ΦΤΑΣΑΜΕ ΑΠ’ ΤΟ ΣΙΔΝΕΪ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ ’86 –στη σκονισμένη, συνωστισμένη Αθήνα, που κάθε φορά που την επισκέπτεσαι σού φαίνεται όλο και πιο θορυβώδης–, με την απόφαση, πριν περάσουμε κάνα μήνα σε διάφορους ελληνικούς τόπους, να μην παραλείψουμε να επισκεφτούμε και τον Ταχτσή. Έναν εκκεντρικό ολιγογράφο συγγραφέα, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927 και δολοφονήθηκε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1988. Το βιβλίο του Τhe third Wedding κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Red Dust. Του το ’χαμε υποσχεθεί εγγράφως ότι θα τον επισκεπτόμασταν, μετά την ευχαριστήρια επιστολή του για κάποιο δοκίμιό μας για το sole and extraordinary Τρίτο Στεφάνι του – ένα δεκαεξασέλιδο μόλις, δημοσιευμένο σε μια πανεπιστημιακή επιθεώρηση λόγου και τέχνης, και το οποίο του ’χαμε στείλει λίγους μήνες πριν. Άσε που θέλαμε να του μεταφέρουμε και τα χαιρετίσματα από έναν κοινό μας φίλο, συνάδελφό του μιαν εποχή, στις αρχές του ’60, στην Τράπεζα της Αυστραλιανής Κοινοπολιτείας όπου ο Ταχτσής είχε εργαστεί ως σύμβουλος δημοσίων σχέσεων, ανάμεσα στις άλλες του δουλειές – της μέρας και της νύχτας. Συνεννοημένοι, να ’μαστε εκεί κατά τις έξι το απόγευμα, στηθήκαμε έξω απ’ την είσοδο μιας τριπλοκατοικίας στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, χτυπήσαμε το κουδούνι, ξαναχτυπήσαμε, αλλά ο Ταχτσής άφαντος μέχρι τις εξίμιση.
«Τι συμβαίνει Ρίτσαρντ; Ο κύριος Ταχτσής κάθε άλλο παρά την εντύπωση ασυνεπούς μου έδωσε, και στο γράμμα του και στο τηλέφωνο...»
«Δεν ξέρω τι να υποθέσω Ντέιβιντ...»
«Να κάνουμε έναν μικρό περίπατο στα δρομάκια του ολόχαρου λόφου μπροστά μας; Spring is in the air, δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό, θέλω ν’ ανέβω, και να ξαναπροσπαθήσουμε μετά».
Δεν προλάβαμε να τελειώσουμε τη συνομιλία μας και νάτονε, παρκάρει το αυτοκίνητό του μπροστά μας, βγαίνει θορυβώδης, ολόιδιος με μια πρόσφατη φωτογραφία του, κουβαλώντας ένα τεράστιο δέμα κάτω απ’ τη μασχάλη του.
«Χρυσά μου παιδιά! Συνήθως είμαι σκανδαλωδώς –για Έλληνα– συνεπής στις συνεντεύξεις μου, πώς αλλιώς να μεταφράσει κανείς την γοητευτική λέξη “ραντεβού”;
Αλλά έπρεπε να πεταχτώ μέχρι το σπίτι ενός ζωγράφου, στου Παπάγου, να παραλάβω αυτόν τον πίνακα». Μικρόσωμος –ούτε καν 1.70 ύψος–, ξεκλειδώνει την εξώπορτα, γυρίζοντας και ρίχνοντάς μας μια πονηρή ματιά για ν’ ανεβούμε: «Πώς τη λέτε εσείς τόση κίνηση; Τraffic jam; Βumper to bumper; Πω! πω! Θα στήσω τα παιδιά, σκεφτόμουνα. Αλλά είχα και μια ελπίδα ότι θα δυσκολευόσασταν να βρείτε το σπίτι και η καθυστέρηση θα ήταν αμοιβαία... Γελάστηκα... Συγγνώμη...».
Καθισμένοι στο μικρό, νοικοκυρεμένο σαλονάκι του, μπροστά σε δυο κούπες στιγμιαίου καφέ, είπαμε ένα σωρό πράγματα εκείνο το απόγευμα.
«Τη χάρηκα την ανάλυσή σας για το βιβλίο... αν και τη διάβασα κάπως επιπόλαια, είναι η αλήθεια... Δεν διαβάζω πια τόσο όσο άλλοτε. Ωστόσο, πράγματι, κι όχι επειδή με κολακεύει –έχω συνηθίσει πια σε κάτι τέτοια–, πράγματι, εντελώς αντικειμενικά, η ανάλυσή σας είναι λαμπρή... Και σε τόσα επίπεδα!»
Εντύπωση μας έκανε η ενασχόλησή του με τη γλώσσα, για την οποία έκανε τις πιο πολλές και σχολαστικές παρατηρήσεις: «Μεταφράζετε το πατρίδα και ματρίδα σε country και matriarch. Γιατί αλήθεια; Γιατί όχι fatherland και motherland;».
«Γράφετε κάτι τώρα;» ρώτησε ο Ντέιβιντ.
«Και ναι και όχι» του απάντησε, προσθέτοντας ότι δεν χρώσταγε τίποτα, εξάλλου δεν θεωρούσε τον εαυτό του συγγραφέα. Και ο Ρίτσαρντ συμπλήρωσε ότι αυτό που κυρίως αγαπούσε σε κείνον ήταν η Ζωή που, απλόχερα, έβαζε σαν σπουδαιότερη Τέχνη κι απ’ την ίδια την Τέχνη, τόσο στην παρουσία του όσο και στη γραφή του. Δεν το ’ξερε ο Ρίτσαρντ κάτι τέτοιο να γίνεται πια συχνά, ούτε καν σε καλλιτέχνες έξω, πόσο μάλλον στη μικρή, προκατειλημμένη Αθήνα. «Α... η ζωή...» ψιθύρισε ο Ταχτσής…
Είχε κέφια κι ήθελε να μας πάρει για ένα περίπατο. Όχι τόσο στο Κέντρο, αλλά στην παλιά του γειτονιά, πίσω απ’ τον Σταθμό Πελοποννήσου, όπου είχε περάσει μέρος των παιδικών του χρόνων. Σκεφτόταν ν’ αγόραζε και ένα σπίτι εκεί – αρκετά πια με τις ταλαιπωρίες μιας ολόκληρης ζωής, ενοίκια και ξανά ενοίκια, είχε μεγαλώσει, είχε κουραστεί.
Περάσαμε βιαστικά απ’ το Κολωνάκι –είχε μια δουλειά στην πλατεία–, όπου σ’ ένα καφενείο συνάντησε τυχαία το Βαλαωρίτη και την Αραβαντινού, ποιητές φίλους του, απ’ τους λίγους που έβλεπε, γιατί δεν συναντούσε πολύ κόσμο πια.
«Richard Passmoore and David Prousch, classical scholars and connoisseurs, philologists, experts on Greek literature... From Sidney...» μας συνέστησε, συνεχίζοντας:
«Πρόκειται να γράψουν μια αναλυτική διατριβή in my Polaroid phallic imagery...».
Βιαστικά περάσαμε απ’ το καφέ Μπραζίλιαν, όπου τώρα ήταν αναρτημένοι σ’ έναν τοίχο οι νεανικοί του στίχοι, για τους οποίους είχε χλευαστεί, ως angry young man στη δεκαετία του ’50, από τους σεμνότυφους: Η ποίηση φίλε πέθανε.../...εγώ πηγαίνω τώρα στη ζωή/ στον Ιλισό/ να πιω τις σκέψεις μου πιο καθαρές...
Απ’ το συνωστισμένο κέντρο, τα μισοσκότεινα δρομάκια της Ακαδημίας Πλάτωνος και του Κολωνού σε μετέφεραν στην ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, με όσα παλιά σπίτια είχαν απομείνει ακόμα, ή τα σχεδόν επαρχιακά μαγαζάκια με τις επιγραφές που δύσκολα συναντούσες στις καθαρά αστικές συνοικίες: «Μεταποιήσεις Ενδυμάτων, Ψιλικά-Νεωτερισμοί» και άλλα. Ο Ταχτσής ήταν γεμάτος αγαλλίαση:
«Στο πιο όμορφο τοπίο του κόσμου έχουν χτίσει την πιο άσχημη πρωτεύουσα του κόσμου... Αλλά όταν νυχτώνει, ομορφαίνει κάπως...» μας είπε. Περάσαμε κάμποσα ξεχασμένα δρομάκια με ξενόηχα ονόματα –οδός Ναπολέοντος Λαμπελέτ–, που ’χε παίξει, που ’χε πάει σχολείο. Σταθήκαμε κοντά και σε μια μικρή πλατεία που στη δεκαετία του ’30 ήταν αλάνα με χώμα, όπως θυμόταν. Κάπου κοντά ήταν και η οδός Μενεδήμου και το σπίτι, ίδιο ακόμα, που ’χε –παιδί χωρισμένων γονιών– ζήσει με τη γιαγιά του: «Αυτή δεν χώνευε τα κορίτσια. Εμένα μου ’δινε όλο το αυγό να το φάω, στην καημένη την αδερφή μου μόνο μια κουταλιά, και το υπόλοιπο στον Κώστα κι αυτό. Κι αν η αδερφή μου έβαζε τα κλάματα –μαύρη Ελπίδα!–, της έβαζαν, με τη θεία μου, πιπέρι στο στόμα για να μην κλαίει, κι όσο η μικρή έκλαιγε τόσο εκείνες ξεκαρδίζονταν στα γέλια που τη βλέπανε...»
Την προσοχή του τράβηξε ένα παλιό κουτούκι, που ’χε βγάλει κιόλας καρέκλες και τραπέζια έξω στην αυλή, ο καιρός ήταν αρκετά ζεστός. «Κοίτα, τζιτζιφιές!» είπε, δείχνοντάς μας κανά-δυο old-fashioned δέντρα έξω απ’ την ταβέρνα, τα οποία του ομολογήσαμε ότι δεν τα ξέραμε. «Το αγαπημένο δέντρο της μάνας μου.
Έχει φυτέψει κανά-δυο και έξω, στο εξοχικό της αδερφής μου, στην Αυλίδα.
Οι τζιτζιφιές και τα τζίτζιφά τους...» συμπλήρωσε.
«So, you two... Are you lovers?» μας ρώτησε. Αποφύγαμε κάθε συζήτηση, σχετική με την ερωτική ζωή μας. «Ο κοινός μας φίλος μου ’χε πει ότι εσύ έχεις και δυο παιδιά, γιο και κόρη, αληθεύει;» ρώτησε τον Ρίτσαρντ κι αυτός απάντησε: «Ναι, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με το συγγραφικό ντουέτο Richard Passmoore – David Prousch...» Γέλασε δυνατά. Τυχαία έφτασε με την παρέα της και μια κοπέλα στην ταβέρνα, που ’δειξε να του είναι πολύ γνωστή και συμπαθής: «Είναι η κοπέλα που μου κάνει χαλάουα...» μας πληροφόρησε...
«Εγώ...» συνέχισε, «δεν έχω πια καμιά σχέση με τον έρωτα αυτού του είδους... Παρ’ όλα αυτά, θέλω να ζητήσω να μου το βγάλουν πια αυτό εδώ από μέσα, πριν πεθάνω. (Έδειξε το τεχνητό στήθος του, καμουφλαρισμένο από ένα πουκάμισο με τσέπες). Δεν θέλω να κατέβω στον τάφο μ’ αυτό εδώ...»
Ήταν πληγωμένος απ’ τους Έλληνες της δεκαετίας του ’80, απ’ την κυβέρνηση που δεν είχε χρηματοδοτήσει μια ταινία πάνω στο βιβλίο του, απογοητευμένος απ’ το θεατρικό σινάφι (Εθνικό Θέατρο κ.λπ.) που δεν του παράγγελνε μεταφράσεις. Αλλά απόψε που ’νιωθε καλά δεν ήθελε να μιλάει για όλα αυτά.
«Από πού αρχίζετε την ελληνική περιοδεία σας;» μας ρώτησε. «Από Ξάνθη... αύριο κιόλας...» είπαμε, μνημονεύοντας με νοσταλγία αυτή την πόλη των μιναρέδων και της ωραίας αρχιτεκτονικής.
«Οι μιναρέδες της Ξάνθης δεν θ’ ανταμώσουν ποτέ – δεν θα σμίξουν ποτέ τις μυτερές κορυφές των...» ακούστηκε σαν κάτι να απαγγέλλει.
«Τι ’ναι αυτό;» ρωτήσαμε...
«Ένα ποίημα καβαφίζον...» σχολίασε με τον κρύο εκείνο σαρκασμό του, που τον έκανε να μην συγκρατεί τη γλώσσα του, να μην προσέχει τα λόγια του, όσο κι αν οι παρατηρήσεις του αποδεικνύονταν συχνά καίριες: «Ο καβαφισμός που σέρνει πάνω της σύσσωμη η ελληνική μεταπολεμική ποίηση, ανέδειξε ποιητή μονάχα τον Καβάφη. Εγώ εγκατέλειψα την ποίηση πολύ νωρίς... Δεν ήθελα να ’μαι η αδερφή η ποιήτρια, μια ζωή... Εγώ θα ’χω το Στεφάνι, σκέφτηκα εγκαίρως...».
Απόδοση για το «Δ»: ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου