Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Οι αράχνες του Καλβίνο (1947)


Ένα απ' τα δύο κείμενα του ιταλού σκηνοθέτη Ερμάνο Όλμι, που δημοσιεύτηκαν στο ΔΕΝΤΡΟ (Νο 205-206). Ο Ερμάνο Όλμι (Μπέργκαμο, 1931) είναι ο δημιουργός των σημαντικότατων ταινιών "Η θέση" (1961), "Οι αρραβωνιασμένοι", "Δέντρο για τσόκαρα" (1978). Νομίζω αυτή τη στιγμή παίζονται στην Αλκυονίδα "Οι αρραβωνιασμένοι". Αν δεν τρομάζει η έκταση και δεν αποτρέπει ο χρόνος, διαβάστε το, μαζί με το δεύτερο κείμενό του, αναρτημένο εδώ, στις 19 Φεβρουαρίου.


ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΗΣ 25ΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1945, όπως και κάθε πρωί, πριν πάω στο σχολείο πετάχτηκα για ψωμί στον φούρναρη της πλατείας Νίγκρα, στην Μποβίζα, βιομηχανική συνοικία στην περιφέρεια του Μιλάνου. Μόλις βγήκα στο δρόμο, συνάντησα τον Μισέλ που έμενε στο απέναντι συγκρότημα και ήρθε προς το μέρος μου φωνάζοντας: «Τέλειωσε! Τέλειωσε!». Είχε τελειώσει ο πόλεμος. Ή μάλλον όχι: ο πόλεμος κρατούσε ακόμη, αλλά για μας είχε τελειώσει, γιατί η Ιταλία απελευθερωνόταν καθώς οι Γερμανοί υποχωρούσαν.
Το ραδιόφωνο μετέδιδε συνεχώς ειδήσεις και ανακοίνωνε τον σχηματισμό κομμάτων με ολοκαίνουργια ονόματα. Και στο ενδιάμεσο, πατριωτικά τραγούδια που εμείς τα παιδιά δεν είχαμε ξανακούσει. Εκτός ίσως από την «Μπαντιέρα Ρόσα», την οποία ο ασπριτζής του τέταρτου ορόφου τραγουδούσε χαμηλόφωνα, κάθε φορά που χτυπούσε ο συναγερμός και κατεβαίναμε στο αντιαεροπορικό καταφύγιο, στα υπόγεια του συγκροτήματος.
Από εκείνο το βράδυ, τέρμα οι συσκοτίσεις. Τα φώτα όλων των σπιτιών άναβαν και κανείς δεν έκλεινε πια τα σκούρα παραθυρόφυλλα. Επιτέλους όλοι στους δρόμους, τέρμα και η απαγόρευση της κυκλοφορίας. Από κάποιο παράθυρο, στο ισόγειο, ξεπρόβαλε το χωνί ενός γραμμόφωνου και ο Αλμπέρτο Ραμπαλιάτι άρχισε να τραγουδά το «φι-φι-φίλα με, μικρούλα, στο μικρό μου στο-στο-στόμα». Νεαροί και δεσποινίδες χόρευαν και συνεννοούνταν όχι τόσο με τα λόγια όσο με τις ανεπαίσθητες κινήσεις των σωμάτων: ένα πιο σφιχτό αγκάλιασμα, ένα πιο κρυφό άγγιγμα. Είχα μάθει κι εγώ να χορεύω «μπούγκι» και όταν ο ρυθμός γινόταν αργός και το πλησίασμα κοντινότερο, ένιωθα τη λαχτάρα της λαγνείας. Τον Οκτώβριο, με μισή καρδιά, ξαναπήγα στο σχολείο. Αλλά βαριόμουν. Μου άρεσε περισσότερο να τριγυρίζω ξέγνοιαστος και να βλέπω όσα μου πρόσφερε ο κόσμος, τον οποίο ακόμη δεν γνώριζα αλλά με έκανε να ονειροπολώ.
Ένα βροχερό πρωινό, ξέροντας ότι στo «βουναλάκι» δεν θα πήγαινε κανείς γνωστός, άρχισα να περιφέρομαι άσκο­πα στους δρόμους του κέντρου και κάποια στιγμή βρέθηκα στην πλατεία Φιλοντραμάτιτσι, ακριβώς δίπλα στη Σκάλα του Μιλάνου. Στην κεντρική είσοδο ενός αυστηρού κτιρίου υπήρχε μια πινακίδα με την επιγραφή: «PCI2 – Το σπίτι του πολιτισμού». Και πιο κάτω, ένα χαρτί με γραμμές σχεδιασμένες στο χέρι, που ανακοίνωνε τα εξής: «ΣΗΜΕΡΑ στις 17.30, παρουσίαση του βιβλίου "Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές", πρώτο έργο του συγγραφέα Ίταλο Καλβίνο – Είσοδος ελεύθερη». Αμέσως ο τίτλος με γοήτευσε κι εξάλλου δεν είχα παρευρεθεί ποτέ σε «παρουσίαση» βιβλίου. Οι ώρες δεν περνούσαν. Εξακολουθούσε να βρέχει και το μόνο που έκανα ήταν να περπατώ κάτω απ’ τις στοές χωρίς να ξεμυτίζω: Γκαλερία, Πλατεία Ντουόμο, Κόρσο Βιτόριο Εμανουέλε, Σαν Μπα­μπίλα. Μπρος πίσω, αναμένοντας την παρουσίαση του Μονοπατιού με τις αραχνοφωλιές. Κάθε τόσο έμπαινα στο «Ρινασέντε», πολυκατάστημα του Μιλάνου όπου μπορούσες να χαζέψεις χωρίς απαραιτήτως ν’ αγοράσεις κάτι• μου άρεσε η ωραία μυρωδιά του καινούργιου και η ευχάριστη ζεστασιά του χώρου.
Έφτασα μπροστά στην είσοδο του «Σπιτιού του Πολιτισμού» μισή ώρα νωρίτερα. Ορισμένοι βρίσκονταν εκεί ακόμη πιο πριν από μένα κι έδιναν την εντύπωση ότι όλοι γνωρίζονταν ήδη μεταξύ τους, γιατί με το που έφταναν άρχιζαν να συνομιλούν με μεγάλο θάρρος και οικειότητα.
Η αίθουσα όπου γινόταν η παρουσία­ση ήταν κατάμεστη. Ένας που έδειχνε διοργανωτής άρχισε να μιλά για μια λογοτεχνία ανυπότακτη στις προνομιούχες τάξεις, και για τους πρωταγωνιστές του "Μονοπατιού με τις αραχνοφωλιές" που ήταν ήρωες του λαού, και είχαν καταστήσει ώριμη μια νέα πολιτική συνείδηση. Για να κάνει πιο σαφείς τις σκέψεις του, κάθε τόσο διέκοπτε το λόγο του και διάβαζε κάποιες από τις σελίδες του μυθιστορήματος. «Αρκεί μια κραυγή του Πιν, μια κραυγή για ν’ αρχίσει ένα τραγούδι… Ο Πιν ξέρει όλα τα τραγούδια που του έμαθαν οι άνδρες στην ταβέρνα…». Λίγες γραμμές ήταν αρκετές για να γίνω κι εγώ Πιν. «…ο Πιν έχει βραχνή φωνή, σαν γερασμένο παιδί…». Κι ύστερα, όταν οι άνδρες της ταβέρνας τού ζητούν να κλέψει το πιστόλι του γερμανού ναύτη την ώρα που θα κοιμάται με την αδερφή του Πιν, την πόρνη, τους ρωτά: «Και πώς θα τα καταφέρω;…» «Θα βρεις τρόπο», του απαντούν.

Όσο περισσότερο εκείνος διάβαζε τόσο η ιστορία του Πιν μ’ ενθουσίαζε. Με τον Πιν τότε είχαμε την ίδια ηλικία. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, το 1947, ήμουν κι εγώ στα δεκάξι, και όπως κι εκείνος, αισθανόμουν σαν να μ’ έριξαν σ’ έναν κόσμο ενηλίκων. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει στη διάρκεια των τελευταίων βομβαρδισμών στο Μιλάνο και δεν πρόλαβε καν να δει το τέλος του πολέμου. Η μητέρα μου χρειάστηκε να βρει δουλειά για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα. Δεν με έλεγχε κανείς και περνούσα τις μέρες μου κάνοντας κοπάνα απ’ το σχολείο. Ο Πιν σύχναζε στις ταβέρνες του λιμανιού και τραγουδούσε άσεμνα τραγούδια. Εγώ πήγαινα στον ζωολογικό κήπο όπου, σε μιαν απόμερη γωνιά, την οποία ονομάσαμε «το βουναλάκι», έδιναν ραντεβού διάφοροι ξεστρατισμένοι σαν κι εμένα: αγόρια και κορίτσια που το σκάγανε απ’ το σχολείο, αλλά και μεγαλύτεροι σε ηλικία, οι οποίοι αφηγούνταν ερεθιστικές ιστορίες από τους έρωτές τους.
Κλείνοντας την παρουσίαση, ο διοργανωτής είπε ότι έπρεπε να στηρίξουμε τη διάδοση του βιβλίου μιλώντας γι’ αυτό στον περίγυρό μας και ότι το «Σπίτι του Πολιτισμού» ξεκινούσε διαγωνισμό σχεδίου για παιδιά σαν τον Πιν. Σαν κι εμένα.
Αζιάγκο, 7 Ιουλίου 2013
Απόδοση για το "Δ": Ευαγγελία Γιάννου


Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Συνάντηση με τον Καρλ Μαρξ



ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, Νο 205-206.

[Το 1880 ο αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδας Τζον Σουίντον (1829-1901) συνάντησε στην Αγγλία τον συγγραφέα του "Κεφαλαίου" για μια συνέντευξη.]

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΑ ΠΡΟΣΩΠΑ της εποχής μας είναι σίγουρα ο Καρλ Μαρξ, φυσιογνωμία η οποία έπαιξε ανεξιχνίαστο αλλά πάντως αποφασιστικό ρόλο στην επαναστατική πολιτική των τελευταίων σαράντα ετών. Πρόκειται για έναν άνθρωπο απόλυτα απαλλαγμένο από κάποια αδήριτη ανάγκη για επίδειξη και επιτυχία, αδιάφορο στην μεγάλη πρόκληση για αλαζονική ζωή και την άσκηση εξουσίας. Δεν βιάζεται, είναι χαλκέντερος και προικισμένος με τη δωρεά της υψηλής ευφυΐας. Πολύ διεισδυτικός, φθάνει σε απλησίαστα διανοητικά ύψη, έχει λογική σκέψη και πρακτικούς στόχους. Υπήρξε και παραμένει ασυναγώνιστος στην Ευρώπη, ακόμα και από τον Τζουζέπε Ματσίνι, όσον αφορά την πρόκληση των αλλεπάλληλων σεισμικών δονήσεων, οι οποίες ανέτρεψαν έθνη και κατακρήμνισαν δυναστείες, απειλούν και τρομάζουν σύγχρονους εστεμμένους και γνωστούς τσαρλατάνους. Ως φοιτητής στο Βερολίνο, πολέμιος της φιλοσοφίας του Χέγκελ, διευθυντής εφημερίδας και παλιός ανταποκριτής του "New York Tribune", είχε πάντα τον τρόπο να αποδείξει τις ικανότητές του και να εκδιπλώσει τον χαρακτήρα του. Ιδρυτής και υπεύθυνος της άλλοτε απειλητικής Σοσιαλιστικής Διεθνούς και συγγραφέας του "Κεφαλαίου", έχει εκδιωχθεί από τη μισή Ευρώπη, επικηρυγμένος σχεδόν από όλες τις χώρες της ηπείρου, για να βρει, τα τελευταία τριάντα χρόνια, καταφύγιο στο Λονδίνο.
*
Όταν ήλθα πρόσφατα στο Λονδίνο, εκείνος βρισκόταν στο Ραμσγκέιτ, το γνωστό και προσφιλές παραθαλάσσιο θέρετρο των κατοίκων της βρετανικής πρωτεύουσας. Εκεί πήγα και τον βρήκα στο εξοχικό του, περιτριγυρισμένο από την οικογένειά του: τα παιδιά και τα εγγόνια του. Η χαριτωμένη και ευγενική γυναίκα η οποία με υποδέχεται στην πόρτα, στεφανωμένη με αύρα αγιότητας και φωνή γλυκιά, είναι χωρίς καμία αμφιβολία η οικοδέσποινα, η σύζυγος του Καρλ Μαρξ: εκείνου του κυρίου γύρω στα εξήντα, που στέκεται απέναντί μου μεγαλοπρεπής και ευγενής, με το τεράστιο κεφάλι και τα φουντωτά γκρίζα μαλλιά.
*
Ο τρόπος με τον οποίο συζητά, μου θύμισε την ελευθερία της σκέψης του Σωκράτη: είναι ικανός να πηγαίνει από το ένα θέμα στο άλλο, με δημιουργικό, παραστατικό και ειλικρινή τρόπο, με λόγο διανθισμένο από σκωπτικές αιχμές, λαμπερό χιούμορ και παιγνιώδη διάθεση. Μίλησε έντονα για τις πολιτικές δυνάμεις και τα λαϊκά κινήματα των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών: την ευρύτητα του ρωσικού πνεύματος, την κινητικότητα της γερμανικής σκέψης, τη δραστηριότητα των Γάλλων, τη στατικότητα των Άγγλων. Μίλησε με εμπιστοσύνη και αισιοδοξία για την υπόθεση της Ρωσίας […] με ευ­θυμία για τη Γαλλία και με απογοήτευση για την Αγγλία, κάνοντας περιφρονητική αναφορά στις «ατομιστικές μεταρρυθμίσεις», οι οποίες απασχολούν συνε­χώς τους φιλελεύθερους άγγλους βουλευτές.
*
Εξετάζοντας την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, τη μία χώρα μετά την άλλη, υπογραμμίζοντας τις ιδιαιτερότητές τους και σχολιάζοντας γνωστές και αφανείς πολιτικές προσωπικότητες, έφθασε στο επιθυμητό συμπέρασμα: οι πάντες προσπαθούν να εξυπηρετήσουν ουτοπικούς στόχους. Όσο μιλούσε, η μία έκπληξή μου διαδεχόταν την άλλη. Είναι προφανές ότι αυτός ο μάλλον άγνωστός μας κατά βάθος άνθρωπος, για τον οποίο μιλούν ελάχιστα, έχει βαθιά γνώση της εποχής του. Και όμως η σκέψη του βαραίνει παντού, από τον Σηκουάνα στο Νέβα και από τα Ουράλια στα Πυρηναία, πυροδοτώντας μια διαδικασία κοινωνικής αλλαγής: υπόθεση που πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν είναι μάταιη. Γιατί σήμερα έχει πλέον αποδειχθεί από την πείρα του πρόσφατου παρελθόντος, ότι οι κοινωνικές αλλαγές που επέφερε το μαχητικό αυτό πνεύμα –με αποκορύφωμα την ίδρυση της Γαλλικής Δημοκρατίας– ήσαν πολύ χρήσιμες.
*
Η ερώτησή μου «Γιατί, σήμερα, δεν είστε πλέον πολιτικά ενεργός;», έγινε δεκτή ως απορία κάποιου ανίδεου, στον οποίο δεν μπορούσε να απαντήσει ευ­θέως. Στο αίτημά μου για εξηγήσεις πάνω στο γεγονός ότι το μεγάλο του έργο, "Το Κεφάλαιο", αυτή η καλλιεργημένη γη που απέδωσε μια τόσο πλούσια συγκομιδή, δεν είχε μεταφραστεί στα αγγλικά από το γερμανικό πρωτότυπο, ενώ είχε ήδη κυκλοφορήσει στα ρωσικά και στα γαλλικά, εκείνος φάνηκε ανίκανος να απαντήσει, αν και πρόσθεσε ότι του είχε προταθεί από εκδοτικό οίκο της Νέα Υόρκης να μεταφραστεί το έργο στα αγγλικά. Πρόσθεσε επίσης ότι το βιβλίο, το οποίο έχει κυκλοφορήσει, αποτελεί μικρό απόσπασμα ενός πολύ ευρύτερου τριμερούς έργου για τη Γη, "Το Κεφάλαιο" και την Πίστη (Σ.τ.μ. τραπεζική). Μιλώντας για το τρίτο μέρος, επισήμανε ότι οι ΗΠΑ είναι το ιδανικό υπόδειγμα της θεωρίας του, γιατί εκεί το τραπεζικό κεφάλαιο δραστηριοποιείται με θαυμαστό τρόπο. Ο κύριος Μαρξ είναι οξύς παρατηρητής της αμερικανικής πραγματικότητας. Οι κρίσεις του σχετικά με ορισμένες δυνάμεις, οι οποίες κατευθύνουν και νοηματοδοτούν τη ζωή στη χώρα μας, ήσαν άκρως βαρυσήμαντες.
Στη συνέχεια, μιλώντας για "Το Κε­­φάλαιο", συμβούλευσε όσους επιθυ­μούν να το διαβάσουν να προτιμήσουν τη γαλλική μετάφραση, η οποία είναι πολύ ανώτερη από το γερμανικό πρωτότυπο. Ο κύριος Μαρξ αναφέρθηκε ακολούθως στον γάλλο Ανρί Ροσφόρ. Μου μίλησε, επίσης, για ορισμένα, τεθνεώτα πλέον, πρόσωπα του κύκλου του, και αντιλήφθηκα ότι το πνεύμα του είχε επηρεάσει ανθρώπους οι οποίοι, σε άλλες περιστάσεις, θα μπορούσαν να είχαν άμεση επίδραση στις ιστορικές εξελίξεις.
Προς το τέλος του απογεύματος και στην αρχή μιας καλοκαιρινής αγγλικής βραδιάς, ο κύριος Μαρξ προτείνει να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας, κάνοντας έναν περίπατο στην παραθαλάσσια πολίχνη, κατά μήκος της παραλίας μέχρι την πλαζ, στην οποία εκατοντάδες άτομα, κυρίως παιδιά, διασκεδάζουν. Εκεί, στην άμμο συναντάμε τους οικείους του: τη σύζυγο, η οποία με είχε υποδεχτεί στην είσοδο, τις δύο κόρες με τα παιδιά τους και τους γαμπρούς του, ο ένας εκ των οποίων είναι καθηγητής στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου και ο άλλος, εάν θυμάμαι καλά, είναι διανοούμενος. Ένας γλυκύτατος οικογενειακός πίνακας […]. Ο Καρλ Μαρξ ξέρει την τέχνη τού να είσαι παππούς, όπως ο Βικτόρ Ουγκό, αλλά είναι πιο τυχερός απ’ αυτόν, γιατί όλοι οι κατιόντες του είναι ακόμα στη ζωή και γιορτάζουν γενέθλια.
*
Μόλις νυχτώνει, εκείνος και οι δύο γαμπροί του χωρίζουν από τις οικογένειές τους για να περάσουν άλλη μια ώρα με τον αμερικανό φιλοξενούμενό τους. Η συζήτησή μας τώρα επικεντρώνεται στον κόσμο, τον άνθρωπο, το χρόνο και τις ιδέες, ενώ τα ποτήρια μας κουδουνίζουν. Το τρένο, όμως, δεν μπορεί να περιμένει και η νύχτα έχει προχωρήσει. Με τη σκέψη στο χάος και την εκκωφαντική επ0χή μας, ήθελα, ως απόσταγμα των συζητήσεών μας κατά τη διάρκεια της ημέρας και των βραδινών παραστάσεων, να ρωτήσω το σοφό άντρα ποιον θεωρεί υπέρτατο νόμο της ύπαρξης. Εκμεταλλευόμενος μια στιγμή σιωπής, έθεσα κοφτά στον επαναστάτη και φιλόσοφο το αυστηρό ερώτημα: «Ποιος είναι;». Τότε μου φάνηκε ότι για μια στιγμή, και ενώ παρατηρούσε τον βρυχηθμό της θάλασσας μπροστά του και το ανήσυχο πλήθος στην πλαζ, το πνεύμα του ταράχτηκε. «Ποιος είναι;», τον είχα ρωτήσει, και εκείνος απάντησε, με σοβαρό και σκεπτικό ύφος: «Ο αγώνας!». Για μια στιγμή νόμισα ότι άκουσα την ηχώ της απελπισίας, αλλά μπορεί να ήταν απλώς η ηχώ του νόμου της ζωής.

ΤΖΟΝ ΣΟΥΙΝΤΟΝ

Απόδοση για το «Δ»: ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ

1. Ο Τζουζέπε Ματσίνι (1805-1872) υπήρξε ιταλός πολιτικός, ακτιβιστής, φιλόσοφος και δημοσιογράφος.
2. Ο Ανρί Ροσφόρ (1831-1913) ήταν γάλλος δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και πολιτικός.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Ερμάνο Όλμι. "Οι αράχνες" του Καλβίνο

Ένα από τα δύο κείμενα του ιταλού σκηνοθέτη Ερμάνο Όλμι που δημοσιεύτηκαν στο ΔΕΝΤΡΟ (Νο 205-206).


Αζάγκο, 8 Ιουλίου 2013.

Ο χρόνος έχει τόσες διαστάσεις. Όλοι το ξέρουμε. Αλλά συνήθως δεν δίνουμε σημασία. Κι όμως, μερικές φορές, πρέπει να συμβουλευτούμε το ημερολόγιο, γιατί δεν έχουμε πια καμιά συναίσθηση του πόσα χρόνια πέρασαν από ένα συμβάν που θέλουμε να ξαναθυμηθούμε. Το ίδιο μου συμβαίνει και τώρα, καθώς γράφω αυτές τις σημειώσεις και κρατώ στο χέρι ορισμένες σελίδες που βρήκα ψάχνοντας στους φακέλους όπου φυλάσσεται αυτό που ακόμη θέλει να διασωθεί.
Είναι τα σκίτσα που έκανα, μόλις δεκαεξάχρονο παιδί, έχοντας ενθουσιαστεί από "Το Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές" του Ίταλο Καλβίνο. Όλα συνέβησαν από καθαρή τύχη εκείνο το βροχερό πρωινό που το ’σκασα απ’ το σχολείο και τριγυρνούσα χωρίς σκοπό στο κέντρο του Μιλάνου.
Πόσα χρόνια πέρασαν; Αμέσως κάνω το λογαριασμό: σε λίγες μέρες, στις 24 Ιουλίου, κλείνω τα 82 κι αν αφαιρέσω τα δεκαέξι που ήμουν τότε, να που πέρασαν εξήντα έξι ολόκληρα χρόνια! Μια ζωή.
*
Κι όμως, ο χρόνος μπορεί να μετρηθεί και χωρίς τους αριθμούς. Υπάρχει ο χρόνος των συναισθημάτων, όταν ξαφνικά, δίχως καν να τα διεγείρεις, αρχίζουν να καλούν το ένα το άλλο και επανεμφανίζονται με εκπληκτική καθαρότητα, για να αναγεννήσουν μέσα μας συναισθήματα που είχαμε νιώσει κάποτε. Τα βιώνουμε και πάλι ύστερα από τόσο καιρό, αφού τα ξαναβρίσκουμε άθικτα ή ίσως και ζωντανότερα από την πρώτη φορά.
Να πώς έγιναν τα πράγματα. Βρίσκομαι στη Βενετία για το φεστιβάλ κινηματογράφου, εν έτει 1983. Μου είχαν αναθέσει την προεδρία της επιτροπής για ένα ειδικό βραβείο. Έφτασα στο Λίντο με μερικές μέρες καθυστέρηση, γιατί ήμουν απασχολημένος δουλεύοντας στην καινούργια μου ταινία. Για να προλάβω να δω τις διαγωνιζόμενες ταινίες, τις οποίες οι υπόλοιποι κριτές είχαν ήδη δει, έπρεπε να καλύψω το χρόνο με τουλάχιστον τρεις προβολές τη μέρα, ειδικά για μένα, στη μυθική αίθουσα Βόλπι. Ομολογώ ότι αυτή η αποκλειστικότητα δεν μου άρεσε καθόλου. Τον κινηματογράφο τον απολαμβάνεις μόνο όταν η αίθουσα είναι γεμάτη θεατές.
Το πρωί της δεύτερης μέρας, μόλις έσβησαν τα φώτα της αίθουσας (εκείνα τα δευτερόλεπτα στο σκοτάδι πριν γεννηθεί η φωτεινή ακτίνα του προβολέα), νιώθω ξαφνικά ένα θρόισμα πίσω μου. Γυρνώ και διακρίνω τη βαριά κουρτίνα που σκοτεινιάζει την είσοδο να κινείται, καθώς πίσω της βρίσκεται κάποιος που προσπαθεί να μπει. Πράγματι, μια σκιά σχηματίζεται στο σκοτάδι, προχωρά σιωπηλή και κάθεται μια δυο σειρές πίσω μου. Περίεργο. Ποιος να ’ναι άραγε; Σίγουρα κανένας «λαθραίος» που διέφυγε της προσοχής των ελεγκτών. Δεν κάνω την παραμικρή κίνηση. Αντίθετα, ομολογώ πως με χαροποιεί το γεγονός ότι εκεί, σ’ αυτή την άδεια αίθουσα, βρίσκεται κάποιος να ξορκίσει τη μοναξιά μου.
*
Τα θυμάμαι όλα τέλεια: η ταινία ήταν ο "Γαλάζιος πλανήτης" του Φράνκο Πιαβόλι, ένα αριστούργημα διαυγούς, αλησμόνητης ποίησης.
Σ’ όλη τη διάρκεια της προβολής, ο «λαθραίος» σαν να μην υπήρχε, τον είχα σχεδόν ξεχάσει. Στο τέλος, όταν τα φώτα ανάβουν και πάλι, μένω καθισμένος στη σιωπή. Χρειάζεται κανείς τον κατάλληλο χρόνο πριν αποχωριστεί το βασανιστικό συναίσθημα της ποίησης. Αλλά την ίδια στιγμή θέλω να δω πώς θ’ αντιδράσει ο «λαθραίος», τώρα που η αίθουσα δεν είναι πια σκοτεινή. Κι έτσι περιμένω μια κίνησή του. Όμως δεν λέει να φύγει και μένει εκεί καθισμένος, χωρίς να προφέρει ούτε λέξη. Ένας απ’ τους δυο μας πρέπει να το πάρει απόφαση. Λέω λοιπόν χαμηλόφωνα σαν να μιλούσα στον εαυτό μου: «Υπέροχη». Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο, εκείνος επαναλαμβάνει: «Ναι, υπέροχη».
Αλλά δεν γυρίζω να τον κοιτάξω. Σ’ αυτό το σημείο όμως κάνει πρώτος την κίνηση να σηκωθεί και δεν μπορώ πια να τον αγνοήσω: είμαι αναγκασμένος να κάνω κι εγώ το ίδιο και να υποστώ την παρουσία του. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπαίνει ο μηχανικός προβολής με το τυπικό γαλάζιο πουκάμισο και μας πληροφορεί: «Σήμερα το απόγευμα έχουμε άλλες δύο προβολές. Η πρώτη ξεκινάει στις 3». Κι εδώ ο «λαθραίος» αποφασίζει να μιλήσει: «Ο δόκτωρ Λιτζάνι μου έκανε μια λίστα με τις ταινίες που δεν πρέπει να χάσω…». Και βγάζει ένα χαρτάκι με τίτλους σημειωμένους στο χέρι, με σκοπό να το δείξει στον μηχανικό. Κοιτάζω τον «λαθραίο» με περισσότερη προσοχή και σιγά σιγά διαπιστώνω ότι πρόκειται για γνωστή φυσιογνωμία. Σίγουρα διανοούμενος, λάτρης του σινεμά. Αλλά όχι, τι λέω; Έχασα τα λογικά μου! Πώς είναι δυνατόν να μην τον αναγνωρίσω αμέσως; Θεέ μου, ο Καλβίνο!
Και τότε, παίζοντας το ρόλο αυτού που γνωρίζει απόλυτα ποιον έχει απέναντί του, χαμογελώ συνωμοτικά, και, σαν να τον είχα αναγνωρίσει αμέσως, του λέω: «Αχ, τι όμορφη ανάμνηση είναι για μένα το "Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές"…».
*
Ο Καλβίνο απομακρύνει το βλέμμα του απ’ το χαρτί και μου ρίχνει μόλις μια ματιά. Δεν κάνω καμιά αναφορά στα σκίτσα μου, παρ’ όλ’ αυτά του εξομολογούμαι: «Το διάβασα όταν είχα την ηλικία του Πιν, και για πολύ καιρό φανταζόμουν ότι ήμουν σαν κι εκείνον… και τραγουδούσα τα αισχρά τραγούδια των μεγάλων… για να νομίζω τον εαυτό μου έναν απ’ αυτούς…»
Ο Καλβίνο αφήνει στην άκρη το χαρτάκι με τις ταινίες και με κοιτάζει.
Τον ρωτώ: «Ο Πιν… είναι πρόσωπο πραγματικό ή φανταστικό;»
Εκείνος μου απαντά: «Και τα δύο…» και προσθέτει, σαν να μου αποκάλυπτε ένα μικρό μυστικό: «συν ένα πρόσωπο ακόμη».
«Ποιο;»
«Ο αναγνώστης».


Απόδοση για το «Δ»: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥ



Ουμπέρτο Έκο, 1932-2016


Στο τεύχος του ΔΕΝΤΡΟΥ που θα κυκλοφορήσει, ελπίζουμε, την επόμενη εβδομάδα, υπάρχει ένα κείμενο του Έκο. Συμπεριλαμβάνεται στις αφιερωματικές σελίδες για τον Ίταλο Καλβίνο. Αποσπώ.

"[...] Μεταξύ της δεκαετίας του 1940 και του '50, οι νεαροί διανοούμενοι, καθολικοί ή κομουνιστές, καταδιώκονταν απ' την υποχρέωση να αποτελούν, όπως λέγαμε τότε, οργανικά μέλη της ιδεολογικής τους ομάδας. Πράγματι, ήταν εύκολο να διαπιστώσει κανείς τον εκβιασμό αυτής της γενικής πρόσκλησης στα όπλα και στο χρέος για στράτευση, που σήμαινε ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσεις την πνευματική σου δύναμη στη μάχη κατά των ιδεολογικών εχθρών. Μόνο δύο φωνές υψώθηκαν εναντίον της συγκεκριμένης αντίληψης για το ρόλο των διανοουμένων. Η πρώτη, τη δεκαετία του '40 , ανήκε στον Έλιο Βιτορίνι, με τον οποίο ο Καλβίνο είχε συνεργαστεί στα νιάτα του, αλλά και αργότερα στην έκδοση του περιοδικού "Il Menabo", που καθόρισε την πορεία της ιταλικής λογοτεχνίας τη δεκαετία του '60. 

Το 1947 ο Βιτορίνι δήλωσε ότι σκοπός των διανοουμένων δεν ήταν να σαλπίσουν την επανάσταση, μ' άλλα λόγια δεν έπρεπε να γίνουν εκπρόσωποι Τύπου της πολιτικής τους ομάδας, αλλά αντίθετα να καλλιεργήσουν κριτική συνείδηση. Ο Βιτορίνι την εποχή εκείνη ανήκε στο κομουνιστικό κόμμα και εξέδιδε το "Il Politecnico", ένα περιοδικό βραχύβιο και αρκετά ανεξάρτητο. Λογικό ήταν να θεωρηθεί προδότης του προλεταριάτου. Το περιοδικό του εξέπνευσε και η έκκλησή του για πολύ καιρό έμεινε χωρίς ανταπόκριση.[...]"
*
Θυμάμαι τις συνεντεύξεις του Εκο στην τηλεόραση. Είχε ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς τις απαντήσεις του ιταλού συγγραφέα και για έναν επιπλέον λόγο. Την ταχύτητα της σκέψης του και την τεράστια μνήμη. Θύμιζε, χωρίς υπερβολή, υπολογιστή με την πληρότητα και την ταχύτητα.
*
Υπήρξα ακροατής δυο συνεντεύξεών του στην ελληνική τηλεόραση, όταν, τη δεκαετία του '90 νομίζω, επισκέφτηκε την Αθήνα. Μίλησαν μαζί του δύο πρόσωπα. Πρώτος ο Τέρενς Κουίκ. Μου είχε κάνει εντύπωση η άνεση του δημοσιογράφου και σκέφτηκα, θυμάμαι, ότι η "αθωότητα" για τις αξίες και τις κλίμακες σε κάνει ικανό να σταθείς απέναντι σε οποιοδήποτε μέγεθος. Η δεύτερη συνέντευξη ήταν με τον Βασίλη Βασιλικό. Εποχή πυρετού στη χώρα με την έξαρση του Μακεδονικού, και ο έλληνας συγγραφέας τον ρώτησε πώς αισθάνεται που κατάγεται από μια πόλη η οποία λέγεται Αλεσάντρια (Alessandria του Πιεμόντε). Με συγκατάβαση, απ' την οποία δεν έλειπε ένας μόλις διακρινόμενος σαρκασμός, ο Έκο του είπε πως το όνομα της πόλης οφείλεται στον Πάπα Αλέξανδρο κι όχι στον Μακεδόνα στρατηλάτη. Θυμάμαι πως (στο εσωστρεφές πνεύμα της ερωτήσεως), είχε για τη συνέχεια δυο τρία ενδιαφέροντα παραδείγματα μεγάλων διανοητών, που, καθώς ανήκαν συγχρόνως σε διαφορετικούς εθνικούς πολιτισμούς, δεν ξέρουμε, και ούτε έχει σημασία, πού θα τους εντάξουμε.