«Το Δέντρο» Τεύχος 179 - 180 Ιανουάριος - Μάρτιος 2011
Προ έντεκα ετών, στις 13/2/2000, σε ένα δημοσίευμα για τις υποσχέσεις και τις εξαγγελίες του Έτους Σεφέρη, εκφράζαμε απογοήτευση, γιατί οι διοργανωτές του επετειακού έτους δεν προέβλεπαν καμία έκδοση από τα υπολειπόμενα σεφερικά ανέκδοτα. Δηλαδή, όλα εκείνα τα κείμενα, που ο ποιητής άφησε στο συρτάρι του, αναχωρώντας, στις 22/7/1971, για την προγραμματισμένη εγχείρηση στον Ευαγγελισμό, από την οποία δεν έμελλε να επιστρέψει. Αφορμή του δημοσιεύματος είχε σταθεί η συνέντευξη Τύπου, στις 3/2/2000, που είχε δώσει η Ομάδα Εργασίας και στην οποία παρευρισκόταν η τότε υπουργός Πολιτισμού Ελισάβετ Παπαζώη. Η Ομάδα Εργασίας ήταν ενδεκαμελής, με πρόεδρο τον Δ. Ν. Μαρωνίτη και μέλη, τους καθηγητές Γ. Δάλλα, Γ. Γιατρομανωλάκη και Μ. Πιερή, τους κριτικούς λογοτεχνίας Αλέξ. Αργυρίου και Δ. Δασκαλόπουλο, τη συγγραφέα Μ. Ευσταθιάδη, την εκδότρια Αικ. Καρύδη, την εικαστικό Β. Σκούρα και εκ μέρους του Υπουργείου, τους Ειρ. Λεβίδη και Κ. Κορούλη. Πλην ενός, όλοι ζώντες σήμερα, θα μπορούσαν με κάποιο τρόπο να συμμετάσχουν στην εφετινή επέτειο της τεσσαρακονταετίας από το θάνατο του ποιητή, στις 20 Σεπτεμβρίου 1971.
Σε εκείνο το δημοσίευμα κάναμε μια καταγραφή των αναμενόμενων ανέκδοτων έργων του Σεφέρη, κάποια από τα οποία είχαν καταλήξει εργολαβίες, που χρόνιζαν στα χέρια φιλολόγων. Δεν στερείται ενδιαφέροντος μια ματιά σε εκείνο τον κατάλογο, που κόντυνε μεν, αλλά δυστυχώς πάντα υφίσταται. Κατ’ αρχάς, ο όγδοος και τελευταίος τόμος των ημερολογίων Σεφέρη, οι «Μέρες Η΄», που καλύπτουν τη δεκαετία 1961-1971. Εργολαβία της Κατερίνας Κρίκου, που υποσχόταν την έκδοσή του εντός του 2001. Δέκα χρόνια αργότερα, ουδέν νεότερο υπάρχει για την τύχη του. Ενώ, εξακολουθούν να λείπουν τα ευρετήρια των έξι πρώτων τόμων. Το μοναδικό ευρετήριο είναι αυτό του έβδομου τόμου, από την επιμελήτριά του, Θεανώ Ν. Μιχαηλίδου. Ένα δεύτερο ελλείπον ημερολόγιο ήταν ο τρίτος τόμος του «Πολιτικού Ημερολογίου» του Σεφέρη, εργολαβία του τεχνοκριτικού Αλέξανδρου Ξύδη. Τότε, είχε εξασφαλιστεί η βοήθεια του Δασκαλόπουλου και προβλεπόταν και αυτή η έκδοση εντός του 2001. Ο Ξύδης απεβίωσε το 2004. Το έργο, πριν το θάνατό του, είχε αναλάβει ο Κύπριος Γιώργος Γεωργής. Ουδέν νεότερο και για τη δική του τύχη.
Στις εκκρεμότητες του 2000 συγκαταλεγόταν και το “ημιτελές κυπριακό μυθιστόρημα” του Σεφέρη, ο «Βαρνάβας Καλοστέφανος», που πέρασε από τα χέρια του Γ. Π. Σαββίδη στον Πιερή για να καταλήξει στη Ναταλία Δεληγιαννάκη, η οποία και το παρουσίασε σε μια υποδειγματική έκδοση το 2007. Ακολουθούν οι ανέκδοτες αλληλογραφίες Σεφέρη. Εδώ, η δεκαετία στάθηκε αποδοτική: το 2002, εκδόθηκε η αλληλογραφία με τον Γιώργο Αποστολίδη σε επιμέλεια Βασιλικής Κοντογιάννη, το 2004, η αλληλογραφία με τον Νάνο Βαλαωρίτη σε επιμέλεια Λίλας Θεοδόση, το 2005, ο δεύτερος τόμος της αλληλογραφίας Γιώργου και Μαρώς Σεφέρη σε επιμέλεια Μαρίας Στασινοπούλου και το 2009, η σημαντικότερη και μεγαλύτερη όλων των αλληλογραφιών του Σεφέρη, αυτή με τον Κατσίμπαλη, δίτομη, σε επιμέλεια Δασκαλόπουλου.
Στα desiderata του 2000 ήταν και η βιβλιογραφία Σεφέρη, που αναμενόταν κι αυτή από τον Δασκαλόπουλο. Με την έκδοση των ημερολογίων Σεφέρη και της βιβλιογραφίας θα έχει ολοκληρωθεί η τακτοποίηση του Σεφέρη, η οποία, στο μεγαλύτερο μέρος της, οφείλεται στον Σαββίδη. Εκείνος στάθηκε ο ενορχηστρωτής της όλης προσπάθειας, αρχικά, με τις φροντισμένες εκδόσεις του και στη συνέχεια, παροτρύνοντας και καθοδηγώντας μια ομάδα νεότερων μελετητών. Καθοριστική, ωστόσο, υπήρξε η συμβολή της Μαρώς Σεφέρη. Σε αντίθεση με την τρέχουσα τακτική πολλών κληρονόμων να κλειδαμπαρώνουν τα αρχεία, που έχουν απομείνει στη φύλαξή τους, για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους, και να πολτοποιούν όποια έκδοση ξεμυτίσει, η Μαρώ άνοιξε το Αρχείο Σεφέρη και στάθηκε συμπαραστάτης, αλλά και άγρυπνος φρουρός. Η Μαρώ πέθανε στις 29 Μαρτίου 2000. Αν η συμβολή του Σαββίδη τείνει να λησμονηθεί, η Μαρώ αντιμετωπίζεται με αδικαιολόγητη εμπάθεια.
Στο πρώτο τρίμηνο του 2011, τα σαραντάχρονα του ποιητή ουδόλως μνημονεύθηκαν, έτσι όπως έτυχε να συμπέσουν με τα επετειακά έτη Παπαδιαμάντη, Ελύτη, Γκάτσου. Το Ε.ΚΕ.ΒΙ δεν έχει ενημερώσει ούτε καν το διαδικτυακό του Αρχείο. Τα περί Σεφέρη, αν δεν σφάλλουμε, σταματούν εν έτει 2000. Δεν καταγράφεται ούτε η βιογραφία Σεφέρη από τον Ρόντρικ Μπήτον, που εκδόθηκε το 2003, ούτε καμία άλλη από τις σεφερικές μελέτες, που εκδόθηκαν εντός της δεκαετίας. Εν μέσω αυτής της σιωπής, ή, σωστότερα, αμέλειας, το αφιέρωμα του περιοδικού «Το Δέντρο», που ετοίμασαν οι Κώστας Μαυρουδής και Τάσος Γουδέλης, είναι κάτι περισσότερο από καλοδεχούμενο. Εκτενές και πολυπρόσωπο, όπως όλα τα αφιερώματα του περιοδικού, καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο το τεύχος, μετρώντας 150 σελίδες και 23 συμμετέχοντες, χωρίς εικονογράφηση, πέραν της φωτογραφίας Σεφέρη στο εξώφυλλο. Αποτελείται από τον πρόλογο των δυο επιμελητών, είκοσι κείμενα και δυο συνομιλίες.
Στον πρόλογο τίθεται το κατευθυντήριο του αφιερώματος ερώτημα, κατά πόσον ο Σεφέρης έχει επιβιώσει στην πρόσφατη διαδρομή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εναλλακτικά διατυπωμένο, επικεντρώνεται στη “σκιά” του Σεφέρη. Με άλλα λόγια, “στην επίδραση ή όχι της σεφερικής μανιέρας στους μεταγενέστερους ποιητές και στην παρουσία των ιδεών του πίσω από τις γραμμές της νεότατης δοκιμιακής ποίησης”. Εδώ, η λέξη “μανιέρα” μας φαίνεται παρακινδυνευμένη, καθώς μπορεί να εκληφθεί ως μειωτική, δεδομένου ότι στην καθημερινή χρήση της λέξης έχει υπερισχύσει η σημασία της μηχανιστικής χρησιμοποίησης ορισμένου τρόπου. Η εισαγωγική, πάντως, παρουσίαση του Σεφέρη, θα λέγαμε ότι είναι συγκρατημένα θαυμαστική. Ο πρόλογος καταλήγει με τη διαπίστωση ότι “κοινό στοιχείο των κειμένων είναι η αποστασιοποιημένη ματιά, η οποία σταθμίζεται ψύχραιμα, χωρίς ιδεολογικές ή άλλες προκαταλήψεις”. Πρόκειται, ωστόσο, για μια διαπίστωση, που δεν ανταποκρίνεται στο σύνολο των συνεργασιών. Όπως και να έχει, ένα αφιέρωμα σταθμίζεται με βάση τους συνεργάτες, που επιλέχθηκαν, και κατά πόσο αυτοί ακολούθησαν την κατευθυντήρια γραμμή του αφιερώματος.
Ένα αφιέρωμα δεν το χαρακτηρίζουν μόνο οι παρόντες αλλά και οι απόντες. Από το πρόσφατο απουσιάζει ολοσχερώς η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Ακόμη και ο Μαρωνίτης, συνομήλικος του Σαββίδη, παρόλο που μόλις προ διετίας εξέδωσε τα σεφερικά του, αφήνοντας περίσσευμα, όπως δείχνουν οι επιφυλλίδες του. Γενικότερα, λείπουν τα γνωστά ονόματα των μέχρι τώρα σεφερικών αφιερωμάτων και από αυτήν την άποψη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έκκεντρο. Υπάρχουν, πάντως, εκπρόσωποι όλων των επόμενων γενιών: τέσσερις της δεύτερης, τρεις της γενιάς του ’70, πέντε του ’80 και οκτώ νεότεροι, κατανεμημένοι σε τρεις δεκαετίες, έξι στου ’60 και από ένας στις δυο επόμενες. Η ομάδα συμπληρώνεται με τον Μπήτον. Μπορεί μεν να συμμετέχουν τέσσερις από τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, αλλά ένας και μοναδικός είναι ποιητής. Ο Δασκαλόπουλος, μόνο που αυτός δεν συμμετέχει με κείμενο, αλλά παρουσιάζει ένα βιβλιογραφικό εύρημα.
Ο πρεσβύτερος της ομάδας, Βασίλης Βασιλικός, αφηγείται δυο συναντήσεις του με τον Σεφέρη. Την πρώτη την τοποθετεί στις αρχές της δεκαετίας του ’60, σε γεύμα στο σπίτι του Σαββίδη, και τη δεύτερη, έξι μήνες πριν το θάνατο του Σεφέρη, στο Παρίσι, στο σπίτι της Ανν Φιλίπ. Εδώ, μάλλον τον προδίδει η μνήμη του. Η συνάντηση θα πρέπει να έγινε το φθινόπωρο του 1970, όταν ο Σεφέρης ταξίδεψε με τη Μαρώ στο Παρίσι για ιατρικές εξετάσεις, επειδή η υγεία του είχε επιδεινωθεί. Ο Βασιλικός μεταφέρει αυτολεξεί μια στιχομυθία του ζεύγους, που δεν τους καλοσυσταίνει, έτσι όπως παρατίθεται, χωρίς κάποια αναφορά στις συνθήκες εκείνου του ταξιδιού. Μετά τη Δήλωση του Σεφέρη κατά της Δικτατορίας, του είχε αφαιρεθεί το διπλωματικό διαβατήριο. Είχαν ταλαιπωρηθεί, ιδίως η Μαρώ, για να εξασφαλίσουν διαβατήρια για εκείνο το απολύτως απαραίτητο ταξίδι. Είναι, πάντως, η μοναδική αναφορά του αφιερώματος στη Μαρώ και δείχνει ιδιαίτερα δηκτική. Αντιθέτως, αγαπησιάρικη φαίνεται η περιγραφή του Σεφέρη και της συμπεριφοράς του, χωρίς να λείπουν και εδώ κάποιες αιχμές για τον ποιητή, αλλά και τον Σαββίδη, τον οποίο ο Βασιλικός αποκαλεί προστάτη του.
Όπως και να έχει, το κείμενο του Βασιλικού διεκδικεί χαρακτήρα ανεκδοτολογικό, κάτι που δεν ισχύει για το επόμενο, του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Επειδή η κριτική της κριτικής είναι γλιστερό έδαφος, περιοριζόμαστε σε σταχυολόγηση αποφάνσεων: “Ο Σεφέρης είναι κακός μεταφραστής των κειμένων, με τα οποία καταπιάστηκε: από τα αισχυλικά έως τα ελιοτικά” (παρεμπιπτόντως, ο Σεφέρης αντί μεταφράσεις χρησιμοποιεί τον όρο “μεταγραφές”). Η ποίησή του σώθηκε χάρη σε ένα ωραίο εύρημα φόρμας, πέραν αυτού μηδέν (το μηδέν είναι δική μας προσθήκη προς συμπλήρωση μιας φράσης που τελειώνει με αποσιωπητικά. Αυθαίρετη μεν, αλλά πιστή στο πνεύμα του κειμένου). “Ο Σεφέρης οφείλει πολλά στις ιδέες του Θεοτοκά”. Πάντως, είναι σπουδαίος λόγιος και τα δοκίμιά του –πιστεύει ο Γεωργουσόπουλος– θα επιβιώσουν. Αποφάνσεις που συμπληρώνονται με τις γνωστές θέσεις του θεατρικού κριτικού περί Ροντήρη, Κουν και αντικομμουνισμού. Όσο για την επίδραση του Σεφέρη στους νεότερους, κατ’ αυτόν τελειώνει με τον Τάκη Σινόπουλο και τον Γιώργη Παυλόπουλο. Από μια άποψη, πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό κείμενο του Γεωργουσόπουλου, ο οποίος, τόσο στα εγκώμια όσο και στις επιτιμήσεις, στερείται μέτρου. Δεν μπορεί, όμως, κανείς να μην το συγκρίνει με τα θαυμαστικά κείμενα, που δημοσιεύει τελευταίως για την Κική Δημουλά.
Ο Γεωργουσόπουλος επεκτείνει την αποκαθήλωση και στους μελετητές του Σεφέρη, κρίνοντας ότι δεν έχουν προσφέρει κάτι ιδιαίτερο, με μοναδική εξαίρεση τον Νάσο Βαγενά. Είναι ο ένας από τους τρεις της γενιάς του ’70, που συμμετέχει στο αφιέρωμα, Συμμετέχει, μάλιστα, με τη διπλή υπόσταση ποιητή-φιλολόγου και αποτελεί τον δεύτερο, μετά τον Δασκαλόπουλο, πιο σεφερικό συνεργάτη. Ούτε αυτός, όμως, δίνει μια αντίστοιχη προς το εύρος του αφιερώματος συνεργασία. Το κείμενό του, με τίτλο, «Ο συγγραφέας ως αναγνώστης», εστιάζει σε μια πτυχή της ποιητικής του Σεφέρη. Παραθέτει τρεις σεφερικούς στίχους και ιχνηλατεί σε αυτούς τα κατάλοιπα από προγενέστερους ξένους στίχους. Το ενδιαφέρον του δημοσιεύματος βρίσκεται στην εισαγωγή, όπου ο μελετητής προκρίνει την επίδραση ως κινητήριο μοχλό της λογοτεχνίας έναντι της διακειμενικότητας. Όρος, που είναι πιο πρόσφατος, προφανώς και πιο μοδάτος, ταυτόχρονα όμως, οριζόμενος ως συνομιλία κειμένων, και πιο διπλωματικός.
Τα υπόλοιπα δέκα επτά κείμενα του αφιερώματος θα μπορούσαν χοντρικά να ενταχτούν σε τρεις κατηγορίες: α) Σε εκείνα, που επικεντρώνονται σε μια όψη ή και τμήμα του σεφερικού έργου. β) Σε εκείνα, που εκκινούν από ενδιάμεσες σεφερικές μελέτες. Και γ) στα ολιγάριθμα, που απαντούν στο ερώτημα του αφιερώματος. Στην πρώτη κατηγορία, που είναι και η μεγαλύτερη, ανήκει το ενδιαφέρον κείμενο του τέταρτου συνεργάτη από την δεύτερη μεταπολεμική γενιά, του Νίκου Δήμου, για τον “παιγνιώδη Σεφέρη”, με την επισήμανση για τον αποκλεισμό του αισθησιακού και φιλοπαίγμονα Σεφέρη από την έκδοση απάντων των ποιημάτων του. Επίσης, το κείμενο του Γιάννη Ευσταθιάδη, που μας ξεναγεί στις σχέσεις του Σεφέρη με την κλασική μουσική. Διαφορετικής υφής αλλά στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και το κείμενο του Θανάση Χατζόπουλου, του πιο σεφερικού από τους συμμετέχοντες της γενιάς του ’80. Πρόκειται για μια πλάγια αναφορά στο σεφερικό στίχο “όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει”, που κατήντησε σλόγκαν ερήμην του ποιήματος, στο οποίο ανήκει. Ο Χατζόπουλος, τελικά, προτείνει ως περισσότερο επίκαιρη την παραλλαγή: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με θυμώνει». Σε σχέσεις και διαλόγους προσώπων εστιάζουν τα κείμενα του Δημήτρη Κόκορη περί Κάλβου και του Μπίτον, που ετοιμάζει την επόμενη βιογραφία, αυτή του Μπάυρον και αναζητάει παραλληλίες με τον Σεφέρη. Επίκαιρο το κείμενο του Γιάννη Μπασκόζου, ορμάται από μια ομιλία του Σεφέρη, το 1964, για “τις ρυτίδες των βιβλίων”. Ένας άλλος ποιητής της γενιάς του ’80, ο Βασίλης Παπάς, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε ένα κενό στη χρονική συνέχεια της σεφερικής ποίησης, που παρατηρείται από το 1946 έως το 1953. Το αποκαλεί “μαύρη τρύπα” και όπως γράφει, “νιώθει διαρκώς να μεγαλώνει”. Και ακόμη, το κείμενο του Αντώνη Δρακόπουλου, συγγραφέα της μελέτης, “Ο Σεφέρης και η κριτική».
Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται τα εκτενή κείμενα νεότερων φιλολόγων: της Ναταλίας Δεληγιαννάκη για τις σεφερικές ρίμες, των δύο ομηλίκων, Γιώργου Κόκκινου και Αφροδίτης Αθανασοπούλου, που εκκινούν από τα “σεφερικά” του Μαρωνίτη, και της νεότερης Νεκταρίας Κλαπάκη. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει και το κείμενο του Χάρη Ψαρρά, όχι φιλολόγου αλλά ποιητή της πιο πρόσφατης φουρνιάς, που εστιάζει στο ποίημα «Piazza San Nicolό». Τέλος, πώς βλέπουν τον Σεφέρη, παλαιότερα και σήμερα, σκιαγραφούν οι ποιητές, Παυλίνα Παμπούδη της γενιάς του ’70, Ηλίας Κεφάλας και Γιώργος Μπλάνας του ’80 και ο δημοσιογράφος Μανώλης Πιμπλής. Ξεχωρίζει ο Κεφάλας, περίπου ο μοναδικός από τους συνεργάτες του αφιερώματος, που αγκαλιάζει ανεπιφύλακτα ολόκληρο τον Σεφέρη
Το αφιέρωμα συμπληρώνεται με τη συνομιλία του συνθέτη Άκη Μπογιατζή με τον Γιάννη Παλαβό για τα «Δεκαέξι χαϊκού» σε ροκ μελοποιήσεις και μια άγνωστη συνέντευξη του Σεφέρη. Η τελευταία προέρχεται από βιβλιογραφικό εύρημα του Δασκαλόπουλου, ένα από τα πολλά, υποθέτουμε, παράπλευρα οφέλη, που προέκυψαν από την επιμέλεια της αλληλογραφίας Σεφέρη-Κατσίμπαλη. Ο μελετητής πιθανολογεί, ότι πρόκειται για την πρώτη συνέντευξη του Σεφέρη, Σεπτέμβριο 1951, στον Μήτσο Λυγίζο. Συγκρατούμε μια απόφανση του Σεφέρη, που απαντάει πλαγίως στο κείμενο του Βαγενά: “Η δημιουργική επιρροή είναι από τις πιο μυστικές ανθρώπινες λειτουργίες που υπάρχουν. Η επιρροή που φαίνεται το περισσότερο, που φαντάζει θέλω να πω, είναι και η πιο επιδερμική”.
Αν βγαίνει κάποιο συμπέρασμα από το αφιέρωμα είναι το αναμενόμενο, που πιστεύουμε ότι θα επιβεβαιωθεί και από τα αφιερώματα στον Ελύτη. Όσο μικραίνουν οι ηλικίες, τόσο μειώνεται ο θαυμασμός. Γίνεται αποδοχή, από συγκρατημένη έως επιφυλακτική. Παράπλευρο φαινόμενο είναι οι μεγαλύτεροι, που σιωπούσαν όσο ο άνεμος ήταν ούριος και τώρα, στη γενικότερα αποδομιστική ατμόσφαιρα, βρίσκουν την ευκαιρία - τόλμη το αποκαλούν - να φανερώσουν τις προκαταλήψεις τους.
Μ. Θεοδοσοπούλου