Τα δύο αυτά κείμενα περιέχονται στο προσεχές τεύχος του "Δέντρου", (νο 177-178), στη στήλη "Αναγνώσεις". Το τεύχος, που θα κυκλοφορήσει στο τέλος Οκτωβρίου, είναι αφιέρωμα στον ποιητή Νίκο Καρούζο.
Η Σιωπή
[…] Υπό την εξουσία του Μάο, οι διανοούμενοι χαρακτηρίζονταν «Βρωμεροί Ένατοι» –η τελευταία και η χειρότερη κατηγορία των ταξικών εχθρών. Προορισμός τους ήταν να λειτουργούν ως ταπεινοί υπηρέτες της επανάστασης. Στην «Εκστρατεία ενάντια στη Δεξιά», τη δεκαετία του ’50, οι συγγραφείς που θεωρήθηκαν ότι είχαν εκτραπεί της πολιτικής ορθοφροσύνης εξορίστηκαν σε απομακρυσμένα στρατόπεδα εργασίας. Κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης περίπου 200 συγγραφείς σκοτώθηκαν ή οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. […] Μετά το θάνατο του Μάο το 1976 και την πτώση της «Συμμορίας των Τεσσάρων», στην εξουσία ανέβηκε ο Deng Xiaoping (Ντενγκ Σιάοπινγκ). Αντιλήφθηκε ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις ήταν ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλίσει το κομουνιστικό καθεστώς και να κερδίσει ξανά τη λαϊκή υποστήριξη. Ωστόσο η επιτυχία μιας τέτοιας κίνησης εξαρτιόταν από τη συνεργασία των διανοουμένων. Για να τους κατευνάσει ενθάρρυνε ένα πιο ανοιχτό κλίμα, χαλαρώνοντας τον κρατικό έλεγχο στις τέχνες. […]
Σύντομα ακολούθησε μια έκρηξη δημιουργικότητας στη λογοτεχνία. Ορισμένοι συγγραφείς πειραματίστηκαν με πρωτοποριακές λογοτεχνικές τεχνικές. Κάποιοι άλλοι ανακάλυψαν μια αίσθηση κοινωνικής υπευθυνότητας και εστίασαν στο σκοτεινό και έως τότε παραμελημένο περιθώριο της κοινωνίας και στις οδυνηρές αναμνήσεις τους από την Πολιτιστική Επανάσταση.
[…] Όμως η σφαγή στην πλατεία Τιέν Αν Μεν έβαλε τέλος σ’ όλα αυτά. […] Όσοι είχαν ενεργό ρόλο στο κίνημα […] είτε φυλακίστηκαν είτε εξαναγκάστηκαν σε εξορία. […] Πριν καλά-καλά η κυβέρνηση καθαρίσει το αίμα από τους δρόμους του Πεκίνου, άρχισε να σβήνει την τραγωδία από την Ιστορία. Παραλυμένοι από φόβο και τρόμο οι περισσότεροι κινέζοι συγγραφείς σιώπησαν. […] Έστρεψαν το βλέμμα τους από τον πραγματικό κόσμο και αποσύρθηκαν στις ανέσεις του χρυσού κλουβιού τους. […] Καθώς το καθεστώς άρχισε, ως αντιστάθμισμα στα αιτήματα για πολιτικές μεταρρυθμίσεις, να αναπτύσσει την οικονομία της αγοράς, οι μυθιστοριογράφοι διαπίστωσαν ότι η σιωπή τους στα πολιτικά ζητήματα ανταμείβεται πλουσιοπάροχα. […] Αν και επισήμως είναι κυβερνητικά στελέχη, αρνούνται να παραδεχτούν τη συνεργασία τους μ’ ένα καταπιεστικό πολιτικό σύστημα. Ένας διάσημος συγγραφέας συγκρίνει την πολιτική με τη μύγα: «Εάν το ζουζούνισμά της μ’ ενοχλεί, μπορώ να κλείσω το παράθυρο και να συγκεντρωθώ στην τέχνη μου». […] Δεν αντιλαμβάνεται ότι όταν κλείνει το παράθυρο, αυτό που αφήνει έξω δεν είναι απλώς η μύγα αλλά ένα ολόκληρο τοπίο ηθικής.
Ελάχιστοι από τους πιο θαρραλέους συγγραφείς τολμούν ακόμα να καταπιαστούν με ευαίσθητα θέματα, όπως η κρατική διαφθορά, τα δεινά των κινέζων αγροτών και το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Όμως, ενώ χύνουν δάκρυα συμπάθειας γρήγορα προσθέτουν ότι η κυβέρνηση καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να λύσει τα προβλήματα. Δεν θέλουν να χάσουν τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Καθώς αναπτυσσόταν η οικονομία της αγοράς, μια νέα γενιά συγγραφέων αναδύθηκε. Αυτοί μπορούν να ζουν με άνεση από τα βιβλία τους, χωρίς να έχουν την ανάγκη κυβερνητικής υποστήριξης. Είναι οι επονομαζόμενοι «Χούλιγκαν-συγγραφείς», που εστιάζουν στην αποξένωση της νεολαίας των πόλεων. Είναι επίσης οι «Όμορφες γυναίκες-συγγραφείς», που παράγουν τόμους ναρκισσιστικής chick-lit. Παριστάνουν ότι είναι απολιτικοί, αλλά η άρνησή τους να αμφισβητήσουν τις βασικές δομές της κοινωνίας είναι από μόνη της μια πολιτική πράξη. Στην Κίνα, κάθε πλευρά της ζωής είναι πολιτική, συμπεριλαμβανομένης της λογοτεχνίας.
[…] Σήμερα πλέον ελάχιστη ανάγκη υπάρχει για λογοκριτές της λογοτεχνίας. […] Η κινεζική λογοτεχνία είναι κυρίως λογοτεχνία του συμβιβασμού. Όμως το πραγματικό πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στην ποιότητα αυτών που γράφονται, όσο στην τεράστια ποσότητα αυτών που δεν γράφονται, στις εμπειρίες και τα συναισθήματα που χάνονται χωρίς να καταγράφονται.
Ενώ οι αστέρες του λογοτεχνικού σύμπαντος έχουν αποτύχει να διαμορφώσουν ένα ανεξάρτητο κριτικό λόγο, ο ρόλος μιας ηθικής συνείδησης, κριτή του έθνους, έχει μείνει σε λίγους σχολιαστές […] και σε ένα μικρό στρατό γενναίων μπλόγκερ και δημοσιογράφων που έχουν την τόλμη να μιλήσουν για τις αδικίες. […] Οι πιο δυνατές λέξεις στην κινεζική γλώσσα πέρσι δεν γράφτηκαν από μυθιστοριογράφο, αλλά από έναν άγνωστο πολίτη, ο οποίος δημοσίευσε σε εφημερίδα του Sichuan (Σιτσουάν) μια αγγελία που έλεγε: «Σεβασμός στις μητέρες των θυμάτων της 4ης Ιουνίου». Ο νεαρός υπάλληλος, που ενέκρινε τη δημοσίευσή της δεν αντιλήφθηκε τη σημασία της ημερομηνίας. Το ολίσθημα γρήγορα έγινε αντιληπτό από τις αρχές και τρεις εκ των συντακτών της εφημερίδας έχασαν τη δουλειά τους.
Στον κινεζικό λαό έχουν αρνηθεί τη γνώση του παρελθόντος του, όπως και το δικαίωμα να στοχαστεί πάνω σ’ αυτό. Μεγάλα κενά υπάρχουν στη συλλογική μνήμη του. Επαφίεται στους κινέζους μυθιστοριογράφους, ποιητές, μπλόγκερς και δημοσιογράφους, σ’ όλο τον κόσμο, να καλύψουν αυτά τα κενά.
ΜΑ ΤΖΙΕN
Απόδοση για το «Δ»: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΜΠΑΣ
Ο Μα Τζιέν (Ma Jian) είναι κινέζος συγγραφέας. Από το 1999 ζει αυτοεξόριστος στην Αγγλία. Στην ελληνική γλώσσα κυκλοφορούν τα έργα του Πεκίνο σε κώμα (Πάπυρος, 2009) και Ο μακαρονοποιός (Πάπυρος, 2007).
Φαντάσματα και σινεμά
[...] Αποκαλώ τους θεατές φαντάσματα», επειδή μου θυμίζουν κάτι που διάβασα πριν από χρόνια σ’ ένα διήγημα. Λένε ότι ήταν αληθινή ιστορία που συνέβη στην επαρχία Udon Thani. Συμπτωματικά πρόσφατα ανακάλυψα ότι πρόκειται να γυριστεί ταινία από την εταιρία Five Star Productions. Απ’ όσο θυμάμαι, η ιστορία ήταν κάπως έτσι: Κεντρικός χαρακτήρας ήταν ένας άνδρας που ταξίδευε προβάλλοντας ταινίες σε ναούς και χωριά. Μια μέρα, ένας μυστηριώδης άνδρας τον προσέλαβε για να προβάλει μια ταινία σ’ ένα ναό που ήταν πολύ μακριά. Όταν έφθασε και έστησε τη μηχανή είχε ήδη νυχτώσει. Σιγά-σιγά, μέσα στο σκοτάδι άρχισαν να καταφθάνουν άνθρωποι. Για όσο διάστημα προβαλλόταν η ταινία όλοι οι θεατές έμεναν αφοσιωμένοι στην οθόνη. Δεν εξέφραζαν κανένα συναίσθημα ούτε μιλούσαν μεταξύ τους. Ύστερα όλοι σηκώθηκαν και απομακρύνθηκαν. Την αυγή της επόμενης μέρας ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν στο κέντρο ενός νεκροταφείου και ότι είχε πληρωθεί για να προβάλλει μιαταινία σε φαντάσματα.
Όταν τελείωσα την ανάγνωση της ιστορίας, αισθάνθηκα θλίψη. Όπως όλοι μας, ακόμα και τα φαντάσματα επιθυμούσαν να βλέπουν ταινίες. Ήταν φαντάσματα που ήθελαν να ονειρεύονται: πλήρωσαν με τα τελευταία χρήματα που είχαν για να αγοράσουν όνειρα, ό,τι δηλαδή είναι η ταινία. Στο σινεμά, αν παρατηρήσεις τους ανθρώπους γύρω σου, θα δεις ότι η συμπεριφορά τους είναι όπως αυτή των φαντασμάτων: σηκώνουν τα κεφάλια τους για να κοιτάξουν τις κινούμενες εικόνες μπροστά τους. Το σινεμά είναι όπως το φέρετρο, με σώματα που είναι ακίνητα σαν να ’ναι μαγεμένα. Οι κινούμενες εικόνες στην οθόνη είναι καταγραφές γεγονότων που έχουν ήδη συμβεί: είναι απομεινάρια του παρελθόντος που συνδέθηκαν και ονομάστηκαν ταινία. Σ’ αυτή τη σκοτεινή αίθουσα φαντάσματα παρακολουθούν φαντάσματα.
Αισθάνθηκα έτσι τον προηγούμενο μήνα, όταν είχα επισκέφτηκα ένα κινηματογράφο τέχνης στην Ταϊπέϊ, που λέγεται Spot Cinema. Τον διευθύνει ένας πολύ γνωστός σκηνοθέτης, ένας «Θεός», ο Hou Hsiao-Hsien3 και υποστηρίζεται από την κυβέρνηση που έχει παραχωρήσει τους χώρους. Η εσωτερική διακόσμηση είναι θαυμάσια. Υπάρχει βιβλιοπωλείο, κατάστημα με DVD, εστιατόριο, και καφέ που ονομάζεται Café Lumiere. Σε διάφορες γωνίες, σαν διακόσμηση, υπάρχουν φωτογραφίες από τις ταινίες του Hou. Πάνω από τις σκάλες υπάρχει η ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός άνδρα που καβαλά μια μοτοσικλέτα, μ’ ένα κορίτσι να κάθεται από πίσω του: σκηνή μιας από τις κλασικές του ταινίες. Ο ξεναγός μας ήταν κάποιος που είχε προ πολλού μπει στη μέση ηλικία. Μας έδειξε την εικόνα του νεαρού άνδρα στη μοτοσικλέτα και μας είπε ότι ήταν συμμαθητές στο σχολείο. Συγκινήθηκα ακούγοντάς τον. Σε λίγα χρόνια όλοι όσοι βρισκόμαστε εδώ θα έχουμε γίνει φαντάσματα. Ο μεσήλικας που μας ξεναγούσε φορούσε γυαλιά και ήδη είχε γκρίζα μαλλιά, όμως ο φίλος του στην φωτογραφία για πάντα θα παρέμενε στην ίδια ηλικία.
Μας αρέσει να κοιτάζουμε φαντάσματα, και σαν από ένστικτο θέλουμε να μπαίνουμε σε σκοτεινές αίθουσες. Μας συναρπάζει το ενδεχόμενο να ακούσουμε ιστορίες που να προέρχονται από αυτό το φως που τρυπά το σκοτάδι. Είναι σαν να επιστρέφουμε στην κοιλιά της μητέρας μας, βρίσκοντας εκεί καταφύγιο. Όπως συνέβαινε και στη διάρκεια του πολέμου στο Λάος: όταν οι άνθρωποι που ζούσαν στο μονοπάτι του Χο Τσι Μινχ, το μονοπάτι που έφτιαξαν οι κομουνιστές για να στέλνουν εφόδια στους Βιετκόνγκ στο Νότιο Βιετνάμ, δεχόταν επίθεση με βόμβες φωσφόρου κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής και έβρισκαν καταφύγιο σε μια σπηλιά. Μέσα εκεί, εκατοντάδες απ’ αυτούς σκοτώθηκαν από δηλητηριώδη αέρια. Η σπηλιά πιθανόν να είναι ακόμα γεμάτη με οστά μικρών παιδιών και ενηλίκων. Εάν πας τώρα να την επισκεφθείς, ίσως δεις αληθινά φαντάσματα. Δεν χρειάζεται καθόλου να δεις μια ταινία.
Απιτσατπονγκ Ουερασεθακουλ
Απόδοση για το «Δ»: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΜΠΑΣ
Ο Απιτσατπόνγκ Ουερασεθακούλ (Apichatpong Weerasethakul) γεννήθηκε το 1970 στην Ταϊλάνδη. Σπούδασε Αρχιτεκτονική (στην Ταϊλάνδη) και κινηματογράφο (στο Σικάγο, ΗΠΑ). Το έργο του περιλαμβάνει εκτός από κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους και εικαστικές εγκαταστάσεις. Φιλμογραφία (μεγάλου μήκους): Mysterious Object at Noon (Dokfa nai meuman), 2000, Blissfully Yours (Sud sanaeha), 2002 – Χρυσός Αλέξανδρός Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, The Adventure of Iron Pussy (Hua jai tor ra nong) συν-σκηνοθεσία, 2003, Tropical Malady (Sud pralad), 2004 – Βραβείο Επιτροπής Φεστιβάλ Καννών, Syndromes and a Century (Sang sattawat), 2006, Uncle Boonmee Who Can Recall His Past Lives, 2010 – Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Καννών. Συχνά στις ταινίες του εμφανίζονται φαντάσματα.
εικόνες: William Degouve de Nuncques ( Belgian painter, 1867-1935) & Gabriel Cornelius Ritter von Max (Austrian, 1840- 1915)