[Τα αποσπάσματα που δημοσιεύονται προέρχονται από το ημερολόγιο που κράτησε η συγγραφέας κατά το ταξίδι της (17-25/04/1957). Ταξίδεψε με πλοίο από το Μπάρι και, περνώντας από την Κέρκυρα και την Ιθάκη, έφθασε αρχικά στην Αθήνα. Η αφήγηση ξεκινά τη στιγμή που το πλοίο μπαίνει στον Πειραιά. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
Το Δέντρο, Ιούλιος 2008, Νο 163-164]
Αθήνα, 20 Απριλίου, 10:00
ΚΑΘΩΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ, ξαναβλέπουμε, παραταγμένα σε σχήμα βεντάλιας, τα κυβοειδή σπίτια. Σπίτια που αποτελούνται από ένα ή δύο το πολύ δωμάτια, κι ανάμεσά τους, ούτε δρόμοι ούτε χορτάρι, αλλά πεσμένο χώμα.
Μπαίνουμε πάλι μέσα για να αποβιβαστούμε. Υπομονετικά συνωστισμένοι, περιμένουμε τη σειρά μας στην πόρτα. Από κει εισβάλλουν οι αχθοφόροι. Αναπόφευκτα σαν αγέλη ή, μάλλον, με τη σκληρή αθωότητα των Αδελφών Μαρξ. Αναδίδουν μια βρωμιά που φθάνει ώς το λαιμό: δεν θα μπορούσε να σταθεί κανείς δίπλα τους, αν δεν υπήρχε το πλοίο ανάμεσά μας ως εμπόδιο. Κλείνουμε τη μύτη.
Όταν, λίγο μετά, στο παγκάκι, τους βλέπουμε να στριφογυρίζουν με τις βαλίτσες μας, σκεφτόμαστε ότι είναι αδύνατον να τις ξαναβρούμε. Τις αποχαιρετούμε, κατά κάποιον τρόπο μοιρολατρικά.
Μας περιμένουν τέσσερα λαμπερά και χρωματιστά πούλμαν: κόκκινα, γαλάζια. Τόσο πολυτελή, σχεδόν φανταστικά• μας εξηγούν πως είναι γερμανικά.
Όρθιος δίπλα στον οδηγό, στραμμένος προς εμάς, ένας νεαρός αδύνατος, ξανθός, με μεγάλα ανοιχτόχρωμα μάτια. Είναι ο νέος ξεναγός μας.
Ενώ ανεβαίνουμε προς την Αθήνα, ο ουρανός γίνεται γκρίζος, υπάρχει μια ατμόσφαιρα ακαθόριστη, περίεργη, που την ίδια στιγμή αποπνέει χαρά και θλίψη.
Κι απ’ τις δύο πλευρές βλέπουμε, σ’ όλο το μήκος, στενούς δρόμους όπως σε ανατολίτικες αγορές, κατάμεστους από εμπορεύματα στοιβαγμένα έξω από τις εισόδους, σφαγμένα αρνιά και κατσίκια, κρεμασμένα σε ατέλειωτη σειρά.
Ο ξεναγός, «άνετος», μας συμβουλεύει να μην παρασυρθούμε σε αγορές παρά μόνο στα μαγαζιά που μας προτείνει ο ίδιος, διαφορετικά θα εξαπατηθούμε, γιατί εδώ συνηθίζεται να παζαρεύουν (συνήθεια, σκεφτόμαστε, που ίσως ακόμα συναντά κανείς σε αγορές και σε καταστήματα της επαρχίας μας). Παρόλο το χαριτωμένο και υπερήφανο ύφος του, είναι εμφανής η φιλοδοξία –η δική του και των οργανωτών– να παρουσιαστούν ως «δυτικοί», όπως οι επισκέπτες, έτσι ώστε να γίνουν ευχάριστοι. Το βρίσκω θλιβερό να προειδοποιεί τους ξένους για τα πανάρχαια μειονεκτήματα της χώρας του, που έχουν προκληθεί από την πολύχρονη φτώχεια της.
Ρωτάει αν παρατηρήσαμε τη γιορταστική ατμόσφαιρα. «Αύριο είναι Πάσχα» απαντά στον εαυτό του, με τον παιδικό θρίαμβο ότι «ήδη γνωρίζει», που προκύπτει –αμέσως το κατάλαβα– απ’ το ότι είμαστε «τουρίστες υπό συνοδείαν». [...] Τα μάτια του αστράφτουν και φτιάχνει τα μαλλιά του που πέφτουν στο μέτωπο. Νιώθω να τον συμπαθώ, ελάχιστα όμως ενδιαφέρομαι για το πάθος του. Αυτή τη στιγμή με απασχολεί ιδιαίτερα το δικό μου.
Το λιμάνι έμεινε πίσω μας, το κρύβει ο λόφος. Η ατμόσφαιρα είναι πάντα ακαθόριστη, βροχερή. Όλα, τριγύρω, δίνουν μιαν εντύπωση σύγχυσης και, συγχρόνως, μεγαλείου.
Καινούργιες βίλες, μισοτελειωμένες, χωματόδρομοι γεμάτοι προεξοχές και πέτρες.
Εντελώς ξαφνικά, εκεί κάτω –σήκωσα τα μάτια–, ο Παρθενώνας.
Είναι σαν σπασμός, μια στιγμιαία αγωνία. Όπως όταν νέοι βρισκόμαστε, αιφνίδια, μπροστά στον κρυφό έρωτά μας.
Ο σύντροφός μου έγειρε προς το μέρος μου:
«Δεν νιώθεις καλά; Είσαι χλομή».
Δεν μπορώ να του απαντήσω. Με κοιτά στα μάτια, ξέρω ότι καταλαβαίνει. Λέω απλώς:
«Κρυώνω».
11:00
ΔΙΑΣΧΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ, Ο ΝΕΟΣ ΔΕΙΧΝΕΙ με κάποια ικανοποίηση τα σημαντικά κτίρια, το καλύτερο ξενοδοχείο (κλειστό) μιας περασμένης εποχής, την τράπεζα, τον κινηματογράφο. Μεταπολεμική ατμόσφαιρα: σαν να ήταν κάτι πρόσφατο.
Νεοκλασικά μέγαρα [...]. Αν δεν υπήρχε το φως, σ’ αυτό το σημείο η Αθήνα θυμίζει Βιέννη.
«Ένας Άγγλος», λέει ο νέος, «εδώ ένας Άγγλος έκανε κάτι καλό».
Η ειρωνεία του, γεμάτη πατριωτισμό, είναι συγχρόνως παιδαριώδης, αθώα. Έχει ξανθό μουστάκι, κι όταν συνοφρυώνεται, αποκτά παρουσιαστικό πολεμιστή, παρτιζάνου, σκληρού. Γελά συνένοχα, λόγω εξάρτησης απ’ τους τουρίστες και φιλοφροσύνης προς τους φιλοξενούμενους.
Η υποψία πως αυτή η πατριωτική αλαζονεία μπορεί να έχει κάτι το φασιστικό, με κάνει λίγο σκληρότερη απέναντί της. Ίσως και εξαιτίας αυτού του εκνευρισμού, στο Εθνικό [Αρχαιολογικό] Μουσείο αποφεύγω να την ερμηνεύσω.
Ρίχνω μια ματιά στην προθήκη με τα χρυσά αντικείμενα. Υπάρχουν λοιπόν: η μικρή μάσκα του Αγαμέμνονα, το Αγγείο των Θεριστών.
Έχω όμως ανάγκη από κάτι που να μην είναι αντικείμενο.
Ανακαλύπτω αρχαϊκές φιγούρες• αυστηρές, εξωπραγματικές, αυτές νιώθω οικείες.
Μια φωτεινή και ξανθή Κόρη, σαν παλιά φίλη, με μεταφέρει στη δική μου νεότητα• και μόνο τότε είμαι ικανή να αντιληφθώ τι σημαίνει νεότητα. Χαμογελώ στην κοπέλα που χαμογελά, εύθραυστη μες στην αιώνια ακαμψία της.
Ακόμη κρυώνω, παρά τη στοργή του Στέφανο, και ζεσταίνομαι απ’ την ανθρώπινη θέρμη –δεν θα μπορούσα να το αντέξω περισσότερο– αυτού του ακατέργαστου, θαμπού πετρώματος.
Στις επιτύμβιες στήλες, ο θάνατος ιδωμένος «από το επέκεινα». Μελαγχολία, χωρισμός, ευγένεια των συναισθημάτων. Χέρια που ίσα-ίσα αγγίζονται, βλέμματα που αναζητούν το ένα το άλλο. Κάποιος αντικρίζει απορροφημένος τον κόσμο των σκιών όπου πλέον ανήκει.
Πρόκειται για μια ευγένεια μεγαλειώδη, αφού ολόγυρα σχηματίζονται ομόκεντροι κύκλοι αισθημάτων. Δεν έχει τη χριστιανική βιαιότητα της ρωμανικής γλυπτικής [...], τη ζωηρή σκληρότητα –σχεδόν θρασύτητα– του άνδρα που σκάβει ή εκείνου που ξεριζώνει τα γογγύλια, στο Βαπτιστήριο της Πάρμας. Είναι τόσο έντονο το χριστιανικό στοιχείο, ώστε έχει «ψυχή φύσει χριστιανική» [anima naturaliter christiana]: η αιδώς, ίσως ακόμα και η αγάπη, είναι καρπός της προχριστιανικής ευσέβειας. Μια αγάπη σεμνή, ανυποψίαστη, «χωρίς πίστη», που σημαίνει χωρίς πάθος• λες και η αγνότητα είναι εδώ οδυνηρή, έχει σώμα (αν δεν είναι αισθησιακή, πράγμα που μοιάζει παράλογο).
[...]
15:00
ΓΚΡΙΖΑ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Η ΠΟΛΗ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ μεγάλη καθώς τη διασχίζουμε, με μια δική της ιδιαίτερη σύγχυση, με εύρος –σχεδόν μεγαλοπρέπεια– μιζέριας. Ολόκληρες συνοικίες παλιατζήδων σε μεγάλη έκταση, μ’ έναν χαρακτήρα μονιμότητας: ζωή που ακολουθεί τη διαρκή διάλυση.
Κάτω απ’ τον Παρθενώνα και μπροστά από την Αγορά, ένας μεγάλος δωρικός ναός, ανέπαφος: το Ηφαίστειον. Γκρίζο μες στη μελαγχολική ατμόσφαιρα• πραγματικό κι όμως αδιάφορο, ξένο, καταθλιπτικό.
Ο ξεναγός μας μιλά ακατάπαυστα• είναι ενθουσιασμένος, χειρονομεί, αυτοσχεδιάζει. Ο αέρας φουσκώνει το αδιάβροχό του. Είναι συγκινητικός. Μου φαίνεται πραγματικά παθιασμένος και επίσης –ποιος ξέρει–, κακομοίρης, πεινασμένος.
Δεν τον ακούω και, δεδομένου ότι πρέπει να περιμένω, κοιτάζω τριγύρω.
Στο χορταριασμένο πρανές κουνιούνται, από τον κρύο άνεμο, παπαρούνες. Διστακτικά αλλά και άπληστα μαζεύω μερικές. Είναι από ένα μετάξι πολυτιμότερο, από ένα κόκκινο βαθύτερο ακόμη και από εκείνο που συνάντησα στην Απουλία• ίσως είναι το κόκκινο των πασχαλινών αυγών της Κέρκυρας. Μου αρέσει να το σκέφτομαι έτσι, μ’ ένα στοιχείο χωριάτικο, κάθε άλλο παρά μυθικό.
Είναι αληθινές παπαρούνες, με το μαύρο αστέρι μέσα και τις μικρές πινελιές από λευκό που πλησιάζει προς το γαλάζιο.
16:00
ΗΞΕΡΑ ΠΩΣ ΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΕΙΝΑΙ ΡΙΖΩΜΕΝΑ στο βράχο, αλλά βλέποντάς τα μοιάζουν ακόμη εκπληκτικότερα. Ίσως πουθενά αλλού δεν υπάρχει ένα πλησίασμα τόσο άγριο: τέχνη και φύση, η λογικότερη τέχνη, η γυμνότερη φύση: ο βράχος. [...] Όταν, μπροστά στον ουρανό, αντικρίσεις το ναό, αισθάνεσαι μεγάλη έκπληξη, γεμάτη όμως σιγουριά, λες κι ανακαλύπτεις πως είσαι πιστός. [...] Καθετί εδώ είναι ταπεινότερο, πιο φυσικό απ’ ό,τι φανταζόμασταν• εντούτοις, την ίδια στιγμή, μεγαλειωδέστερο, κατά κάποιο τρόπο μέρος του αιώνιου.
Έτσι κι οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου, σιωπηλές και αγέρωχες Βαλκυρίες με βαριές πλεξίδες: η μοναδική ανθρώπινη παρουσία. [...] Βυθίζομαι στην ησυχία. Κοιτώ τριγύρω. Ο Υμηττός, όχι πια δασώδης, αλλά απέραντος και γλυκός• ο Λυκαβηττός, παράξενος σαν βουνό της παιδικής ηλικίας (για μένα, το Μονσεράτο του Μπόργκο)• και εκεί κάτω, η πόλη –πρέπει να σκύψεις για να τη δεις– ατέλειωτη και φτωχή, τα άπειρα κυβοειδή σπίτια, οι μικροί κήποι με τις συκιές. Ίσως τούρκικη• κι εξάλλου, όχι πολύ διαφορετική από την αρχαία.
Πόσος χρόνος πέρασε; Ούτε παρουσίες ούτε φωνές προσβάλλουν τη σιωπή και το χώρο, όπως στη θάλασσα• λες και στη θάλασσα δεν υπάρχει τίποτα ζωντανό εκτός απ’ τον άνεμο.
Κι εδώ παπαρούνες, τρυφερές και άγριες, βαθυκόκκινες ανάμεσα στις πέτρες. Ακόμη και το να πηδάς από τη μια πέτρα στην άλλη είναι ένα παλιό παιχνίδι.
Ποιος, στην Ιταλία, δεν έπαιξε μικρός με αρχαίες πέτρες εγκαταλελειμμένες ανάμεσα σε τσουκνίδες, πέτρες εκτυφλωτικές απ’ τον ήλιο;
Έτσι, νιώθουμε πως ανήκουμε εδώ• και θα θέλαμε να μας περίμενε, όμοιος με αυτόν εδώ, ένας τόπος «αιώνιας ανάπαυσης»: μεγαλοπρεπής και οικείος. Όπου θα ήταν δυνατόν να επιστρέφαμε ως παιδιά και, συγχρόνως, να μεγαλώναμε.
[...]
19:00
Η ΚΗΦΙΣΙΑ, ΟΠΟΥ ΔΙΑΜΕΝΟΥΜΕ, ΑΠΕΧΕΙ 12 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ από την Αθήνα και βρίσκεται βορειοανατολικά.
Κηφισιά, Αθήναι – ονόματα που θροΐζουν, που μυρίζουν καλοκαίρι, τραγούδι τζιτζικιών.
Σούρουπο. Κατά μήκος της απέραντης περιφέρειας της Αθήνας βλέπουμε πολλά ανοιχτά και φωτισμένα καφενεία• η είσοδος και το παράθυρο είναι ανοιχτά και φαίνεται το εσωτερικό, με ένα αμυδρό φως. Οι τοίχοι του χώρου είναι γυμνοί, βαμμένοι πράσινοι ή γκρι, τα τραπέζια άδεια. Θυμίζουν κάποια δικά μας καφενεδάκια σε χωριά, πριν τριάντα χρόνια.
Σε μας όμως θα υπήρχε κρασί στο τραπέζι –εδώ τίποτα–, ή ένα ποτήρι νερό• και ο άνδρας, ή οι λίγοι άνδρες, είναι σιωπηλοί και σκυθρωποί.
Φέρνω στο νου μου τον γέρο του Καβάφη που κάθεται στο τραπεζάκι του καφενείου και σκέφτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια, όταν είχε δύναμη και ομορφιά, και η νεότητά του μοιάζει σαν χθες• και τελικά αποκοιμάται, ακουμπισμένος στο τραπεζάκι του καφενείου.
[...]
Μπρίντιζι, 25 Απριλίου, 5:00
ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ, με θέα τη ρόδινη πόλη αυτό το όμορφο πρωινό.
Σιωπηλή, φανταστική, όπως κάθε πλησίασμα στη στεριά, αυτή είναι η πατρίδα μας, το σπίτι μας.
Μετά την αυστηρή, γυμνή, σχεδόν τραγική Ελλάδα, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά γη και φως, η Ιταλία, το πάμφτωχο Μπρίντιζι μας φαίνεται πλούσιο και χαρούμενο.
Η χώρα μας γλίτωσε από τις λαίλαπες που αφαίμαξαν και κατέστρεψαν την Ελλάδα, σώζοντας, ωστόσο, ή εξαίροντας το μεγαλείο της.
Έτσι τώρα, η σκληρή γη της Απουλίας μάς φαίνεται πλούσια και γλυκιά. Είναι όμως αλήθεια πως σχεδόν λησμονήσαμε την πράσινη κοιλάδα του Πάδου.
Απόδοση για το «Δ»: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ