Η έννοια του διανοούμενου
Ποιος θα βγαλει πιστολι; Εδω και πολύ καιρό έχουμε συνηθίσει τις επιθέσεις στους διανοούμενους, ξεκινώντας από την κλασική έκφραση, η οποία έχει κατά καιρούς χρεωθεί στον Γκέμπελς, τον Γκέρινγκ ή τον Ες: «όταν ακούω να μιλάνε για κουλτούρα βγάζω πιστόλι» (φράση που στην πραγματικότητα προέρχεται από το ναζιστικό δράμα Σλάγκετερ του Χανς Ζοβστ). Η έκφραση πάντως έχει χρησιμοποιηθεί και στην Αμερική ή την Ιταλία, για να υποδείξει τους διανοούμενους της Αριστεράς ή ακόμα καλύτερα τους «συνοδοιπόρους» του ΚΚΙ. Με λίγα λόγια πρόκειται πάντα για αιχμές εναντίον των «βρώμικων διανοουμένων», οι οποίοι είχαν λανσάρει το ανέκδοτο για τους καραμπινιέρους που μετακινούνται πάντα ανά τριάδες, διότι ο ένας ξέρει να διαβάζει, ο άλλος να γράφει, ενώ ο τρίτος παρακολουθεί αυτούς τους δύο επικίνδυνους διανοούμενους.
Ας δώσουμε έναν ορισμό του διανοούμενου. Από την αρχαιότητα υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στις ελεύθερες και τις μηχανικές τέχνες – εξ ου και η φράση του Μαντζόνι «μηδαμινέ μηχανικέ!». Τώρα βέβαια, αν υπήρχαν ζωγράφοι και γλύπτες ανάμεσα στους μηχανικούς ήταν μια αντίφαση, που οφειλόταν στην κοινωνική οργάνωση εκείνης της εποχής. Εν πάση περιπτώσει, μέχρι και σήμερα εκτελεί διανοητική εργασία όποιος δουλεύει περισσότερο με το μυαλό παρά με τα χέρια, δηλαδή όποιος εργάζεται καθισμένος με το στιλό, σε αντίθεση με όποιον σκάβει, είναι σιδηρουργός, χτίστης, μαραγκός. Με αυτή την έννοια (και υποχρεωτικά) θα ήταν διανοούμενοι όχι μόνον οι καθηγητές, οι δικαστές, οι δικηγόροι, οι ποιητές, αλλά και οι τραπεζικοί, ακόμα και οι υπάλληλοι – για να μην αναφέρουμε και το θυρωρό που κάθεται όλη μέρα στην είσοδο, ξεχωρίζοντας το ταχυδρομείο και υποδεχόμενος τους επισκέπτες.
Θα έπρεπε να υπάρχει ένα διαφορετικό κριτήριο για να ξεχωρίσουμε τον Αϊνστάιν από τον υπάλληλο του ληξιαρχείου, πίσω από το γκισέ. Θα λέγαμε λοιπόν ότι και ο Αϊνστάιν και ο υπάλληλος εκτελούν διανοητική εργασία, αλλά ότι πραγματοποιεί διανοητικό έργο εκείνος που έχει κριτική και δημιουργική δραστηριότητα. Με αυτήν την έννοια ο Έντισον, καίτοι χρησιμοποίησε τα χέρια του κατά την εφεύρεση του ηλεκτρικού λαμπτήρα, ήταν διανοούμενος, ενώ πραγματοποιεί διανοητικό έργο ο αγρότης, ο οποίος διαφωνεί με τις συνήθεις μεθόδους καλλιέργειας και επινοεί μια νέα μέθοδο παραγωγής ντομάτας. Κατά τον ίδιο τρόπο θα έπρεπε να αρνηθούμε τον τίτλο του διανοουμένου σε έναν καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος εδώ και τριάντα χρόνια δεν παράγει τίποτα καινούργιο και επαναλαμβάνει, κοπιάζοντας, θεωρίες από βιβλία που έχουν γράψει άλλοι.
Γιατί οι κατηγορίες περί «βρώμικου διανοουμένου» προέρχονται πάντοτε από δεξιά και ποτέ από αριστερά; Και όμως η Αριστερά είναι εκείνη που επινόησε τη μορφή του ψευδο-διανοούμενου, του οργανικού διανοούμενου, τόσο χρήσιμου για το κόμμα του ώστε να κάνει κριτική μόνο στους εχθρούς, ποτέ στο ίδιο του το κόμμα (μέχρι να καταντήσει πρωτεργάτης του καπιταλισμού, και άρα μη-διανοούμενος).
Έχουν όμως δίκιο όσοι λένε ότι πραγματικός διανοούμενος είναι κυρίως εκείνος που ξέρει να κάνει κριτική σε όσους είναι με το μέρος του. Διότι για να κάνεις κριτική στους εχθρούς αρκούν οι άνθρωποι του γραφείου τύπου: στελέχη επιφορτισμένα με διανοητική εργασία, χωρίς όμως να την εκτελούν με κριτικό και δημιουργικό τρόπο.
Το ερώτημα όμως παραμένει: γιατί η επίθεση κατά των διανοουμένων προέρχεται πάντοτε από τη δεξιά και ποτέ από την αριστερά; Ίσως διότι στη δεξιά δεν υπάρχουν διανοούμενοι; Τίποτα πιο ανακριβές. Το να μιλάμε για κριτικό και δημιουργικό έργο δεν σημαίνει ότι εννοούμε μόνον όσα παράγει εκείνος που οργανώνει διανοητικά μόνον «προοδευτικές» κριτικές και προτάσεις. Κάνει κριτική και ο πιο σνομπ των αντιδραστικών, ο οποίος μιλάει εναντίον του κόσμου έτσι όπως είναι, και προτείνει την επιστροφή σε ένα παρελθόν πιο συνετό από το παρόν. Ο Δάντης ήταν διανοούμενος της Δεξιάς (σκεφτείτε ότι διακήρυττε την επιστροφή στην Αυτοκρατορία την εποχή που ιδρύονταν οι ελεύθεροι δήμοι!), το ίδιο και ο Ντε Μεστρ, ο οποίος επαινούσε τις γενοκτονίες, ενώ μιλούσε εναντίον του πνεύματος της Επανάστασης του ’89, αλλά με πόση δημιουργικότητα και ελευθερία κριτικού πνεύματος…
Γιατί άραγε η Δεξιά δεν ακολουθεί ποτέ αυτά τα μοντέλα, στηρίζοντας τη φήμη μεγάλων διανοουμένων της, αλλά μελετά έναν ανόητο σαν τον Έβολα – ενώ εκείνοι που βαφτίζουν με το όνομα του Πάουντ τον όμιλό τους είναι συνήθως τύποι με τατουάζ στο μπράτσο, άσχετοι με την ποίηση του δύστυχου Έζρα;
Πάντως δεν είναι αλήθεια ότι στη Δεξιά δεν συνομιλούν με διανοουμένους της Δεξιάς. Πρέπει να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στη Δεξιά των διανοουμένων και σ’ εκείνη των πολιτικών. Ο σημαντικός δεξιός διανοούμενος είναι συντηρητικός ή αντιδραστικός. Ο αντιδραστικός δεν έχει καμία εκτίμηση για τον κόσμο, καλλιεργεί αριστοκρατικά το όνειρό του για επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες, και δεν θεωρεί κομψό να εκτεθεί με μια πολιτική δέσμευση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η πολιτική δεξιά γνωρίζει αμυδρά το όνομά του, αλλά δεν τον διαβάζει, και κατά βάθος δεν τον εμπιστεύεται (όπως και εκείνος δεν εμπιστεύεται τους πολιτικούς της Δεξιάς). Ο συντηρητικός, από την πλευρά του, είναι σίγουρα δεσμευμένος να υπερασπίζεται το υπάρχον σύστημα (πράγμα που δεν αποκλείει μια ήρεμη κριτική και μια δημιουργική σειρά προτάσεων για τη βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης), όμως ο πράος τόνος της κριτικής του τον κάνει ελάχιστα χρήσιμο ως μάχιμο στοιχείο. Πότε αρχίζει λοιπόν η χρήση του όρου «διανοούμενος», με την αρνητική έννοια, εκ μέρους της Δεξιάς; Η τάση αυτή εμφανίζεται τουλάχιστον πριν από δύο αιώνες. Κάποιος την επισήμανε στον Σεν Σιμόν το 1821, στον Μπαρμπέ Ντ’ Ορεβιγί το 1864, στον Μοπασάν το 1879, στον Λεόν Μπλουά το 1886, στη συστηματική χρήση της στην υπόθεση Ντρέιφους. Το 1898, στις 14 Ιανουαρίου, μια ομάδα συγγραφέων, καλλιτεχνών και επιστημόνων, όπως ο Προυστ, ο Ανατόλ Φρανς, ο Σορέλ, ο Μονέ, ο Ντιρκχάιμ (για να μη μιλήσουμε για τον Ζολά ο οποίος θα γράψει αργότερα το τρομερό Κατηγορώ) και ο Κλεμανσό, υποστηρίζει ότι ο Ντρέιφους υπήρξε θύμα πλεκτάνης, κατά κύριο λόγο αντισημιτικής, και ζητά την αναψηλάφηση της δίκης του. Τα πρόσωπα αυτά ο Κλεμανσό τα αποκαλεί διανοούμενους, όμως ο όρος υιοθετείται αμέσως με αρνητικό τρόπο από τους εκπροσώπους της αντιδραστικής σκέψης, Μπαρές και Μπρινετιέρ. Η νέα χρήση της από τους τελευταίους εξυπηρετεί την υπόδειξη ατόμων τα οποία, αντί να ασχολούνται με την ποίηση, την επιστήμη ή άλλα παρόμοια (δηλαδή με τον οικείο χώρο τους), χώνουν τη μύτη τους σε άγνωστα θέματα, όπως είναι τα προβλήματα της διεθνούς κατασκοπείας και της στρατιωτικής δικαιοσύνης (δηλαδή στην ύλη της αποκλειστικής αρμοδιότητας των στρατιωτικών).
Ας θυμηθούμε, πάντως, ότι σ’ αυτή τη διαμάχη εναντίον των διανοουμένων δεν είχε εκφραστεί μόνο η Δεξιά, αλλά και οι σοσιαλιστές, οι οποίοι μέσω του Λαφάργκ έβλεπαν τους διανοούμενους σαν παλιάτσους «της τάξης που πληρώνει». Κατά τη διάρκεια της υπόθεσης Ντρέιφους, οι σοσιαλιστές βουλευτές είχαν συμβουλεύσει το προλεταριάτο να μην ασχολείται με μια «άσκοπη φασαρία» που φέρνει αντιμέτωπους τους εβραίους καπιταλιστές (οι οποίοι υπερασπίζονται τον Ντρέιφους) και τους αστούς. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρχε τότε ένας σοσιαλιστικός αντισημιτισμός, σύμφωνα με τον οποίο ο Εβραίος εθεωρείτο εκμεταλλευτής του λαού.
Ο Μπρινετιέρ έγραφε τότε από δεξιά σκοπιά (Επιθεώρηση των δύο κόσμων, 15 Μαρτίου 1898) «Τι είναι λοιπόν ο διανοούμενος; Πώς τον αναγνωρίζουμε, πόθεν αντλεί την ανωτερότητα εν σχέσει με εκείνους που δεν έχουν την τιμή να αποκαλούνται έτσι;… Οι σημερινοί διανοούμενοι με οποιαδήποτε ειδικότητα και αν κατόρθωσαν να γίνουν γνωστοί και αυθεντικά ανώτεροι, εξ αιτίας δεν ξέρω ποιου φαινομένου όσμωσης,
μεταδίδουν αυτή την ανωτερότητα με όλα όσα σκέπτονται, και η αυθεντική φήμη τους εξαπλώνεται σε ό,τι και να λένε… Το μόνο που κάνουν είναι να παραλογίζονται, μιλώντας για πράγματα που δεν είναι της αρμοδιότητάς τους. Μην αντιτάσσετε σε εκείνον τον παλαιογράφο την απόφαση τριών στρατιωτικών δικαστηρίων, δεν είναι τυχαίο ότι είναι Διευθυντής της Εθνικής Σχολής Χαρτογραφίας. Και ο άλλος, που είναι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο στην απαγγελία στίχων του Πλαύτου, θα θέλατε άραγε να υποτάξει τη λογική του μπροστά στα λόγια ενός στρατηγού;».
Η διαφορά ανάμεσα σε όσους αναγνωρίζουν τον Πλαύτο και σε όσους το στρατηγό, από μια πλευρά κρίνεται με βάση την περιφρόνηση, την οποία πάντοτε εκδηλώνει η Δεξιά εναντίον των διανοουμένων. Ο διανοούμενος απαγορεύεται «να ομιλεί στον οδηγό».
Ο Κιγιάρ προστατεύει το δικαίωμα του διανοούμενου να χώνει τη μύτη του όπου θέλει (Λευκή επιθεώρηση, Ιανουάριος-Απρίλιος 1898): «Είμαστε της γνώμης ότι οι δημιουργοί ομορφιάς και οι επιστήμονες δεν έχουν κοινωνικά περισσότερα δικαιώματα από έναν λουστραδόρο, έναν σκαφτιά, ούτε από τους αργόσχολους που ασχολούνται με τα εισοδήματα και την αξιοποίηση της περιουσίας τους. Δεν μπορούμε όμως να κατανοήσουμε πώς το πάθος για την τέχνη και την αλήθεια τούς απαγορεύει να σκέπτονται πάνω στα κοινά, δικαίωμα που αναγνωρίζεται στις κατηγορίες που αναφέραμε πιο πάνω … Τέλος πάντων, ο Μπρινετιέρ δεν μπορεί να παραδεχτεί ότι ένας παλαιογράφος μπορεί να αμφισβητήσει την απόφαση τριών στρατιωτικών δικαστηρίων ή ότι ένας ειδικός στη μετρική δεν παραμερίζει τη λογική του μπροστά σε ένα στρατηγό. Άλλοι θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι σε ένα θέμα όπως η καταδίκη του Ντρέιφους ή του Εσκενάζι, η συνήθεια στη λεπτομερή παρατήρηση θα μπορούσε να είναι στοιχείο που να ευνοεί τον παλαιογράφο και τον ειδικό στη μετρική».
Κάτι ανάλογο γράφει και ο Ντιρκχάιμ στην Μπλε επιθεώρηση, στις 2 Ιουλίου 1898: «Εάν λοιπόν αυτόν τον τελευταίο καιρό ένας ορισμένος αριθμός καλλιτεχνών, αλλά κυρίως επιστημόνων, σκέφτηκε να αρνηθεί τη συναίνεσή του σε μιαν απόφαση της οποίας η νομιμότητα φαινόταν αμφίβολη, αυτό δεν εξαρτάται από το γεγονός ότι, ως χημικοί ή ως φιλόλογοι, φιλόσοφοι ή ιστορικοί, ιδιοποιούνται δεν ξέρω ποια ειδικά προνόμια, όπως έναν έλεγχο πάνω στην απόφαση. Αυτό σημαίνει ότι ως άτομα προτίθενται να εξασκήσουν το ανθρώπινο δικαίωμα να μελετήσουν ένα θέμα που εξαρτάται από τη λογική τους… Συνηθισμένοι ως επιστήμονες να δοκιμάζουν την κρίση τους έως ότου όλα αποσαφηνισθούν, είναι φυσικό να μην υποκύπτουν τόσο εύκολα στον ενθουσιασμό του πλήθους και στο κύρος των αρχών».
Ο Ζολά είχε δώσει το έναυσμα με το Κατηγορώ. Είναι χαρακτηριστικό του διανοούμενου, επειδή είναι ελεύθερος και «μη οργανωμένος», να θεωρεί τον εαυτό του υποχρεωμένο να ασχοληθεί με τα κοινά, πρώτα ως πολίτης, και δεύτερον ως πολίτης που από επαγγελματική άποψη έχει συνηθίσει να υποβάλλει τα φαινόμενα σε διανοητικό και κριτικό έλεγχο, παρότι τίποτα δεν εγγυάται ότι η σκέψη του και η κριτική του είναι αλάνθαστες. Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να τις δημοσιοποιεί και να τις υποβάλλει σε συλλογικό έλεγχο. Τη στιγμή ακριβώς που επανεμφανίζεται η χρήση της λέξης «διανοούμενος» ως ύβρις, και ως φωτογραφία κάποιου αδιάκριτου σε θέματα που δεν τον αφορούν, πρέπει να απαιτήσουμε την επιτήρηση στο λειτούργημα του διανοούμενου, μιας ιδιότητας που βρίσκεται στη χειρότερη μοίρα: του να μην μπορεί να αυτοσυστηθεί...
ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ
Απόδοση για το «Δ»: ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ
**
Σχετικά με τον Ισάια Μπερλίν
O ΙΣΑΪα Μπερλιν ειναι ενας φιλοσοφος αγαπητός και στους μη μυημένους, γιατί τα ευρέα ενδιαφέροντά του καθώς και η απλή γλώσσα του κατακτά και τον τελευταίο αναγνώστη. Απόδειξη οι εξαιρετικές –και μάλιστα προφορικές– αναλύσεις του περί ρομαντισμού (δες το βιβλίο Οι ρίζες του ρομαντισμού) έχουν κατακτήσει εδώ και χρόνια το πλατύ κοινό και όσους, βέβαια, ενδιαφέρονται ειδικά για το τόσο σύνθετο φαινόμενο της μελέτης του.
Το παράδοξο με αυτόν, πάντως, είναι ότι ενώ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα ο ίδιος δεν το δεχόταν. Υποστήριζε ότι όλοι οι φιλόσοφοι καταπιάνονται συνεχώς με τις ίδιες ιδέες και κατ’ ουσίαν δεν προσθέτουν πολλά στην ανθρώπινη γνώση. Προτιμούσε τον τίτλο του Ιστορικού των Ιδεών. Από νωρίς στην καριέρα του έδειξε την προτίμησή του στη διερεύνηση της «σκοτεινής» πλευράς της Ιστορίας, δηλαδή τη μελέτη εκείνων των φιλοσόφων που αμφισβήτησαν τις υποθέσεις του Διαφωτισμού και έθεσαν τα θεμέλια για τις μοντέρνες απόλυτες ιδέες του αιώνα που μας πέρασε. Ένα νέο βιβλίο με άγνωστη αλληλογραφία του Μπερλίν (μεταξύ 1946 και 1990), που εκδόθηκε με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, εδραιώνει την πεποίθηση ότι τα θέματα που απασχολούσαν το μεγάλο αυτό δάσκαλο παραμένουν σήμερα ζωντανά και επίκαιρα. Οι επιστολές θίγουν ζητήματα τόσο σημαντικά, ώστε τελευταία αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για το έργο του στην Αγγλία.
Ποια είναι όμως η μεγάλη παρακαταθήκη του έργου του Μπερλίν; Το γεγονός ότι ήταν πάντα κάθετα αντίθετος στις απόλυτες προσεγγίσεις της Ιστορίας. Ήταν ενάντιος στην ολοκληρωτική εξουσία του Κράτους, θεωρώντας τον σοσιαλιστικό σχεδιασμό ουτοπικό. Εξίσου όμως ήταν αρνητικός απέναντι στον θατσερισμό και την ασυδοσία της ελεύθερης αγοράς: πίστευε ότι αυτή καταστρέφει ανθρώπινες ζωές και συνειδήσεις. Ήξερε ότι υπάρχει βαθιά ανάγκη στον άνθρωπο, από την απαρχή των ιστορικών χρόνων, να αναζητά τη μία και μόνη αλήθεια, τη μία και μοναδική απάντηση σε όλα τα προβλήματά του. Ο Μπερλίν, όμως, αντιπρότεινε σχεδόν σε όλα τα έργα του αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «πλουραλισμό αξιών», ως το μόνο ασφαλή δρόμο για την πορεία της ανθρωπότητας. Όπως γράφει χαρακτηριστικά και ο ίδιος στη συλλογή δοκιμίων του, το 1990, με τίτλο Η λανθασμένη ύλη της ανθρωπότητας: «Η ελευθερία και η ισότητα αποτελούν πρωτεύοντες στόχους της ανθρωπότητας εδώ και πολλούς αιώνες, αλλά η ολοκληρωτική ελευθερία για τους λύκους σημαίνει θάνατο για τους αμνούς, η ολοκληρωτική αλήθεια των δυνατών, των προικισμένων, δεν είναι συμβατή με το δικαίωμα στη ζωή των αδύνατων και των λιγότερο προικισμένων».
Το ζητούμενο για τον Μπερλίν αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος θα συμβιβαστεί με κάποιες μη απόλυτες ιδέες στο συνεχή αγώνα του για τη διευθέτηση των μεγάλων ιστορικών και κοινωνικών ζητημάτων. Ο άνθρωπος πάντα κάτι κερδίζει, πάντα κάτι χάνει στον ιστορικό κυκεώνα και το μόνο που του μένει είναι να μελετά το δρόμο του, κάνοντας συνεχώς συμβιβασμούς, αναθεωρώντας τις προτεραιότητές του όταν χρειάζεται, προσπαθώντας να μειώσει τη δυστυχία όπου μπορεί. Αυτή η πρόταση δεν είναι σωτηριολογική: μιλάει, απλώς, για τη συνειδητή προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί για μια καλύτερη κοινωνική ζωή. Ο Μπερλίν, φυσικά, γνώριζε ότι αυτή είναι μια εξαιρετικά επίπεδη απάντηση στα προβλήματα της ανθρωπότητας, την οποία αρνούνται ειδικά οι νέοι άνθρωποι κάθε εποχής, που είναι πάντα έτοιμοι να αγωνιστούν ή και να δώσουν τη ζωή τους για «υψηλές» αξίες και ουτοπίες. Όμως, αυτή, υποστηρίζει ο Μπερλίν, είναι η μόνη απάντηση που μοιάζει ηθικά σωστή. Δεν πρέπει να δείχνει κανείς ανοχή στον ηγέτη που προσπαθεί να διαβεί το κενό προς την Ουτοπία χτίζοντας μια γέφυρα από πτώματα. Γνωρίζουμε τις αποτυχίες όσων προσπάθησαν να στηρίξουν ολοκληρωτικά καθεστώτα στον 20ό αιώνα, είτε αυτοί επικαλέστηκαν τη δεξιά είτε την αριστερή ιδεολογία. Για τον Μπερλίν έχει έρθει η ώρα να εγκαταλείψουμε τις μεγάλες ιδεολογικές κατασκευές που προκάλεσαν τόση αποστροφή με τα αποτρόπαια «κατορθώματά» τους και να βρούμε μια πιο ταπεινή ιδεολογική πυξίδα να καθοδηγήσει την ανθρώπινη κοινότητα, προχωρώντας αργά, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες και με ό,τι αγαθό προκύψει.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ