Κοιτάζοντας επίμονα και για πολλήν ώρα με το "γυαλί" των χταποδιών, όταν η θάλασσα βρισκόταν σε απόλυτη ηρεμία, ήταν πιθανόν, στο τέλος, να συμπεράνεις κάποιους αμφίβολους σκοτεινούς όγκους. Αν κάποιος επέμενε πως πράγματι διακρίνεται μια σκούρα έκταση στο βυθό, οι άλλοι ήταν έτοιμοι να τον δουν. Ναι. Αόριστη, συγκεχυμένη, λιγότερο φωτεινή από το υπόλοιπο μέρος του νερού, και γι αυτό πάντα υποθετική στα μάτια μας, αναπαυόταν σ' ένα απλησίαστο βάθος η "Έλλη". Ημέρες μεγάλης γαλήνης, με την ευκαιρία ενός ψαρέματος ή μιας βόλτας με τα κουπιά, την ώρα που ο ήλιος έπεφτε προς την πλευρά της Γυάρου, τα παιδιά των παραθεριστών, κάτω απ' το λευκό αντιηλιακό πανί, πάντα έσκυβαν και ρωτούσαν τους γονείς τους ή τον ντόπιο βαρκάρη: "Εδώ είναι η 'Έλλη', κύριε;" [...]
Για μας, τους γεννημένους αρκετά μετά το '40 στην Τήνο, που δεν είχαμε ζήσει το γεγονός κι ούτε είχαμε ακόμη διαβάσει γι αυτό, υπήρχαν επί πλέον λόγοι να αντιμετωπίζουμε την "Έλλη" ως κάτι μακρινό, με την έννοια του θρύλου. Η μοναδική φωτογραφία, ήταν ένα μακρινό πλάνο από το υψηλότερο σημείο της πόλης, εκεί όπου είναι χτισμένη η "Μεγαλόχαρη". Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τον πανικό που ακολούθησε, η φυγή των κατοίκων και των προσκυνητών οδήγησε και τον φωτογράφο (Μεγαλοοικονόμου) στο μακρινό εκείνο σημείο.[...]
Η φωτογραφία έγινε αργότερα, το 1948, γραμματόσημο με χρώμα μπλε και σχήμα κατακόρυφο. Είναι η στιγμή που η "Έλλη" φλέγεται, με μια τεράστια στήλη καπνού να ανεβαίνει στον ουρανό. [...]
Το 1955 άρχισαν οι εργασίες ανέλκυσης του βυθισμένου πλοίου. Ένας τεράστιος πλωτός γερανός ανέσυρε διαρκώς κομμάτια χοντρής σκουριασμένης λαμαρίνας και άμορφων σιδερικών απ΄το βυθό. Οι δύτες εργάζονταν χωρίς διακοπή, κόβοντας με οξυγόνο το πλοίο. Ο γιγαντιαίος βραχίονας σήκωνε αργά τα κομμένα μέρη κρατώντας τα μετέωρα, ώσπου να πέσει ένα μεγάλο φορτίο άμμου και νερού που περιείχαν. Το βρεγμένο σίδερο που ανασυρόταν άστραφτε για λίγο στο φως και αφηνόταν στην ορθογώνια επιφάνεια της πλωτής εξέδρας. Τα κομμάτια μεταφέρονταν στο υποτυπώδες γήπεδο της πόλης, που, πετρώδες και ανοιχτό πλάι στη θάλασσα, τα δέχονταν προσωρινά.[..]
Αυτά τα λείψανα που ανέβαιναν πάλι στο φως της μέρας έτσι απλά, σαν οποιαδήποτε εργασία, χωρίς ν΄ακούγεται κανένας ψίθυρος του χρόνου, χωρίς να μεσολαβεί ο πόνος της Ιστορίας, ήταν η δική μας "Έλλη". Το υλικό των σιδερικών άρχιζε σταθερά να αυξάνει, ανακατεμένο, άμορφο, ανεξερεύνητο. Διατηρώ ανεξίτηλη την εικόνα μιας ψηλής στοίβας πιάτων (προφανώς σε κάποια απ' τις εξερευνήσεις μου είχα φτάσει στην κουζίνα), κολλημένων μεταξύ τους με τον τρόπο που η θάλασσα συγκολλά τα αντικείμενα, άθικτων αλλά σκεπασμένων με χόρτα και όστρακα. Ανακάλυψα επιπλέον μαχαιροπίρουνα, ψωμιέρες και ένα ζευγάρι κλειδιά πόρτας, καθώς και δύο ναυτικά πηλήκια (!), που άγνωστο πώς είχαν μείνει άφθαρτα. [...[
Εν πάση περιπτώσει, ο κτυπημένος απ΄την τορπίλη κυματοθραύστης δεν είναι πια ο ίδιος. Με έργα που έγιναν το 1955 καταστράφηκε (στην κυριολεξία) το μοναδικό ιστορικό και αισθητικό στοιχείο που χαρακτήριζε το λιμάνι του νησιού. Μια φαρδιά ευθεία λεωφόρος έκοψε βάρβαρα τον ιστό του παραλιακού οικισμού και ένωσε το λιμάνι με την εκκλησία. Το σημείο που βλήθηκε απ' την ιταλική τορπίλη μεταβλήθηκε σε εκτεταμένη αποβάθρα" [...]
Κώστας Μαυρουδής, "Η Καθημερινή", ένθετο '7 Ημέρες', Ιούνιος 1996