Ένα απ' τα δύο κείμενα του ιταλού σκηνοθέτη Ερμάνο Όλμι, που δημοσιεύτηκαν στο ΔΕΝΤΡΟ (Νο 205-206). Ο Ερμάνο Όλμι (Μπέργκαμο, 1931) είναι ο δημιουργός των σημαντικότατων ταινιών "Η θέση" (1961), "Οι αρραβωνιασμένοι", "Δέντρο για τσόκαρα" (1978). Νομίζω αυτή τη στιγμή παίζονται στην Αλκυονίδα "Οι αρραβωνιασμένοι". Αν δεν τρομάζει η έκταση και δεν αποτρέπει ο χρόνος, διαβάστε το, μαζί με το δεύτερο κείμενό του, αναρτημένο εδώ, στις 19 Φεβρουαρίου.
ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΗΣ 25ΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1945, όπως και κάθε πρωί, πριν πάω στο σχολείο πετάχτηκα για ψωμί στον φούρναρη της πλατείας Νίγκρα, στην Μποβίζα, βιομηχανική συνοικία στην περιφέρεια του Μιλάνου. Μόλις βγήκα στο δρόμο, συνάντησα τον Μισέλ που έμενε στο απέναντι συγκρότημα και ήρθε προς το μέρος μου φωνάζοντας: «Τέλειωσε! Τέλειωσε!». Είχε τελειώσει ο πόλεμος. Ή μάλλον όχι: ο πόλεμος κρατούσε ακόμη, αλλά για μας είχε τελειώσει, γιατί η Ιταλία απελευθερωνόταν καθώς οι Γερμανοί υποχωρούσαν.
Το ραδιόφωνο μετέδιδε συνεχώς ειδήσεις και ανακοίνωνε τον σχηματισμό κομμάτων με ολοκαίνουργια ονόματα. Και στο ενδιάμεσο, πατριωτικά τραγούδια που εμείς τα παιδιά δεν είχαμε ξανακούσει. Εκτός ίσως από την «Μπαντιέρα Ρόσα», την οποία ο ασπριτζής του τέταρτου ορόφου τραγουδούσε χαμηλόφωνα, κάθε φορά που χτυπούσε ο συναγερμός και κατεβαίναμε στο αντιαεροπορικό καταφύγιο, στα υπόγεια του συγκροτήματος.
Από εκείνο το βράδυ, τέρμα οι συσκοτίσεις. Τα φώτα όλων των σπιτιών άναβαν και κανείς δεν έκλεινε πια τα σκούρα παραθυρόφυλλα. Επιτέλους όλοι στους δρόμους, τέρμα και η απαγόρευση της κυκλοφορίας. Από κάποιο παράθυρο, στο ισόγειο, ξεπρόβαλε το χωνί ενός γραμμόφωνου και ο Αλμπέρτο Ραμπαλιάτι άρχισε να τραγουδά το «φι-φι-φίλα με, μικρούλα, στο μικρό μου στο-στο-στόμα». Νεαροί και δεσποινίδες χόρευαν και συνεννοούνταν όχι τόσο με τα λόγια όσο με τις ανεπαίσθητες κινήσεις των σωμάτων: ένα πιο σφιχτό αγκάλιασμα, ένα πιο κρυφό άγγιγμα. Είχα μάθει κι εγώ να χορεύω «μπούγκι» και όταν ο ρυθμός γινόταν αργός και το πλησίασμα κοντινότερο, ένιωθα τη λαχτάρα της λαγνείας. Τον Οκτώβριο, με μισή καρδιά, ξαναπήγα στο σχολείο. Αλλά βαριόμουν. Μου άρεσε περισσότερο να τριγυρίζω ξέγνοιαστος και να βλέπω όσα μου πρόσφερε ο κόσμος, τον οποίο ακόμη δεν γνώριζα αλλά με έκανε να ονειροπολώ.
Ένα βροχερό πρωινό, ξέροντας ότι στo «βουναλάκι» δεν θα πήγαινε κανείς γνωστός, άρχισα να περιφέρομαι άσκοπα στους δρόμους του κέντρου και κάποια στιγμή βρέθηκα στην πλατεία Φιλοντραμάτιτσι, ακριβώς δίπλα στη Σκάλα του Μιλάνου. Στην κεντρική είσοδο ενός αυστηρού κτιρίου υπήρχε μια πινακίδα με την επιγραφή: «PCI2 – Το σπίτι του πολιτισμού». Και πιο κάτω, ένα χαρτί με γραμμές σχεδιασμένες στο χέρι, που ανακοίνωνε τα εξής: «ΣΗΜΕΡΑ στις 17.30, παρουσίαση του βιβλίου "Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές", πρώτο έργο του συγγραφέα Ίταλο Καλβίνο – Είσοδος ελεύθερη». Αμέσως ο τίτλος με γοήτευσε κι εξάλλου δεν είχα παρευρεθεί ποτέ σε «παρουσίαση» βιβλίου. Οι ώρες δεν περνούσαν. Εξακολουθούσε να βρέχει και το μόνο που έκανα ήταν να περπατώ κάτω απ’ τις στοές χωρίς να ξεμυτίζω: Γκαλερία, Πλατεία Ντουόμο, Κόρσο Βιτόριο Εμανουέλε, Σαν Μπαμπίλα. Μπρος πίσω, αναμένοντας την παρουσίαση του Μονοπατιού με τις αραχνοφωλιές. Κάθε τόσο έμπαινα στο «Ρινασέντε», πολυκατάστημα του Μιλάνου όπου μπορούσες να χαζέψεις χωρίς απαραιτήτως ν’ αγοράσεις κάτι• μου άρεσε η ωραία μυρωδιά του καινούργιου και η ευχάριστη ζεστασιά του χώρου.
Έφτασα μπροστά στην είσοδο του «Σπιτιού του Πολιτισμού» μισή ώρα νωρίτερα. Ορισμένοι βρίσκονταν εκεί ακόμη πιο πριν από μένα κι έδιναν την εντύπωση ότι όλοι γνωρίζονταν ήδη μεταξύ τους, γιατί με το που έφταναν άρχιζαν να συνομιλούν με μεγάλο θάρρος και οικειότητα.
Η αίθουσα όπου γινόταν η παρουσίαση ήταν κατάμεστη. Ένας που έδειχνε διοργανωτής άρχισε να μιλά για μια λογοτεχνία ανυπότακτη στις προνομιούχες τάξεις, και για τους πρωταγωνιστές του "Μονοπατιού με τις αραχνοφωλιές" που ήταν ήρωες του λαού, και είχαν καταστήσει ώριμη μια νέα πολιτική συνείδηση. Για να κάνει πιο σαφείς τις σκέψεις του, κάθε τόσο διέκοπτε το λόγο του και διάβαζε κάποιες από τις σελίδες του μυθιστορήματος. «Αρκεί μια κραυγή του Πιν, μια κραυγή για ν’ αρχίσει ένα τραγούδι… Ο Πιν ξέρει όλα τα τραγούδια που του έμαθαν οι άνδρες στην ταβέρνα…». Λίγες γραμμές ήταν αρκετές για να γίνω κι εγώ Πιν. «…ο Πιν έχει βραχνή φωνή, σαν γερασμένο παιδί…». Κι ύστερα, όταν οι άνδρες της ταβέρνας τού ζητούν να κλέψει το πιστόλι του γερμανού ναύτη την ώρα που θα κοιμάται με την αδερφή του Πιν, την πόρνη, τους ρωτά: «Και πώς θα τα καταφέρω;…» «Θα βρεις τρόπο», του απαντούν.
Όσο περισσότερο εκείνος διάβαζε τόσο η ιστορία του Πιν μ’ ενθουσίαζε. Με τον Πιν τότε είχαμε την ίδια ηλικία. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, το 1947, ήμουν κι εγώ στα δεκάξι, και όπως κι εκείνος, αισθανόμουν σαν να μ’ έριξαν σ’ έναν κόσμο ενηλίκων. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει στη διάρκεια των τελευταίων βομβαρδισμών στο Μιλάνο και δεν πρόλαβε καν να δει το τέλος του πολέμου. Η μητέρα μου χρειάστηκε να βρει δουλειά για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα. Δεν με έλεγχε κανείς και περνούσα τις μέρες μου κάνοντας κοπάνα απ’ το σχολείο. Ο Πιν σύχναζε στις ταβέρνες του λιμανιού και τραγουδούσε άσεμνα τραγούδια. Εγώ πήγαινα στον ζωολογικό κήπο όπου, σε μιαν απόμερη γωνιά, την οποία ονομάσαμε «το βουναλάκι», έδιναν ραντεβού διάφοροι ξεστρατισμένοι σαν κι εμένα: αγόρια και κορίτσια που το σκάγανε απ’ το σχολείο, αλλά και μεγαλύτεροι σε ηλικία, οι οποίοι αφηγούνταν ερεθιστικές ιστορίες από τους έρωτές τους.
Κλείνοντας την παρουσίαση, ο διοργανωτής είπε ότι έπρεπε να στηρίξουμε τη διάδοση του βιβλίου μιλώντας γι’ αυτό στον περίγυρό μας και ότι το «Σπίτι του Πολιτισμού» ξεκινούσε διαγωνισμό σχεδίου για παιδιά σαν τον Πιν. Σαν κι εμένα.
Αζιάγκο, 7 Ιουλίου 2013
Απόδοση για το "Δ": Ευαγγελία Γιάννου