρντ συμπλήρωσε ότι αυτό που κυρίως αγαπούσε σε κείνον ήταν η Ζωή που, απλόχερα, έβαζε σαν σπουδαιότερη Τέχνη κι απ’ την ίδια την Τέχνη, τόσο στην παρουσία του όσο και στη γραφή του. Δεν το ’ξερε ο Ρίτσαρντ κάτι τέτοιο να γίνεται πια συχνά, ούτε καν σε καλλιτέχνες έξω, πόσο μάλλον στη μικρή, προκατειλημμένη Αθήνα. «Α... η ζωή...» ψιθύρισε ο Ταχτσής…


Είχε κέφια κι ήθελε να μας πάρει για ένα περίπατο. Όχι τόσο στο Κέντρο, αλλά στην παλιά του γειτονιά, πίσω απ’ τον Σταθμό Πελοποννήσου, όπου είχε περάσει μέρος των παιδικών του χρόνων. Σκεφτόταν ν’ αγόραζε και ένα σπίτι εκεί – αρκετά πια με τις ταλαιπωρίες μιας ολόκληρης ζωής, ενοίκια και ξανά ενοίκια, είχε μεγαλώσει, είχε κουραστεί.
Περάσαμε βιαστικά απ’ το Κολωνάκι –είχε μια δουλειά στην πλατεία–, όπου σ’ ένα καφενείο συνάντησε τυχαία το Βαλαωρίτη και την Αραβαντινού, ποιητές φίλους του, απ’ τους λίγους που έβλεπε, γιατί δεν συναντούσε πολύ κόσμο πια.
«Richard Passmoore and David Prousch, classical scholars and connoisseurs, philologists, experts on Greek literature... From Sidney...» μας συνέστησε, συνεχίζοντας:
«Πρόκειται να γράψουν μια αναλυτική διατριβή in my Polaroid phallic imagery...».
Βιαστικά περάσαμε απ’ το καφέ Μπραζίλιαν, όπου τώρα ήταν αναρτημένοι σ’ έναν τοίχο οι νεανικοί του στίχοι, για τους οποίους είχε χλευαστεί, ως angry young man στη δεκαετία του ’50, από τους σεμνότυφους: Η ποίηση φίλε πέθανε.../...εγώ πηγαίνω τώρα στη ζωή/ στον Ιλισό/ να πιω τις σκέψεις μου πιο καθαρές...
Απ’ το συνωστισμένο κέντρο, τα μισοσκότεινα δρομάκια της Ακαδημίας Πλάτωνος και του Κολωνού σε μετέφεραν στην ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, με όσα παλιά σπίτια είχαν απομείνει ακόμα, ή τα σχεδόν επαρχιακά μαγαζάκια με τις επιγραφές που δύσκολα συναντούσες στις καθαρά αστικές συνοικίες: «Μεταποιήσεις Ενδυμάτων, Ψιλικά-Νεωτερισμοί» και άλλα. Ο Ταχτσής ήταν γεμάτος αγαλλίαση:


«Στο πιο όμορφο τοπίο του κόσμου έχουν χτίσει την πιο άσχημη πρωτεύουσα του κόσμου... Αλλά όταν νυχτώνει, ομορφαίνει κάπως...» μας είπε. Περάσαμε κάμποσα ξεχασμένα δρομάκια με ξενόηχα ονόματα –οδός Ναπολέοντος Λαμπελέτ–, που ’χε παίξει, που ’χε πάει σχολείο. Σταθήκαμε κοντά και σε μια μικρή πλατεία που στη δεκαετία του ’30 ήταν αλάνα με χώμα, όπως θυμόταν. Κάπου κοντά ήταν και η οδός Μενεδήμου και το σπίτι, ίδιο ακόμα, που ’χε –παιδί χωρισμένων γονιών– ζήσει με τη γιαγιά του: «Αυτή δεν χώνευε τα κορίτσια. Εμένα μου ’δινε όλο το αυγό να το φάω, στην καημένη την αδερφή μου μόνο μια κουταλιά, και το υπόλοιπο στον Κώστα κι αυτό. Κι αν η αδερφή μου έβαζε τα κλάματα –μαύρη Ελπίδα!–, της έβαζαν, με τη θεία μου, πιπέρι στο στόμα για να μην κλαίει, κι όσο η μικρή έκλαιγε τόσο εκείνες ξεκαρδίζονταν στα γέλια που τη βλέπανε...»
Την προσοχή του τράβηξε ένα παλιό κουτούκι, που ’χε βγάλει κιόλας καρέκλες και τραπέζια έξω στην αυλή, ο καιρός ήταν αρκετά ζεστός. «Κοίτα, τζιτζιφιές!» είπε, δείχνοντάς μας κανά-δυο old-fashioned δέντρα έξω απ’ την ταβέρνα, τα οποία του ομολογήσαμε ότι δεν τα ξέραμε. «Το αγαπημένο δέντρο της μάνας μου.
Έχει φυτέψει κανά-δυο και έξω, στο εξοχικό της αδερφής μου, στην Αυλίδα.
Οι τζιτζιφιές και τα τζίτζιφά τους...» συμπλήρωσε.
«So, you two... Are you lovers?» μας ρώτησε. Αποφύγαμε κάθε συζήτηση, σχετική με την ερωτική ζωή μας. «Ο κοινός μας φίλος μου ’χε πει ότι εσύ έχεις και δυο παιδιά, γιο και κόρη, αληθεύει;» ρώτησε τον Ρίτσαρντ κι αυτός απάντησε: «Ναι, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με το συγγραφικό ντουέτο Richard Passmoore – David Prousch...» Γέλασε δυνατά. Τυχαία έφτασε με την παρέα της και μια κοπέλα στην ταβέρνα, που ’δειξε να του είναι πολύ γνωστή και συμπαθής: «Είναι η κοπέλα που μου κάνει χαλάουα...» μας πληροφόρησε...
«Εγώ...» συνέχισε, «δεν έχω πια καμιά σχέση με τον έρωτα αυτού του είδους... Παρ’ όλα αυτά, θέλω να ζητήσω να μου το βγάλουν πια αυτό εδώ από μέσα, πριν πεθάνω. (Έδειξε το τεχνητό στήθος του, καμουφλαρισμένο από ένα πουκάμισο με τσέπες). Δεν θέλω να κατέβω στον τάφο μ’ αυτό εδώ...»
Ήταν πληγωμένος απ’ τους Έλληνες της δεκαετίας του ’80, απ’ την κυβέρνηση που δεν είχε χρηματοδοτήσει μια ταινία πάνω στο βιβλίο του, απογοητευμένος απ’ το θεατρικό σινάφι (Εθνικό Θέατρο κ.λπ.) που δεν του παράγγελνε μεταφράσεις. Αλλά απόψε που ’νιωθε καλά δεν ήθελε να μιλάει για όλα αυτά.
«Από πού αρχίζετε την ελληνική περιοδεία σας;» μας ρώτησε. «Από Ξάνθη... αύριο κιόλας...» είπαμε, μνημονεύοντας με νοσταλγία αυτή την πόλη των μιναρέδων και της ωραίας αρχιτεκτονικής.
«Οι μιναρέδες της Ξάνθης δεν θ’ ανταμώσουν ποτέ – δεν θα σμίξουν ποτέ τις μυτερές κορυφές των...» ακούστηκε σαν κάτι να απαγγέλλει.
«Τι ’ναι αυτό;» ρωτήσαμε...
«Ένα ποίημα καβαφίζον...» σχολίασε με τον κρύο εκείνο σαρκασμό του, που τον έκανε να μην συγκρατεί τη γλώσσα του, να μην προσέχει τα λόγια του, όσο κι αν οι παρατηρήσεις του αποδεικνύονταν συχνά καίριες: «Ο καβαφισμός που σέρνει πάνω της σύσσωμη η ελληνική μεταπολεμική ποίηση, ανέδειξε ποιητή μονάχα τον Καβάφη. Εγώ εγκατέλειψα την ποίηση πολύ νωρίς... Δεν ήθελα να ’μαι η αδερφή η ποιήτρια, μια ζωή... Εγώ θα ’χω το Στεφάνι, σκέφτηκα εγκαίρως...».



Απόδοση για το «Δ»: ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

Ισπανοί φοιτητές στην Ελλάδα (1933)

Η αφήγηση που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το κείμενο της κυρίας δε Ρεάλ-Κατσιμπάρδη Notas Resumen del Viaje por el Mediterraneo, το οποίο περιλαμβάνεται στην έκδοση Catalogo, που κυκλοφόρησε το 1983 από το σύλλογο «Φίλοι της Φοιτητικής Εστίας της Μαδρίτης», για την επέτειο συμπλήρωσης πενήντα χρόνων από την πραγματοποίηση της φοιτητικής «κρουαζιέρας» στη Μεσόγειο. Εκείνος ο περίπλους θεωρείται πως επηρέασε την πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ισπανία.Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Το Δέντρο, Νο 163-164, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούλιο.


ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΝΙΣΩ ΠΩΣ Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ, από τότε, σε δύο περιόδους: πριν από την κρουαζιέρα μας και μετά από αυτήν.
Όταν ο κοσμήτορας της Σχολής Φιλοσοφίας και Γραμμάτων του Πανεπιστημίου μας Γκαρσία Μορέντε, συνοδευόμενος από τον Γραμματέα της Σχολής Χοσέ Φεράντις, μπήκε στο γραφείο του κυρίου Υπουργού Δημόσιας Παιδείας Χουάν δε λος Ρίος, δεν πίστευε πως θα έβγαινε έχοντας λάβει την άδεια του κυρίου Υπουργού για την πραγματοποίηση ενός εκπαιδευτικού περίπλου της Μεσογείου από ομάδα φοιτητών και φοιτητριών, που ήταν εγγεγραμμένοι στα τμήματα Αραβικών, Ελληνικών και Λατινικών Σπουδών.
Ο κύριος Μορέντε ήξερε τι έπρεπε να δηλώσει στον κύριο Υπουργό και είχε προετοιμαστεί δια παν ενδεχόμενο. Εξάλλου, έχοντας δίπλα του τον κύριο Φεράντις, είχε τη βεβαιότητα πως οι εξηγήσεις που θα ζητούσε ο κύριος Υπουργός θα ήταν πλήρεις. Ήξερε επίσης πως ο κύριος Υπουργός συνήθιζε να απαντάει με δύο λέξεις, δηλαδή «ναι» και «όχι». Και το σύστημα ήταν να απαντάει «όχι» στην αρχή, ώστε να λέει «ναι» στη συ­νέχεια.
Τα «όχι» ήταν: οι φοιτητές δεν θα έμεναν καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο στο ίδιο κατάστρωμα με τις φοιτήτριες, οι καμαρότοι δεν θα έμπαιναν στις καμπίνες των φοιτητριών δίχως να συνοδεύονται από έναν ή δύο καθηγητές, τα λουτρά δεν θα ήταν κοινά για φοιτητές και φοιτήτριες (το ίδιο και τα αποχωρητήρια), η διανομή σαπουνιού δεν θα γινόταν τις βραδινές ώρες, δεν θα υπήρχαν αλκοολούχα, ούτε μπίρες, δεν θα επιτρέπονταν οι χοροί μετά το δείπνο, δεν θα δειπνούσαν φοιτητές και φοιτήτριες στο ίδιο τραπέζι, δεν θα ήταν οι φοιτήτριες ασυνόδευτες κατά την έξοδό τους στα διάφορα λιμάνια, δεν θα έπινε κανείς νερό από βρύσες της Αιγύπτου, της Τυνησίας και της Τουρκίας, δεν θα συγχρωτιζόταν κανείς με ιθαγενείς, οι οποίοι μεταδίδουν κάθε λογής ασθένειες, δεν θα γινόταν ξεψείρισμα μεταξύ φοιτητών και φοιτητριών, δεδομένου ότι στις προαναφερθείσες χώρες, καθώς και σε άλλες, οι ψείρες ενδημούν και οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι για την περιοχή των γεννητικών οργάνων των γυναικών, άρα δεν θα υπήρχε ουδεμία απολύτως συνεύρεση αρρένων και θηλέων καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.
Συνεπώς ναι, η κρουαζιέρα θα γινόταν: το Υπουργείο έθετε στη διάθεση της Σχολής το επιβατικό «Πόλη του Κάδις», το πρώην «Ινφάντα Κριστίνα», σκαρί αξιόπιστο, με καπετάνιο τον θα­λασσόλυκο Χάιμε Χέλπι Βερδάγκερ, ώστε να μην υπάρχει κανένας κίνδυνος για τα παιδιά. Ναι, το Υπουργείο θα έδινε εντολή για την επιβίβαση στο πλοίο δύο γιατρών, νοσοκόμων και ιερέως, του οποίου η μέριμνα θα ήταν η τήρηση των θρησκευτικών κανόνων, η κατήχηση για την αποφυγή κάθε προσηλυτισμού και η συνδρομή για την εβδομαδιαία εξομολόγη­ση φοι­τητών και φοιτητριών, μηδέ των συνοδών καθηγητών εξαιρουμένων.
Ναι, το πλοίο θα αναχωρούσε από το λιμάνι της Βαρκελώνης στις 17 Ιουνίου και θα επέστρεφε στις 18 Αυγούστου, με πρώτο σταθμό την Τύνιδα προς επίσκεψη του τάφου του σοφού Αμπντάλα ελ Τρουχίμαν (1032-1110), βάζοντας στη συνέχεια πλώρη προς τη Μάλτα, την Αίγυπτο και την Τουρκία, με κατάληξη στους εξής ελληνικούς προορισμούς: Χανιά, Ρόδος, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Ναύπλιο (όπου απόγονοι Καταλανών φιλελλήνων διαβιούν), Ιτέα (προς επίσκεψη της Ναυπάκτου, στη ναυ­μαχία της οποίας έλαβε μέρος ο Μιγκέλ δε Θερβάντες) και Κατάκωλο (προς επίσκεψη της αρχαίας Ολυμπίας).
Ναι, κάθε φοιτητής και κάθε φοιτήτρια είχε την υποχρέωση να παραδώσει χειρόγραφη εργασία, τριάντα τουλάχιστον σελίδων, επί θεμάτων σχετικών με τους σκοπούς του ταξιδιού, που δεν ήταν άλλος από τη «γνωριμία de visu των μεγάλων στιγμών και μνημείων του πολιτισμού και τη μελέτη de profundis του φυσικού περιβάλλοντος όπου γεννήθηκαν αθάνατα έργα του πνεύ­ματος και της επιστήμης, τα οποία ex officio βρήκαν την εξέλιξή τους στην Ισπανία, όπου μόνον εκεί συμβίωσαν επί επτά αιώνες sub specie aeternitatis ο αραβικός, ο ιουδαϊκός και ο χριστιανικός πολιτισμός». Εννοείται πως οι συνοδοί καθηγητές θα προσέφεραν την αρωγή τους και ηθική υποστήριξη σε κάθε φοιτητή και φοιτήτρια, δίχως διάκριση και με την υποχρέωση της υποβολής του συνόλου των εργασιών στον κύριο Υπουργό Δημόσιας Παιδείας, ο οποίος θα θέσπιζε βραβεία για τις καλύτερες από αυτές...

...ΠΡΙΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΩ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ της άφι­ξης και παραμονής μας στους τόπους της Ελλάδας, είναι απαραίτητο να αναφερθώ σε δύο γεγονότα, που δεν συνέβησαν σε καμία άλλη χώρα από όσες επισκεφθήκαμε και άλλαξαν τη ζωή μου. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα την είσοδο του πλοίου μας στο λιμάνι του Πειραιά, μια μέρα ζεστή. Νομίζω πως ακούω και τώρα, το βράδυ εκείνης της μέρας, τα τραγούδια, αυτά που οι Έλληνες ονομάζουν «καντάδες»: παρέες νεαρών σε βάρκες έρχονταν προς το πλοίο μας και τραγουδούσαν. Θυμάμαι πως σε μια μεγάλη βάρκα υπήρχε ορχήστρα με πιάνο. Και οι τραγουδιστές καλούσαν στα γαλλικά τα κορίτσια να σκύψουν να τις δουν, εκείνοι θα «έριχναν σκάλα, σκάλα να σε βρω, σκάλα για τον ουρανό». Δεν κρύβω πως όλα τα κορίτσια γελούσαν, έσκυβαν στην κουπαστή, μερικές έριξαν ένα μαντίλι τους, άλλες ανέμιζαν το δικό τους, μια-δυο τολμηρές έστελναν φιλιά. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν δεν εμφανίζονταν οι καθηγητές μας και όλοι οι καμαρότοι να μας μαζέψουν.
Την άλλη μέρα, οι καθηγητές κρατούσαν στα χέρια τους φύλλα της εφημερίδας Βραδυνή, που σε μακροσκελές άρθρο τής πρώτης σελίδας έκαναν λόγο για «πανέμορφες Ισπανίδες, των οποίων το κάλλος θάμπωσε τον Σαρωνικό». Και προς απόδειξη, στο μέσο του άρθρου υπήρχε η φωτογραφία μιας ομάδας νεανίδων εκπάγλου καλλονής. Οι καθηγητές, παρόντος του ιερέα-εξομολογητή μας, κάλεσαν στο σαλόνι του πλοίου όλες τις φοιτήτριες και τους ζήτησαν να παραταχθούν η μία δίπλα στην άλλη. Τότε, σκύβοντας όλοι μαζί πάνω από τη φωτογραφία της εφημερίδας, πλησίαζαν από πολύ κοντά κάθε κοπέλα και έψαχναν να δουν ποια από εμάς έμοιαζε με τις κοπέλες της φωτογραφίας. Αν και καμία δεν έμοιαζε, η εντολή που δόθηκε ήταν να περάσει η μία μετά την άλλη από το εξομολογητήριο, παρόλο που δεν ήταν η μέρα της εξομολόγησης.
Τα πράγματα δεν σταμάτησαν σε αυτό το σημείο. Οι φοιτητές, θεωρώντας πως είχε υπάρξει προσβολή, έκαναν λόγο για μονομαχίες με ξίφος ή πιστόλι και για προσκλήσεις προς έκφραση συγγνώμης εκ μέρους των «ασχημονησάντων». Ευτυχώς, η πρό­σκληση που έφτασε στον κύριο Μορέντε και στους άλλους καθηγητές, ήταν εκ μέρους του Νομάρχη και του Δημάρχου της πόλης του Πειραιά, οι οποίοι καλούσαν όλους μας σε δείπνο και χορό, με την ορχήστρα του Μιχάλη Σουγιούλ, στο ξενοδοχείο «Φάληρον». Ο λόγος της πρόσκλησης ήταν πως «η Ισπανία συνδέεται με την Ελλάδα χάρη στις Πύλες του Ηρακλή, χάρη στην εξέγερση εναντίον του Ναπολέοντα, όπως οι Έλληνες επαναστάτησαν κατά των Τούρκων, χάρη στη μοναρχία, η οποία, τόσο στην Ισπανία όσο και στην Ελλάδα, μεριμνά για την πρόοδο του έθνους, χάρη στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο». Περιττό να πω πως εκείνη η πρόσκληση δημιούργησε μεγάλη ταραχή: συσκέψεις μεταξύ των καθηγητών, παρέμβαση του καπετάνιου Χέλπι υπέρ της αποδοχής της προς αποφυγή επεισοδίων (τα οποία δεν ήθελε να προσδιορίσει), άρνηση του ιερέα-εξομολογητή μας, βεβαιώσεις των αντιπροσώπων του Νομάρχη ότι είχαν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα, υποκλίσεις και χα­μό­γελα του Δημάρχου ότι οι Έλληνες συνηθίζουν να ψάλλουν τις ομορφιές των νεανίδων δίχως άλλη πρόθεση, προσφορά αντιγράφων του Παρθενώνα και του Θησείου (σε σμίκρυνση) στους κυρίους Μορέντε και Φεράντις, προσφορά εκ μέρους των Αρχών αντιγράφου του Ερμή του Πραξιτέλους για την Αυτού Εξοχότητα τον Κύριο Υπουργό Δημοσίας Παιδείας Χουάν δε λος Ρίος...

...Στον χορό γνώρισα τον σύζυγό μου Νικόλαο Κατσιμπάρδη.
Παντρευτήκαμε τον επόμενο χρόνο, επειδή ήμουν έγκυος. Ήμουν 23 ετών. Εκείνος ήταν 40. Είναι συχωρεμένος πια.


Απόδοση για το «Δ»: Φ.Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

Χθεσινοί παραθεριστές



Το σχόλιο που ακολουθεί είναι κείμενο του σκηνοθέτη και συγγραφέα Τάκη Σπετσιώτη, τακτικού συνεργάτη του Δέντρου. Θα δημοσιευθεί στο προσεχές τεύχος, Νο 165-166, που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο.

Ανθρώπους της πόλης σαν κι εμάς τους βρίσκει απρόθυμους να μετακινηθούνε
το καλοκαίρι. Τα μακρινά ταξίδια τούς φέρνουν άγχος, η καθημερινή ρουτίνα
έντεκα-εντεκάμισυ μηνών (για την οποία κάποιες φορές τον χρόνο, κουρασμένοι,
γκρινιάζουν κιόλας), μοιάζει πολύτιμη ακόμη κι όταν ο υδράργυρος, η συνήθεια, ή οι προτροπές των γύρω τους τούς καλούν –εκεί, κοντά στα μέσα του δεκαπενταύγουστου–, χωρίς άλλη αναβολή, επιτέλους, για καμιά δεκαπενταριά είκοσι μέρες κι εκείνοι να ξεσηκωθούνε: «Καλά, μην μου πεις ότι θα κάτσεις να ψηθείς, μ’ αυτούς τους καύσωνες! Τι city boy και πρασινάλογα μου τσαμπουνάς, σαράντα υπό σκιάν θα φτάσει, και με την τρύπα του όζοντος ακόμη χειρότερα, τι θα μείνεις μόνος να κάνεις, μου λες, στο Θησείο;». Απρόθυμες ξεκλειδώνονται κάποιες διπλοαμπαρωμένες βαλίτσες, κουρασμένα τα βήματα, άκεφα μέχρι τα πρακτορεία ταξιδίων για ένα εισιτήριο για τα κοντινά νησιά. Ανθρώπους σαν κι εμάς τους αποθαρρύνουν τα μακρινότερα ταξίδια. Το όνειρο για κάποια απόμακρη΄Ιμβρο ή Λήμνο ή Τένεδο παραμένει όνειρο, αφήνοντας την πραγματικότητα να το εκλογικεύσει κατά τη δική της αντίληψη – η εκλογίκευση άλλωστε είναι μια τέχνη άνευ της οποίας παραθεριστές σαν και μας δεν θα ’χαν επιβιώσει: «Ωραίο και το Καστελόριζο και τα Κουφονήσια, κι οι Παξοί, δεν λέω, αλλά, βρε παιδί μου, μακριά... Δεν έχουμε κλείσει και δωμάτιο, πατείς με πατώ σε θα γίνεται μες στον Αύγουστο… Άσε, άλλη φορά… Καλύτερα εδώ κοντά... Ο Αργοσαρωνικός
ποτέ δεν πεθαίνει...».
Ανθρώπους σαν κι εμάς, με λίγα μπαγκάζια και λίγα βιβλία για την παραλία, τους βρίσκει επιφυλακτικούς η εγκατάλειψη της πόλης και οι συνήθειές της, σκυθρωπούς η ανάγκη της μετακίνησης που για τον μεγαλύτερο αριθμό κόσμου γίνεται –αυτούς τους δυο ελληνικούς θερινούς μήνες–, έως και μανιώδης. Το καραβάκι διασχίζει ήδη το πέλαγος, κι αυτοί χαμένοι στις δικές τους σκέψεις ονειρεύονται με τον Προυστ: «Ε! Λοιπόν, τι θα ’λεγε η εκκλησία του Μπαλμπέκ αν ήξερε πως ξεκινάνε μ’ αυτό το θλιμμένο ύφος για να την επισκεφτούν; Αυτός είναι ο καταγοητευμένος ταξιδιώτης για τον οποίο μιλά ο Ράσκιν; Άλλωστε εγώ θα ξέρω αν στάθηκες στο ύψος των περιστάσεων, ακόμα κι από μακριά θα εξακολουθώ να βρίσκομαι κοντά στο λυκάκι μου. Αύριο κιόλας θα ’χεις γράμμα της μαμάς».
Θ’ αλλάξει η διάθεσή τους. Σιγά-σιγά. Μια-δυο νύχτες αφότου αφήσουνε το
σπίτι, οι φόβοι τους να εναρμονιστούν στην άγνωστη πόλη, να κοιμηθούν στο καινούργιο δωμάτιο, η διάθεση να αντιτάσσονται στα πράγματα που απειλούν το μεγαλύτερο, το πιο συνηθισμένο μέρος της ζωής τους, με μελλοντικές άγνωστες
ζωές, θα ανασχεθεί.
Έχουν βγάλει τα παπούτσια τους και τσαλαβουτάνε ήδη στην παραλία. Νιώθουν
τις θερμές ανάσες της αμμουδιάς, ένα αίσθημα υγείας τούς ενώνει με το ξύπνημα
της πλάσης. Παράδεισος λουσμένος στην πρωινή δροσιά, ολόκληρη η αλέα
μοιάζει μ’ αναμμένο πολυέλαιο, πουλιά τσιμπολογάνε λαίμαργα το φως απ’ τις
σπάταλες στιλβωμένες αχτίδες. Θα περάσουν απογεύματα και βράδια με βράχια,
πέτρινες κόγχες, φεγγάρι και σιωπή. Παρόλο που τα ψάρια σπανίζουν, έρχονται
κι αυτά εισαγόμενα πια ώς εκεί, ένας μπάρμπας για παραγάδι, παλιός καπετάνιος, απομένει εντούτοις αραχτός κάπου στ’ ακρογιάλι. Α, ναι! Και κανα-δυο νέοι, ψαροντουφεκάδες αυτοί, ερασιτέχνες του καλοκαιριού που το λέει η καρδιά τους, ξεχάστηκαν μέχρι αργά το βράδυ, μουλιάσαν στα νερά.

Δεν θα κυλήσουν οι μέρες τους όλες (φυσικά και όχι), με την γοητεία των αισθήσεων και μόνο. Παρότι έχουν κυριολεκτικά βγει απ’ την πρίζα –μην τους πεις για εφημερίδες, ειδήσεις στην τηλεόραση, παραστάσεις και λοιπές ...πολιτιστικές εκδηλώσεις!– όλο και κάπου θα δεχθούν κι εκείνοι, έστω και μόνο μες απ’ την ανάγνωση, την επίθεση ανεξιχνίαστων δυνάμεων, χωρίς βεβαίως τελικά να αφανιστούν, όπως φερειπείν ο Χωρομέτρης Κ., με του οποίου το δράμα θα βαλαντώσουν κάποια βράδια από νωρίς, απ’ το προχωρημένο απόγευμα, με τον Πύργο που πήραν μαζί τους και που, κατά τους δύο Γάλλους θεωρητικούς, «...η έκφραση πρέπει να σπάσει τις φόρμες, να σημειώσει ρήξεις και νέες προσδέσεις. Αν μια μορφή έχει διασπαστεί, πρέπει να ανασκευαστεί το περιεχόμενο που θα βρίσκεται αναγκαστικά σε ρήξη με την τάξη των πραγμάτων, σε μια ελάσσονα ή επαναστατική λογοτεχνία..».
Ένα απόγευμα τα σύννεφα θα τους προειδοποιήσουν ότι οι μέρες των διακοπών μαζεύτηκαν, κι ότι η ώρα της επιστροφής είναι κοντά. Απόψε βράδιασε πιο γρήγορα στην βεράντα, η ορχήστρα των δέντρων ακούγεται διαφορετική. Αυτά τα ευγενικά τέρατα στον κήπο στέκονται μπροστά τους σαν σκιές μεταμφιεσμένες και, με την ανατριχιαστική τους αύρα, πιστοποιούν ότι δεν υπάρχουνε φαντάσματα. Σε σωστή ώρα επιστρέφουμε, σκέφτονται οι χθεσινοί παραθεριστές, αμπαλάροντας. Πίσω ξανά στα ρείθρα των οδών, στα σκονισμένα τζάμια των παλιών κτιρίων, στα δύστυχα ρομαντικά δρομάκια του ιστορικού κέντρου, τις φτωχικές παρόδους της λαϊκής συνοικίας τους. Ελπίζοντας πως κι ο ήλιος δεν θα κάνει άλλες καλοκαιρινές ζαβολιές πια. Κι η αποπνικτική θερμοκρασία θα πέσει, κι η ατμόσφαιρα θα γίνει πιο ανακουφιστική. Πίσω, και καλό χειμώνα.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

Το ελληνικό ημερολόγιο της Λάλα Ρομάνο



[Τα αποσπάσματα που δημοσιεύονται προέρχονται από το ημερολόγιο που κράτησε η συγγραφέας κατά το ταξίδι της (17-25/04/1957). Ταξίδεψε με πλοίο από το Μπάρι και, περνώντας από την Κέρκυρα και την Ιθάκη, έφθασε αρχικά στην Αθήνα. Η αφήγηση ξεκινά τη στιγμή που το πλοίο μπαίνει στον Πειραιά. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το Δέντρο, Ιούλιος 2008, Νο 163-164]


Αθήνα, 20 Απριλίου, 10:00

ΚΑΘΩΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ, ξαναβλέπουμε, παραταγμένα σε σχήμα βεντάλιας, τα κυβοειδή σπίτια. Σπίτια που αποτελούνται από ένα ή δύο το πολύ δωμάτια, κι ανάμεσά τους, ούτε δρόμοι ούτε χορτάρι, αλλά πεσμένο χώμα.
Μπαίνουμε πάλι μέσα για να αποβιβαστούμε. Υπομονετικά συνωστισμένοι, περιμένουμε τη σειρά μας στην πόρτα. Από κει εισβάλλουν οι αχθοφόροι. Αναπόφευκτα σαν αγέλη ή, μάλλον, με τη σκληρή αθωότητα των Αδελφών Μαρξ. Αναδίδουν μια βρωμιά που φθάνει ώς το λαιμό: δεν θα μπορούσε να σταθεί κανείς δίπλα τους, αν δεν υπήρχε το πλοίο ανάμεσά μας ως εμπόδιο. Κλείνουμε τη μύτη.
Όταν, λίγο μετά, στο παγκάκι, τους βλέπουμε να στριφογυρίζουν με τις βαλίτσες μας, σκεφτόμαστε ότι είναι αδύνατον να τις ξαναβρούμε. Τις αποχαιρετούμε, κατά κάποιον τρόπο μοιρολατρικά.

Μας περιμένουν τέσσερα λαμπερά και χρωματιστά πούλμαν: κόκκινα, γαλάζια. Τόσο πολυτελή, σχεδόν φανταστικά• μας εξηγούν πως είναι γερμανικά.
Όρθιος δίπλα στον οδηγό, στραμμένος προς εμάς, ένας νεαρός αδύνατος, ξανθός, με μεγάλα ανοιχτόχρωμα μάτια. Είναι ο νέος ξεναγός μας.
Ενώ ανεβαίνουμε προς την Αθήνα, ο ουρανός γίνεται γκρίζος, υπάρχει μια ατμόσφαιρα ακαθόριστη, περίεργη, που την ίδια στιγμή αποπνέει χαρά και θλίψη.
Κι απ’ τις δύο πλευρές βλέπουμε, σ’ όλο το μήκος, στενούς δρόμους όπως σε ανατολίτικες αγορές, κατάμεστους από εμπορεύματα στοιβαγμένα έξω από τις εισόδους, σφαγμένα αρνιά και κατσίκια, κρεμασμένα σε ατέλειωτη σειρά.
Ο ξεναγός, «άνετος», μας συμβουλεύει να μην παρασυρθούμε σε αγορές παρά μόνο στα μαγαζιά που μας προτείνει ο ίδιος, διαφορετικά θα εξαπατηθούμε, γιατί εδώ συνηθίζεται να παζαρεύουν (συνήθεια, σκεφτόμαστε, που ίσως ακόμα συναντά κανείς σε αγορές και σε καταστήματα της επαρχίας μας). Παρόλο το χαριτωμένο και υπερήφανο ύφος του, είναι εμφανής η φιλοδοξία –η δική του και των οργανωτών– να παρουσιαστούν ως «δυτικοί», όπως οι επισκέπτες, έτσι ώστε να γίνουν ευχάριστοι. Το βρίσκω θλιβερό να προειδοποιεί τους ξένους για τα πανάρχαια μειονεκτήματα της χώρας του, που έχουν προκληθεί από την πολύχρονη φτώχεια της.
Ρωτάει αν παρατηρήσαμε τη γιορταστική ατμόσφαιρα. «Αύριο είναι Πάσχα» απαντά στον εαυτό του, με τον παιδικό θρίαμβο ότι «ήδη γνωρίζει», που προκύπτει –αμέσως το κατάλαβα– απ’ το ότι είμαστε «τουρίστες υπό συνοδείαν». [...] Τα μάτια του αστράφτουν και φτιάχνει τα μαλλιά του που πέφτουν στο μέτωπο. Νιώθω να τον συμπαθώ, ελάχιστα όμως ενδιαφέρομαι για το πάθος του. Αυτή τη στιγμή με απασχολεί ιδιαίτερα το δικό μου.
Το λιμάνι έμεινε πίσω μας, το κρύβει ο λόφος. Η ατμόσφαιρα είναι πάντα ακαθόριστη, βροχερή. Όλα, τριγύρω, δίνουν μιαν εντύπωση σύγχυσης και, συγχρόνως, μεγαλείου.
Καινούργιες βίλες, μισοτελειωμένες, χωματόδρομοι γεμάτοι προεξοχές και πέτρες.

Εντελώς ξαφνικά, εκεί κάτω –σήκωσα τα μάτια–, ο Παρθενώνας.
Είναι σαν σπασμός, μια στιγμιαία αγωνία. Όπως όταν νέοι βρισκόμαστε, αιφνίδια, μπροστά στον κρυφό έρωτά μας.
Ο σύντροφός μου έγειρε προς το μέρος μου:
«Δεν νιώθεις καλά; Είσαι χλομή».
Δεν μπορώ να του απαντήσω. Με κοιτά στα μάτια, ξέρω ότι καταλαβαίνει. Λέω απλώς:
«Κρυώνω».

11:00
ΔΙΑΣΧΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ, Ο ΝΕΟΣ ΔΕΙΧΝΕΙ με κάποια ικανοποίηση τα σημαντικά κτίρια, το καλύτερο ξενοδοχείο (κλειστό) μιας περασμένης εποχής, την τράπεζα, τον κινηματογράφο. Μεταπολεμική ατμόσφαιρα: σαν να ήταν κάτι πρόσφατο.
Νεοκλασικά μέγαρα [...]. Αν δεν υπήρχε το φως, σ’ αυτό το σημείο η Αθήνα θυμίζει Βιέννη.
«Ένας Άγγλος», λέει ο νέος, «εδώ ένας Άγγλος έκανε κάτι καλό».
Η ειρωνεία του, γεμάτη πατριωτισμό, είναι συγχρόνως παιδαριώδης, αθώα. Έχει ξανθό μουστάκι, κι όταν συνοφρυώνεται, αποκτά παρουσιαστικό πολεμιστή, παρτιζάνου, σκληρού. Γελά συνένοχα, λόγω εξάρτησης απ’ τους τουρίστες και φιλοφροσύνης προς τους φιλοξενούμενους.
Η υποψία πως αυτή η πατριωτική αλαζονεία μπορεί να έχει κάτι το φασιστικό, με κάνει λίγο σκληρότερη απέναντί της. Ίσως και εξαιτίας αυτού του εκνευρισμού, στο Εθνικό [Αρχαιολογικό] Μουσείο αποφεύγω να την ερμηνεύσω.
Ρίχνω μια ματιά στην προθήκη με τα χρυσά αντικείμενα. Υπάρχουν λοιπόν: η μικρή μάσκα του Αγαμέμνονα, το Αγγείο των Θεριστών.
Έχω όμως ανάγκη από κάτι που να μην είναι αντικείμενο.
Ανακαλύπτω αρχαϊκές φιγούρες• αυστηρές, εξωπραγματικές, αυτές νιώθω οικείες.
Μια φωτεινή και ξανθή Κόρη, σαν παλιά φίλη, με μεταφέρει στη δική μου νεότητα• και μόνο τότε είμαι ικανή να αντιληφθώ τι σημαίνει νεότητα. Χαμογελώ στην κοπέλα που χαμογελά, εύθραυστη μες στην αιώνια ακαμψία της.
Ακόμη κρυώνω, παρά τη στοργή του Στέφανο, και ζεσταίνομαι απ’ την ανθρώπινη θέρμη –δεν θα μπορούσα να το αντέξω περισσότερο– αυτού του ακατέργαστου, θαμπού πετρώματος.

Στις επιτύμβιες στήλες, ο θάνατος ιδωμένος «από το επέκεινα». Μελαγχολία, χωρισμός, ευγένεια των συναισθημάτων. Χέρια που ίσα-ίσα αγγίζονται, βλέμματα που αναζητούν το ένα το άλλο. Κάποιος αντικρίζει απορροφημένος τον κόσμο των σκιών όπου πλέον ανήκει.
Πρόκειται για μια ευγένεια μεγαλειώδη, αφού ολόγυρα σχηματίζονται ομόκεντροι κύκλοι αισθημάτων. Δεν έχει τη χριστιανική βιαιότητα της ρωμανικής γλυπτικής [...], τη ζωηρή σκληρότητα –σχεδόν θρασύτητα– του άνδρα που σκάβει ή εκείνου που ξεριζώνει τα γογγύλια, στο Βαπτιστήριο της Πάρμας. Είναι τόσο έντονο το χριστιανικό στοιχείο, ώστε έχει «ψυχή φύσει χριστιανική» [anima naturaliter christiana]: η αιδώς, ίσως ακόμα και η αγάπη, είναι καρπός της προχριστιανικής ευσέβειας. Μια αγάπη σεμνή, ανυποψίαστη, «χωρίς πίστη», που σημαίνει χωρίς πάθος• λες και η αγνότητα είναι εδώ οδυνηρή, έχει σώμα (αν δεν είναι αισθησιακή, πράγμα που μοιάζει παράλογο).
[...]






15:00
ΓΚΡΙΖΑ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Η ΠΟΛΗ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ μεγάλη καθώς τη διασχίζουμε, με μια δική της ιδιαίτερη σύγχυση, με εύρος –σχεδόν μεγαλοπρέπεια– μιζέριας. Ολόκληρες συνοικίες παλιατζήδων σε μεγάλη έκταση, μ’ έναν χαρακτήρα μονιμότητας: ζωή που ακολουθεί τη διαρκή διάλυση.
Κάτω απ’ τον Παρθενώνα και μπροστά από την Αγορά, ένας μεγάλος δωρικός ναός, ανέπαφος: το Ηφαίστειον. Γκρίζο μες στη μελαγχολική ατμόσφαιρα• πραγματικό κι όμως αδιάφορο, ξένο, καταθλιπτικό.
Ο ξεναγός μας μιλά ακατάπαυστα• είναι ενθουσιασμένος, χειρονομεί, αυτοσχεδιάζει. Ο αέρας φουσκώνει το αδιάβροχό του. Είναι συγκινητικός. Μου φαίνεται πραγματικά παθιασμένος και επίσης –ποιος ξέρει–, κακομοίρης, πεινασμένος.
Δεν τον ακούω και, δεδομένου ότι πρέπει να περιμένω, κοιτάζω τριγύρω.
Στο χορταριασμένο πρανές κουνιούνται, από τον κρύο άνεμο, παπαρούνες. Διστακτικά αλλά και άπληστα μαζεύω μερικές. Είναι από ένα μετάξι πολυτιμότερο, από ένα κόκκινο βαθύτερο ακόμη και από εκείνο που συνάντησα στην Απουλία• ίσως είναι το κόκκινο των πασχαλινών αυγών της Κέρκυρας. Μου αρέσει να το σκέφτομαι έτσι, μ’ ένα στοιχείο χωριάτικο, κάθε άλλο παρά μυθικό.
Είναι αληθινές παπαρούνες, με το μαύρο αστέρι μέσα και τις μικρές πινελιές από λευκό που πλησιάζει προς το γαλάζιο.




16:00
ΗΞΕΡΑ ΠΩΣ ΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΕΙΝΑΙ ΡΙΖΩΜΕΝΑ στο βράχο, αλλά βλέποντάς τα μοιάζουν ακόμη εκπληκτικότερα. Ίσως πουθενά αλλού δεν υπάρχει ένα πλησίασμα τόσο άγριο: τέχνη και φύση, η λογικότερη τέχνη, η γυμνότερη φύση: ο βράχος. [...] Όταν, μπροστά στον ουρανό, αντικρίσεις το ναό, αισθάνεσαι μεγάλη έκπληξη, γεμάτη όμως σιγουριά, λες κι ανακαλύπτεις πως είσαι πιστός. [...] Καθετί εδώ είναι ταπεινότερο, πιο φυσικό απ’ ό,τι φανταζόμασταν• εντούτοις, την ίδια στιγμή, μεγαλειωδέστερο, κατά κάποιο τρόπο μέρος του αιώνιου.
Έτσι κι οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου, σιωπηλές και αγέρωχες Βαλκυρίες με βαριές πλεξίδες: η μοναδική ανθρώπινη παρουσία. [...] Βυθίζομαι στην ησυχία. Κοιτώ τριγύρω. Ο Υμηττός, όχι πια δασώδης, αλλά απέραντος και γλυκός• ο Λυκαβηττός, παράξενος σαν βουνό της παιδικής ηλικίας (για μένα, το Μονσεράτο του Μπόργκο)• και εκεί κάτω, η πόλη –πρέπει να σκύψεις για να τη δεις– ατέλειωτη και φτωχή, τα άπειρα κυβοειδή σπίτια, οι μικροί κήποι με τις συκιές. Ίσως τούρκικη• κι εξάλλου, όχι πολύ διαφορετική από την αρχαία.
Πόσος χρόνος πέρασε; Ούτε παρουσίες ούτε φωνές προσβάλλουν τη σιωπή και το χώρο, όπως στη θάλασσα• λες και στη θάλασσα δεν υπάρχει τίποτα ζωντανό εκτός απ’ τον άνεμο.
Κι εδώ παπαρούνες, τρυφερές και άγριες, βαθυκόκκινες ανάμεσα στις πέτρες. Ακόμη και το να πηδάς από τη μια πέτρα στην άλλη είναι ένα παλιό παιχνίδι.
Ποιος, στην Ιταλία, δεν έπαιξε μικρός με αρχαίες πέτρες εγκαταλελειμμένες ανάμεσα σε τσουκνίδες, πέτρες εκτυφλωτικές απ’ τον ήλιο;
Έτσι, νιώθουμε πως ανήκουμε εδώ• και θα θέλαμε να μας περίμενε, όμοιος με αυτόν εδώ, ένας τόπος «αιώνιας ανάπαυσης»: μεγαλοπρεπής και οικείος. Όπου θα ήταν δυνατόν να επιστρέφαμε ως παιδιά και, συγχρόνως, να μεγαλώναμε.
[...]

19:00

Η ΚΗΦΙΣΙΑ, ΟΠΟΥ ΔΙΑΜΕΝΟΥΜΕ, ΑΠΕΧΕΙ 12 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ από την Αθήνα και βρίσκεται βορειοανατολικά.
Κηφισιά, Αθήναι – ονόματα που θροΐζουν, που μυρίζουν καλοκαίρι, τραγούδι τζιτζικιών.
Σούρουπο. Κατά μήκος της απέραντης περιφέρειας της Αθήνας βλέπουμε πολλά ανοιχτά και φωτισμένα καφενεία• η είσοδος και το παράθυρο είναι ανοιχτά και φαίνεται το εσωτερικό, με ένα αμυδρό φως. Οι τοίχοι του χώρου είναι γυμνοί, βαμμένοι πράσινοι ή γκρι, τα τραπέζια άδεια. Θυμίζουν κάποια δικά μας καφενεδάκια σε χωριά, πριν τριάντα χρόνια.
Σε μας όμως θα υπήρχε κρασί στο τραπέζι –εδώ τίποτα–, ή ένα ποτήρι νερό• και ο άνδρας, ή οι λίγοι άνδρες, είναι σιωπηλοί και σκυθρωποί.
Φέρνω στο νου μου τον γέρο του Καβάφη που κάθεται στο τραπεζάκι του καφενείου και σκέφτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια, όταν είχε δύναμη και ομορφιά, και η νεότητά του μοιάζει σαν χθες• και τελικά αποκοιμάται, ακουμπισμένος στο τραπεζάκι του καφενείου.
[...]

Μπρίντιζι, 25 Απριλίου, 5:00

ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ, με θέα τη ρόδινη πόλη αυτό το όμορφο πρωινό.
Σιωπηλή, φανταστική, όπως κάθε πλησίασμα στη στεριά, αυτή είναι η πατρίδα μας, το σπίτι μας.
Μετά την αυστηρή, γυμνή, σχεδόν τραγική Ελλάδα, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά γη και φως, η Ιταλία, το πάμφτωχο Μπρίντιζι μας φαίνεται πλούσιο και χαρούμενο.
Η χώρα μας γλίτωσε από τις λαίλαπες που αφαίμαξαν και κατέστρεψαν την Ελλάδα, σώζοντας, ωστόσο, ή εξαίροντας το μεγαλείο της.
Έτσι τώρα, η σκληρή γη της Απουλίας μάς φαίνεται πλούσια και γλυκιά. Είναι όμως αλήθεια πως σχεδόν λησμονήσαμε την πράσινη κοιλάδα του Πάδου.

Απόδοση για το «Δ»: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ


Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Και πάλι για τον Ζακ Τατί

Από τον θεωρητικό του κινηματογράφου κ. Γιώργο Αραμπατζή έλαβα το ακόλουθο σχόλιο. Συνεχίζει τις σκέψεις που έχουν ήδη αναρτηθεί και αφορούν τον Ζακ Τατί.


Η εκτίμηση του Τ. Γουδέλη, και του Κ. Μαυρουδή, σχετικά με τη μεγάλη αξία των δυο πρώτων μεγάλου μήκους ταινιών του Τατί και τις αδυναμίες του ύστερου έργου του με βρίσκει σύμφωνο. Για την περαιτέρω κατανόηση της αξιολόγησης αυτής, θα ήθελα να αναφερθώ στη στενή σχέση μεταξύ Τατί και Φελίνι, όσον αφορά στην κωμική και κριτική συνάμα πρόσληψη μίας γκροτέσκας πραγματικότητας. Τον δημιουργικό χώρο που άφησε ανολοκλήρωτο ο Τατί ήρθε και κάλυψε, με ακόμη πιο εντυπωσιακό τρόπο, η πληθωρική προσωπικότητα του Φελίνι, έτσι ώστε να επισκιάζονται κάπως, σ’εμάς τους μεταγενέστερους, οι καινοτομίες του ύστερου έργου του γάλλου δημιουργού. Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο, η οποία συνιστά και την υπεροχή του Φελίνι, εντοπίζεται, πιστεύω, στις περί ανθρωπολογίας αντιλήψεις τους. Ο Τατί πιστεύει, κατά βάση, σε μία διάκριση μεταξύ αυθεντικής ανθρώπινης φύσης και διεφθαρμένου πολιτισμού. Η κωμική φιγούρα του στο μέσον ενός τερατώδους τεχνοκρατικού περιβάλλοντος, με την έλλειψη προσαρμοστικότητας και το χάος που προκαλεί, επιτρέπει κάποια στιγμή την συνεύρεση ορισμένων ανθρώπων σε ένα φυσικό περιβάλλον υπό συνθήκες φιλικότητας και κατανόησης. Ο Φελίνι δεν επιτρέπει ούτε τέτοια διάκριση ούτε τέτοια συνεύρεση και η καυστική ματιά του καταγράφει όλες τις κοινωνικές μας πόζες ανελέητα, υπό το φως ωστόσο μίας πραγματικής φιλάνθρωπης συμπαθητικής ματιάς. Το τερατώδες στον Φελίνι μπορεί να είναι είτε φυσικό είτε πολιτισμικό αλλά, σε κάθε περίπτωση, έχει να κάνει με την ανθρώπινη ομάδα, είναι σύγχρονό της και κοινής προέλευσης με αυτήν. Η καλλιτεχνική χρησιμοποίηση από τον Φελίνι της θεωρίας αρχετύπων του Γιουνγκ δίνει μεγαλύτερο βάθος στην προσέγγισή του αν δεχθούμε ότι το αρχέτυπο είναι αυτό ακριβώς που υπερβαίνει τη διάκριση φυσικού και πολιτισμικού. Η διαφορά αυτή μεταξύ Τατί και Φελίνι δεν πρέπει να μας κάνει να παραβλέπουμε τις πολλές ομοιότητες των έργων τους που οφείλεται σε μία κοινή πηγή της τέχνης τους: το σινεμά του Τσάρλι Τσάπλιν.

Ο φλεγματικός στιλίστας κ. Ζακ Τατί

Από τον σκηνοθέτη και κινηματογραφικό κριτικό Θόδωρο Σούμα έλαβα το κείμενο που ακολουθεί. Αφορμή έχει τα κείμενα που γράφτηκαν και αναρτήθηκαν προ ημερών για τον Τατί.





Ο Γάλλος, στιλίστας σκηνοθέτης περίτεχνων κωμωδιών, Ζακ Τατί ξεκίνησε την καριέρα του δημιουργώντας τον κινηματογραφικό τύπο του λίγο αφελούς, λίγο σοφιστικέ κ. Ιλό, στις διακριτικές, χαμηλότονες, ασπρόμαυρες ταινίες του, Οι διακοπές του κ.Ιλό (1953) και Μέρα γιορτής (1949). Σ’αυτές τις δυο πρώτες ταινίες του βρίσκουμε πολλά ευφυή γκαγκ, τη συνήθη, μεγάλη και εύστοχη παρατηρητικότητά του, τη νοσταλγία και την ποίηση που το άρωμά τους διαποτίζει ολόκληρο το κινηματογραφικό έργο του.
Από την επόμενη ταινία του, Ο θείος μου, γυρισμένη το 1958, ο Τατί περνά σε έναν κινηματογράφο πιο σύνθετο και συνθετικό, που εμπεριέχει τη φιλοσοφία ζωής του: την αντίθεση ανάμεσα στο αθώο άτομο και το μοντέρνο, τεχνολογικό κοινωνικό περιβάλλον. Ο θείος μου, που ξεχωρίζει γι’ αυτή την αντίφαση, του ακόμη ακατέργαστου κι αυθόρμητου ατόμου (ο θείος και ο ανιψιός) προς τον τεχνοκρατικό, υπερμοντέρνο, σχεδόν φουτουριστικό χώρο του σπιτιού τής νεόπλουτης οικογένειας, είναι ένα μικρό αριστούργημα. Το επόμενο φιλμ, το Playtime, του 1967, θεωρείται ήδη ένα μεγάλο κινηματογραφικό αριστούργημα: Στον τεράστιο χώρο της μοντέρνας έκθεσης σύγχρονων βιομηχανικών προϊόντων με το εξεζητημένο ντιζάιν —που έχει δημιουργήσει ο Τατί— ξεδιπλώνεται η αδέξια κι επεισοδιακή δράση του αθώου και ταυτόχρονα εκκεντρικού ήρωά του που θυμίζει περίεργο, μεγάλο παιδί, το οποίο χάνεται στον τεχνοκρατικό, χαώδη λαβύρινθο… Στις δύο προαναφερθείσες ταινίες του, όπως και στο Trafic του 1971, ο εστέτ, έμμεσα σατιρικός σκηνοθέτης, στήνει ολοκληρωμένες δομές.
Τα γκαγκ του Ζακ Τατί βασίζονται στην πραγματικότητα έτσι όπως έχει, καθώς και στην προσεκτική παρατήρησή της. Ο Τατί εστιάζει συχνά την προσοχή του στους ήχους που παίζουν βασικό, αποκαλυπτικό ρόλο στο έργο του. Χρησιμοποιεί πολλά γενικά πλάνα όπου οι σημαντικές λεπτομέρειες διαχέονται στο σύνολο και καλούν το μάτι (ή το αυτί) του ενεργοποιημένου θεατή να τις ανακαλύψει (ορισμένες τέτοιες σημαίνουσες λεπτομέρειες περνούν ενδεχομένως απαρατήρητες…). Η Κολέτ, γνωρίζοντας τις καταβολές του και την απαρχή της καριέρας του (αθλητής, μίμος, καλλιτέχνης του μιούζικ-χολ), έγραψε ότι δημιούργησε ένα έργο που έχει σχέση με το χορό, τα σπορ, τη σάτιρα και το ταμπλό βιβάν…