Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Ο μέσος αναγνώστης είναι ένας καλοπροαίρετος βαρήκοος





Από το in2life:


Από τους πρώτους δημιουργούς της «γενιάς του ’70», ο Κώστας Μαυρουδής ξεκίνησε το ποιητικό του ταξίδι με κομψοεπείς «μινιμαλιστικές» δημιουργίες, οι οποίες, όπως ο ίδιος μας λέει, έδωσαν στην συνέχεια πρόθυμα την θέση τους στην μεγάλη «ρεπορταζιακή» φόρμα. Ταυτόχρονα, από το 1978 μέχρι και σήμερα, ο Έλληνας δημιουργός ανέλαβε να φυτέψει το «Δέντρο», ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας, που ο ίδιος εκδίδει και διευθύνει. 


Για την τελευταία του ποιητική συλλογή «4 εποχές», ο Κώστας Μαυρουδής έλαβε το φετινό Βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» (εξ ημισείας με τον Χριστόφορο Λιοντάκη), ενώ στο in2life μίλησε για την πεμπτουσία της ποίησής του και για την σύγχυση κριτηρίων που κυριαρχεί στην σημερινή μας «ανεκτική δημοκρατία». 



*Έχουν αλλάξει οι άξονες και οι πηγές έμπνευσης της ποίησής σας από την αρχή της καριέρας σας ως το 2011; Από τι εμπνέεστε σήμερα; 


Λέγεται συχνά ότι ο ποιητής σ' όλο το έργο του φτιάχνει παραλλαγές ενός και μόνον ποιήματος. Ότι οι διαθέσεις δηλαδή, οι αφοσιώσεις και οι κλίσεις του είναι αμετακίνητες. Σε ό,τι με αφορά, μπορώ να πω πως το θέμα της δικής μου ποίησης ήταν πάντα ένας διάλογος με την αναδρομή και το χρόνο. Ανάκληση οικείων γεγονότων και εικόνων. Ξεκίνησα με ολιγόστιχα ποιήματα, επιχειρώντας τη στιλιστική πυκνότητα και τη συντομία, αλλά η ανάγκη να περιγράψω με οδήγησε στην πολύστιχη αφηγηματική ποίηση. Μεγάλη φόρμα, εξιστόρηση, λεπτομέρειες του «ρεπορτάζ» αντί το αόριστο υλικό του λυρισμού. Αναφορές ενός ποιητικού ρεαλισμού, δηλαδή, αντί του μουσικού αισθήματος. Μέχρι σήμερα η ποιητική μου είναι στραμμένη στο παρελθόν, στη μνημονική καταγραφή (Το δάνειο του χρόνου, Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια, Τέσσερις εποχές). Να προσθέσω ότι το βιωματικό υλικό της μνήμης αντιμετωπίζει μονίμως έναν τεράστιο κίνδυνο: το στόμφο της νοσταλγίας. Εν πάση περιπτώσει, βλέπω ότι σε αυτά που γράφω τώρα υπάρχει η συνομιλία με το παρόν. Δεν εννοώ την επικαιρότητα, αλλά το σύγχρονο βίωμα, το αίσθημα και την κίνηση του καθημερινού. 




*Πώς θα περιγράφατε το «σκηνικό» της ελληνικής ποίησης σήμερα με μια φράση; 

Το σκηνικό της ελληνικής ποίησης με μια φράση; Δεν υπάρχει, νομίζω, συγκεκριμένη εικόνα, κυρίαρχη διάθεση, συγκεκριμένο τοπίο. Υπάρχουν οι φωνές και η ποικιλία τους. Με διαφορετική δυναμική και σοβαρότητα η κάθε μία. Διαβάζω ακόμα την ποίηση των παλαιότερων γενεών, επιφυλακτικός ή αμήχανος με τις νεότερες επιδόσεις. Στις τελευταίες αυτές, βέβαια, η αυθεντική διάθεση και το σημαντικό υλικό διακρίνονται εύκολα από τον επαρκή αναγνώστη. Όμως ένα από τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας μας είναι η έλλειψη (σύγχυση) κριτηρίων, η αποδοχή από την μέση αντίληψη ετερόκλητων ποιοτήτων, η αδυναμία να διακρίνουμε, να ιεραρχήσουμε. Τα κριτήρια (όπως και για όλες τις άλλες περιοχές του βίου μας) δείχνουν να είναι χαλαρά ή ανύπαρκτα. Υπάρχει ένα είδος απαίδευτης και γι’ αυτό ανεκτικής δημοκρατίας, απέναντι σε μια έκφραση αριστοκρατική από τη φύση της. Αν μου πείτε ότι, παρόλα αυτά, βλέπουμε μεγέθη να ξεχωρίζουν, θα σας απαντήσω ότι δεν είναι το συλλογικό κριτήριο που τα διακρίνει, αλλά η πειθώ κάποιων ειδικών φωνών, ο δημόσιος θόρυβος και ο παντοδύναμος συρμός. 



*Ποια η θέση της ποίησης και του ποιητή στην «ηλεκτρονική» εποχή; 


Στη Γη των ανθρώπων, θυμάμαι τον Σεν Εξιπερί που λέει, πως με την ποίηση η Γένεση συνεχίζεται, φαίνεται να μην έχει τελειώσει. Η τέχνη μεταβάλλει τον καθημερινό κόσμο σε καθαρή μορφή. Μ' αυτή την έννοια, είτε στην εποχή των Μεδίκων, είτε στην «Ηλεκτρονική εποχή», όποια ειδικά γνωρίσματα κι αν έχει, θα μας θυμίζει πάντα ότι προσπαθούμε να φτιάξουμε μια πραγματικότητα λιγότερο ξένη. Ένας υπέροχος αφορισμός το έχει πει καλύτερα: «Το ότι υπάρχει η τέχνη, σημαίνει πως η ζωή δεν αρκεί». Βέβαια δεν αμφιβάλλουμε ότι στα κείμενα, πάντοτε, υπάρχει και εκφράζεται η εποχή. Όμως αλίμονο αν δεν αναγνωρίζεται κάτι μόνιμο σ' αυτά. Άλλωστε, το κύριο και διαρκές μάθημα των τεχνών υπήρξε πάντα το ίδιο: η αδυναμία μας να δώσουμε απάντηση στο αίνιγμα της ζωής. 



*Πώς έχετε στο μυαλό σας το ελληνικό αναγνωστικό κοινό; Υπάρχει ανταπόκριση στην ποίηση; Και τελικά, ο ποιητής επιζητά την ανταπόκριση ή γράφει «εγωιστικά», πρώτα-πρώτα για τον εαυτό του; 




Να διευκρινίσω ότι δεν μου αρέσει ο όρος «κοινό». Είναι κάτι απρόσωπο, ένα αριθμητικό μέγεθος που δεν μπορεί να έχει ουσιαστική σχέση με το έργο. Εκείνος που επικοινωνεί είναι μια μοναχική, δημιουργική μονάδα. Μέσω της ποίησης, διαβάζοντας δηλαδή, γίνεται περισσότερο ιδιαίτερος και μοναχικός, αφού η κριτική στάση είναι το πιο προσωπικό γνώρισμα του αισθητικού ανθρώπου. Αν εννοείτε, λοιπόν, γενικά τους αναγνώστες, αυτοί είναι ίδιοι παντού. Έχουν κοινά αντανακλαστικά. Άλλο πράγμα συμβαίνει με την προσπέλαση στο πνευματικό βάθος του έργου. Εδώ δεν είναι ζήτημα μιας γενικής παιδείας. Είναι αποτέλεσμα μιαςειδικής αγωγής που μας επιτρέπει να αναγνωρίζουμε και να επικοινωνούμε με τον κώδικα αυτής της έκφρασης (κείμενο). Εκείνος που προσεγγίζει το ποιητικό γεγονός ανήκει σε μιαν ειδική κατηγορία, με συγκεκριμένη έφεση, προσληπτικότητα και επάρκεια. Να μην ξεχνάμε πως η προσέγγιση στο πνεύμα ενός έργου, στην ουσία φωτίζει αυτό που είμαστε εμείς οι ίδιοι. Μαθαίνουμε γι αυτό τόσα, όσα και για μας. Αυτό που μας αρέσει είναι γιατί θα μπορούσαμε να το έχουμε πει εμείς. Έτσι εξηγούνται οι μεγάλες αγάπες μας και οι ταυτίσεις που μας δένουν με ορισμένα έργα και συγγραφείς. 



Η «ανταπόκριση» που υποτίθεται ότι ζητά ο ποιητής είναι μια ιδέα νεανική, ένας ενθουσιασμός ασύστατος. Το έργο προϋποθέτει και αναζητά τον ένα συνομιλητή, που όπως είπα πριν, διαβάζει στην ξένη σελίδα τον δικό του κόσμο, μπορεί να τον αναγνωρίσει και να νιώσει τη τέρψη από την ταύτιση. Κατά κανόνα, απέναντι στο έργο υπάρχει κυρίως παρανάγνωση ή χαμηλές πτήσεις. Ο μέσος αναγνώστης είναι ένας καλοπροαίρετος βαρήκοος που τις περισσότερες φορές ακούει και καταλαβαίνει άλλα πράγματα. Δεν μιλώ, λοιπόν, για την ελαφρά ενασχόληση με το γεγονός της τέχνης, πράγμα που είναι ένας καλαισθητικός ερασιτεχνισμός. Αναφέρομαι στον ισόβιο σύνδεσμο με τον οποίο ζει κανείς μια πνευματική περιπέτεια ή έναν απόλυτο βίο. Αυτό το απόλυτο μέγεθος, φυσικά το καταθέτει, όπως λέτε, δημόσια ο ποιητής. Υπάρχει στην άλλη άκρη κάποιος που ενδεχομένως θα το υποδεχτεί, θα αντικαταστήσει δηλαδή με μια δημιουργική μορφή τις ασύντακτες συγκινήσεις του. Και βέβαια, κάθε σοβαρό δημιουργικό γεγονός αφορά, εκτός από τον αποδέκτη του, την παράδοση της γλώσσας και την ιστορία της πνευματικής ζωής. 



*Η περίοδος που διανύουμε, η «εποχή της κρίσης» έχει αντίκρισμα (δημιουργικό ή μη) στην ποίηση; 


Σε όλες τις εποχές ο ποιητικός λόγος έχει μια συγκεκριμένη, σχεδόν ανύπαρκτη, ανταπόκριση. Η υποδοχή του δεν αλλάζει. Είναι μέγεθος ανελαστικό. Η τέχνη είναι μια σπάνια ευγένεια σε ένα περιβάλλον ενστίκτων, που είναι η καθημερινότητα και η Ιστορία. 



*Σε μια «κυνική» εποχή, ο ποιητικός λόγος μπορεί να συγκινήσει ως τρόπος έκφρασης; 


Όλες οι εποχές είναι εξίσου κυνικές. Ας μην νομίζουμε άλλωστε ότι ο καλλιτέχνης είναι ένα πρόσωπο που διακρίνεται από ουμανιστικές ιδέες και πρακτικές. Η ιστορία της τέχνης μάς αφήνει άναυδους για το ποιοι υπήρξαν ορισμένοι απ' αυτούς που δημιούργησαν τα αριστουργήματα και εμψύχωσαν χαρακτήρες προεκτείνοντας τον πραγματικό κόσμο. Πρέπει να μας αφορά το έργο, η κάθαρση που δίνει πάντα η πράξη της τέχνης, όχι ο δημιουργός και ο μύθος του. 



*Τι κάνει ένα ποίημα διαχρονικό; 


Κάθε έργο, ως άρτια μορφή, είναι εξ' ορισμού διαχρονικό. Το λέω με ένα απλό παράδειγμα καμιά φορά. Βλέπουμε σε μια παλιά ταινία τα αυτοκίνητα, τα ρούχα, ένα μοντέλο τηλεοράσεως, ακούμε στους διαλόγους ονόματα ξεχασμένων πολιτικών και γεγονότων, επιστρέφουμε στη μόδα της εποχής. Ό,τι εμφανίζεται στις εικόνες είναι ξεπερασμένο. Παλιό. Η ίδια η ταινία όμως, είναι νέα. Δεν έχει παλιώσει. Να σκεφτούμε λοιπόν, τι είναι αυτό που μεταμορφώνει και στερεώνει τα πράγματα, τα κάνει έργο, μια αξία άχρονη, «διαχρονική» όπως λέτε. Επιχείρησα αυτή την εισαγωγή ενώ κατάλαβα ότι θέλετε να πείτε κάτι άλλο. Με τη δική σας έννοια, λοιπόν, δεν υπάρχει κάτι που εξασφαλίζει για πάντα μιαν αξία. Μιλάμε γι αυτό που γνωρίζουμε από τους αιώνες και τις χιλιετίες. Οι εποχές φέρνουν πάνω κάτω τα κριτήρια. Σήμερα μοντέρνος είναι, ας πούμε, ο Καβάφης, ενώ ο Παλαμάς φαίνεται παλιωμένος, χθεσινός, μεγαλόστομος. Ποιος μας λέει -αν υπάρχουν σε 200 χρόνια τα ελληνικά-, ότι τα κριτήρια θα είναι τα ίδια; Είναι πολύ σχετική η εικόνα του «διαχρονικού». Μυριάδες έργα έχουν χαθεί κι άλλα τόσα έχουν εμφανιστεί από τη λήθη. 



*Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας έναν στίχο που σημαίνει πολλά για εσάς; 

[...] «Τα παιδιά που θα βρουν τα κοκαλά μας, δεν θα σκεφτούν ποτέ ότι κάποτε αυτά υπήρξαν γρήγορα, σαν αλεπούδες στην πλαγιά» [...] Στίχος από ποίημα του Αμερικανού ποιητή Ουάλας Στίβενς (1875-1955). Στο σκηνικό της αμερικάνικης εξοχής, μας αναστατώνει η σίγουρη προφητεία της μοίρας μας. 

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Σκέψεις μετά την ανάγνωση δυο κειμένων του Κώστα Μαυρουδή



Της Πόλυ Χατζημανωλάκη

Ο Καρλ Γιουνγκ σε μια επιστολή του στον Τζέημς Τζόυς, όταν εκείνος είχε στείλει για να διαβάσει τον Οδυσσέα του, του έγραψε,  ότι μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες που κατέβαλε για να τον διαβάσει, τελικά τα κατάφερε αφού μπόρεσε να προσεγγίσει το κείμενο επινοώντας αυτό που ονόμασε  “visceral reading”. Μια ανάγνωση δηλαδή που δεν έγινε με το νου, αλλά κατεβάζοντας το κατώφλι της συνείδησης,  ώστε το κείμενο να τον προσεγγίζει στα σπλάχνα του…

Αναφέρω αυτή την εικόνα από την τέχνη της  ανάγνωσης – εκεί που για να προσεγγιστεί ένα σπουδαίο έργο ο επαρκής αναγνώστης επινοεί και ομολογεί  ένα  «τέχνασμα»,  για να την μεταφέρω στην τέχνη της  γραφής και μάλιστα της  ποίησης. Εκεί δηλαδή που ο ποιητής, επιλέγει να κατεβάσει το κατώφλι των εσωτερικών νοητικών του αντιστάσεων και να εκτεθεί, επιλέγοντας το περιβάλλον την φιλόξενης (αν και ματαιωτικής) άνοιας του συνομιλητή του, του γονιού  του εν προκειμένω.  Αυτό θα του επιτρέψει να ανατρέξει και να αναδομήσει δημιουργικά  με τους συνειρμούς του και να επανέλθει στις κοινές τους αναμνήσεις, χωρίς να συναντήσει τις αντιστάσεις και τις απαγορεύσεις του πατρικού υπερεγώ, ποντάροντας έτσι σε μια  ενεργό ματαιότητα της επικοινωνίας. Αφού δεν μπορεί δηλαδή να πάρει άλλου είδους απόκριση μια και ο συνομιλητής του, εν ανοία, είναι προ πολλού απών… Η ποιητική συλλογή έχει τίτλο "Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια" 

Συνομιλίες λοιπόν με ένα φάντασμα, στοχασμοί για την ιστορία, τη μνήμη, το εφήμερο, στην παιδική ηλικία του αφηγητή – εκεί που ο ανιών τον κρατά σταθερά από το χέρι και του μεταδίδει αταβιστικά τον αισθητισμό της σκέψης του -  με την αγωνία πάντοτε σε αυτές τις συνομιλίες/αναδρομές να συλλάβει και να σταθεροποιήσει εικόνες, συνομιλίες, στιγμές από το παρελθόν, αφού όλα τα έχει παρασύρει το εφήμερο…

« με την αναπαράσταση ταριχεύουμε το τρέχον (το εφήμερο ζώο). Με την αναπαράσταση ακούει πάλι το όνομά του εκείνο που υπήρξε […] απέναντι στην κίνηση που ξεφεύγει, ο ποιητής βυθίζει τα γεγονότα στα υγρά, προσπαθώντας να στερεώσει κάτι ελάχιστο αυτού του περιπάτου»…


Προσπάθεια να στερεωθεί – ορολογία φωτογραφίας -  το ελάχιστο της μνήμης απέναντι στο εφήμερο, που ωστόσο αποτελεί το αναπόσπαστο πλαίσιο για να γίνει αυτή η στερέωση. Όπως ο Κικέρωνας με την περίφημη μεταφορά του για τη μνήμη, προς όφελος της τέχνης του της ρητορικής αντιστοιχίζει τις imagines agentes του,  σε χωριστά δωμάτια στο περίφημο παλάτι της φαντασίας του, όπου περιδιαβαίνει νοερά συλλέγοντας τα μέρη της ομιλίας του, έτσι και ο ποιητής μετατρέπει ολόκληρο το εφήμερον της ζωής του, σε μηχανισμό που πυροδοτεί τη διαδικασία της «στερέωσης»:

«με τη βροχή στη λεωφόρο που δεν προχωρεί συνήθως με παρηγορεί το ραδιόφωνο»

«πήγα και ψήφισα νωρίς με ελάχιστη κίνηση»

«εύκολα ανέβηκα την άδεια Κηφισίας, ακούγοντας στο Δεύτερο αναδρομή σε εκλογές του περασμένου αιώνα»

«ένα σοκολατάκι με γέμιση κονιάκ. Θα το ξετυλίξω εγώ. Κρατήστε το χρυσόχαρτο που σας αρέσει»…αναζητώντας πάντα, στην περιδιάβασή του από τα πιο λεπταίσθητα θέματα της ιστορίας, της ανάγνωσης, της μνήμης… το φάρμακον, το «αντίδοτο στο χρόνο»…

Τόνισα αυτή την ιδιόμορφα νοηματοδοτημένη αναφορά στην άνοια ως θερμοκήπιο για να βλαστήσει η ποιητική γραφής του Kώστα  Μαυρουδή, γιατί κατά σύμπτωση, αμέσως μετά από την ποιητική του συλλογή «Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια» διάβασα το μη δυνάμενο εύκολα να καταταγεί σε λογοτεχνικό είδος έργο του, την  «Στενογραφία», που βρίσκεται στον αντίποδα ακριβώς αυτής της γραφής. Τα άνθη που καλλιεργούσε  προστατευμένα στη θαλπωρή του θερμοκηπίου των συνομιλιών εν ανοία, ευρίσκονται αίφνης εκτεθειμένα στις σκληρές καιρικές συνθήκες του αγρού…Μικρά ευθύβολα, ακριβή ποιητικά και στοχαστικά κείμενα, συγκροτούν τον άλλο πόλο όπου υπάρχει ο ποιητής. Το Σύμπαν της οξύνοιας που με τον σαφή και ενίοτε προκλητικό τρόπο της έκφρασης, ωθεί την λογική στα άκρα διατυπώνοντας λαμπερούς  «αφορισμούς» για την Ιστορία, την αισθητική, τη λογοτεχνία, για την προσωπική του μυθολογία με κοφτερή  συνέπεια,  καλούν τον απέναντι συνομιλητή, όχι μόνο να στοχαστεί αλλά κάποιες φορές να διαφωνήσει, να εξεγερθεί απολαμβάνοντας και θαυμάζοντας, χωρίς την υπεκφυγή της «άνοιας», την καταστατική συνθήκη του προηγούμενου τρόπου έκφρασης…

«…Όλα τα ογκώδη και δύσβατα αριστουργήματα της παγκόσμιας γραμματείας διατήρησαν το δραματικό περιεχόμενο των λεπτομερειών τους σε αριστοκρατική απομόνωση, μένοντας ανενόχλητα από τον μέσης αντοχής επισκέπτη»

γράφει, μιλώντας για τα γνωστά σύμβολα που αναφέρονται από τους πολλούς που δεν ολοκλήρωσαν την αναγνωστική διαδρομή σε κλασσικά έργα, και μιλούν μόνο για την κλεμμένη φρατζόλα του Γιάννη Αγιάννη, τους ανεμόμυλους στον Δον Κιχώτη και την περίφημη – κλισέ πια – αναφορά στην μαντλέν του Χαμένου Χρόνου…

Ή ακόμα

«η άμμος θυμίζει πάντα τη λογοτεχνία. Όχι μόνο με την έννοια της απειρίας, αλλά ως τόπος όπου ο αναγνώστης – στρουθοκάμηλος,  κρύβει το κεφάλι του, μένοντας ο υπόλοιπος βορά στον πραγματικό κόσμο»

Και ο συγγραφέας  όμως και τα κείμενά του, βορά στον πραγματικό κόσμο εδώ…

Εκείνο όμως που προέχει είναι πάντα η ποίηση. Εν ανοία ή οξυνοία, παραφράζοντας τον Ελύτη, και από τις δυο μου όψεις ίδιος είμαι. 


Πόλυ Χατζημανωλάκη
28.10.2011