Από την τακτική δεκαπενθήμερη συνεργασία μου στο ΕΘΝΟΣ. Σάββατο 19.1.2013.
Η τελευταία σεκάνς της ταινίας «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (γνωστή με λεπτομέρειες από τις άπειρες επαναλήψεις στην τηλεόραση) μάς απευθύνεται από την εποχή της με ένα φινάλε που μπορούμε σήμερα να το θεωρήσουμε σημειολογικά δηλωτικό. Οι φτωχοί λατερνατζήδες (Αυλωνίτης, Φωτόπουλος) ευνοούνται από την τύχη. Βρίσκουν τη χαμένη κόρη (Καρέζη) ενός βιομηχάνου (Τσαγανέας) κι αυτός τους ανταμείβει με γενναιόδωρα εύρετρα. Το γεγονός πανηγυρίζεται παράφορα από μέρος τους, με ένα «λουτρό» που πραγματοποιούν στο ταπεινό τους δωμάτιο: πανευτυχείς για την αιφνίδια αλλαγή της ζωής τους, «λούζονται» με μια βροχή από κέρματα, χορεύοντας, αποχαιρετώντας τη στέρηση και το δύσκολο παρελθόν τους.
Να κρατήσουμε, λοιπόν, αυτήν τη σκηνή, τον ενθουσιασμό για το πέρασμα από την ανέχεια στην επάρκεια. Έτος παραγωγής του φιλμ το 1955. Λίγο πριν αρχίσουν οι μεταβολές που μεταμορφώνουν το περιβάλλον και τη νεοελληνική κοινωνία. Αν δούμε αυτήν την εικόνα ως ακούσια αλληγορία, η κινηματογραφική σεκάνς γίνεται αξιοσημείωτη. Μοιάζει να υπαινίσσεται το τέλος μίας εποχής, όταν συγχρόνως με τους ήρωες θα μετασχηματιστεί ένα τεράστιο κοινωνικό στρώμα. Κι αυτό το τελευταίο, είτε με το μεταπρατικό του πνεύμα, είτε από δημόσιες θέσεις (κάποτε και αργόσχολο), θα αρχίσει τα προσεχή χρόνια να διευρύνεται, αποκτώντας δύναμη, αυτοπεποίθηση και επιρροή. Αντί για τη σύγχρονη αστική ανάπτυξη (θεσμοί, δηλαδή, και περιβάλλον), γύρω του θα χτιστεί ο ασυνάρτητος και κακόγουστος ευδαιμονισμός μας, κυρίαρχο πνεύμα και ιδεολογία των τελευταίων δεκαετιών.
Πριν από μισό αιώνα, στα στούντιο της Φίνος, ο Αλέκος Σακελλάριος (με μουσική του Χατζιδάκι) κατέγραψε το happy end μιας ιστορίας εύθυμων και ταπεινών ανθρώπων. Τώρα, όμως, ανακαλούμε κάπως κριτικά εκείνο το ενθουσιώδες τέλος, είμαστε πιο επιφυλακτικοί για το «λουτρό» που αλλάζει τη μοίρα των δύο βιοπαλαιστών. Σοφότεροι, μπορούμε να διαβάσουμε, σαν προφήτες από το μέλλον, την αλλαγή και όσα τη συνόδεψαν. Να «προβλέψουμε» τις εξελίξεις και τις μεταλλάξεις, γνωρίζοντας ότι, δύο δεκαετίες μετά, όλα θα είναι διαφορετικά. Ότι από πρόσωπα της ανάγκης, πολύ γρήγορα, θα γίνουμε μια μεθυσμένη πομπή και θα πορευτούμε (σε αλληλοεπιβεβαίωση με όλες τις εξουσίες) φρενήρεις με τα σπάταλα προνόμια και τα αγαθά μας. Έτσι και τόσο, που αν κάποτε, χρόνια μετά το «λουτρό», μας πουν ότι αυτό που ξέραμε έχει τελειώσει, δεν θα εκδηλώσουμε αυτοκριτική διάθεση αλλά μόνον οργή, που ο δανεικός κόσμος και η παρασιτική μας ευημερία δεν κατάφεραν να ζήσουν περισσότερο.
Κώστας Μαυρουδής