Κώστας Μαυρουδής, Με εισιτήριο επιστροφής, β΄έκδοση αναθεωρημένη, Πλέθρον 1999, σελ. 110.
Σημειώσεις χαρακτηρίζει τα κείμενα αυτού του βιβλίου, που εκδόθηκε στην πρώτη του έκδοση από την Εστία το 1983, ο Κώστας Μαυρουδής. Πολύ μετριόφρων χαρακτηρισμός, που συνειρμικά ανακαλεί τις πανεπιστημιακές σημειώσεις των φοιτητικών μας χρόνων, και που σημαίνει, σύμφωνα με τον ορισμό του Λεξικού Φυτράκη που το έχω πρόχειρο σε ηλεκτρονική μορφή, «σύντομη καταγραφή γεγονότων ή πληροφοριών». Αυτό τον ταπεινό ορισμό τον αναδεικνύει ο Μαυρουδής με τις «σημειώσεις» του, που μπορεί να είναι σύντομες, όμως δεν είναι απλές καταγραφές. Το γεγονός ή η πληροφορία αναδεικνύεται, συγκρίνεται, γενικεύεται, οδηγεί τον συγγραφέα σε συλλογισμούς.
Οι σημειώσεις, που σε μεταγενέστερα βιβλία του Μαυρουδή όπως «Η ζωή με εχθρούς» γίνονται σύντομες σαν αφορισμοί, ή μάλλον αληθινοί αφορισμοί, αποτελούν μια υφολογική πρωτοτυπία τόσο σπάνια, που αναδεικνύεται σε ειδολογική. Δεν έχω υπόψη μου άλλο συγγραφέα που να γράφει κάτι ανάλογο ή παρόμοιο.
Έχουμε παρουσιάσει όλα τα βιβλία του Μαυρουδή μετά από αυτή τη δεύτερη έκδοση του «Εισιτηρίου επιστροφής» (το βιβλίο το βρήκαμε και το αγοράσαμε στο παζάρι της Κλαυθώνος), που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως terminus post quem, μετά από το οποίο με τον Κώστα μας συνδέει μια φιλία, και περιλαμβάνομαι στον κύκλο των φίλων του στους οποίους χαρίζει κάθε καινούριο του βιβλίο. Τα έχω παρουσιάσει όλα, και φοβάμαι ότι θα επαναλάβω πράγματα που έχω ήδη πει, πράγμα που μου συμβαίνει με κάθε καινούριο βιβλίο φίλου που παρουσιάζω. Και ενώ σε αυτούς κάποιες αλλαγές στο ύφος μπορούν να θεωρηθούν ως αποτέλεσμα επιλογής, το ύφος του Μαυρουδή δεν μπορεί να αλλάξει, γιατί απορρέει άμεσα από τον χαρακτήρα του. Και ο χαρακτήρας του Μαυρουδή είναι ο χαρακτήρας του εστέτ, ενός εστέτ με την καλή έννοια μια και ο όρος έχει φορτισθεί στην πορεία του και με αρνητικές συνδηλώσεις, ενός εστέτ που μπορεί να βρίσκει την ομορφιά και το ξεχωριστό σε πράγματα που για τον πολύ κόσμο θα περνούσαν απαρατήρητα, και να τα αναδεικνύει στην ιδιαιτερότητά τους με την ποιητικότητα της γραφής του-ας μην ξεχνάμε ότι ο Μαυρουδής στη λογοτεχνία εμφανίζεται ως ποιητής. Αυτό λοιπόν που σκέφτομαι να κάνω είναι να προβώ σε μια κατηγοριοποίηση των σημειώσεων, μια καταλογράφησή τους, που ισχύει και για τα επόμενα έργα του.
Α. Σχολιασμός πάνω σε μια απουσία.
«Από μικρός αναρωτιόμουν γιατί στον κινηματογράφο ή στα μυθιστορήματα, τα πρόσωπα ποτέ δεν εμφανίζονταν κατά την πιο ιδιωτική στιγμή τους, στην τουαλέτα» (σελ. 15).
Θα απαντήσω, σχολιάζοντας τη σημείωσή του: Γιατί το επεισόδιο ενός ήρωα στην τουαλέτα σπάνια είναι πυρηνικό, κατά την Ρολάν Μπαρτ ορολογία, δηλαδή σπάνια πυροδοτεί τη δράση. Όταν την πυροδοτεί, τότε εμφανίζεται. Δέστε την πανέμορφη Κάθριν Χάιγκλ στην τουαλέτα στο the killers (μην το χάσετε, παίζεται ακόμη στα village cinemas στο Mall). Δίπλα καραδοκεί ο δολοφόνος.
Γιατί άραγε η τουαλέτα να είναι ταμπού; Ας γράψουμε λοιπόν για την τουαλέτα, και για έναν ακόμη λόγο, για τη σύμπτωση, ή για την τηλεπάθεια. Προχθές το βράδυ, πριν κοιμηθώ, άρχισα να διαβάζω το «Με εισιτήριο επιστροφής». Την επομένη με πήρε ο Κώστας τηλέφωνο. Δεν το σήκωσα. Ήμουν στην τουαλέτα. Μετά, είδα την αναγνώριση. Τον πήρα τηλέφωνο, μιλούσε. Τον ξαναπήρα, είχε φύγει. Τον πήρα και σήμερα να κάνω διάλειμμα από αυτή την βιβλιοκριτική, δεν ήταν σπίτι. Θα αναρτήσω αυτή τη βιβλιοκριτική στο blog μου μετά τις 12 το βράδυ (είπαμε, μια την ημέρα), και θα του κάνω copy στον τοίχο του στο facebook το link. (Τελικά το αναρτώ από την Κρήτη, κάθε φορά πριν την αναχώρηση υπάρχουν ένα σωρό εκκρεμότητες).
Β. Ο χρόνος
Βα. Η μνήμη
«Ένα εισιτήριο επιστροφής, δύο ατόμων, από την Τήνο με το Λητώ, επιμελώς φυλαγμένο. 1966;
Πώς να θυμηθώ ποιος ήταν ο δεύτερος; Κι όμως, αυτό προσπάθησα να διασώσω, με τη σημασία που φαίνεται να είχε» (σελ. 23).
Ξαναδιαβάζοντας τις βιβλιοκριτικές που έγραψα, βρίσκω στη «Στενογραφία» το παρακάτω:
«Και ποια είναι η μεγαλύτερη πυκνότητα; Η λέξη που τίθεται για να λειτουργήσει με τους συνειρμούς της. «Ο Τιτανικός» (σελ. 144). Αυτό και μόνο. Ένας συνειρμός, ανοίκειος, που δημιουργείται σε μένα είναι η βιασμένη παρθένα που στη συνέχεια εκτελεί ο βιαστής της».
Ο συνειρμός έχει χαθεί. Δεν θυμάμαι ποια τίποτα για τη βιασμένη παρθένα και το βιαστή της. Όπως ο Κώστας που δεν μπορεί να θυμηθεί ποιος ήταν ο δεύτερος στο εισιτήριο επιστροφής δύο ατόμων.
Ββ. Ο πραγματικός και ο φιλμικός (θεατρικός, μυθιστορηματικός κ.λπ. χρόνος).
«Τότε εμφανίζεται το μικρό ερπετό (μια σαύρα προφανώς), που έχοντας βγει από τα φυτά, στη βάση της οθόνης, τρέχει κάθετα πάνω στο πανί, εκεί ακριβώς όπου βρίσκονται τα όρια του δρόμου της ταινίας. Για κάποιες στιγμές, αυτή η «διασταύρωση» του φιλμικού και του πραγματικού κόσμου υπονομεύει την ανεξαρτησία του πρώτου, καταργώντας την αφοσίωση και τη μέθεξη του θεατή, που θα υπάρξουν και πάλι, όταν το ερπετό αποσυρθεί ή πέσει και η κινηματογραφική εικόνα συνεχίσει, ανενόχλητη από εξωτερικές παρεμβολές, την εξέλιξή της» (σελ. 30).
Σε ένα βίντεο που μου έδωσε μαθητής μου σε μια μαθητική παράσταση του «Ορέστη» όπου ο ίδιος έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, είδα ξαφνικά ένα σκυλί να διασχίζει αγέρωχο τη σκηνή, που δεν ήταν άλλη από το προαύλιο του Βαρβακείου. Ο πραγματικός χρόνος υπονομεύει πάντα, δυνητικά, τον «αφηγηματικό» χρόνο. Τα σκυλιά από τις απέναντι πολυκατοικίες δυστυχώς υπονομεύουν περισσότερο τον ύπνο μου από το μυθιστορηματικό χρόνο ενός μυθιστορήματος που διαβάζω.
Βγ. Η ανάκληση του παρωχημένου χρόνου.
«Βγάλαμε το χαλί του μεγάλου δωματίου. Κάτω απ’ τη βιβλιοθήκη ένας παλιός σπόρος καρπουζιού μας αιφνιδιάζει, συνοψίζοντας κάποιο άγνωστο περασμένο καλοκαίρι» (σελ. 40)
Γ. Το γεγονός
Γα. Το ξεχωριστό, «ανοίκειο» γεγονός:
«Μια σκηνή. Ο μικρός πολεμιστής στην αίθουσα του σινεμά, πηδώντας τα καθίσματα, ανεβαίνει στην οθόνη την ώρα που φαίνεται η κυρία να κάνει μπάνιο. Προσπαθεί να την αγγίξει στα πόδια, στα μαλλιά, να πιάσει το νερό. Ρίχνει το πανί της οθόνης. Η προβολή συνεχίζεται στον τοίχο» (σελ. 24)
Και μια ανοίκεια σκηνή, από τις δικές μου αναμνήσεις. Βρισκόμαστε στο θερινό Σινέ Αστέρια στο χωριό μου, Κάτω Χωριό Ιεράπετρας, λίγο πριν τη χούντα. Είναι διάλειμμα. Ο μικρός της παρέας, ο Νικολής, έχει αποκοιμηθεί. Κάποιος από μας σκύβει και του ψιθυρίζει στο αυτί. «Νικολή, κατούρα να πας για ύπνο». Αυτός ξεκουμπώνεται, σαν υπνωτισμένος, όπως καθόταν στο κάθισμα, βγάζει έξω το πουλί του και κατουράει. Γελάγαμε πνιχτά, για να μην τον ξυπνήσουμε και χάσουμε το θέαμα.
Και ένα ακόμη, από το βιβλίο του Μαυρουδή.
«Κινηματογράφος Μπροντγουέη. Πώς κατάφερε αυτό το ασήμαντο κορίτσι που καθόταν μπροστά μου, παρά την τεράστια μυωπία του, με μόνο μιαν αυθόρμητη, ασαφή κίνηση του χεριού στη μύτη του, να γίνει, ξαφνικά, και έξω από κάθε δυνατότητα ερμηνείας, θηλυκό;» (σελ. 33).
Γβ. Το ξεχωριστό, χιουμοριστικό γεγονός:
«‘Αυτό δεν είναι τίποτα. Πού να ’βλεπες το άλλο…’ (Μιλούσαν δυο τυφλοί μικροπωλητές στην πλατεία Κοτζιά» (σελ. 67).
Γγ. Η ξεχωριστή, «ανοίκεια» εικόνα:
«Στο δρόμο. Η πενηντάρα κυρία, με μαντήλι πράσινο, δεμένο στο κεφάλι, και κοντινό φόντο ακριβώς πίσω της (μεγάλα πράσινα γράμματα) το «ΖΕΙ» του τοίχου, σε μια τυχαία και έξοχη χρωματική συμφωνία (σελ. 36).
Δ. Σύγκριση
«Στη μνήμη, και η γνωστότερη, η πιο οικεία περιοχή, φαίνεται να γίνεται αφαίρεση, ύπαρξη δυνητική, μέσα απ’ την ταρίχευσή της. Ένα τέτοιο τοπίο μνήμης δε διαφέρει απ’ το αποτέλεσμα που παράγει η εικόνα του έργου Τέχνης» (σελ. 29).
Η Τέχνη και η πραγματικότητα συμφύρονται κάποτε στη μνήμη όταν βλέπεις την πραγματικότητα με τα μάτια της τέχνης. Μαθητής, χειμώνα, στην Ιεράπετρα, στην εκδρομή στον άγιο Ανδρέα, έβλεπα το κίτρινο άνθος από τα ξινίδια (δεν ξέρω τη λέξη στα νέα ελληνικά, μόνο στα κρητικά) και το τοπίο μπροστά μου γινόταν πίνακας του Βαν Γκονγκ.
Ένα ακόμη:
«Υπήρχαμε όλοι και κινούμασταν σ’ εκείνον τον αφόρητο καύσωνα. Ήταν σαν να αναπτύσσονταν κάποιοι περίεργοι δεσμοί μεταξύ μας… Όπως πλησιάζονται εκείνοι που βαδίζουν κάτω απ’ το ίδιο λάβαρο, στις διαδηλώσεις» (σελ. 57).
Δ. Ο αφοριστής ψαρεύει αφορισμούς.
«‘Η κυρία και ο Ναύτης’ της Λ. Βερτμύλλερ, στο Αχιλλεύς. Απ’ όλη την ταινία κρατώ μια φράση: ‘Όσοι άλλαξαν τον κόσμο είχαν υπηρετικό προσωπικό» (σελ. 34).
Χθες βράδυ είδα το «Μουσταφά», το πολυσυζητημένο στην Τουρκία ντοκιμαντέρ για τον Κεμάλ Ατατούρκ (ο οποίος, σημειωτέον, άλλαξε την Τουρκία, και φυσικά είχε υπηρετικό προσωπικό). Από όλη την ταινία κρατώ κι εγώ μια φράση του Ατατούρκ: «Κουμαντάρισα πολλούς στρατούς, αλλά τις γυναίκες δεν κατάφερα να τις κουμαντάρω». Το είπε όταν χώρισε τη γυναίκα του, σε ένα γάμο που κράτησε μόλις τρία χρόνια.
Ε. Η φαντασία καλπάζει.
«Κάπου στη συζήτηση ακούγεται η λέξη ‘πλειστάκις’. Αλήθεια, πώς θα φανταζόσουν τον ‘πλειστάκις’- τη ρωτώ-αν ήταν άνδρας; Δεν θα ’ταν ένας μακρύς, αδύνατος, ίσως και με ψιλό λαϊκό μουστακάκι;» (σελ. 37).
Εγώ δεν αναρωτήθηκα ποτέ, αλλά, μια και το έφερε η κουβέντα, εγώ τον φαντάζομαι με κρητική βράκα και κεφαλομάντηλο, να παίζει λύρα (βιολεντσέλο με τίποτα). Είναι ο Πλειστάκης, το κης με ήτα, όπως Δερμιτζάκης.
ΣΤ. Η ανάδειξη ποιητικά του καθημερινού γεγονότος.
«4 μ.μ, 12 Ιουλίου. Το τεράστιο φορτηγό πέρασε αργά στην άπνοια της παραλίας, φορτωμένο με άχυρο. Κίτρινα δεμάτια φτιαγμένα από κάποια μηχανή, που κατάφερε να παραλλάξει το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά αυτού του υλικού, μεταβάλλοντας την ανάλαφρη απειθαρχία του σε σφιχτούς ορθογώνιους όγκους» (σελ. 39).
Ζ. Σκέψεις και συλλογισμοί.
«Ηλίθιοι, περνούν καθημερινά μπροστά από χίλια μήλα που πέφτουν, χωρίς να υποψιάζονται τίποτε για τη βαρύτητα» (σελ. 44).
Ούτε και αυτοί που κάνουν καθημερινά μπάνιο (όχι ντουζ) στις μπανιέρες τους υποψιάζονται για την άνωση.
Η. Η ανάδειξη της λεπτομέρειας
«Φωτογραφία στο Paris-Match. Είναι εκτέλεση στην Τεχεράνη. Το σώμα έχει γείρει στον πάσαλο. Αστράφτει το ρολόι του εκτελεσμένου, απ’ το φλας» (σελ. 48).
Αυτές πια οι εκτελέσεις στην Τεχεράνη! Δεν προλαβαίνω να υπογράφω για καταδικασμένους σε θάνατο, και, το πιο φρικιαστικό, για γυναίκες καταδικασμένες σε θάνατο με λιθοβολισμό. Ο μεσαίωνας εκεί καλά κρατεί.
Το βιβλίο κλείνει με μια αυτόνομη ενότητα «Σημειώσεις για το χιόνι», όπου ο Μαυρουδής αναφέρεται σε αναμνήσεις του που σχετίζονται με το χιόνι αλλά και σε αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων όπου γίνεται λόγος για το χιόνι ή σε κινηματογραφικά πλάνα όπου εμφανίζεται το χιόνι. Στο πρώτο κείμενο, παραθέτοντας ένα απόσπασμα από τη «Συναισθηματική αγωγή» του Φλωμπέρ, σχολιάζοντάς το δίνει και το στίγμα της αισθητικής του, μιας μινιμαλιστικής αισθητικής που βλέπει με θαυμασμό, σαν με τα μάτια ενός μικρού παιδιού, το μικρό, το καθημερινό, το ασήμαντο.
«Η αναφορά όμως του χιονισμένου κουβά της αυλής – παρέκβαση στη διήγηση κι ασήμαντη λεπτομέρεια στην εξέλιξη της σκηνής – κέρδισε τη σημασία της. Δεν είναι σκηνική λεπτομέρεια. Είναι η αυτονομημένη σημασία του μικρού, που καλεί τον αναγνώριση της απόλυτης-με τα υπόλοιπα στοιχεία-ισοτιμίας του» (σελ. 85).
Θα σταματήσουμε εδώ, σε αυτό το απόσπασμα, που συνοψίζει την αισθητική του εστέτ Κώστα Μαυρουδή, για να μείνει σαν τελευταία εντύπωση στον αναγνώστη.
Μπάμπης Δερμιτζάκης